«Δέκα ώρες με μετρούσε, Ουρανίτσα. Δέκα. Είχα στηθεί σαν το κοκόρι κι εκείνη με τη μεζούρα - μια από δω, μια από εκεί - και να μη σου πω ότι το είχα και άγχος κιόλας, λες και θα με έβγαζε λειψό-»
«Τι της λες μωρέ;» Τον έκοψε, χτυπώντας τον στην πλάτη με τη μεζούρα καθώς πέρασε από δίπλα του. Βέβαια η μεζούρα τον βρήκε λίγο πιο χαμηλά από ότι περίμενε, και μόλις ένιωσε το χτύπημα στον πισινό του γύρισε ξαφνιασμένος. Η Δρόσω ήδη τον είχε προσπεράσει να πάει στα συρτάρια.
Τον είχε στήσει μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της μπουτίκ με μια αυστηρή οδηγία να μην κουνήσει ρούπι κι εκείνη σαν σίφουνας στροβιλίζονταν γύρω του, μαζεύοντας τα απαραίτητα. Το μπεζ παντελόνι που τώρα ο Κωνσταντής φορούσε ήταν το πρώτο ανδρικό ρούχο που εκείνη είχε ράψει ποτέ - και γενικότερα το πρώτο παντελόνι.
«Ούτε κουνήθηκα ούτε τίποτα. Και ούτε παραπονέθηκα, ε; Λαλιά δεν έβγαλα, να, σταυρό σου φιλάω».
«Μην τον ακούς Ουρανία μου, αέρα φιλάει. Την έχω πατήσει και εγώ».
«Μη με βουρλίζεις κι άλλο Δροσούλα… Άντε γιατί…»
«Γιατί τι;» γύρισε ξάφνου να του ρίξει ένα βλέμμα πάνω από τον ώμο της που άγγιζε μια πρόκληση.
Τον ξάφνιασε. Ξανά.
Είχε… μια ενδιαφέρουσα διάθεση σήμερα. Και εκείνος δεν το περίμενε, όχι μετά από όσα έγιναν στην πλατεία ακόμα τόσο φρέσκα. Ομολογουμένως ήταν μια από τις πιο δύσκολες ημέρες της χρονιάς αν όχι η πιο δύσκολη. Φέτος είχε βιώσει στέρηση, εξευτελισμό, πόνο, κοτζάμ απόπειρα δολοφονίας, αλλά να βλέπει τη Δρόσω έτσι ήταν αβάσταχτο. Να μη ξέρει τι να της πει, πώς να της πάρει έστω λίγο από αυτό το πέπλο που δύο μέρες τώρα κάλυπτε τα φωτεινά της μάτια. Το πρώτο βράδυ έκλαψαν μαζί, αλμυρά δάκρυα μπλέχτηκαν με τα φιλιά τους μέσα στο σκοτάδι. Το δεύτερο δεν τον άφησε να την κρατήσει, κοιμήθηκε γυρισμένη μακριά του, ήσυχα. Αθόρυβα. Μα σαν ξημέρωσε… το πρώτο πράγμα που εκείνος ένιωσε ήταν η ανάσα της στο αυτί του και το αχνό άγγιγμα της να κατηφορίζει στην κοιλιά του.
Συνήθως ο Κωνσταντής ήταν που την ξυπνούσε έτσι. Δεν της πήγε κόντρα φυσικά. Αν αυτό χρειαζόταν, να ξεχαστεί για μια στιγμή, ήταν πάνω από χαρούμενος να ξεχαστεί μαζί της. Απλώς για λίγο πίστεψε πως ονειρεύεται. Πώς αλλιώς να χωνέψει αυτό που συνέβαινε, όταν στο δείπνο δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα και τον είχε φάει η αγωνία όλο το βράδυ όταν και οι δύο προσποιούνταν ότι τάχα κοιμόντουσαν.
Αλλά δεν ονειρευόταν, παραδόξως. Ούτε τότε ούτε τώρα - που παρότι συνήθως μετά από τέτοια πρωινά ξυπνήματα αυτό που τους έμενε ήταν μια γλύκα κι ένα σκίρτημα στο βάδην, τώρα μόνο γλύκα δεν έβλεπε στο βλέμμα της.
Κάτι άλλο ήταν αυτό. Κάτι που ακόμα και εκείνος ντρεπόταν να κοιτά… Μπροστά στην Ουρανία, τουλάχιστον.
«Βρε Κωνσταντή μου, ένα λάθος έκανε το κορίτσι και θα το φτιάξει τώρα, μην το κάνεις κι εσύ θέμα», είπε η αρχιμοδίστρα από τον καναπέ, όπου καθόταν με ένα λευκό πουκάμισο στη ποδιά. Έκανε ένα κόμπο σαν τελείωσε την κουμπότρυπα. «Λίγα εκατοστά σου πρόσθεσε, δεν είναι κάτι. Ξέρεις για πότε στενεύεται αυτό; Πες πως έχασες δυο κιλά».
«Να χάσω; Ααα, δε θα με βγάλετε και χοντρό, κορίτσια».
«Καλέ είπα εγώ τέτοιο πράγμα;»
«Εδώ που τα λέμε δεν είσαι δα κι όπως όταν τα φτιάξαμε», μουρμούρισε η Δρόσω.
«Έλα μου;»
«Καλά, πριν φαγωθείτε…», η Ουρανία σηκώθηκε, διπλώνοντας το πουκάμισο και αφήνοντας το στον πάγκο. «Πάω να πάρω τον μικρό από το σχολείο και επιστρέφω. Δρόσω ο Σέργιος...;»
«Θα τον πάρει η Ασημίνα».
«Α, εντάξει τότε. Τα λέμε σε λίγο».
«Γεια σου, Ουρανία μου», χαιρέτησε η Δρόσω σαν άνοιξε ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα βουτύρου. Η απογοήτευση του Κωνσταντή κάθε φορά που άνοιγε ένα τέτοιο μικρός στο σπίτι και έβρισκε ραπτικά δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτή που ένιωσε τώρα. Ίση θα την έλεγε.
Η Δρόσω έβγαλε από μέσα ένα μαξιλαράκι με πινέζες καθώς η πόρτα πίσω τους έκλεισε, αφήνοντας τους μόνους.
«Για πες ξανά, τι είπες για το βάρος μου;»
Της ξέφυγε ένα μικρό ρουθούνισμα. «Σε πειράζω βρε γκρινιάρη. Είσαι το ίδιο λαχταριστός με την πρώτη μέρα».
Λαχταριστός; «Όχι, γιατί εγώ αυτά τα κρατάω, το ξέρεις».
«Κωνσταντή», ακούστηκε έκπληκτη. Και τον ξάφνιασε όταν άρπαξε το πουκάμισο του από μπροστά, τον κόλλησε πάνω της και τον κοίταξε. «Πιστεύεις σε θέλω λιγότερο από τότε;»
Άθελά του ξεροκατάπιε. «Μμμ;»
Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της. «Δε μας τα λες καλά…»
Πήρε μια κοφτή ανάσα. «Δεν… Όχι». Γιατί τον έπιασε τόσο εξ απήνης όμως, τι συνέβαινε; «Να σου πω, δε μου το φτιάχνεις να τελειώνουμε γιατί ο… Θα περιμένει ο Νικηφόρος».
Σαν να σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο εκείνη.
«Τι;»
«Τίποτα». Χαλάρωσε τη λαβή της στο πουκάμισο του. Δεν τον άφησε όμως. Τα δάκτυλα της έμειναν στο κορμί του και εκείνη γλίστρησε -αργά- στα γόνατα της μπροστά του.
Την παρακολουθούσε. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο δικό του, κι έτσι όταν τα δάχτυλα της γλίστρησαν στη δερμάτινη του ζώνη ήταν σίγουρος ότι τον πρόσεξε που κοκάλωσε.
«Τι κάνεις;»
Έβγαλε απαλά το ζωνάρι απ' τη θηλιά, και μετά το ελευθέρωσε από την αγκράφα με ένα μεταλλικό ήχο που τον διαπέρασε.
«Σου βγάζω τη ζώνη».
«Δρόσω».
Μόλις κατάφερε να τη λύσει την τράβηξε προς το μέρος της, τραβώντας και εκείνον ολόκληρο. Κοίταξε γύρω του αγχωμένος, ελέγχοντας έξω από τα τζάμια το δρόμο μη περνάει κανείς. «Έχεις αποτρελαθεί;»
«Με τη ζώνη θα σου το διορθώσω;»
«Ωραία, μπορείς να σηκωθείς;»
«Δε θα βλέπω».
Έχωσε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά του και ξεφύσηξε μπας και ηρεμήσει.
«Χαλάρωσε», η φωνή της ήταν μελιστάλακτη, έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Και άρχισε να δουλεύει. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον, μα τα χέρια της κινούνταν πάνω του περισσότερο από ότι πίστευε απαραίτητο. Αφού έβγαλε τη ζώνη και την άφησε στο πάτωμα, ακολούθησε τη γραμμή του παντελονιού του με τα ακροδάχτυλά της. Δάγκωνε τα χείλη της σαν να συγκεντρώνεται, μα δεν την πίστεψε. Και όταν τέντωσε πάνω του το ύφασμα και τον έσφιξε απότομα, του ξέφυγε μία βρισιά.
Σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε, τα δόντια της βυθισμένα στα βελούδινα της χείλη.
Κι αυτό το μπλε… αυτό το μπλε το απίστευτο που έλαμπε στο φως από τα τζάμια και του έκλεβε την ανάσα…
Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά το ζυγωματικό της, μαγεμένος. «Γιατί με βασανίζεις;»
Η Δρόσω βλεφάρισε αθώα.
«Άστα αυτά, μίλα».
«Έχουμε ακόμα μέχρι να έρθει η Ουρανία».
«Τι… εδώ;» Κοίταξε έξω από τη τζαμαρία ξανά.
«Πέντε λεπτά».
«Δεν είναι ποτέ πέντε», μουρμούρισε εκείνος.
«Θα είναι», είπε απότομα και πριν εκείνος μπορέσει να αντιδράσει πέρασε το δάχτυλο της από τη μια θηλιά στο παντελόνι του και τον τράβηξε πίσω απ' το παραβάν. Γονάτισε ξανά μπροστά του, έλυσε γρήγορα το κουμπί και του κατέβασε το φερμουάρ.
«Τι σε έχει πιάσει;» πρόλαβε μόνο να ξεστομίσει ο Κωνσταντής πριν το χέρι της τον καλύψει πάνω από το εσώρουχο του.
Δεν είπε πολλά μετά από αυτό. Κι εκείνη χαμογέλασε, κάθε χάδι της τόσο γνώριμο πλέον μα ταυτόχρονα ένα σοκ στο σύστημα του.
Δεν άργησε να ανταποκριθεί το σώμα του. Καθόλου. Εκείνη κατέβασε το ύφασμα και η γλώσσα της γλίστρησε πάνω του, και μόλις τον αγκάλιασε η ζέστη της αυτό ήταν. Έχασε κάθε επαφή. Τα χέρια του χτύπησαν στο παραβάν καθώς έψαξε από κάπου να κρατηθεί, κάτι να αρπάξει, κι όταν κόντεψε να αναποδογυρίσει ολόκληρο το έπιπλο έβρισε ξανά και απεγνωσμένος έπιασε το κεφάλι της.
Λάθος, αυτό. Λάθος που πάντα ήξερε να αποφεύγει γιατί κάθε αναθεματισμένη φορά ήταν τόσο έντονη η αίσθηση που όταν άρπαζε το κεφαλάρι του κρεβατιού τους κόντευε να το γκρεμίσει. Μα εκείνη ήταν ένας άγγελος, μια νεράιδα πλασμένη από την πολυτιμότερη πορσελάνη. Εκείνη δεν μπορούσε να την κρατάει όταν τον τρέλανε έτσι. Δεν μπορούσε και ποτέ δεν το έκανε, γιατί δεν ήταν ασφαλές. Γιατί ποτέ δε θα την πονούσε.
Δεν ήταν εύκολο. Καθόλου εύκολο δεν ήταν. Ήταν τόσο απίστευτα ζεστή, τόσο απαλή χωρίς καν να προσπαθεί, και ταυτόχρονα η άτιμη ήξερε ακριβώς τι να κάνει, πώς να τον τυλίξει στο μικρό της το δαχτυλάκι.
Και αυτή η γλώσσα της…
Αμήχανα, ο Κωνσταντής άρχισε να σπρώχνει τα μαλλιά της πίσω από τα αυτιά της. Έπρεπε. Έπρεπε να εστιάσει άλλου, γιατί τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από την προσπάθεια να μην την αρπάξει.
Ήταν απίστευτη, δεν το πίστευε τι του έκανε, και ακόμα και να μην ήταν πώς να μην τον τρελάνει μόνο το γεγονός ότι ήταν εκείνη. Ότι την είχε εκεί να… να τον κοιτάζει στα μάτια την ώρα που…
Ένωσε το χέρι του να μπλέκεται στα μαλλιά της, να τραβάει.
Όχι. Όχι, την άφησε γρήγορα πριν τη πονέσει.
Μα εκείνη διαμαρτυρήθηκε. «Μμμ…» έκανε σμίγοντας τα φρύδια και τραβήχτηκε λίγο. Κατακόκκινα ήταν τα χείλη της, ο Κωνσταντής έλιωσε σαν τα είδε. «Έλα…»
«Τι;» έσπασε η φωνή του.
«Μη με αφήνεις».
Και του άφησε ένα μικρό φιλί.
Εκεί, στην άκρη.
Και ήταν τόσο απίστευτα δικό της εκείνο το φιλάκι, που τα έχασε. Και τα λογικά του, και τη φωνή του, και κάθε αντίσταση, και τη γη κάτω από τα πόδια του. Έχασε τα πάντα.
Άρπαξε με το ένα χέρι το σβέρκο της και την έφερε στα χείλη του με τόση δύναμη που τη σήκωσε ολόκληρη. Συγκρούστηκαν με ένα βογγητό που αντήχησε στο δωμάτιο, και αμέσως έσπρωξε τη γλώσσα του στο στόμα της χωρίς να βρει αντίσταση. Το ελεύθερο του χέρι της σήκωσε τη φούστα απότομα και τράβηξε κάτω το εσώρουχο της.
Η Δρόσω μούγκρισε στο στόμα του άλλο ένα παράπονο, σαν να έλεγε ότι αυτό ήταν για εκείνον… λες και υπήρχε περίπτωση να την άφηνε έτσι.
Την σήκωσε πάνω του και αυτή παραδόθηκε σχεδόν αμέσως, τυλίγοντας τα πόδια γύρω από τη μέση του. Την κόλλησε στον τοίχο της μπουτίκ, πάνω στην ροζ ταπετσαρία, και όταν μπήκε μέσα της με φόρα για δεύτερη φορά σήμερα, εκείνη έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του και τέντωσε τη δική της να κολλήσει πάνω του.
Όταν μπήκε η Ουρανία τα βρήκε όλα στη θέση τους. Όλα εκτός από ένα σημάδι στο λαιμό του Κωνσταντή το οποίο δεν πρόσεξε.
Το παντελόνι παρέμεινε λίγο φαρδύ. Αλλά κανείς δεν το σχολίασε.
