Κεφάλαιο 36

Ποτάμι Από Αστέρια

Είχε φτάσει πια η ώρα για το ραντεβού του Άδη με τη νικήτρια της αρματοδρομίας. Η Περσεφόνη έλαμπε από ομορφιά, όταν βρέθηκε μπροστά στον εξίσου λαμπερό Άδη, ο οποίος την οδήγησε στη Στύγα. Ήταν πολύ αγχωμένος και κανείς δεν τον είχε βοηθήσει με μια χρήσιμη συμβουλή. Το μόνο που του είπαν, ήταν ότι έπρεπε να είναι ρομαντικός και καλή τύχη… Σπουδαία βοήθεια! Ο ίδιος, βέβαια, κατά τη διάρκεια της προπόνησης βρισκόταν πάντα στο πλευρό της Περσεφόνης προσέχοντας τι της άρεσε και τι όχι. Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα, έφτασαν στην όχθη του ποταμού και μπήκαν στη βάρκα που τους περίμενε.

"Πού πηγαίνουμε;", ρώτησε η Περσεφόνη κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά.

"Είναι έκπληξη. Μην ακουμπήσεις όμως το νερό. Η Στυξ είναι πολύ ευαίσθητη."

"Γι' αυτό δεν μπορούν να τη διασχίσουν οι ψυχές;"

"Όπως έχεις σίγουρα διαπιστώσει, είναι μυστήρια θεότητα. Έχει πολλά μυστικά και όποιον προσπαθήσει να μπει στα νερά της τον τραβάει στον πάτο."

"Αιδονέα;", είπε κοιτώντας τον αγχωμένα. "Γιατί ήθελες να με εξορίσεις από τον Κάτω Κόσμο;"

"Επειδή… Ανησύχησα… Είχα ενοχές και μάλλον φοβήθηκα. Βλέποντας ότι είχες χαθεί στα Τάρταρα κι ότι είχες τραυματιστεί… Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Σκεφτόμουν μόνο ότι σου είχα κάνει κακό. Είμαι υπεύθυνος για εσένα, Περσεφόνη. Εγώ φταίω για ό,τι σου συμβαίνει μέσα σε αυτό το βασίλειο. Όταν νοιάζομαι για κάποιον και τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση, είναι αδύνατον να το αντέξω.". 'Ξανά', είπε από μέσα του.

"Μα δε μου έκανες κακό. Εγώ φταίω. Σε παρακαλώ, Αιδονέα, μην αισθάνεσαι άσχημα. Θέλω να ξέρεις ότι εγώ δε σε κατηγόρησα ποτέ."

"Εσύ όλους τους συγχωρείς."

"Επειδή πιστεύω στη δύναμη της συγχώρεσης. Βλέπεις, η μητέρα μου κρατούσε ανέκαθεν κακία στον Δία. Την αγαπάω με όλη μου την καρδιά μα κατάλαβα πως το μίσος μόνο κακό μπορεί να κάνει. Γι' αυτό κι εγώ τώρα δεν τους θεωρώ όλους κακούς εδώ, όπως πίστευα στην αρχή.", είπε χαμογελώντας.

"Ώστε έτσι, ε;"

"Στα Τάρταρα έζησα μια περιπέτεια. Γνώρισα τον παππού μου… Τον λυπήθηκα, ξέρεις."

"Μην τον λυπάσαι.", είπε απότομα ο Άδης με βλέμμα γεμάτο μίσος. "Του αξίζει να τιμωρείται έτσι. Εσύ δεν ξέρεις τι σημαίνει κακία, Περσεφόνη. Δεν έχεις ζήσει τον πόλεμο, την αιματοχυσία, τη βία. Η μητέρα σου σε προστάτευσε από αυτόν τον κόσμο."

"Δεν είπα ότι θα έπρεπε να ελευθερωθεί. Απλώς ότι τον λυπάμαι.", του είπε σιγανά. "Έχεις δίκιο όμως σε αυτό που είπες. Δεν ήξερα τι σημαίνει κακία μέχρι να έρθω εδώ.". Τα λόγια της τον πλήγωσαν αλλά τότε τον κοίταξε με τρυφερότητα. "Τρόμαξα πολύ εκεί κάτω μα δε μετανοιώνω. Η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Έμαθα τόσα πολλά από τη μέρα που με έφερες εδώ.". Αν και ο Άδης είχε ενοχές για όσα της συνέβησαν, η Περσεφόνη κατάφερνε να τις σβήνει με τον τρόπο που τα αντιμετώπιζε. Ήταν σαν μια αμαζόνα που πήγαινε στη μάχη και τα τραύματά της ήταν λάφυρα. Μιλώντας για τις ενοχές του μείωνε τη νίκη της. Και δεν μπορούσαν να πουν πολλοί ότι είχαν επιζήσει από μια βόλτα στα Τάρταρα! "Τώρα θα ήθελα να μιλήσουμε για τη συμφωνία μας.", είπε η Περσεφόνη αλλάζοντας θέμα. "Αφού κερδίσεις τη συμπόνοια σου, τι θα γίνει μετά;". Ο Άδης πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να είναι ειλικρινής μαζί της αλλά ούτε ο ίδιος ήξερε την απάντηση. Ενώ σκεφτόταν την επόμενη κουβέντα του, έφτασαν στον προορισμό τους. Όλα γύρω τους έλαμψαν μπαίνοντας σε μια σπηλιά. "Τι είναι αυτά;", ρώτησε η Περσεφόνη.

"Αυτοί οι κρύσταλλοι δόθηκαν ως δώρο του Ερέβους στη γυναίκα του.", απάντησε ο Άδης ευγνώμων για τον αντιπερισπασμό. "Αυτές οι Σπηλιές των Κρυστάλλων είναι πια θρυλικές."

"Πότε δημιουργήθηκαν;"

"Όταν ήταν ακόμη νιόπαντροι. Πριν γεννηθούν ο Θάνατος κι ο Ύπνος.", της είπε χαζεύοντας το φως που ανακλούσε στην επιφάνεια του ποταμού. Το θέαμα ήταν πράγματι εκπληκτικό. Η βάρκα έμοιαζε να πλέει σε ένα γαλαξία. Η Περσεφόνη κοίταζε γύρω της μαγεμένη κι ο Άδης έμεινε σιωπηλός για λίγο, πριν αποφασίσει να απαντήσει στην προηγούμενη ερώτησή της. "Είμαι ένας δειλός.", είπε ντροπαλά κι η θεά τον κοίταξε υπομονετικά. "Δεν είμαι αυτός που ήμουν παλιά. Εκείνος ήταν αληθινός βασιλιάς. Εκτιμούσε τους υπηκόους του, ήταν δίκαιος, σοφός… Χάθηκε, επειδή έχασε εκείνη που αγαπούσε. Από τότε άρχισα να φοβάμαι την αγάπη, γιατί μπορεί να σε πληγώσει και να σε αλλάξει. Ξέρω ότι για να γίνω πάλι αυτός που ήμουν, πρέπει να μάθω να αγαπώ αλλά ο φόβος με παραλύει. Θέλω να σε εμπιστευτώ μα…"

"Δε με εμπιστεύεσαι;", τον ρώτησε κι εκείνος κούνησε το κεφάλι λυπημένα. Φαντάστηκε ότι τώρα θα τον εγκατέλειπε, γιατί τι είναι ο γάμος δίχως εμπιστοσύνη; "Τότε πώς μπορώ να σε κάνω να με εμπιστευτείς;"

"Τι είπες;", τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

"Εγώ σε εμπιστεύομαι. Ίσως να μην το καταλαβαίνεις όμως έχεις καλοσύνη μέσα σου. Και μόνο το γεγονός ότι ανησύχησες για 'μένα δείχνει ότι νοιάζεσαι.", είπε κρατώντας το χέρι του. "Νοιάζεσαι για 'μένα και το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ.". Έσκυψε μπροστά και χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του. "Δε θα σε πληγώσω ποτέ, Αιδονέα. Άρα, δεν πρέπει να είσαι λυπημένος. Χαμογέλα μου, σε παρακαλώ.". Η καρδιά του Θεού των νεκρών χτύπησε δυνατά. Νοιαζόταν ειλικρινά για αυτόν. Με μια απλή κουβέντα τον έκανε ευτυχισμένο και δεν είχε πλέον τη δύναμη να την απορρίψει. Αφέθηκε στη ζεστασιά των χεριών της και χαμογέλασε. "Σ' ευχαριστώ, Αιδονέα, που μοιράστηκες τις σκέψεις σου μαζί μου και που με έφερες σε αυτό το μέρος. Είναι πραγματικά πανέμορφο.", είπε χαμογελώντας κι εκείνη και νοιώθοντας άνετα κοντά του ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Η μέρα είχε διδάξει πολλά στην Περσεφόνη και για τον Άδη και για τον εαυτό της. Γνώρισε καλύτερα την παγωμένη του καρδιά, αισθάνθηκε πιο κοντά του κι αυτό την έκανε ευτυχισμένη.

Την ίδια ώρα, στο κάστρο του Κάτω Κόσμου λάμβανε χώρα μια μικρή μάζωξη.

"Μία πρόποση για τη νίκη της Περσεφόνης!", φώναξε το Έρεβος υψώνοντας το κύπελλό του. "Έλα, αδερφέ, διασκέδασε κι εσύ μαζί μας!"

"Σταμάτα να είσαι τόσο αυτάρεσκος.", είπε ο Τάρταρος, ο οποίος είχε καθίσει σε μια γωνιά μακρυά από τους εορτασμούς δείχνοντας αρκετά μελαγχολικός.

"Πώς το είχες πει; Α, ναι: 'Εγώ, ο ένδοξος και τρομερός αφέντης των Ταρτάρων, σας τιμώ με την παρουσία μου! Με την πρωταθλήτριά μου θα κατατροπώσουμε αυτήν που επιλέξατε εσύ και ο Έρως και θα κερδίσουμε το έπαθλο: Τον Αιδονέα!'"

"Είσαι εξαιρετικός στη μίμηση, καλέ μου!", είπε η Νυξ χειροκροτώντας και μαζί της συμφώνησαν η Εκάτη, ο Θάνατος κι ο Ύπνος.

"Μπορεί να θυμάσαι τα λόγια όμως δεν μπορείς να με μιμηθείς, γελοίο υποκείμενο!"

"Χαλάρωσε, αδερφέ! Σε τελική ανάλυση, είμαστε όλοι κερδισμένοι. Η Μινθώ δε θα τιμωρηθεί και ο Αιδονεύς περνά μια ρομαντική βραδιά με τη βασίλισσα."

"Ω, μακάρι να μου κάνουν εγγονάκια!", είπε η Νυξ.

"Δε μου αρέσει η βασίλισσα.", μουρμούρισε ο Τάρταρος μα τον άκουσαν όλοι. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο κι όλοι τον κοίταξαν σαστισμένοι. "Τι πάθατε; Περιμένατε εγώ να προσκυνήσω αυτό το κοριτσάκι; Εγώ; Δεν υπάρχει περίπτωση!"

"Αδερφέ, η βασίλισσα ακόμη προσαρμόζεται. Δώσ' της λίγο χρόνο. Θα προτιμούσες να υπηρετείς κάποια σαν τη Μινθώ;"

"Ας γελάσω! Αυτή ποτέ δε θα μπορούσε να κυβερνήσει στο πλευρό του Αιδονέως."

"Αδέρφια μου, ίσως δεν είναι έτοιμη μα το βλέπω στα μάτια της. Θα αποκτήσει κύρος. Ας τη βοηθήσουμε να ανοίξει τα φτερά της.", είπε η Νυξ.

"Ο Κάτω Κόσμος δε χρειάζεται βασίλισσα.", δήλωσε ο Θάνατος. "Όμως αν κάνει τον άρχοντα ευτυχισμένο, εγώ ευχαρίστως θα την υπηρετήσω."

"Προς το παρόν, ας αφήσουμε τη σχέση να εξελιχθεί. Όταν είναι έτοιμη να ασχοληθεί με τη διακυβέρνηση, θα τη βοηθήσω κι εγώ.", είπε η Εκάτη.

"Όλοι θα τη βοηθήσουμε. Έτσι δεν είναι, αδερφέ;"

"Η ανατροφή νιάνιαρων δεν είναι και το καλύτερό μου!", δήλωσε ο Τάρταρος πριν εξαφανιστεί μέσα σε φλόγες.