Κεφάλαιο 17

Ασκληπιός

Αν υπήρχε κάτι που απεχθανόταν ο Άδης, αυτό ήταν οι προσπάθειες των σκιών να δραπετεύσουν από το βασίλειό του. Η απόδραση δεν υπήρχε ως επιλογή στον Κάτω Κόσμο, ήταν δρόμος χωρίς επιστροφή. Όποια σκιά έβλεπε να τριγυρίζει κοντά στις πύλες, τη διαπερνούσε με τις λεπίδες του και την πετούσε πίσω στις Άρπυιες. 'Αυτός ο θνητός που καθυστερεί το θάνατο με την ιατρική έχει ξεπεράσει τα όρια και προσπαθεί να αναστήσει τους νεκρούς', σκέφτηκε εκνευρισμένος. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με τους θεραπευτές όμως από τη στιγμή που οι νεκροί βρίσκονταν στο βασίλειό του, θα παρέμεναν εκεί. Η ανάσταση χωρίς την άδειά του ήταν προδοσία και το θέμα έπρεπε να διευθετηθεί άμεσα. Με τη συνοδεία του Ταρτάρου πήγε στον Όλυμπο για να μιλήσει στον Δία.

"Να είσαι προετοιμασμένος. Είναι πολύ φωτεινά εκεί πάνω.", είπε ο Άδης ανεβαίνοντας στο άρμα. Λίγη ώρα αργότερα ακούγονταν φωνές έξω από το παλάτι των θεών.

"Ρε ψεύτη! Εσύ είπες ότι είναι απλά φωτεινά εδώ κι εγώ έχω τυφλωθεί!"

"Πρόσεχε τον κίονα.", είπε ο Άδης μα ήταν αργά, γιατί αμέσως ακούστηκε ένας γδούπος.

"Γιατί τόσο φως εδώ πέρα; Και ποιος βλάκας έβαλε εδώ αυτήν την κολώνα;"

"Τάρταρε, κλείσε τα μάτια και μετά άνοιξέ τα. Είσαι καλύτερα τώρα; Ωραία, σταμάτα τη γκρίνια.", είπε ο Άδης και μπήκαν στο παλάτι. Με την είσοδό τους ακούστηκε μια κραυγή. Ήταν ο Έρως, που μόλις είδε τον Τάρταρο, άρπαξε το τόξο του κι έριξε στο νεοφερμένο θεό. Εκείνος πρόλαβε να πιάσει το βέλος πριν τον πετύχει και το διέλυσε.

"Έρως, πόσο μου έλειψες!", είπε χαμογελώντας. 'Ώστε μπορείς να πιάσεις ένα βέλος αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις μια κολώνα!', σκέφτηκε ο Άδης. "Έχω αιώνες να σε δω. Βέλος αγάπης, ε; Ξέρεις ότι ακόμα δε σε έχω συγχωρήσει για την προηγούμενη φορά!"

"Άδη… Γιατί τον έφερες αυτόν εδώ;"

"Αυτός ήθελε να έρθει."

"Έχεις τρελαθεί;", ούρλιαξε ο Έρως.

"Μα αλήθεια είναι! Ήθελα να σε δω!"

"Ποιος είσαι;", ρώτησε ο Δίας.

"Α, να συστηθώ, παιδιά. Εγώ είμαι ο Τάρταρος.". Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, όλοι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι και μετά από λίγο είχαν μείνει μόνο οι δώδεκα θεοί στην αίθουσα. "Πω πω! Το ήξερα ότι πολλοί δεν μπορούν να αντέξουν την εκπληκτική παρουσία μου αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ακόμη και ο Έρως χρησιμοποίησε τον αντιπερισπασμό για να εξαφανιστεί."

"Γιατί ήρθατε εδώ;", ρώτησε ο Δίας ξανά.

"Για επαγγελματικούς λόγους.", είπε ο Άδης και κάθισε στη θέση του ενώ ο Τάρταρος πήγε και κάθισε στο μπράτσο της καρέκλας του Άρη.

"Εσύ μυρίζεις θαυμάσια…", του είπε χαϊδεύοντας το σαγόνι του. "Αίμα και βασανιστήρια. Είσαι και ομορφούλης. Τι θεός είσαι εσύ, αλήθεια;". Αν ο Άρης δεν είχε παγώσει απ' το φόβο του, θα μπορούσαν να τους περάσουν για ζευγάρι.

"Τι θέμα έχει να συζητήσει μαζί μας αυτός;", είπε η Ήρα θυμωμένη. Δεν της άρεσε καθόλου που αυτός ο αρχέγονος θεός βρισκόταν κοντά στο γιο της.

"Να προσέχεις τον τρόπο που απευθύνεσαι σε 'μένα, κοπελιά! Εγώ κάνω πάντα ό,τι θέλω. Μου αρέσει αυτό το αγόρι. Αιδονέα, μπορούμε να τον πάρουμε μαζί μας;", παρακάλεσε ο Τάρταρος. 'Ισχυρίζεται πως κάνει ό,τι θέλει και την ίδια στιγμή μού ζητά την άδεια!', σκέφτηκε ο Άδης.

"Τάρταρε, άσε το αγόρι της Ήρας ήσυχο! Έχουμε έρθει για δουλειά, όχι για διασκέδαση.", είπε και ύστερα χτύπησε τα δάχτυλά του. Στο κέντρο της αίθουσας δημιουργήθηκε μια πύλη, από όπου μπήκε μια καμαριέρα του Ταρτάρου. "Όποιος δεν τη βλέπει σαν όμορφη γυναίκα, παρακαλώ να περάσει έξω.". Η Δήμητρα αποχώρησε αμέσως. Η Εστία όμως ήταν πιο διστακτική. Της είχε λείψει ο Άδης αλλά η νεοφερμένη γυναίκα δεν ήταν όμορφη. Ήταν ένα τέρας. Ο Άδης κοίταξε τη μεγάλη αδερφή του με το βλέμμα ενός ξένου και αυτό ήταν αρκετό για να την απομακρύνει. Στο τέλος, οι μόνοι Ολύμπιοι που απέμειναν στο δωμάτιο ήταν ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, ο Άρης, ο Ερμής και η Αφροδίτη.

"Ωραία… Έτσι μείναμε μόνο οι σαδιστές. Έχεις πολλούς στην οικογένειά σου, Αιδονέα.", είπε γελώντας ο Τάρταρος. Έπειτα, με ένα νεύμα, η καμαριέρα πήγε κοντά του. "Έλα μέσα!", φώναξε και ένας αλυσοδεμένος άνδρας εμφανίστηκε μέσα από την πύλη.

"Το όνομα αυτού του ανθρώπου είναι Ασκληπιός. Θα καταδικαστεί στα Τάρταρα, επειδή τόλμησε να αναστήσει νεκρούς χωρίς την άδειά μου.", ανέφερε ο Άδης. "Πρέπει όμως να πεθάνει πρώτα."

"Αναλαμβάνω εγώ τώρα.", πήρε το λόγο ο Τάρταρος. "Αιδονέα, κράτα σημειώσεις. Καλώς ορίσατε, θεοί και θεές! Τι θα λέγατε να πάρετε μια γεύση για το τι σημαίνει τιμωρία στα Τάρταρα; Σε λίγο ο αιχμάλωτος κι η τιμωρός θα επιδοθούν σε μία βίαιη, καθαρά σαδιστική σφαγή. Μα πρώτα ένα ορεκτικό.", είπε και στάθηκε μπροστά του. "Βλάκα! Από όλα τα ανόητα πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις, επέλεξες να τα βάλεις με το Θεό του Κάτω Κόσμου. Τώρα η μοίρα σου έχει σφραγιστεί και κανείς δε θα σε βοηθήσει. Κοίτα με στα μάτια, θνητέ και δες το αιώνιο μαρτύριο που σε περιμένει!". Κράτησε ελάχιστα μα ήταν αρκετό για να κάνει τον Ασκληπιό να ουρλιάζει σαν να καιγόταν στον Πυριφλεγέθοντα. Ύστερα όρμηξε η Ερινύα, που του επιτέθηκε με τα γαμψά και κοφτερά νύχια της. Ο Ασκληπιός σφάδαζε από τους πόνους όμως τίποτα δεν ακουγόταν έξω από την αίθουσα, επειδή ο σκοτεινός άρχοντας είχε δημιουργήσει μια σφαίρα ηχομόνωσης.

"Αρκετά.", είπε ο Άδης. "Είναι ώρα για το τελειωτικό χτύπημα. Δία, θα μας κάνεις την τιμή;". Εκείνος έριξε τον κεραυνό του πάνω στον Ασκληπιό σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Στη συνέχεια, ο Άδης πλησίασε το καβουρνιασμένο πτώμα, έβγαλε τις λεπίδες του και το αποκεφάλισε. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι και το πέταξε στην Ερινύα. "Παλούκωσέ το και βάλ' το στον κόσμο των θνητών, για να μάθουν όλοι ότι κανείς δεν πρέπει να τα βάζει με τον Κάτω Κόσμο.". Προχώρησε αργά και στάθηκε μπροστά στον Ερμή κοιτάζοντάς τον κατάματα. "Είσαι περίεργος, Θεέ των Κλέφτων. Παρά τις προειδοποιήσεις μου, η περιέργειά σου επικράτησε. Είδες την Ερινύα στην πραγματική της μορφή και έμεινες για να δεις τι θα συμβεί. Νομίζω πως εσύ είσαι ο επίλεκτος. Καλώς ήλθες στην οικογένεια του Κάτω Κόσμου."

"Τι είναι αυτά που λες;", ρώτησε έκπληκτος ο Δίας.

"Ο Θάνατος ζήτησε κάποιον να οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο.", εξήγησε ο Τάρταρος αρπάζοντας τον καημένο τον Ερμή από τους ώμους.

"Αυτό είναι αδύνατον!", φώναξε ο Δίας.

"Κάτσε κάτω, χρυσό αγόρι! Ο βασιλιάς μου μίλησε και το θέμα θεωρείται λήξαν!"

"Αδερφέ μου, μην ανησυχείς. Είμαι καλός μονάρχης και θα τον προσέχω το γιο σου.", είπε ο Άδης και προχώρησαν όλοι προς την έξοδο.

"Αιδονέα, δε θέλω να ανέβω ξανά εδώ. Το φως είναι υπερβολικό.". Μόλις έκλεισαν οι πόρτες, το σώμα του Ασκληπιού εξαφανίστηκε από την αίθουσα. Από τη μέρα εκείνη, μια τρομερή φήμη διαδόθηκε στον Όλυμπο: Το όνομα του Άδη έγινε συνώνυμο με τον Τάρταρο.