Κεφάλαιο 3

Καλώς Ήλθατε Στον Κάτω Κόσμο

Ο Κάτω Κόσμος περίμενε με ανυπομονησία το νέο του άρχοντα. Ο Άδης κατέβηκε για πρώτη φορά στα βάθη της γης και μόλις έφτασε στη Στύγα, τον πλησίασε μια γυναίκα ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα, που έμοιαζε να είναι κεντημένο με άστρα.

"Αιδονέα!", του είπε και ο Άδης αναγνώρισε τη φωνή της Νυκτός. "Παιδί μου, περίμενα τόσο καιρό να σε σφίξω στην αγκαλιά μου.", συνέχισε εκείνη. Στην αρχή, ο Άδης πέτρωσε από το φόβο του κι ήταν έτοιμος να επιτεθεί. Κατέληξε πως αυτό ήταν συνέπεια τόσων χρόνων πολέμου και πως ο μοναδικός κίνδυνος που θα μπορούσε να προέρχεται από τη θεά ήταν αυτός της ασφυξίας. Πάνω που το πρόσωπό του είχε αρχίσει να μελανιάζει, η Νυξ τον άφησε. "Έρεβος, έλα! Έλα να χαιρετήσεις το γιο μας που επέστρεψε επιτέλους στο σπίτι του."

"Γιος σας;", αναρωτήθηκε ο Άδης.

"Μα φυσικά, αγόρι μου. Τι άλλο θα μπορούσες να είσαι; Το Έρεβος κι εγώ σε προσέχουμε από τότε που σε φυλάκισε ο πατέρας σου, επομένως, σε θεωρούμε παιδί μας.", είπε κρατώντας τον από τους ώμους. "Σε είδαμε να μεγαλώνεις και να γίνεσαι ένας υπεύθυνος κι αφοσιωμένος νεαρός άνδρας. Να προσθέσουμε, βέβαια, ότι είσαι πολύ δυνατός και όμορφος."

"Η μητέρα σου δε σταματούσε να ζητωκραυγάζει όσο πάλευες με τους Τιτάνες.", είπε το Έρεβος. Σκούρο δέρμα, μαλλιά, μάτια, ρούχα… Σκούρα όλα (όπως άλλωστε ταιριάζει στο Θεό του Σκότους). "Αν δεν τη συγκρατούσα, θα έτρεχε να πολεμήσει στο πλευρό σου… Όχι πως η συμμετοχή της θα βοηθούσε.", είπε σιγανά την τελευταία πρόταση.

"Με συγχωρείτε που δε σας αναγνώρισα αμέσως.", είπε ο Άδης σκύβοντας το κεφάλι.

"Ω, μη στενοχωριέσαι.", τον παρηγόρησε η Νυξ. "Εμείς δεν είχαμε εμφανιστεί ποτέ μπροστά σου."

"Αγάπη μου, γιατί δε δείχνουμε στο γιο μας το καινούριο του βασίλειο;", πρότεινε το Έρεβος.

"Εκπληκτική ιδέα!", είπε η Νυξ χτυπώντας παλαμάκια. "Ευτυχώς οι Μοίρες επέλεξαν εσένα για βασιλιά του Κάτω Κόσμου. Ανατριχιάζω, αν σκεφτώ πως είτε ο Δίας είτε ο Ποσειδών θα μπορούσαν να απλώσουν τα χέρια τους στο μεγαλύτερο και ισχυρότερο απ' τα τρία βασίλεια. Λοιπόν, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο Έρεβος, ανώτερο τμήμα του Κάτω Κόσμου.", είπε κοιτώντας με αγάπη τον άντρα της. Ακόμη και ύστερα από τόσους αιώνες, το πρώτο ζευγάρι της πλάσης ήταν βαθιά αγαπημένο. "Εδώ είναι υπεύθυνος ο σύζυγός μου και θα δεις τις ψυχές να απολαμβάνουν τη μετά θάνατον ζωή περιπλανώμενες. Από κάτω βρίσκονται τα Τάρταρα, όπου έχετε φυλακίσει τους Τιτάνες. Πρέπει να ομολογήσω πως εκείνοι οι Εκατόγχειρες κάνουν εξαιρετική δουλειά ως δεσμοφύλακες. Ο αδερφός μας, ο Τάρταρος, ενθουσιάστηκε τόσο, που τους χάρισε τα αγαπημένα του μαστίγια."

"Εκείνο εκεί είναι το κάστρο σου.", πήρε το λόγο το Έρεβος. "Όλοι κρατούσαμε σημειώσεις κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας και το χτίσαμε σύμφωνα με τα γούστα σου. Ελπίζω να σου αρέσει. Είναι το δώρο του Κάτω Κόσμου στο νέο του βασιλιά."

"Δεν είναι υπέροχο, αγόρι μου;", ρώτησε η Νυξ τον Άδη, ο οποίος ήταν ευγνώμων αλλά και άναυδος. Δεν μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια υποδοχή. "Το ήξερες πως ο Κάτω Κόσμος δεν είχε ποτέ άρχοντα; Εσύ θα είσαι ο πρώτος κι ο μοναδικός.", ανακοίνωσε η Νυξ. "Τώρα θα ήθελα να σου συστήσω τα παιδιά μου.", του είπε και αμέσως παρουσιάστηκαν μπροστά του δύο θεότητες. Αν και φαίνονταν πολύ νέοι, ο Άδης ήταν βέβαιος πως ήταν αρκετά αρχαιότεροι από αυτόν. "Από εδώ, ο Ύπνος και ο Θάνατος. Έχω κι άλλα παιδιά μα αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι γιοι μου. Ως κάτοικοι του Κάτω Κόσμου, είναι τώρα υπήκοοί σου.", δήλωσε χαϊδεύοντας τα μάγουλά τους. "Αυτός είναι ο Άρχων του Κάτω Κόσμου. Παρακαλώ να διαδοθεί το μήνυμα σε ολόκληρο το βασίλειο.", τους είπε κι εκείνοι έγνεψαν καταφατικά και χάθηκαν ξανά. "Πολύ ωραία! Αιδονέα μου, θα ήθελα τόσο πολύ να συνεχίσουμε την ξενάγηση μα αλλοίμονο! Με χρειάζονται στον Επάνω Κόσμο. Η ώρα περνά γρήγορα, έτσι; Έρεβος, καλέ μου, θα μπορούσες να δείξεις εσύ το υπόλοιπο βασίλειο στο γιο μας;"

"Βεβαίως, αγάπη μου.", είπε αυτός χαμογελώντας και η Νυξ εξαφανίστηκε. "Λοιπόν… Θα ήθελες να γνωρίσεις τον αδερφό μου, τον Τάρταρο;". Ο Άδης δεν πρόλαβε καν να μιλήσει και βρέθηκε κατευθείαν στην είσοδο των Ταρτάρων. "Τάρταρε; Είσαι εδώ;", είπε το Έρεβος δειλά μα δεν πήρε απάντηση. "Προφανώς δεν είναι εδώ, οπότε ολοκληρώνεται η ξενάγηση…"

"Φυσικά και είμαι εδώ, σκουρόχρωμε αδερφέ μου. Πού αλλού να ήμουν; Ελπίζω να είναι σοβαρό. Διέκοψες το μπάνιο μου στον ποταμό Πυριφλεγέθοντα… Μπα, τι βλέπω; Έφερες καλεσμένο;", είπε ένας άνδρας με μαλλιά κόκκινα σαν τη φωτιά.

"Αυτός είναι ο νέος μας άρχοντας, ο Αιδονεύς.", είπε το Έρεβος με καμάρι.

"Ώστε αυτός είναι ο περιβόητος μεγάλος αδερφός των Ολύμπιων θεών! Καημένο παιδί, έμπλεξες με τα τρελά αδέρφια μου! Σε συμπονώ.", είπε χτυπώντας τον στην πλάτη. "Λοιπόν, πρέπει να έχεις μπερδευτεί με τη Νύχτα και το Έρεβος να σου λένε πως είσαι γιος τους και τέτοια… Έχω ακούσει πολλά για 'σένα. Μάλιστα, έχω βαρεθεί να τους ακούω να λένε: 'Ω, ο Αιδονεύς είναι τόσο χαριτωμένος… Ω, ο Αιδονεύς είναι τόσο τέλειος και έξυπνος και γενναίος κι όμορφος…', έλεγε χτυπώντας τα χέρια του και κάνοντας ψιλή τη φωνή του μιμούμενος τη Νύχτα. "Άρα, αν αυτοί είναι γονείς σου, εγώ είμαι θείος σου;". Ο Άδης τον κοιτούσε σαστισμένος δίχως να μπορεί να αντιδράσει.

"Αποκαλεί εμάς τρελούς αλλά αυτός είναι χειρότερος.", ψιθύρισε στο αυτί του το Έρεβος.

"Σε άκουσα!"

"Θέλω να τονίσω πως δε μιλάμε συνεχώς για τον Αιδονέα…"

"Αλήθεια; Δηλαδή, αρνείσαι πως είπες εσύ ο ίδιος ότι το αγόρι είναι τόσο αξιολάτρευτο, που θύμωσες με τη Ρέα και τον Κρόνο, επειδή δεν τον απέκτησαν αρκετά νωρίτερα;"

"Εμ…"

"Ή ότι τον παρακολουθείς κάθε βράδυ, επειδή τον έχεις λατρέψει;"

"Όχι, εγώ απλώς…"

"Ή ότι εσύ και η Νυξ γίνατε κολλητσίδα στις Μοίρες, ώστε να φροντίσουν να γίνει αυτός άρχοντας του Κάτω Κόσμου;"

"Εντάξει!", αναφώνησε το Έρεβος κι άρπαξε τον Άδη στην αγκαλιά του. "Δεν μπορείς να πεις όμως ότι ήταν ψέμα κάτι από αυτά!". Ο Άδης είχε αρχίσει πια να φοβάται.

"Άσ' τον ήσυχο, τον ντροπιάζεις! Λοιπόν, ανηψιέ, στο δικό μου τμήμα του Κάτω Κόσμου, θα σε ξεναγήσω εγώ.". Ο Άδης βρέθηκε αναπάντεχα ανάμεσα σε δύο παράξενους, μάλλον παρανοϊκούς αρχέγονους θεούς, προσπαθώντας να χωνέψει όλες τις καινούριες πληροφορίες. "Ορίστε, αυτές είναι οι υπηρέτριές μου. Πώς είπαμε ότι σας λένε;"

"Ερινύες, άρχοντά μου.", είπε η μία.

"Οι Ερινύες με βοηθούν να σκεφτώ τρόπους να τιμωρήσω αυτές τις σκιές. Ως βασιλιάς, πρέπει να ανακαλύψεις πιο σκληρές κι ασυνήθιστες μεθόδους τιμωρίας.". Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας ήχος από μαστίγιο και μια δυνατή κραυγή πόνου. "Α, ποτέ δεν τα βαριέσαι αυτά!", είπε γελώντας.

"Τάρταρε, σταμάτα! Τρομάζεις τον Αιδονέα!", είπε το Έρεβος.

"Εσύ πρέπει να σταματήσεις να του φέρεσαι σαν παιδί! Άκου, μικρέ, αν αισθανθείς ποτέ λίγο κακός και άτακτος, μπορείς να έρθεις σε 'μένα. Θα περάσουμε τέλεια με το παιχνίδι της τιμωρίας.". Ο Άδης πάγωσε. Τι ήταν αυτό το παιχνίδι της τιμωρίας; Επίσης, τι εννοούσε όταν είπε 'κακός και άτακτος';

"Κοίτα εδώ! Τον χάλασες! Αν πάθει κάτι ο Αιδονεύς, θα με σκοτώσει η Νυξ!"

"Μπα! Και τι θα κάνει; Θα στείλει τον Θάνατο να σε σκοτώσει και μετά θα καταλήξεις εδώ;". Ο Άδης ακούγοντας αυτά έπεσε κάτω ξερός. "Μα πού είναι το κακό να τιμωρώ τις σκιές στο χώρο μου;"