Κεφάλαιο 32
Φροντίδα
Η Περσεφόνη προχωρώντας αργά μπήκε μέσα σε ένα ιερό, ακολούθησε ένα μονοπάτι κι έφτασε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, όπου βρισκόταν αλυσοδεμένος σε έναν τοίχο ένας πανύψηλος άνδρας.
"Ποιος είστε;", ρώτησε τον αιχμάλωτο. Ο γίγαντας άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την άγνωστη κοπέλα.
"Γεια σου, παιδί μου. Έχεις χαθεί;"
"Πολύ φοβάμαι πως ναι, κύριε.", απάντησε και στηρίχτηκε σε έναν κίονα.
"Είσαι καλά; Ποια είσαι;"
"Λέγομαι Κόρη."
"Γεια σου, Κόρη. Πώς βρέθηκες στα Τάρταρα;"
"Έπεσα κατά λάθος."
"Καημένο κορίτσι… Ξέρουμε κι οι δύο πολύ καλά πως δεν έγινε κατά λάθος. Σε έριξαν εδώ κάτω, όπως εμένα. Δεν ανήκουμε εδώ εμείς."
"Εσείς πώς βρεθήκατε εδώ;", τον ρώτησε.
"Κάποτε ήμουν βασιλιάς. Οδήγησα το λαό μου σε έναν παράδεισο που δεν είχαν φανταστεί. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι αλλά κάποιοι ζήλεψαν τη θέση μου. Εκείνοι που ζούσαν στο σκοτάδι και δεν άντεξαν το φως, επαναστάτησαν και με έσυραν εδώ. Βρίσκεσαι μπροστά σε έναν ηττημένο βασιλιά, που τον έριξαν από ψηλά και τον αλυσόδεσαν στα Τάρταρα σαν ζώο.". Η Περσεφόνη συγκινήθηκε από τα λόγια του. Φαινόταν πολύ πικραμένος και πίστεψε πως είχε μετανοιώσει ειλικρινά.
"Ποιος είστε;", τον ξαναρώτησε.
"Ο χαμένος δε χρειάζεται όνομα, γιατί αμαυρώνει το όνομα που κάποτε ήταν αξιοσέβαστο. Δε μου αξίζει πλέον το όνομά μου."
"Φαίνεται πως ήσουν καλός βασιλιάς.". Εκείνος χαμογέλασε και της θύμισε πολύ τον Αιδονέα.
"Κάτι σε προβληματίζει, Κόρη. Μίλησέ μου."
"Έχω χαθεί… Δεν ξέρω ποια είμαι."
"Τι εννοείς; Ποια είσαι;"
"Δεν ξέρω! Με αποκαλούν 'Κόρη', 'Περσεφόνη', 'Θεά της Άνοιξης', 'Βασίλισσα των νεκρών'… Όλοι έχουν ένα όνομα για 'μένα εκτός από εμένα."
"Εσύ ποια θες να είσαι;", τη ρώτησε αυστηρά. 'Αλήθεια, έτσι νοιώθουν οι ψυχές μπροστά στον Αιδονέα;', σκέφτηκε η Περσεφόνη αγχωμένη.
"Θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Είμαι η Κόρη μα όλοι εδώ περιμένουν από 'μένα να είμαι η Περσεφόνη. Δεν ξέρω πώς να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τους."
"Είσαι βασίλισσα."
"Δεν είμαι βασίλισσα και δεν ξέρω αν θέλω να γίνω.". Απαξίωση ένοιωσε μπροστά στο αξιολύπητο αυτό πλάσμα που υποτίθεται ότι ήταν η βασίλισσα των νεκρών. Όποιος κι αν ήταν ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου, δεν είχε επιλέξει σύζυγο σωστά.
"Ένας ηγεμόνας, Περσεφόνη, πρέπει να έχει στόχο για το βασίλειο και την αποφασιστικότητα και δύναμη να προχωρά προς αυτόν με οποιοδήποτε κόστος. Ποιος είναι τώρα άρχοντας των Αιθέρων;", τη ρώτησε. Είχε ανάγκη να μάθει για το παλιό του βασίλειο, για το οποίο είχε θυσιάσει ακόμη και την οικογένειά του.
"Ο Δίας."
"Τι; Ο Δίας;", είπε ο άνδρας και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Αν έπρεπε να επιλέξει διάδοχο, αυτός θα ήταν ο πρωτότοκος γιος του.
"Περσεφόνη!", φώναξε ο Άδης πετώντας με τη Δελφύνα προς το μέρος της. Κατέφθασε λίγο πριν εκείνη χάσει τις αισθήσεις της κι ο Άδης την ανέβασε στο δράκο προσέχοντας ιδιαίτερα το τραυματισμένο χέρι της.
"Γιε μου…", ψιθύρισε ο αιχμάλωτος και ο Άδης τον κοίταξε με μίσος.
"Μη χαραμίζεις τα λόγια σου, Κρόνε.", του είπε και πέταξε μακρυά.
"Η βασίλισσά σου είναι υπερβολικά αφελής, Αιδονέα.", φώναξε ο Κρόνος γελώντας. Μόλις επέστρεψαν στο παλάτι, η Περσεφόνη ξάπλωσε στο κρεβάτι της και η Εκάτη ανέλαβε τη θεραπεία.
"Μην ανησυχείτε, άρχοντα. Με λίγη αμβροσία θα είναι μια χαρά.", είπε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. Ο Άδης δεν απάντησε και η θεά της μαγείας έφυγε αφήνοντας το ζευγάρι μόνο. 'Δεν έπρεπε να την είχα φέρει εδώ.', σκεφτόταν μετανοιωμένος. 'Έπρεπε να την αφήσω ελεύθερη να επιστρέψει στον Επάνω Κόσμο. Ας χάσω για πάντα την ευκαιρία να επανακτήσω τη συμπόνοια μου. Στην ανάγκη, θα κρίνουν τις ψυχές η Θέμις με τους κριτές. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τη ζωή της.'. Όταν η Περσεφόνη άνοιξε τα μάτια της, αντίκρυσε τον Άδη στο προσκεφάλι της.
"Αιδονέα…", ψέλλισε εξουθενωμένη.
"Κόρη, πώς είσαι;", ρώτησε δίνοντάς της λίγη αμβροσία.
"Συγγνώμη."
"Για ποιο πράγμα;"
"Δεν ξέρω… Δε με έχεις αποκαλέσει ποτέ 'Κόρη' και φαντάστηκα ότι ίσως έχεις θυμώσει μαζί μου."
"Δεν είμαι θυμωμένος. Εγώ θα έπρεπε να σου ζητήσω να με συγχωρήσεις, Κόρη. Δεν ανήκεις εδώ."
"Τι θες να πεις;", απόρησε.
"Θέλω να σου πω ότι σε αφήνω ελεύθερη. Πρέπει να φύγεις. Σου έκανα κακό."
"Δε βγάζουν νόημα αυτά που λες, Αιδονέα. Εσύ με έσωσες.", είπε και τον κράτησε στην αγκαλιά της. "Φοβήθηκα πολύ αλλά μετά σε κάλεσα και ήρθες. Ήρθες να με σώσεις, Αιδονέα.". Δειλά-δειλά την αγκάλιασε κι εκείνος. 'Εγώ φταίω για όλα.', σκέφτηκε. 'Δε θα πάθαινε τίποτα, εάν δεν την είχα παντρευτεί'. Σηκώθηκε όρθιος και την κοίταξε με το ύφος που συνήθιζε να έχει, όταν καταδίκαζε ψυχές στα Τάρταρα.
"Κόρη, από εδώ και στο εξής, δε χρειάζεται να παραμένεις άλλο σε αυτό το βασίλειο. Γι' αυτό…". Ό,τι κι αν σκόπευε να πει, ένας χτύπος στην πόρτα τον διέκοψε.
"Άρχοντα, βρήκαμε τον ένοχο.", είπε ο Θάνατος. Ο Άδης αποχώρησε μαζί με το βοηθό του κι η Περσεφόνη τούς ακολούθησε στην αίθουσα του θρόνου. Εκεί είδε έναν άγνωστο να σέρνει μια νύμφη απ' τα μαλλιά. Την πέταξε μπροστά στον Άδη κι εκείνος την κοίταξε με αδιαφορία.
"Τώρα εξηγούνται πολλά."
"Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ… Πατέρα…"
"Πάψε!", ούρλιαξε αυτός και τη χαστούκισε. "Από τη στιγμή που σήκωσες χέρι πάνω στη βασίλισσα, δεν είσαι πλέον κόρη μου!", ανακοίνωσε και ύστερα κοίταξε τον Άδη απολογητικά. "Μεγαλειότατε, να με συγχωρείτε για τα προβλήματα που σας προκάλεσε αυτή. Ας κάνετε ό,τι νομίζετε μαζί της."
"Αυτό που συνέβη, Κωκυτέ, είναι ασυγχώρητο.", είπε ο Άδης με σκληρότητα ενώ η νύμφη άρχισε να τρέμει καθώς κατάλαβε ότι πλησίαζε η καταδίκη της.
"Δάειρα!", φώναξε η Περσεφόνη τρέχοντας στο πλευρό της καμαριέρας της. "Είσαι καλά, Δάειρα;", τη ρώτησε μα εκείνη έσκυψε το κεφάλι δίχως απάντηση. "Μη στενοχωριέσαι. Σε συγχωρώ.", είπε παρερμηνεύοντας την κίνηση της νύμφης.
"Δεν αξίζει τη συγχώρεσή σου, Περσεφόνη. Και το όνομά της δεν είναι Δάειρα… Έτσι δεν είναι, Μινθώ;"
