Κεφάλαιο 19
Μινθώ
Στο βασίλειο των σκιών, δύο μορφές παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στο σπίτι της Δήμητρας.
"Πατέρα, τι θα κάνουμε;", ρώτησε ο Μορφέας.
"Δεν έχω ιδέα.", απάντησε ο Ύπνος. "Ίσως είναι καλύτερα να συμβουλευτούμε τις Μοίρες."
"Σωστή απόφαση.", είπαν οι Μοίρες ξεφυτρώνοντας πίσω τους. "Μη μιλήσετε σε κανέναν. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους.", ολοκλήρωσαν και χάθηκαν πάλι αφήνοντας τους δύο θεούς κατάπληκτους.
"Με συγχωρείτε…", είπε ένα πρωί η Θέμις πλησιάζοντας τη Νύχτα και το Έρεβος, οι οποίοι απολάμβαναν το κρασί τους στη βεράντα του παλατιού.
"Τι συμβαίνει, χρυσό μου;"
"Μήπως γνωρίζετε πού είναι ο άρχοντας;"
"Εγώ ξέρω αλλά…", πρόλαβε να πει το Έρεβος πριν τον διακόψει η έφοδος του Ταρτάρου.
"Πού είναι; Πάλι άργησε. Τώρα τελευταία δεν έχει πατήσει στα μαθήματα!"
"Τι είδους μαθήματα;", ζήτησε να μάθει η Νυξ.
"Μαθήματα βασανιστηρίων. Κι εσύ τον Αιδονέα ψάχνεις;", ρώτησε τη Θέμιδα.
"Μάλιστα, κύριε. Ούτε στα μαθήματα δικαίου έρχεται."
"Τς τς τς… Γιατί αυτό το αγόρι δεν πάει στο σχολείο του; Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ που είναι επαναστάτης ή να θυμώσω που επαναστατεί εναντίον μου!"
"Έρεβος, πού είναι ο Αιδονεύς; Ξέρεις τι έχει; Μήπως με χρειάζεται;", ρώτησε η Νυξ ανήσυχη.
"Αυτή τη στιγμή κοιμάται, αγάπη μου."
"Άρχοντά μου, έλεγξα το υπνοδωμάτιο και ο μεγαλειότατος δεν ήταν εκεί."
"Όχι… Στα Ηλύσια Πεδία.", ψέλλισε το Έρεβος.
"Μάλιστα… Σ' αυτήν, ε;", ξεφύσηξε ο Τάρταρος και οι άλλοι δύο κατέβασαν τα κεφάλια.
"Σε ποια;", ρώτησε η Θέμις.
"Να μη σε νοιάζει!", είπε ο Τάρταρος απότομα κι εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. "Νυξ, θα τον δανειστώ για λίγο.". Άρπαξε το Έρεβος απ' το μπράτσο και βρέθηκαν στην όχθη του Πυριφλεγέθοντα. "Άκου, Σκότος. Έχω βαρεθεί. Αυτό το πράγμα πρέπει να σταματήσει επιτέλους."
"Καταλαβαίνω τι εννοείς, αδερφούλη. Έχω προσπαθήσει να του μιλήσω, η Νυξ να τον παρηγορήσει, εσύ να τον κάνεις να ξεχαστεί… Μα το φαρμάκι του Έρωτα δε γιατρεύεται. Ο Ύπνος κι ο Μορφέας προσπαθούν τουλάχιστον να τον ηρεμήσουν δείχνοντας σε όνειρα αυτό που επιθυμεί η ψυχή του. Εσύ δεν τον έχεις δει όπως εγώ. Όταν πήγα στα Ηλύσια Πεδία… Κοιμόταν χαμογελώντας γαλήνια κάτω απ' το δέντρο της… Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ο χρόνος θα του γιατρέψει τις πληγές."
"Δε γίνεται να περιμένουμε. Αν συνεχιστεί αυτό, ίσως φτάσει μια μέρα που θα αρνείται να ξυπνήσει! Πρέπει να περάσουμε στην επίθεση.", είπε ο Τάρταρος μα τον αποσυντόνισε ο ήχος γέλιου. "Ποιος τολμά να γελάσει μες στο βασίλειό μου;", φώναξε και έτρεξε προς την πηγή του. Πίσω από ένα βράχο κάθονταν οι τρεις Ερινύες, Αλέκτω, Μέγαιρα και Τισιφόνη, οι οποίες γονάτισαν αμέσως μπροστά στον αφέντη τους.
"Μας συγχωρείτε, άρχοντα.", είπαν ταυτόχρονα.
"Γιατί γελούσατε;", τις ρώτησε αγριεμένος.
"Γι' αυτό, αφέντη.", είπε η Αλέκτω και του έδωσε μια πλακέτα, πάνω στην οποία ήταν γραμμένα τα ονόματα όλων των ανύπαντρων αρσενικών του Κάτω Κόσμου. Κάθε 200 χρόνια γίνονταν οι 'Χθόνιοι Αγώνες' και όλες οι γυναίκες ψήφιζαν τον αγαπημένο τους θεό.
"Έφτασε κιόλας αυτή η εποχή, ε;", είπε το Έρεβος. "Ποιος προηγείται;"
"Ο Θάνατος, άρχοντά μου.", απάντησε η Μέγαιρα.
"Ρε το μπάσταρδο! Πάντα στην πρώτη θέση βρίσκεται. Πώς είναι δυνατόν να είναι πιο δημοφιλής από εμένα; Δεν είμαι δα και τόσο άσχημος…", είπε ο Τάρταρος περιμένοντας την επιβεβαίωση του Ερέβους.
"Πρώτον, είναι γιος μου και δεν είναι μπάσταρδος. Δεύτερον, φυσικά και δεν είσαι άσχημος, Τάρταρε. Το αντίθετο μάλιστα.", είπε το Έρεβος ενώ από μέσα του σκεφτόταν πως και ο γιος του ήταν πολύ όμορφος. Συγχρόνως, έψαχνε το όνομα του Άδη. "Στην τρίτη θέση; Πάλι καλά!"
"Ναι, υποθέτω πως το γεγονός ότι κυκλοφόρησε και εκτός της δικαστικής αίθουσας βοήθησε. Όμως ο Ύπνος είναι στη δεύτερη θέση κι έχει και παιδί!". Το Έρεβος ένοιωσε υπερηφάνεια που ήταν ο πατέρας των πιο περιζήτητων ανδρών του Κάτω Κόσμου.
"Τουλάχιστον αυτή τη φορά, ο Αιδονεύς είναι πιο ψηλά από τον Χάροντα…", είπε το Έρεβος, για να εισπράξει μια μπουνιά από τον Τάρταρο καθώς αυτός βρισκόταν στην αμέσως επόμενη θέση.
"Κορίτσια, συμμετέχετε κι εσείς;"
"Ασφαλώς, αφέντη."
"Αυτό είναι! Εύρηκα!", φώναξε ο Τάρταρος με ενθουσιασμό.
"Τι συμβαίνει;"
"Θα βρούμε καινούρια ερωμένη στον Αιδονέα! Θα διοργανώσουμε καλλιστεία κι εμείς θα είμαστε η κριτική επιτροπή. Μέγαιρα, να βγάλεις μια ανακοίνωση, όπου θα αναφέρεται πως έτσι θα αναδειχθεί η νέα βασίλισσα. Μην πεις όμως ότι θα είμαστε εμείς οι κριτές αλλά ο Θάνατος. Αυτή θα είναι η τιμωρία του για την πρώτη θέση! Θα του επιτίθενται από παντού κι αυτός δε θα έχει ιδέα τι συμβαίνει. Χα χα, θα μετανοιώσει για τη νίκη του!", είπε ο Τάρταρος τρίβοντας τα χέρια του με ικανοποίηση. Ο Θάνατος έκανε όπως πάντα τη δουλειά του, ώσπου έτρεξαν άξαφνα προς το μέρος του όλες οι νύμφες του Κάτω Κόσμου. Τον τραβούσαν από παντού, σκίστηκαν τα ρούχα του και τα φτερά του ξεπουπουλιάστηκαν. Ευτυχώς, κατάφερε να γλυτώσει πετώντας μακρυά όμως μια νύμφη είχε πιαστεί από το πόδι του.
"Μόνο την ψήφο σου ζητάω, άρχοντά μου.", είπε η όμορφη κοπέλα λίγο πριν τον αφήσει. 'Ποια ψήφο;', αναρωτήθηκε μα ύστερα αποφάσισε να αφήσει το θέμα πίσω του. Οι κριτές, που παρακολουθούσαν πίσω από μια κουρτίνα, εντυπωσιάστηκαν από την αποφασιστικότητά της.
"Περάστε.", απάντησε ο Άδης στο χτύπο της πόρτας.
"Α, εδώ είσαι!", είπε ο Τάρταρος.
"Από πότε έμαθες εσύ να χτυπάς την πόρτα;"
"Γεια σου κι εσένα, Αιδονέα! Κοίτα, σου έχω μια έκπληξη!", είπε δείχνοντας τη νύμφη.
"Ποια είναι αυτή;", τον ρώτησε.
"Αυτή είναι μια νύμφη. Κάτι για να παίζεις και να ξεχνιέσαι. Σου αρέσει;"
"Σε παρακαλώ, πάρ' την από 'δώ."
"Είχα ένα προαίσθημα ότι θα το έλεγες αυτό. Έλα τώρα, δοκίμασε πριν αρνηθείς."
"Είπα, πες της να φύγει!"
"Α, κατάλαβα… Εντάξει, θα σου φέρω μια καλύτερη, Αιδονέα μου.", είπε κοιτώντας τη νευριασμένος.
"Σας παρακαλώ, άρχοντα Τάρταρε. Επιτρέψτε μου."
"Ω, ήξερα πως είχα κάνει τη σωστή επιλογή. Λοιπόν, εγώ σας αφήνω να τα πείτε!"
"Δεν το πιστεύω…", μουρμούρισε ο Άδης προχωρώντας προς την έξοδο όμως τον σταμάτησε ένα χέρι που έπιασε το δικό του. "Άφησέ με.", είπε με ψυχρή φωνή δίχως καν να την κοιτάξει.
"Μεγαλειότατε, ονομάζομαι Μινθώ και είμαι κόρη του Κωκυτού ποταμού.", είπε λύνοντας το χιτώνα της.
"Δε με ενδιαφέρει…", ξεκίνησε να λέει ο Άδης όμως έπαψε μόλις είδε την κοπέλα ολόγυμνη μπροστά του.
"Επιτρέψτε μου…", είπε χαϊδεύοντας το πρόσωπό του, "να σας ικανοποιήσω πέρα από κάθε φαντασία…", συνέχισε κι έπειτα τον φίλησε με πάθος. Εκείνος στεκόταν εκεί παγωμένος. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Προσπάθησε να την απομακρύνει όμως αυτή τον τραβούσε κοντά της. Μόλις το χέρι της άρχισε να κατεβαίνει σε σημεία που εκείνος δεν ήθελε, αμέσως την έσπρωξε μακρυά του. "Μεγαλειότατε…", είπε εκείνη έκπληκτη.
"Εξαφανίσου από μπροστά μου!"
"Μα εγώ…". Ο Άδης δεν την άφησε να ολοκληρώσει. Την άρπαξε και την πέταξε έξω βροντώντας την πόρτα. Ύστερα πήρε το ύφασμα που άφησε πίσω της και το έριξε στη φωτιά. Η Μινθώ τράβηξε τα μαλλιά της πίσω και χαμογέλασε. 'Τι ανόητος που είσαι!', συλλογίστηκε. "Μπορεί τώρα να με απορρίπτεις μα πολύ σύντομα αυτό θα αλλάξει. Σύντομα θα καταλάβεις πόσο πολύ σε ποθώ'. Ο αρχικός θαυμασμός της για τον πανίσχυρο βασιλιά είχε μετατραπεί σε κάτι πιο βαθύ. Την είχε κατακτήσει με την ομορφιά του, τη σοβαρότητα, τη δύναμή του. Ήθελε να βρεθεί δίπλα του, να τον αγγίξει, να αισθανθεί την ανάσα του. Ακούμπησε τα χείλη της… Η ανάμνηση του φιλιού τους θα έμενε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό της. Πάντως, δε θα ήταν το τελευταίο. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από δίπλα της η Εκάτη.
"Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο άρχοντας Τάρταρος αλλά εάν θέλεις να διατηρήσεις το κεφάλι πάνω στους ώμους σου, καλύτερα να μείνεις μακρυά από το μεγαλειότατο.", της είπε υπεροπτικά και συνέχισε το δρόμο της. Η κόρη του Κωκυτού δεν απάντησε και μειδίασε ελαφρά.
"Αυτό θα το δούμε."
