«Αγάπη, έρχεσαι λίγο;» άκουσε τη φωνή της από τη κρεβατοκάμαρα πάνω που έσφιξε τον κόμπο στην γραβάτα του. Κοίταξε τον εαυτό του για μια στιγμή, φρεσκομπανιαρισμένο και ντυμένο στην τρίχα. Την ετοίμαζαν τη σημερινή βραδιά εδώ και βδομάδες - στολισμοί, πρόγραμμα μουσικό, στολές δικές τους… ο Νικηφόρος του είχε πάρει τα αυτιά να ντυθεί κι εκείνος. Ως μαγαζάτορας, έλεγε, ήταν υποχρεωμένος. Το κέφι από αυτούς θα ξεκινούσε.
Ε λοιπόν, κέφι δεν είχε πολύ. Αλλά σαν να είχε αρχίσει να τον ενοχλεί το στομάχι του. Δεν ήταν άγχος. Τι άγχος να είχε τώρα· θα ερχόταν κόσμος, όλα καλά θα πήγαιναν. Και αφού συμφώνησε και η Δρόσω να τον συνοδεύσει, σαν έξοδο φάνταζε η σημερινή βραδιά. Ραντεβουδάκι σχεδόν.
Καιρό είχαν. Με όσα γίνονταν, χωρίς να το πολύ-καταλάβουν είχαν λιγοστέψει οι στιγμές που αφιέρωναν στο να κάνουν κάτι μαζί. Μια κοινή έξοδος του φαινόταν πια σχεδόν πρωτόγνωρη.
Ίσως γι' αυτό και το ανάστατο στομάχι. Σαν ελαφρύ πετάρισμα ήταν, του θύμισε τις νύχτες που την περίμενε στη αποθήκη και αδυνατούσε να βρει ησυχία.
Ήταν αστείο να το νιώθει τώρα. Θα γελούσε και αυτή αν της το έλεγε.
Σαν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα ακριβώς αυτό πήγε να κάνει, μα σκάλωσαν οι λέξεις στο στόμα του μόλις την αντίκρισε. Στεκόταν μπροστά στη συρταριέρα, ντυμένη με ένα φόρεμα σε τόσο βαθύ κόκκινο που φάνταζε σαν πλούσιο βελούδο. Γυμνή ήταν η πλάτη της όπως την είχε γυρισμένη προς εκείνον, το φερμουάρ ανοιχτό μέχρι χαμηλά.
«Με κουμπώνεις;» ζήτησε, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο επειδή έβαζε το ένα σκουλαρίκι.
Της σφύριξε επιδοκιμαστικά.
Η αντανάκλασή της χαμογέλασε από τον ξύλινο καθρέφτη που κρεμόταν πάνω απ' τη συρταριέρα. «Έλα, σταμάτα».
Την πλησίασε υπάκουα, και μόλις την έφτασε εκείνη μάζεψε τα μαλλιά της πάνω από τον αριστερό της ώμο, ελευθερώνοντας το κατάλευκο της λαιμό.
Το φερμουάρ κύλισε αθόρυβα πάνω στην πλάτη της, ακολουθώντας ευλαβικά τις καμπύλες της σαν να είχαν καταφέρει να σαγηνεύσουν ακόμα κι εκείνο. Μόλις το έφερε στη βάση του σβέρκου της, ο Κωνσταντής έσκυψε για να της αφήσει ένα φιλί στον εκτεθειμένο της ώμο. Μετά ακούμπησε εκεί το σαγόνι του και συνάντησε το βλέμμα της στον καθρέφτη. «Είσαι κούκλα».
Τα χείλη της συσπάστηκαν σε ακόμα ένα χαμόγελο, βαμμένα κι εκείνα κατακόκκινα. Δεν το έβλεπε αυτό το χρώμα πάνω της πια. Ίσως καλύτερα, ήδη τον αποσπούσε αρκετά όταν βρισκόταν στον ίδιο χώρο, άπαξ κι άρχιζε να κυκλοφορεί έτσι δε θα μπορούσε να ξανασυγκεντρωθεί σε τίποτα.
«Κι εσύ το ίδιο», του είπε και έγειρε πίσω να ακούμπησε στο στήθος του. Αυτόματα τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω της, και μετά το ένα δικό της, ντυμένο με ένα μαύρο γάντι που έφτανε ως τον αγκώνα, σηκώθηκε για να του χαϊδέψει το μάγουλο. «Τι αγόρι έχω εγώ;»
«Το καλύτερο», αστειεύτηκε.
«Ναι», συμφώνησε, η φωνή της τρυφερή.
Γύρισαν και οι δύο τα κεφάλια να κοιταχτούν, και αυτόματα έγειρε να τη φιλήσει.
Εκείνη τραβήχτηκε. «Κραγιόν».
Του ξέφυγε ένας ήχος που μάλλον θύμιζε κλάμα από κουτάβι.
Εκείνη του πρόσφερε το μάγουλο της ως εναλλακτική, μα σαν την κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή προτίμησε τελικά τον λαιμό της. Έσκυψε να τον φιλήσει απαλά, όμως… Όμως δεν τον έβρισκε συχνά έτσι, γυμνό και λαχταριστό, σαν να τον προκαλεί. Το άρωμα της δε… κρεμώδες σήμερα, σαν πλούσια βανίλια. Ξάφνου το βρήκε δύσκολο να αποτραβηχτεί. Άνοιξε τα χείλη του πάνω στο δέρμα της, ρουφώντας…
Του έσπρωξε το στήθος. «Μη… έλα τώρα».
Ο ίδιος ήχος με πριν του ξέφυγε πάνω στο αυτί της.
«Έχουμε ήδη αργήσει».
«Έχεις ιδέα πόσο σέξι είσαι;»
«Σέξι; Κωνσταντή…»
«Θα με τρελάνεις όλο το βράδυ, μη μου το κάνεις αυτό».
«Ποιο;»
«Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι. Σε παρακαλώ…»
Τον κοίταξε, μπερδεμένη.
«Πέντε λεπτά μόνο», εξήγησε, οι λέξεις γρήγορες. «Δώσε μου πέντε λεπτά».
Γέλασε. «Δεν υπάρχει περίπτωση».
«Μόνο πέντε, Δρόσω, έλα».
«Δε θα αργήσουμε σήμερα, σταμάτα. Βάλε το καπέλο σου».
«Μη μου το κάνεις αυτό», είπε ξανά. «Θα τρελαθώ όλο το βράδυ».
«Δεν θα σου κάνω τίποτα, ακριβώς», είπε και άρπαξε το καπελάκι του ινδιάνου από τη συρταριέρα και το έχωσε στα χέρια του. «Δέκα ώρες μου πήρε να φτιάξω τη μπούκλα, δε θα μου τη χαλάσεις από τώρα», κοντοστάθηκε σαν το σκέφτηκε. «Μετά», συμπλήρωσε.
«Μετά;»
«Μετά».
Ξεφύσηξε, σχεδόν αγανακτισμένος. «Άσπλαχνη γυναίκα».
«Επιβαρύνεις τη θέση σου. Άντε». Και του σκούντησε το χέρι που κρατούσε το καπέλο.
Αναστέναξε ξανά και την αγριοκοίταξε. Φυσικά και στο τέλος το φόρεσε, αλλά τα πυκνά του φρύδια παρέμειναν σμιγμένα.
Τα μούτρα του είχαν φύγει μέχρι που βγήκαν από την πόρτα. Πήραν το αμάξι του, και στον δρόμο για τη Λάρισα όλο έριχνε κλεφτές ματιές στο χέρι της σαν άλλαζε σταθμό στο ραδιόφωνο. Δεν την είχε ξαναδεί με γάντια. Η Δόμνα από την άλλη φορούσε γάντια συνεχώς, ούτε δεύτερη ματιά δεν τους είχε ρίξει ποτέ. Μα το δικό της χέρι ντυμένο με γυαλιστερό μαύρο ύφασμα, ήταν μια θέα που δεν είχε ιδέα ότι θα τον κλόνιζε έτσι.
Η Δρόσω είχε εκνευριστεί όταν δεν έβρισκε σε μαύρο ένα φόρεμα που να μοιάζει με της Χόλι ή όπως στο καλό την έλεγαν. Ήταν εκείνη με το μακρύ τσιγάρο και τα κοσμήματα που είχε ένα γάτο ίδιο με τον Μπελά. Είχαν βρει έναν κινηματογράφο που έπαιζε το έργο και είχαν πάει να το δουν μαζί, της το είχε προτείνει ο Λευτέρης. Η Δρόσω μετά ήταν ενθουσιασμένη, μα αργότερα το βράδυ σκεπτική. «Πιστεύεις ανήκουμε ο ένας στον άλλο;» τον ρώτησε σαν έπεσαν για ύπνο, το πέπλο της νύχτας γνώριμο και καθησυχαστικό και για τους δύο.
«Πιστεύω… αυτό που είπε και εκείνη», της είπε ειλικρινά, ελπίζοντας να μην το πάρει στραβά. «Οι άνθρωποι δεν ανήκουν σε κανέναν, στον εαυτό τους μόνο».
«Ναι! Αυτό σκεφτόμουν ακριβώς, ότι νομίζω πως συμφωνώ μαζί της».
«Βέβαια αν με ρωτάς για την καρδούλα μου…» της είχε χαμογελάσει. «Αυτή δική σου φωνάζει πως είναι».
Και είχε φανεί να είναι ακριβώς αυτό που ήθελε να ακούσει. Του είχε σφίξει το χέρι, μια ευγνωμοσύνη στο βλέμμα της που δεν είχε μπορέσει να ερμηνεύσει.
Από τότε αυτήν την Χόλι την ανέφερε καμιά φορά η Δρόσω. Είχε παρατηρήσει ότι από τότε που τα ξαναβρήκαν, που είχε αρχίσει να ασχολείται με το θέατρο και το σινεμά, ανέφερε συχνά και ταινίες και έργα και βιβλία. Δεν το έκανε αυτό παλιότερα, ήταν ένα νέο κομμάτι της που είχε περιέργεια να γνωρίσει. Έδειχνε πλέον να της αρέσει να σκέφτεται και να αναλύει ό,τι έπιανε στα χέρια της. Και για τη δουλειά της δε στην ταινία, πόσες φορές του είχε ανοίξει συζήτηση για την Μαρία και για την σχέση με τον πατέρα της, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, την απελπισία της που την οδήγησε να σταματήσει να πιστεύει στα όνειρα και την αγάπη. Δεν έβλεπε απλώς μίαν ιστορία. Και μέσα από τα μάτια της, ούτε και εκείνος πλέον.
Στην Χόλι έβλεπε μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της, στιγματισμένη μα περήφανη, που συνέχιζε να προχωρά, και παρότι φοβόταν τελικά τόλμησε να εμπιστευτεί – ευτυχώς – τον σωστό άνθρωπο.
Γι' αυτό και όταν ο Κωνσταντής της είπε για το πάρτι στη μπουάτ, εκείνος πρώτος της πρότεινε να ντυθεί Χόλι. Όχι με το όνομα βέβαια, «αυτή με το μαλλί-φωλιά» της είπε, και κατάλαβε εκείνη. Και έλαμψε η έκφραση της με την ιδέα.
Σαν δεν βρήκε τίποτα είχε χαλαστεί λίγο, μα εν τέλη αποφάσισε να το ξεπεράσει και να ντυθεί μια δική της βερσιόν του χαρακτήρα, βασισμένη στην ταινία. Είχε κάνει τα ξανθά μαλλιά της έντονες μπούκλες που αναπηδούσαν σε κάθε της βήμα, είχε φορέσει αυτό το κολλητό, αμάνικο, κατακόκκινο φόρεμα, και αυτά τα μαύρα γάντια που τώρα δε μπορούσε να σταματήσει να καρφώνει με το βλέμμα του.
Όσο για τη δική του τη στολή, δεν είχε πέσει τόση σκέψη. Ο Σέργιος ήθελε να ντυθεί καουμπόης, και χρειαζόταν έναν Ινδιάνο να κυνηγάει. Ο Κωνσταντής απλά προσφέρθηκε.
Στο ραδιόφωνο άρχιζε να παίζει ένα απαλό τραγούδι, η τεμπέλικη μελωδία σαξοφώνου γέμισε το μικρό όχημα. Υπήρχε μια σχισμή στο φόρεμά της στο πλάι του ποδιού της που έφτανε επικίνδυνα ψηλά, και η θέα από το μπούτι που ξεπρόβαλλε ελάχιστα εν αγνοία της τον αποσπούσε περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Όταν επιτέλους πάρκαρε, η Δρόσω έβγαλε από το τσαντάκι της ένα μακρύ λεπτό αντικείμενο. Έπρεπε να κοιτάξει δύο φορές για να καταλάβει τι ήταν.
«Που το βρήκες αυτό;»
«Όποιος ψάχνει βρίσκει».
«Δεν σε πιστεύω… αληθινό είναι;»
«Σε παρακαλώ, για ποια με πέρασες; Εννοείται».
Και σαν να μην ήταν τίποτα, έβγαλε μια ταμπακιέρα από τη τσάντα της που εκείνος δεν είχε ξαναδεί ποτέ, και τράβηξε από μέσα ένα τσιγάρο κι έναν αναπτήρα. Τοποθέτησε το τσιγάρο στην άκρη της μακριάς, μαύρης πίπας, στηρίζοντας το εκεί.
Την παρακολουθούσε, σαστισμένος. «Ε τώρα τα έχω δει όλα».
Τον κοίταξε. Μετά συνειδητοποίηση φώλιασε στο βλέμμα της. «Δεν με έχεις δει να καπνίζω;»
«Τι πράγμα;» Δεν υπήρχε περίπτωση. Δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να κάπνιζε και να μην το ήξερε εκείνος.
«Παλιά εννοώ, στη Χαβάη. Εντύπωση μου κάνει».
Και πάλι ένιωσε σαν να έχασε την γη κάτω από τα πόδια του. «Πλάκα μου κάνεις». Πώς δεν το ήξερε αυτό;
Κούνησε το κεφάλι. «Δεν είχα και επιλογή. Άρεσε μια γυναίκα που καπνίζει. Σχεδόν κάθε πελάτης έκανε τράκα, και δεν μπορούσες και να πεις όχι... Τέλος πάντων, θες;» τον ρώτησε, κι εκείνος μετά από όλον αυτό το πρόλογο μόνο αρνητικά μπόρεσε να κουνήσει το κεφάλι.
Τον είδε που την στραβοκοίταζε.
«Σε πειράζει;» τον ρώτησε. «Να κάνω εγώ;»
«Ό,τι θες κάνε. Απλά…»
«Τι;»
Δεν το καταλάβαινε αυτό. Μια αναφορά στη Χαβάη, στους πελάτες, ήταν αρκετή για να γυρίσει εκείνος πίσω. Για να θυμηθεί το φως από τις ροζ ταμπέλες, να θυμηθεί εκείνη με αυτό το άδειο βλέμμα να χορεύει στη σκηνή, σαν κάλεσμα σειρήνας η φωνή της. Το ίδιο σαγηνευτική. Το ίδιο επικίνδυνη. Το ίδιο θλιμμένη.
Και οι χειρότερες ήταν οι εικόνες που δεν είχε εκείνος δει. Μόνο είχε ακούσει, από τα δικά της τα χείλη. Χέρια να την τραβάνε στα σοκάκια, να την κολλούν στον παγωμένο τοίχο που έζεχνε από ούρα. Εκείνος ο… ο άρρωστος. Που την πήγαινε στις ερημιές με το αμάξι και της έκανε πράγματα… Την έβαζε να κάνει πράγματα που μόνο στο άκουσμα τους κόντευε να χάσει το μυαλό του, να πάρει όπως ήταν ένα μπιτόνι και να μπουρλωτιάσει ολόκληρο τον Πειραιά και όλα τα αποβράσματα εκεί μέσα, έναν - έναν. Καμία κοπέλα δεν άξιζε τέτοια μεταχείριση, καμία. Και ότι αυτά η Δρόσω τα είχε ζήσει, και είχε συνδυάσει τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα όπως το ποτό, το κάπνισμα ή μια απλή βόλτα με ένα αμάξι με εμπειρίες σαν εκείνες… και πάλι συνέχιζε να ζει. Να προχωρά. Να δοκιμάζει και να τολμάει πράγματα. Ήπιε σαμπάνια για να γιορτάσει μαζί με τις αδερφές της εκείνο το βράδυ που πήγαν όλοι μαζί στην μπουάτ, καθόταν τώρα δίπλα του κρατώντας ένα τσιγάρο, μέσα σε ένα αμάξι σαν εκείνο, και τα μάτια της ήταν καθαρά και ήρεμα. Γαλήνια.
Τον ερωτεύτηκε. Μετά από όλα αυτά, εμπιστεύτηκε και αγάπησε. Και σήμερα ήταν εδώ, αρραβωνιασμένη μαζί του, έτοιμη να ξεκινήσει μια ολόκληρη ζωή ξανά από την αρχή.
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε ξανά, σαν τα λεπτά κυλούσαν και εκείνος δεν απαντούσε. Είδε την ανησυχία στο βλέμμα της σαν άφησε την πίπα με το τσιγάρο στην ποδιά της.
Την σταμάτησε, πιάνοντάς της το χέρι. Το μεταξένιο ύφασμα ήταν δροσερό κάτω από τον αντίχειρά του.
«Πρέπει να μου πεις μια μέρα… που τη βρήκες όλη αυτή τη δύναμη».
Βλεφάρισε, ξαφνιασμένη. «Ποια δύναμη;»
Ήθελε τόσα να της πει. Όλα όσα σκέφτοταν, κι άλλα χίλια. Να της πει ξανά πόσο την αγαπάει, πιο πολύ κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε – όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό. Και πόσο περήφανος ήταν για εκείνη, για όσα ήταν, όσα είχε παλέψει, όσα είχε ξεπεράσει και συνέχιζε να ξεπερνά κάθε μέρα. Βήμα-βήμα.
Αντί για όλα αυτά, εκείνος γέλασε αμήχανα. «Το χόντρυνα, συγνώμη. Να διασκεδάσουμε ήρθαμε».
Δεν ήταν η ώρα για τέτοια. Ώρα να γλεντήσουν όσα κέρδισαν ήταν.
Τον ξάφνιασε όταν εκείνη έδειχνε να κατάλαβε.
Αμίλητη έσκυψε το βλέμμα. Μετά από λίγο άνοιξε αργά την ταμπακιέρα και την κράτησε ανοιχτή προς το μέρος του.
Τότε η Δρόσω έγνεψε προς τα έξω να την ακολουθήσει και βγήκε απ' το αμάξι.
Εκείνου του πήρε μια στιγμή, σαν έστριψε το τσιγάρο ανάμεσα στα δάκτυλά του. Μετά την ακολούθησε έξω και έκλεισε την πόρτα με ένα γδούπο πίσω του.
Τη βρήκε γερμένη στο πορτμπαγκάζ, η πλάτη της να ξαποσταίνει στο αμάξι. Πήγε και στάθηκε δίπλα της, ακουμπώντας πίσω κι αυτός. Είχε ήδη ανάψει το δικό της τσιγάρο, και όπως κρατούσε τη μακριά λαβή ο καπνός έβγαινε από την άκρη λεπτός και λικνιζόμενος στην άπνοια της νύχτας.
Του άπλωσε το χέρι και άφησε στη χούφτα του κάτι. Ήταν αναπτήρας.
«Δεν το πιστεύω ότι το κάνουμε αυτό», μουρμούρισε σαν άναβε το τσιγάρο, παρακολουθώντας τη να ρουφάει μια τζούρα. Κανείς τους δεν κάπνιζε στη διάρκεια της σχέσης τους, και όχι ότι εκείνος δεν είχε κάνει τα τσιγαράκια του εδώ κι εκεί, αλλά ποτέ μαζί της. Δεν ήταν κάτι που έκαναν. Ένιωσε εντελώς έξω από τα νερά του.
«Πάρτι μασκέ έχουμε», είπε εκείνη. «Ας γίνουμε άλλοι για μια στιγμή».
Πήρε μια τζούρα κι αυτός, ο καπνός καυτός σαν γλίστρησε στα πνευμόνια του. Όταν τον άφησε να βγει, το βλέμμα του υψώθηκε μαζί του μέχρι που έφτασε στα αστέρια πάνω τους. «Τι κι αν λατρεύω αυτούς που είμαστε;»
Την ένιωσε να χαμογελάει δίπλα του. Όταν γύρισε να την κοιτάξει, απλώθηκε το χαμόγελό της και στα δικά του χείλη. «Τι;»
Του έριξε ένα πλάγιο βλέμμα. «Κι εγώ μας λατρεύω ρε χαζούλη. Προσπαθώ να το παίξω μοιραία εδώ πέρα, κάνε μου το χατίρι».
Του πήρε μια στιγμή. «…Ω».
Η Δρόσω γέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Αμάν μωρέ».
«Όχι», σήκωσε το ένα δάκτυλο. «Όχι, το χω».
Κούνησε το κεφάλι της ξανά και ρούφηξε λίγο ακόμα από το τσιγάρο της. Την μιμήθηκε και εκείνος, κάπως αμήχανα στην αρχή, μα σαν περνούσαν τα λεπτά μέρευε η ανησυχία του. Και σαν άρχισε να νιώθει πιο άνετα, άρχισε να την παρατηρεί και περισσότερο.
Δεν ήταν ότι δεν είχε ήδη την πλήρη προσοχή του. Αλλά μόλις κάθε αίσθηση συγκεντρώθηκε σε εκείνη, παρατήρησε πράγματα που –κάπως- δεν είχε πριν. Στεκόταν πιο όρθια από ό,τι συνήθως, πιο στητή, τα χέρια της διπλωμένα στο στήθος της, με το ένα να στηρίζεται στον αγκώνα για να κρατάει την μαύρη πίπα. Στηριζόταν στο ένα πόδι, το άλλο ήταν ελαφρώς διπλωμένο προς τα πίσω κι ακουμπούσε στο αμάξι. Έδινε έτσι πλήρη ελευθερία στο πόδι της να ξεπροβάλλει από τη σχισμή στο φόρεμα, το λευκό δέρμα της να έχει μια λάμψη σχεδόν γαλανή κάτω από το φεγγάρι. Ήταν σαν να είχε δίπλα του ένα πλάσμα μυθικό, βγαλμένο από ένα όνειρο. Όσο την κοιτούσε, τόσο λαμπύριζαν τα μάτια της στο σκοτάδι μαζί με το νωπό από τη βροχή δρόμο. Λαμπύριζαν, φωτεινά, παρότι δεν υπήρχε φως. Μαγεία ήταν αυτό, ξόρκι δικό της. Αν την άγγιζε, ίσως να εξαφανιζόταν. Αν την άκουγε να τραγουδάει, το ήξερε ότι θα ακολουθούσε τη φωνή της σε κάθε γκρεμό, κάθε μυτερό βράχο, δεν είχε επιλογή. Θα ήταν το τέλος του, και θα ήταν χαρούμενος. Αρκεί να μην γύριζε πίσω στο όνειρο που άνηκε, να έμενε για λίγο μαζί του.
«Τι κοιτάς;» τον ρώτησε, μια δόση ειρωνείας μπλεγμένη στη φωνή της σαν περιεργαζόταν το πρόσωπό του.
Εκείνος δε γελούσε.
Πέταξε το τσιγάρο του στο πάτωμα και το πάτησε, και με ένα βήμα μπροστά την φυλάκισε πάνω στο πορτμπαγκάζ. Τα χέρια του την κόλλησαν εκεί, το γόνατο του μπήκε σχεδόν βίαια ανάμεσα στα δικά της, παραμερίζοντάς τα. Το ύφασμα γλίστρησε από το ένα της πόδι, αφήνοντας το εντελώς γυμνό ως το γλουτό, κι όλα έγιναν τόσο γρήγορα που μια κοφτή ανάσα βγήκε απότομα από τα πνευμονία της σαν κοπάνησε πίσω με φόρα.
Τον κοίταξε, έκπληκτη, τα φλογερά της μάτια ορθάνοιχτα.
«Θα το μετανιώσεις», ψιθύρισε πάνω στα χείλη της, το κόκκινο κραγιόν της σχεδόν μαύρο στο σκοτάδι. Ο τελευταίος του καπνός έντυνε την κάθε λέξη με κάτι σκοτεινό, κάτι που θύμιζε απειλή. «Θα σε κάνω να το μετανιώσεις που με άφησες έτσι».
Και τα δάκτυλά του γλίστρησαν κάτω στο κορμί της, στο κόκκινο βελούδο, κι έφτασαν στο γυμνό της μπούτι. Το διέσχισαν αγγίζοντάς το μετά βίας, τόσο αέρινα που ίσα που ένιωθε το δέρμα της. Και πάλι τον συνεπήρε πόσο λείο ήταν, πόσο αψεγάδιαστο και απαλό το ένιωθε κάτω από τα ακροδάχτυλα του. Σαν να ήταν πλασμένο από αγνό παρθένο χιόνι, και το παραμικρό άγγιγμα θα έλιωνε τις μικρές χιονονιφάδες, θα ήταν το χειρότερο έγκλημα.
Κρίμα.
Η παλάμη του έσκασε δυνατά πάνω στο μπούτι της με έναν οξύ ήχο, κι εκείνη αναπήδησε ολόκληρη στην επαφή. Γράπωσε το μπράτσο του, το αμάξι, τα σκούρα χείλη της μισάνοιχτα από το σοκ.
Εκείνος μόνο χαμογέλασε, ένα μισό χαμόγελο που δεν φώτισε το πρόσωπό του όπως έκανε συνήθως. Εκείνο παρέμεινε σκοτεινό.
«Μέσα τώρα», διέταξε, και πήρε το γόνατό του από ανάμεσα στα πόδια της, «λουλούδι μου».
Όταν την άφησε ελεύθερη εκείνη ταλαντεύτηκε ελαφρώς, ασταθής.
Της γύρισε την πλάτη και την άφησε εκεί, ξέροντας ότι θα τον ακολουθήσει αμίλητη. Ένιωσε μια δόση περηφάνιας, μα δεν την άφησε να βγει προς τα έξω. Αντίθετα περπάτησε ήρεμος ως την είσοδο της Πανδώρας, και μόνο όταν άρχισε να κατηφορίζει τα σκαλιά άκουσε την ηχώ από τακούνια πίσω του.
Δεν σκόπευε να γυρίσει, να της δώσει σημασία. Γι' αυτό ξαφνιάστηκε όταν ξάφνου βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο.
Έσκασε πίσω με φόρα, τόση που κόντεψε να πέσει από το σκαλί. Σαν προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει εκείνη κόλλησε πάνω του ολόκληρη, πιέζοντας τον στο παγωμένο ασβέστη. Τον είχε αρπάξει από τον γιακά, και μόλις πήγε να απελευθερωθεί κάτι μυτερό στο λαιμό του τον κράτησε πίσω. Η πίπα της, κάτω από το σαγόνι του.
Του ξέφυγε ένα σύριγμα.
Εκείνη έσκυψε κοντά, η φωνή της μονάχα μια δόνηση σαν τα χείλη της κινούνταν χιλιοστά από τα δικά του. «Εσύ θα μετανιώσεις αυτό που μόλις έκανες», είπε μοναχά.
Και τον άφησε σύξυλο στη σκάλα, τα δάχτυλά του να ακουμπούν το πονεμένο δέρμα του λαιμού του.
Του πήρε ένα λεπτό να συνέλθει. Όταν η ανάσα του επέστρεψε σε φυσιολογικούς ρυθμούς, άρχισε να κατεβαίνει τα υπόλοιπα σκαλιά με το μυαλό θολό, η βοή της δυνατής μουσικής να αυξάνει σε κάθε του βήμα. Όταν μπήκε στο μαγαζί ήταν σχεδόν εκκωφαντική. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, κόσμος και κοσμάκης ήδη είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο. Διέκρινε έναν κλόουν, ένα Ζορό, μια πειρατίνα, στολές κάθε λογής. Γύρω από τον κόσμο που χόρευε και γελούσε κρεμόντουσαν πολύχρωμοι χάρτινοι στολισμοί, η μπουάτ σχεδόν αγνώριστη.
Δεν άργησε να την εντοπίσει. Είχε ήδη κάτσει στο μπαρ, και ο Μηνάς από την άλλη πλευρά έδειχνε να ετοιμάζει το ποτό της, η ματιά του εσπευσμένα χαμηλή. Του Νικηφόρου η ματιά, από την άλλη, έπεσε πάνω της σαν ξεπρόβαλλε από το μέσα δωμάτιο.
«Δρόσω», τον άκουσε να λέει, μια δόση δέους στον τόνο του. «Είσαι πολύ όμορφη».
«Ευχαριστώ», απάντησε εκείνη.
«Δεν σας είδα που ήρθατε. Ο Κωνσταντής;»
«Παρκάρει κι έρχεται», του απάντησε, και σαν να ήξερε ότι τόσην ώρα τους παρακολουθούσε από την είσοδο γύρισε να τον κοιτάξει. Μόλις συναντήθηκε το βλέμμα τους του έκλεισε το μάτι.
Σαν σοκ τον διαπέρασε, και πριν το καταλάβει τα βήματα του τον έφεραν ξανά δίπλα της. Ο Νικηφόρος γύρισε αμέσως προς το μέρος του.
«Ινδιάνος;» ξίνισε τα μούτρα του σαν τον πρόσεξε. «Με σακάκι και γραβάτα; Ρε Κωνσταντή, φαντάσου να μην προσπαθούσες κιόλας».
Τον περιεργάστηκε κι εκείνος, προσπαθώντας να αναγκάσει το μυαλό του να συγκεντρωθεί και να φερθεί φυσιολογικά. «Κι εσύ τι ντύθηκες, τσολιάς; Σε σχολική γιορτή ήρθες;»
«Φέσι είναι, πασάς είμαι».
«Ακόμα χειρότερα, πασάς με παπιγιονάκι. Θίγεται κιόλας, που έχει κοτσάρει ένα κουβά στο κεφάλι και το παίζει ξύπνιος».
«Α, καλά αρχίσαμε».
«Ντύθηκε τουλάχιστον η Ρένα χανούμισσα μπας και το καταλάβει κανείς;»
«Όχι… Δεν ήρθε. Είχε μια αδιαθεσία ο πατέρας της και έμεινε μαζί του».
Άλλαξε το βλέμμα και των δυο τους. «Είναι καλά;» ρώτησε η Δρόσω.
«Ναι, ναι, λέει μάλλον του έπεσε η πίεση. Οπότε κανένα πρόβλημα, απλά…»
«Απλά ξέμεινες από χαρέμι», συμπλήρωσε ο Κωνσταντής. «Κάτσε πιες τουλάχιστον εσύ που μπορείς».
Σαν μηνυμένος, ο Μηνάς γλίστρησε πάνω στον πάγκο ένα φαρδύ κολονάτο ποτήρι. «Ορίστε. Για την όμορφη κυρία».
«Α, ευχαριστώ πολύ», είπε εκείνη σαν δέχτηκε το ποτό.
«Έβαλα και μια ελίτσα μέσα, άκουσα έτσι το πίνουν στην Αμερική».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Αναδεικνύει τα αρωματικά στοιχεία στο τζιν. Οι δεσποινίδες δείχνουν να το προτιμούν όταν τονίζεται η ένταση στη γλώσσα».
«Έλα, έλα», ύψωσε ο Κωνσταντής στη φωνή του, κάνοντας νόημα στον Μηνά να ξεκουμπιστεί. Εκείνος σώπασε και υπάκουσε γρήγορα, και ο Νικηφόρος και η Δρόσω αντάλλαξαν ένα βλέμμα γεμάτο κρυφό γέλιο. Το διέκοψε και εκείνο όταν μπήκε ανάμεσά τους για να καθίσει στο ψηλό σκαμπό δίπλα της. «Ακούς εκεί ελίτσα, λες και έκοψε σαλάτα».
«Ορεξάτος ήρθες, κατάλαβα», ο Νικηφόρος κούνησε το κεφάλι. «Πάω να μιλήσω σε κανέναν άνθρωπο, κοίτα μην είσαι έτσι μαγκούφης όλο το βράδυ και μας κάψεις. Άντε».
«Έλα ξεκουβάλα», του είπε απότομα.
Εκείνος γύρισε στη Δρόσω. «Ανάλαβε, σε παρακαλώ».
«Έννοια σου», του απάντησε, δείχνοντας να το διασκεδάζει περισσότερο από ότι θα έπρεπε να είναι νόμιμο.
Έτσι του 'ρχόταν να…
Έσφιξε τα δόντια του σαν έμειναν μόνοι.
Πώς του τα γύρισε έτσι απότομα; Το σημείο στο λαιμό του ακόμα τον ενοχλούσε, και καθώς προσπαθούσε να ηρεμήσει σήκωσε το χέρι ασυνείδητα σχεδόν και το έτριψε.
Μέγα λάθος.
Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν εκεί, και η έκφραση της έλαμψε με αναγνώριση. Έπιασε το μαρτίνι και το έφερε στο στόμα της. «Όλα καλά, Κώστα;»
Του άναψαν τα λαμπάκια.
«Μηνά, νερό», έφτυσε τις λέξεις, και ο κακομοίρης ο μπάρμαν τσακίστηκε να του φέρει ένα ποτήρι. Το κατέβασε μονορούφι όσο εκείνη τον παρακολουθούσε γελώντας ήσυχα πίσω από το ποτό της.
Κοπάνησε το ποτήρι στον πάγκο και σηκώθηκε. «Σήκω».
«Που πάμε;»
«Να σε χορέψω, σήκω».
«Δεν τελείωσα το ποτό μου».
«Σήκω μη σου το τελειώσω εγώ».
Δάγκωσε τα χείλη της σαν αποφάσιζε, και τελικά το άφησε αργά στον πάγκο μαζί με την πίπα της και στάθηκε πλάι του. «Δεν παίζεις δίκαια».
«Μιλάς εσύ; Που…»
«Που, τι;»
Κάγχασε και – πολύ προσεκτικά – έβαλε το χέρι του στην πλάτης της. «Δε θα μιλήσω».
«Μμμ…»
Την οδήγησε στην πίστα βράζοντας, αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι αυτό το τσουρούφλισμα ένα μεγάλο, μαζοχιστικό μέρος του εαυτού του το απολάμβανε αφάνταστα. Μόλις ανέβηκε με ένα σάλτο γύρισε και της πρόσφερε το χέρι του, και εκείνη ακούμπησε μέσα το μαυροντυμένο δικό της. Την τράβηξε πάνω, και η ξέφρενη μουσική έκανε τα υπόλοιπα.
Λικνίστηκαν μαζί όπως ήξεραν – απλά και ειλικρινά. Ο χορός είχε πάντα υπάρξει για εκείνους ένας αστραφτερός τρόπος να αγκαλιάζονται. Ανάμεσα στα παιχνιδιάρικα φώτα και τα λαμπερά χρώματα, αυτόματα γλίστρησε στην επιφάνεια η ευθυμία σαν αφρός σε αναψυκτικό, και ήταν περισσότερο στο σπίτι τους από ποτέ.
Όταν η μουσική έγινε πιο ξέφρενη, δυο χαμόγελα απλώθηκαν στα πρόσωπά τους. Ανέβηκε και ο Νώντας και έκαναν χαβαλέ, και κάποια στιγμή από το πολύ ξεφάντωμα έβγαλε τα παπούτσια της και συνέχισε ξυπόλυτη. Εκείνος στην αρχή ξεχάστηκε και χάθηκε να την κοιτάζει, έτσι που γελούσε εκθαμβωτική σαν στροβιλίζονταν. Τόσο ανέμελη, τόσο αέρινη. Σαν ελαφίνα, ελεύθερη στο λιβάδι.
Γύρισε τότε προς στο μέρος του, αφήνοντας τον Νώντα με την παρέα πίσω. Τον είδε που την παρακολουθούσε, και σαν να άλλαξε το βλέμμα της. Σαν από το λιβάδι να εντόπισε τον λύκο, που συσπειρωμένος παραμόνευε στις σκιές την κατάλληλη ευκαιρία.
Μα εκείνη δεν τρόμαξε.
Σιγά μην τρόμαζε.
Μια σβούρα έκανε και τον έφτασε, έπεσε στα χέρια του με τις μπούκλες της να αναπηδούν μα τραβήχτηκε πριν προλάβει να την κρατήσει. Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά, μα το ίδιο και εκείνη μακριά του. Δεν τον άφηνε να πλησιάσει.
Γυάλισαν τα μάτια του.
Χόρευε γύρω του, σε απόσταση αναπνοής. Τόσο κοντά μα ποτέ αρκετά. Η μουσική κατά κάποιον τρόπο κυλούσε μέσα της και ανάμεσά τους, και κάθε της κίνηση, κάθε λίκνισμα των γοφών της με αυτόν τον τρόπο τον δικό της, σαν το κορμί της να ήταν υγρό και να αψηφούσε κάθε φυσικό νόμο, έριχνε λάδι στη φωτιά που η ίδια είχε ανάψει.
Χόρευε. Απλώς χόρευε, πώς ήταν δυνατόν να τον σαγηνεύει έτσι; Να τον παρασύρει σε σκέψεις άλλες, να θέλει όπως είναι να τη βουτήξει εδώ μπροστά σε όλον τον κόσμο, να γραπώσει αυτές τις λεπτές τιράντες της και να τις κάνει κομμάτια με μια κίνηση, να χώσει τη γλώσσα του στο στόμα της και να την κάνει να τον παρακαλάει. Να την ακούσει να τον ικετεύει, εδώ μπροστά σε όλους…
Έπιασε τον εαυτό του πάνω στην ώρα.
Εκείνος ήταν αυτός που ικέτευε, που φλεγόταν ολόκληρος και πάσχιζε για το μικρότερο άγγιγμα της να τον δροσίσει έστω λίγο, να σβήσει λίγη από τη φωτιά. Τον είχε τρελάνει. Ούτε που θυμόταν από πότε είχαν να τρυπώσουν παρόμοιες σκέψεις στο μυαλό του, και ένα μέρος του ντρεπόταν που την έβλεπε έτσι, ντρεπόταν να φαντάζεται…
Τότε ξάφνου εκείνη του άρπαξε τη γραβάτα, και το μέρος αυτό σώπασε.
Τον τράβηξε έτσι κοντά της, σαν σκυλάκι σε λουρί, λες και δεν ένιωθε αρκετά παραδομένος σε κάθε της θέλω ήδη. Χορεύοντας γύρισε ανάποδα, κρατώντας ακόμα τη γραβάτα του, και κόλλησε την πλάτη της πάνω του.
Σαν να φλέγονταν όντως, αναστέναξε αισθητά μόλις την ένιωσε έτσι, παντού. Ήταν τρομερή η ανακούφιση, τον συνεπήρε. Τα χέρια του επιτέλους κατάφεραν να γλιστρήσουν στις δυο της πλευρές, κρατώντας την πάνω από τους γοφούς της όπως τους κουνούσε. Και τους κουνούσε… σε κάθε κίνηση κολλούσε πάνω του και εκείνος βύθισε το κεφάλι τις ξανθές της μπούκλες καθώς τα μάτια του σχεδόν γύρισαν μέσα στο κεφάλι του από την αίσθηση. Στέναξε αισθητά, δυνατά. Σίγουρα η Δρόσω το άκουσε, το αισθάνθηκε στο σβέρκο της.
Αναστέναξε και εκείνη όμως, μαζί του. Και όταν την ένιωσε να κοντοστέκεται για μια στιγμή, κατάλαβε πως ούτε εκείνη είχε μείνει ανεπηρέαστη.
Ήταν καλή ηθοποιός, όμως.
Ήταν το ατού της.
Έτσι, μια στιγμή αργότερα, την άκουσε να γελάει. «Τι έγινε… χαρήκαμε;»
Ήθελε να της το κόψει αυτό το γέλιο. Έπρεπε.
Την κόλλησε πάνω του, να τον νιώσει καλύτερα. Τα δάχτυλα του την πίεσαν, την κράτησαν εκεί με μια λαβή ατσάλινη. «Τρελαθήκαμε», της παραδέχτηκε, γιατί εκείνος το ηθοποιιλίκι ποτέ δεν το κατέκτησε. «Εσείς;»
Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι να τον κοιτάξει, ακριβώς όπως είχε κάνει λίγο νωρίτερα μπροστά στον καθρέφτη. Συνάντησε τα μάτια του και έμειναν εκεί, ακίνητοι όταν όλοι γύρω τους κινούνταν ξέφρενα. Η μουσική θόλωσε, απομακρύνθηκε. Τα φώτα χαμήλωσαν, έμειναν μόνο οι δυο τους.
«Κι εμείς».
Και αυτή τη φορά δεν κρατήθηκε.
Την άρπαξε με το ένα χέρι στο σβέρκο, όπως δεν είχε τολμήσει να κάνει πριν, την γύρισε απότομα στην αγκαλιά του και τα χείλη τους συγκρούστηκαν με μιαν ανάγκη αστείρευτη, τόση που ξέχασαν που βρίσκονται, ξέχασαν τα πάντα.
Τα χέρια της που του τραβούσαν ακόμα τη γραβάτα τώρα σκαρφάλωσαν στη βάση της και άρχισαν να τη λύνουν, και εκείνος την έσπρωξε μέσα στο πλήθος και σκούντηξαν κόσμο που παραπονέθηκε μα σημασία δεν έδωσαν, μέχρι που την κόλλησε στον τοίχο της πίστας. Εκείνη πέταξε την γραβάτα του στο έδαφος και αυτός άρπαξε το πρόσωπό της με τα δύο δικά του και την φίλησε απότομα με το στόμα ανοιχτό - μια, δυο φορές - μετά με την ίδια θέρμη φίλησε το σαγόνι της και η γλώσσα του γεύτηκε τη βανίλια στο λαιμό της.
Του ξεκούμπωσε τα δυο πρώτα κουμπιά με τρεμάμενα δάχτυλα, ατσούμπαλα από τη βιασύνη, και καθώς τα γένια του της γρατζουνούσαν το δέρμα και ένιωσε χείλη, δόντια, γλώσσα να βασανίζουν το λαιμό της, τότε απότομα άνοιξε τα μάτια και είδε τον κόσμο να χορεύει μανιωδώς γύρω τους.
Πάγωσε και άρχισε να τον σπρώχνει. «Κωνσταντή! Κωνσταντή-»
Πήρε το στόμα του από πάνω της, όμως έμεινε σε απόσταση αναπνοής. Έγλειφε τα χείλη του μεθυσμένα, και ήταν τόσο κοντά που η γλώσσα του άγγιξε τα δικά της. Ένα ρίγος την διαπέρασε ολόκληρη.
«Όχι άλλο, σταμάτα».
Τα μάτια του είχαν γίνει κατάμαυρα, πίσσα σκέτη. Οι άλλοτε χρυσές του ίριδες τώρα ανύπαρκτες, μόνο ατιθάσευτο πάθος υπήρχε στο βλέμμα του.
Η ανάσα του ήταν τόσο βαριά και έντονη, που εκείνη ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του για να την μερέψει. «Ηρέμησε».
Σαν άγριο θηρίο φάνταζε, δεν μπορούσε να το περιγράψει αλλιώς. Ξέφρενα την κοιτούσε, τα μαλλιά του ανάκατα και η ανάγκη άγρια.
«Φεύγουμε», είπε, η φωνή του βαθύ γαύγισμα.
«Όχι».
«Δρόσω».
Δεν είχε ξανακούσει το όνομα της έτσι. Οριακά τρόμαξε, αλλά ταυτόχρονα το στομάχι της σφίχτηκε με τον πιο υπέροχο τρόπο... «Είναι νωρίς ακόμα».
«Είπα…» Πλέον δε μιλούσε. Οι λέξεις του ήταν ένα γρύλισμα, δονούνταν στα αυτιά της. «…φεύγουμε».
«Κι εγώ είπα…» η φωνή της παρέμεινε σταθερή παρότι όλα μέσα της είχαν μετατραπεί σε μια ανελέητη θάλασσα σαν τον έβλεπε έτσι «…ότι θα σε κάνω να το μετανιώσεις».
Του ξέφυγε μια κοφτή ανάσα σαν το άκουσε. Και εκείνη το εκμεταλλεύτηκε για να τραβήξει τον καρπό της από τη λαβή του. Παρά την κατάστασή του την άφησε αμέσως. Θα τον επαινούσε αλλά… αλλά είχε άλλα σχέδια.
«Δε θα αφήσουμε ξεκρέμαστο τον αδερφό σου. Θα κάτσουμε, θα διασκεδάσουμε, θα ξημερώσουμε εδώ… κι εσύ δε θα με αγγίξεις», σήκωσε τα φρύδια της. «Το κατάλαβες;»
Εκείνος χαμογέλασε. Μα ήταν ένα ρηχό χαμόγελο. Σαρδόνιο.
Σήκωσε το χέρι του και πήγε να χαϊδέψει το πρόσωπό της. Την τελευταία στιγμή όμως σταμάτησε, τα ακροδάχτυλά του χιλιοστά από το δέρμα της. Αιωρήθηκαν εκεί, και σαν αμέσως να δημιουργήθηκε ηλεκτρισμός ανάμεσά τους, να ξέσπασε κάτι ακατάληπτο και έντονο που έκανε και τους δυο να χάσουν τον ειρμό τους.
Τον ανέκτησε πρώτος, παραδόξως.
«Τι σου έχω κάνει;» την ρώτησε σαν άφησε το χέρι του να πέσει. Μα ο τόνος του πρόδιδε πως ήξερε.
Η Δρόσω μόνο πίεσε μαζί τα χείλη της και έσκυψε κάτω να πιάσει κάτι. Ήταν το καπέλο του με το ινδιάνικο φτερό, που είχε πέσει κατάχαμα. Του το έδωσε, εκείνος το πήρε, η συναλλαγή σιωπηλή.
Έφυγε από μπροστά του και τον άφησε να κοιτάζει το κόκκινο πλαίσιο του τοίχου, οι μασκαράδες να λικνίζονται αισθησιακά γύρω του.
Δεν άργησε να την ακολουθήσει. Την είδε να κατεβαίνει από την πίστα και να κατευθύνεται προς το μπαρ με τα παπούτσια της στο χέρι, κι έδωσε κι εκείνος ένα σάλτο. Δυο δρασκελιές και την έφτασε πάνω που πήρε το ποτό της από τον πάγκο.
«Επ, επ, επ», είπε γρήγορα και της άρπαξε το μπράτσο. «Δεν σου έχουν μάθει να μην πίνεις από ποτά που δεν επιβλέπεις;»
Κάγχασε εκείνη. «Έλα βρε Κωνσταντή».
«Μηνά», την αγνόησε και φώναξε τον μπάρμαν. Εκείνος γύρισε προς το μέρος τους αγχωμένος, σαν να φοβάται ότι έχει κάνει κάτι.
Τον κακομοίρη.
«Φτιάξε ένα άλλο μαρτίνι στην κυρία. Χωρίς αυτήν την αηδία μέσα». Είπε και της το πήρε από το χέρι, στραβοκοιτάζοντας την ελιά. Το έχυσε στον πρώτο κουβά που βρήκε και άφησε πέρα το ποτήρι. «Και να μας το φέρεις στο τραπέζι τέρμα πίσω».
«Που;» τον κοίταξε παραξενεμένη εκείνη. «Γιατί;»
«Γιατί εκεί θα καθόμαστε», απάντησε απλά, και αυτή τη φορά που πήγε να απελευθερωθεί από τη λαβή του την άρπαξε ολόκληρη και την έριξε πάνω από τον δεξί του ώμο.
«Ε! Τι κάνεις, έχεις τρελαθεί;» Τσίριξε εκείνη, μα σημασία δεν της έδωσε. Διέσχισε όλα τα τραπέζια, κάποια άδεια σαν όλοι χόρευαν, άλλα ακόμα γεμάτα, ώσπου έφτασε στο τελευταίο. Την βούτηξε και την άφησε στον καναπέ που ακουμπούσε στον τοίχο λες και ήταν πούπουλο και δε ζύγιζε τίποτα.
Μόλις κάθισε σωστά ήταν αναμαλλιασμένη. «Ήταν απαραίτητο τώρα αυτό;» ρώτησε, παρακολουθώντας τον να κάθεται δίπλα της μέσα από μισάνοιχτα μάτια. Μετά έσκυψε γρήγορα και φόρεσε τα γοβάκια της.
«Ναι».
«Γιατί; Μια χαρά ήμασταν στο μπαρ».
Προσπαθούσε να συγκρατηθεί, αλλά τελικά έσκασε ένα χαμόγελο. «Να σου φτιάξω τα μαλλιά μου επιτρέπεις, ή κι αυτό μετράει για άγγιγμα;»
Αμέσως σήκωσε τα χέρια της και άρχισε να τα περνάει μέσα στις μπούκλες, προσπαθώντας να τις στρώσει. Εκείνος γέλασε και έκανε λίγο πιο κοντά της, μέχρι που κόλλησε πάνω της αλλά το ήξερε ότι δε θα του έλεγε κάτι. Της κατέβασε τα χέρια και με έναν αναστεναγμό του παραδόθηκε και εκείνη. Συνέχιζε να τον κοιτάζει μουτρωμένα σαν τα δάκτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της, στρώνοντας τις ατίθασες μπούκλες προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μόνο που δεν την άφησε όταν τελείωσε. Γλίστρησε το χάδι του στα μάγουλά της.
Εκείνη αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν κόκκινο ακόμα το δέρμα του προσώπου της, ροδαλό από τον χορό. Και σαν επιτέλους έδειχνε να χαλαρώνει, επέστρεψε η γαλήνη που τόσο λάτρευε στην έκφρασή της.
Κρίμα, ξανά, που θα την χαλούσε.
Το χέρι του γλίστρησε στη βάση του λαιμού της, από όπου πήρε μια μπούκλα και την ακούμπησε πίσω από τον γυμνό ώμο της. Μέτα προσγειώθηκε, τάχα εξουθενωμένο, στο μπούτι της – κάτω από το τραπέζι.
«Θες να μου πεις τι σε πείραξε το μπαρ;» την άκουσε να μουρμουρίζει.
Η ερώτηση τον πέθανε. Ήταν η τέλεια ευκαιρία.
«Ήταν πολύ… ανοιχτά» είπε, και τα δάχτυλα του γλίστρησαν μέσα από το σχίσιμο του φορέματός της στη πάνω μεριά από το μπούτι της, στη μέσα…
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Τι κάνεις;» είπε και του γράπωσε τον καρπό.
«Εγώ;»
«Κωνσταντή».
«Τι;»
«Παρ' το χέρι σου από εκεί», σύριξε μέσα από τα δόντια της όταν δεν κατάφερε να τον κουνήσει. «Παρ' το».
«Εντάξει». Και το πήρε από το μπούτι της για να γλιστρήσει ανάμεσα στα πόδια της.
Του βάρεσε το μπράτσο. «Μη!»
«Άου», έκανε εκείνος και έγειρε για να της φιλήσει τρυφερά το αυτί την ώρα που το ένα του δάχτυλο παραμέρισε το εσώρουχό της. «Μη με πονάς».
«Σταμάτα, πας καλά;»
«Μμμ… μπα. Όχι, πλέον, όχι».
«Τι κάνεις;»
«Στο είπα», φίλησε ξανά το αυτί της, ψιθυρίζοντας τα δικά της λόγια «…ότι θα σε κάνω να το μετανιώσεις».
Ένα μικρό κλάμα της ξέφυγε σαν δύο δάχτυλα του άρχισαν να χαϊδεύουν απαλά τα κάτω χείλη της. Έσπρωξε ξανά το χέρι του μα χωρίς αποτέλεσμα, και μετά κοίταξε γύρω πανικόβλητη.
«Δεν φαίνεται», την καθησύχασε. «Χαλάρωσε».
«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» η φωνή της έσπασε.
Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να ακούσει. Θα την βουτούσε να την φιλήσει από την χαρά, τόσο ανάγκη το είχε. Αλλά κρατήθηκε. Αντ' αυτού, κάγχασε. «Κοίτα να δεις, που γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος».
«Σε μισώ».
«Α ναι;»
«Ναι… ναι», δάγκωσε τα χείλη της σαν ο αντίχειρας του βρήκε την κλειτορίδα της και έκανε έναν κύκλο γύρω της. «Ναι...»
«Το άκουσα και την πρώτη φορά».
«Πάψε», ξεφύσηξε, η ανάσα της άστατη «Θεέ μου, δεν το πιστεύω».
Φίλησε άλλη μια φορά το αυτί της. Μετά το μάγουλό της. Έκαιγε κάτω από τα χείλη του, κατακόκκινο ήταν. «Άνοιξέ μου όμως λίγο, δε φτάνω καλά».
«Όχι!» είπε κοφτά, σχεδόν ψιθυρίζοντας.
«Λίγο, έλα. Αφού το θες».
Κούνησε το κεφάλι της. Την έβλεπε να ζορίζεται, είχε σφιχτεί ολόκληρη. Σαν μέγγενη τα πόδια της πάνω στο χέρι του, δεν μπορούσε να κουνηθεί.
«Έλα Δροσούλα μου… άνοιξε λίγο. Για μένα». Και ήρθε μπροστά στα χείλη της να την κάνει να τον κοιτάξει. Όταν το έκανε της χαμογέλασε. «Έλα, για μένα», είπε ξανά και την φίλησε απαλά, τόσο τρυφερά που σχεδόν πόνεσε.
Και χωρίς να το καταλάβει… χωρίς να δώσει εντολή, τα πόδια της χαλάρωσαν γύρω του.
«Έτσι», την παίνεψε και το ελεύθερό του χέρι της χάιδεψε απαλά το κεφάλι. «Λίγο ακόμα…»
«Δεν φαινόμαστε;»
«Όχι».
Αναστέναξε. Το πόδι της έτρεμε ελαφρώς σαν το έφερε προς το μέρος του.
«Μπράβο το κορίτσι μου». Και της χαμογέλασε ξανά, το βλέμμα του κλειδωμένο με το δικό της.
Κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά, δε μίλησε όμως. Δεν ήξερε αν μπορούσε πλέον. Το ένα δάχτυλό του γλίστρησε μέσα της και έκοψε απότομα την ανάσα της. Έγειρε μπροστά στο τραπέζι και ακούμπησε εκεί τον αγκώνα της, μετά έκλεισε με την παλάμη το στόμα της - τάχα ότι ξεκουράζει έτσι το κεφάλι της.
Τράβηξε το δάχτυλο του και χάιδεψε ξανά τα χείλη απαλά. «Μούσκεμα είσαι».
Εκείνη άφησε τα βλέφαρα της να κλείσουν, παραδομένη πια. Δεν ήταν παρά μόνο όταν τον άκουσε να γελάει που τα άνοιξε ξανά.
«Το μαρτίνι…» είπε ο Μηνάς από πάνω τους.
Η Δρόσω πετάχτηκε πάνω και τα δυο της χέρια γράπωσαν του Κωνσταντή κάτω από το τραπέζι, τραβώντας το.
Εκείνος παρέμεινε ατάραχος. «Ευχαριστούμε, Μηνά». Αλλά δεν πήρε το χέρι του.
Τον βάρεσε, και ταυτόχρονα χαμογέλασε στον νεαρό. «Να 'σαι καλά», είπε χαμηλόφωνα.
Εκείνος γύρισε να φύγει.
Ο Κωνσταντής την κοίταξε, και το ίδιο έκανε και εκείνη. Ήθελε να πιστεύει ότι το βλέμμα της εκείνη τη στιγμή μπορούσε να σκοτώσει, όμως αυτός απλώς χαμογέλασε.
«Μηνά, να σου πω», είπε ο Κωνσταντής, σταματώντας το βήμα του μπάρμαν.
Η Δρόσω του γούρλωσε τα μάτια.
«Ναι κύριε Κωνσταντή;»
«Τίποτα, τίποτα», είπε εκείνη βιαστικά. Μέσα στον πανικό της δεν είδε άλλη επιλογή, μόνο όπως κρατούσε τον καρπό του έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον κάνει να την αφήσει.
Όχι μόνο δεν το έκανε. Δυο δάχτυλα βρήκαν το άνοιγμά της, και χωρίς προειδοποίηση γλίστρησαν μέσα της απότομα.
Πήγε να πνιγεί.
«Για έλα δω και πες μας τα νέα σου, καιρό έχουμε να τα πούμε», έκανε, παραμένοντας εντελώς απαθής ενώ αυτής της ερχόταν να ουρλιάξει. «Έλα κάτσε εδώ απέναντι».
«Εμ… εντάξει». Και έκατσε στο τραπέζι, ακριβώς απέναντί τους. «Δεν έχω και πολλά νέα, βέβαια».
Όχι, όχι, όχι… Γύριζαν οι σκέψεις της, έτρεχε ο σφυγμός της.
«Όλα καλά στο σπίτι; Η μητέρα σου;» Έστριψε μέσα της τα δάκτυλά του, πιέζοντας έντονα προς τα πάνω μέχρι…
Του γρατζούνησε το χέρι, απελπισμένη, όταν βρήκε ακριβώς το σωστό σημείο.
«Καλά είναι, ναι. Γράφτηκε στη χορωδία της Λάρισας τώρα, πάντα της άρεσε η μουσική».
«Αλήθεια; Το ξέρεις ότι η Δρόσω είναι δασκάλα χορωδίας στο σχολείο στο Διαφάνι;»
«Α σοβαρά; Όχι δεν το 'ξερα».
«Και είναι και εξαιρετική, όλα τα παιδιά την λατρεύουν. Έτσι δεν είναι αγάπη μου;»
Περίμενε ακριβώς τη στιγμή που αυτή άρχιζε να μιλά για να τραβήξει έξω τα δάκτυλά του, και να τα χώσει πάλι μέσα.
«Έτσι-» πήρε μια βαθιά ανάσα «-είναι. Ναι». Και έγνεψε. Ένιωθε το κεφάλι της ελαφρύ.
«Είστε καλά;» ρώτησε ο Μηνάς παραξενεμένος.
«Μια χαρά. Απλά-» ο αντίχειράς του άρχισε να πειράζει την κλειτορίδα της σαν δούλευαν τα δάκτυλά του, και η φωνή της εκτοξεύτηκε. Την μάζεψε γρήγορα, βαρώντας ξανά το χέρι του κάτω από το τραπέζι. «Πρέπει να πάω τουαλέτα».
«Πάλι;» ρώτησε, ξαφνιασμένος. «Μα τώρα εκεί ήσουν, Δροσοσταλίτσα μου».
Τον αγριοκοίταξε, έτοιμη να εκραγεί. «Ναι αγάπη μου, ήπια πολύ».
Εκείνου τα μάτια γελούσαν, ήθελε να… να του σπάσει το ηλίθιο, ξερό κεφάλι του.
Ευτυχώς ο Μηνάς κατάλαβε ότι εμπόδιζε το δρόμο της για την τουαλέτα και αμέσως σηκώθηκε για να κάνει στην άκρη να περάσει, και με μια τελευταία ξυλιά στο χέρι του – επιτέλους – ο Κωνσταντής την ελευθέρωσε.
Μάζεψε το φόρεμα της και σηκώθηκε, κρατώντας κλειστή την σχισμή στο μπούτι της καθώς έβγαινε από το τραπέζι. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει στο στήθος της, χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν ένιωθε τίποτα άλλο.
Και πάλι κατάφερε να χαμογελάσει στους δυο άντρες. «Πείτε τα εσείς. Πες του όλες τις λεπτομέρειες που έχει χάσει, Μηνά μου».
Ο Κωνσταντής συνάντησε το βλέμμα της, όλο σκανδαλιά. Εντελώς άνετος, έφερε τα δυο δάκτυλα στο στόμα του και τα έγλειψε.
Εκείνη σκόνταψε στην καρέκλα.
Έγλειψε και τον αντίχειρά του, λες και είχε φάει την πιο εκλεκτή λιχουδιά. «Μην μου αργήσεις», την παρακάλεσε καθώς αυτή γύρισε γοργά να φύγει.
Ε, λοιπόν, άργησε.
Άργησε πολύ.
Κι εκείνος την περίμενε, και περίμενε και περίμενε, μέχρι που ο Μηνάς έφτασε στην ιστορία του παππού του που τον είχε κάποτε τρυπήσει δράκαινα που κρυβόταν στην άμμο και είχε μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο από μόλυνση. Και μόλις έμαθε ότι ο άνθρωπος έγινε τελικά καλά πανηγύρισε όλο χαρά και συγχάρηκε τον νεαρό για τον γερό παππού του, και την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια μέχρι την τουαλέτα των γυναικών.
Ευτυχώς υπήρχε μόνο μία. Και το ήξερε ότι ήταν εκείνη μέσα όταν χτύπησε και άκουσε τη φωνή της. «Άλλος».
«Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν ο ίδιος».
«Αχ, φύγε».
Σταύρωσε τα χέρια του και ακούμπησε πάνω στην πόρτα. «Είσαι καλά;»
«Ναι, φύγε».
«Δρόσω… έλα για πλάκα το έκανα, δεν είσαι καλά;» Υπήρχε μια έντονη δόση ενοχής στη φωνή του όταν μίλησε. Την άκουσε και εκείνη.
Ξεκλείδωσε αμέσως την πόρτα και έβγαλε λίγο το κεφάλι της. «Καλά είμαι, μην αγχώνεσαι. Άντε φύγε».
Και ακούστηκε… κάπως ξέπνοη;
Και δεν τον κοίταξε στα μάτια.
Και είχε βγάλει τα γάντια της.
«Ε, όχι», του έπεσε το σαγόνι. «Όχι, αποκλείεται».
Τα μάγουλά της ήταν ήδη κατακόκκινα, έγιναν τώρα ακόμα πιο έντονα. «Σταμάτα».
«Τόσην ώρα νόμιζα δεν είσαι καλά!»
«Θα γίνω αν με αφήσεις λίγο ακόμα, άντε».
Γέλασε, δυνατά. Πέταξε το κεφάλι του πίσω και γέλασε, και γύρισαν αρκετά κεφάλια προς το μέρος τους αλλά δεν τον ένοιαξε καθόλου. Και σαν τον κοιτούσε δεν κρατήθηκε, χαχάνισε και εκείνη ξέπνοα.
«Θα με αφήσεις τώρα, πέντε λεπτά;»
«Όχι», κούνησε κατηγορηματικά το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κάθομαι εγώ εκεί έξω ενώ ξέρω ότι εδώ μέσα εσύ…»
«Εσύ με έφερες σε αυτήν την κατάσταση!»
«Εγώ ή εσύ που με τρέλανες όλο το βράδυ, είσαι σοβαρή;»
«Έλα άντε τώρα, δε θα το συζητήσουμε», του έκανε νόημα και πήγε να κλείσει την πόρτα.
«Αυτό λέω και εγώ», είπε και την κράτησε ανοιχτή με την παλάμη του. Όταν αυτή τον αγριοκοίταξε την έσπρωξε μέσα και πήγε να μπει μαζί της.
«Όχι! Δε θα πλαγιάσουμε στην τουαλέτα, Κωνσταντή!» είπε κοφτά, ψιθυρίζοντας τη λέξη.
«Δρόσω είμαι ως εδώ, δεν υπάρχει περίπτωση να κρατηθώ άλλο ένα δευτερόλεπτο, δεν είμαι καλά σου λέω». Και την έπιασε και την φίλησε πριν προλάβει να αντιμιλήσει. «Δεν είμαι καλά…»
Βρήκαν τα χέρια της το στήθος του για να τον σπρώξουν, αλλά όταν άρχισαν τα χείλη του να κινούνται με τα δικά της το ήξερε ότι κι εκείνη στην ίδια κατάσταση βρισκόταν, δεν άντεχε άλλο. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν λάδι στη φωτιά, και μόνο που την άγγιξε της ξέφευγαν μικροί ήχοι που δεν άνηκαν εδώ μέσα.
«Είσαι…» της είπε ανάμεσα σε φιλιά, εκείνα τα γλυκά φιλιά του που της έκλεβαν κάθε σκέψη. «Είσαι ένα όνειρο απόψε. Ένα όνειρο, κορίτσι μου. Δεν αντέχω άλλα παιχνίδια, σε θέλω. Σε παρακαλώ, απλά…» τη φίλησε ξανά. «Σε παρακαλώ».
«Πάμε σπίτι», είπε πάνω στα χείλη του.
Εκείνος πάγωσε. Άνοιξε τα μάτια του να την κοιτάξει. «Ναι;»
«Ναι. Τώρα Κωνσταντή».
Τον ξάφνιασε η ανάγκη και στον δικό της τόνο, ωμή αυτήν τη φορά, ίδια με την δική του.
«Τώρα, σε ικετεύω».
Μόνο που δεν γονάτισε μπροστά της στο άκουσμα αυτής της λεξούλας από τη μελένια της φωνή.
Δε χρειάστηκε να του το πει δεύτερη φορά.
Την άρπαξε από το χέρι και μάζεψαν σα σίφουνες τα πράγματά τους. Πέτυχαν την Ασημίνα στο μπαρ σαν έβγαιναν, ντυμένη – αν έχει ο Θεός – χανούμισσα. Δεν είχαν ιδέα ότι ήταν εκεί, η Δρόσω δεν ήξερε καν ότι σκόπευε να έρθει απόψε. Έπιναν ουίσκι με τον Αλί Πασά και έδειχναν είδη ότι το φέσι τους ταίριαζε γάντι, οπότε οι δυο τους ξεγλίστρησαν από την πόρτα χωρίς καν να πουν γεια. Δεν ήταν σε κατάσταση για να ανοίξουν συζήτηση, όχι τώρα. Μήνυσε απλά στον Μηνά ο Κωνσταντής να ειδοποιήσει τον Νικηφόρο ότι έφυγε.
Μπήκαν στο αμάξι χτυπώντας τις πόρτες, και η Δρόσω πέταξε απευθείας στο πίσω κάθισμα τη τσάντα και την πίπα της. Με ένα βρυχηθμό της μηχανής το αμάξι όρμησε μπροστά, και σαν ο παγωμένος αέρας από τα μισάνοιχτα παράθυρα να έριξε αδρεναλίνη κατευθείαν μεσ' τις φλέβες τους.
Ήταν λίγο αστείο, να βιάζονται τόσο. Μα το γέλιο ήταν το τελευταίο πράγμα στο μυαλό τους.
Πριν καν βγουν στον κεντρικό, η Δρόσω έγειρε κοντά του δίχως δισταγμό. Το ένα της χέρι σκαρφάλωσε στο σβέρκο του και τράβηξε το ινδιάνικο καπέλο για να το πετάξει πίσω, το άλλο γλίστρησε στο στήθος του, και τα χείλη της βρήκαν το αυτί του.
Τον φίλησε εκεί, τρυφερά στην αρχή, όπως αυτός της έμαθε. Με μικρά γλυκά φιλάκια κατηφόρισε το λαιμό του μέχρι που έφτασε στη βάση, και ταυτόχρονα τα δάκτυλα της κατηφόριζαν στο στήθος του ανοίγοντας κουμπιά. Όμως μυρίζοντας το άρωμά του κάτι άρχισε να αλλάζει μέσα της, να φουσκώνει, και πριν το καταλάβει άνοιξε το στόμα της πάνω στο δέρμα του. Είχε γραπωθεί στο σβέρκο του, ρουφούσε, έγλειφε, φιλούσε, και αφήνοντας μια καυτή ανάσα πάνω του έπιασε στο στόμα της τον λοβό του και τον ρούφηξε κι αυτόν, με έναν τρόπο γνώριμο στον Κωνσταντή…
«Θες να τρακάρουμε;»
Η φωνή του ήταν τραχύ βελούδο, άγρια και πλούσια.
Αυτή έπιασε τη ζώνη του και τράβηξε τον ιμάντα.
«Δρόσω».
«Κάνε στην άκρη».
«Τι;»
«Κάνε…» τα δόντια της έγδαραν τον λοβό του, αργά και προσεκτικά. Εκείνος έβγαλε ένα πνιγμένο ήχο. «…στην άκρη».
Του φάνηκε αιώνας μέχρι που βρήκε ένα άδειο κτήμα και χώθηκε με το αμάξι πλάι στις φυλλωσιές. Αν και ήταν μόλις λίγα δευτερόλεπτα.
Μόλις ακούστηκε το χειρόφρενο εκείνος γύρισε απότομα και την βούτηξε ξανά, φιλώντας τη σαν πνιγμένος που πάσχιζε για οξυγόνο. Μόλις του έσπρωξε τη γλώσσα της στο στόμα του και η γεύση της πλημμύρισε το νου του άλλος ένας λαχταριστός ήχος ανέβηκε από τα βάθη του στήθους του, και με το χέρι της εκεί τον ένιωσε να δονείται ολόκληρος όπως τον διαπερνούσε.
Τότε αυτός τραβήχτηκε.
Την παραξένεψε, κι όταν πήγε να τον φιλήσει ξανά την κράτησε για λίγο στη θέση της. Τα μάτια του ήταν θολά όταν τα κοίταξε, πάσχιζαν να εστιάσουν πάνω της.
«Τι είναι;»
«Περ… περίμενε λίγο, δεν…»
«Τι;» ρώτησε ξανά, ξέπνοα.
Καθάρισε τον λαιμό του και την άφησε, μα όταν πήγε να γυρίσει το κεφάλι του μακριά της τον γύρισε ξανά προς αυτήν. «Τι έπαθες;»
«Απλά… το αμάξι», είπε και έβηξε λες και είχε κλείσει ο λαιμός του. «Δεν ξέρω αν… επειδή… Γαμώ το φελέκι μου», έχασε τα λόγια του.
Έσμιξε τα φρύδια, μπερδεμένη. «Χωράμε».
Γέλασε και έτριψε το σβέρκο του. «Μωρέ παντού χωράμε εμείς αλλά… Απλά δε χρειάζεται να… Δε θέλω να σου έρχονται-»
«Αναμνήσεις;» τον κατάλαβε επιτέλους. «Για μένα ανησυχείς;»
Δεν μπόρεσε να την κοιτάξει. Μόνο γύρισε μακριά της και κοίταξε έξω από το παράθυρό του, την άδεια έκταση δίπλα τους. Όλα ήταν ήσυχα, φύλλο δεν κουνιόταν. Ο δρόμος απείχε αρκετά από εδώ και ήταν κι εκείνος έρημος. Το ήξερε ότι σε τέτοια μέρη την έφερνε… εκείνος.
Κι όσο κι αν είχε μεθύσει στην παρουσία της απόψε, κι αν ο χορός της τον είχε τρελάνει, κι αν κάθε κύτταρο του κορμιού του ήθελε μόνο να κυλήσει μέσα της και να την κάνει να μην ξέρει που να κοιτάξει κι από πού να κρατηθεί από την απόλαυση, αυτό ήταν πιο σημαντικό. Εκείνη ήταν πάντα πιο σημαντική.
Γύρισε με όλη τη δύναμη που του είχε μείνει για να της χαμογελάσει. «Σε ένα τέταρτο θα σε έχω σπίτι μας», υποσχέθηκε. Και κράτησε τον τόνο του ανάλαφρο γιατί τίποτα δεν έτρεχε, απολύτως τίποτα, και ήθελε η Δρόσω να το ξέρει αυτό. Αρκεί μόνο να το 'ξερε εκείνη.
Γι' αυτό της έκλεισε το μάτι και έλυσε το χειρόφρενο.
Κι όπως αυτός το έλυσε εκείνη το τράβηξε ξανά.
Ο οξύς ήχος αιωρήθηκε στο μικρό όχημα, αντήχησε γύρω τους σχεδόν εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία.
Η Δρόσω δεν ήθελε να το κάνουν θέμα, ούτε να χαλάσουν ό,τι τόσες ώρες έχτιζαν. Αλλά αυτός ήταν ο Κωνσταντής. Για ό,τι αφορούσε εκείνη σκεφτόταν πάντα, πολύ. Και δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχουν μέχρι το σπίτι, μα ούτε ήθελε να τον αφήσει ανήσυχο.
Η Τρούμπα ήταν… ήταν σταθμός στη ζωή της. Ήταν έξι χρόνια που δυστυχώς την είχαν στιγματίσει, που έδειχναν να μετρούν πιο πολύ από όλα τα υπόλοιπα. Για τους άλλους, και για εκείνη. Και δεν ήταν ότι δεν γύριζε πίσω, γυρνούσε. Στην αρχή κάθε δευτερόλεπτο, μετά κάθε μέρα, μετά λίγο πιο σπάνια. Πλέον μια στο τόσο μόνο κάτι θα την άγγιζε με λάθος τρόπο, δεν ήταν απλό να διαγράψει όσα είχε ζήσει. Δεν πίστευε ότι μπορούσε.
Είχε βρει έναν άλλο τρόπο, όμως, να προχωράει. Είχε αρχίσει να συμβαίνει μόνο του, ένα μικρό θαύμα που βγαίνοντας από εκείνο το καταγώγι δεν είχε υπολογίσει. Δεν ήξερε αν του το είχε πει ποτέ, έτσι ξεκάθαρα. Ίσως τώρα που τα συζητούσαν όλα, που έχτιζαν τη βάρκα τους σανίδι-σανίδι, να ήταν καιρός να το κάνει. Έτσι, ψάχνοντας να χτίσει τον ειρμό της, έπιασε το χέρι του. Άγγιξε την παλάμη του απαλά, μετά τα μακριά του δάχτυλα με τα κοντοκομμένα νύχια - που τα έκοβε σύριζα γιατί αλλιώς τα έτρωγε, και αυτό ήταν πάντα κάτι σε εκείνον που έβρισκε απροσδόκητα αξιολάτρευτο.
Όταν το έφερε στο πρόσωπό της να το φιλήσει, μια ελαφριά επίγευση της υπήρχε ακόμη στα δάκτυλά του. Χαμογέλασε στον εαυτό της… κάποτε δεν άντεχε ούτε να τον αφήσει να την αγγίξει.
«Είπες πριν, που βρίσκω τη δύναμη», του θύμισε.
Δεν το είχε προσπεράσει, ούτε θα το ξεχνούσε, και τώρα τον άφησε ένα λεπτό να θυμηθεί κι εκείνος.
Όταν έψαξε τα μάτια της τον άφησε να τα συναντήσει. «Ντάξει τώρα, μη… μη ζορίζεσαι, τα λέμε άλλη στιγμή».
«Δε ζορίζομαι», κούνησε το κεφάλι της. «Αυτό είναι το θέμα. Χάρη σε σένα δε ζορίζομαι, τη δύναμη από εσένα την παίρνω».
«Δεν ισχύει αυτό».
«Και βέβαια ισχύει».
«Μόνη σου τα καταφέρνεις, εγώ δεν κάνω τίποτα».
«Μαζί σου τα καταφέρνω, άκουσε με», και έσφιξε το χέρι του. «Όση δύναμη και να έχεις κάποια πράγματα μένουν, ναι, αλλά όταν μαζί σου κάνω νέες αναμνήσεις τα συνδέω με εσένα, όχι με τότε. Θυμάμαι όταν τα έζησα μαζί σου πώς ένιωσα, κι αυτό… επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Δεν ξέρω πώς, μη με ρωτήσεις, ποτέ δεν το περίμενα - εδώ το έβλεπα να συμβαίνει και δεν το πίστευα. Αλλά, Κωνσταντή, είσαι… είσαι το αντίδοτό μου. Μου διώχνεις τα σκοτάδια μου, και είμαι τόσο σίγουρη για σένα που δεν υπάρχει κάτι που φοβάμαι πλέον. Οπότε σε κανένα σπίτι δε θα με πας», ένευσε προς εκείνον και ελευθέρωσε το χέρι του. «Θα κάνεις πίσω το κάθισμα να ανέβω πάνω σου και θα βγάλουμε και το αμάξι από τη μέση, και θα με κάνεις να θυμάμαι μόνο εσένα».
Την άκουγε ευλαβικά, σαν ζαλισμένος. Σαν να μην τα χωρούσε ο νους του, μα τώρα πρόσεξε πως στο λιγοστό σεληνόφως που γλιστρούσε από το παρμπρίζ, τα μάτια του γυάλιζαν.
Κούνησε το κεφάλι της. «Μη κλαις», και έγειρε να κρατήσει το πρόσωπό του. «Μη κλαις, καρδούλα μου, και σπάει η καρδιά μου…»
Έκλεισε τα μάτια του και έγνεψε με τα χέρια της στα μάγουλά του. «Τέλεια, τώρα αυτό θα έχεις να θυμάσαι».
Η Δρόσω γέλασε απαλά. «Δε θα το θυμάμαι».
«Ναι καλά. Το υπόσχεσαι;»
«Όχι».
«Άσπλαχνη, άσπλαχνη γυναίκα. Σ' αγαπάω».
Του χαμογέλασε, τα μάτια της να λαμπιρίζουν στο σκοτάδι.
Έγειρε να τη φιλήσει τρυφερά. «Δεν έχεις ιδέα πόσο σ' αγαπάω», είπε ξανά, μα τώρα η βαθιά φωνή του έσπασε. «Δεν σε έχω αγαπήσει ποτέ όσο σε αγαπάω αυτή τη στιγμή».
Ρούφηξε λαίμαργα κάθε του λέξη, φύλαξε προσεκτικά το βλέμμα του. «Δείξε μου».
Εκείνος έγνεψε και την χάιδεψε απαλά, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Έκανε πίσω τη φράντζα της και αυτή έγειρε στην παλάμη του, και με το ελεύθερό του χέρι τράβηξε τον μοχλό και έκανε πίσω το κάθισμά του.
Δεν έχασε στιγμή. Σκαρφάλωσε πάνω του και χαμήλωσε στη ποδιά του, ακούμπησε τη μύτη της στη δική του με το σφυγμό της να αρχίζει να τρέχει. Όταν αμέσως της ψιθύρισε στα κόκκινά της χείλη ότι την αγαπά τη διαπέρασε ένα ρίγος, και πρώτη εκείνη έσκυψε να τον φιλήσει, στην αρχή τρυφερά σαν τη συζήτησή τους, μετά όλο και πιο πυρετωδώς. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν ξανά εκεί που είχαν μείνει, και όσο ξανά και ξανά τα χείλη φυλάκιζαν του άλλου στην υγρή τους θέρμη εκείνη πάλεψε να σπρώξει τα λευκά του μανίκια κάτω από τους ώμους του. Έκανε λίγο μπροστά και τη βοήθησε να του βγάλει το πουκάμισο, και τότε εκείνη όρμησε μπροστά, φίλησε τους ώμους του, τον λαιμό του, έσυρε τα δάκτυλά της ανάμεσα στις τρίχες του στήθους του και όταν έφτασε στις θηλές του τις γρατζούνησε παιχνιδιάρικα.
Ζούληξε τους γοφούς της όπως τους κρατούσε.
Εκείνη χαμογέλασε μα δεν πήρε το στόμα της από πάνω του. Αντίθετα συνέχισε ακολουθώντας με το ένα δάκτυλο τη γραμμή από τον αφαλό του μέχρι τη ζώνη του, την οποία είχε πριν λύσει. Την έβγαλε από τη μέση, κι όσο ξεκούμπωνε το παντελόνι του αυτός έφτασε τη πλάτη της και περιέλαβε το φερμουάρ της, κατεβάζοντάς το άκοπα μέχρι τη μέση της.
Έπιασε το φόρεμα από χαμηλά και τράβηξε το κόκκινο βελούδο πάνω από το κεφάλι της, ελευθερώνοντάς την. Έμεινε μόνο με το εσώρουχο της· δε φορούσε τίποτα άλλο από μέσα κι έτσι το γαλακτώδες της δέρμα απλώθηκε απέραντο μπροστά του πιο σύντομα από ό,τι περίμενε.
Πήρε μια κοφτή ανάσα σαν την είδε. Τόσο όμορφη, τόσο απίστευτα όμορφη όπως την αγκάλιαζε το φώς από τη σελήνη που έλαμπε νοσταλγικά στον κατάμαυρο ουρανό. Δεν το είχε ξαναδεί να λούζει έτσι το γυμνό κορμί της, σαν να είχε πλαστεί μόνο για να φωτίζει εκείνη. Το ήξερε την ώρα που την κοίταζε πως αυτή η εικόνα της τώρα, τούτη τη στιγμή, θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Θα την κρατούσε έτσι αλώβητη κι ανέγγιχτη στο πέρασμα του χρόνου, σαν το μυθικό πλάσμα που ήταν.
Και τώρα ήταν η σειρά της.
Έγειρε μπροστά και άφησε ένα φιλί στο στέρνο της, και με παρόμοια φιλιά έφτασε στη μία της θηλή. Αναστέναξε πάνω της σαν τη γεύτηκε, απαλή και ροζ και γλυκιά σαν τη βανίλια που μύριζε πάνω της όλο το βράδυ και του είχε πάρει το μυαλό. Το χάδι του ακολουθούσε τη γραμμή της ραχοκοκαλιάς της αγγίζοντάς την μετά βίας, και σύντομα όλη η πλάτη της είχε ανατριχιάσει, το ένιωθε κάτω από τα ακροδάχτυλα του.
Άφησε το ένα χέρι του να γλιστρήσει ξανά ανάμεσα στα πόδια της, όπως είχε κάνει νωρίτερα. Μα πριν την αγγίξει σήκωσε το κεφάλι από το στήθος της και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη τον παρακολουθούσε ξέπνοα, βλεφαρίζοντας στο φεγγαρόφως.
«Θα το θυμάσαι αυτό;» τη ρώτησε γλυκά.
Και το χέρι του έκανε πέρα το τελευταίο ύφασμα για να χαθεί μέσα στη ζεστασιά της.
Τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα σαν ξαφνιασμένο ελάφι, μα ήταν τόσο απαλό το καστανό του βλέμμα και τόσο δικό της, τόσο σπίτι της το χάδι του… Έπιασε το πρόσωπό του σαν τα δάκτυλά του κινούνταν μέσα της και έσκυψε να βρει τα χείλη του, να χωρέσει στην πνοή του.
«Ναι», ψιθύρισε πριν πάρει μια κοφτή ανάσα και γευτεί μόνο εκείνον.
Ήταν τόσο απίστευτος ο τρόπος που την άγγιζε που πριν το καταλάβει του τραβούσε το χέρι και το έσπρωχνε στο παντελόνι του, να τη βοηθήσει να το βγάλει. Ανασηκώθηκε να του δώσει χώρο και μόλις το κατέβασε στα γόνατα μαζί με το εσώρουχό του τον έβλεπε που δεν άντεχε να βγάλει το δικό της, μόνο το έκανε στην άκρη και γρήγορα γλίστρησε στην είσοδό της χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τα μάτια της.
Την κοιτούσε σαν… σαν μαγεμένος. Δεν ανέπνεε, μόνο τα πρησμένα χείλη του έχασκαν ελαφρώς, σαν ξεχασμένα καθώς άρχισε να βυθίζεται μέσα της αργά, νιώθοντας κάθε εκατοστό, χάνοντας το μυαλό του.
Άνοιξε και το δικό της στόμα σαν τον ένιωσε, τόσο ολοκληρωτικά δικό της.
Την κράτησε ακίνητη όσο γλίστρησε έξω και μέσα της ξανά, ανασαίνοντας αθόρυβα σαν τη νύχτα. Μόνο ένας υγρός ήχος ακολούθησε τη κίνησή του καθώς βρήκε έναν γνώριμο ρυθμό, κι εκείνη έκλεισε τα μάτια παραδομένη, κρατώντας τον σφιχτά.
Όταν - όπως έκανε πάντα - ο αντίχειράς του βρήκε ξανά την κλειτορίδα της ένα βογγητό ξέφυγε από τα βαμμένα της χείλη.
«Εμένα θα θυμάσαι», είπε και φίλησε πεταχτά το σαγόνι της, μετά τον λαιμό της. «Ναι;»
Η καυτή ανάσα του στην κλείδα της την έκανε να ξεχάσει πώς να μιλήσει. Δεν έβρισκε τον τρόπο. Μόνο έγνεψε υπάκουα, κλειδώνοντας κάθε αίσθηση στη μνήμη της. Το χέρι στον γοφό της την κρατούσε σταθερή, ακίνητη, δική του καθώς έμπαινε μέσα της.
«Πες το, κορίτσι μου», η φωνή του έλιωσε στο δέρμα της σαν μέλι πάνω σε βούτυρο. «Πες το μου».
«Εσένα θα θυμάμαι», κατάφερε να ψελλίσει, κι όταν τεντώθηκε μπροστά και ακούμπησε πάνω του ολόκληρη, ολόγυμνη, του ξέφυγε ένα μουγκρητό. Την έλιωσε η χροιά του.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έσφιξε πάνω του, την κράτησε τόσο κοντά που ούτε ο αέρας δεν τολμούσε να μπει ανάμεσά τους. Έκρυψε το πρόσωπό του στις μπούκλες της, να μη βλέπει, να μη ακούει, να μην νιώθει τίποτα πέρα από αυτήν.
«Μόνο εσένα», μουρμούρισε ξανά η Δρόσω, κι αυτός αναστέναξε μέσα στα μαλλιά της, ικανοποιημένος. Ταυτόχρονα οι ωθήσεις του έγιναν πιο συχνές, κι όταν κάποια στιγμή ένιωσε τα νύχια της να μπήγονται στο σβέρκο του ως αποτέλεσμα, ήταν ο πιο γλυκός πόνος.
Την ελευθέρωσε τότε, μόνο για να αφήσει τα χέρια του να τρέξουν πάνω στο κορμί της. Ανέβηκαν κατά μήκος των δυο πλευρών της, νιώθοντας σαν πούπουλο το δέρμα της να περνά από κάτω τους. Τότε γλίστρησαν μπροστά, κι απότομα οι χούφτες του έκλεισαν γύρω από τα στήθη της. Εκείνη ξεφώνησε και γράπωσε τα μπράτσα του, και ελεύθερη πλέον άρχισε να κινείται μαζί του, να τον συναντά σε κάθε ώθηση.
«Με τρέλανες απόψε», της είπε ξαφνικά, σαν μόλις να το θυμήθηκε. Και άφησε το ένα στήθος της για να μπλέξει τα δάχτυλα του στις πυκνές της τούφες. Την φίλησε βαθιά, τραβώντας τη κοντά, τα στόματά τους ανοιχτά και οι στεναγμοί τους ένα. Την ένιωσε να χαμογελάει, και τότε ελευθέρωσε τη γλώσσα της από το στόμα του και χαμογέλασε κι αυτός, χωρίς να ξέρει τον λόγο.
«Έλα, τρέλανε με κι εσύ…»
Αυτόματα βόγκηξε στο στόμα της σαν του το ζήτησε. «Πώς;»
«Ξέρεις πώς».
«Πες μου».
Της ξέφυγε ένα ξέπνοο γελάκι.
«Πες», έκανε και φίλησε το λακκάκι της.
Το πρώτο της ένστικτο ήταν να μην του πει. Να μην του δώσει αυτό που θέλει μέχρι να την παρακαλέσει, ή να την αναγκάσει. Ήξερε αυτός πώς. Όμως δεν μπόρεσε να το κάνει, είχε στερέψει από αντοχές απόψε. Το μόνο που ήθελε ήταν να του δώσει ό,τι ζητήσει, ό,τι θελήσει. Να χαθεί μέσα του, κι αυτός σε εκείνη. Τίποτα λιγότερο.
«Άγγιξέ με ξανά», είπε μονάχα. Κι έπειτα χάιδεψε το μούσι του με τον αντίχειρά της. «Λίγο θέλω ακόμα, λίγο…»
Κι αυτός έκλεισε τα μάτια.
Μια ώθηση απελπισμένη τράνταξε και τους δύο, και εκείνη γραπώθηκε απ' τους ώμους του με μια μικρή κραυγή. Άπλωσε το ένα χέρι του στην πλάτη της - η μεγάλη, ζεστή παλάμη του ορθάνοιχτη να καλύπτει σχεδόν όλη την γυμνή επιφάνεια – και το άλλο υπάκουσε πιστά στο θέλημά της.
Κι όσο συνέχισαν να συναντιούνται απεγνωσμένα κάτω από τα αστέρια, μόνο κρημνώδεις ανάσες αντηχούσαν στο χωράφι, πλάι στον ήχο από δέρμα να χτυπά σε δέρμα.
Πρώτα την άκουσε να πλησιάζει. Είχε μάθει να αναγνωρίζει τον κάθε της ήχο· έναν – έναν τους είχε ξεκλειδώσει και τους ήξερε πλέον καλύτερα από τον εαυτό του. Κι έτσι χωρίς χέρια ελεύθερα τέντωσε το κεφάλι, ζητώντας σιωπηλά μονάχα ένα φιλί της. Να του το δανείσει, για λίγο μόνο. Για τώρα που λαχταρούσε να προλάβει να καταπιεί τους λυγμούς της. Και έπειτα εκείνος θα το επέστρεφε.
Τον πρόσεξε. Δεν ήξερε πώς, μα τον πρόσεξε. Κι ας είχε πλημμυρίσει η κάθε της αίσθηση, η κάθε της σκέψη, τίποτα δεν ήταν πιο έντονο από την παρουσία του. Κι όταν τον είδε έτσι ξαφνικά, τόσο ανοιχτό και πρόθυμο και έτοιμο, το ήξερε πώς ήταν χαμένη. Στέρευε ο χρόνος, γλιστρούσε ανάμεσά τους σαν στεναγμός. Λίγο είχε μείνει μόνο, οι τελευταίες στιγμές. Πώς ήθελε να τις θυμάται;
Έσκυψε μπροστά και έγλειψε τα ανοιχτά χείλη του, κερδίζοντας έναν ήχο τόσο βαθύ, τόσο λαχταριστό... Στην επόμενή του ώθηση τον φίλησε κανονικά, κι όταν ο ρυθμός του αντίχειρά του άλλαξε πάνω της το ίδιο απότομα επιτάχυνε και η ανάγκη της. Άρπαξε τον σβέρκο του, τα μαλλιά του, την ψυχή του στην μικρή της χούφτα.
«Έλα, Δροσοσταλιά μου», ήταν το τελευταίο που τον άκουσε να ψιθυρίζει. «Έλα… για μένα».
Τραντάχτηκε ολόκληρη.
Πρώτα παραδόθηκε το μυαλό της και αμέσως το κορμί της ακολούθησε ηττημένο, καμία αντίσταση στα κύματα απόλαυσης που με μια έκρηξη απλώθηκαν σε κάθε νεύρο, κάθε κύτταρο, κάθε σπιθαμή του είναι της. Κι όταν την ένιωσε να συσπάται γύρω του χαμένη, διαλυμένη, αυτός πάλεψε να συνεχίσει. Να εξακολουθεί να ορμά μέσα της, να κερδίσει κάθε τελευταία σταγόνα ηδονής πριν τον συνεπάρει κι εκείνον.
Άφησε την πλάτη της την τελευταία στιγμή και τραβήχτηκε για να αντικαταστήσει με την παλάμη του τη ζεστασιά της πάνω του. Όμως το άλλο χέρι του συνέχισε να την παιδεύει, ξέφρενα κινούνταν στο ερεθισμένο δέρμα. Μόνο όταν χάθηκε κι εκείνος – τόσο οδυνηρά, τόσο ολοκληρωτικά - έχασε μαζί κάθε έλεγχο, τον κατέκλυσε μια απόλαυση τόσο έντονη που ξέχασε τι έκανε, δεν είχε επαφή. Ώσπου τον έφερε εκείνη πίσω όταν φώναξε το όνομά του και τον έσπρωξε μακριά, μην αντέχοντας άλλο ένα δευτερόλεπτο, ούτε ένα ακόμα άγγιγμα.
Την κοίταξε, έτσι που στεκόταν γονατιστή πάνω του με στόμα ανοιχτό και μάτια θολωμένα, και ορκιζόταν πως μπορούσε να ακούσει πόσο ξέφρενα χτυπούσε η καρδιά της μέσα στην ησυχία.
Μια μικρή φωνούλα της ξέφυγε με την επόμενη ανάσα της, ένα τελευταίο υπόλειμμα. Αντήχησε γύρω τους μοναχικά.
Το αμάξι γέμισε χνότα, δυο ανάσες έντονες, κοφτές. Ακόμα και η αναπνοή τους μέρευε σαν ένα. Η ένταση διστακτικά γλίστρησε από τα παράθυρα, άφησε στο διάβα της μόνο γαλήνη. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, ο Κωνσταντής πήγε να την τραβήξει πάνω του. «Όλα καλά;»
Έγνεψε, ξέπνοη. «Μισό λεπτό γιατί… δεν… δεν μπορώ να κάτσω».
Γέλασε. Και συνέχισε να γελά όσο την έβλεπε να χαμηλώνει αργά πάνω στην ποδιά του, να κάθεται προσεκτικά, και εν τέλει να του ρίχνει ένα τάχα βλοσυρό βλέμμα, μόνο που γελούσαν και τα μουστάκια της.
«Σε πόνεσα;»
«Με διέλυσες».
«Συγνώμη».
Της ξέφυγε το επόμενο χαμόγελο, φάνηκε. Πήγε να το μαζέψει αλλά ήταν πολύ αργά. Βέβαια της κόπηκε απότομα όταν το βλέμμα της γλίστρησε κάτω στο σώμα του και σκάλωσε σε ένα σημείο στην κοιλιά του.
Ένιωσε τα μάγουλά της να φλέγονται. «Μη τυχόν και βάλεις κανέναν εδώ μέσα άμα δεν καθαρίσουμε».
Ακολούθησε τα μάτια της. «Τι… Α». Σκούπισε την κοιλιά του με το χέρι του, μετά έψαξε τριγύρω ώσπου βρήκε ένα μαντήλι. «Ε καλά, το αμάξι μια χαρά είναι».
«Ούτε να το σκέφτεσαι, Κωνσταντή».
«Έλα δω, μωρέ, κι ασ' τα αυτά», της έκανε σαν πέταξε το μαντήλι στην άκρη και άνοιξε τα χέρια του να την προσκαλέσει.
«Κάτσε», είπε και φυλάκισε με το δάκτυλό της μια σταγόνα που είχε ξεφύγει. Το έγλυψε αυτόματα, χωρίς να το σκεφτεί. Μόνο όταν γύρισε και πρόσεξε τη φάτσα του σάστισε και εκείνη.
Το άφησε να γλιστρήσει αργά από τα χείλη της.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Πώς… Δεν κουράστηκες;»
«Κατά λάθος έγινε αυτό».
«Κατά λάθος;»
«Αλλά τώρα που το σκέφτομαι… μία σου και μία μου. Στο χρωστούσα».
Και τον έκανε να γελάσει ξανά, και το ίδιο έκανε και εκείνη σαν χώθηκε στην αγκαλιά του χωρίς άλλη αντίσταση. Κούρνιασε στο στήθος του, και όταν μέρεψαν τα χάχανα χαλάρωσαν και οι δυο με έναν κοινό, μικρό αναστεναγμό.
Τύλιξε γύρω της τα μπράτσα του, και κανένας τους δεν έκανε κίνηση να ντυθεί. Την ρώτησε αν κρυώνει, μα πώς ήταν δυνατόν να κρυώσει στα χέρια του;
Θυμήθηκε όμως την άλλη φορά που την είχε ρωτήσει. Σε ένα παγκάκι, μια ήσυχη νύχτα σαν κι αυτή. Τότε που πρωτογνώρισε το τρυφερό του βλέμμα, κι ένα φιλί ήταν αρκετό για να διαγράψει κάθε άλλο, κάθε συνάντηση σε ερημικά παγκάκια, κάθε έναστρο ουρανό.
Εν τέλει, τη σημερινή νύχτα θα τη θυμόταν μέσα σ' όλα τα άλλα ως εκείνη που της καρφώθηκε η ιδέα· τι κι αν δεν είχαν λερώσει το αμάξι; Τι κι αν δεν είχαν… προσέξει; Κι έτσι όπως ξαπόσταινε πάνω του, γλίστρησε στο μυαλό της για πρώτη φορά – άθελά της - η εικόνα της παλάμης του ορθάνοιχτης πάνω στην κοιλιά της και μιας μικρής ώθησης από μέσα να δηλώνει το παρόν.
Και χτύπησε λίγο πιο δυνατά η καρδιά της.
Αλλά αυτό δε θα του το έλεγε.
Όχι ακόμα.
