Κεφάλαιο 37
Ηλύσια Πεδία
"Γιατί να μαζεύω φρούτα μες στο καταχείμωνο;", γκρίνιαξε ο Ύπνος.
"Δε θα ζητούσα να με βοηθήσεις, αν μπορούσα να τα πιάσω χωρίς να σαπίσουν.", εξήγησε ο Θάνατος.
"Τι κάνουμε για να ευχαριστήσουμε τον άρχοντα!"
"Κρύψου!", ψιθύρισε ο Θάνατος βλέποντας τη Δήμητρα να περπατά στο χιονισμένο τοπίο.
"Τι συμβαίνει;"
"Δεν έχεις μάθει τα νέα από τον Ερμή; Η θεά Δήμητρα έχει έχθρα με το βασιλιά μας, αφού πήρε την κόρη της. Αρνείται να ασχοληθεί με τη γη και κρατά ομήρους τους θνητούς. Εάν συνεχιστεί αυτό, θα πεθάνουν όλοι από την πείνα.". Τα αδέρφια τότε συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να μείνει η Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο για πάντα. 'Γιατί να συμβεί αυτό τώρα;', σκέφτηκε ο Θάνατος. 'Τώρα που όλα μοιάζουν να πάνε καλά για τον άρχοντα; Δεν μπορεί να είναι τόσο σκληρές οι Μοίρες…'.
Μέσα από τους διαδρόμους του παλατιού του Άδη, ο σκοτεινός βασιλιάς οδηγούσε τη βασίλισσα στο ωραιότερο σημείο του Κάτω Κόσμου. Ο Άδης είχε παρατηρήσει ότι τις στιγμές που η Περσεφόνη νόμιζε πως δεν την έβλεπε κανείς, τα μάτια της πρόδιδαν τη νοσταλγία της. Αυτό του θύμιζε ασταμάτητα πως ακόμα και με τη συμφωνία που είχαν κάνει, ακόμα και με τη φιλία που είχε αρχίσει να ανθίζει ανάμεσά τους, ακόμα και με την ευτυχία που του είχε χαρίσει, παρέμενε αναμφισβήτητο το γεγονός πως την είχε φέρει στο βασίλειο παρά τη θέλησή της. Ήθελε, λοιπόν, να κάνει κάτι καλό για αυτήν. Όχι απλώς από ευγένεια αλλά για να την κάνει ευτυχισμένη, όπως τον έκανε κι εκείνη ευτυχισμένο. Μονάχα ένα μέρος υπήρχε στο βασίλειο που θα έδινε χαρά σε μια θεά της γης.
"Αιδονέα, πώς είναι να είσαι άρχοντας του Κάτω Κόσμου; Θέλω να πω… Τι όνειρα έχεις για το βασίλειό σου;"
"Τι όνειρα έχω;", αναρωτήθηκε. Ανεβαίνοντας στο θρόνο επιθυμούσε να βάλει σε μία τάξη το χάος του Κάτω Κόσμου. Τότε δεν υπήρχε δικαιοσύνη και ανταμοιβή για τις ψυχές. "Πιθανόν τα όνειρα που είχα για το βασίλειο να έχουν γίνει πραγματικότητα εδώ και πολύ καιρό. Τώρα επιθυμώ να διατηρήσω την τάξη και την πειθαρχία.", της είπε την ώρα που έφτασαν μπροστά σε δύο χρυσές πύλες. "Εδώ είμαστε! Οι πύλες των Ηλυσίων Πεδίων. Είσαι έτοιμη;". Μόλις η Περσεφόνη αντίκρυσε για πρώτη φορά το υπέροχο εκείνο τοπίο, τής κόπηκε η ανάσα κι έτρεξε πανευτυχής ενώ ο σκοτεινός άρχοντας χαμογελούσε βλέποντάς τη να χαίρεται τη φύση. Όμως τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω στην καρδιά των Ηλυσίων Πεδίων: Στη λυγερή λεύκα, την οποία αναζητούσε αυτομάτως κάθε φορά που επισκεπτόταν το συγκεκριμένο μέρος.
"Έλα κι εσύ!", φώναξε η Περσεφόνη καθώς ο Άδης στεκόταν σαν άγαλμα δίπλα στις πύλες. Αφού δεν προχώρησε, έτρεξε κοντά του και τον τράβηξε απ' το χέρι.
"Είσαι πάντα τόσο δυνατή;"
"Δε θυμάσαι πόσο σκληρά παλεύω;"
"Βέβαια. Ακόμα θυμάμαι την κλωτσιά που μου έδωσες."
"Δεν εννοούσα αυτό.", είπε κατάπληκτη. "Εγώ μιλούσα για τη μέρα που με έφερες στον Κάτω Κόσμο."
"Όντως, είχες παλέψει σαν λιοντάρι. Αναρωτιέμαι αν μπορούσες να κατατροπώσεις τη Δελφύνα ακόμα και χωρίς βοήθεια από εμένα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε.". Στάθηκαν δίπλα σε ένα ρυάκι και η Περσεφόνη γονάτισε και βούτηξε μέσα τα χέρια της. Συνειδητοποίησε πόσο της είχε λείψει ο ήχος του γάργαρου νερού, το δροσερό αεράκι, το άρωμα των λουλουδιών… Της είχε λείψει η ουσία της ζωής. Ύστερα προχώρησε και κάθισε κάτω από μια ψηλή βελανιδιά. Άγγιξε το χώμα γύρω από τις ρίζες του δέντρου και αμέσως ξεφύτρωσαν κατακόκκινες παπαρούνες. Τα μάτια της βούρκωσαν από νοσταλγία μπροστά σε αυτό το μαγευτικό θέαμα. "Περσεφόνη;", είπε ο Άδης κοιτάζοντας αυτά τα δάκρυα με ανησυχία.
"Δεν είναι τίποτα, Αιδονέα. Απλώς, είναι όλα τόσο όμορφα εδώ. Έχω προσπαθήσει να φυτρώσουν λουλούδια στην Κοιλάδα των Ασφόδελων όμως δεν τα κατάφερα. Τώρα ανακάλυψα το μοναδικό μέρος στον Κάτω Κόσμο, όπου μπορώ να είμαι η θεά της Άνοιξης. Εδώ νοιώθω σαν στο σπίτι μου.". Ο Άδης κάθισε πλάι της αλλά δε βρήκε τη δύναμη να τη ρωτήσει ξεκάθαρα πόσο της έλειπε η προηγούμενη ζωή της. "Ξέρεις, εγώ δημιούργησα αυτό το λουλούδι. Ήμουν πολύ μικρή τότε και ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα τις δυνάμεις μου για να φτιάξω κάτι καινούριο.", είπε κόβοντας μία παπαρούνα, την οποία προσέφερε στον Άδη μα εκείνος δεν την πήρε.
"Γιατί το δίνεις σε εμένα;", τη ρώτησε κι εκείνη χαμογελώντας το στερέωσε στο αυτί του, όπως έκανε κάποτε με τις νύμφες φίλες της.
"Επειδή θα σου ταίριαζε ένα φωτεινό λουλούδι."
"Τα λουλούδια είναι πολύ εύθραυστα. Από τη στιγμή που πέφτουν στα χέρια μου δε ζουν πολύ.", είπε ο Άδης που ήδη το αισθανόταν να μαραίνεται, λες και το γεγονός ότι ήταν ο Θεός των νεκρών ρουφούσε τη ζωντάνια του λουλουδιού. Αμέσως η Περσεφόνη άπλωσε το χέρι, άγγιξε την παπαρούνα και την επανέφερε στη ζωή.
"Όσο βρίσκομαι κοντά σου, Αιδονέα, αυτό το λουλούδι δεν πρόκειται να μαραθεί.", του είπε η θεά κι εκείνος σάστισε. 'Δεν πρόκειται να μαραθεί;'. Ήθελε να τη ρωτήσει τι εννοούσε μα δεν ένοιωθε ακόμη έτοιμος να ακούσει την απάντηση.
"Σ' ευχαριστώ, Περσεφόνη. Θα φυλάξω το δώρο σου σαν θησαυρό."
