Προσοχή!

Αυτή η ιστορία είναι συνέχεια της 2ης ιστορίας της σειράς, με τίτλο: «Ό,τι συνέβη στο Γκράντ Φόρκς, έμεινε στο Γκράντ Φόρκς» και το συγκεκριμένο κομμάτι ξεκινάει ακριβώς μετά από το τέλος του 6ου κεφαλαίου της.

Καλή διασκέδαση!


.


Φάργκο, Νοσοκομείο Παίδων.

Δευτέρα, 5 Νοεμβρίου, 1990

(3 μέρες μετά το περιστατικό.)

…«Τζον, ο Σάμι φοβόταν πως όταν θα σε συναντούσε, θα νευρίαζες και δεν θα τον άφηνες να δει τον Ντην ποτέ ξανά.», πρόσθεσε ο Μπόμπι απολαμβάνοντας την εικόνα που είχε μπροστά του. Επιτέλους πατέρας και γιος είχαν ξανασμίξει.

«Δε το 'θελα μπαμπάκα μου!», ο Σαμ του ψιθύρισε στο αυτί, συνεχίζοντας να τον σφίγγει λες και φοβόταν πως θα του γλιστρούσε μέσα από τα χέρια. «Νόμιζα πως ήσουν ο κακός άντρας και πως θα χτυπούσες πάλι τον Ντι.», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

Ο Τζον τον κούρνιασε στοργικά στην αγκαλιά του. «Το ξέρω. Μη φοβάσαι για τίποτα πια. Όλα πέρασαν.», σήκωσε το βλέμμα του και αντάμωσε το βλέμμα του Μπόμπι. Με ένα του νόημα και ένα χαμόγελο θέλησε να εκφράσει το πόσο πολύ τον ευχαριστούσε για όλα όσα είχε κάνει για αυτόν και για τα παιδιά. Και ο Μπόμπι τον κατάλαβε γιατί του ανταπέδωσε το βλέμμα ευγνωμοσύνης του.

«Δηλαδή μπαμπάκα δεν είσαι θυμωμένος;»

«Σου μοιάζω για θυμωμένος Σάμι μου;», του τσίμπησε παιχνιδιάρικα τη ζαρωμένη του μύτη.

«Και δηλαδή δε θα με διώξεις;», ρώτησε το αγόρι με αφέλεια.

«Ποτέ!», τον διαβεβαίωσε ο Τζον γελώντας, σκουπίζοντάς του τα μάτια. «Ό,τι κι αν κάνεις! Όσο κι αν το προσπαθήσεις!»

Ο Σαμ χαμογέλασε και φίλησε τον μπαμπά του στο μάγουλο. «Μπορώ να δω τον Ντην τώρα;»

«Πάμε, προτού καταφέρει να σηκωθεί και το σκάσει απ' το παράθυρο!», ο Τζον σηκώθηκε ευδιάθετος και οδηγώντας τον Σαμ από το χέρι, μπήκε πρώτος στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Ντην. «Δε το πιστεύω!», μουρμούρισε έκπληκτος μόλις αντίκρισε το εσωτερικό και ευθύς άφησε τον μικρό του γιο και έτρεξε κουτσαίνοντας προς τον στενό διάδρομο ανάμεσα στο παράθυρο και στο κρεβάτι, όπου μέχρι πριν βγει για να υποδεχτεί τον Σαμ και τον Μπόμπι, ήταν ξαπλωμένος ο μεγάλος του ο γιος. Μόνο που πλέον ήταν άφαντος.

«Θεέ μου! Εσύ το 'πες για πλάκα αλλά τούτο πήγε και το 'κανε!», σχολίασε ο Μπόμπι με δυσκολία, βλέποντας κι αυτός άδειο το κρεβάτι του Ντην, τα σκεπάσματά του να κρέμονται τα μισά πάνω, τα μισά στο πάτωμα και το στατώ με όλους τους ορούς του, γερμένο πάνω στο μόνιτορ που αναβόσβηνε νευρικά, επικίνδυνα έτοιμα να πέσουν πάνω του και τα δύο.

«Ντην, τι έγινε;», ο Τζον σκύβοντας χάθηκε για λίγο πίσω από το νοσοκομειακό κρεβάτι και από το οπτικό πεδίο του Μπόμπι, που έστεκε αγκυρωμένος στην είσοδο λες και του είχαν κάνει ξόρκι ακινητοποίησης.

«Τζον; Είναι κ-καλά;», μπόρεσε τελικά να ρωτήσει βάζοντας το χέρι του προστατευτικά πάνω από τους ώμους του Σαμ, πιέζοντάς τον από το στήθος προς τα πίσω, μέχρι που τον ακούμπησε στο σώμα του.

Ο Τζον όμως ανασηκώθηκε άξαφνα, σαν να ήθελε να απομακρυνθεί από τον Ντην, που ψέλλιζε ικετευτικά και ασταμάτητα τη λέξη "συγνώμη" και ευθύς σήκωσε και τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, με χαλαρά ανοιχτές τις παλάμες. «Μη φοβάσαι γιε μου, εγώ είμαι! Δε θα σε πειράξω! Να σε βοηθήσω θέλω!», δικαιολογήθηκε έντονα και ο τόνος του λύγισε, ενώ πάσχιζε να ξεπεράσει την ελαφριά βραχνάδα του και να κάνει την φωνή του να ακουστεί όσο το δυνατόν περισσότερο ευγενική και προστατευτική. «Μόνο να σε βοηθήσω!»

«Περίμενε λίγο! Περίμενε να σου πω!», ο Ντην με σηκωμένα τα δικά του χέρια σε στάση άμυνας, πάσχιζε να προστατέψει το κορμί του σαν να φοβόταν πως ο πατέρας του θα του επιτιθόταν. «Δε το 'θελα! Δεν ήξερα πού ήσουν!»

«Δε πειράζει παλικαράκι μου!», τόνισε ο Τζον προσπαθώντας να ακουστεί και να γίνει αντιληπτός, παραμένοντας ακλόνητος στην ίδια θέση. «Δεν έκανες τίποτα κακό!»

«Μπαμπά…έ-πε-σα!…», κλαψούρισε ο Ντην και η φωνή του χάθηκε από το σπάσιμο. «Ή-ήθελα να σηκωθώ λ-λίγο κ-κι έπεσα!», επανέλαβε το πλέον αυτονόητο.

«Δε πειράζει ρε αγόρι μου! Μήπως χτύπησες;», ο Τζον αισθάνθηκε πως μπορούσε να κατεβάσει και πάλι τα χέρια του. «Να σε βοηθήσω να σηκωθείς;»

«Έπεσα και μετά… και μετά δε μπορούσα…δε μπορώ να σηκωθώ γιατί… γιατί π-πονάω!», τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Ντην μπορεί να χαλάρωσαν και να έχασαν τον προηγούμενο πανικό, μα τα μάτια του τώρα βούρκωσαν από καθαρό παράπονο.

«Το ξέρω Ντην, γι' αυτό προσπαθώ να σε βοηθήσω.», τον καθησύχασε ο Τζον. «Είναι πολύ δύσκολο να σηκωθεί από μόνος του κάποιος που 'χει σπασμένα πλευρά. Δε πειράζει όμως, αρκεί να μη χτύπησες.»

«Συγνώμη μπαμπά…Συγνώμη…», επανέλαβε ο Ντην απελπισμένα και ο Μπόμπι αισθάνθηκε τον Σαμ να τραβάει ελαφρά σαν να ήθελε να τους πλησιάσει.

«Τζον, είναι καλά; Χτύπησε;», ο Μπόμπι τον συγκράτησε στη θέση του, σφίγγοντάς τον πάνω του παραπάνω.

«Μη στεναχωριέσαι ρε μάγκα μου. Κανείς δε θύμωσε μαζί σου! Σ' τ' ορκίζομαι.», ο Τζον χαμογέλασε, αγνοώντας την ερώτηση του φίλου του. «Θα μ' αφήσεις τώρα να σε βάλω πάλι στο κρεβάτι σου;», ρώτησε και μόλις ο γιος του απάντησε με έναν κοφτό θετικό λυγμό, τον ανασήκωσε και τον πήρε στα χέρια του.

Η αντίδραση ήταν άμεση.

Ο Ντην ξεκίνησε να βογκάει πνιχτά και παρακλητικά, πασχίζοντας με κόπο να συγκρατηθεί, αλλά μέχρι να τον ταχτοποιήσει ο Τζον, δεν άντεξε και άρχισε να ζητάει από τον πατέρα του να σταματήσει να τον κουνάει.

«Τζον θ-θες βοήθεια;», ο Μπόμπι σάστισε από τα παρακάλια του παιδιού μα προσφέρθηκε ευθύς. Αισθάνθηκε τον Σαμ να τραβάει και πάλι ακόμα πιο έντονα και προσπάθησε να τον κοντρολάρει, όμως δε τα κατάφερε. Ωστόσο αυτή τη φορά ο μικρός Γουίντσεστερ δεν ήθελε να του ξεφύγει και να πλησιάσει τον πατέρα και τον αδερφό του, αλλά κλείνοντας με τις παλάμες του τα αυτιά του, έκανε μεταβολή και πιέζοντας το σώμα του πάνω στον Μπόμπι, έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα ρούχα του.

Ο Τζον απέναντί τους, με γοργές κινήσεις, έσιαξε το στατώ με τους ορούς και πίεσε αρκετές φορές δυνατά και παρατεταμένα ένα συγκεκριμένο κουμπί στην κονσόλα πάνω από το κρεβάτι του Ντην. «Μπόμπ, δε βγαίνετε έξω καλύτερα;», έδειξε με το ανήσυχο βλέμμα του τον Σαμ, συνεχίζοντας να πατάει νευρικά το κουμπί.

«Είναι κ-καλά; Χτύπησε τελικά;», κατάφερε να ρωτήσει.

«Δε ξέρω ρε Μπόμπ! Μπορεί! Δε μπορώ να καταλάβω!», αν το κουμπί στην κονσόλα είχε φωνή, σίγουρα θα είχε ήδη αρχίσει να ικετεύει για έλεος. «Ντην τώρα, τώρα παλικαράκι μου! Τώρα σε λίγο θα 'ρθει κάποιος.», έπιασε το τρεμάμενο χέρι του γιου του και το έσφιξε στη χούφτα του. Ο Ντην είχε σταματήσει να βογκάει κι αυτό όμως επειδή πλέον έμοιαζε σαν να δυσκολευόταν να αναπνεύσει. «Διάολε, γιατί αργούν; Μπόμπ τρέχα να φωνάξεις κάποιον!», ο Τζον δεν μπορούσε να περιμένει ούτε δευτερόλεπτο.

Προτού προλάβει ο Μπόμπι να γυρίσει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μπήκε η Δρ. Χιού. «Γιατί χτυπάει μέσα η ειδοποίηση του Ντην;», ρώτησε, σπρώχνοντας ελαφρά τον Μπόμπι στη φούρια της να φτάσει τρέχοντας στο κρεβάτι με τον μικρό της ασθενή. «Τι συμβαίνει κύριε Γουίντσεστερ;», συνέχισε, διαβάζοντας τις ενδείξεις στο μόνιτορ, βάζοντας ταυτοχρόνως τα ακουστικά από το στηθοσκόπιό της στα αυτιά της.

«Γιατρέ ο Ντην…σ-σηκώθηκε κι έπεσε απ' το κρεβάτι.», κατάφερε να αρθρώσει ο Τζον, σκουπίζοντας αμήχανα τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

«Κύριε Γουίντσεστερ, περάστε παρακαλώ με τον μικρό στο σαλόνι αναμονής.», η γιατρός δε σήκωσε το βλέμμα της συνεχίζοντας να ελέγχει τον Ντην.

«Μπόμπ πάρε τον Σάμι και βγείτε λίγο έξω.», επανέλαβε και ο Τζον καθώς ο φίλος του δεν είχε κάνει βήμα γιατί δεν είχε καταλάβει πως η γιατρός αποκαλούσε και αυτόν "Γουίντσεστερ". Είχε ξεχάσει τελείως πως νωρίτερα της είχε συστηθεί ως μεγάλος αδερφός του Τζον.

Ο Μπόμπι με αβέβαιες κινήσεις σήκωσε τον Σαμ και τον πήρε στην αγκαλιά του. «Συγνώμη. Β-βγαίνουμε.», είπε σαστισμένα, ενώ το παιδί κρατώντας ακόμα τα αυτάκια του καλυμμένα, μαζεύτηκε και κούρνιασε στον κόρφο του, κρύβοντας και πιέζοντας το μέτωπό του πάνω στις πτυχές του λαιμού του. «Τζον; Θ-θα 'μαστε έξ-ξω.», τους ενημέρωσε δειλά, ενώ και οι δύο είχαν πλέον στραμμένη όλη την προσοχή τους πάνω στον Ντην.

Το ηλεκτρικό φως από το σαλόνι αναμονής αλλά και το μουντό, Νοεμβριάτικο φως ημέρας που έμπαινε από τα παράθυρα, προς στιγμή πόνεσαν τα μάτια του Μπόμπι, καθώς το δωμάτιο του Ντην είχε ελάχιστο φωτισμό. Προχώρησε σαστισμένος μερικά βήματα προς το κέντρο του χώρου, συνεχίζοντας να κρατά αγκαλιά τον Σαμ.

Η αναπνοή του παιδιού ακουγόταν αργή, ρυθμική και ήρεμη και δεν τον αισθανόταν να κλαίει. Ωστόσο το αγόρι κρατούσε πεισματικά τα αυτιά του καλυμμένα και έσφιγγε σχεδόν επίπονα το σώμα του πάνω στο στήθος του Μπόμπι.

Μη ξέροντας πού να πάει ή πώς να βοηθήσει και αδυνατώντας να κάνει μια λογική, ολοκληρωμένη σκέψη, πλησίασε σαν να ήταν στο αυτόματο το παράθυρο και κοίταξε αφηρημένα έξω χωρίς να θέλει να δει κάτι το συγκεκριμένο. Παρόλο που η θέα ήταν πανέμορφη, στα μάτια του είχε χαραχθεί σα πύρινη σφραγίδα, η εικόνα του Ντην. Το χλωμό, γυμνό και αδύνατο κορμάκι του, γεμάτο με άσχημες μακρουλές μελανιές σε διάφορα μεγέθη και αποχρώσεις του μπλε και του κόκκινου, καλυμμένο με γάζες σε μερικά σημεία, τρυπημένο με μπερδεμένα σωληνάκια ορών, καθετήρων και ηλεκτροδίων. Τα σφιχτά κλεισμένα μάτια του και η μόνιμη γκριμάτσα απελπισμένου πόνου στα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ο απεγνωσμένος τρόπος με τον οποίο γράπωνε και ζουλούσε το χέρι του Τζον. Τα παρακλητικά, πνιχτά βογγητά του που χωρίς λέξεις, συντακτικό ή γλωσσική δομή, εξέφραζαν πλήρως το πόσο φοβόταν, το πόσο υπέφερε και το πόσο επιθυμούσε την άμεση ανακούφιση.

Αφού δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει το μαρτύριο του Ντην και να του εξαφανίσει τον πόνο, βάλθηκε να χαϊδεύει στοργικά το επτάχρονο αγόρι στην αγκαλιά του, κουνώντας το απαλά, βγάζοντας καθησυχαστικούς ήχους σαν να νανούριζε νήπιο, προσπαθώντας να το παρηγορήσει, πασχίζοντας να το πείσει πώς ήταν απόλυτα ασφαλής.

Χωρίς να το συνειδητοποιήσει όμως, η σφιχτή αγκαλιά του Σαμ δρούσε αμφίδρομα και παρηγορούσε και τον ίδιο. Η ήρεμη ανάσα του, που του χάιδευε τον λαιμό, σταδιακά τον χαλάρωνε, σβήνοντας τα άγχη του και τις αγωνίες του. Η ζέστη που εξέπεμπε, έλιωνε και απομάκρυνε το παγωμένο αίσθημα της εκδικητικής οργής που του ξέσκιζε τα σωθικά.

«Σάμι μου;», ο Μπόμπι χάιδεψε την παλάμη με την οποία πίεζε το παιδί το αυτί του, δοκιμάζοντας να την απομακρύνει, όμως εκείνο έσκουξε παραπονιάρικα και γράπωσε σφιχτά και επίπονα το πτερύγιο του αυτιού του, μαζί με όσες τρίχες των μαλλιών του βρίσκονταν κάτω από τα δάχτυλά του, αρνούμενος να τη μετακινήσει. «Καλά αγοράκι μου. Μην τσατίζεσαι.», ο Μπόμπι σταμάτησε τις προσπάθειες βλέποντας το αυτί του Σαμ να γίνεται ζωηρό κόκκινο από το τράβηγμα. «Όχι ακόμα.», του ψιθύρισε και τον βόλεψε καλύτερα στην αγκαλιά του. «Δε βιαζόμαστε. Όταν θα θες εσύ μικρούλι μου.»

Η αντίδραση του Σαμ δυστυχώς δεν του ήταν πρωτόγνωρη. Σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα προσπαθούσε διαρκώς να καθησυχάσει το ψυχολογικά τραυματισμένο παιδί, από τους ζωντανούς εφιάλτες, τα ξεσπάσματα και τους νυχτερινούς τρόμους και μπορούσε να πει πως πλέον είχε συνηθίσει. Μόνο η προηγούμενη μέρα ήταν κάπως καλύτερη, μα μετά από το ατυχές περιστατικό στο δωμάτιο, ο Σαμ εκσφενδονίστηκε στην πρωταρχική κατάσταση που είχε, στιγμές αφότου τον έσωσαν από τα χέρια του μεταμορφικού.

Ο Μπόμπι κοίταξε ανυπόμονα την κλειστή πόρτα του δωματίου του Ντην. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από την στιγμή που είχαν βγει και η ολόλευκη πόρτα δε του παρείχε καμία πληροφορία για το τι μπορούσε να συμβαίνει μέσα. Έκανε δυο αποφασιστικά βήματα προς τα εκεί λες και είχε σκοπό να την ανοίξει, όμως σταμάτησε και πάλι τελείως μπερδεμένος. Κοίταξε τις τέσσερις, εμπριμέ πολυθρόνες που ήταν τοποθετημένες ανά δυάδα με ένα μικρό τραπεζάκι ανάμεσά τους, στις άκρες του χώρου, μα αισθανόταν πως δε μπορούσε να καθίσει ήσυχος. Άρχισε να προχωράει ξανά προς το παράθυρο αλλά μόλις έφτασε στο τέρμα έκανε μεταβολή και γύρισε και πάλι προς την πόρτα, χαϊδεύοντας συνεχώς στο κεφάλι και στη πλάτη, απαλά και με κυκλικές κινήσεις το αγόρι στα χέρια του.

Η νευρική, άσκοπη περιφορά του από την πόρτα ως το παράθυρο και πίσω, συνεχίστηκε αρκετές φορές, έως ότου η λευκή πόρτα από το δεύτερο δωμάτιο του χώρου άνοιξε και έκανε την εμφάνισή της μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα. Φορούσε τζιν, ένα απλό φούτερ που φαινόταν πως ήταν πολυφορεμένο και στα πόδια της παντόφλες. Μόλις είδε τον Μπόμπι, ξαφνιάστηκε ελαφρά, βγαίνοντας απότομα από τις σκέψεις της και έσιαξε αμήχανα τα μαλλιά της, σπρώχνοντας προς τα πίσω την μπούκλα που έπεφτε στο δεξί της μάγουλο. Του χαμογέλασε βεβιασμένα, τονίζοντας τους μαύρους κύκλους κάτω από τα κουρασμένα μάτια της και χωρίς να αρθρώσει λέξη, βγήκε έξω από τον χώρο.

Ο Μπόμπι βάλθηκε να την παρακολουθεί, σταματώντας να περπατά, παραμένοντας ακλόνητος στο κέντρο του χώρου, λες και έβλεπε εξωγήινο ή τσουπακάμπρα. Η γυναίκα προχώρησε μερικά βήματα στον μακρύ διάδρομο, στάθηκε μπροστά σε ένα αυτόματο μηχάνημα ροφημάτων και αφού χάζεψε για μερικά δευτερόλεπτα τη βιτρίνα και διάβασε τις οδηγίες, άρχισε να πιέζει τα διάφορα κουμπιά. Σίγουρα και αυτή η άγνωστη γυναίκα θα είχε ανάλογα ή μπορεί και χειρότερα προβλήματα αφού βγήκε από το δεύτερο δωμάτιο αυτής της μικρής πτέρυγας ανήλικων ασθενών που χρειάζονται ειδική φροντίδα. Σίγουρα και το δικό της παιδί θα είχε ανάλογα ή μπορεί και χειρότερα προβλήματα υγείας με αυτά του Ντην.

Ο Μπόμπι ήταν τόσο μπλεγμένος στις σκέψεις του και είχε βυθισθεί τόσο πολύ στα μπερδεμένα συναισθήματά του, που είχε ξεχάσει εντελώς πως βρισκόταν σε δημόσιο χώρο και πως δεν ήταν ολομόναχος στον πλανήτη. Δεν ήταν ο μοναδικός σε αυτό το μέρος που ανησυχούσε και πονούσε για το αγόρι του και αντιλήφθηκε πως από τη στιγμή που αυτό το νοσοκομείο ήταν αποκλειστικά παίδων, ο πόνος, η αγωνία και η δυστυχία ήταν μόνιμοι κάτοικοι του κτηρίου. Η συνειδητοποίηση αυτού του δεδομένου τον ξεμπλόκαρε και τον έβγαλε από τον ατέρμονο βρόχο απελπισίας που είχε παγιδευτεί.

Όταν η γυναίκα άρχισε να επιστρέφει, σταμάτησε επιτέλους να την παρακολουθεί επίμονα και ανασήκωσε τον Σαμ στα χέρια του για να τον τακτοποιήσει καλύτερα αλλά και για να φαίνεται πως ήταν απασχολημένος με κάτι. Η άγνωστη του χαμογέλασε και πάλι, ανοίγοντας την γυάλινη πόρτα του χώρου.

«Είναι καθόλου καλός ο καφές απ' το μηχάνημα;», την ρώτησε ο Μπόμπι πλησιάζοντας ελάχιστα.

Η γυναίκα έκανε ένα αμυδρό μορφασμό δυσαρέσκειας. «Είναι δυνατός και κάνει τη δουλειά του.», απάντησε χαμογελώντας του στραβά. «Είστε για το αγόρι;», συνέχισε πίνοντας μια γουλιά από το χάρτινο ποτήρι που κρατούσε, δείχνοντας με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού της την πόρτα από το δωμάτιο του Ντην.

Ο Μπόμπι εισέπνευσε βαθιά και χάιδεψε τον Σαμ κουνώντας θετικά το κεφάλι του.

«Το είδαμε με τον άντρα μου το παιδάκι σας όταν το έφεραν στο δωμάτιό του τις προάλλες,», η γυναίκα έσφιξε τα χείλια της με νόημα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πήραν μιαν έκφραση συμπόνιας. «μα έμαθα χθες από τον πατέρα του πως ευτυχώς συνήλθε. Πώς είναι σήμερα;»

«Είναι η γιατρός τώρα μέσα.», απάντησε ο Μπόμπι κομπιάζοντας. Δεν είχε ιδέα για την κατάσταση του Ντην. Το μόνο που είχε προλάβει να δει ήταν τον ταλαιπωρημένο ανιψιό του να παρακαλάει για να σταματήσουν να τον πονάνε.

«Καλό κουράγιο.», είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του δωματίου της. «Με συγχωρείτε όμως πρέπει να πηγαίνω.», αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί.

«Σας ευχαριστώ.», ο Μπόμπι αναστέναξε. «Καλή και γρήγορη ανάρρωση σας εύχομαι.», συνέχισε χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον ασθενή που πρόσεχε η άγνωστη γυναίκα, μα εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα της και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Ο Μπόμπι απελευθερωμένος από τις αποπνιχτικές σκέψεις και τα συναισθήματα, μπόρεσε επιτέλους να πάρει μιαν απόφαση. Ακολουθώντας το παράδειγμα της γυναίκας, πήγε προς το μηχάνημα με τα ροφήματα και όπως κι εκείνη, άρχισε να χαζεύει την βιτρίνα. «Τι να πάρουμε μικρέ;», ρώτησε τον Σαμ στην αγκαλιά του σίγουρος πως τον άκουγε παρόλο που είχε ακόμα καλυμμένα τα αυτιά του. «Θες ένα σκέτο, πικρό – πικρό, δυνατό καφεδάκι για να στανιάρεις;», συνέχισε αστειευόμενος, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δικιά του πραγματική επιθυμία.

Ο Σαμ γλίστρησε το χέρι του από το αυτί του στο μάγουλό του και κοίταξε θυμωμένα και με συνοφρυωμένα φρύδια το μηχάνημα λες κι εκείνο τον είχε βρίσει.

«Ή μήπως καλύτερα μια ζεστή σοκολάτα με μπόλικο γαλατάκι και έξτρα ζαχαρίτσα;», του έδειξε τη φωτογραφία του ροφήματος, χτυπώντας την στο γυαλί με το δάχτυλό του.

Ο Σαμ κατέβασε τελείως τα χέρια του από τα αυτιά του και κούνησε αργά και θετικά το κεφάλι του, γλείφοντας τα χείλια του.

«Θες να την παραγγείλεις εσύ;», ψαχούλεψε στη τσέπη του και ξετρύπωσε μια χούφτα ψιλά. Ήξερε πως ο Σαμ πάντοτε το έβρισκε διασκεδαστικό να ψωνίζει από τους αυτόματους πωλητές. Του άρεζε να ρίχνει τα κέρματα, να πατάει τα κουμπιά και γενικά ενθουσιαζόταν ιδιαιτέρως με ολόκληρη τη διαδικασία.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Σαμ γλίστρησε από την αγκαλιά του Μπόμπι, σαν πυροσβέστης σε πυροσβεστικό πόλο και ξεκίνησε τη διαδικασία παραγγελίας, κάνοντας μόνος του όλα τα απαραίτητα βήματα. Μόλις το ποτήρι έπεσε στην κατάλληλη θέση και άρχισε να γεμίζει, ο Σαμ έκατσε ανακούρκουδα και βάλθηκε να το παρατηρεί με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. «Θείε! Πιτσιλάει!», χαμογέλασε κουρασμένα, μόλις το καυτό ρόφημα έχασε τη σταθερή ροή του κι άρχισε να σκάει άτσαλα μέσα στο χάρτινο ποτηράκι.

«Δώσ' το μου να σ' το κρατήσω, να κρυώσει και λιγουλάκι κι εσύ πάρε για 'μένα τώρα ένα σκέτο καφέ.», η χαρά του Σαμ διπλασιάστηκε και ο Μπόμπι ευχαρίστησε νοητά την καλή του τύχη και την εύπλαστη διάθεση του αθώου επτάχρονου, που ήθελε μονάχα δυο ζεστά ροφήματα από ένα κοινό αυτόματο μηχάνημα για να αλλάξει τόσο απλά και γρήγορα. «Φύσα την πρώτα για να μη κάψεις την γλώσσα σου.», συμβούλεψε τον Σαμ πριν του δώσει την ζεστή σοκολάτα, αφότου ο μικρός βολεύτηκε πάνω σε μία από τις εμπριμέ πολυθρόνες του σαλονιού αναμονής. «Είναι καλή;», τον ρώτησε πίνοντας μια γερή γουλιά από τον καφέ του, ξεχνώντας την ίδια του τη συμβουλή, καίγοντας το στόμα του και μετά τον οισοφάγο του.

Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του θετικά συνεχίζοντας να φυσάει και να πίνει μικρές γουλιές, κρατώντας το χάρτινο ποτηράκι και με τα δυο του χέρια.

«Ωραία.», ο Μπόμπι ξεχνώντας τώρα το προηγούμενο πάθημά του, ξαναπήρε μιαν ακόμα πιο γεμάτη γουλιά, τσουρουφλίζοντας και πάλι τα πάντα. Μπορεί να φρόντιζε και να μιλούσε με τον Σαμ, μα το μυαλό του ήταν πλήρως απασχολημένο με το να σκέφτεται το τι μπορεί να συνέβαινε μέσα στο δωμάτιο και στον Ντην. Ασυναίσθητα πήγε ανήσυχα προς την πόρτα προσπαθώντας να αφουγκραστεί το οτιδήποτε και έπειτα άρχισε να περπατάει πίσω, προς τα παράθυρα, κινδυνεύοντας να χαθεί και πάλι στις σκέψεις του και στην προηγούμενη κατάστασή του.

«Θείε μη κουράζεσαι όρθιος. Θα βγει ο μπαμπάκας να μας φωνάξει όταν θα 'ρθει η ώρα. Κάτσε.», ο μικροκαμωμένος, επτάχρονος Σάμι, με τα ανακατωμένα του μαλλιά να πέφτουν άτσαλα πάνω στο μέτωπό του και στα εκφραστικά, καστανοπράσινα μάτια του, με το φρέσκο μουστάκι σοκολάτας στο χείλος του, με τα πόδια του να κρέμονται στον αέρα από το ύψος της πολυθρόνας και τη ντροπαλή φωνούλα που συνήθως ακουγόταν μετά βίας όταν μιλούσε, συμβούλεψε τώρα αποφασιστικά τον σχεδόν σαραντάρη, έμπειρο, σκληροτράχηλο Κυνηγό του Υπερφυσικού Μπόμπι Σίνγκερ, καταλαβαίνοντας την ανήσυχη, αρνητική ενέργειά του.

«Ό,τι πείτε κύριε Γουίντσεστερ.», ο Μπόμπι χαμογέλασε ξαφνιασμένος από τον τόνο και τον τρόπο έκφρασης του μικρού και αμέσως υπάκουσε στην προτροπή του, συμφωνώντας με το σκεπτικό του.

Ελάχιστα λεπτά μετά και λίγο πριν προλάβουν θείος και ανιψιός να τελειώσουν τα ροφήματά τους, η πόρτα του δωματίου άνοιξε επιτέλους και η Δρ. Χιού βγήκε έξω. «Κύριε Γουίντσεστερ, Σάμι; Ελάτε, μπορείτε να περάσετε μέσα και να δείτε τον Ντην.», απενεργοποίησε πρώτα τον συνεχόμενο ήχο από τον βομβητή που είχε περασμένο στη ζώνη της και έπειτα τους πλησίασε.

«Τι έγινε γιατρέ; Είναι καλά ο μικρός;», ο Μπόμπι τινάχθηκε όρθιος.

«Μην ανησυχείτε καθόλου κύριε Γουίντσεστερ. Ευτυχώς η πτώση του δεν…»

«Σταματήστε να μας λέτε συνέχεια ψέματα!», ο Σαμ διέκοψε την γιατρό, σμίγοντας τα φρύδια του, σκουπίζοντας όλο νεύρο το σοκολατένιο μουστάκι του με το μανίκι του. «Είστε ψεύτρα!»

«Τι είναι αυτά που λες αγόρι μου;», ο Μπόμπι σάστισε από την απρόσμενη συμπεριφορά του Σαμ.

«Θείε πριν μας είπε πως ο Ντι είναι καλά, μα αυτό δεν είναι αλήθεια! Ο Ντι είναι ακόμα πολύ άρρωστος!», η ένταση του Σαμ ήταν τόση ώστε να τον κάνει να χάσει την ανάσα του. «Δε μπορεί ούτε καν απ' το κρεβάτι του να σηκωθεί και τώρα αυτή σου είπε να μην ανησυχείς!», το ποτηράκι με τη σοκολάτα στα χέρια του παιδιού άρχισε να τρέμει επικίνδυνα.

Ο Μπόμπι του πήρε τη σοκολάτα και την άφησε πάνω στο τραπέζι μαζί με τον καφέ του. «Ησύχασε Σαμ. Η Δρ. Χιού ξέρει πολύ καλά…»

«Δε ξέρει τίποτα! Δε ξέρει πώς να τον κάνει καλά και γι' αυτό μας λέει ψέματα!», ο μικρός διέκοψε και πάλι προσπαθώντας να πείσει τον Μπόμπι. «Πρέπει να τον πάρουμε και να τον πάμε γρήγορα σ' άλλο, καλύτερο γιατρό!»

«Σάμιουελ αρκετά!», ο Μπόμπι διέταξε αυστηρά και συγχρόνως αναρωτήθηκε αν είχε χρειαστεί ποτέ του να χρησιμοποιήσει αυτόν τον τόνο για να μαλώσει τον μικρό Σαμ από τη βραδιά που τον γνώρισε. Ίσως να το έκανε ακόμα μια φορά. Το προηγούμενο καλοκαίρι, την ημέρα που το παιδί έσκαψε δεκάδες τρύπες στη μάντρα του, ψάχνοντας για πειρατικό θησαυρό και μετά όχι μόνο δε παραδεχόταν τη ζημιά του, μα κατηγορούσε άδικα και τον Ράμσφελντ. «Η Δρ. Χιού…», ξεκίνησε να λέει σαφώς πιο ήρεμα μετανιώνοντας πικρά το μικρό ξέσπασμά του, μα η γιατρός παρενέβη.

«Κύριε Γουίντσεστερ αφήστε τη Δρα. Χιού να δώσει τις εξηγήσεις της.»

«Πραγματικά, δεν είναι ανάγκη να σπαταλήσετε τον χρόνο σας για να…»

«Πραγματικά όμως είναι ανάγκη κύριε Γουίντσεστερ.», τον διέκοψε η γιατρός και πάλι. «Σαμ,», έβαλε τα χέρια της στις τσέπες και του χαμογέλασε. «καταλαβαίνω πως το προηγούμενο περιστατικό πρέπει να σε τρόμαξε αρκετά, μα θα ήθελα να προσπαθήσεις να με ακούσεις λίγο. Δε θα σε κουράσω και μετά θα σε αφήσω να πας επιτέλους στον αδερφό σου που ξέρω πόσο πολύ θέλεις να δεις. Μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή;»

Ο Σαμ αναστέναξε κοφτά και ακούμπησε στη πλάτη της καρέκλας. Με φρύδια ακόμα συνοφρυωμένα δεν έδειχνε να μετανιώνει καθόλου για τις σκληρές κατηγορίες του. «'Ντάξει.», ψέλλισε ξερά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον Μπόμπι.

«Σ' ευχαριστώ.», η ευγένεια και η υπομονή της παιδονευροχειρουργού έκανε τον Μπόμπι να νιώθει άβολα για την απρόσμενη συμπεριφορά του συνήθως ευγενικού ανιψιού του. «Πριν στην υποδοχή που μιλούσαμε με τον θείο σου για την κατάσταση του αδερφού σου, εγώ δε είπα ποτέ πως ο Ντην είναι καλά.», η φωνή της σοβάρεψε και ο Σαμ άλλαξε αμέσως την απειλητική του έκφραση. «Είπα πως έχουν περάσει λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες από την στιγμή που ο Ντην συνήλθε κι αν και είναι πολύ ταλαιπωρημένος τα πάει ήδη καλύτερα. "Καλύτερα" Σαμ», τόνισε τη λέξη με νόημα. «και φυσικά εννοούσα πώς σήμερα είναι καλύτερα από την ημέρα που ήρθε στο νοσοκομείο. Δεν είπα ποτέ πως ο αδερφός σου έγινε καλά. Μπορείς να καταλάβεις τη διαφορά;»

Ο Σαμ έριξε μιαν ακόμη γρήγορη ματιά στον Μπόμπι κι εκείνος άδραξε την ευκαιρία και συμφώνησε με τα λεγόμενα της γιατρού κουνώντας το κεφάλι του θετικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και κούνησε και αυτός θετικά το κεφάλι του για να απαντήσει στη Δρα. Χιού.

«Ο Ντην, όπως πολύ σωστά είπες κι εσύ πριν, είναι όντως ακόμα πολύ, πολύ άρρωστος», η γιατρός έκανε παύση τονίζοντας και πάλι τα λόγια της. «και θα κάνει αρκετό καιρό για να γίνει όπως πριν την επίθεση.»

Ο Σαμ πήρε μια κοφτή αναπνοή και ετοιμάστηκε να ρωτήσει κάτι, όμως η γιατρός μαντεύοντας την ερώτησή του απάντησε πριν προλάβει το παιδί να ανοίξει το στόμα του. «Η ανάρρωσή του θα κρατήσει αρκετές βδομάδες και θα χρειαστεί σίγουρα μερικούς μήνες για να γίνει τελείως καλά.», η απάντηση της γιατρού ήταν ψυχρή και χωρίς συναίσθημα, αφήνοντας το επτάχρονο αγόρι αλλά και τον σχεδόν σαραντάρη θείο του άφωνους. «Όμως ο Ντην παρόλη την ατυχή περιπέτειά του είναι πάρα, μα πάρα πολύ τυχερός.», η γιατρός γλύκανε τον τόνο και τα λόγια της. «Είναι πολύ τυχερός γιατί έχει στο πλευρό του το μπαμπά του και τον θείο του που τον νοιάζονται και θα τον φροντίζουν μέχρι να γίνει καλά και φυσικά εσένα, τον μικρό του αδερφό, που παρόλο που είσαι μόνο επτά χρονών τον αγαπάς τόσο πολύ και δε φοβάσαι να τον υπερασπιστείς και ακόμα και να τα βάλεις με όσους νομίζεις πως δε θα τον βοηθήσουν.», ο βομβητής στη ζώνη της γιατρού άρχισε και πάλι να χτυπάει και εκείνη αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στο καντράν του, τον απενεργοποίησε για δεύτερη φορά.

«Η Δρ. Χιού δε μας είπε ποτέ ψέματα για τίποτα βρε αγόρι μου.», ο Μπόμπι χάιδεψε τον Σαμ απαλά στα μαλλιά και εκείνος έγειρε πάνω στην παλάμη του για περισσότερη παρηγοριά. «Χάρη σ' αυτήν ο Ντην μας μπόρεσε να συνέλθει.»

«Συγνώμη Δρ. Χιού.», ο Σαμ με κατεβασμένο το βλέμμα του κατάλαβε και μετάνιωσε το σφάλμα του.

«Μπορεί να είπαμε πως η ανάρρωση του Ντην θα κρατήσει αρκετό καιρό, μα ο μεγάλος κίνδυνος φαίνεται πως έχει περάσει και θέλω να ελπίζω πως δε θα ξανάρθει. Οπότε δε θέλω να ανησυχείς πια και να φοβάσαι συνέχεια για τον αδερφό σου Σάμι.», η γιατρός ήταν ξεκάθαρη. «Θέλω όμως να συνεχίσεις να είσαι δυνατός, γενναίος, ίσως λίγο παραπάνω υπομονετικός και να αφήσεις τον χρόνο στον Ντην για να γίνει και πάλι καλά.»

«Εντάξει.», ο Σαμ φάνηκε να εννοεί πραγματικά την απόκρισή του.

«Ωραία. Χαίρομαι που το λύσαμε.», η γιατρός άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του και μόλις ο Σαμ της το έπιασε, εκείνη του το κούνησε σαν να έκαναν συμφωνία και μετά τον τράβηξε μαλακά για να τον σηκώσει. «Εγώ πρέπει να πηγαίνω γιατί ήδη άργησα κι εσύ πρέπει να πας να δεις τον Ντην γιατί σε περιμένει πώς και πώς από χθες.»

«Χίλια ευχαριστώ γιατρέ και συγνώμη που σας καθυστερήσαμε.», ο Μπόμπι δικαιολογήθηκε ξανά.

«Μην το σκέφτεστε καν κύριε Γουίντσεστερ.», παρέδωσε το χέρι του Σαμ στο δικό του. «Σάμι αν έχεις κάποια απορία ή ανησυχία για τον αδερφό σου θέλω να ξέρεις πως είμαι στη διάθεσή σου. Να το πεις στο μπαμπά σου ή στον θείο σου για να με πάρουν τηλέφωνο και να μιλήσουμε.», χάιδεψε το μάγουλο του Σαμ ενώ ο βομβητής της άρχισε και πάλι να χτυπά. «Έτσι μικρέ;»

Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του θετικά και χαμογέλασε ντροπαλά.

«Άντε, πηγαίνετε μέσα να πάω κι εγώ στη δουλειά μου!», του χαμογέλασε κι αυτή και έφυγε βιαστικά, απενεργοποιώντας τον βομβητή της για τρίτη φορά.

Ο Μπόμπι υπάκουσε χωρίς καθυστέρηση στην προτροπή της γιατρού. «Συγνώμη για την ενόχληση», αναφώνησε ευδιάθετα μπαίνοντας στο δωμάτιο, έχοντας τον Σαμ μπροστά του, σπρώχνοντάς τον ελαφρά, καθώς λίγο πριν ανοίξουν την πόρτα του φάνηκε πως άρχισε να κόβει το βήμα του και ανεπαίσθητα να αντιστέκεται. «μα θα θέλαμε να δούμε τον κύριο Ντην Γουίντσεστερ. Μήπως είναι εδώ ή ήρθαμε σε λάθος δωμάτιο;»

«Θείε Μπόμπι!», ήρθε η βραχνή, άμεση απάντηση από το νοσοκομειακό κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο. «Σάμι!», συνέχισε ο Ντην και η φωνή του έσπασε και σχεδόν έκλεισε από την ασυγκράτητη χαρά του. «Εδώ είμαι!», πάσχισε να ακουστεί.

«Α, ώστε εδώ είσαι τελικά; Πάνω στο κρεβάτι κι όχι από κάτω του!», ο Μπόμπι σχολίασε περιπαιχτικά. «Επιτέλους ρε Ντην! Τι γίνεται; Τι κάνετε;», ρώτησε τώρα τον Τζον, συνεχίζοντας να σπρώχνει μαλακά προς το προορισμό τους τον Σαμ, που είχε κολλήσει πάνω του σα το στρείδι.

Ο Τζον με ένα μωρομάντηλο και τα νύχια του, προσπαθούσε να ξύσει κάτι από το μόνιτορ πάνω από το κρεβάτι του Ντην. «Καλώς τους και πάλι!», χαμογελώντας πλατιά, χάιδεψε το κεφαλάκι του Σαμ μόλις πλησίασε κοντά του. «Να εδώ με τον Ντην καταστρέφουμε τον ιατρικό εξοπλισμό του νοσοκομείου.», έδειξε στον Μπόμπι μια αρκετά μεγάλη και βαθιά γρατσουνιά στο πλάι του ηλεκτρονικού μόνιτορ, την οποία προσπαθούσε να εξαφανίσει με το μωρομάντηλο.

Ο Μπόμπι σφύριξε έκπληκτος. «Και; Πάει; Τα 'παιξε;»

«Όχι, ευτυχώς λειτουργεί ακόμα. Μάλλον διακοσμητική είναι η ζημιά.», μουρμούρισε ο Τζον ξύνοντας μάταια και πάλι την γρατζουνιά. «Αλλά μη βιάζεσαι έχει κι άλλο!», ανασήκωσε απαλά τη διαφανή παγοκύστη γεμάτη με γαλάζια γέλη που είχε ο Ντην στο μέτωπό του και πάνω από το αριστερό του φρύδι. «Δε τη πλήρωσε μόνο το μόνιτορ, μα κάναμε κι εδώ μιαν ακόμα διακοσμητική ζημιά. Λες κι όλες οι υπόλοιπες δεν μας ήταν αρκετές.»

Το σφύριγμα του Μπόμπι διπλασιάστηκε σε διάρκεια και ακούστηκε πιο έκπληκτο από το προηγούμενο. «Καλά, τώρα έγινε αυτό; Μα πώς;», έσκυψε για να δει καλύτερα ένα μικρό μα αρκετά βαθύ κόψιμο πάνω από το φρύδι του, στο κέντρο μιας ζωηρής μωβ – κόκκινης, φρέσκιας μελανιάς.

Ο Τζον κάλυψε πολύ προσεχτικά το τραύμα με την παγοκύστη και χτύπησε απαλά την άκρη της μύτης του Ντην με τον δείκτη του, κάνοντάς τον να γελάσει κοφτά. «Ναι. Απ' τη φρονιμάδα του!», αναστέναξε γελώντας και κουνώντας το κεφάλι του. «Πήγε να σηκωθεί, έπεσε, προσγειώθηκε, με το κεφάλι παρακαλώ και χτύπησε πάνω στα πέρα ροδάκια του κρεβατιού.»

Ο Μπόμπι έσκυψε για να δει από τη δικιά του πλευρά τα αντίστοιχα ροδάκια. «Και θέλει ράμματα τώρα;», το τραύμα μπορεί να ήταν μικρό μα του είχε φανεί αρκετά βαθύ.

«Κι εγώ ήμουν σίγουρος πως θέλει τουλάχιστον δύο, αλλά η Δρ. Χιού είπε πως δε χρειάζεται. Το καθάρισε κι έβαλε προσωρινά την παγοκύστη για να υποχωρήσει το πρηξιματάκι αλλά μετά θα περάσει να του το περιποιηθεί καλύτερα. Είπε πως θα φέρει κι έναν οφθαλμίατρο για παν ενδεχόμενο.», ο Τζον με το δάχτυλό του τράβηξε απαλά το βλέφαρο του Ντην προς τα κάτω, προτού ο Μπόμπι προλάβει να ρωτήσει τον λόγο του οφθαλμίατρου. «Αυτό είναι που την προβλημάτισε λίγο περισσότερο.»

«Πώς σου 'ρθε να σηκωθείς ρε αλητάκο;», ο Μπόμπι αναφώνησε παρατηρώντας τη κατακόκκινη κηλίδα στο κάτω μισό του ματιού του, η οποία έφτανε και άγγιζε μέχρι και την πράσινη ίριδά του, σχηματίζοντας μια σχεδόν τέλεια ημισέληνο. «Τι ακριβώς ήθελες να κάνεις όρθιος;», διόρθωσε αμέσως συνειδητοποιώντας πως για την πρώτη του ερώτηση δεν υπήρχε λογική απάντηση.

«Ήθελε, λέει, να πάει ως το παράθυρο για ν' ανασηκώσει τις περσίδες, επειδή, λέει, είναι σκοτεινά εδώ μέσα. Και καλά, λέω εγώ!», ο Τζον κούνησε το κεφάλι του δύσπιστα.

«Μα είναι σκοτεινά!», γκρίνιαξε ο Ντην. «Με το ζόρι βλέπω τον θείο Μπόμπι!», τράβηξε την παγοκύστη μακριά από το αριστερό του μάτι σαν να ήταν αυτή που τον εμπόδιζε να δει καθαρά.

«Εμάς πας να δουλέψεις ρε Ντην;», ο Τζον του έβαλε τη παγοκύστη στη προηγούμενη θέση της. «Πήγες να δεις πόσο ψηλά είμαστε και να ελέγξεις αν μπορείς να το σκάσεις από 'κει!»

«Και τι ανακάλυψες τελικά;», ρώτησε ο Μπόμπι ευδιάθετα τον Ντην που χαμογελούσε ντροπαλά.

«Ότι το παράθυρο έχει κάγκελα απ' έξω, ότι είμαστε πολύ ψηλά κι ότι το πάτωμα είναι…ε, είναι παγωμένο θείε Μπόμπι!», η γκρινιάρικη, βραχνή απάντηση του παιδιού έφερε ένα κύμα δυνατού γέλιου στους δύο ενήλικες κι ας ήταν τραγελαφική. Η έξυπνη, άμεση και κωμική απόκρισή του όμως, που αποδείκνυε πως ο Ντην ήταν ευτυχώς στον δρόμο προς την ανάρρωσή του, ήταν αυτή που τους χαροποίησε ιδιαιτέρως, δίνοντάς τους τη συγκεκριμένη υπερβολική αντίδραση.

«Ειδικά όταν είσαι ολοτσίτσιδος!», ο Μπόμπι γέλασε, σκουπίζοντας τα υγρά μάτια του.

«Α, ρε Ντην!», ο Τζον του έσιαξε τώρα το σεντόνι τραβώντας το λίγο πιο πάνω. «Κι εννοείται πως ξέχασε τελείως πως είναι συνδεμένος μ' ένα κάρο σωληνάκια, καλώδια και πολύμπριζα», υπερέβαλε επίτηδες, «και τα πήρε όλα παραμάζωμα κοπανώντας με τους ορούς του το μόνιτορ! Γι' αυτό και η Δρ. Χιού σ' έκλεισε τώρα στο κλουβάκι σου για να μάθεις!», κούνησε τα πλαϊνά προστατευτικά του κρεβατιού για να αποδείξει ότι δε κουνιούνταν.

«Πφφ, σιγά τα κάγκελα!», ο Ντην τίναξε τον δείκτη του χτυπώντας τα με το νύχι του υποτιμητικά, σαν να έδιωχνε κάποιο σκουπιδάκι από πάνω τους. «Κάπου εδώ βρίσκεται η ασφάλεια που τα κατεβάζει. Την είδα πριν.», βάλθηκε να ψαχουλεύει για τον μηχανισμό.

«Τον βλέπεις;», ο Τζον ρώτησε απηυδισμένα τον Μπόμπι, τινάζοντας με τον δικό του δείκτη το περίεργο χέρι του Ντην, προσπαθώντας να το απομακρύνει. «Δε μπορώ ούτε δευτερόλεπτο ν' απομακρυνθώ απ' το πλευρό του! Θα σε δέσω χειροπόδαρα με χειροπέδες Χου-Ντην-ι κι ούτε που θα μπορείς να κουνηθείς μετά!», τον γαργάλησε στη μασχάλη για να τραβήξει πίσω το χέρι του που δε σταματούσε να ψαχουλεύει. «Σάμι πες του κι εσύ κάτι!», τσίμπησε τώρα το μάγουλο του Σαμ, διακρίνοντας πως ο γιος του ήταν υπερβολικά μαγκωμένος, δεν είχε βγάλει άχνα από την ώρα που είχε μπει μέσα και με σχεδόν φοβισμένα μάτια, παρατηρούσε διαρκώς τον Ντην παράξενα σιωπηλός. «Μάλωσε λίγο τον αδερφό σου που 'ναι άτακτος ασθενής!»,

«Καλά μη νομίζεις πως και τούτο ήταν φρόνιμο αγγελούδι.», σχολίασε ο Μπόμπι. «Εσείς μπορεί με τον Ντην να καταστρέψατε τον ιατρικό εξοπλισμό του νοσοκομείου όμως εμείς έξω με τον Σάμι σας νικήσαμε! Καταστρέψαμε την ψυχολογία του ιατρικού προσωπικού του νοσοκομείου.», ο Μπόμπι κούνησε το κεφάλι του. «Απ' ό,τι κατάλαβα οι αδελφοί Γουίντσεστερς σήμερα είναι συνεννοημένοι να προκαλούν καταστροφές.»

«Τι πράγμα;»

«Αμέ, τι νόμιζες; Αλλά θα σου εξηγήσω σε λίγο γιατί τώρα δε - κρατιέμαι - άλλο!», έβγαλε το άνοράκ του και το πέταξε σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο. «Το μόνο που θέλω τόση ώρα, είναι να του κάνω μια μεγάλη αγκαλιά, απ' αυτές που δε χωνεύει!», έσκυψε πάνω από το πλαϊνό κάγκελο του κρεβατιού και κάλυψε με το σώμα του το σκεπασμένο, ξαπλωμένο παιδί, περνώντας τα χέρια του κάτω από τα πολλαπλά μαξιλάρια που το στήριζαν, γεμίζοντας τελείως την αγκαλιά του. Αισθανόταν σαν να αγκάλιαζε ένα πολύτιμο και σπάνιο, μα ραγισμένο αυγό Φαμπερζέ, μαζί με τη προστατευτική θήκη του. «Πώς είσαι Ντην μου; Πονάς αγοράκι μου;», του ψιθύρισε στο αυτί, φιλώντας τον στον τραυματισμένο του κρόταφο εξαιρετικά απαλά λες και η φωνή του ή το φιλί του θα τον έσπαγε σε χίλια κομμάτια.

«Όχι θείε, τώρα είμαι καλά.», ο Ντην μουρμούρισε εξίσου απαλά στο αυτί του Μπόμπι και τον τράβηξε πιο κοντά του με το γεμάτο ορούς χέρι του, γαντζώνοντας τα δάχτυλά του πάνω στο καρό πουκάμισό του, αποδεικνύοντάς του πως αυτή τη φορά όχι μόνο ήθελε, μα είχε πραγματική ανάγκη την επαφή του.

«Μπράβο ρε θηρίο! Τέτοια θέλω ν' ακούω!», τον έσφιξε ξανά προσεχτικά, χαρίζοντάς του μιαν αγκαλιά από εκείνες που η ενέργειά τους και μόνο σου κολλάνε ό,τι τσακισμένο έχεις. «Αν και δε σε χόρτασα και δε θέλω να σταματήσω να σε ζουλάω, φεύγω για να παίρνει σειρά ο επόμενος.», παραδέχτηκε ο Μπόμπι χαμογελώντας χαρούμενα και απρόθυμα τον άφησε και σηκώθηκε. «Έλα μικρέ! Σειρά σου!», έσπρωξε τον Σαμ κοντά στο κρεβάτι.

«Σάμι!», ο Ντην άπλωσε το χέρι του και το στρίμωξε ως τον καρπό του στα κάγκελα του κρεβατιού κουνώντας ανυπόμονα τα δάχτυλά του προσπαθώντας να τον φτάσει και να τον αγγίξει.

Ο Σαμ ξεροκατάπιε με δυσκολία και φανερά φοβισμένος του έπιασε διστακτικά τα ακροδάχτυλα.

Τόσες μέρες στο ξενοδοχείο με τον Μπόμπι, μπορεί να ήθελε όσο τίποτε άλλο να δει τον αδερφό του, μα το ψυχολογικό τραύμα του περιστατικού, οι εφιάλτες, οι κρίσεις πανικού και τα αγχωτικά επεισόδια, ενεργοποίησαν υποσυνείδητα τον αμυντικό του μηχανισμό και τον έκαναν να κλειστεί και να επικεντρωθεί μόνο στον εαυτό του για να προστατευτεί και για να μπορέσει να συνέλθει. Μπορεί να ήταν μπροστά στην επίθεση και να τα έζησε όλα από πρώτο χέρι, μα το άγουρο, παιδικό του μυαλό δεν είχε κατανοήσει και δεν είχε προβλέψει τα τελικά αποτελέσματα αυτής της επίθεσης. Ήταν τόσο φοβισμένος και αγωνιούσε διαρκώς για το αν ο πατέρας του θα τον συγχωρούσε για το ατυχές συμβάν με το όπλο στο Impala, που δεν είχε συνειδητοποιήσει την πραγματική κατάσταση του Ντην.

Λέξεις όπως: βάναυση επίθεση, κώμα, διάσειση, πολυτραυματίας, πιθανότητα μόνιμης εγκεφαλικής βλάβης, μπορεί να του ακουγόντουσαν σοβαρές μα δεν είχε αρκετές εμπειρίες για να μπορέσει έστω και να φανταστεί το τι θα συναντούσε.

«Ν-Ντι;», κατάφερε να αρθρώσει. Έμοιαζε σαν να μη πίστευε πως αυτός που άγγιζε ήταν ο αδερφός του. Με τα μάτια του να κινούνται αστραπιαία, τον σκανάριζε διαρκώς από πάνω έως κάτω, κολλώντας σε πολύ συγκεκριμένα σημεία. Στη βελόνα του ορού στον αριστερό, μελανιασμένο του πήχη που του ανασήκωνε ελάχιστα μα ανατριχιαστικά το δέρμα, στο βαμμένο κόκκινο με θολά σταγονίδια αίματος, σωληνάκι του ορού στις φλέβες του εξίσου μελανιασμένου, δεξιού του χεριού, στο σκούρο μωβ αιμάτωμα που ξεχώριζε έντονα στον κρόταφο και στο τριχωτό της κεφαλής του πάνω από το δεξί του αυτί, στο νοσοκομειακό του βραχιολάκι, στο μπλε πιεσόμετρο που ήταν περασμένο γύρω από το αριστερό του μπράτσο, στα διάφορα ηλεκτρόδια που ήταν συνδεμένα από το στήθος του στο μόνιτορ από πάνω του, στο ρινικό σωληνάκι στα ρουθούνια του, στη διάφανη παγοκύστη γεμάτη με γαλάζια γέλη που στεκόταν στραβά πάνω στο αριστερό του φρύδι.

Το βλέμμα του περιπλανιόταν σαστισμένο σε όλα τα καινούργια, άγνωστα οπτικά ερεθίσματα, όμως τελικά σκόνταψε και κλείδωσε στα μάτια του αδερφού του.

Τα άλλοτε ζωηρά, πράσινα μάτια του είχαν πλέον χάσει την γνώριμη, ζεστή, στοργική λάμψη τους και παρόλο που ο Ντην του χαμογελούσε, η χαρά του δεν ήταν αρκετή για να ζωντανέψει το βλέμμα του. Φαινόταν λυπημένος, ταλαιπωρημένος εξαντλημένος. Ο άλλοτε άτρωτος, μεγάλος αδερφός του, φαινόταν τώρα τόσο μικρός και εύθραυστος.

Ο Ντην με τη σειρά του διάβασε και αυτός στα μάτια του Σαμ, όλα του τα συναισθήματα. Την απίστευτη έκπληξή του, την βαθιά απογοήτευσή του, τη πικρή στεναχώρια που του προκαλούσε η κατάστασή του. Τον πανικό που ξεκίνησε να φουντώνει μέσα στο στήθος του και τον έκανε να επιταχύνει την αναπνοή του.

Πάγωσαν και οι δύο στον χώρο και στον χρόνο, γαντζωμένοι από τα ακροδάχτυλά τους, να διαβάζουν σιωπηλοί στα βλέμματά τους ο ένας τα εκκωφαντικά συναισθήματα του άλλου.

Πρώτος δεν άντεξε και λύγισε ο μικρός Σαμ. «Ντι…», επανέλαβε τελείως άηχα κουνώντας ανεπαίσθητα τα χείλια του, ενώ τα καστανοπράσινα μάτια του θόλωσαν από δάκρυα γεμάτα παράπονο.

Δεν χρειαζόταν περισσότερο. Στο "σπάσιμο" του Σαμ, τα μάτια του Ντην βούρκωσαν σε δευτερόλεπτα.

Άρχισαν ταυτόχρονα και οι δύο να ξαναζούν άθελά τους, τις εφιαλτικές στιγμές που πέρασαν στα χέρια του τέρατος και μακριά από την προστασία του πατέρα τους. Να νιώθουν τον κίνδυνο, τον τρόμο, τον πόνο, την απελπισία.

«Ε, καλά τώρα τι πάθατε και βραχυκυκλώσατε; Τι θα γίνει, έτσι θα κάθεστε και θα κοιτιέστε;», ο Τζον δαγκώνοντας νευρικά τα χείλια του αντιλήφθηκε την κατάσταση των γιών του και προσπάθησε να ελαφρύνει το κλίμα.

«Στο ξενοδοχείο μικρέ με τρέλανες χθες όλη μέρα και σήμερα το πρωί για τον αδερφό σου και τώρα κάθεσαι και τον κοιτάς;», ο Μπόμπι κατάλαβε και αυτός το πρόβλημα. «Πότε θα πάμε στον Ντι και πότε θα δούμε τον Ντι.», μιμήθηκε περιπαικτικά τον Σαμ κάνοντας τη φωνή του κλισέ νηπιακή.

«Κι ο Ντην το ίδιο! Πού 'ναι ο Σάμι και πότε θα 'ρθει ο Σάμι!», ο Τζον ανέλαβε αμέσως δράση για να προλάβει τα χειρότερα. «Για έλα εδώ!», βούτηξε τον Σαμ αγκαλιά και στηρίζοντάς τον από το στήθος με το ένα χέρι και κρατώντας τα μπατζάκια του με το άλλο, τον οριζοντίωσε, τον πέρασε πάνω από το κάγκελο και τον αιώρησε με προσοχή, ελάχιστα εκατοστά πάνω από τον Ντην. «Όρμα του!», διέταξε ευδιάθετα.

Η πρώτη αντίδραση του Ντην ήταν να βάλει το δεξί του χέρι προστατευτικά πάνω στον θώρακά του, όμως μόλις σιγουρεύτηκε πως ήταν ασφαλής και κατάλαβε τι προσπαθούσε να κάνει ο μπαμπάς του, χασκογέλασε αδύναμα, ξαφνιασμένος από την παράξενη και απρόσμενη θέση του αδερφού του και τον αγκάλιασε με το αριστερό του, χάνοντας αμέσως την θλίψη του καθώς και τη διάθεση για κλάματα.

Ο Σαμ όμως από την άλλη δεν είχε την ίδια αντίδραση. Γάντζωσε τα χέρια του στο μαξιλάρι, έχωσε το πρόσωπό του, το μόνο σημείο που έφτανε να ακουμπήσει πάνω στον Ντην από τον τρόπο που τον κρατούσε ο Τζον, στο κοίλωμα του λαιμού και του ώμου του και ξέσπασε σε γοερό, δυνατό κλάμα.

«Γιατί κλαις Σάμι;», τον ρώτησε ο Ντην σαστισμένος, τραβώντας και σφίγγοντάς τον πάνω του, πασχίζοντας διαρκώς να αγνοήσει τους πόνους των κινήσεών του, για να ανακαθίσει και να τον πάρει κανονική αγκαλιά, θέλοντας απεγνωσμένα να τον παρηγορήσει.

«Αγόρι μου μείνε ξαπλωμένος και μην τον τραβάς.», ο Τζον προειδοποίησε και κατέβασε ελάχιστα πιο κοντά του τον Σαμ για να μη παιδεύεται ο Ντην αλλά και για να τον μπλοκάρει και να τον κρατήσει οριζοντιωμένο. «Είναι βαρύς για να τον πάρεις αγκαλίτσα.»

«Έϊ Σάμι! Μη στεναχωριέσαι!», ο Ντην ξέπνοα τον αγκάλιασε όσο πιο πολύ του επέτρεπε η θέση που τον είχε ο Τζον. «Κοίτα με ρε χαζούλη! Είμαι μια χ-χαρά!», έχασε τελείως την αναπνοή του επιμένοντας να τον πείσει, όμως ο Σαμ συνέχιζε να κλαίει απαρηγόρητα.

«Έλα ρε αγοράκι μου, σταμάτα.», ο Τζον τον απομάκρυνε από τον Ντην και τον πήρε αποφασιστικά στην αγκαλιά του κουρνιάζοντάς τον στον κόρφο του, όταν ο Σαμ πνίγηκε από τα κλάματα και άρχισε να βήχει. «Μπόμπ τι έπαθε τώρα στα καλά καθούμενα;»

«Δεν το 'παθε τώρα φίλε μου.», ο Μπόμπι χάιδεψε στην πλάτη το αγόρι. «Του 'ρθαν όλα μαζεμένα του καημένου.», του είχε φανεί αρκετά παράξενο που ο Σαμ δεν είχε κλάψει καθόλου μετά το προηγούμενο περιστατικό. «Έχει απ' την ώρα που βγήκαμε στο σαλόνι αναμονής που κρατιέται με το ζόρι κι είναι στα όριά του και μάλλον μόλις τα ξεπέρασε και ξέσπασε. Μέχρι και με τη γιατρό μάλωσε έξω.»

«Τι έκανε λέει;», ο Τζον δε πίστευε στα αυτιά του.

«Μμμ, ναι. Την αποκάλεσε μάλιστα ανίκανη και ψεύτρα.», ο Μπόμπι χαμογέλασε στραβά. «Την κατηγόρησε ανοιχτά πως δε μας λέει την αλήθεια για την κατάσταση του Ντην, πως δεν ξέρει πώς να τον γιατρέψει και πως πρέπει να βρούμε άλλη, καλύτερη γιατρό για τον αδερφό του.», τον χάιδεψε και πάλι απαλά. «Όμως Σάμι η Δρ. Χιού πριν από λίγο δε σου 'πε πολύ υπομονετικά τι ακριβώς συμβαίνει και σου εξήγησε πως δεν πρέπει ν' ανησυχείς για τον Ντην γιατί είναι πολύ καλύτερα και δε κινδυνεύει πια;», ξεκίνησε να προσπαθεί να τον προσεγγίσει, μα σύντομα σταμάτησε, παρατηρώντας πως στο μόνιτορ του Ντην κάποιες από τις ενδείξεις αναβόσβηναν προειδοποιητικά. «Τζον, τι το 'πιασε κι αυτό τώρα; Χάλασε τελικά;», του το έδειξε με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού του.

Ο Τζον τις διάβασε στα γρήγορα και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του μια σύντομη βρισιά έσφιξε τα χείλια του, παίρνοντας ανησυχητικό ύφος.

«Έχουμε πάλι πρόβλημα;», ρώτησε ήρεμα ο Μπόμπι.

«Όχι ακόμα αλλά αν συνεχίσουμε έτσι σε λίγο σίγουρα θα 'χουμε.», απάντησε ο Τζον και η έντασή του άρχισε να αυξάνεται. «Έϊ, έϊ, έϊ! Ντην άκουσέ με! Τι σου 'πε η γιατρός πριν από λίγο;», τόνισε επίτηδες την ερώτησή του για να τον προσέξει και να τον ακούσει ο Ντην που πλέον με καρφωμένα τα μάτια του πάνω στον Σαμ, ανέπνεε γρήγορα και κοφτά σαν να είχε λαχανιάσει απότομα. «Όχι γρήγορες ρηχές ανάσες ρε αγόρι μου! Άκου Μπόμπ,», κατέβασε τον τόνο της φωνής του σα να ήθελε να τον ακούσει μόνο ο Μπόμπι. «θα χάσει τις αισθήσεις του αν δε σταματήσει ν' αναπνέει έτσι. Το ίδιο έπαθε και πριν μόλις βγήκατε έξω. Κράτα λίγο τον Σαμ, να καλέσω πάλι κάποιον!», του τον πρότεινε όμως ο Μπόμπι είχε άλλο σκοπό.

«Δε θα πάθει τίποτα! Ανάλαβε εσύ τον μικρό, αναλαμβάνω τον μεγάλο.», ο Μπόμπι μπήκε επίτηδες μπροστά στο οπτικό πεδίο του Ντην για να αποκρύψει με το σώμα του τον Τζον και τον Σαμ, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που είχε ο ανιψιός του. «Κλείσε τα μάτια σου Ντην και χαλάρωσε.», τον συμβούλεψε χαμογελαστά, πιάνοντάς του το χέρι. «Μην ανησυχείς για τον Σάμι, τον προσέχει τώρα ο μπαμπάς σου. Είναι ασφαλής! Κι εσύ είσαι ασφαλής! Κλείσε για λίγο τα μάτια σου!», επέμεινε πιο έντονα, σφίγγοντας και τραβώντας του το χέρι για να του τραβήξει το ενδιαφέρον. «Τώρα, προσπάθησε να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Το ξέρω πως πονάει πολύ παλικαράκι μου, μα όσο πιο βαθιά και αργή ανάσα μπορείς τόσο το καλύτερο…»

«Σάμι;», ο Τζον ακούγοντας την σωστή προσέγγιση του Μπόμπι για να χαλαρώσει τον Ντην που κόντευε να πάθει υπεροξυγόνωση, ανέλαβε να ηρεμίσει στα γρήγορα τον μικρό του γιο στην αγκαλιά του. «Σάμι, σταμάτα αγοράκι μου να στεναχωριέσαι, γιατί στεναχωρείς και τον Ντην κι αν δε σταματήσετε και οι δύο σύντομα, θα 'ρθει πάλι η Δρ. Χιού και θα μας πετάξει όλους σηκωτούς έξω απ' το νοσοκομείο της στα σίγουρα αυτή τη φορά.», γέλασε αμήχανα και κοφτά, κουνώντας και χαϊδεύοντας τον γιο του, όμως ο Σαμ που είχε κρύψει και πάλι το πρόσωπό του μέσα στο λαιμό του Τζον όπως πριν με τον Μπόμπι, έκλαιγε απαρηγόρητα.

«…Εισπνοή, τρία, τέσσερα, πέντε. Εκπνοή, έτσι Ντην, τέσσερα, πέντε. Εισπνοή, τρία…», η φωνή του Μπόμπι ήταν καθοριστική, μα ταυτοχρόνως και στοργική κάνοντας τον Τζον να ανακουφιστεί που ήταν μαζί του εκείνη τη δύσκολη στιγμή. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο μόνιτορ και έπειτα βάλθηκε να παρατηρεί τον μεγάλο του γιο που με σφιχτά κλειστά μάτια πάσχιζε να ακολουθήσει τον ρυθμό του Μπόμπι και να ηρεμίσει την αναπνοή του. Όμως ένας έντονος παραπονιάρικος λυγμός που ξέφυγε από τα χείλια του Σαμ και τον τάραξε σύγκορμο έσπασε την αυτοσυγκέντρωση του Ντην κάνοντάς τον να ανοίξει τα μάτια του. «Σ-Σαμ;», κατάφερε να αρθρώσει σφίγγοντας με το χέρι του τον θώρακά του για να μπορέσει να ανασηκωθεί, σταματώντας να κάνει τις ασκήσεις.

«Συγκεντρώσου Ντην και μη σηκώνεσαι. Είπαμε, ο μπαμπάς σου προσέχει τον Σαμ. Έλα πάμε! Αργά, εισπνοή, ένα, δύο….», ο Μπόμπι με μια κίνηση έκανε νόημα στον Τζον να απομακρυνθεί και εκείνος άμεσα γύρισε την πλάτη του στον Ντην για να μην μπορεί να τους δει, πηγαίνοντας τον Σαμ προς την πόρτα για να μην ακούγονται τα κλάματά του.

Στην μικρή τους όμως διαδρομή, ένιωσε τον γιο του να τσιτώνεται στα χέρια του. «Όχι πάλι!», γκρίνιαξε πανικόβλητα το επτάχρονο προσπαθώντας να κατέβει. «Δ-δε θ-θέλω να φ-φύγω!», ήταν σίγουρος πως ο μπαμπάς του θα τον έβγαζε από το δωμάτιο και θα τον έπαιρνε μακριά από τον αδερφό του. «Θα σταματήσω να κ-κλαίω μπαμπάκα! Συγνώμη! Μη με βγάζεις πάλι έξω, θα σταματ-τήσω!», τα κλάματά του αντιθέτως έγιναν ακόμα πιο έντονα.

«Σάμι…», ο Τζον ξεκίνησε, μα το παιδί τον διέκοψε παλεύοντας να κατέβει.

«Σε παρακαλώ μη με βγάλεις έξω! Εί-είπες πως δ-δε θα με διώξεις!»

«Σάμιουελ άκουσέ με πολύ προσεχτικά γιατί θα το πω μόνο μια φορά!», ο Τζον τον έσφιξε επίτηδες και απότομα δυνατά για να του κόψει τις απόπειρες διαφυγής και του ψιθύρισε και πάλι στο αυτί σοβαρεύοντας κατά πολύ τον τόνο του. «Κανείς δε θα σε διώξει και κανείς δε θα φύγει μακριά απ' τον Ντην! Ούτε εγώ, ούτε ο Μπόμπ, ούτε κι εσύ! Μας χρειάζεται!», περίμενε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου μέχρι το αγόρι να μπορέσει να προσαρμόσει την ξέπνοη ανάσα του από το ζούληγμα. «Δεν θ' αφήσουμε τον Ντην μόνο του, ειδικά τώρα που μας έχει ανάγκη! Ο αδερφός σου πονάει και φοβάται και το μόνο που θέλει από 'μας είναι η συμπαράστασή μας, οπότε σύνελθε και κόψε τη γκρίνια μαχαίρι! Το 'πιασες;», τον μάλωσε αυστηρά, σταματώντας όμως να τον πιέζει ασφυκτικά μόλις το παιδί βόγκηξε από τη δυσφορία.

«Μάλιστα κύριε.», ο Σαμ απάντησε δειλά μα σταμάτησε να βουρκώνει.

Η απόκριση του γιου του, τον έκανε να μαλακώσει κατά πολύ τη συμπεριφορά του. «Σάμι το ξέρω ρε αγοράκι μου πως συγχύστηκες απ' την κατάστασή του και πως κλαίς γιατί φοβάσαι, μα σου λέμε όλοι πως ο Ντην δε κινδυνεύει πια.», αναστενάζοντας του ψιθύρισε και πάλι στο αυτί, καταλαβαίνοντας πλήρως την αντίδρασή του καθώς και ο ίδιος ήθελε να ξεσπάσει σε ανάλογης έντασης κλάματα όταν πρωτοείδε τον Ντην προτού συνέλθει από το κώμα του. «Μπόμπ;», ρώτησε απλά τον Μπόμπι για να επιβεβαιωθεί.

«Εισπνοή, τα πάμε πολύ καλά, τέσσερα, πέντε.», απάντησε ο Μπόμπι διατηρώντας τον ρυθμό των ασκήσεων, καταλαβαίνοντας την ερώτηση του φίλου του. «Εκπνοή, τρία, τέσσερα, πέντε…»

«Άκου τι λέει ο θείος Μπόμπι, Σάμι.», ο Τζον του σκούπισε τα δακρυσμένα μάγουλα με την παλάμη του. «Ο Ντην τα πάει καλά.», τον φίλησε απαλά στο μέτωπο και το αγόρι αντέδρασε θετικά. «Άκου τι λέει ο θείος κι έλα να το κάνουμε κι εμείς. Εισπνοή, τρία, τέσσερα, πέντε. Εκπνοή, έτσι Σαμ, τέσσερα, πέντε.», συντονίστηκε στη φωνή του Μπόμπι, ψιθυρίζοντας κι αυτός το ίδιο μάντρα ταυτόχρονα στον Σαμ, ακολουθώντας τον κατευναστικό ρυθμό, συνεχίζοντας να κουνά τον γιο του σαν να ήταν μωρό. Ηρεμώντας και ο ίδιος.

«Θείε είμαι 'ντάξει τώρα.», άκουσε τον Ντην να λέει αδύναμα μα καθαρά, ύστερα από μερικές ακόμα επαναλήψεις.

Χωρίς να ρωτήσει τον Σαμ μα καταλαβαίνοντας πως και ο μικρός του γιος είχε ηρεμίσει γιατί δεν έκλαιγε πια και είχε αφεθεί πλήρως στα χέρια του σα ζυμάρι, πλησίασε άφοβα και πάλι το κρεβάτι. «Τι λέει μάγκα μου;», κάθισε τον Σαμ πάνω στο κάγκελο του κρεβατιού συνεχίζοντας να τον στηρίζει με το σώμα του.

Ο Ντην σήκωσε τον αντίχειρά του για να αποδείξει πως ήταν καλά, χαμογελώντας αποκαμωμένα.

«Σάμι εσύ είσαι καλύτερα; Τι θα γίνει τώρα; Θα μπορέσετε να χαιρετηθείτε σαν κανονικά αδέρφια ή θα 'χουμε πάλι τα ίδια;», αναστέναξε και έσπρωξε μαλακά τον Σαμ με το στήθος του για να τον ξεκολλήσει από πάνω του και να τον δει. Τα μάτια του γιου του αν και κλαμένα είχαν χάσει πια την άσχημη απελπισία και ήταν ήμερα.

«Μπαμπά φέρ' τον μου επιτέλους εδώ τον κλαψιάρη!», βόγκηξε ο Ντην λες και ζητούσε κάποιο παιχνίδι που τόση ώρα αρνούνταν να του δώσουν και τραβώντας το κάγκελο, σύρθηκε με κόπο μερικά εκατοστά προς την άκρη του κρεβατιού του, αφήνοντας χώρο για τον αδερφό του. «Σάμι έλα, πήδα μέσα!», χτύπησε ανυπόμονα το άδειο μέρος πολλαπλές φορές σαν να προσέλκυε κουτάβι.

«Κι εσύ έκλαψες! Σε είδα!», ο Σαμ μούτρωσε περιπαιχτικά, πέταξε τα παπούτσια του και πέρασε πάνω από το κάγκελο με τη βοήθεια και στενή επίβλεψη του μπαμπά του για να ξαπλώσει δίπλα στον Ντην και να τον αγκαλιάσει.

«Απαλά Σάμι. Απαλά!», προειδοποίησε ευγενικά ο Μπόμπι απολαμβάνοντας την όμορφη εικόνα.

Ο Τζον πήγε προς το περβάζι του παραθύρου δίπλα από το κρεβάτι του Ντην και κάθισε, τεντώνοντας και σκαλώνοντας τα πόδια του πάνω στις σωληνώσεις του καλοριφέρ. «Έλα να κάτσουμε ρε Μπόμπ.», αναστέναξε με ανακούφιση μόλις βρήκε την κατάλληλη βολική στάση. «Άσ' τους να τα πούνε κι έλα να προλάβουμε να ξεκουραστούμε λιγουλάκι τώρα που 'ναι όλο γλύκες. Συνεχίζουμε μόλις αρχίσουν να μαλώνουν.»

Ο Μπόμπι χάιδεψε το κεφαλάκι του Σαμ που συνέχιζε να τρίβεται σα γατάκι πάνω στο μπράτσο του αδερφού του, έσιαξε την παγοκύστη του τρισευτυχισμένου Ντην που χαμογελούσε γαλήνια και απρόθυμα απομακρύνθηκε.

«Μπόμπ Σίνγκερ.», ξεκίνησε τραγουδιστά ο Τζον, «Ιδιοκτήτης μάντρας αυτοκινήτων. Κυνηγός. Δάσκαλος του Ζεν.», τον χτύπησε φιλικά στη πλάτη με το ελεύθερο χέρι του. «Πού τις έμαθες εσύ αυτές τις τεχνικές; Στη μάντρα στο Σιού Φόλς;»

«Στον ελεύθερο χρόνο μου βλέπω πολύ εκπαιδευτική τηλεόραση.», γέλασε ο Μπόμπι κι έκατσε κι αυτός στο περβάζι δίπλα στον Τζον, πατώντας πάνω στην καρέκλα, τεντώνοντας τη πονεμένη του πλάτη στο κρύο τζάμι.

«Δε ξέρω πώς το 'κανες, πάντως ευτυχώς που μπόρεσες και τον χαλάρωσες. Αν ερχόταν πάλι η γιατρός, σίγουρα αυτή τη φορά θα του 'κανε ηρεμιστική και δεν θα προλαβαίνατε να τον δείτε και να σας δει ξύπνιος.»

«Ευτυχώς που δε πανικοβλήθηκε να λες κι είναι κι υπάκουος. Έκανε ό,τι του 'λεγα.»

«Πρέπει να μου το μάθεις οπωσδήποτε αυτό το κόλπο με τις αναπνοές. Όχι μόνο για τον Ντην αλλά και για 'μένα.»

Ο Μπόμπι παρατήρησε τον Τζον λίγο πιο προσεχτικά, σχεδόν σαν να τον εξέταζε. «Αλήθεια, εσύ πώς είσαι μικρέ;», συνειδητοποίησε πως από την ώρα που είχαν έρθει δεν τον είχε ρωτήσει για την κατάστασή του. «Τι λέει το ποδάρι; Ο λαιμός;», έδειξε τις μελανιές στο λαιμό του.

Ο Τζον έτριψε τα μάτια του με το πίσω μέρος της παλάμης του. «Περνάνε μωρέ.», παραδέχτηκε και ξεροκατάπιε με δυσκολία. Και μόνο στην ανάμνηση του παραλίγο στραγγαλισμού του από τον μεταμορφικό, ένιωθε τον λαιμό του να κολλάει και να κλείνει.

«Έφαγες τίποτα; Κοιμήθηκες καθόλου από χθες τα ξημερώματα που 'ρθες στο ξενοδοχείο ή στο αίμα σου πλέον κυλάει καθαρή καφεΐνη;»

«Μάλιστα μητέρα!», απάντησε ο Τζον παριστάνοντας τον ενοχλημένο, απολαμβάνοντας ωστόσο το ενδιαφέρον του φίλου του. Το ιατρικό προσωπικό μπορεί να του έλεγε ή να του πρότεινε τι να κάνει, μα κανείς εκτός από τον Μπόμπι δεν τον είχε ρωτήσει αν αισθανόταν ή αν ήταν καλά. «Κι έφαγα και κοιμήθηκα.»

Ο Μπόμπι γέλασε κοφτά και δύσπιστα. «Συνεχόμενα;»

Ο Τζον φυσικά και δε θα του έλεγε για το ότι δε μπορούσε να κλείσει μάτι ενώ ήταν ψόφιος στην κούραση. Ούτε και για το ότι δοκίμασε να κοιμηθεί στο κρεβάτι συνοδών, μα κάθε φορά που πήγαινε να τον πάρει ύπνος, πεταγόταν τρομαγμένος γιατί έβλεπε το τέρας να τον στραγγαλίζει και συγχρόνως να αλλάζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του καθώς αντέγραφε την μορφή του. Το ότι έβλεπε τον τραυματισμένο Ντην να αργοσβήνει στις πίσω θέσεις του Impala και τον πανικόβλητο με τα βουρκωμένα μάτια Σαμ, να προσπαθεί να προστατέψει τον αδερφό του και να τον σημαδεύει στο κεφάλι με το γεμάτο, οπλισμένο περίστροφό του, κατηγορώντας τον πως είχε κάνει κακό στον πρωτότοκό του γιο. Δε θα του έλεγε πως έμεινε ξύπνιος, καθισμένος δίπλα στον Ντην, πασχίζοντας να διακρίνει στις σκιές του δωματίου το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει αργά και αθόρυβα. Κρατώντας συχνά πυκνά τη δικιά του αναπνοή για να ακούσει τις αδύναμες, ρηχές ανάσες του. Μετρώντας με τύψεις τα αχνά βογγητά του, μόλις το παιδί δοκίμαζε ασυναίσθητα να κουνηθεί ελάχιστα στον ύπνο του και πονούσε. Βάζοντάς τα με τον εαυτό του για τα δύο δεκάλεπτα που δεν άντεξε και αποκοιμήθηκε ακουμπώντας το μέτωπό του στο γεμάτο ορούς χέρι του Ντην. Ανυπομονώντας διαρκώς να ξημερώσει για να τον δει να ανοίγει και πάλι τα μάτια του.

«Μπα μωρέ, σπαστά.», είπε απλά και πέρασε το χέρι του μέσα από τα αχτένιστα μαλλιά του.

«Γιατί; Είχε ανήσυχη νύχτα;»

«Όχι καθόλου. Του 'κανε η γιατρός μια παυσίπονη ηρεμιστική χθες το βράδυ κατά τις 9 και τον πήρε σχεδόν μονορούφι μέχρι σήμερα το πρωί στις 9. Μόνο κατά τις 03.30 άρχισε να βογκάει και να μουρμουρίζει στον ύπνο του, μάλλον από κάποιον εφιάλτη ή μπορεί και να πονούσε, αλλά σταμάτησε από μόνος του χωρίς να ξυπνήσει.»

«Πονάει;», ο Μπόμπι ψιθύρισε την ερώτησή του, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα αγόρια που συζητούσαν χαμηλόφωνα. Ο Σαμ ξαπλωμένος ανάσκελα φαινόταν να ενδιαφέρεται για τους ορούς του Ντην γιατί τους κοιτούσε ανάποδα έτσι όπως ήταν κρεμασμένοι στο στατώ και τον ρωτούσε διαρκώς δείχνοντάς τους του.

«Άσε Σάμι, δε ξέρει ο Ντην! Θα σου πω εγώ το γιατί!», απάντησε ο Τζον ακούγοντας την ερώτηση του Σαμ. «Εκείνο που δείχνεις του το 'βαλαν γιατί δεν τρώει τα μπρόκολα και τα πορτοκάλια αλλά μόνο γαριδάκια και σοκολάτες και γιατί δε πίνει ποτέ του νερό αλλά μόνο αναψυκτικά!»

«Κι αυτό μπαμπάκα;», ο Σαμ βιάστηκε να ρωτήσει για το επόμενο σακουλάκι.

«Γιατί βλέπει πολύ Scooby Doo και η γιατρός βρήκε στη μαγνητική του, ασυνήθιστα μεγάλη ποσότητα τηλεοπτικών βακτηρίων μέσα στον εγκέφαλό του.»

«Ρε μπαμπά!», γκρίνιαξε ο Ντην βραχνά. «Σαμ σε δουλεύει!»

«Κι εκείνο το μικρούλι;», ο Σαμ διέγραψε στον αέρα την πορεία από το κρεμασμένο σακουλάκι, ακολουθώντας το σωληνάκι με τον δείκτη του, αγγίζοντάς το απαλά στο σημείο που μπορούσε να το φτάσει, γλιστρώντας πάνω του μέχρι τον επίδεσμο στον πήχη του Ντην όπου και χανόταν.

«Α, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Είναι ειδική φόρμουλα για να μη βγάλει μυτερά αυτιά και κεραίες απ' τις παρενέργειες των άλλων ορών.», είπε ο Τζον με φανερά ψεύτικη σοβαρότητα και τα αγόρια άρχισαν να χασκογελάνε και να πειράζονται. «Συνέχεια.», αναστέναξε απαντώντας τώρα στην ερώτηση του Μπόμπι. «Του δίνουν παυσίπονα για να τον ανακουφίσουν αλλά κακά τα ψέματα, πονάει συνέχεια. Όταν πάει να κουνηθεί, να μιλήσει, να γελάσει, να κλάψει, με κάθε του αναπνοή.», ο τόνος του πίκρανε πολύ γρήγορα. «Το πρωί με ρώτησε αν υπάρχει περίπτωση να πονάει έτσι για πάντα.», γέλασε κοφτά και απογοητευμένα. «Γι' αυτό προφανώς σηκώθηκε πριν. Όχι για να το σκάσει. Σίγουρα ήθελε να διαπιστώσει αν μπορεί να σταθεί στα πόδια του.», έκανε μια ανυπόμονη παύση και μόλις ο Σαμ άρχισε να μιλάει δυνατά και να περιγράφει με ενθουσιασμό στον Ντην το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ξέσπασε ψιθυρίζοντας μέσα από σφιγμένα δόντια. «Είχα έναν υγιέστατο, δυνατό γιο και χωρίς ν' αρρωστήσει ή να κάνει από μόνος του κάτι απερίσκεπτο, μέσα σε μία βραδιά, σε μια ριμάδα βραδιά ρε Μπόμπ, το μπάσταρδο το φρικιό μου τον σακάτεψε!»

«Το ξέρω φίλε μου. Ηρέμισε.», ο Μπόμπι του 'σφιξε τον ώμο για να τον χαλαρώσει αλλά και για να τον αποτρέψει. Μπορεί να καταλάβαινε απολύτως την αγανάκτησή του όμως δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε και το μέρος για να λυγίσει. «Ο Ντην είναι ζωντανός και θα γίνει καλά! Αυτό να σκέφτεσαι γιατί αυτό έχει σημασία!»

Ο Τζον ξεφύσησε αθόρυβα. «Ξέρεις όμως ποιά ήταν η πραγματική αιτία που ο Ντην κόντεψε να πεθάνει;», ρώτησε μιλώντας εξαιρετικά σιγανά και με στραμμένο το στόμα του επίτηδες προς το παράθυρο. «Όχι απ' το ξύλο του μπάσταρδου αλλά επειδή μετά του 'δωσε παυσίπονα.»

«Τι πράγμα;»

«Ναι το καθίκι! Πρώτα του 'σπασε το κεφάλι και τα πλευρά κι έπειτα, δεν ξέρω το πώς και το γιατί, μα πρέπει να τον λυπήθηκε, γιατί στις εξετάσεις αίματος που του 'καναν, βρήκαν την ουσία που χειροτέρεψε κατά πολύ τ' αποτελέσματα της διάσεισής του.»

Ο Μπόμπι το συλλογίστηκε για λίγο απορημένος. «Ωχ, μη μου πεις.», έβγαλε πολύ γρήγορα συμπέρασμα. «Τα παυσίπονα του Κέϊλεμπ να φανταστώ;»

«Ακριβώς ρε Μπόμπ! Τ' αναθεματισμένα τα ισχυρά παυσίπονα που μου 'δωσε ο Κέϊλεμπ τον προηγούμενο μήνα για να μπορώ να κοιμάμαι! Πήγε και τα 'δωσε σε τραυματισμένο εντεκάχρονο παιδάκι ο αλήτης!», ο Τζον έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ντην που έδειχνε στον Σαμ από πού έρχεται το οξυγόνο του και καταλήγει στο ρινικό του σωληνάκι. «Αν δεν τα 'χα στο φαρμακείο μου, δε θα του τα 'δινε κι ο Ντην δε θα 'πεφτε σε κώμα.»

«Τζον,», ο Μπόμπι δίστασε. «μη την πεις αυτή τη λεπτομέρεια στον Κέϊλεμπ. Το ξέρεις το πόσο τον λατρεύει και θα το πάρει κατάκαρδα άμα μάθει πως κινδύνεψε εξαιτίας του.»

«Εννοείται ρε πως δε θα του το πω. Δε μου φταίει σε τίποτα ο Κέϊλεμπ. Πού να το φανταζόταν;»

«Λες όμως απ' την άλλη, τα παυσίπονα του Κέϊλεμπ να βοήθησαν τον Ντην ν' αντέξει;»

«Τι εννοείς;»

Ο Μπόμπι χάζεψε για λίγο τον Ντην που χαμογελαστά άκουγε με αναπόσπαστη προσοχή αυτά που του έλεγε ο Σαμ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή όλος ο κόσμος του Ντην ήταν ο μικρός του αδερφός. Οι πόνοι, οι στεναχώριες και τα άγχη του είχαν εξαφανιστεί και το μόνο που ήθελε ήταν να βλέπει και να ακούει τον Σαμ. «Είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος πως ο Ντην έτσι κι αλλιώς θα 'κανε τα πάντα για να προστατέψει με αυτοθυσία τον Σάμι,», έκανε μια μικρή παύση καθώς μέσα του τα ίδια του τα λόγια κλώτσησαν άσχημα. Μπορεί να ήταν γενναίο, μα ήταν ταυτοχρόνως και άδικο για τον Ντην να προτιμάει την αυτοθυσία παρά να αφήσει τον αδερφό του να πάθει κακό. «αλλά νομίζω πως τα παυσίπονα μάλλον του 'δωσαν έξτρα ενέργεια, του μούδιασαν τους πόνους και δυστυχώς του θόλωσαν τελείως και την κρίση.», κατέληξε λυπημένα.

«Θεέ μου Μπόμπ.», ο Τζον συνειδητοποίησε κάτι που δε το είχε καν συλλογιστεί και αυτό που έκανε τον Μπόμπι να λυπηθεί. «Δηλαδή αν δεν ερχόταν ο Ρούφους και δεν τον σταματούσε εγκαίρως, το τέρας όντως θα σκότωνε τον Ντην στο ξύλο με τη ζώνη του μπροστά στον Σαμ, αργά και βασανιστικά, γιατί πολύ απλά δε μπορούσε ν' αντιδράσει πια φυσιολογικά.», η καρδιά του πόνεσε και μόνο στη τραγική σκέψη του τι μπορούσε να είχε συμβεί.

«Μμμ, δυστυχώς ναι. Ο Ντην, λίγο απ' τη διάσειση, λίγο απ' τα παυσίπονα και πολύ απ' την έμφυτη προστατευτικότητά του δε μπορούσε να σκεφτεί πια λογικά και έτσι δε θα 'κανε ποτέ καμία απόπειρα να προστατευτεί.»

«Ούτε καν από καθαρό ένστικτο.», ο Τζον αναστέναξε.

«Δε πειράζει Τζον.», ο Μπόμπι προσπάθησε να αλλάξει θέμα. «Όλα για κάποιο λόγο γίνονται.»

«Αυτό ακριβώς δε μπορώ να καταλάβω ρε Μπόμπ.», ο Τζον δάγκωσε νευρικά τα χείλια του. «Σπάω το κεφάλι μου απ' την ώρα που ο Ντην συνήλθε απ' το κώμα κι έχω μυαλό για κάψιμο, για ποιό λόγο, απ' τη στιγμή που το τέρας τον χτύπησε τόσο άσχημα, μετά απέκτησε τύψεις και προσπάθησε να τον ανακουφίσει; Φυσικά και δεν ήξερε πως τα παυσίπονα θα του προκαλούσαν σοβαρές παρενέργειες, όπως δε το 'ξερα κι εγώ, μα ήξερε καλά απ' τις αναμνήσεις μου, πως τα συγκεκριμένα χάπια θα του ανακούφιζαν τους πόνους κατά πολύ. Γιατί να θέλει να τον βοηθήσει;»

«Η αλήθεια είναι οτι ο μεταμορφικός πάσχιζε να με πείσει πως δεν αντιλήφθηκε οτι το σπρώξιμο πάνω στον τοίχο, που προκάλεσε τη διάσειση κι οι γροθιές, που του 'σπασαν τα πλευρά, του 'καναν τόση σοβαρή ζημιά κι αν θυμάσαι μετά που κρατούσε όμηρο τον Σαμ, φάνηκε πως το εννοούσε αυτό που μας είπε κι όντως δεν ήθελε να του κάνει κακό.», ο Μπόμπι έξυσε νευρικά τα γένια του καθώς και μόνο στη σκέψη του μεταμορφικού, αισθανόταν το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. «Κι όταν τον ρώτησα γιατί τον έδειρε τόσο πολύ με ζώνη του, μου επέμενε πως ήθελε απλά να τον συνετίσει και να τον φοβερίσει, αλλά η κατάσταση του ξέφυγε.»

«Είπε πως πήρε τη μορφή της Μαίρης για να τον υποδεχτεί και να τον μεγαλώσει σα δικό του παιδί μέχρι ο Ντην να μπορέσει να ζητήσει απ' τον ίδιο τον Θεό να τον θεραπεύσει.»

«Τζον…»

Ο Τζον όμως συνέχισε σαν να μην είχε ακούσει λέξη. Σαν να ήταν ολομόναχος μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Λες και δε βρισκόταν καν εκεί. «Διάβασε τις μνήμες μου και είπε πως ούτε που θυμάμαι γιατί δεν τις θυμάμαι. Ο Παράδεισος και η Κόλαση θέλουν τα παιδιά σου Τζον Γουίντσεστερ…θα βοηθήσουν στο έργο του ίδιου του Θεού…είναι τα δοχεία

«Τζον, τι θέλεις και τα σκέφτεσαι αυτά;», ο Μπόμπι δοκίμασε να διακόψει τον λογισμό του Τζον. «Όπως το 'πες κι εσύ, ήταν ένα ανώμαλο, φρικιό κι ευτυχώς που το βγάλαμε απ' τη μίζερη ύπαρξή του προτού κάνει περισσότερο κακό.»

«Δε ξέρω ρε Μπόμπ.», αναστέναξε ο Τζον βγαίνοντας από τις κουρασμένες σκέψεις του. «Όλα τόσο τυχαία ήταν πια;»

«Έξυπνο!», ο Σαμ αναφώνησε χαρούμενος τραβώντας την προσοχή των ενηλίκων, βλέποντας κάτι που του έδειχνε ο Ντην μέσα στο ανασηκωμένο σεντόνι του. «Κι έτσι δε χρειάζεται να σηκώνεσαι συνέχεια για τουαλέτα και δε θ' ανησυχείς μη βρέξεις το κρεβάτι σου!»

«Μήπως να παίρναμε ένα και για 'σένα Σάμι που τους τα κάναμε μούσκεμα πίσω στο ξενοδοχείο δυο συνεχόμενες βραδιές;», ο Μπόμπι ρώτησε διστακτικά τον Σαμ έτοιμος να μαζέψει αμέσως το πείραγμά του σε περίπτωση που το εφτάχρονο φαινόταν να θίγεται.

«Θείε, λες να γίνεται;», ο Σαμ αντέδρασε τελικά με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. «Να τους ρωτήσουμε! Αλλά… πού ακριβώς πάει;», ρώτησε με απορία, σηκώθηκε όρθιος πάνω στο στρώμα και έσκυψε πάνω στα κάγκελα για να δει.

«Είχατε "ατυχήματα";», ο Τζον ρώτησε σιγανά τον Μπόμπι, αφήνοντας τον Ντην να αναλάβει την εξήγηση. «Καιρό έχει να το κάνει.»

«Τ' "ατυχήματα" ήταν το λιγότερο δεινό.», αναστέναξε ο Μπόμπι. «Αλλά μιας και το 'παμε, να θυμηθώ όταν θα φύγουμε απ' το ξενοδοχείο ν' αφήσω κάτι έξτρα στη Ροζίτα, την υπέροχη καθαρίστρια που ερχόταν βραδιάτικα να μας αλλάξει σεντόνια, πάντα χαμογελαστή κι όλο ευγένεια.», άλλαξε γρήγορα κουβέντα βλέποντας τον Τζον να αρχίζει και πάλι να εκνευρίζεται, αλλά τώρα με τον ψυχολογικό τραυματισμό του μικρού του γιου.

«Καλά, δεν έκανες ακόμα τσεκ άουτ απ' το ξενοδοχείο;», ο Τζον ρώτησε μπερδεμένος, χάνοντας απότομα τον εκνευρισμό του. «Αφού χθες που σε ξαναπήρα σου 'πα πως σήμερα μπορείτε να φύγετε με τον Σαμ. Μήπως το ξέχασα και δε σ' το 'πα;»,

«Όχι μου το 'πες, απλά εγώ χρέωσα κι αυτή τη μέρα για παν ενδεχόμενο. Σκέφτηκα, μήπως θες να πεταχτείς για κάνα ντουσάκι ή ακόμα και κανένα ήσυχο υπνάκο και να μείνω εγώ εδώ με τα παιδιά. Μετά κάθεσαι εσύ μαζί τους, κάνω τσεκ άουτ στο ξενοδοχείο και πετάγομαι ως το μοτέλ στο Γκράντ Φόρκς για να πάρω τ' αγροτικό μου απ' το πάρκινγκ τους. Τέλος έρχομαι πάλι εδώ, παίρνω τον μικρό και φεύγουμε για το Σιού Φόλς.»

«Α, ρε Μπόμπ! Το ξέχασα τελείως ότι τ' αγροτικό σου είναι ακόμα στο μοτέλ. Είχα σκοπό να σε πήγαινα εγώ στο Γκράντ Φόρκς για να το πάρουμε, μα όπως είδες δεν ξέρω αν μπορώ να εμπιστευτώ τον Ντην μόνο του. Απ' έξω ήμουν και τσακίστηκε. Θα πρέπει στ' αλήθεια να τον δέσω με χειροπέδες.», γέλασε κουρασμένα και συμπλήρωσε διστακτικά. «Εκτός αν αφήσουμε για μερικές ώρες τον Σαμ ως συνοδό.», ζάρωσε τη γέφυρα της μύτης του ακόμα και στη σκέψη. Μπορεί να είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Ντην και να άφηνε στην πλήρη επίβλεψή του τον Σαμ από τότε που τα αγόρια ήταν 6 ο μεγάλος και 2 ο μικρός, μα η αντίθετη περίπτωση για κάποιο λόγο δε του στεκόταν καθόλου καλά.

«Μη το σκέφτεσαι. Έχω ήδη κανονίσει με τον πατέρα της ρεσεψιονίστ που μένει εκεί. Θα με πετάξει όμως αργά, κατά τις 8 τ' απόγευμα, οπότε και λογικά θα είμαι πίσω γύρω στις 10 με 10.30»

«Αυτό μας βολεύει αφάνταστα γιατί δεν έχω πει ακόμα στον Ντην πως σήμερα θα φύγετε μόνο εσύ κι ο Σάμι για το σπίτι σου.», είπε με σιγανή φωνή, προσέχοντας να μην τον ακούσει ο Ντην, που εκείνη την ώρα ζητούσε από τον Σαμ να του δείξει το χέρι όπου τον είχε χαρακώσει ο μεταμορφικός. «Νομίζει πως όταν φύγουμε, θα φύγουμε όλοι μαζί.»

«Κι ο Σαμ το ίδιο νομίζει. Δε μάζεψα καν τα πράγματά μας για να μείνει ανυποψίαστος.», είπε στους ίδιους τόνους και ο Μπόμπι μόλις σιγουρεύτηκε πως ο Σαμ, που τώρα επέμενε και προσπαθούσε να πείσει τον Ντην πως το χέρι του ήταν μια χαρά και πως δεν τον ενοχλούσε καθόλου, δεν τον άκουγε.

«Ας ελπίσουμε πως θα καταφέρουμε να τους κοιμίσουμε για να μην πάρουν χαμπάρι. Τουλάχιστον τον Ντην. Δεν αντέχω άλλα κλάματα απόψε.»

«Αλήθεια Τζον, ξέρεις καθόλου πόσες μέρες θα κάτσετε εδώ;»

«Η γιατρός είπε πως θέλει να τον κρατήσει σίγουρα ακόμα τρεις, για παρακολούθηση και περαιτέρω εξετάσεις. Υπάρχουν κάποιοι δείκτες του που δεν την αφήνουν ευχαριστημένη.», ο Τζον απάντησε τόσο σιγανά που ο Μπόμπι χρειάστηκε αρκετές φορές να συνδυάσει τα ελάχιστα που άκουγε με τις κινήσεις των χειλιών του για να μπορέσει να βγάλει νόημα. «Όπως βλέπεις κι εσύ είναι ακόμα πολύ αδύναμος. Προσωπικά πιστεύω πως θα τη φάμε όλη τη βδομάδα εδώ και μπορεί και κάποιες μέρες απ' την επόμενη.», η τελευταία του πρότασή του βγήκε χωρίς καθόλου ήχο.

«Δε πειράζει Τζον.», ο Μπόμπι αναστέναξε. «Ας πάρει όσο χρόνο χρειαστεί τ' αγόρι σου για να γίνει καλά και να μην έχει προβλήματα.»

«Το τωρινό πρόβλημά του όμως είναι ακριβώς αυτό.», ο Τζον τώρα ψιθύρισε. «Απ' την ώρα που συνήλθε δεν έχει άλλη έγνοια παρά μόνο για το πότε θα φύγουμε.»

«Πιστεύω θα το πάρει απόφαση. Είναι λογικό παιδί και πολύ προσαρμοστικό, θα καταλάβει από μόνος του πως όλα γίνονται για το καλό του και θα ηρεμίσει. Θα του μιλήσω κι εγώ.»

«Ναι, προσπάθησέ το κι εσύ. Εσένα σ' ακούει Μπόμπ.», ο Τζον παραδέχτηκε χαμηλώνοντας το βλέμμα του. Άλλοτε θα εκνευριζόταν με αυτή του την παραδοχή γιατί κάποιες φορές αισθανόταν πως ο Ντην όντως άκουγε τον Μπόμπι, ενώ τον ίδιο απλά τον υπάκουγε. Τα λόγια και τις συμβουλές του Μπόμπι, τις συλλογιζόταν, τις εξέταζε, τολμούσε να τις αναλύσει διεξοδικά προτού αποφασίσει από μόνος του αν ήταν σωστές και λογικές, σε αντίθεση με τα δικά του λόγια, που μπορεί μεν πάντα να τα σέβονταν, μα συνήθως τα ακολουθούσε τυφλά, χωρίς να τα κρίνει και χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Αν του έλεγε ο ίδιος πως πρέπει να μείνουν στο νοσοκομείο μιαν ακόμη εβδομάδα, θα στεναχωριόταν, θα θύμωνε, θα αγχωνόταν, μα τελικά θα τον υπάκουγε χωρίς πολλές κουβέντες, ενώ αν του το έλεγε ο Μπόμπι, θα είχε μεν τα ίδια συναισθήματα, μα θα ξέσπαγε και θα τα συζητούσε άφοβα μαζί του μέχρι να τα καταλάβει και να τα ενστερνιστεί από μόνος του. Κάποιες φορές ο Τζον έπιανε τον εαυτό του να νιώθει έντονη ζήλια για τη σχέση που είχε ο Μπόμπι με τον γιο του, μα όσο κι αν το ευχόταν, αισθανόταν πως δεν μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο της επικοινωνίας τους.

«Μακάρι να μπορούσε με κάποιο τρόπο να κάτσει κι ο Σάμι μαζί σας.», ο Μπόμπι χαμογέλασε μελαγχολικά, χαζεύοντας τον Σαμ που εξηγούσε στον Ντην με όρεξη κάτι που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά και οι κινήσεις του ήταν γεμάτες ενέργεια και αυτοπεποίθηση. Για πρώτη φορά ο Μπόμπι δε μπορούσε να διακρίνει ούτε ίχνος από τη φρίκη που βίωνε το παιδί καθημερινά, τις τελευταίες μέρες μετά από την επίθεση.

«Μπόμπ,», ο Τζον ρούφηξε νευρικά τη μύτη του, πιέζοντας ταυτόχρονα τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «σε ταλαιπωρήσαμε πάρα πολύ και πραγματικά δε θέλω να σου φορτώνω τόσο βάρος, μα δεν έχω κάποιον άλλ…»

«Μικρέ βούλωσέ το γιατί το αισθάνομαι πως σε λίγο θα πετάξεις κοτσάνα και θα με μπριζώσεις!»

«Μπόμπ…»

«Πόσες φορές πρέπει να σ' το πω; Τ' αγόρια σου δεν μου είναι βάρος!», με το ζόρι ψιθύρισε την αγανάκτησή του, πλέκοντας τα χέρια του πάνω στο στήθος του σε αμυντική στάση. «Θα 'θελα να μπορούσε να κάτσει ο Σαμ μαζί σας αλλά όχι γιατί θέλω να τον ξεφορτωθώ βρε βλαμμένε[1], μα γι' αυτό! Κοίτα τους!», έδειξε με μια κίνηση του προσώπου του τον Ντην, που κρατώντας σφιχτά τον θώρακά του, γελούσε αδύναμα και μακρόσυρτα μα με όλη του την ψυχή, διασκεδάζοντας με τις παιδικές ανοησίες που έκανε ο εξίσου ξέπνοος από τα γέλια Σαμ. «Έχει πόση; Μισή ώρα που είναι μαζί σας κι έχει μεταμορφωθεί σ' άλλο παιδί!»

«Ξέρω πολύ καλά τι εννοούσες ρε Μπόμπ, όμως εγώ λέω για το ότι θα χρειαστεί να συνεχίσεις να ταλαιπωρείσαι με το να προσέχεις και να φροντίζεις τον Σαμ για τις υπόλοιπες μέρες που…»

«Μήπως να μη φεύγαμε;», ο Μπόμπι διέκοψε και πάλι, αρνούμενος όχι μόνο να παραδεχτεί, μα ακόμα και να ακούσει τα λόγια του Τζον καθώς για αυτόν το θέμα είχε λήξει. «Μήπως να μέναμε στο ξενοδοχείο μέχρι να πάρει εξιτήριο ο Ντην; Έτσι και θα μπορούν να βλέπονται τ' αγόρια καθημερινά, αλλά και θα μπορούμε να προσέχουμε τον Ντην εκ περιτροπής.»

«Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, μα η Δρ. Χιού ήταν κάθετα αρνητική και μου εξήγησε τον λόγο. Η σημερινή σας επίσκεψη ήταν σίγουρα απαραίτητη και για τους δύο λόγω του περιστατικού, μα όπως σου 'πα και πριν, ο Ντην δε πρέπει ακόμα να δέχεται τόσα ερεθίσματα μαζεμένα. Κανονικά σήμερα κι αύριο δε θα 'πρεπε να 'χει καθόλου επισκέψεις και για τις επόμενες μέρες το επισκεπτήριό του θα 'πρεπε να 'ναι πολύ σύντομο και μ' ένα άτομο τη φορά.», ο Τζον αναστέναξε. «Πρέπει να ξεκουράζεται συνέχεια, οπότε καλύτερα να φύγετε γιατί έτσι κι αλλιώς δε θα μπορεί και δεν κάνει να σας βλέπει για πολύ.»

«Ό,τι πει η γιατρός Τζον.», ο Μπόμπι αντέγραψε τον αναστεναγμό του Τζον. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι και για τον Σαμ. Να μην έχει διαρκώς το μυαλό του στο πότε θα 'ρχεται για να επισκεφτεί τον Ντην.», απέναντί του ο Σαμ παρακαλούσε σα κλασσικό μικρό αδερφάκι τον Ντην για κάτι, παίρνοντας το πιο αθώο και χαριτωμένο βλέμμα που μπορούσε να πάρει, μοιάζοντας καταπληκτικά με κουταβάκι. «Μήπως να τον πήγαινα και στο σχολείο από μεθαύριο; Έχει ήδη πάει στο νηπιαγωγείο του Σιού Φόλς για μερικές βδομάδες και γνωρίζει τον χώρο και ίσως θυμάται και κάποια απ' τα παιδάκια.»

«Πολύ καλή ιδέα Μπόμπ. Ν' απασχολεί το μυαλό του με κάτι άλλο και να συναναστραφεί και μ' άλλους συνομήλικούς του.», ο Τζον συμφώνησε, εντείνοντας την προσοχή του στα αγόρια του. Ο Σαμ από τα παρακάλια το είχε γυρίσει πολύ γρήγορα σε παραπονιάρικη γκρίνια. «Θα πάρω τηλέφωνο τον Πάστορα Τζιμ να το κανονίσει. Μ' είχε βοηθήσει πάρα πολύ την τελευταία φορά που χρειάστηκε να κάνω απρογραμμάτιστη μεταγραφή.», κατέβασε απότομα τα πόδια του και πετάχτηκε από τη θέση του. «Έϊ, έϊ! Σάμιουελ μην επιμένεις!», ο Τζον που δεν έχανε λέξη από την κουβέντα των γιών του, παρενέβη όταν ο μικρός του χαμηλόφωνα απαιτούσε έντονα κάτι από τον Ντην και ταυτοχρόνως του τραβούσε με το ζόρι το σεντόνι. «Σου 'πε ήδη τρείς φορές όχι, ρε αγόρι μου. Μην τον σκανιάζεις!»

«Τι έγινε αυτό ήταν; Αρχίσατε να μαλώνετε πάλι;», ρώτησε ο Μπόμπι χαμογελαστά ενώ ο Τζον έσιαζε το σεντόνι του Ντην, σκεπάζοντάς τον επιμελώς.

«Μπαμπάκα ο Ντι δε μου δείχνει!», δικαιολογήθηκε παραπονιάρικα ο Σαμ. Δεν ήταν συνηθισμένος στο να παίρνει ο μπαμπάς του τόσο γρήγορα το μέρος του Ντην. Σε γενικές γραμμές συνέβαινε πάντα πρώτα το αντίθετο, ασχέτως του ποιος είχε πραγματικό δίκιο.

«Τόση ώρα όλα σου τα 'δειξε κι όλα σ' τα εξήγησε βρε αγοράκι μου. Τι δε σου δείχνει τώρα;», ο Τζον τοποθέτησε την παγοκύστη του Ντην στο σωστό σημείο.

«Θέλω να δω την διά-θειση και πώς είναι τα σπασμένα του πλευρά.»

«Μα σου 'πα πως δε γίνεται Σάμι!», ο Ντην διαμαρτυρήθηκε βραχνά. «Είναι από μέσα, δε φαίνονται!»

«Έχει δίκιο ο Ντην γιε μου. Δε φαίνονται τα κατάγματα.», ο Σαμ πήγε να συνεχίσει, μα ο Τζον τον διέκοψε. «Μόνο η Δρ. Χιού με τις ακτινογραφίες της κι ο Σούπερμαν με τις ακτίνες Χ μπορούν να δουν τα σπασμένα κόκκαλα.», έπιασε και γύρισε το κεφάλι του Ντην από το πηγούνι προς τα αριστερά και με τα ακροδάχτυλά του ανασήκωσε εξαιρετικά απαλά τα μαλλιά πάνω από το δεξί αυτί του. «Το μόνο που μπορούμε να δούμε εμείς είναι οι μελανιές που βρίσκονται από πάνω. Να, εδώ είναι το χτύπημα που προκάλεσε τη διάσεισή του.», του έδειξε το μωβ αιμάτωμα για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα τράβηξε το σεντόνι του Ντην, που μάταια αντιστάθηκε για λίγο, ξεσκεπάζοντάς τον μέχρι τη κοιλιά του.

«Τζον;», προειδοποίησε ο Μπόμπι βλέποντας τον Σαμ να γουρλώνει τα μάτια του σαστισμένος από τα χτυπήματα που μπορούσε να διακρίνει πεντακάθαρα πλέον πάνω στο σώμα του αδερφού του. Κάτι που ο Ντην ήξερε πως θα του δημιουργούσε στρες και προσπαθούσε να αποτρέψει.

«Ο Σαμ πρέπει να δει για να ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει και ποιά είναι η πραγματική κατάσταση του Ντην. Έχει δίκιο που επιμένει γιατί καταλαβαίνει πως δεν είναι μωρό.», ο Τζον ήταν ανένδοτος και αποφασισμένος να παρουσιάσει την πικρή αλήθεια στον μικρό του γιο. «Να κοίτα, εδώ κάτω απ' αυτή τη μεγάλη μελανιά είναι τα δύο σπασμένα του πλευρά.», τα χάιδεψε απαλά και έπειτα έβαλε το χέρι του κάτω από την ωμοπλάτη του Ντην και τον έγειρε πολύ αργά στο πλάι. «Κι εδώ είναι όλα τα υπόλοιπα χτυπήματά του.», τον συγκράτησε σε αυτή τη θέση υποβαστάζοντάς τον, αφήνοντας όλη την πίσω πλευρά του Ντην σε κοινή θέα.

«Έλα Τζον, φτάνει! Νόμιζα πως δεν ήθελες άλλα δράματα.», ο Μπόμπι που αισθανόταν σαν να έφαγε απροειδοποίητη κλωτσιά στο στομάχι ήταν αυτός που ενοχλήθηκε περισσότερο από την άσχημη εικόνα, παρά ο Σαμ που σιωπηλός και με ήρεμο, σκεπτικό βλέμμα ρουφούσε σα σφουγγάρι τις νέες πληροφορίες. «Σκέπασέ τον σε παρακαλώ μην κρυώσει κι έχουμε άλλα.», προσποιήθηκε πως αυτό ήταν το πρόβλημα και σηκώθηκε όρθιος για να τον σκεπάσει ο ίδιος στη περίπτωση που ο Τζον δεν τον άκουγε και τον συγκρατούσε περισσότερο σε αυτή τη στάση, όμως εκείνος τον άφησε αμέσως όταν ο Ντην δεν άντεξε την άβολη θέση και βόγκηξε αχνά ενοχλημένος, προσπαθώντας να γυρίσει.

«Ντι σε π-πονάνε τα χτυπήματά σου;», ρώτησε με αθώα αφέλεια ο Σαμ, πιάνοντας το χέρι του Ντην.

«Μόνο όταν όλοι σας με κουνάτε χωρίς να θέλω κι όταν μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις!», ενώ ο Τζον τον ταχτοποιούσε και πάλι, ο Ντην γκρίνιαξε έντονα χάνοντας τελείως την ανάσα του στο τέλος της σύντομης πρότασής του.

«Μη τσιτώνεσαι φιλαράκο!», τον συμβούλεψε ο Τζον ήρεμα μα απαιτητικά. «Λοιπόν! Κανείς δεν θα κουνήσει ξανά τον Ντην χωρίς τη θέλησή του και τέρμα οι ερωτήσεις απ' όλους για σήμερα! Μη τυχόν κι ακούσω κανένα εδώ μέσα να του κάνει έστω και μισή ερώτηση για οτιδήποτε γιατί σας πήρε και σας σήκωσε! Τελεία και παύλα!», διέταξε δυνατά και αυταρχικά και χαμογελώντας στραβά, έκλεισε το μάτι του στον Ντην. «Εντάξει Ντην; Ευχαριστημένος;»

«Καλά, εσύ μόλις τώρα δεν είπες να μη του κάνει σήμερα κανείς καμία ερώτηση για οτιδήποτε;», ο Μπόμπι βρήκε ήδη παραβίαση της διαταγής του Τζον.

«Ναι μπαμπάκα! Μόλις του 'κανες δύο ερωτήσεις!», ο Σαμ χαμογελούσε πλατιά απολαμβάνοντας την γκάφα που έκανε ο μπαμπάς του.

«Πάψτε! Εγώ είμαι πατέρας του κι έχω το ελεύθερο να του κάνω ό,τι θέλω!», ψαχούλεψε πάνω από το προσκεφάλι του Ντην, που πλέον χαμογελούσε αδύναμα μα ευχαριστημένα από την θερμή στήριξη του Τζον και έβγαλε ένα γκρι χειριστήριο ενωμένο με καλώδιο στο κρεβάτι. «Αφήστε τώρα τις εξυπνάδες κι εσύ πάτα αυτό το κουμπί για να κάνεις τον Ντην να σηκωθεί και να κάτσει λίγο στον ποπό του.», το έδειξε στον Σαμ και του το έδωσε.

«Μπράβο εξέλιξη ρε Τζον! Δεν ήξερα πως τον ελέγχετε και με τηλεχειριστήριο!», γέλασε ο Μπόμπι. «Τι άλλα κουμπιά και ρυθμίσεις έχει; Άμα πατήσω εκείνο το μεσαίο ας πούμε τι θα κάνει;»

«Δε ξέρω τι ακριβώς κάνει το μεσαίο,», γέλασε κι ο Τζον παίρνοντας τη χλιαρή πλέον παγοκύστη από το μέτωπο του Ντην. «πάντως σίγουρα δε τον κάνει να φάει.», συνέχισε με νόημα, ενώ ο Σαμ που πατούσε ήδη το κουμπί άρχισε να ανασηκώνει αργά το πάνω μισό του κρεβατιού και μαζί του και τον Ντην σε καθιστή θέση. «Εεεκεί! Εντάξει φτάνει Σάμι.», ο Τζον πήρε το χειριστήριο από τα χέρια του Σαμ μόλις το κρεβάτι σηκώθηκε σε γωνία 35° μοιρών περίπου και γοργά στήριξε τον Ντην, που ήδη δυσφορούσε από την αλλαγή στάσης, με μαξιλάρια, τοποθετώντας τα κάτω από τις μασχάλες του και πολύ κοντά στο σώμα του. «Ντην είσαι καλά έτσι; Να σου φέρω κι άλλο μαξιλάρι;», του έσπρωξε απαλά το κεφάλι προς τα πίσω, χαϊδεύοντάς του το μέτωπο και τα μαλλιά για να μη μπορεί να σκύψει.

«Σταματήστε να με κουνάτε!», κλαψούρισε ο Ντην την απάντησή του ενώ πάσχιζε με αδύναμες μικροκινήσεις να βολευτεί στη νέα του στάση, βογκώντας παραπονιάρικα όταν η πίεση από το ίδιο του το βάρος άρχισε γίνεται αισθητή και σταδιακά όλο και πιο ενοχλητικά επίπονη στα νέα σημεία επαφής. «Μπαμπά θέλω να ξ-ξαπλώσω!»

«Ντην το ξέρω ότι δε σου 'ναι ευχάριστη αυτή η θέση, μα κάνε λίγο κουράγιο γιατί η γιατρός είπε πως πρέπει να μείνεις για λίγη ώρα έτσι.», επέμεινε ο Τζον, σιάζοντάς του τα σωληνάκια και το σεντόνι. «Όχι πολύ, ίσα - ίσα μέχρι να φας λίγο απ' το πρωινό που δεν άγγιξες και να πιείς κάτι και μετά ο Σάμι θα σε ξαπλώσει πάλι. Τ' ορκίζεσαι Σαμ;», ρώτησε επίτηδες τον ήδη σαστισμένο γιο του για να τον βάλει στη κουβέντα.

«Ναι Ντι, σ' τ' ορκίζομαι!», ο Σαμ δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς είχε ορκιστεί και τι ακριβώς θα έκανε, μα αποκρίθηκε άμεσα για να καθησυχάσει τον αδερφό του που φαινόταν πως είχε φτάσει στα όριά του.

«Δ-δε π-πεινάω!», η δυσφορία του Ντην άρχισε να υποχωρεί σε αντίθεση με τον εκνευρισμό του.

Ο Τζον τράβηξε το κυλιόμενο τραπεζάκι του κρεβατιού, από την άκρη του προς το μέρος του Ντην και ξεσκέπασε έναν καλυμμένο δίσκο. «Έλα άστα αυτά τώρα γιατί μας τα 'πες ήδη το πρωί που ήρθε ο δίσκος και ξεκίνα με το γάλα.», ανακίνησε ένα ατομικό χάρτινο κουτάκι με γάλα και αφού έβαλε το καλαμάκι πήγε να το τοποθετήσει στο χέρι του Ντην, όμως εκείνος έκλεισε τη χούφτα του και έκρυψε το χέρι του κάτω από το τραπέζι.

«Δ-δε θέλω τίποτα!»

«Μπόμπ μήπως ξέρεις καμιά σαολίν τεχνική αναπνοής για να κάνεις τον Ντην να πιει το γάλα του;», ο Τζον ξεφύσησε και δοκίμασε να πιάσει το χέρι του γιου του για να το βγάλει από εκεί που το είχε κρύψει, όμως εκείνος τραβήχτηκε και βόγκηξε ιδιαιτέρως παραπονιάρικα από τους πόνους της απότομης κίνησής αλλά και επειδή ακούμπησε την βελόνα του ορού του στο τραπεζάκι, καλώντας ταυτόχρονα σε βοήθεια τον θείο του, κάνοντας τον μπαμπά του να τραβηχτεί και τον Σαμ δίπλα του να τσιτωθεί.

Ο Μπόμπι όμως αντί να βοηθήσει την κατάσταση, έκατσε και πάλι στο περβάζι του παραθύρου. «Ντην…»

«Δε θέλω να φάω είπα! Θείε κάν' τους να μ' αφ-φήσουν ήσυχο!»

«Βρε Σάμι για δες και πες μου τι στα κομμάτια έφεραν για πρωινό στον Ντην μας και δε θέλει να το φάει; Ψάρια;», ο Μπόμπι έκλεισε το μάτι του στον Τζον που φαινόταν ολοκάθαρα πως είχε αρχίσει να φουντώνει γιατί δεν ήξερε πώς να φερθεί.

Ο Σαμ ανασηκώθηκε στα γόνατά του πάνω στο στρώμα για να βλέπει καλύτερα τον δίσκο του Ντην. «Έχει δυο φέτες ψωμί.»

«Μπλιάξ! Ψωμί νοσοκομείου. Μπαγιάτικο θα 'ναι.», πετάχτηκε ο Ντην.

Ο Σαμ πρώτα τις πίεσε με το δάχτυλό του επιφυλακτικά κι έπειτα έκοψε ένα κομματάκι και το δοκίμασε «Καθόλου! Φρέσκο και μαλακό!», σχολίασε ευχαριστημένος από την ποιότητα.

«Για φέρε να δω!», ο Ντην πήρε την υπόλοιπη φέτα από τα χέρια του Σαμ για να την ελέγξει.

«Έχει ένα πακετάκι που γράφει "βού-τυρο" κι έχει μια ζωγραφισμένη αγελάδα πάνω.», το κούνησε και το έδειξε στον Μπόμπι. «Βαριέμαι δε τ' ανοίγω. Ε! Είδες που ήταν καλή;», ρώτησε τον Ντην που ήδη τελείωνε τη φέτα. «Ένα κουτάκι χυμό μήλο σαν αυτό που μας δίνουν στο σχολείο.», το πήρε στο χέρι του και το έδειξε στον Τζον αυτή τη φορά. «Ντι το θες; Είναι γλυκό. Να σ' το ανοίξω να το δοκιμάσεις;», ρώτησε ανακινώντας το.

«Δε το θέλω!», η μπουκωμένη απάντηση ήρθε άμεσα.

«Τότε να το πιω εγώ;», συνέχισε ο Σαμ διστακτικά, κοιτώντας όμως τον Τζον για σιγουριά. Όταν και οι δύο του έκαναν ταυτόχρονα θετικό νόημα, έβαλε γοργά το καλαμάκι και ήπιε μερικές γουλιές. «Έχει μια μπανάνα,», αναστέναξε με ευχαρίστηση πίνοντας το ποτό του, «ένα πιάτο γεμάτο με κάτι που μοιάζει με ομελέτα.», την μύρισε και χωρίς να ρωτήσει αυτή τη φορά πήρε το πιρούνι και έκοψε μια μπουκιά. «Καλή είναι Ντι!», ανέβασε τη φωνή του δυο οκτάβες για να τον πείσει. «Έχει και τυρί μέσα. Απλά είναι κρύα.», ξεροκατάπιε με δυσκολία ζαρώνοντας τη μύτη του και αφού έκοψε μια μεγαλύτερη μπουκιά την έφερε κοντά στο στόμα του Ντην. «Φάε!»

«Ναι καλά, μας έπεισες ούφο!», ο Ντην γέλασε με τον αδερφό του. «Δεν πρόκειται να το βάλω αυτό το πράγμα στο στόμα μου.»

«Ωχ μωρέ μη κάνεις σα μπέμπης! Δοκίμασέ το κι αν δε σ' αρέσει το φτύνεις.», ο Σαμ έχωσε απροειδοποίητα το πιρούνι με την ομελέτα στο μισάνοιχτο στόμα του Ντην και άρπαξε κωμικά την χαρτοπετσέτα για να του τη δώσει σε περίπτωση που ο Ντην ήθελε να την βγάλει.

Ο Ντην μάσησε αηδιασμένος μερικές φορές και έπειτα κατάπιε διστακτικά. «Δεν είναι νόστιμη αλλά δεν είναι κι άσχημη.», ανασήκωσε τον ώμο του και πήρε από μόνος του το κουτάκι με το γάλα από το χέρι του Τζον θέλοντας να πιει για να αλλάξει τη γεύση που του άφησε η ομελέτα.

Ο Τζον σούφρωσε και έγλυψε τα χείλια του πασχίζοντας να μείνει σοβαρός και να μη γελάσει ή χαμογελάσει και τους αποσπάσει την προσοχή, γυρίζοντας τα μάτια του προς τα πάνω αποδοκιμαστικά, μόλις αντίκρισε το πρόσωπο του Μπόμπι και αναγνώρισε στα χαρακτηριστικά του τη θριαμβευτική του έκφραση. «Τυχαίο!», σχολίασε άηχα για να τον καταλάβει μόνο εκείνος.

«Θα 'θελες!», ο Μπόμπι ανταπάντησε εξίσου άφωνα, κλείνοντάς του το μάτι επίτηδες ειρωνικά για να τον πειράξει και έπειτα τελείως σιωπηλοί βάλθηκαν και οι δύο να παρακολουθούν χαμογελαστοί τα δυο αδέρφια, που σε ελάχιστα λεπτά έφαγαν μαζί την κρύα ομελέτα του νοσοκομείου, με τον Σαμ υπεύθυνο του πιρουνιού να ταΐζει τον Ντην, προσπαθώντας να διαπιστώσουν και να αποφασίσουν αν τελικά ήταν νόστιμη, πίνοντας ο μεγάλος όλο το γάλα του και ο μικρός τον μηλοχυμό του για να κατεβάσουν τις μπουκιές τους.

«Έχει κι ένα μέλι!», ο Σαμ σκούπισε με το μανίκι του το στόμα του και αναφώνησε χαρούμενος, ξετρυπώνοντας το πακετάκι που είχε κρυφτεί κάτω από το χείλος του πιάτου. Το άνοιξε προσεχτικά και βούτηξε το δάχτυλό του για να το δοκιμάσει. «Είναι πολύ καλό! Θείε ακριβώς σαν αυτό που μου 'δωσες χθες στο ξενοδοχείο!», το έδειξε στον Μπόμπι.

«Α, ναι! Ντην δε σ' το 'παμε. Χθες το πρωί ο Σαμ παραλίγο να σπάσει το ρεκόρ σου, αλλά δυστυχώς δε τα κατάφερε για δύο μόνο φέτες αλειμμένες με βούτυρο και μέλι.»

«Θείε στ' αλήθεια το θυμάσαι το περιστατικό με τις φέτες; Πέρασαν ένα εκατομμύριο χρόνια από τότε.», ο Ντην χαμογέλασε αδύναμα μα το χαμόγελό του αυτή τη φορά φώτισε τα μάτια του. «Ούτε που θυμάμαι πόσες είχα φάει εκείνη την ημέρα. Αμέτρητες!»

«Φυσικά και το θυμάμαι[2] βρε αγόρι μου.», γέλασε ο Μπόμπι μέσα από τα μουστάκια του. «Ήταν το πρώτο πρωινό που έφαγες στο σπίτι μου. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα τίποτα άλλο στα ντουλάπια μου παρά ένα πακέτο φέτες ψωμί, ένα μισοφαγωμένο βούτυρο κι ένα βάζο μέλι. Πάντως έχεις ακόμα το ρεκόρ.»,

«Ναι αλλά τώρα ούτε μία δε μπορεί να φάει!», του πέταξε ο Σαμ χύνοντας το μέλι πάνω στη δεύτερη φέτα ψωμί.

«Μπορεί, μα έχω ακόμα το ρεκόρ μικρόβιο.», ο Ντην βούτηξε από μόνος του τη φέτα και αφού πήρε με όρεξη μια γερή δαγκωνιά, την πλησίασε στο στόμα του Σαμ που είχε ήδη ξεφλουδίσει και δαγκώσει τη μπανάνα και μασούσε γρήγορα τη μπουκιά του.

«Τι; Ανταλλαγή;», δάγκωσε ο Σαμ μόλις κατάπιε και πρότεινε με τη σειρά του τη μπανάνα στον Ντην.

«Ευτυχώς που δε πεινούσες ρε Ντην και δε σ' άρεζε τίποτα.», ο Τζον σχολίασε περιπαιχτικά λίγα λεπτά μετά, σίγουρος πως πλέον δε θα τους διέκοπτε, σκουπίζοντας τους πασαλειμμένους με μέλι γιους του με μωρομάντηλα και αφού συγκέντρωσε τα σκουπίδια στον δίσκο, τον απομάκρυνε και έπειτα έσπρωξε και το τραπεζάκι στην προηγούμενη θέση του. Από το πρωινό του νοσοκομείου τελικά τα αγόρια του δεν έφαγαν μόνο το βούτυρο κι αυτό επειδή ο Σαμ βαρέθηκε να το ανοίξει. «Τουλάχιστον τώρα θα μπορέσω να φύγω ήσυχος πως δεν θα 'σαι τελείως νηστικός. Μισό πρωινό είναι σαφώς καλύτερο από καθόλου πρωινό.»

«Θα φύγεις; Πότε; Γ-γιατί; Πού θα πας μπαμπά;», ο Ντην κατευθείαν συνοφρυώθηκε.

«Μην ανησυχείς παλικαράκι μου. Στο απέναντι ξενοδοχείο θα πεταχτεί να κάνει ένα ντουσάκι.», ο Μπόμπι έσπευσε να τον καθησυχάσει. «Κι εμείς με τον Σάμι θα 'μαστε εδώ μαζί σου μέχρι να επιστρέψει.»

«Δηλαδή θα 'σαι μόνος σου; Για πόση ώρα;», ο Ντην δε φαινόταν να χαλαρώνει. «Μπαμπά π-πάρε και τον θείο Μπόμπι μαζί σου!»

«Συνήθως προτιμώ να κάνω ντους μόνος μου Ντην.», ο Τζον του χαμογέλασε στραβά, ακουμπώντας ανάλαφρα πάνω στο κάγκελο του κρεβατιού του.

«Εσύ χάνεις!», του τραγούδησε ο Μπόμπι ενώ ο Σαμ ξέσπασε σε δυνατό γέλιο.

«Κι εξάλλου κάποιος πρέπει να μείνει εδώ μαζί σας.»

«Μπαμπά μην ανησυχείς για τον Σάμι, θα τον προσέχω εγώ κι έτσι ο θείος μπορεί να 'ρθει μαζί σου και να σε προσέχει όση ώρα κάνεις ντους.», αρπάχτηκε από τα τρία δάχτυλα του Τζον και τα έσφιξε στη χούφτα του. «Και μετά,», έκανε παύση χάνοντας τελείως την ανάσα του, «κ-και μετά έρχεστε κατευθείαν πάλι εδώ!»

Ο Τζον αντάλλαξε μια γρήγορη ματιά με τον Μπόμπι προσπαθώντας να διακρίνει αν και εκείνος έβλεπε το υπερβολικά αδικαιολόγητο άγχος του Ντην που ολοένα και φούντωνε. «Ρε αγόρι μου έχω και κάποιες εξωτερικές δουλίτσες που θέλω και πρέπει να κάνω και μετά έλεγα να κοιμηθώ και μερικές ώρες μιας και θα 'ναι ο θείος Μπόμπι εδώ.», χάιδεψε παρηγορητικά το χέρι του Ντην με τον ελεύθερο αντίχειρά του.

«Θα περάσουμε τέλεια οι τρεις μας ρε Ντην και θα περάσουν κι οι ώρες πολύ γρήγορα.», ο Μπόμπι δοκίμασε να τον πείσει. «Μην ανησυχείς, ούτε που θα το καταλάβεις πότε θα φύγει και πότε θα ξαναγυρίσει.»

«Μα μπαμπά θα 'σαι ο-ολομ-μόναχος!», ο Ντην επέμενε απεγνωσμένα λες και η πρότασή του ήταν από μόνη της το πιο ισχυρό επιχείρημα και του έσφιξε το χέρι ακόμα περισσότερο. «Π-ποιός θα σε π-προστατεύει; Και…και δ-δε θα ξέρω καν… αν είσαι κ-καλά!», οι ενδείξεις της πίεσης και των σφυγμών του στο γρατσουνισμένο μόνιτορ, άρχισαν να παρουσιάζουν μικρές μα απότομες διακυμάνσεις και η ρηχή του ανάσα άρχισε να εντείνεται και να επιταχύνεται.

Ο Τζον χάιδεψε απαλά το μάγουλο του γιου του σιωπηλός και σκεφτικός. «Βρε Ντην…», προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Σε παρακαλώ μπαμπάκα!», του ψιθύρισε ξέπνοα ο Ντην, που από την σύγχυσή του και την προσπάθεια να τον πείσει, είχε αρχίσει να τρέμει ελαφρά σε κάθε δεύτερη ή τρίτη του εκπνοή. Ήταν ολοφάνερο πως το παιδί ήταν στην αρχή μιας κρίσης πανικού. Δεν τον ενδιέφερε και τόσο για το ποιος θα έμενε μαζί του, μα ανησυχούσε για το ποιος θα προστάτευε τα άτομα που αγαπούσε και ήταν μακριά από τη δική του προστασία.

«Α, ρε αγοράκι μου.», κατέληξε ο Τζον μονολογώντας λυπημένα και το βλέμμα του έπεσε πάνω στο μικρό μα βαθύ φρέσκο τραύμα πάνω από το αριστερό του φρύδι. «Γι' αυτό πριν σηκώθηκες απ' το κρεβάτι σου κι έπεσες;», τον ρώτησε ήρεμα, μαντεύοντας με ευκολία την απάντησή του. «Φοβήθηκες μήπως συνέβη κάτι κακό στον γέρο σου;»

Ο Ντην τρέμοντας έντονα για μερικά δέκατα σαν να κρύωνε, ξεροκατάπιε με δυσκολία. «Μου 'πες πως θα π-πήγαινες για λίγο έξω για… για να δεις αν ήρθαν ο Σ-Σάμι κι ο θείος,», στην επόμενη εκπνοή του ακούστηκε, ελαφρύς συριγμός βαθιά μέσα στο στήθος του, «όμως άρ-γησες κι έπρεπε να σηκωθώ για να σε β-βρω και να δω αν είσαι καλά.»

Μετά την τελευταία πρόταση του Ντην, ο Τζον πήρε πολύ εύκολα την τελική απόφασή του. «Εντάξει μάγκα μου.», του χαμογέλασε καθησυχαστικά, καταπίνοντας όλες τις αντιρρήσεις του. Του τοποθέτησε το χέρι με το οποίο τον έσφιγγε τόση ώρα, πάνω στο σώμα του, τον κουκούλωσε με το σεντόνι και τραβώντας το γαλάζιο λεπτό πάπλωμα που ήταν διπλωμένο στα πόδια του, τον σκέπασε μέχρι το λαιμό, διπλώνοντας τις άκρες του κάτω από τα μαξιλάρια που τον στήριζαν, τυλίγοντάς τον προσεχτικά.

Φυσικά και μπορούσε να δοκιμάσει να τον λογικεύσει και να τον πείσει ή ακόμα και να κάνει αυτό που ήθελε χωρίς καν να τον ρωτήσει ή να του εξηγήσει. Νωρίτερα όμως ο ίδιος είχε μαλώσει τον Σαμ λέγοντάς του πως ο Ντην τους είχε ανάγκη γιατί φοβόταν και πονούσε. Δε θα αγνοούσε τώρα τόσο γρήγορα και επιπόλαια τις ίδιες του τις συμβουλές. «Μην ανησυχείς για τίποτα. Δε πάω πουθενά!», τον διαβεβαίωσε με αποφασιστικότητα. «Εξάλλου αν φύγω τώρα θα χάσω την υπέροχη παρέα και την ανάγνωση των κόμικς απ' τον Σαμ.», τον κουτούλησε απαλά στο μέτωπο και πήγε να πάρει τη σακούλα που είχε φέρει ο Σαμ.

«Τζον θες να πεταχτώ εγώ να κάνω τις δουλίτσες που 'πες;», ο Μπόμπι τον πλησίασε.

«Δεν νομίζω πως θα σ' αφήσει κι εσένα να κουνηθείς», ψιθύρισε βγάζοντας αργά και ένα - ένα τα πράγματα από τη σακούλα για να δείξει στον Ντην που τον παρακολουθούσε πως είναι απασχολημένος. «και δε θέλω να τον τσιτώσω άλλο. Μόλις έφαγε. Εξάλλου δεν θα 'κανα κάτι που πρέπει ντε και καλά να γίνει σήμερα. Μπορώ να πεταχτώ κι άλλη στιγμή. Απλά σκεφτόμουν να πάω μερικά πραγματάκια που 'χω μαζέψει και δε χρειάζομαι σε κάποιο "δικό μας" μαγαζί ή αν δεν έχει η περιοχή, ίσως σε ενεχυροδανειστήριο, για να 'χω έξτρα ρευστό.»

Ο Μπόμπι χωρίς ούτε καν να το σκεφτεί, έβγαλε με τρόπο μια τυλιγμένη σε ρολό δεσμίδα δολάρια από τη τσέπη του τζιν του και τα 'χωσε στη τσέπη του Τζον.

«Μπόμπ τι στα κομ…;»

«Μη τολμήσεις και μου κάνεις σκηνή μπροστά στα αγόρια σου τώρα μικρέ! Το θέμα έχει ήδη λήξει!», τον προειδοποίησε ο Μπόμπι στα μουλωχτά καταλαβαίνοντας την άμεση αλλαγή διάθεσής του καθώς ο Τζον πήγε να τραβηχτεί αλλά και να του φέρει αντίρρηση. «Όταν με το καλό έρθεις στη μάντρα μου, θα μου πεις τι θες να πουλήσεις και θα τα πάρω εγώ και θα πάω να τα "σκοτώσω" σ' έναν γνωστό μου συνάδελφο, που 'χει ενεχυροδανειστήριο μαζί με μαγαζί για Κυνηγούς και που σίγουρα θα μου κάνει καλύτερες τιμές από κάποιον άγνωστο ενεχυροδανειστή εδώ στο Φάργκο. Μετά τα βρίσκουμε στη διαφορά και μου δίνεις εκεί πριβέ τις ευχαριστίες μαζί με τα "καντήλια" σου. Ευτυχώς λέω Τζον, που δεν έφαγε ο Ντην όλο το πρωινό του!», αναφώνησε την τελευταία του πρόταση επίτηδες δυνατά, παίρνοντας το κουτί από τα χέρια του έκπληκτου και εκνευρισμένου Τζον. «Γιατί Ντην μου αν δε το μοιραζόσουν με τον Σαμ τώρα πώς θα 'τρωγες τη λιχουδιά που σου 'φερε;», άνοιξε το κουτί και το έδειξε στον κουκουλωμένο Ντην.

«Μ-μηλόπιτα είναι;», ρώτησε βραχνά. Το τρέμουλό του ευτυχώς είχε σταματήσει σχεδόν τελείως.

«Με έξτρα σαντιγί Ντι!», ο Σαμ βούτηξε το δάχτυλό του στο βουναλάκι με τη σαντιγί και το έγλυψε. «Εγώ μόνος μου ρώτησα αν γίνεται να βάλουν έξτρα για 'σένα και η κυρία στο μαγαζί μου 'πε "Όση θέλεις γλυκέ μου."», πρόσθεσε φανερά περήφανος για το κατόρθωμά του.

«Κι εδώ τι έχουμε;», ο Τζον χάζεψε για λίγο τα τεύχη των κόμικς. «Σούπερμαν, Μπάτμαν, ξανά Σούπερμαν, οι Εκδικητές, Κόμης…τι λέει εδώ Σάμι; Κόμης Ντάκουλα;», τα έδωσε στον Σαμ.

«Το τελευταίο το διάλεξα εγώ.», χαμογέλασε ο Μπόμπι. «Ο τύπος στο εξώφυλλο μοιάζει με τον πάπιο τον Ντόναλντ Ντακ αλλά είναι και βρικόλακας.», το πήρε στα χέρια του και το έδειξε στον Ντην. «Μου φάνηκε αστείο.»

«Πφφ, βλακεία.», ο Σαμ το έσπρωξε μακριά από τον αδερφό του που με κόπο προσπαθούσε να διαβάσει τον εισαγωγικό διάλογο του Κόμη και της γκουβερνάντας του στο εξώφυλλο. «Δεν υπάρχουν παπιοβρικόλακες.»

«Ενώ υπάρχουν υπερήρωες;», τον ξεσυνερίστηκε επίτηδες ο Μπόμπι.

«Ούτε υπερήρωες υπάρχουν, ούτε παπιοβρικόλακες υπάρχουν,», ο Τζον πήγε στη θέση του στο περβάζι του παραθύρου και έκατσε ακριβώς όπως νωρίτερα, βολεύοντας και πάλι τα πόδια του στις σωληνώσεις του καλοριφέρ. «αλλά Σάμι μου ούτε και κανονικοί βρικόλακες υπάρχουν.»

«Τουλάχιστον απ' όσο ξέρουμε τα τελευταία χρόνια για τις Η.Π.Α.», πρόσθεσε ο Μπόμπι μουρμουριστά μα ο Τζον τον αγριοκοίταξε. Η άγνοια του επτάχρονου Σαμ για οτιδήποτε υπερφυσικό, ήταν το μοναδικό στοιχείο αθωότητας που είχε απομείνει στην οικογένειά του και ήταν κάτι που ήθελε να κρατήσει για όσο περισσότερο μπορούσε, ακόμα και μετά από την περιπέτεια που είχαν ζήσει.

«Όλ' αυτά είναι παραμύθια για να διασκεδάζουμε. Με ποιό θ' αρχίσεις Σαμ;»

«Με ό,τι θέλει ο Ντι μπαμπά.», άνοιξε τα τέσσερα κόμικς σα βεντάλια και τα έδειξε στον Ντην. «Είπαμε όχι αυτό!», έσπρωξε ξανά το τεύχος του Μπόμπι μακριά, όταν εκείνος το πρόσθεσε στη σειρά.

Ο Ντην παρατήρησε για λίγο τα εξώφυλλα μισοκλείνοντας αρκετές φορές τα μάτια του σαν να προσπαθούσε να κεντράρει ή λες και τα τεύχη ήταν φωτεινά και τον τύφλωναν. «Δ-δε ξέρω.», κατέληξε σιγανά.

«Όποιο θες! Έλα Ντι, διάλεξε ένα!», ο Σαμ τα κούνησε πέρα δώθε μα ο Ντην έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

Ο Μπόμπι του τα πήρε από τα χέρια καταλαβαίνοντας τη δυσφορία του ανιψιού του. «Μη στέκεσαι από πάνω του σα ξεχαρβαλωμένο μόμπιλε κούνιας! Κάτσε στον πισινό σου κι ακούμπα στο μαξιλάρι δίπλα του.», συνέτισε ήρεμα τον Σαμ. «Να! Ξεκίνα μ' αυτό το τεύχος του Σούπερμαν.», μόλις το παιδί βολεύτηκε του το έδωσε.

Ο Τζον έδειξε στον Μπόμπι με μια κίνηση του κεφαλιού του τον Ντην και σήκωσε τον αντίχειρά του, γιατί ο φίλος του, είχε αποτρέψει μιαν ακόμη παρέμβασή του. Η Δρ. Χιού ήταν ξεκάθαρη εξάλλου. Ο Ντην δεν ήταν έτοιμος να δέχεται πολλαπλά ερεθίσματα μαζεμένα και τα χρώματα από τα κόμικς του είχαν προκαλέσει οπτική υπερδιέγερση.

Ο Σαμ καθάρισε το λαιμό του ξεροβήχοντας. «Σούπερμαν.», έβαλε το δάχτυλο στον γιγάντιο τίτλο του εξώφυλλου λες και θα έχανε τη σειρά. «Λεξ Λούθορ: Θ-θρι-α όχι θριαμ-β θριαμβευ. Πφφ! Ντι τι λέει εδώ;», το έδειξε στον αδερφό του.

«Λεξ Λούθορ: Θριαμβευτής.», ο Ντην έβγαλε τα χέρια του έξω από το πάπλωμα για να βάλει το δάχτυλό του πάνω στη λέξη.

«Τι θα πει θριαμβευτής;», τον ρώτησε ο Σαμ ψιθυριστά.

«Νικητής, νομίζω.», ψιθύρισε και ο Ντην. «Έτσι θείε;», θέλησε να το επαληθεύσει με τον Μπόμπι.

«Σωστότατος.», του έκλεισε το μάτι ανοίγοντας το κουτί με τη μηλόπιτα. «Ορίστε και το βραβείο σου.», πήρε μια πιρουνιά σαντιγί και τον τάισε.

«Γι' αυτό στο εξώφυλλο ο Λούθορ κοπανάει τον Σούπερμαν μ' αυτή την κόκκινη κοτρώνα, επειδή μάλλον θα τον νικήσει. Δε πεινάω άλλο ρε θείε! Μη μου δίνεις τέτοια βραβεία.», ο Ντην πήγε να γκρινιάξει, μα άνοιξε το στόμα του και την έφαγε.

«Το ξέρω πως δε πεινάς όμως αυτήν την πίτα σ' την έφερε ο Σαμ και δε πρέπει να τον στεναχωρήσεις. Κι εξάλλου τις πίτες ξέρεις δεν τις τρώμε για χόρταση! Πάμε παρακάτω Σαμ.»

Ο Σαμ έβηξε ξανά θεατρικά για να καθαρίσει τον λαιμό του. «Αυτό το τεύχος έχει τίτλο: "Η κρίση με τον κόκκινο κρυπτονίτη[3]".», συνέχισε να διαβάζει το κόμικ, άλλοτε κολλώντας σε άγνωστες ή δύσκολες λέξεις, θέλοντας πάντα να μάθει την ερμηνεία τους, πότε κάνοντας διαφορετικές φωνές για τους χαρακτήρες της ιστορίας, δείχνοντας συχνά πυκνά στον Ντην τα καρέ που του έκαναν περισσότερη εντύπωση.

Ο Ντην, κλείνοντας κάποιες φορές τα μάτια του για να ξεκουραστεί, απαντούσε αδιαμαρτύρητα σε όλες τις απορίες του, αποκτώντας όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για την συνέχιση της πλοκής, τρώγοντας σιγά - σιγά όχι μόνο το δικό του κομμάτι μηλόπιτα, μα και το δεύτερο που υποτίθεται πως ήταν για τον Τζον.

Όταν ο Σαμ παρατήρησε πως ο Μπόμπι είχε ξεκινήσει να ταΐζει πιρουνιές από το κομμάτι του μπαμπά του, πήγε να πεταχτεί για να τον σταματήσει, μα ο Μπόμπι του έχωσε απροειδοποίητα στο στόμα μια γεμάτη πιρουνιά, κάνοντάς του ταυτοχρόνως έντονο νόημα να μη το συνεχίσει. Από τη στιγμή που ο ταλαιπωρημένος και τραυματισμένος ανιψιός του είχε επιτέλους τη διάθεση για φαγητό, θα τον άφηνε να φάει ακόμα και το δεξί του χέρι αν το επιθυμούσε.

Ο Σαμ γύρισε για να γκρινιάξει στον μπαμπά του που καθόταν από την αρχή της ανάγνωσης στο περβάζι του παραθύρου πίσω του, μα εκείνος είχε αποκοιμηθεί με πλεγμένα τα χέρια πάνω στο στήθος του, ακουμπώντας το σώμα του στο κούφωμα, το κεφάλι του πάνω στο κρύο τζάμι, έχοντας τα πόδια του κρεμασμένα πάνω στις σωληνώσεις του καλοριφέρ. «Ντι κοίτα! Ο μπαμπάκας κοιμάται όρθιος!», ψιθύρισε γελώντας στον αδερφό του που μασούσε αργά τη τελευταία μπουκιά με κλειστά τα μάτια.

Ο Ντην ανασηκώθηκε ελάχιστα και παρατήρησε για λίγο τον πατέρα του. «Θ-θείε πάνε πες του να πάει να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.», αναστέναξε ρηχά.

«Ξέρει πολύ καλά που είναι το κρεβάτι του Ντην και δεν είναι μωρό.»

«Θείε τον πήρε ο ύπνος και θα πιαστεί έτσι.», επέμενε ο Ντην, όμως ο Μπόμπι δεν ήθελε με τίποτα να ενοχλήσει τον Τζον. «Μπαμπά;», του φώναξε τελικά με μέτρια ένταση, αποφασίζοντας να τον ξυπνήσει ο ίδιος.

«Άσ' τον βρε αγοράκι μου τον ταλαίπωρο να κοιμηθεί τώρα που κατάφερε να βολευτεί και μην τον ξυπνάς.», ο Μπόμπι τον απέτρεψε, πετώντας το άδειο κουτί στα σκουπίδια. «Έλα συνεχίστε εσείς με την ιστορία κι αφήστε τον στην ησυχία του. Θέλω να δω τι θα γίνει με τον Λούθορ που ζήτησε απ' την πέτρα να τον κάνει ίσο με τον Σούπερμαν. Το 'κοψες στο καλύτερο σημείο!»

«Μπαμπάκα;», ο Ντην όμως δε φαινόταν να νοιάζεται καθόλου για τη συνέχεια.

Ο Τζον από την άλλη παρόλο που τραντάχτηκε ολόκληρος στο κάλεσμα, δε κατάφερε να ξυπνήσει από τον βαθύ ύπνο του. «Μη!», μουρμούρισε παραμιλώντας και τίναξε πάλι το πόδι του κλωτσώντας τη σωλήνα. «Ντην!»

«Κάτσε στ' αυγά σου και μη τολμήσεις να κουνηθείς κακομοίρη μου!», ο Μπόμπι αγρίεψε μόλις ο Ντην στο άκουσμα του ονόματός του, άρχισε να σπρώχνει τα σκεπάσματά του λες και θα σηκωνόταν.

Διστακτικά ο Μπόμπι πλησίασε τον Τζον παρατηρώντας τον. Το τζάμι που ακουμπούσε το πρόσωπό του ξαφνικά άρχισε να θολώνει και να ξεθολώνει διαρκώς από τις εκπνοές του, σημάδι πως ανέπνεε βαριά και γρήγορα. Τα χαρακτηριστικά του ήταν συνοφρυωμένα και ανήσυχα, τα μάτια του κινιόντουσαν με ταχύτητα κάτω από τα βλέφαρά του και είχε σφίξει το σώμα του, πιέζοντας τα πλεγμένα χέρια του πάνω στον θώρακά του. Το κάλεσμα του Ντην του είχε αλλάξει τον ήσυχο ύπνο, κάνοντάς τον να βλέπει εφιάλτη. «Μη!», επανέλαβε απελπισμένα, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του έσπασε, παίρνοντας έναν πιο παρακλητικό τόνο.

Παρόλο που ο Μπόμπι νωρίτερα δεν ήθελε να τον ξυπνήσει, τώρα αισθάνθηκε την ανάγκη να τον απελευθερώσει από τον εφιάλτη που τον ταλαιπωρούσε. «Τζον;», τον άγγιξε απαλά στον ώμο για να τον συνεφέρει, μα εκείνος πετάχτηκε ολόκληρος χτυπώντας το κεφάλι του στο χοντρό τζάμι, αρπάζοντας τελευταία στιγμή τον Μπόμπι από το πουκάμισό του σε μια απόπειρά του να μη γλιστρήσει και πέσει από το περβάζι. «Σε κρατάω!», ξαφνιασμένος πάσχισε να μη χάσει την ισορροπία του και σωριαστεί.

Ο Τζον ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια του, κοιτώντας τον Μπόμπι σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά και έπειτα κοίταξε τριγύρω του και προς όλες τις κατευθύνσεις. «Μπόμπ;», έγλυψε τα χείλια του και ξεροκατάπιε.

«Όλα καλά μικρέ;», το χαμόγελο του Μπόμπι ήταν καθαρά βεβιασμένο.

«Όλα καλά.», ο Τζον ξέσφιξε τις λαβές του μόλις στήριξε και πάλι το βάρος του στο περβάζι και έσιαξε το τσαλακωμένο πουκάμισο του φίλου του. «Τι έγινε; Ροχάλιζα και σας χάλασα την ανάγνωση;», χαμογέλασε μαχμουρλίδικα και αφέθηκε να γλιστρήσει στο πάτωμα.

«Πάνε ρε να ξαπλώσεις σαν άνθρωπος στο κρεβάτι που σου 'βαλαν και μη παιδεύεσαι πάνω στα περβάζια σα κεραμιδόγατος.»

«Δε κοιμάμαι ρε Μπόμπ.», χασμουρήθηκε δυνατά. «Σας ακούω τόση ώρα κι απλά έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και τον ψιλοπήρα. Δεν είστε εκεί που η τύπισσα κι ο Λούθορ κάνουν πειράματα με τον κόκκινο κρυπτονίτη;», χασμουρήθηκε βαριεστημένα ακόμα πιο δυνατά και τρίβοντας τον πιασμένο του λαιμό έφυγε προς το μπάνιο του δωματίου. Είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα λεπτά από το σημείο της ιστορίας που περιέγραψε.

«Όλα εντάξει Ντην. Ακούμπα πίσω και μη ζορίζεσαι.», ο Μπόμπι έκατσε επίτηδες στην καρέκλα μπροστά στο παράθυρο, μπλοκάροντας έτσι τελείως τον δρόμο προς το περβάζι. Τώρα ο Τζον μπορούσε να καθίσει μόνο στη δεύτερη καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του Ντην ή στο κρεβάτι συνοδού. «Έλα Σάμι συνέχισε να μάθουμε τι θα γίνει επιτέλους!»

«"Ο πόνος είναι μέρος της ζωής", λέει ο Σούπερμαν. "Όχι για 'σένα όμως!", απαντάει ο Μπαράζ.», ο Σαμ συνέχισε να διαβάζει, μα ο Ντην είχε καρφώσει το βλέμμα του στην πόρτα του μπάνιου σαν να προσπαθούσε να τη διαπεράσει και να δει μέσα. «"Ωωωχ! τι με χτύπησε; Αισθάνομαι αδύναμος σα γατάκι!", πφφ, σα γατάκι λέει πως αισθάνεται ο Σούπερμαν Ντι!», σχολίασε κοροϊδευτικά ο Σαμ. «"Έϊ, γιατί δε με κρατάς καλά; Δεν είναι αστείο! Είμαστε πάνω από τη θάλασσα! Κόφτο!", λέει εδώ ο Μπαράζ και δες Ντι, ο Σούπερμαν όντως έχασε τελείως τις δυνάμεις του κι έπεσαν στη θάλασσα!», του έδειξε το ανάλογο καρέ. «Κοίτα! Ο Σούπερμαν πνίγεται κι ο κακός του ξέφυγε, μα στην επόμενη ζωγραφιά τον έπιασε η αστυνομία με γάντζο!», επέμεινε για λίγο, μα τελείως απορροφημένος από την πλοκή της ιστορία γύρισε σελίδα με όρεξη.

Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε και ο Τζον μπήκε στον χώρο σκουπίζοντας το βρεγμένο του πρόσωπο με το μανίκι του πουκάμισού του.

«"Ανησυχώ μήπως συνέβη κάτι στον Σούπερμαν.", είπε ο αστυνομικός και πήδησε στη θάλασσα να τον σώσει. "Γιατί δε νιώθω δυνατότερος ΜΞΥΖΠΤΛΚ;", ρωτάει ο Λούθορ πίσω στο γραφείο του την πέτρα και κοίτα Ντι, η πέτρα μιλάει πάλι και του απαντάει. "Είναι όλα σχετικά Λέξι!"», η φωνή της πέτρας ήταν η καλύτερη και η πιο κωμική από όλες τις φωνές που μιμούνταν ο Σαμ.

«Μπαμπά;», ο Ντην δεν άκουγε πλέον λέξη από την ανάγνωση του Σαμ. Παρατηρούσε τον Τζον που αντί να καθίσει στη καρέκλα ή να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, μόλις είδε πως δε μπορούσε να πάει πάλι στο βολικό περβάζι, ακούμπησε αποκαμωμένα πάνω στο τροχήλατο νοσοκομειακό τραπεζάκι του κρεβατιού του Ντην, κρύβοντας το πρόσωπό του πάνω στους πήχες του.

Ο Σαμ σταμάτησε απότομα την ανάγνωση πιάνοντας το καβάλο της φόρμας του, πετάχτηκε όρθιος και σκαρφάλωσε γοργά πάνω στα κάγκελα κρατώντας το κόμικ με τα δόντια του.

«Έϊ, έϊ! Πού πας εσύ τώρα;», ο Μπόμπι πήγε να σηκωθεί για να τον πιάσει, μα ο Σαμ είχε ήδη κατέβει.

«Κράτα θείε!», του έδωσε το κόμικ. «Μη του διαβάσεις τη συνέχεια!», έφυγε τρέχοντας προς το μπάνιο. «Πρέπει να πάω κι έρχομαι!»

Ο Μπόμπι γέλασε σιγανά. «Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ απ' την ιστορία που παραλίγο να τα κάνει πάνω του.», είπε αστειευόμενος, μα παρατήρησε πως ούτε ο Τζον τον άκουσε γιατί είχε μείνει ακλόνητος στην ίδια θέση, μα ούτε και ο Ντην, που πλέον τραβώντας τα κάγκελα σαν να ανέβαινε ανεμόσκαλα, πάσχιζε να ανασηκωθεί σε καθιστή θέση και να πλησιάσει τον μπαμπά του.

«Μπαμπά;», ο Ντην κατάφερε απλώνοντας το χέρι του να φτάσει με τα ακροδάχτυλά του το κεφάλι του Τζον και να χαϊδέψει τις άκρες των μαλλιών του.

Ο Τζον στο άγγιγμα σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένος. «Ξάπλωσε βρε αγόρι μου και μη πιέζεις διαρκώς τα πλευρά σου!», τον πλησίασε γοργά και τον τράβηξε απαλά πίσω για να τον τοποθετήσει στη σωστή θέση. «Να σε ξαπλώσω τελείως να σιάξεις το κορμί σου;», τον ρώτησε όταν ο Ντην στην κίνηση, πήρε μια κοφτή συριστική ανάσα και έσφιξε τα μάτια του και τα χείλια του, καταπνίγοντας με κόπο τον λυγμό πόνου που πήγε να του ξεφύγει.

«Ξάπλωσέ τον καλύτερα Τζον, αρκετή ώρα έμεινε έτσι κι εξάλλου δε νομίζω πως θα φάει τίποτε άλλο για τώρα.», είπε ο Μπόμπι, ξεχωρίζοντας τη δυσφορία του Ντην. «Ήταν πολύ καλό παιδί. Έφαγε και τα δύο κομμάτια μηλόπιτα.», τον παίνεψε και ο Τζον χαμογέλασε σχεδόν περήφανος.

«Μπράβο τ' αγόρι μου και μπράβο θείε Μπόμπι που τον κατάφερες να τα φάει!», τον σκέπασε, μα όταν έσκυψε από πάνω του για να φτάσει και να πάρει το τηλεκοντρόλ του κρεβατιού, ο Ντην τον αγκάλιασε, τραβώντας τον κοντά του. «Τι 'ναι ρε μάγκα μου;», ο Τζον αρχικά σάστισε στην απρόσμενη αγκαλιά, μα έκανε απόλυτη ησυχία όταν ο Ντην άρχισε να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. «Μια χαρά είμαι! Μη σε νοιάζει.», βόλεψε καλύτερα το σώμα του πάνω στο κάγκελο, καθώς ο Ντην που τον συγκρατούσε ακόμα φαινόταν πως είχε και άλλα πράγματα να του πει. «Ναι τους έχουμε. Τους μάζεψε ο Μπόμπ μαζί με όλα μας τα συμπράγκαλα κι είναι στ' αμάξι.», απάντησε παραξενεμένος.

«Τι έκανα πάλι;», ο Μπόμπι δεν άντεξε και σχολίασε περιπαιχτικά στο άκουσμα του ονόματός του. «Τι μυστικά λέτε εσείς οι δυο εκεί;»

«Όχι είναι αφόρτιστοι, αλλά οι εφεδρικές τους μπαταρίες νομίζω πως είναι φορτισμένες. Γιατί τι τα…», έκοψε τη φράση του για να ακούσει τον ψίθυρο του Ντην. «Ντην δε με πειράζει, δε θέλω να…», ο Τζον κοίταξε χαμογελώντας προς τη μεριά του Μπόμπι και του έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά, ενώ τον διέκοψε και πάλι ο επόμενος ψίθυρος του Ντην. «Σου λέω δε με πειράζει!», επέμεινε.

«Πειράζει όμως εμένα!», ο Ντην γκρίνιαξε βραχνά με κανονική φωνή.

«Γιατί;»

«Πάνε!»

«Είσαι σίγουρος;»

Ο Ντην κούνησε το κεφάλι του αργά και θετικά.

«Εντάξει τότε. Πάω να τον φέρω κι έρχομαι.», ο Τζον παρέμεινε μερικά δευτερόλεπτα να παρατηρεί τον γιο του σαν να ήθελε να δει την αντίδρασή του στην ανακοίνωσή του και μόλις σιγουρεύτηκε πως ο Ντην το εννοούσε, με μια ενιαία γοργή κίνηση, του χάιδεψε και του τράβηξε τρυφερά το αριστερό του αυτί και έφυγε.

«Πού πάει ο μπαμπάκας;», ο Σαμ βγήκε από το μπάνιο μόλις ο Τζον έκλεισε την πόρτα του δωματίου πίσω του. «Πάει να πάρει καφέ;», ρώτησε χαρούμενος, τρέχοντας ξωπίσω του. Δε θα έχανε την ευκαιρία να παίξει ακόμα μια φορά με το αυτόματο μηχάνημα ροφημάτων.

«Περίμενε Σαμ!», ο Μπόμπι φρέναρε τον μικρό προτού προλάβει να φτάσει στην πόρτα. «Ντην θα μας πεις πού πάει ο μπαμπάς σας ή είναι κρατικό μυστικό;», ρώτησε ο Μπόμπι ενώ είχε ήδη καταλάβει από τα λίγα που άκουσε τι ακριβώς ήθελε ο Ντην να γίνει.

«Είπα στον μπαμπά να μας φέρει τον ένα απ' τους δύο ασυρμάτους που έχουμε και να πάρει τον άλλον και να πάει στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστεί.», ο Ντην εξήγησε βραχνά, ενώ ο Σαμ με το κόμικ πάλι στα δόντια σκαρφάλωνε το προστατευτικό κάγκελο του κρεβατιού. «Θα τον έχει πάντα δίπλα του κι έτσι αν χρειαστεί κάτι, θα μας καλέσει. Έτσι κάνουμε με τον μπαμπά όταν πάμε για γυμναστική και αφήνουμε τον Σάμι μόνο του.»

«Ωραία ιδέα αγόρι μου.», ο Μπόμπι έπιασε τελευταία στιγμή τον Σαμ από τη μπλούζα του πριν πέσει ανάσκελα και πάνω στον Ντην. «Έτσι θα ξέρουμε πως είναι ασφαλής.», συνέχισε ήρεμα, βάζοντας τον μικρό να κάτσει και πάλι δίπλα στον αδερφό του, μα η καρδιά του είχε χάσει τρεις χτύπους από τη λαχτάρα του. «Κι αν χρειαστεί κάτι ή συμβεί κάτι επείγον, να ξέρεις, εγώ θα 'μαι στο δωμάτιο και δίπλα του σε τέσσερα λεπτά.»


.


Ήταν γύρω στις επτά το απόγευμα όταν ο Τζον γύρισε πίσω.

Παρόλο που μπήκε χαμογελαστός και έτοιμος να ξαναδεί τα αγόρια του, τα οποία του είχαν ήδη λείψει τις έξι ώρες που ήταν εκτός, το χαμόγελό του έσβησε απότομα και τον έλουσε σύγκορμο το αίσθημα της έκπληξης, σαν να του είχαν στήσει φάρσα παγιδεύοντας την πόρτα και μόλις την άνοιξε του χύθηκε ένας κουβάς με παγωμένο νερό. Κανείς δε πρόσεξε την είσοδό του στο δωμάτιο γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν όλοι απασχολημένοι.

Τρέχοντας τους πλησίασε.

Ο Μπόμπι σκυμμένος πάνω από το κρεβάτι και ακουμπώντας με το στομάχι του πάνω στο προστατευτικό κάγκελο, μιλούσε ήρεμα μα συνεχόμενα. Ο Σαμ κολλητά δίπλα του, φορώντας γαλάζιες, νοσοκομειακές πυτζάμες, πατούσε με τις κάλτσες του πάνω στο στρώμα του Ντην, ενώ ήταν γραπωμένος σα μαϊμουδάκι στο κάγκελο, από την εξωτερική πλευρά και παρατηρούσε σιωπηλός.

Ο Ντην φαινόταν πως ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ξαπλωμένος στο αριστερό του πλάι σε πολύ στενή εμβρυακή στάση, έχοντας σφιχταγκαλιάσει ένα από τα μαξιλάρια του, με κλειστά μάτια, ζαρωμένη μύτη και σφιγμένα χείλια, μούγκριζε ξέπνοα, αρνητικά και πανικόβλητα, παίρνοντας ρηχές, γρήγορες ανάσες.

«…το ξέρω πως πονάς, μα δοκίμασε να πιεις τουλάχιστον μια γουλιά.», ο Μπόμπι κρατούσε ένα ποτήρι με νερό κοντά στο πρόσωπο του Ντην και προσπαθούσε να καθοδηγήσει το καλαμάκι στα χείλια του. «Μια γουλίτσα μοναχά Ντην.», τον παρακάλεσε.

«Τι συμβαίνει;», ο Τζον πήγε στην απέναντι από τον Μπόμπι και τον Σαμ πλευρά του κρεβατιού και έσκυψε για να δει καλύτερα τον Ντην. «Τι έπαθε;»

«Τζον! Πάνω στην ώρα ήρθες.», ο Μπόμπι αναστέναξε σχεδόν ανακουφισμένος μόλις τον αντιλήφθηκε. «Έχει λόξυγκα.», τον ενημέρωσε κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος μέσα από τον Ντην.

Το αγόρι μετά τον σπασμό του λόξυγκα, τινάχτηκε σύγκορμο σαν να το χτύπησε ρεύμα, άρχισε να βογκάει, κοφτά, γρήγορα και πνιχτά, σφίγγοντας περισσότερο το μαξιλάρι πάνω στο στήθος του και το πρόσωπό του, γαντζώνοντας τα νύχια του στη μαξιλαροθήκη, κουνώντας σπασμωδικά τα πέλματα και τα δάχτυλα των ποδιών του, πασχίζοντας να κουλουριαστεί όλο και πιο πολύ.

«Τρώγανε με τον Σαμ βραδινό,», ο Μπόμπι άρχισε να εξηγεί σε απολογητικούς τόνους, μόλις τα δυνατά βογκητά του Ντην υποχώρησαν σε συνεχόμενα παραπονεμένα μουρμουρητά. «μιλούσανε, έλεγαν αστεία και γελούσαν…», ένας νέος σπασμός τους διέκοψε, επαναφέροντας τον Ντην στην προηγούμενη απελπιστική του κατάσταση.

«Αυτή η σαχλαμάρα που του 'βαλαν για να μη πονάει, γιατί δεν τον βοηθάει καθόλου;», ο Τζον κούνησε νευρικά το σακουλάκι με τον ορό λες και έτσι θα το υποχρέωνε να ρίξει μεγαλύτερη ποσότητα.

«Να πατήσω το κουμπί για βοήθεια; Αν και νομίζω πως αν καταφέρει και πιει λίγο νερό θα του περάσει.», ο Μπόμπι πλησίασε και πάλι το ποτήρι με το καλαμάκι. «Παλικαράκι μου πιες λίγο, θα σου κάνει καλό.», η ευγενική φωνή του ακουγόταν με το ζόρι πάνω από τα βογκητά του Ντην.

Ο Τζον άφησε τον Μπόμπι να κρατάει το γυάλινο ποτήρι στην ίδια θέση, μα πήρε από τα δάχτυλά του το καλαμάκι και αντί να συνεχίσει απλά να το κρατά κοντά στα χείλια του Ντην, όπως έκανε εκείνος, το έσπρωξε και το βύθισε με το ζόρι μέσα στο στόμα του. «Πιες νερό Ντην!», του φώναξε απαιτητικά και ξεκίνησε να τον χτυπά γοργά και ρυθμικά με ανοιχτή παλάμη στην πλάτη, πάνω από τους πολλαπλούς μώλωπές του και τις διάσπαρτες γάζες, όπως ακριβώς έκανε όταν οι γιοι του ήταν μωρά για να χωνέψουν το γάλα τους.

Ο Ντην όμως κλαψούρισε νευρικά, ψελλίζοντας, με το καλαμάκι στο στόμα να τον εμποδίζει, κάτι που ακούστηκε σαν: «Αφ-φήστε με ήσυχο!», προσπαθώντας συνάμα να γυρίσει το κεφάλι του για να απομακρυνθεί.

«Ντην!», του φώναξε απότομα ο Τζον λες και δεν τον είχε καταλάβει ή δεν τον λυπόταν. «Μ' άκουσες τι σου 'πα;», τον ταρακούνησε ολόκληρο χτυπώντας τον τώρα δυνατότερα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, ακριβώς όπως θα έκανε αν πνιγόταν. «Μη χαϊδεύεσαι σα μικρό παιδάκι και πιες μια γουλιά!», διέταξε αυστηρά, κουνώντας επίτηδες το καλαμάκι μέσα στο στόμα του για να του τραβήξει την προσοχή γιατί ο γιος του είχε σφαλιστά μάτια. «Τώρα Ντην!»

Μιας και δεν είχε τη δύναμη να συντάξει ακόμα προτάσεις, το κλαψούρισμα του Ντην άλλαξε ηχόχρωμα και έγινε απεγνωσμένα παρακλητικό καθώς πολεμούσε να παραπονεθεί για την σκληρή και απαιτητική συμπεριφορά του πατέρα του. Τελικά υπάκουσε στην διαταγή του και ήπιε όχι μόνο μία αλλά αρκετές γουλιές, γκρινιάζοντας επίτηδες νευρικά κάθε φορά που κατάπινε, σα να ήθελε να υπερτονίσει το πόσο δύσκολο του ήταν.

«Μπράβο Ντην.», ο Τζον έβγαλε το καλαμάκι από το στόμα του γιου του μόλις σταμάτησε να πίνει νερό. «Πάει αγόρι μου! Πέρασε!», ακούστηκε υπερβολικά σίγουρος όμως αμέσως σιώπησε, αντιγράφοντας την ησυχία και την ακινησία των Μπόμπι και Σαμ, περιμένοντας μαζί τους να δει το αποτέλεσμα.

Το αποκαμωμένο παιδί συνέχισε να βογκά αδύναμα, μα με κάθε εκπνοή του, τα βογκητά του γίνονταν όλο και πιο αχνά και το σώμα του ολοένα και πιο χαλαρό. Όταν σταμάτησε η φωνή του να ακούγεται τελείως και επικράτησαν οι ξέπνοες ανάσες του, ο Τζον τον χάιδεψε απαλά στο πρόσωπο και τα μαλλιά, αποφεύγοντας τον μώλωπα πάνω από το αυτί του. «Μη φοβάσαι. Πάει, πέρασε κι αυτό.», του ψιθύρισε συνεχίζοντας να τον χαϊδεύει απαλά, γλιστρώντας το χέρι του πίσω από το λαιμό του κατεβαίνοντας αργά μέχρι τη βάση της σπονδυλικής του στήλης. «Ντην, άνοιξε λίγο τα μάτια σου να σε δω.», συνέχισε, μόλις αισθάνθηκε πως κάθε ένταση στο σώμα του παιδιού του είχε υποχωρήσει. «Γεια σου μάγκα μου.», του χαμογέλασε, μόλις τα υγρά μάτια του Ντην άνοιξαν στην προτροπή και αποκαμωμένα κέντραραν και κλείδωσαν στα δικά του. «Είσαι καλύτερα τώρα;»

Ο Ντην κολλημένος στην ίδια στάση όπως πριν, λες και φοβόταν να κουνηθεί χιλιοστό, σε στενή εμβρυακή θέση πάνω στην αριστερή του πλευρά, με τα πόδια του ενωμένα μέχρι τα πέλματα του, να κρατά αγκαλιά και να στηρίζεται πάνω στο βοηθητικό του μαξιλάρι, κούνησε ανεπαίσθητα θετικά το κεφάλι του, μα δε μπορούσε να αποκρύψει από το βλέμμα του τη θλίψη, τον πόνο και την κουρασμένη απογοήτευση.

«Θες να σε ταχτοποιήσω λίγο καλύτερα γιατί είσαι κουλουριασμένος σαν πρέτσελ;», ο Τζον ρώτησε, μα ο Ντην τσιτώθηκε απότομα και κατάφερε να μιλήσει ψελλίζοντας πανικόβλητα τη λέξη "μη" ξανά και ξανά. Το ταλαιπωρημένο παιδί δεν είχε τη δύναμη να ρισκάρει άλλο πόνο και προτίμησε να μείνει στην ίδια ανώδυνη θέση και τελείως ακίνητο. «Καλά αγοράκι μου.», τον καθησύχασε σταματώντας μέχρι και να τον αγγίζει.

Έλεγξε τον ορό στον δεξί του πήχη, τσέκαρε αν το ρινικό σωληνάκι ήταν σωστά τοποθετημένο, σήκωσε ελαφρά το σεντόνι για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στον καθετήρα του και ανασηκώνοντας ελάχιστα τη μία γωνία από το μαξιλάρι στην αγκαλιά του, βεβαιώθηκε πως και ο δεύτερος ορός στον αριστερό του καρπό δεν είχε βγει. «Θες να σου φέρω κάτι; Μήπως λίγο ακόμα νερό;», τον σκέπασε καλύτερα με το σεντόνι κουκουλώνοντας μαζί και το μαξιλάρι που αγκάλιαζε και έπειτα έριξε από πάνω και το γαλάζιο λεπτό πάπλωμα.

«Παρατήστε με και μ-μη με κουν-νάτε άλλο!», η ξέπνοη, παραπονεμένη απάντηση ήρθε άμεσα.

«Εντάξει Ντην, κανείς δε σε πειράζει. Ξεκουράσου.», τον συμβούλεψε ο Μπόμπι σιάχνοντας το πάπλωμα από τη μεριά του, έτσι ώστε να είναι καλά σκεπασμένος αλλά να μην ακουμπάει το ύφασμα πολύ στα τραύματά του.

«Τώρα είμαι κι εγώ εδώ παιδί μου.», ο Τζον του ψιθύρισε κοντά στο αυτί. «Μην ανησυχείς για τίποτα. Αν χρειαστείς οτιδήποτε να μου το πεις κατευθείαν.»

«Άσε με.», ο Ντην παρακάλεσε εξαντλημένα με κλειστά τα μάτια.

«Μπράβο Τζον.», ο Μπόμπι παραδέχτηκε βλέποντας τον φίλο του να στέκεται πεισματικά στην ίδια θέση και να παρατηρεί τον γιο του σαν να περίμενε μήπως και το παιδί του ζητούσε τελικά κάτι άμεσα. «Ευτυχώς που 'ρθες τώρα.»

«Τι "μπράβο" ρε Μπόμπ;», ρώτησε πικραμένα, ξεφυσώντας αργά την ανάσα του. Είχε ήδη μετανιώσει την αυστηρή προηγούμενη προσέγγισή του.

Ο Μπόμπι όμως δε μπορούσε να καταλάβει την αντίδρασή του. Πάντοτε, σε παρόμοιες στιγμές, θαύμαζε τον τρόπο που διαχειριζόταν ο Τζον τις δύσκολες καταστάσεις. Ήρεμος αλλά καθοριστικός, αδιάλλακτος και δίκαιος συγχρόνως, ήξερε τα όρια των αγοριών του και μπορεί να τα άγγιζε μα ποτέ δεν τα ξεπερνούσε. Ο Ντην μπορεί να ήταν σε γενικές γραμμές υπάκουος χαρακτήρας, αλλά σαν παιδί υπήρχαν πολλαπλές περιπτώσεις που ξέφευγε και χρειαζόταν συμμάζεμα. Μπορεί να άκουγε τις δικές του συμβουλές και τα λόγια του, μα σπάνια τον υπάκουγε άμεσα όπως έκανε με τον πατέρα του. Ο λόγος του Τζον ήταν νόμος για τον Ντην και ας μη καταλάβαινε πάντα το γιατί. Αυτή ακριβώς τη σχέση τους, της πλήρης εμπιστοσύνης του Ντην στον πατέρα του και της σταθερής, σίγουρης καθοδήγησης του Τζον σε περιπτώσεις που ο γιος του το χρειαζόταν, ζήλευε ο Μπόμπι. Κάποιες φορές, ειδικά στον δικό τους, ιδιαίτερο, τρόπο ζωής, τα λόγια και οι εξηγήσεις είναι περιττά και ο Τζον είχε ήδη διασφαλίσει ένα σταθερό προβάδισμα συνεννόησης και επικοινωνίας στη σχέση του με τον μεγάλο του γιο. «Δε πειράζει Τζον. Όταν θα βγείτε από 'δω δε θα υπάρχει κουμπί που θα φέρνει ιατρική βοήθεια με το παραμικρό. Μπορεί να τον ζόρισες λιγουλάκι, αλλά σ' άκουσε κι έκανε αυτό που χρειαζόταν.»

Ο Τζον ζάρωσε με δυσαρέσκεια τη γέφυρα της μύτης του όταν την προσοχή του τράβηξε ο Σαμ απέναντί του που αναστέναξε κοφτά και λυπημένα, ενώ κοιτούσε τον αδερφό του σκεπτικός και συνοφρυωμένος. «Έλα εδώ εσύ μικρέ.», τον ξεγάντζωσε από τα κάγκελα του κρεβατιού και τον πήρε στα χέρια του. «Θα την πληρώσεις εσύ τώρα τη νύφη!», τον απείλησε ψεύτικα. «Για να δω πόσο δυνατά μπορείς να με σφίξεις.», συνέχισε κουρασμένα αγκαλιάζοντάς τον και ανακουφίστηκε επιτόπου όταν ο Σαμ άρχισε να τον σφίγγει με όλη του τη δύναμη, πιέζοντας το πηγούνι του σχεδόν επίπονα πάνω στην κλείδα του. «Δυνατά ρε!», τον ενθάρρυνε να συνεχίσει, έτσι ώστε το παιδί ασυναίσθητα να ξεσπάσει με αυτόν τον τρόπο και να βγάλει όλο το στρες και το άγχος πάνω του. «Πιο δυνατά! Σαν να 'σαι βόας!», πήγε προς την καρέκλα ανάμεσα στο παράθυρο και στο κρεβάτι του Ντην κι έκατσε κρατώντας τον.

Το αγόρι μούγκρισε από την προσπάθεια μα τον άφησε απότομα ξεσπώντας σε γέλια. «Μπαμπάκα φτάνει, θα σε σκάσω!», όλη η ένταση του προηγούμενου περιστατικού χάθηκε από το μυαλουδάκι του.

«Μπράβο ρε φιλαράκο.», ο Τζον τον κούρνιασε στοργικά στον κόρφο του, τρίβοντας το μάγουλό του στο κεφάλι του. «Ήταν πολύ γερή η λαβή σου.», τον επαίνεσε σαν προπονητής, αντί να του παραδεχτεί το πόσο ανάγκη είχε κι αυτός την αγκαλιά του. «Δε μου λες Σάμι;», τον ρώτησε μόλις πρόσεξε πως Σαμ δε φορούσε τα ρούχα με τα οποία είχε έρθει αλλά παιδικές νοσοκομειακές πυτζάμες. «Τι φοράς ρε αγόρι μου; Τι έχουμε εδώ Μπόμπ;», τις έδειξε στον Μπόμπι. «Πώς τα περάσατε; Τι έχασα;»

Ο Μπόμπι κουβάλησε τη δεύτερη καρέκλα και την έβαλε δίπλα στου Τζον γελώντας μέσα από τα μουστάκια του, κουνώντας τη παλάμη του πάνω, κάτω και πλαγίως, μιμούμενος την κίνηση από τρενάκι του Λούνα Παρκ.

«Α, τόσο καλά;»

«Κοίτα,», ο Μπόμπι πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και έπειτα έξυσε νευρικά τα αξύριστα μάγουλά του. «απ' τη στιγμή που 'φυγες μέχρι που μας ειδοποίησες απ' τον ασύρματο πως θα κοιμόσουν, ήμασταν μια χαρούλα. Λίγη ώρα όμως μετά …Σάμι πόσο λες να 'ταν κάνα τεταρτάκι;»

«Κάπου τόσο.»

«Ήρθε η Δρ. Χιού μαζί με τον οφθαλμίατρο.»

«Α, ναι σωστά! Τι είπε για το μάτι του;», πετάχτηκε ο Τζον. Το είχε στο μυαλό του και ήθελε να ρωτήσει από την ώρα που ξύπνησε στο ξενοδοχείο.

«Ο οφθαλμίατρος του 'κανε κανονική εξέταση, συν κάποιες έξτρα εξετάσεις, νομίζω νευρολογικής φύσεως, που του ζήτησε επί τόπου η γιατρός και δε βρήκε κανένα θέμα. Είπε πως το αιμάτωμα στο μάτι του θα διαλυθεί από μόνο του σε μερικές μέρες.»

«Ωραία! Ευτυχώς!», ο Τζον είχε μια έγνοια λιγότερη. «Του ταχτοποίησε και το σκίσιμο;»

«Ναι όλα μια χαρά. Του το καθάρισε ξανά και του 'βαλε τελικά δύο αυτοκόλλητα ράμματα. Δε φαίνονται τώρα γιατί ακουμπάει πάνω τους.», είπε ο Μπόμπι βλέποντας τον Τζον να προσπαθεί να τα διακρίνει. «Όμως προτού καν…»

«Μπαμπάκα η γιατρός με μάλωσε!», παραπονέθηκε διακόπτοντας ο Σαμ, μην αντέχοντας την αργή εξιστόρηση του θείου του.

«"Μας" μάλωσε Σαμ, πληθυντικός. Δεν μάλωσε μόνο εσένα. Έκανε και σ' εμένα παρατήρηση.», ο Μπόμπι αντέγραψε επίτηδες τον παραπονιάρικο τόνο του.

«Σας μάλωσε; Γιατί, τι κάνατε πάλι;»

Ο Μπόμπι χαμογέλασε στραβά. «Όταν μπήκαν οι γιατροί μέσα, ο Ντην κι ο Σαμ είχαν ξεκινήσει να διαβάζουν το τεύχος του Μπάτμαν.»

«Ο Ντην διάβαζε θείε.», πετάχτηκε ο Σαμ.

«Α, να γεια σου! Αυτή τη φορά ο Ντην, ήθελε να διαβάσει ο ίδιος το κόμικ στον Σαμ και την ώρα που μιμούταν και πολύ πετυχημένα θα 'λεγα, τον Μπρους Γουέιν κι είχαμε βυθιστεί στην πλοκή, μπήκε η γιατρός και…»

«Και μας μάλωσε!», διέκοψε και πάλι ο Σαμ. «Μπαμπάκα με τράβηξε με το ζόρι και μ' έβγαλε έξω απ' το κρεβάτι που ήμουν ξαπλωμένος με τον Ντι!»

«Τον πήρε αγκαλιά, πολύ ευγενικά, για να μη κατεβάσει τα κάγκελα και τον έβαλε να κάτσει στην καρέκλα συνοδών, λέγοντας πως δεν κάνει να 'ναι τόση ώρα τόσο κοντά του, γιατί ο Ντην έχει ανοιχτά τραύματα κι ορούς κι υπάρχει υψηλός κίνδυνος μετάδοσης ιών και βακτηρίων.», συμπλήρωσε γοργά ο Μπόμπι, βλέποντας τον Τζον να σαστίζει από τη πρόταση που χρησιμοποίησε ο γιος του.

«Ναι αλλά μετά άρπαξε το κόμικ απ' τα χέρια του Ντι και το πέταξε!»

«Τι έκανε λέει;»

«Σάμι μην υπερβάλλεις, του ζήτησε το κόμικ κι ο Ντην της το 'δωσε από μόνος του κι έπειτα το 'βαλε στο συρτάρι στο κομοδίνο δίπλα του, αφού πρώτα του 'κανε κομπλιμέντο για την σπουδαία μίμησή του.», ο Μπόμπι πρόσθεσε πάλι. «Τον συμβούλευσε να μη κουράζεται τόσο πολύ γιατί είναι νωρίς ακόμα κι η αλήθεια είναι πώς όταν η γιατρός τον ρώτησε πώς αισθανόταν, ο Ντην απάντησε πως είχε ενοχλητικό πονοκέφαλο.»

«Όμως θείε, ενώ ο οφθαλμίατρος εξέταζε τον Ντι, η γιατρός σε κατσάδιαζε σα να 'σουν παιδάκι!»

Ο Μπόμπι γέλασε κοφτά και σήκωσε αμήχανα τους ώμους και τα φρύδια του μένοντας σιωπηλός.

«Τι έγινε, δεν έχεις να προσθέσεις τίποτα τώρα;»

«Μπα όχι. Ο Σάμι αυτή τη φορά τα 'πε ακριβώς όπως έγιναν.», ο Μπόμπι αν και προσπαθούσε να κάνει την απάντησή του να φανεί κωμική, τα πραγματικά γεγονότα δεν τον άφηναν. «Μου την είπε κανονικότατα και μ' απείλησε μάλιστα πώς αν δε συμμορφωνόμουν θα με πετούσε έξω.»

«Θ' αναγκαζόταν να σ' απομακρύνει, είπε να υποθέσω.», ο Τζον διόρθωσε αλλάζοντας τα λόγια της γιατρού, μη πιστεύοντας τον Μπόμπι.

«Όχι εξυπνάκια, να μην υποθέσεις τίποτα, δεν είπε καθόλου αυτό!», ο Μπόμπι διόρθωσε με την σειρά του. «Είπε αυτολεξεί: "Κύριε Γουίντσεστερ, έτσι και δε συμμορφωθείτε με τους κανονισμούς του νοσοκομείου και με τις οδηγίες που σας έδωσα και συνεχίσετε ν' επιβαρύνετε και να παρεμβαίνετε στην ανάρρωση του ανιψιού σας θα σας πετάξω έξω εγώ προσωπικά!"», ρούφηξε και έξυσε τη μύτη του φανερά ενοχλημένος.

Ο Τζον όμως γέλασε δυνατά. «Είναι πολύ καλή κι ευγενική αλλά άμα τα πάρει γίνεται πολύ…ζόρικη, πολύ γρήγορα.», η λέξη που ήθελε να χρησιμοποιήσει ήταν τελείως διαφορετική και παρέπεμπε στο θηλυκό γένος κατοικίδιου και καλύτερου φίλου του ανθρώπου, μα το συγκράτησε χάρη στην παρουσία του Σαμ. «Προχθές έτσι στη ψύχρα δε μ' έδιωξε κι εμένα απ' το δωμάτιο; Ούτε "μα" ούτε "μου", ούτε καν "θα καλέσω την ασφάλεια".»

«Δεν έχει μωρέ άδικο η γιατρός. Τον ξεσηκώσαμε σήμερα τον καημένο όλη μέρα.», ο Μπόμπι μαλάκωσε και τη δικαιολόγησε. «Και πριν που πήγε να φάει το βραδινό του, δε θα πάθαινε λόξυγκα αν δεν ήμασταν εδώ με τον Σαμ να τον κάνουμε να χασκογελάει. Τώρα σιγά να μη φάει. Ξινό του βγήκε.»

Ο Τζον έριξε μια ματιά στο δίσκο με το βραδινό του Ντην και στραβομουτσούνιασε. Από το πιάτο με τα κοφτά μακαρόνια με τυρί, έλειπαν τρεις ή τέσσερις κουταλιές. «Θα δοκιμάσω να τον ταΐσω κι εγώ αν ξυπνήσει.»

«Έλα μικρέ να φας τουλάχιστον εσύ το υπόλοιπο βραδινό σου.», ο Μπόμπι ξεσκέπασε από τον ίδιο δίσκο ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με γαλοπούλα και τυρί, που είχε δώσει η τραπεζοκόμος αποκλειστικά για τον Σαμ και του το έδωσε.

Ο Σαμ το πήρε και μηχανικά το δάγκωσε σκεφτικός. «Δ-δηλαδή μπαμπάκα υπάρχει περίπτωση να μη ξυπνήσει καθόλου ο Ντι σήμερα;», πήρε και το χάρτινο κουτάκι γάλα που του έδωσε ο Μπόμπι και αυτό δωράκι της ίδιας τραπεζοκόμου, μαζί με μια μπανάνα.

«Θα δούμε Σάμι. Υπάρχει η πιθανότητα όμως όντως να μη μπορέσει να ξυπνήσει και να το τραβήξει μέχρι αύριο το πρωί.»

«Μικρέ νομίζω πως τον παρακουράσαμε σήμερα τον αδερφό σου.», βρήκε ο Μπόμπι ευκαιρία να δώσει στον Σαμ να καταλάβει πως οι αντοχές του Ντην δεν ήταν ίδιες όπως πριν. Ήταν μια καλή ευκαιρία για να συνειδητοποιήσει από μόνος του πως ο μεγάλος του αδερφός έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο και αυτοί να φύγουν για την μάντρα και να τον αφήσουν να αναρρώσει. «Πριν φύγει η γιατρός, τον ταχτοποίησε και τον συμβούλεψε να ηρεμίσει και να πάρει ένα μεσημεριανό υπνάκο κι ενώ δε περίμενα να την ακούσει, ο Ντην κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.»

Ο Σαμ κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του μασουλώντας το σάντουιτς. «Έβαλε κι εμένα για ύπνο με το ζόρι στο κρεβάτι σου μπαμπά!», πετάχτηκε απότομα σχεδόν θιγμένος μόλις το θυμήθηκε και ο Μπόμπι γέλασε με τον πολύ συγκεκριμένο παραπονιάρικο τόνο που είχε υιοθετήσει ο μικρός του ανιψιός όταν πλέον αναφερόταν στην γιατρό.

«Κι εσύ τι έκανες;»,

«Τι να 'κανα μπαμπάκα; Κοιμήθηκα αναγκαστικά!»

«Πολύ καλά έκανε τότε!», δήλωσε ο Τζον, ενώ του τίναζε τα ψίχουλα από το στόμα και τις καινούργιες γαλάζιες νοσοκομειακές πυτζάμες που φορούσε. «Τα ρούχα σου όμως δεν μου 'πες ακόμα τι έπαθαν!», συνειδητοποίησε πως δεν είχε πάρει την εξήγηση για την αλλαγή της γκαρνταρόμπας του γιου του.

«Θα σου πω εγώ μη βιάζεσαι!», είπε ο Μπόμπι. «Κι αφού κι οι δύο ήταν χορτάτοι και κοιμόντουσαν, έτσι μπόρεσα κι εγώ να ησυχάσω λίγο και να φάω και το μεσημεριανό του Ντην που θα πήγαινε χαμένο.»

«Κάπου εδώ αισθάνομαι πως θ' ακούσω ένα "αλλά"», ο Τζον διάβασε τη διάθεση και τον τόνο του Μπόμπι.

«Αλλά», ο Μπόμπι συνέχισε στενάζοντας, «λογαριάσαμε την ησυχία μας χωρίς να υπολογίσουμε τον ερασιτεχνικό θεατρικό σύλλογο συνταξιούχων εκπαιδευτικών του Φάργκο.»

«Θείε όχι.», ο Σαμ κλαψούρισε, ακούμπησε το μέτωπό του στο λαιμό του μπαμπά του πιέζοντας το ένα αυτί του πάνω στο στήθος του και τον αγκάλιασε σφιχτά κλείνοντας και το άλλο του αυτί με τον ώμο του, σε μιαν απόπειρα να αποκόψει την ακοή του όπως έκανε νωρίτερα με τον Μπόμπι.

«Τι 'ναι ρε φιλαράκο; Τι λέει ο θείος;», δοκίμασε να τον σπρώξει με το στήθος του για να τον ξεκολλήσει, μα ο Σαμ σφίχτηκε πάνω του ακόμα πιο δυνατά. «Α μάλιστα, βλέπω πως είναι σοβαρά τα πράγματα. Για πες εσύ.»

«Τ' αγόρια κοιμόντουσαν του καλού καιρού, μόλις είχα φάει ωραιότατες κοτόπουλο – κροκέτες με ρύζι και baby καρότα, είχα πάρει φρέσκο καφέ και διάβαζα τον Κόμη Ντάκουλα ήσυχα κι ωραία εδώ δίπλα στο παράθυρο.», ξεκίνησε ο Μπόμπι σαν να έλεγε παραμύθι. «Άνοιξε που λες, στα καλά καθούμενα, η πόρτα κι εμφανίστηκαν δυο χαμογελαστά, ασώματα κεφάλια, με ουράνιο τόξο αφάνα περούκες, στρόγγυλες, κόκκινες μύτες και πολύχρωμο μακιγιάζ.»

Ο Τζον γέλασε κοφτά. «Καφέ έπινες Σίνγκερ ή τίποτε άλλο;»

«Μου κάνουν νόημα πως θέλουν να μπουν μέσα και φυσικά εγώ τους λέω ψιθυριστά να μην έρθουν κι ενοχλήσουν γιατί ο ασθενής κοιμάται, όμως ο Ντην μας άκουσε, ξύπνησε κι αμέσως με ρώτησε με ποιον μιλούσα. Μόλις τον άκουσαν οι ασώματες κεφαλές να μιλάει, πήραν θάρρος και χορεύοντας μπήκαν μέσα όλο νάζι και χαρά.»

«Καλά είναι σοβαροί;», ο Τζον σοβάρεψε κωμικά γρήγορα. «Πες μου ότι τρόμαξαν τον Ντην ενώ ησύχαζε, να πάω ν' αρπάξω απ' τον γιακά αυτόν που 'χε τη φαεινή ιδέα να τους αφήσει!»,

«Αντιθέτως! Ο Ντην 'φχαριστήθηκε την σύντομη παράσταση και τα ταχυδακτυλουργικά τους κόλπα.», ο Μπόμπι ανασηκώθηκε από συνήθεια κι έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ντην που κοιμόταν. «Του 'φτιαξαν μάλιστα ένα γαλάζιο σπαθί κι ένα κίτρινο στέμμα από μπαλόνια. Μέχρι που τον έπιασε λόξυγκας φορούσε το στέμμα στο κεφάλι του.», ο Τζον κοίταξε το κομοδίνο όπου του τα έδειχνε ο Μπόμπι. «Ο σύλλογός τους έρχεται συχνά πυκνά για να φέρει λίγη χαρά, όπως μας είπε και η μία εξηντάχρονη κυρία κλόουν, στα παιδάκια ασθενείς. Πότε ντύνονται κλόουν, πότε υπερήρωες ή χαρακτήρες παραμυθιών. Η άλλη εξηντάχρονη κυρία κλόουν που έμαθε για τα σπασμένα πλευρά του Ντην, του 'πε πως και η ίδια πριν από σαράντα χρόνια είχε σπάσει τα πλευρά της και του 'δωσε κουράγιο, λέγοντάς του πως σε λίγες μέρες δε θα πονάει και τόσο και τον συμβούλεψε μάλιστα να 'χει κοντά του και ν' αγκαλιάζει ένα μαξιλάρι όταν θέλει να χασμουρηθεί, να βήξει, ή να φτερνιστεί κι όπως βλέπεις ο Ντην ακολούθησε τη συμβουλή της και με τον λόξυγκα.»

«Ε, εντάξει τότε, ποιό είναι το πρόβλημα; Σάμι, τι 'ναι ρε;»

«Μπαμπάκα μου μη ρωτάς.», κλαψούρισε πάλι ο Σαμ.

«Γιατί βρε; Ότι τι; Στεναχωρήθηκες που σ' έβαλε η γιατρός με το ζόρι να κοιμηθείς κι έχασες το σόου και το δικό σου μπαλονένιο σπαθί;», ο Τζον προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή του Σαμ γαργαλώντας τον μερικές φορές στο λαιμό, όμως εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου.

«Μετά από λίγη ώρα όμως,», ο Μπόμπι απάντησε στο απορημένο βλέμμα του Τζον. «ήρθε ένας τρίτος, εβδομηντάρης κλόουν και με μία παλιά κόρνα αμαξιού άρχισε να κορνάρει απ' την πόρτα για να τους δώσει και καλά σήμα πως η παράσταση τελείωσε και πως ήρθε η ώρα να φύγουν.», έκανε μια παύση κουνώντας το κεφάλι του απογοητευμένα. «Και… αυτό ήταν.», έδειξε τον Σαμ που συνέχιζε να κρύβεται.

«Τον Σάμι ξυπνήσανε και τρόμαξε τελικά;»

«Η λέξη "τρόμαξε" φίλε μου είναι πολύ λίγη για να εκφράσει ή να περιγράψει το τι έπαθε σήμερα ο Σαμ.», ο Μπόμπι φαινόταν πραγματικά ενοχλημένος. «Ξύπνησε το ταλαίπωρο απ' τον βαθύ του ύπνο με τον πιο άτσαλο τρόπο και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τους δύο κλόουν πάνω απ' τον Ντην και τον τρίτο στην πόρτα, να μπλοκάρει στην ουσία, την μοναδική τους έξοδο.»

«Ωχ, κι έχει αποκτήσει κι ένα θεματάκι με τους κλόουν τους τελευταίους μήνες τώρα που το λες.»

«Θεματάκι;», ο Μπόμπι γέλασε με το υποκοριστικό της λέξης. «Πετάχτηκε όρθιος τσιρίζοντας και μη ξέροντας μέσα στον πανικό του, τι να κάνει, πώς να προστατευτεί αλλά και πώς να προστατέψει και τον Ντην…», ο Μπόμπι έκανε παύση και χάιδεψε τον Σαμ στην πλάτη. «Το γενναίο το μικρό σου τ' αγόρι Τζον, παρόλη την τρομάρα του, ήθελε να προστατέψει και τον αδερφούλη του που δε μπορεί να σηκωθεί. Έτσι δεν είναι Σάμι;», τον ρώτησε κι ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του αργά και θετικά. «Μέχρι και τα παπούτσια του τους πέταξε για να τους απομακρύνει.», γέλασε και πάλι κοφτά.

«Καλά οι κλόουν γιατί δεν ξεκουμπίστηκαν μόλις είδαν ότι τον τρομάζουν; Κι εσύ τι στα κομμάτια έκανες;»

«Όλα έγιναν τόσο απότομα που σαστίσαμε τελείως!», απολογήθηκε έντονα ο Μπόμπι. «Εγώ κατευθείαν πήγα κοντά του για να τον καθησυχάσω, μα δυστυχώς, η μία κυρία ήρθε μαζί μου θέλοντας να βοηθήσει κι ο Σαμ μην έχοντας που αλλού να πάει για να σωθεί, στριμώχτηκε στη γωνία μεταξύ τοίχου και ντουλάπας και… παρέλυσε.»

Ο Τζον κοίταξε απέναντί του τον υπερβολικά στενό χώρο δίπλα στην ντουλάπα απορημένος.

«Ναι, κι εγώ δε ξέρω πώς τα κατάφερε και ζουλήχτηκε και χώρεσε εκεί μέσα.», ο Μπόμπι πίεσε τα χείλια του μεταξύ τους με πόνο στην ανάμνηση του πανικόβλητου Σαμ σφιχτά κουλουριασμένο στο πάτωμα, με τα γόνατά του να ακουμπάνε στο στήθος του και τα χέρια του να καλύπτουν το κεφάλι του σαν να ήταν μια μικροσκοπική μπαλίτσα, να κλαίει με λυγμούς και να φωνάζει απεγνωσμένα τον Ντην και τον μπαμπά του να τον σώσουν, μόλις κατάφερνε από τους συνεχείς λυγμούς να προλάβει να μαζέψει αρκετό αέρα στα πνευμόνια του και μπορούσε να φωνάξει.

«Γ-γδάρθηκε;», ο Τζον φοβήθηκε μέχρι και να ξεστομίσει την ερώτησή του. Τράβηξε μαλακά τη λαιμόκοψη στη πυτζάμα του Σαμ και κοίταξε από το κενό την πλάτη του, ελπίζοντας πως η αλλαγή ρούχων του να μην έγινε επειδή λέρωσε με αίμα τα προηγούμενα.»

«Όχι ευτυχώς δε χτύπησε πουθενά, αλλά είχε άλλου είδους "ατυχηματάκι" και γι' αυτό αλλάξαμε ρούχα.», ο Μπόμπι μορφάζοντας μετανιωμένα, έσιαξε επίτηδες το παντελόνι του Σαμ για να τονίσει τι χρειαζόταν αλλαγή. «Και τώρα ενώ κι εγώ κι ο Ντην του 'παμε χίλιες φορές πως δε πειράζει, ντρέπεται πολύ.»

Ο Τζον έσφιξε προστατευτικά τον γιο του σχεδόν εξαφανίζοντάς τον μέσα στην αγκαλιά του, ψιθυρίζοντάς του καθησυχαστικά λόγια, μα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκλήρυναν και σκοτείνιασαν.

«Δεν ήθελε να σ' το πούμε αλλά του εξήγησα πως θα καταλάβαινες και πως δε θα σε πείραζε.»

Ο Τζον συνέχισε να τον αγκαλιάζει παρηγορητικά και σιωπηλά αποφεύγοντας την οπτική επαφή με τον Μπόμπι. «Τελικά τους έστειλες στ…», σκόνταψε τον λόγο του κάνοντας μια αναγκαία παύση για να αναδιατυπώσει την ερώτησή του. «Τελικά τους έδιωξες;»

«Ο Ντι τους έδιωξε μπαμπάκα.», ο Σαμ σταμάτησε να κρύβεται και να κλείνει τα αυτιά του καθώς η άβολη αφήγηση του περιστατικού είχε ολοκληρωθεί και τα πάντα είχαν φανερωθεί. Δειλά τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει τη διάθεσή του.

«Τι έκανε λέει; Ο Ντην; Πώς;», ο Τζον δε το περίμενε, όμως ο Μπόμπι κατάφερε να τον φέρει στα όριά του. «Μπόμπ, μόνο μην τυχόν μου πεις πως ο Ντην σηκώθηκε πάλι!»,

«Γιατί είχες καμιά αμφιβολία ή μήπως ελπίδα πως μετά το πρωινό του πέσιμο δε θα δοκίμαζε ποτέ ξανά να σηκωθεί;», ο Μπόμπι κάγχασε σχεδόν ειρωνικά. «Φυσικά κι ο γιόκας σου ετοιμάστηκε να 'ρθει για να βοηθήσει την κατάσταση.», γέλασε αμήχανα για να ελαφρύνει το κλίμα και τον εκνευρισμό του Τζον.

Το μάτι του Τζον όμως γυάλισε. «Ρε Σίνγκερ είσαι σοβαρός; Τι στο διάολο;», του φώναξε έξω φρενών.

«Μη μου φωνάζεις εμένα Γουίντσεστερ!», ο Μπόμπι τον διέκοψε εξίσου νευριασμένος και ετοιμάστηκε να πει πολλά περισσότερα, όμως το βλέμμα του έπεσε στον Σαμ που τους κοιτούσε με γουρλωμένα, απορημένα μάτια και ταυτοχρόνως άκουσε ένα σιγανό, φοβισμένο κλαψούρισμα από το κρεβάτι.

Ο Τζον άφησε ευθύς τον Σαμ και σηκώθηκε την ίδια στιγμή με τον Μπόμπι σε τέλειο συγχρονισμό, για να ελέγξουν τον Ντην που είχε αντιδράσει στον ύπνο του από την απρόσμενη και δυνατή ένταση φωνής. Αν και ανέπνεε κοφτά και γρήγορα, γραπώνοντας το μαξιλάρι στην αγκαλιά του, είχε σφιχτά κλειστά τα μάτια του και δε φαινόταν ξύπνιος. Του χάιδεψε καθησυχαστικά το σβέρκο και τον ώμο και εκείνος μισάνοιξε αντανακλαστικά για μερικά δευτερόλεπτα τα βλέφαρά του και το αποκαμωμένο του βλέμμα περιπλανήθηκε μεθυσμένα χωρίς να κεντράρει κάπου συγκεκριμένα. «Ευτυχώς δε ξύπνησε.», ενημέρωσε ψιθυριστά ο Τζον όταν η αναπνοή του Ντην έγινε και πάλι ήρεμη και ρυθμική και τα μάτια του έκλεισαν, αφήνοντας μιαν ελάχιστη υγρή χαραμάδα κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες του. «Πραγματικά σε ησυχία δεν έμεινε σήμερα. Υποτίθεται πως δεν πρέπει να ταράζεται και πως πρέπει να ξεκουράζεται.», αφού βεβαιώθηκε πως ο Ντην όντως κοιμόταν, έκατσε στην καρέκλα του και πήρε πάλι αγκαλιά τον Σαμ.

Ο Μπόμπι όμως παρέμεινε να παρατηρεί τον μεγάλο ανιψιό του. «Τι και πρώτα να 'κανα ρε Τζον;», ψιθύρισε και δικαιολογήθηκε απελπισμένα αναστενάζοντας. «Προσπαθούσα να βγάλω το ένα από κεί που 'χε χωθεί όταν αντιλήφθηκα τι πάει να κάνει το άλλο.», συνέχισε στους ίδιους τόνους.

«Ξέρω Μπόμπ, έχεις δίκιο. », ήταν ότι πιο κοντινό μπορούσε ο Τζον να ξεστομίσει που να μοιάζει με συγνώμη. Δεν ήθελε πραγματικά να υψώσει τον τόνο της φωνής του και να ταράξει τους γιους του και μετάνιωσε πικρά για το ότι τα έβαλε με τον φίλο του που ήταν ο μόνος που είχε για στήριγμα. «Έλα, κάτσε και μη στέκεσαι όρθιος.»

Ο Μπόμπι μπόρεσε να καθίσει και πάλι. «Μόλις κατάφερε να κατεβάσει τα κάγκελά του, ευτυχώς του γλίστρησαν κι έκαναν θόρυβο και τον πρόλαβε και τον συγκράτησε στη θέση του η κλόουν με τα πρώην σπασμένα πλευρά. Ο Ντην δεν της έφερε αντίρρηση και ξάπλωσε αλλά τους ζήτησε να φύγουν. Πώς ακριβώς τους το 'πε Σάμι; Ήταν πανέξυπνο.», γέλασε κοφτά και αφού σκέφτηκε λίγο συνέχισε. «Εχμ, "Κυρίες μου θα σας πρότεινα για τελευταίο ταχυδακτυλουργικό κόλπο να κάνετε αυτό της εξαφάνισης!" κι εκείνες κατάλαβαν πως είχε δίκιο και ξεκουμπίστηκαν κακήν κακώς.»

«Α, δε σηκώθηκε τελικά.», ο Τζον αισθανόταν άσχημα που βιάστηκε.

«Θα σ' το 'λεγα αλλά εσύ άρχισες να φωνάζεις.»

«Ναι ρε Μπόμπ, βιάστηκα! Δεν έπρεπε να σου φωνάξω. Ανησύχησαν τζάμπα και τ' αγόρια.», τράβηξε απαλά το αυτί του Σαμ που δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στο πρόσωπο παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο τη φορά. «Δε θύμωσα μαζί σας Σάμι, μην ανησυχείς αγοράκι μου. Ούτε με τον θείο Μπόμπι, ούτε μ' εσένα και φυσικά ούτε με τον Ντην.», τον καθησύχασε, έπλεξε τα χέρια του πάνω στο στήθος του γιου του και τον ακούμπησε πάνω στο δικό του.

«Εσύ μπορεί να μη θύμωσες με μας όμως εγώ τα πήρα πολύ άσχημα με τη Δρ. Χιού όταν ήρθε μετά.», ο Μπόμπι ξεσπάθωσε.

Όταν οι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί και ερασιτέχνες ηθοποιοί κατάλαβαν πως είχαν δημιουργήσει θέμα, πήγαν άμεσα να ενημερώσουν το προσωπικό. Η Δρ. Χιού μόλις το έμαθε, έτρεξε κατευθείαν στο δωμάτιο για να ελέγξει την κατάσταση και τον ιδιαίτερο ασθενή της. Αφού βεβαιώθηκε πρώτα πως ο Ντην ήταν καλά, καταπιάστηκε με το να βοηθήσει τον Μπόμπι να βγάλει τον Σαμ από εκεί που είχε σφηνώσει. Του το ζήτησαν ήρεμα, τον δελέασαν με λιχουδιές και υποσχέσεις, μετά σοβάρεψαν και δοκίμασαν να τον συμβουλέψουν, μα στο τέλος κατέληξαν να τον παρακαλάνε και οι δύο. Μόνο όταν ο Ντην του φώναξε να βγει γιατί ήθελε να τον δει, ο Σαμ υπάκουσε και ξεκόλλησε με δυσκολία από την κρυψώνα του. Η γιατρός τον εξέτασε κι αφού μπόρεσαν να τον καθησυχάσουν και να τον πείσουν όλοι μαζί πως οι κλόουν ήταν ακίνδυνοι και πως δε θα ερχόντουσαν ποτέ ξανά πίσω, βοήθησε τον Μπόμπι να τον πλύνει και ζήτησε να τους φέρουν και καθαρές πυτζάμες.

Από την ώρα βέβαια που ο Σαμ βγήκε και η γιατρός ανακοίνωσε πως ήταν καλά, ο Μπόμπι ξεκίνησε τον εξάψαλμο.

«Για στάσου ρε Μπόμπ. Τι εννοείς καθ' όλη τη διάρκεια;»

«Απ' την ώρα που με διαβεβαίωσε πως είναι απολύτως υγιής μέχρι που έφυγε απ' το δωμάτιο.»

«Κι αυτή τι έκανε;»

«Τη δουλειά της σωστά και μου 'δινε διαρκώς δίκιο.»

Ο Τζον χαμογέλασε στραβά. «Και τι σου φταίει η Δρ. Χιού μωρέ;»

«Κάποιος έπρεπε να τ' ακούσει!», ο Μπόμπι ξεφύσησε. «Που μ' αφήσανε άσχετους επισκέπτες να μπούνε στην ειδική, και καλά, πτέρυγά τους.»

«Σιγά να μη τους αφήσανε επίτηδες. Οι συνταξιούχοι θα μπερδεύτηκαν κι ήρθαν.»

«Τζον, δε θα βάλω τον Σάμι γιατί είναι επισκέπτης κι αλλουνού ευθύνη αλλά έχουν στη φροντίδα τους ένα θύμα πρόσφατης επίθεσης και κακοποίησης κι ενώ γνωρίζουν πως είναι πρώην προστατευόμενος μάρτυρας του F.B.I., αφήνουν τόσο εύκολα όποιον να 'ναι; Θα μπορούσε να 'ταν κάποιος που θα ερχόταν να πάρει εκδίκηση και να τον αποτελειώσει.», ο Τζον έκανε μορφασμό θέλοντας να τονίσει την υπερβολή του Μπόμπι. «Θα μπορούσε να τρομάξει, όπως τρόμαξε ο Σάμι και να πάθαινε κρίση πανικού.», τώρα ο Τζον συμφώνησε σιωπηλά κάνοντας τον αντίστοιχο μορφασμό, μα αμέσως χαμογέλασε πονηρά.

«Μπορεί να ήσουν εσύ βέβαια λίγο παραπάνω φουντωμένος απ' την προηγούμενη κατσάδα της και βρήκες ευκαιρία να της την πεις.»

«Αυτό δε μπορώ να το επιβεβαιώσω αλλά ούτε και να τ' αρνηθώ.», ο Μπόμπι γέλασε. «Τέλος πάντων τώρα ό,τι έγινε, έγινε, τ' άκουσε απ' την καλή κι απ' την ανάποδη κι εγώ ξελάφρωσα!»

«Μου 'φερε και μπογιές και μπλοκ ζωγραφικής μπαμπάκα!», ο Σαμ θυμήθηκε άξαφνα.

«Βέβαια! Να σε κάψω Γιάννη να σ' αλείψω μέλι ή κηρομπογιές στη περίπτωσή μας!», γκρίνιαξε ο Μπόμπι

Ο Σαμ τον κοίταξε όλο απορία. «Σάμι με λένε θείε. Θυμάσαι;», διόρθωσε με αφέλεια.

«Βρε άντε πάνε κι εσύ να φέρεις τις ζωγραφιές σου να τις δείξεις στον πατέρα σου.», ο Μπόμπι τον βούτηξε, τον κατέβασε από την αγκαλιά του Τζον και τον έσπρωξε μαλακά προς την κατεύθυνση του κρεβατιού του συνοδού, όπου ο Σαμ είχε απλωμένα λευκά χαρτιά και κηρομπογιές σαν να ήταν σχεδιαστήριο. «Τζον,», ξεκίνησε να λέει σιγανά αφού σιγουρεύτηκε πως ο Σαμ ήταν απασχολημένος με το να μαζεύει τις ζωγραφιές του, διαλέγοντας τις καλύτερες. «νομίζω πως ο Ντην ξέρει.»

«Τι εννοείς;», ο Τζον ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε ο Μπόμπι.

«Ο Ντην πρέπει να κατάλαβε πως θα φύγουμε σήμερα με τον Σάμι και πως αυτός θα μείνει εδώ γιατί πριν μου 'κανε διάφορες, ύποπτες ερωτήσεις.»

«Τύπου;»

«Πόσο καιρό κάνουν τα πλευρά να δέσουν, αν επιτρέπεται ν' αφήσουν τον Σαμ να κοιμηθεί μαζί σου εδώ στο δωμάτιο, ποιός προσέχει τον Ράμσφελντ όταν λείπω κι άλλα τέτοια.»

Ο Τζον πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Ε, δεν είναι χαζός ούτε και μωρό. Μάλλον το 'χει ήδη καταλάβει αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί.»

«Ήταν ολοφάνερο πως προσπαθούσε να με "ψαρέψει", αλλά κι εγώ μπορεί να μη του το 'πα ξεκάθαρά μα του εξήγησα κάποια πράγματα κι αν και φάνηκε δυσαρεστημένος νομίζω πως το ψιλοπήρε απόφαση. Σύρμα.», ψιθύρισε χαμογελώντας βεβιασμένα αλλάζοντας επίτηδες διάθεση. «Για δες Τζον τ' αριστουργήματα.», έκανε νόημα στον Σαμ, που ερχόταν προς το μέρος τους περπατώντας διστακτικά σαν να ντρεπόταν, να βιαστεί.

«Να μπαμπάκα, έκανα πρώτα αυτή.», έδειξε στον Τζον μια ζωγραφιά ενός δωματίου που έμοιαζε καταπληκτικά με το νοσοκομειακό δωμάτιο, με κεντρικό θέμα ένα κρεβάτι με μια βασική ανθρώπινη φιγούρα ξαπλωμένη και σκεπασμένη, με μια γιγάντια κόκκινη κάπα να κρέμεται από το ένα πλάι του και με σωληνάκια να βγαίνουν από διάφορα μέρη του σώματός του και να συνδέονται με κρεμασμένα μπουκαλάκια. «Είναι ο Ντι σα Σούπερμαν, αλλά επειδή κουνιόταν συνέχεια δε μπόρεσα να τον ζωγραφίσω όπως είναι.», δικαιολόγησε την απλότητα του σχεδίου του.

«Φανταστική και θυμίζει και λίγο την ιστορία από το κόμικ που μας διάβαζες νωρίτερα.»

«Ναι!», ο Σαμ χάρηκε διπλά που ο μπαμπάς του έπιασε τον συσχετισμό. «Ακριβώς όπως κι ο Σούπερμαν έτσι κι ο Ντην τώρα είναι σαν να έχασε τις δυνάμεις του.»

«Και τι δείχνει; Ποιοί είναι αυτοί;», η φιγούρα Σούπερμαν - Ντην στη ζωγραφιά εκτός από τα σμιχτά, θυμωμένα φρύδια και το λυπημένο αντίστροφο χαμόγελο, είχε απλωμένο το χέρι του και με το μοναδικό του δάχτυλο, σημάδευε δυο ακόμα φιγούρες με πολύχρωμα ρούχα, κοντά σε κάτι που έμοιαζε με πόρτα.

«Είναι οι παλιοκλόουν που ήρθαν μπαμπά κι ο Ντι που τους λέει να φύγουν.», απάντησε ο Σαμ σχεδόν αγγίζοντας το δάχτυλο του Ντην της ζωγραφιάς, όπως ο Θεός στη νωπογραφία του Μικελάντζελο "Η δημιουργία του Αδάμ".

«Κι εσύ με τον Μπόμπ πού είστε;», ο Τζον ρώτησε επίτηδες.

«Πφφ, ξέρω κι εγώ;», η διάθεση του Σαμ έχασε την προηγούμενη ζωντάνια της. «Μάλλον εδώ δίπλα.», έδειξε στο κενό εκτός χαρτιού, όπου κανονικά αν υπήρχε χώρος θα βρισκόταν η ντουλάπα και ο τοίχος. «Κι ο θείος στο πάτωμα να προσπαθεί να με τραβήξει έξω από τη γωνία.», αμήχανα σκούπισε με τον ώμο του το μάγουλό του και ξεροκατάπιε.

«Φοβήθηκες πολύ τους κλόουν Σάμι μου;», ο Τζον τόλμησε να ρωτήσει τον γιο του.

Ο Σαμ σκούπισε τώρα νευρικά το άλλο μάγουλό του με τον ώμο του και δάγκωσε τα χείλια του. «Κοίτα μπαμπά τι ζωγράφισε ο Ντην ενώ εγώ ζωγράφιζα αυτή τη ζωγραφιά.», χαμογελώντας άλλαξε θέμα, ελπίζοντας να το προσπεράσουν χωρίς συνέχεια. «Είναι αστείος!»

Ο Τζον παρατήρησε για μερικά δευτερόλεπτα τον γιο του που ήθελε απεγνωσμένα να αφήσουν πίσω για πάντα το δύσκολο περιστατικό με τους κλόουν και πήρε τη ζωγραφιά του Ντην στα χέρια του. «Μα, αυτό δεν είναι ζωγραφιά.», μουρμούρισε μπερδεμένος. «Τι λέει εδώ;», πάσχισε να διαβάσει το πολύχρωμο, ανορθόγραφο, με τρεμουλιαστές γραμμές, σύντομο κείμενο του γιου του.

ΔΕ ΜΠΩΡΩ ΝΑ ΒΑΨΟ ΜΟΝΟ ΜΕ 3 ΜΠΟΓΗΕΣ!

ΑΦΙΣΤΕΜΕ ΝΑ ΦΙΓΩ ΑΠΟ ΔΩ ΤΩΡΑ!

Ο Σαμ γέλασε με τον μορφασμό του πατέρα του ερμηνεύοντάς τον ως κωμικό. «Ο Ντι λέει πως είναι πινακίδα και πως θα την βάλει πάνω από το κρεβάτι του.», δοκίμασε μαλακά να του την πάρει για να του δώσει την επόμενη, μα εκείνος την συγκράτησε σφίγγοντάς την στα δάχτυλά του.

Ο μικρός Σαμ αυτή τη φορά δεν είχε διαβάσει σωστά τα σιωπηλά συναισθήματα του μπαμπά του. Η έκφρασή του δεν έδειχνε κωμική και ευχάριστη διάθεση, μα αντιθέτως, βαθύ προβληματισμό.

Ο Τζον μπορούσε άνετα να παραβλέψει τελείως τα ορθογραφικά λάθη αλλά και να εκλάβει το παραπονεμένο κείμενο του Ντην ως οριακά χιουμοριστικό - σαρκαστικό με μια γερή δόση αλήθειας. Ο αγαπημένος τύπος χιούμορ του Ντην. Μα αυτό που τον έκανε να σταθεί και να παρατηρεί ξανά και ξανά προσεχτικά τις λέξεις, ήταν οι ευθείες γραμμές των γραμμάτων. Όλες οι κάθετες και οριζόντιες γραμμές, είχαν διακεκομμένο και τρεμουλιαστό ίχνος, πράγμα που αποδείκνυε πως ο Ντην δυσκολευόταν πλέον μέχρι και να γράψει. Ο Τζον έμεινε να τις κοιτάει αδιάκοπα και να αναρωτιέται πόσους και ποιούς άλλους τομείς της καθημερινότητας του γιου του επηρέαζε ο βαρύς τραυματισμός και η επίθεση του τέρατος. Και κυριότερα, για πόσο καιρό.

«Μου ζήτησε να την κολλήσω πάνω στην κονσόλα, δίπλα στο κουμπί κλήσης, αλλά τη γλιτώσαμε γιατί δεν είχαμε κολλητική ταινία.», ο Μπόμπι την πήρε από τα χέρια του Τζον αποφασίζοντας πως ο φίλος του είχε περάσει αρκετή ώρα στο να τη χαζεύει και σταδιακά να σοβαρεύει όλο και περισσότερο με κάθε έξτρα δευτερόλεπτο που την μελετούσε. «Έλα Σαμ δείξε την επόμενη. Είναι η αγαπημένη μου!», αναφώνησε ο Μπόμπι κρατώντας τη πινακίδα του Ντην πίσω από τη πλάτη του.

Ο Τζον ρούφηξε τη μύτη του νευρικά και πήρε στα χέρια του την ζωγραφιά του Σαμ. Το πρόσωπό του άλλαξε αμέσως και έλαμψε από χαρούμενη έκπληξη. «Φιλαράκο…», έχασε προς στιγμήν τα λόγια του. «Αυτή είναι εκπληκτική! Μα πώς;», κοίταξε απορημένος τον Μπόμπι που ανασήκωσε τους ώμους του μη ξέροντας πώς να εξηγήσει το μικρό θαύμα.

Στη ζωγραφιά υπήρχαν αυτή τη φορά τρεις ισομεγέθεις φιγούρες και μία σαφώς μικρότερη. Αν και πάλι ήταν απλοϊκή και με μοναδικό εργαλείο σχεδιασμού και χρωματισμού τις δύσκολες στο χειρισμό, χοντροκομμένες κηρομπογιές η θεματολογία και η απόδοση ήταν ξεκάθαρη.

«Είναι οι Εκδικητές μπαμπά!», ο Σαμ χάρηκε τα κομπλιμέντα του Τζον. «Αλλά είμαστε εμείς οι Εκδικητές! Να κοίτα.», έδειξε με το δάχτυλό του τη πρώτη φιγούρα. «Αυτός είσαι εσύ αλλά είσαι και ο Θορ.»

«Ο Θορ ε;», ο Τζον χαμογέλασε πλατιά βλέποντας και καμαρώνοντας την ζωγραφισμένη φιγούρα του, με τους τεράστιους μύες στα μπράτσα, την κυματιστή, κόκκινη μπέρτα στην πλάτη, το φτερωτό στέμμα στα κοντά, καστανά μαλλιά του και το υπερβολικά μεγάλο σφυρί στο δεξί του χέρι. «Μ' αρέσω! Το εγκρίνω!», χτύπησε επιδοκιμαστικά με το δάχτυλό του τη ζωγραφιά ακριβώς πάνω στους κεραυνούς του σφυριού.

«Κι αυτός εδώ είναι ο θείος Μπόμπι.», έδειξε τη δεύτερη φιγούρα.

«Εμένα μ' έκανε Iron Man!», ο Μπόμπι χαμογελούσε πλατιά, υπερβολικά περήφανος.

«Α, έτσι τον λένε αυτόν τον τύπο; Βλέπω είσαι με πλήρη στολή, ασορτί τζόκεϊ καπέλο…»

«Αντί για κράνος!»

«και…και τι 'ναι αυτές οι φωτιές κάτω απ' τις μπότες του;», ο Τζον έφερε τη ζωγραφιά πιο κοντά για να ξεχωρίσει τις λεπτομέρειες. «Προωθητήρες;»

«Ναι μπαμπάκα! Προωθητικές μπότες για να πετάει!», ο Σαμ ανακοίνωσε με στόμφο, όμως ο Τζον γέλασε κοφτά και κοροϊδευτικά.

«Και ξέρεις γιατί μ' έκανε Iron Man ο Σαμ;»

«Γιατί είχε ήδη κάνει Θορ εμένα κι έπρεπε να διαλέξει έναν κατώτερο χαρακτήρα;»

«Όχι μπαμπάκα. Γιατί είμαι σίγουρος πως ο θείος Μπόμπι είναι τόσο έξυπνος και θα μπορούσε άνετα να φτιάξει την πανοπλία του Iron Man με τα τόσα ανταλλακτικά και εξαρτήματα που έχει ήδη στη μάντρα του.»

«Τ' άκουσες εξυπνάκια; Μπράβο τ' ανιψούδι μου!»

«Απ' τη σαβούρα της μάντρας του το πολύ να 'φτιαχνε πανοπλία σαν αυτή που φορούσε ο Τενεκεδένιος Άντρας στον Μάγο του Οζ. Θα 'βλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη, θα 'βαζε τα κλάματα και φυσικά θα σκούριαζε!», το επίπεδο των προσβολών άρχισε να αγγίζει αυτό των παιδιών της τρίτης δημοτικού.

«Πφφ, απλά ζηλεύεις!»

«Κοίτα τα μπράτσα μου!», ο Τζον ξεχάστηκε και αναφώνησε μα αμέσως το μετάνιωσε και δαγκώνοντας κωμικά τα χείλια του, σηκώθηκε από την καρέκλα του για να δει αν είχε καταφέρει να ξυπνήσει τον γιο του. «Ο Θορ νικάει τον Iron Man, Σίνγκερ!», ψιθύρισε έντονα και έκατσε. Ο Ντην ευτυχώς κοιμόταν.

«Και καλά! Κοίτα τους προωθητήρες και τον οπλισμό μου!», ψιθύρισε και ο Μπόμπι. «Και στην τελική τουλάχιστον ο Iron Man είναι σέξι, ζάμπλουτος γήινος και ιδιοφυία κι όχι ξενέρωτο εξωγηινάκι με φτεράκια στο κεφάλι του. Πουπουλοκέφαλε!»

«Εξωγήινος; Ο Θορ είναι θεός! Ο θεός του κεραυνού!», ήταν ολοφάνερο πως ο Τζον είχε μια πολύ γενική ιδέα από τον κόσμο και τους χαρακτήρες των κόμικς. «Θα 'κανε κονσερβοκούτι για ανακύκλωση τον Iron Man σε λίγα λεπτά. Σάμι εξήγα του!»

«Όμως μπαμπά δεν έχει σημασία.», ο Σάμι διέκοψε προτού ο Μπόμπι προλάβει να αρχίσει να γκρινιάζει. «Δεν έχει σημασία, γιατί ο Θορ κι ο Iron Man είναι φίλοι, όπως εσύ κι ο θείος, οπότε δεν θα ξοδεύουν τις δυνάμεις τους για να μαλώνουν μεταξύ τους αλλά συνεργάζονται μαζί για να πολεμούν τους κακούς και τα τέρατα.»

Ο Τζον χάρηκε την απάντηση του Σαμ περισσότερο από την ζωγραφιά του. Ο μικρός, αν μη τι άλλο, είχε ταλέντο στη ρητορική. «Δε ξέρω τι κάνουν αυτοί οι δύο πάντως ο Τζον Θορ θα νικούσε τον Iron Μπόμπ.»

«Στην ξεροκεφαλιά και στην ανυπομονησία μπορεί.», γέλασε ο Μπόμπι.

«Η νίκη είναι νίκη!», ο Τζον του έκλεισε το μάτι και βάλθηκε να χαζεύει την τρίτη φιγούρα στη σειρά. «Κι αυτό το τυπάκι με τη μεγάλη ασπίδα και τα πράσινα μάτια κάτω απ' τη μπλε μάσκα, βάζω στοίχημα πως είναι ο Ντην μας. Χαίρομαι που δε βλέπω σωληνάκια κι ορούς σ' αυτή τη εκδοχή του.», μουρμούρισε την τελευταία του πρόταση. «Κάποιον μου θυμίζει αλλά δε θυμάμαι ακριβώς το όνομά του. Ο "κάτι" Αμέρικα;»

«Ο Κάπτεν Αμέρικα!», παρουσίασε ο Σαμ. «Και του 'κανα την ασπίδα επίτηδες πολύ μεγάλη για να μας προστατεύει όλους μας από τους εχθρούς στη μάχη.»

«Σωστή η σκέψη σου μικρέ.», ο Τζον χάιδεψε με το δάχτυλό του το κίτρινο αστέρι πάνω από στην κόκκινη, άσπρη, και μπλε ασπίδα. Ο συγκεκριμένος ήρωας των κόμικς μπορεί να χρησιμοποιούσε την ασπίδα για να προστατέψει την ομάδα του, όμως ο Ντην είχε ήδη γίνει ο ίδιος η ανθρώπινη ασπίδα για να σώσει τον Σαμ.

«Και πόσο πολύ του ταιριάζει αυτός ο χαρακτήρας.», σχολίασε ο Μπόμπι υπερτονίζοντας τη λέξη "πόσο".

«Αν ο Ντην…», ο Σαμ κόμπιασε και η διάθεσή του άλλαξε στιγμιαία. «Αν είχε εκείνο το βράδυ αυτή την ασπίδα μπορεί να μη…», σχεδόν βόγκηξε τα λόγια του, μα δε μπόρεσε να ολοκληρώσει.

«Κι αυτός εδώ ο μικρούλης ποιός είναι;», ο Τζον το άφησε επίτηδες ασχολίαστο και προχώρησε στην τελευταία φιγούρα. «Μη μου πεις πως είσαι εσύ Σάμι;»

«Εγώ είμαι.», ο Σαμ με κόπο βγήκε από τις σκέψεις του.

«Μα, ποιός ήρωας είσαι;», ο Τζον κοίταξε κοφτά τον Μπόμπι σαν παιδί που το ρωτούν κάτι στο μάθημα και περιμένει βοήθεια από τους συμμαθητές του. «Γιατί δε φοράς στολή;»

«Είμαι ο Δρ. Μπρούς Μπάνερ μπαμπάκα.»

«Ποιός είναι πάλι αυτός; Πρώτη φορά τον ακούω. Πραγματικά ρε παιδιά, κάθε βδομάδα σκαρφίζονται κι έναν νέο ήρωα.»

Ο Μπόμπι γέλασε. «Αυτόν τον ξέρεις κι εσύ Τζον. Είναι η ανθρώπινη κατάσταση του Χάλκ.»

«Α, μάλιστα, φυσικά και τον ξέρω. Αλλά ο Χάλκ δεν είναι γιγάντιος και καταπράσινος;»

«Μόνο όταν είναι Χάλκ. Κανονικά είναι απλός ανθρωπάκος σαν εμένα κι εσένα. Και τον Σαμ.»

«Καλά, εσύ γιατί και πώς τα ξέρεις όλα αυτά;», ο Τζον του μουρμούρισε ψιθυριστά.

«Το γιατί είναι μεγάλη κουβέντα, όσο για το πώς, είπαμε, στον ελεύθερο χρόνο μου βλέπω…»

«Ξέρω, "εκπαιδευτική τηλεόραση". Πολύ ελεύθερο χρόνο έχεις ρε Μπόμπ.»

«Μ' έκανα έτσι γιατί δεν νευρίασα ακόμα για να γίνω Χάλκ. Αν νευριάσω θα γίνω τεράστιος και πράσινος.»

«Α, ώστε έτσι λοιπόν;»

«Ναι. Και γιατί μου έσπασε το πράσινο όταν έκανα τα μάτια του Κάπτεν Αμέρικα και δεν είχε πια μύτη η κηρομπογιά για τις λεπτομέρειες.»

«Μπράβο ρε φιλαράκο.», επανέλαβε χαμογελώντας περήφανα ο Τζον.

«Τι, μόνο αυτές έφερες;», ο Μπόμπι προσπάθησε να διακρίνει τα χαρτιά πάνω στο κρεβάτι του συνοδού. «Καμιά δεκαριά δεν ζωγράφισες; Πού 'ναι οι υπόλοιπες;»

Ο Σαμ πήρε τις ζωγραφιές του από τα χέρια του Τζον. «Αυτές οι δύο είναι οι καλύτερες κι αυτή που έκανε ο Ντι, η πιο αστεία.»

«Ε, βέβαια, μόνο τα καλύτερα δείχνουμε στον μπαμπά.», ειρωνεύτηκε ο Μπόμπι. «Άντε πάνε να κάνεις μερικές ακόμα και να μας αφήσεις να τα πούμε λίγο με τον μπαμπά σου και την ευαίσθητη αισθητική του.»

Ο Σαμ χάζεψε για μερικά δευτερόλεπτα τον αδερφό του κι αφού είδε πως κοιμόταν ήσυχα και βαθιά, έφυγε αναστενάζοντας προς το αυτοσχέδιο σχεδιαστήριό του, απογοητευμένος που δε μπορούσε να παίξει μαζί του.

«Εσύ τι λέει Τζον, κατάφερες να ξεκουραστείς καθόλου;»

«Ναι μια χαρά.», ο Τζον τεντώθηκε στην καρέκλα του. «Μάζεψα κι όλα τα πράγματά από το δωμάτιο και τα 'βαλα στο Impala.», χασμουρήθηκε και αφού έβγαλε από τη τσέπη του το κλειδί του αυτοκινήτου, το παρέδωσε στον Μπόμπι. «Μετά πλήρωσα, οπότε μόλις θα 'ρθεις απ' το Γκράντ Φόρκς με τ' αγροτικό σου, το μόνο που θα 'χεις να κάνεις θα 'ναι να πάρεις τον Σαμ και τα δυο του σακίδια από το πορτ μπαγκάζ.»

«Το δωμάτιο όμως θα το πλήρωνα εγώ μικρέ!», γκρίνιαξε ο Μπόμπι.

«Ε, εντάξει τότε, μια χαρά. Με τα λεφτά που μου 'δωσες το πλήρωσα.», η απάντησή του ήταν άμεση. «Α, και σου 'φερα και μερικά απ' τα πραγματάκια που θέλω να πουλήσω, ως προκαταβολή.», έβγαλε από την άλλη του τσέπη ένα πάνινο σακουλάκι και το έδωσε στον Μπόμπι.

«Τζον,», ο Μπόμπι σφύριξε έκπληκτος, «αυτά κοστίζουν πολύ περισσότερα απ' το ποσό που σου 'δωσα.»

«Είπαμε, θα τα βρούμε όταν έρθω με τον Ντην στη μάντρα σου. Δε το 'παμε;»

«Πού τα βρήκες ρε συ όλα αυτά; Σ' ένα μέρος;», ο Μπόμπι έβγαλε ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι που είχε για πέτρα ένα κατακόκκινο, μεγάλο ρουμπίνι.

«Τα συγκεκριμένα ναι. Στάθηκα πολύ τυχερός στην προ – προηγούμενη δουλειά μου.», παραδέχτηκε ο Τζον. «Πριν από κάνα μήνα, δούλεψα μιαν υπόθεση στη Νεμπράσκα. Κλασσικό στοίχειωμα σπιτιού, τίποτα πολύπλοκο, παρά μόνο λίγες ώρες έρευνας μέσα στο ίδιο το σπίτι.», πήρε το δαχτυλίδι από τα χέρια του Μπόμπι και το κοίταξε αφηρημένα. «Βρήκα τη σωρό του πνεύματος κλειδωμένη σ' ένα κρυφό δωμάτιο πανικού. Η αρχική ιδιοκτήτρια του σπιτιού, είχε κρυφτεί εκεί μέσα γι' άγνωστο λόγο, παγιδεύτηκε, πέθανε και στοίχειωσε το ίδιο της το σπίτι.», το έριξε και πάλι μαζί με τα υπόλοιπα. «Όταν την ξετρύπωσα, φορούσε ακόμα όλα της τα κοσμήματα και οι τσέπες της ήταν γεμάτες χρυσές λίρες.»

Ο Μπόμπι στραβομουτσούνιασε κοιτώντας μέσα στο σακουλάκι. «Και… και τα πήρες;»

«Όχι θα τ' άφηνα να καταστραφούν μαζί της!», ο Τζον κάγχασε. «Εξάλλου την αλάτισα και την έκαψα την τύπισσα κι έκανα και μια τελετή εξαγνισμού στα κοσμήματα για καλό και για κακό. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να 'ναι στοιχειωμένα.»

«Το θυμάσαι όμως τον κανόνα πως μοιραζόμαστε ή παίρνουμε ό,τι βρούμε από μια δουλειά, μόνο όταν δεν υπάρχουν νόμιμοι κληρονόμοι, έτσι;», ο Μπόμπι πέρασε αμήχανα το δάχτυλό του πάνω από το φρύδι του. Ποτέ του δε του άρεζε να κάνει κήρυγμα για τους κανονισμούς και για το πώς γενικότερα λειτουργεί η κοινότητα των Κυνηγών, μα ούτε και να μοιράζει επιπλήξεις στους παραστρατημένους συναδέρφους του. «Κανονικά ό,τι βρήκες πάνω στη σωρό ανήκει πλέον στους απογόνους της ή στους νέους ιδιοκτήτες του σπιτιού.»

«Οι οποίοι νέοι ιδιοκτήτες, μετά το "καθάρισμα" δεν έβρισκαν τα λόγια για να μ' ευχαριστήσουν που τους απάλλαξα απ' το φάντασμα που κόντεψε να τους σκοτώσει την κόρη και τους είχε κάνει τη ζωή άνω κάτω απ' την ημέρα που μετακόμισαν!»

«Ναι όμως…», ο Μπόμπι κόμπιασε επιμένοντας, ενώ κοιτούσε μιαν φαρδιά, χρυσή γυναικεία αλυσίδα, κυλώντας στα δάχτυλά του σχεδόν νευρικά, έναν – έναν τους κρίκους της σαν να ήταν κομπολόι.

Ο Τζον τον διέκοψε απηυδισμένος. «Μπόμπ, ο ιδιοκτήτης με ρώτησε πολλαπλές φορές τι πρέπει να κάνει για να με ξεπληρώσει κι εγώ…»

«Κι εσύ δε του πήρες σεντ, γιατί είχες ήδη βρει το θησαυρό της μακαρίτισσας στο σπίτι του κι αντί να του τα δώσεις και να ζητήσεις την ανάλογη αμοιβή, το 'παιξες υπεράνω.», ξεφυσώντας οδήγησε την αλυσίδα μέσα στα κοσμήματα και έδεσε το σακουλάκι.

Ο Τζον χαμήλωσε το βλέμμα του προς το πάτωμα και σοβάρεψε απότομα. «Κοίτα, αν είναι να το κάνεις θέμα δε χρειάζεται να μπλεχτείς…», πίεσε τις κλειδώσεις των δαχτύλων του αποσυμπιέζοντάς τες σχεδόν ταυτόχρονα, βγάζοντας έναν ενιαίο ανατριχιαστικό ήχο και πήγε να πάρει το σακουλάκι με τα κοσμήματα από τα χέρια του Μπόμπι, όμως εκείνος το τράβηξε πίσω.

«Εντάξει Τζον ό,τι έγινε, έγινε!», παραδέχτηκε πολύ γρήγορα για να τον καλμάρει. «Αφού τα πήρες τώρα πάει, τελείωσε το θέμα.»

«Φέρ' τα 'δω! Δε χρειάζεται να λερώσεις τα χέρια σου με τα "κλοπιμαία" μου.», ο Τζον δοκίμασε να του τα αρπάξει πάλι όμως ο Μπόμπι με γρήγορους ελιγμούς του χεριού του κατάφερε να του ξεφύγει.

«Έλα κόφτο λέμε και μην γίνεσαι τόσο μυγιάγγιχτος!», φώναξε ψιθυριστά μόλις άρχισε να χάνει έδαφος. «Έλα ξεκόλλα, μας βλέπει ο Σαμ.», μουρμούρισε και ο Τζον σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει τον γιο του. «Μην ανησυχείς. Θα τα πάω στον δικό μου και θα σου δώσω την διαφορά όταν θα 'ρθετε με το καλό.», έβαλε γοργά το σακουλάκι στην κωλότσεπή του για να το εξαφανίσει.

Ο Τζον γύρισε πάλι προς το μέρος του όμως διατήρησε το βλέμμα του χαμηλωμένο. Ο Σαμ τελικά δεν είχε πάρει χαμπάρι την συζήτησή τους και συνέχιζε να παραμιλάει και να σιγοτραγουδάει μόνος του, ζωγραφίζοντας ανέμελα με όρεξη. «Μπόμπ…δεν έχω πολλές επιλογές ξέρεις.», ψιθύρισε με σκυμμένο κεφάλι. «Και τώρα μ' αυτό που 'γινε και με τα έκτακτα έξοδα του Ντην, ήθελα τα μετρητά γιατί δε ξέρω πότε θα μπορέσω ξανά ν' αρχίσω να βγάζω τ' απαραίτητα κι οι μέρες και τα έξοδα τρέχουν. Έχω καβάτζα ένα καλό πόσο, αλλά…»

«Τζον!», ο Μπόμπι τον χτύπησε στην πλάτη. «Μπούρδα πέταξα, μη μου δικαιολογείσαι για τίποτα! Την ξέρω πολύ καλά την κατάντια μας κι όπως όλοι μας τα 'χω περάσει κι εγώ.», του χαμογέλασε ντροπαλά και τον ταρακούνησε για να του ξεκολλήσει το χαμηλωμένο βλέμμα. «Σε ξέρω. Δεν είσαι απ' τους ευκαιριατζήδες. Αν όντως θεώρησες πως έπρεπε να τα πάρεις, σ' εμπιστεύομαι πλήρως. Καλά έκανες και μην ακούς τις σαχλαμάρες που πετάω ώρες - ώρες!», τον κούνησε και πάλι λίγο πιο δυνατά καθώς ο φίλος του δεν είχε αλλάξει έκφραση.

«'Ντάξει τότε.», ο Τζον απάντησε βραχνά ευχαριστώντας την κατανόησή του με τον ιδιαίτερό του τρόπο. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του.

«Λοιπόν, λέω να πηγαίνω σιγά - σιγά.», ο Μπόμπι χτύπησε φιλικά τον μηρό του Τζον και σηκώθηκε. «Καλύτερα να πάω να τον περιμένω εγώ τον πατέρα της ρεσεψιονίστ, παρά ν' αργήσω.», ακούμπησε πάνω στα κάγκελα του Ντην και τον χάζεψε για λίγο. «Μη ξυπνήσει κι ο μικρός κι έχουμε τα δικά σου τα μεσημεριανά.», ψιθύρισε, πήγε να του χαϊδέψει το ροδαλό του μάγουλο, μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε, φοβούμενος μην τον ανησυχήσει και απλά του έσιαξε ελάχιστα το σεντόνι για να δικαιολογήσει την κίνησή του. «Λες μέχρι να 'ρθω να χορτάσει ύπνο και να 'χουμε θέματα;»

«Έλα εσύ πρώτα πίσω και βλέπουμε και κάνουμε ανάλογα.», ο Τζον φαινόταν ακόμα μαγκωμένος από την προηγούμενη συζήτησή τους.

«Στον Σαμ λέω τίποτα ή…;»

Ο Τζον πήρε το άνορακ του Μπόμπι από την πλάτη της καρέκλας, όπου ήταν κρεμασμένο και του το 'δωσε κάνοντάς του αρνητικό νεύμα. «Άσ' τον. Ας μην τον ξεσηκώσουμε τζάμπα. Απλά φύγε.», είπε σχεδόν άηχα, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Σαμ που ήταν ακόμα απασχολημένος και βυθισμένος στη ζωγραφική του. «Αν σε φωνάξει, μη γυρίσεις. Το 'χω.», σηκώθηκε και αυτός για να ετοιμαστεί.

«Τα λέμε σ' ένα τριωράκι.», χωρίς να βάλει το άνοράκ του, πήγε με γοργά βήματα προς την πόρτα, την άνοιξε και έφυγε κλείνοντάς την μαλακά πίσω του. Στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα, όταν άκουσε τον Σαμ να τον φωνάζει μέσα από το δωμάτιο, μα όταν κατάλαβε πως η πόρτα δεν επρόκειτο να ανοίξει πίσω του και σταμάτησε να ακούγεται το παραμικρό, απομακρύνθηκε.


.


Όπως πριν φύγει, έτσι κι όταν γύρισε μετά από τρεις ώρες περίπου, ο Μπόμπι κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του νοσοκομειακού δωματίου του Ντην, προσπαθώντας να αφουγκραστεί το εσωτερικό του.

Ο πατέρας της ρεσεψιονίστ που προσφέρθηκε να τον μεταφέρει, ήταν τελικά ένας πολύ ευγενικός και πρόσχαρος τύπος. Στη διαδρομή από το ξενοδοχείο στο Φάργκο ως το μοτέλ στο Γκράντ Φόρκς, έκανε ανάλαφρη, ευχάριστη ψιλοκουβέντα και το μόνο που τον ρώτησε για την προσωπική ζωή του, ήταν ποιά ήταν η δουλειά του πίσω στο Σιού Φόλς και αν ο ανιψιός του είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο. Προφανώς τα νέα για την κακοποίηση των Γουίντσεστερς είχαν καταφέρει να βγουν κι έξω από το νοσοκομειακό κτίριο. Τον πήγε μέχρι και το μοτέλ και φυσικά έπαιξε τον βαριά θιγμένο όταν ο Μπόμπι έβγαλε χρήματα για να του ξεπληρώσει έστω τη βενζίνη. Αφού αντάλλαξαν προφορικά τα βασικά τους στοιχεία και τη συνηθισμένη πρόσκληση για μπύρες αν ποτέ ο ένας επισκεπτόταν την πόλη του άλλου, αποχαιρετίστηκαν και οι δρόμοι τους χώρισαν.

Ογδόντα μίλια και μιάμιση ώρα μετά, ο Μπόμπι συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει πίσω στο πάρκινγκ του νοσοκομείου του Φάργκο, μόνο όταν τράβηξε το χειρόφρενο και βγάζοντας το κλειδί από τη μίζα σταμάτησε να λειτουργεί το ραδιόφωνό του. Σε ολόκληρη τη διαδρομή έπαιζαν διαρκώς και μπερδεμένα διάφορα κομμάτια και σκηνές από ό,τι είχε βιώσει τις τελευταίες τρεις μέρες. Το άγχος του να προλάβει να έρθει από το Σιού Φόλς για να σώσει τα ανίψια του, η στιγμή που τα βρήκε μέσα στο κρύο Impala, η διάγνωση του δήθεν Τζον στο μοτέλ, η απαγωγή του νεαρότερου Γουίντσεστερ από το τέρας, οι άγρυπνες, ατελείωτες ώρες στο ξενοδοχείο του Φάργκο με τον ψυχολογικά τραυματισμένο Σαμ, η πρωινή επίσκεψή του στο νοσοκομείο και το πρωταρχικό σοκ όταν είδε την απελπιστική κατάντια του αγαπημένου του ανιψιού.

Έβαλε το αυτί του πάνω στην πόρτα και κράτησε την αναπνοή του. Η ησυχία ήταν εκκωφαντική. Ξεφυσώντας αργά την παγιδευμένη του ανάσα αφήνοντάς την ελεύθερη, έτριψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού νευρικά σαν να ετοιμαζόταν να πιάσει κάτι καυτό και άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα.

Το πρώτο πράγμα που διέκρινε στο χαμηλό φωτισμό του δωματίου, ήταν τον κεραμιδόγατο Τζον να κάθεται στην αγαπημένη του θέση, στο περβάζι του παραθύρου, να έχει απλωθεί φαινομενικά τελείως άβολα με τα πόδια μπλεγμένα πάνω στις σωληνώσεις του καλοριφέρ και ενώ κρατούσε στα χέρια ένα από τα κόμικς του Σαμ χάζευε με προβληματισμένο βλέμμα έξω από το τζάμι. Μόλις αντιλήφθηκε την είσοδό του, του χαμογέλασε κουρασμένα και κάθισε κανονικά κάνοντάς του νόημα με το κόμικ που κρατούσε να μπει μέσα.

«Κοιμούνται;», ο Μπόμπι ρώτησε άηχα, περπατώντας αθόρυβα.

«Ναι και οι δύο.», ο Τζον απάντησε βραχνά και σιγανά μα όχι ψιθυριστά. «Έχει ώρα. Δεν επρόκειτο να τους ξυπνήσεις, μην ανησυχείς.»

Στο νοσοκομειακό κρεβάτι ο Ντην ήταν ξαπλωμένος ακριβώς όπως τον είχε αφήσει πριν από τρεις ώρες όταν είχε φύγει. Κουλουριασμένος στο αριστερό του πλάι, γόνατα λυγισμένα και κολλημένα, να σφιχταγκαλιάζει το βοηθητικό του μαξιλάρι, όμως δίπλα από το κρεβάτι του Ντην και κολλητά πάνω στα προστατευτικά κάγκελα, ήταν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση και κοιμόταν παραδομένος σε βαθύ ύπνο ο μικρός Σαμ, πάνω στις δυο καρέκλες συνοδών, οι οποίες ήταν ενωμένες αντικριστά έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα πολύ κοντό για το μπόι του παιδιού κρεβατάκι. Το χεράκι του ήταν περασμένο ανάμεσα από τα κάγκελα και στη χούφτα του κρατούσε σφιχτά τη γωνία από το μαξιλάρι όπου στηριζόταν ο αδερφός του.

«Δεν ήθελε να ξαπλώσει μόνος του στο κρεβάτι συνοδού κι ήθελε να κοιμηθεί μαζί με τον Ντην,», ο Τζον απάντησε χωρίς να ερωτηθεί. «αλλά επειδή η γιατρός του τ' απαγόρευσε, έφτιαξε από μόνος του αυτοσχέδιο κρεβάτι.»

«Όχι που δε θα 'βρισκε τρόπο!», ο Μπόμπι πλησίασε το κρεβάτι του Ντην και ακούμπησε το στομάχι του πάνω στα κάγκελα για να στηριχθεί και να τον παρατηρήσει καλύτερα. Οι γάζες στις πληγές της πλάτης του Ντην ήταν καινούργιες, στο μέτωπό του υπήρχε μια φρέσκια παγοκύστη με γαλάζια γέλη και δεν ήταν πια κουκουλωμένος με το πάπλωμά του, μα σκεπασμένος με το σεντόνι, το οποίο κάλυπτε μόνο τη λεκάνη του. «Τούτο τι κάνει;», πέρασε το χέρι του πάνω από τον μηρό του, χαϊδεύοντας απαλά μια κάθετη, μαβιά, άσχημη μελανιά σαν να ήθελε να την σβήσει και προς στιγμή ξαφνιάστηκε από την έντονη θερμότητα στη κρύα του παλάμη.

«Ανέβασε πυρετό.», ο Τζον αναγνώρισε την απορία του Μπόμπι και αφού σηκώθηκε προσέχοντας ιδιαιτέρως να μην κουνήσει τις καρέκλες του Σαμ, άγγιξε κι αυτός τον Ντην στο ύψος της γάμπας του, έπειτα στο μπράτσο του και τέλος στο σβέρκο του. «Ευτυχώς πρέπει να του 'πεσε λιγάκι γιατί τώρα είναι πιο δροσερός.»

«Γιατί όμως να 'χει πυρετό;»

Ο Τζον δάγκωσε ελαφρά τα χείλια του κι ανασήκωσε τους ώμους του κοφτά και νευρικά. «Δε ξέρω. Πριν από κάνα σαρανταπεντάλεπτο πέρασε η νοσοκόμα για νοσηλεία κι αυτή ήταν που βρήκε πως ο Ντην έχει όχι μόνο πυρετό αλλά και χαμηλή οξυγόνωση.», ο Μπόμπι παρατήρησε εκείνη ακριβώς τη στιγμή πως ο Ντην δεν φορούσε πια το ρινικό σωληνάκι οξυγόνου αλλά κανονική μάσκα. «Φώναξε τον γιατρό βάρδιας κι αφότου εκείνος τον εξέτασε και συνεννοήθηκε τηλεφωνικώς και με την Δρα. Χιου του φόρεσαν τη μάσκα, έναν έξτρα ορό κι είπε πως θα τον παρακολουθεί όλη τη νύχτα.»

«Τι ορός είν' αυτός;», ο Μπόμπι έπιασε το τέταρτο σακουλάκι σαν να ήταν προϊόν και ήθελε να διαβάσει την ετικέτα για να καταλάβει τι είναι. «Και γιατί ν' ανεβάσει πυρετό;», μουρμούρισε ρητορικά και λυπημένα.

«Δε ξέρω ρε Μπόμπ. Τους ρώτησα, μου εξήγησαν οι άνθρωποι κάποια πράγματα. Αλλά…», ο Τζον αναστέναξε απαυδισμένος. «Μπα. Θα σταματήσω να τους ρωτάω. Αφού δε μπορώ να καταλάβω τι μου λένε. Έχω την εντύπωση πως κι αυτοί δεν είναι σίγουροι για τίποτα. Αυτό που ξέρω είναι πως έχει πυρετό, ο οποίος περιμένουν να πέσει με την αγωγή, χαμηλό οξυγόνο, το οποίο διορθώνει η μάσκα, σίγουρα δεν πονάει καθόλου γιατί μου 'παν πως του 'βαλαν κάτι δυνατό μέσα σ' αυτό για να μπορεί να αναπνέει βαθιά και να μη φοβάται να κουνηθεί,», έδειξε έναν από τους ορούς του Ντην, «με διαβεβαίωσαν πολλαπλές φορές πως κοιμάται και πως δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη πως έπεσε ή πως θα πέσει πάλι σε κώμα, θα μας έχουν στην έγνοια τους σήμερα το βράδυ και θα περιμένουμε μέχρι αύριο το πρωί για να δούμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα. Όταν θα 'ρθει με το καλό η Δρ. Χιου θα μας πει αν θα χρειαστεί περαιτέρω εξετάσεις ή κι άλλη φαρμακευτική αγωγή.», η απάντησή του αποδείκνυε πως ο Τζον είχε ήδη κάνει πάρα πολλές ερωτήσεις, χωρίς να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε να ακούσει.

«Δε ξύπνησε καθόλου δηλαδή;»

«Ούτε για λίγο.», ο Τζον τον χάιδεψε έντονα σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει έστω κι εκείνη τη στιγμή. «Πριν που τους ενημέρωσα πως κοιμάται απ' την ώρα που 'παθε λόξυγκα τ' απόγευμα, προσπαθήσαμε κι οι τρεις να τον κάνουμε ν' ανοίξει τα μάτια του, μα δεν τα καταφέραμε.», του έσφιξε το χέρι και τον άφησε. «Τελικά ο γιατρός είπε πως αφού σε γενικές γραμμές είναι σταθερός, να τον αφήσουμε στην ησυχία του μέχρι το πρωί και θα δούμε.»

«Τζον θέλεις να μείνουμε με τον Σαμ; Να πάω να ξαναπιάσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο;», ο Μπόμπι μετά από αυτά που άκουσε δεν ήθελε να φύγει και να αφήσει ολομόναχο τον φίλο του χωρίς έστω ψυχολογική συμπαράσταση. «Δε θα 'ρχεται ο Σαμ κάθε μέρα για ν' αφήσουμε τον Ντην ν' αναρρώσει, αλλά θα μπορούμε να καθόμαστε εναλλάξ οι δυο μας κοντά του. Καλύτερα δεν θα 'ναι δύο άτομα παρά ένα;»

«Αν δεν ήταν ο Σαμ, πραγματικά θα σου 'λεγα να μείνεις.», παραδέχτηκε βραχνά και κουρασμένα ο Τζον.

«Ε, δε θα τον φέρνουμε!», επέμεινε ο Μπόμπι. «Το πολύ να μιλάει με τον Ντην λίγα λεπτά απ' τον ασύρματο.»

«Όχι Μπόμπ. Καλύτερα να φύγετε για το Σιού Φόλς. Όχι τόσο για τον Ντην όσο για τον Σάμι περισσότερο.»

«Γιατί; Τι έγινε;»

«Δεν έγινε κάτι συγκεκριμένο, όπως πριν με τους κλόουν, μα περνώντας τις τελευταίες τρεις ώρες αποκλειστικά μαζί του, μιας και ο Ντην κοιμόταν, κατάλαβα ρε 'συ τι εννοούσες.»

«Τι "εννοούσα";»

«Δεν είναι καλά ο Σάμι, Μπόμπ.», ο Τζον πήγε προς το κρεβάτι συνοδού και μάζεψε τα διάσπαρτα χρωματισμένα χαρτιά, από το μπλοκ ζωγραφικής του Σαμ. «Μπορεί να μην έχει μελανιές, διάσειση και σπασμένα κόκαλα σαν τον Ντην, μα πλέον είμαι σίγουρος πως δεν είναι καλά.», αναστέναξε διατηρώντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στα χαρτιά. «Δ-δε ξέρω πώς να σ' το περιγράψω μα συνειδητοποίησα πως τελικά έχει αλλάξει πολύ μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα.», κόμπιασε, προσπαθώντας στην αρχή να διαλέξει κάποιες από τις ζωγραφιές, κρατώντας τες ξεχωριστά, μα στο τέλος αποφάσισε να τις πάρει μαζί του όλες. «Αφότου έφυγες και μιας και δεν είχε τι άλλο να κάνει μόνος του, δε σταμάτησε να ζωγραφίζει.», του έδωσε την πρώτη ζωγραφιά.

Ο Μπόμπι γέλασε κοφτά και κοροϊδευτικά. «Ο Ρούφους είν' αυτός;», έδειξε μια φιγούρα στη ζωγραφιά που έμπαινε από μια μπαλκονόπορτα κρατώντας ένα πιστόλι και σημάδευε μιαν άλλη τεράστια σκοτεινή φιγούρα που στεκόταν απειλητικά πάνω από δύο σαφώς μικρότερες. «Ρε, τον πέτυχε ο μπαγάσας! Μουστάκι, φαβορίτες, σκουλαρίκι, διαστάσεις σώματος! Σε πειράζει να την κρατήσω αυτήν και να του τη δώσω;», ρώτησε χαμογελώντας. «Τον πήρα χθες τηλέφωνο να του πω τα ευχάριστα για τον Ντην μα δεν το σήκωσε. Ποιός ξέρει σε ποιά άλλη υπόθεση έμπλεξε ήδη. Πάντως είμαι σίγουρος πως θα χαρεί πολύ ο βλαμμένος, δε θα το παραδεχτεί, μα στανταράκι θα την κοτσάρει στη πόρτα του ψυγείου του.»

«Κανένα πρόβλημα.», ο Τζον απάντησε άμεσα μα δε συμμερίστηκε την έκπληκτη χαρά του φίλου του. «Αν δεν τον πειράζει βέβαια η πίσω ζωγραφιά.», γύρισε το χαρτί αντίστροφα.

Το ζεστό χαμόγελο του Μπόμπι πάγωσε και άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει. Σε αυτή τη ζωγραφιά υπήρχε μια τεράστια άγρια, θυμωμένη, σκοτεινή, γυναικεία φιγούρα που κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι και είχε ήδη κόψει το δεξί χέρι από μία πολύ μικρότερη φιγούρα που έμοιαζε με αγόρι, γεμάτο αίματα και παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σαν να ούρλιαζε ασταμάτητα. Τα κυρίαρχα χρώματα ήταν το μαύρο και φυσικά το κόκκινο. «Διάολε. Στο ξενοδοχείο, την πρώτη βραδιά, την έβλεπε αυτή ακριβώς τη σκηνή στον ύπνο του ξανά και ξανά και πεταγόταν κάθε φορά τσιρίζοντας, πολεμώντας να καταλάβει πως αυτά που ονειρεύονταν ήταν απλά εφιάλτες, πασχίζοντας να με πιστέψει που τον καθησύχαζα και τον διαβεβαίωνα πως είχε και τα δυο του χέρια.», του εκμυστηρεύτηκε ο Μπόμπι και γύρισε το φύλλο για να σταματήσει να τη βλέπει, προτιμώντας την εικόνα της ηρωικής επέμβασης του φίλου του. «Έβλεπε πως ο μεταμορφικός δεν τον χαράκωσε απλά με το νυστέρι στον πήχη όπως έκανε στο Γκράντ Φόρκς, μα πως του έκοψε τελείως το χεράκι του.»

Τα μάτια του Τζον βούλιαξαν και σκοτείνιασαν και για μιαν ακόμη φορά αναρωτήθηκε το πώς πέρασε ο φίλος του τις δύο πρώτες βραδιές στο ξενοδοχείο μόνος του, με τον τρομοκρατημένο μικρό του γιο. Χωρίς να σχολιάσει την νέα πληροφορία, απλά την προσπέρασε και του έδειξε το επόμενο φύλλο από το μπλοκ ζωγραφικής. Ο Μπόμπι το μελέτησε για λίγο προσπαθώντας να βγάλει άκρη από το απλοϊκά παιδικό και χοντροκομμένο σχέδιο. «Ο ναός που κρύφτηκαν είν' αυτός;», ρώτησε παρατηρώντας τους σταυρούς, τα παιδικά ζωγραφισμένα αγάλματα και τις ευθείες, οριζόντιες, καφέ γραμμές που έμοιαζαν με στασίδια.

«Ακριβώς.», απάντησε ο Τζον και έδειξε τα δύο ανθρωπάκια στο κέντρο της ζωγραφιάς. «Αυτός υποτίθεται πως είν' ο άστεγος, ο Κλάρενς, που τους βοήθησε,», χτύπησε με το δείκτη του το μεγαλύτερο, στρόγγυλο, ξαπλωμένο ανθρωπάκι με το κόκκινα βαμμένο στήθος, «κι αυτός…», ο Τζον κόμπλαρε για λίγο αγγίζοντας την όρθια, βαμμένη έντονα μαύρη, θυμωμένη φιγούρα που στεκόταν πάνω από τον Κλάρενς κρατώντας κάτι που έμοιαζε με πιστόλι. «κι αυτός Μπόμπ… αυτός, είμαι εγώ.», γέλασε κοφτά και αμήχανα.

«Ο μεταμορφικός εννοείς.»

«Όχι. Όχι, σύμφωνα με τον Σαμ.», ο Τζον είπε με δυσκολία. «Όταν τον ρώτησα γι' αυτή τη ζωγραφιά μου 'πε αυτολεξεί "Εδώ είσαι εσύ μπαμπά όταν σκότωσες τον Κλάρενς.".», έκανε παύση προσπαθώντας να συγκεντρωθεί και να καταπιέσει τα συναισθήματά του που τον έπνιγαν. «Του θύμισα και προσπάθησα να του εξηγήσω πως δεν ήμουν εγώ ποτέ μαζί τους στην εκκλησία και πως τον Κλάρενς τον σκότωσε ο "άντρας που μου μοιάζει" και φάνηκε να με πιστεύει και να το δέχεται σαν δεδομένο, όμως Μπόμπ…», τώρα ο Τζον έκρυψε τη ζωγραφιά, βγάζοντας στην επιφάνεια μια σαφώς πιο χαρούμενη, όπου δύο μπαρμπαδάκια με πράσινα μάτια, έτρωγαν χαμογελαστά, στοίβες με φέτες ψωμιού και βάζα με μέλι.

«Δε το εννοεί Τζον και το λέει έτσι απλά. Θα το ξεδιαλύνει με τις μέρες στο μυαλουδάκι του, θ' αντικαταστήσει την εικόνα σου με τον "άντρα που σου μοιάζει" και θα σταματήσει να σε χρησιμοποιεί στις περιγραφές του.», ο Μπόμπι ακουγόταν υπερβολικά σίγουρος. «Κάνε λίγη υπομονή, είναι πολύ μικρό το διάστημα που πέρασε και πολύ μεγάλο το τραύμα του.»

«Πραγματικά δε ξέρω τι να πω και τι να κάνω για να τον πείσω.», ο Τζον ηττημένος έχασε τελείως τα λόγια και τον ειρμό του. Ξεφυσώντας, έβγαλε τρεις μαζεμένες ζωγραφιές, η μία τσαλακωμένη και σχισμένη στην πάνω δεξιά γωνία, όλες με σκούρες αποχρώσεις του μαύρου, του καφέ, του γκρι και του κόκκινου, με έντονες, νευρικές γραμμές και παχιά στρώση χρώματος, λες και το παιδί κρατούσε την κηρομπογιά με τον πιο άτσαλο τρόπο και την ζουλούσε στο χαρτί με όλη του τη δύναμη.

Ο Μπόμπι πίεσε τα χείλια του μεταξύ τους και η έκφρασή του πρόδωσε αμέσως τη βαθιά ενόχληση και τον προβληματισμό που άρχισε να νιώθει. «Γιατί ρε Σάμι μου;», μονολόγησε σιγανά. «Αυτές, μαζί τις έκανε;», έκανε γοργή εναλλαγή καθώς η μία ήταν πιο δυσάρεστη από την άλλη.

«Ναι. Τη μία μετά απ' την άλλη και ήταν πολύ παράξενη η όλη εμπειρία.», παραδέχτηκε έκπληκτος ο Τζον. «Ζοριζόταν και βογκούσε, παραμιλώντας και ζωγραφίζοντας τελείως στον κόσμο του. Στην αρχή δεν τον ενόχλησα γιατί κατάλαβα πως σίγουρα κάτι σχετικό με τα πρόσφατα γεγονότα τον απασχολεί, μα όταν ξέσπασε από μόνος του σε κλάματα, τον πλησίασα κι αυτός μόλις με είδε, πετάχτηκε ολόκληρος λες και δεν ήμουν τόση ώρα μαζί του στο δωμάτιο και τσαλάκωσε την τελευταία ζωγραφιά που 'χε μπροστά του για να μην την δω.», ο Τζον έβγαλε στην κορυφή της μικρής στοίβας την τσαλακωμένη ζωγραφιά και την έσιαξε ξανά.

Ο Μπόμπι την κοίταξε πάλι αν και είχε καταλάβει πολύ καλά το τι έδειχνε.

Η θεματολογία και στις τρεις ζωγραφιές ήταν κοινή και μπορεί σε έναν άσχετο που θα τις έβλεπε να έμοιαζαν με άσχημες, σκούρες μουτζούρες, μα στα μάτια των Τζον και Μπόμπι η εικόνα ήταν ξεκάθαρη. Οι ζωγραφιές απεικόνιζαν την τελική επίθεση του μεταμορφικού και τον βάναυσο ξυλοδαρμό του Ντην που προστάτευε με το σώμα του τον Σαμ.

«Γιατί όμως το καημένο τα θυμήθηκε όλα μαζεμένα;», ο Μπόμπι αναρωτήθηκε με αφέλεια, ξεχνώντας πως και αυτός έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα ενώ οδηγούσε από το Γκράντ Φόρκς ως το Φάργκο. Παραβλέποντας τελείως πως και ο Τζον είχε την ίδια σκεφτική και προβληματισμένη έκφραση στο πρόσωπό του όταν μπήκε στο δωμάτιο και τον βρήκε στο περβάζι. Δεν συνειδητοποίησε πως από τους τέσσερις τους, μόνο ο Ντην δεν έπαιζε στο μυαλό του ξανά και ξανά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και αυτό επειδή ήταν αναίσθητος.

«Διότι δεν είχε με τι άλλο ν' ασχοληθεί και να κάνει εκτός απ' το να σκέφτεται και να ζωγραφίζει.», η απάντηση του Τζον ήταν σίγουρη σαν να την είχε συλλογιστεί αρκετή ώρα. «Γι' αυτό κι εγώ θέλω να τον πάρεις και να φύγετε, σήμερα κιόλας! Πρέπει να τον απομακρύνουμε απ' όλα αυτά τα αρνητικά ερεθίσματα που του θυμίζουν το τι πέρασε.», έδειξε τον εαυτό του και έπειτα τον κοιμισμένο Ντην.

«Μικρέ, ο Σάμι δε μπορεί χωρίς εσένα. Δε ζει χωρίς τον Ντην.», για κάποιο λόγο ο Μπόμπι αισθάνθηκε την ανάγκη να τον δικαιολογήσει.

Ο Τζον άφησε τις ζωγραφιές πάνω στο τροχήλατο τραπέζι, στο πόδια του Ντην. Δεν ήθελε να τις δει ξανά, δε μπορούσε καν να τις κρατάει στα χέρια του. «Δεν είπα τ' αντίθετο και το ξέρω πως θα στεναχωρηθεί όταν το καταλάβει πως αυτός θα είναι μαζί σου κι εμείς εδώ στο νοσοκομείο, μα εγώ σαν πατέρας του όσο κι αν τον θέλω κοντά μου, πρέπει να τον προστατέψω από περαιτέρω τραύμα, έστω και τώρα. Νομίζω μακριά μας και κοντά σου θα μπορέσει να τα επεξεργαστεί όλα με την ησυχία του.»

«Ό,τι πεις.», ο Μπόμπι αναγκαστικά συμφώνησε μαζί του. «Εσύ ξέρεις το καλύτερο για τ' αγόρια σου. Και στην τελική αν δούμε ότι δε λειτουργεί για χι - ψι λόγους και πως ο μικρός έχει θέματα μακριά σας, ερχόμαστε πάλι εδώ μέχρι να πάρει εξιτήριο ο Ντην και φεύγουμε μετά όλοι μαζί.», πρόσθεσε μιαν ακόμα ασφαλιστική δικλείδα στη λύση του Τζον.

Το πρόσωπο του Τζον επιτέλους φωτίστηκε από συγκρατημένη χαρά. Αυθόρμητα, έπιασε και έσφιξε τον ώμο του φίλου του. «Δεν την είχα σκεφτεί αυτή τη λύση κι αναρωτιόμουν για το τι θα μπορούσα να κάνω αν ο Σαμ αντιδρούσε αρνητικά.», ένα βάρος έφυγε από τις σκέψεις του. «Βέβαια δε πιστεύω πως θα χρειαστεί γιατί ο Σάμι πάντα περνάει καλά στο σπίτι σου κι αισθάνεται ασφαλής μαζί σου.», τον παίνεψε με ειλικρίνεια. «Και σίγουρα τις τελευταίες μέρες νιώθω πως πλέον αισθάνεται πιο ασφαλής μ' εσένα παρά μ' εμένα.», παραδέχτηκε ένοχα.

«Έλα ρε Τζον.», προσπάθησε να τον διακόψει ο Μπόμπι.

«Όχι Μπόμπ. Εμένα νομίζω πως άρχισε να με φοβάται. Ή δεν μ' εμπιστεύεται πλήρως, αν θες καλύτερα.», διόρθωσε πολύ γρήγορα τα λόγια του γιατί η πρώτη του παραδοχή κλώτσησε άσχημα μέσα του. «Μόλις έφυγες ήθελε να 'ρθει μαζί σου γιατί νόμιζε πως πας να πάρεις καφέ απ' το μηχάνημα.»

«Κλασσικός Σαμ.»

«Αλλά εγώ του 'πα πως δε θα πήγαινες για καφέ και πως θα πήγαινες ως το Γκράντ Φόρκς για να πάρεις τ' αγροτικό σου.»

Ο Μπόμπι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μ-μα γιατί να του το πεις; Θα μπορούσες να του πεις οτιδήποτε άλλο εκτός απ' αυτό!», γκρίνιαξε έντονα.

«Δεν ήθελα να του πω κάτι άλλο! Ήθελα να του πω την αλήθεια! Ήθελα να ξέρει πως δεν κινδυνεύεις ούτε εσύ αλλά ούτε κανείς μας πια απ' τον "άντρα που μου μοιάζει", γιατί ο μπάσταρδος είναι πλέον νεκρός που να τον πάρει ο διάολος!», ξέσπασε ο Τζον και συνέχισε περιγράφοντας το πόσο συγχύστηκε και φοβήθηκε ο μικρός του γιος όταν έμαθε την αλήθεια.

Η πρώτη του αντίδραση του παιδιού μπορεί να ήταν ο τρόμος, μα η δεύτερη ήταν να δοκιμάσει ξανά να ξεφύγει και να βγει από το δωμάτιο για να τρέξει και να αποτρέψει τον θείο του από το να φύγει. Ο Τζον όμως με αυστηρό τόνο του ζήτησε να απομακρυνθεί από την πόρτα, να κάτσει φρόνιμα και να κάνει ησυχία για να μην ενοχλήσει τον Ντην.

«Δε του φώναξα καν!», δικαιολογήθηκε ο Τζον έντονα. «Και μόλις τον πλησίασα για να του κόψω την έξοδο…», έκανε παύση και χαμήλωσε το βλέμμα του στο πάτωμα. «Μπόμπ, εσύ το ξέρεις πολύ καλά, μα σ' το ορκίζομαι και στη ψυχή της Μαίρης, πως δεν έχω χτυπήσει ποτέ μου τον Σάμι! Ποτέ! Ούτε όταν είναι άτακτος, ούτε στα νεύρα μου, ούτε στα παιχνίδια μας, ούτε καν ως πλάκα.», συνέχισε στον ίδιο παραπονιάρικο τόνο. «Με τον Ντην ναι, δε θα τ' αρνηθώ, είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, είναι πιο ζωηρός, κάνουμε και τις προπονήσεις μάχης σώμα με σώμα», ξεφύσησε δυνατά. «είναι άλλος χαρακτήρας τέλος πάντων κι έχουμε άλλη χημεία μεταξύ μας. Όμως ο Σαμ…»

«Και τι έκανε το μικρό; Πάγωσε; Πανικοβλήθηκε κι έβαλε τα κλάματα;»

«Σήκωσε τα χέρια του κι άρχισε να με παρακαλάει να μην… να μην τον δείρω ρε Μπόμπι.», ο Τζον απάντησε με ένοχη έκφραση, σαν να είχε εξομολογηθεί κάποια βαριά αμαρτία του. Λες και παραδεχόταν πως τον είχε δείρει.

«Κι εσύ τι έκανες;», η ερώτηση του Μπόμπι δεν έκρυβε το παραμικρό ίχνος κατηγορίας, μα αντιθέτως αποδείκνυε την υπομονή και την κατανόησή του.

Ο Τζον ανέπνευσε ανακουφισμένος από την αντίδραση του Μπόμπι. «Το 'παιξα ανήξερος και σαν να μην τ' άκουσα καν. Τον καθησύχασα ξανά για 'σένα και του πρότεινα να ζωγραφίσει για να περάσει η ώρα μέχρι να 'ρθεις ή μέχρι να ξυπνήσει ο Ντην.», πήγε στην ντουλάπα και έβγαλε το μπουφάν του Σαμ. «Μπορεί να ηρέμισε και να μ' άκουσε, μα μετά τον έπιασα να με κοιτάει πολλές φορές παράξενα, σαν να προσπαθούσε να με "διαβάσει". Σαν να μην ήταν σίγουρος πως ήμουν εγώ.», πλησίασε τον Σαμ, τον ανασήκωσε τραβώντας τον ευγενικά από τη μπλούζα του σε καθιστή στάση στη μία από τις δύο καρέκλες και του έσιαξε τις νοσοκομειακές πυτζάμες πάνω στο σώμα του έτσι ώστε να έρθουν στη σωστή τους θέση. Έπειτα στηρίζοντάς τον από το σβέρκο και τη βάση του κρανίου του σαν να ήταν βρέφος, ξεκίνησε να προσπαθεί να του περάσει στο δεξί του χέρι το αντίστοιχο μανίκι από το μπουφάν του. Οι κινήσεις του ήταν σίγουρες και φαινόταν σαν να το είχε κάνει ήδη πολλαπλές φορές, ωστόσο ο Μπόμπι τους πλησίασε για να βοηθήσει.

«Δε φοβάται εσένα. Άκουσέ με που σ' το λέω.», συγκράτησε τον Σαμ για να έχει ο Τζον και τα δυο του χέρια ελεύθερα. «Το τέρας που κόντεψε να τα σκοτώσει φοβάται.»

«Δεν ξέρω ρε Μπόμπ.», με ευκολία πέρασε το μανίκι στο δεξί χέρι του Σαμ και του φόρεσε το μπουφάν, αφήνοντας όμως το αριστερό του χέρι επίτηδες μέσα από το ρούχο και διπλωμένο πάνω στο στήθος του. Το αγόρι παρά την κίνηση και την ομιλία πάνω από το κεφάλι του, φαινόταν να κοιμάται πολύ βαθιά με κλειστά μάτια και ελαφρώς ανοιγμένο το στόμα. «Σε κάποια φάση ξέρεις τι με ρώτησε;», άρχισε να του ανεβάζει το φερμουάρ, μα προτού τον κουμπώσει τελείως, έπιασε και οδήγησε μαλακά το παγιδευμένο αριστερό του χέρι κοντά στο σαγόνι του. «Πώς από εδώ και πέρα θα μπορεί να 'ναι σίγουρος και πώς θα μπορεί ξεχωρίζει το αν εγώ είμαι ο πραγματικός μπαμπάς του κι όχι πάλι κάποιος άλλος που μου μοιάζει.», του φόρεσε και την κουκούλα στο κεφάλι.

«Τι απάντηση μπορείς να δώσεις σ' ένα πανέξυπνο επτάχρονο μετά από τέτοια τραυματική εμπειρία, χωρίς να του αποκαλύψεις στοιχεία του υπερφυσικού; Εγώ πραγματικά δε ξέρω τι θα του απαντούσα.», παραδέχτηκε σιγανά ο Μπόμπι.

«Το ίδιο του είπα κι εγώ. Του είπα πως δε ξέρω», πολύ προσεχτικά τον σήκωσε και τον βόλεψε στην αγκαλιά του. «μα πως σίγουρα θα το σκεφτώ πολύ καλά το θέμα και θα προσπαθήσω να βρω μια λύση όσο πιο γρήγορα μπορώ. Και πράγματι ρε Μπόμπ, πρέπει να βρούμε μια λύση γι' αυτό το πρόβλημα.»

«Όντως. Πρέπει να μάθεις στ' αγόρια σου να κάνουν έστω κάποια βασική διάγνωση του υπερφυσικού. Αυτό που τους συνέβη δε πρέπει να ξανασυμβεί.», ο Μπόμπι κοίταξε το ρολόι του και αναστέναξε. «Τι λέει; Έτοιμος;», ρώτησε τον Τζον που αγκάλιαζε στοργικά το παιδί του, χαϊδεύοντάς το απαλά, ακουμπώντας το μάγουλό του στο κεφάλι του.

«Όχι.», αναστέναξε και ο Τζον. «Τουλάχιστον μετά απ' το ξέσπασμα με τις ζωγραφιές του, τον έπεισα να σταματήσει να ζωγραφίζει και να παίξουμε λίγο πόκερ, οπότε ευτυχώς άλλαξε κατά πολύ η διάθεσή του κι ελπίζω πως δε θα φύγει με τις αρνητικές του σκέψεις.»

«Τζον μην ανησυχείς σου 'πα! Θα τον αναλάβω κι εγώ.», ο Μπόμπι επέμεινε, καθώς ο φίλος του δεν άφηνε κατά μέρος τις δικές του αρνητικές σκέψεις και την ανησυχία του ότι ο γιος του τον φοβόταν και δεν τον ήθελε πια. «Τον άφησες τουλάχιστον να κερδίσει;», ρώτησε επίτηδες αλλάζοντας θέμα.

Ο Τζον γέλασε κοφτά καταλαβαίνοντας το υπονοούμενο. Στα παιχνίδια και στις προπονήσεις του με τον Ντην, σπάνια έκανε πίσω για να του δώσει ευκαιρία προβαδίσματος. «Δε χρειάστηκε! Ο μικρός μου ο μάγκας με κέρδισε από μόνος του στον τελευταίο μας γύρο!», φάνηκε να εκπλήσσεται ευχάριστα, χαμογελώντας περήφανα.

«Έννοια σου! Θα σ' τον εκπαιδεύσω κι εγώ τώρα που θα πάμε σπίτι κι όταν θα γυρίσεις δε θα μπορείς να σταυρώσεις παιχνίδι!», τον πείραξε και έπειτα έσκυψε πάνω από τον Ντην για να τον αποχαιρετίσει. Τον παρατήρησε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα και του χάιδεψε άφοβα τα μαλλιά, σίγουρος πως δεν υπήρχε πια περίπτωση να τον ξυπνήσει. «Ντην μου, γίνε γρήγορα καλά κι έλα και πάλι κοντά μας!», τον παρακάλεσε, ψιθυρίζοντας σχεδόν άηχα την ευχή του στο αυτί του και τον φίλησε απαλά στον κρόταφο. «Εγώ κι ο Σάμι θα σε περιμένουμε. Μας λείπεις ήδη αγοράκι μου.», τον αγκάλιασε στοργικά. «Τζον;», ρώτησε χαμογελώντας στραβά μόλις κατάφερε απρόθυμα να απομακρυνθεί. «Να το πάρω κι αυτό μαζί μου στο Σιού Φόλς;»

«Μόνο αυτό; Εμένα μόνο μου θα μ' αφήσεις εδώ;», παραπονέθηκε ο Τζον για πλάκα, μα το παράπονό του ακούστηκε αληθινό.

Ο Μπόμπι γέλασε κοφτά. «Ξέρεις τι μου 'λεγε πριν το καημένο; Έλεγε πως δεν τον πειράζει και τόσο το ότι θα πρέπει να μείνει για λίγο καιρό εδώ, μα δε θέλει να τον τρυπάνε συνέχεια με βελόνες.»

«Και σ' εμένα το 'πε αυτό.», αναστέναξε ο Τζον. «Λες να το τυλίξω στο σεντόνι του και να το σκάσουμε στα κρυφά όλοι μαζί;», ρώτησε ψεύτικα μα όλο ελπίδα. Λες κι αν συμφωνούσε μαζί του ο Μπόμπι, θα το έκανε.

«Ευτυχώς που δε μας ακούει, λέω εγώ, γιατί θα μας πίστευε και θα 'χαμε δράματα.», τον χάιδεψε ξανά σαν να μην ήθελε να τον αφήσει. «Πάντως πρέπει να έπεσε κι άλλο η θερμοκρασία του. Είναι πιο δροσερός.»

«Όπως και να 'χει, θα 'χουμε αγρυπνία απόψε το βράδυ. Εκείνο εκεί πάνω πρέπει να ανεβεί λίγο ακόμα για να 'μαστε καλά.», ο Τζον έδειξε στο μόνιτορ την ένδειξη του οξυγόνου με μια κίνηση του πηγουνιού του. «Οπότε καλύτερα να το πάρω απόφαση και να σου δώσω αυτό, για να ξεκινήσετε την επιστροφή σας.», πλησίασε τον Μπόμπι και αφού έκανε μια τελευταία καλή αγκαλιά τον γιο του, του τον παρέδωσε προσεχτικά.

Το αγόρι στη μεταφορά και στην κίνηση, μούγκρισε σιγανά μέσα στον ύπνο του σαν να απάντησε θετικά σε κάποια άγνωστη ερώτηση και μισάνοιξε τα μάτια του.

«Νάνι Σάμι μου, νάνι.», του ψιθύρισε ο Τζον μερικές φορές στο αυτί, ακουμπώντας το μάγουλό του πάνω στο μέτωπό του, αγκαλιάζοντάς τον αναγκαστικά μαζί με τον σαστισμένο Μπόμπι, κουνώντας τους νανουριστικά και τους δύο πέρα δώθε.

Ο Σαμ έβαλε τελείως μηχανικά στο στόμα του, την πρώτη κλείδωση του αντίχειρά του, από το χέρι που ήταν παγιδευμένο μέσα στο μπουφάν του και πολύ κοντά στο πρόσωπό του και άρχισε να τη βυζαίνει ρυθμικά σαν πιπίλα έως ότου χαλάρωσε και παραδόθηκε πάλι σε βαθύ ύπνο.

«'Ντάξει!», ψιθύρισε ο Τζον, μόλις ο γιος του σταμάτησε να πιπιλάει τον αντίχειρά του. «Για να δούμε πόσα χρόνια ακόμα θα μπορώ να το χρησιμοποιώ αυτό το κολπάκι.», έκλεισε το μάτι του στον Μπόμπι. «Όταν τον ξαπλώσεις στ' αμάξι μπορεί να χρειαστεί να το ξανακάνεις αλλά έτσι και δεν τον ξυπνήσεις θα σου κοιμάται στα σίγουρα μέχρι τη μάντρα. Μη σου πω και μέχρι το πρωί.», οδήγησε τον Μπόμπι αργά προς την πόρτα.

«Α, μιας κι είπες αμάξι, πάρ' τα κλειδιά σου απ' την κωλότσεπή μου. Την πήρα την "προίκα" του μικρού απ' το Impala.», ο Μπόμπι βγήκε στο σαλόνι αναμονής έξω από το δωμάτιο.

«Να σε πάρω σε κάνα τετράωρο που θα 'χετε βολευτεί;», ρώτησε ο Τζον μισοκλείνοντας τα μάτια του ενοχλημένος από το έντονο φως του σαλονιού.

Ο Μπόμπι απέναντί του ήδη αντέγραφε το μορφασμό του Τζον εξίσου στραβωμένος. «Κάν' το πεντάωρο, είναι αργά και δε θέλω να τρέχω νυχτιάτικα.»

«Έγινε ρε Μπόμπ.», τον ακολούθησε με τα χέρια στις τσέπες ως τη γυάλινη πόρτα που ξεχώριζε την ειδική πτέρυγα από το υπόλοιπο νοσοκομείο. «Προσοχή στον δρόμο, δεν είναι ανάγκη ξέρεις να του κάνεις όλα τα χατίρια και θα μιλάμε κάθε μέρα.», τον χτύπησε απαλά στον ώμο.

«Να μη ξεχνάς να ξεκουράζεσαι όταν μπορείς, να ρωτάς τους γιατρούς για ό,τι απορία έχεις κι ας μη καταλαβαίνεις τι σου λένε και να μη βιάζεσαι. Άσ' τον να γιάνει με την ησυχία του.», τον συμβούλεψε και έγειρε στο χέρι του, μιας και δε μπορούσε να του ανταποδώσει τον χαιρετισμό. «Ό,τι θελήσεις κι όποτε το θελήσεις μη διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο. Αν χρειαστεί, που να μη χρειαστεί, αλλά αν χρειαστεί, εγώ μέσα σ' ένα τετραωράκι θα 'μαι εδώ, στο πλευρό σου. 'Ξηγημένα πράγματα! Έτσι μικρέ;»

«'Ντάξει ρε μεγάλε.», ο Τζον τον ξαναχτύπησε στον ώμο δαγκώνοντας δυνατά τα χείλια του. «Άντε φευγάτε τώρα μη τυχόν και ξυπνήσει τ' άλλο μέσα κι έχουμε πάλι τα πρωινά.», τον έσπρωξε μαλακά προς τον διάδρομο, καθώς άρχισε να νιώθει τα ιγμόρειά του να τον γαργαλάνε και τα μάτια του να θολώνουν.

Αφότου έστριψε ο Μπόμπι κρατώντας τον μικρό Σαμ στην αγκαλιά του, στο τέλος του διαδρόμου και χάθηκε τελείως από το οπτικό του πεδίο, ο Τζον μπόρεσε να αφήσει τα δάκρυά του να κυλίσουν ελεύθερα στα αξύριστα μάγουλά του. Σκουπίζοντάς τα με δύναμη με τις παλάμες του και ρουφώντας τη μύτη του νευρικά, ξερόβηξε έναν κοφτό λυγμό, ξεροκατάπιε τον κόμπο στο λαιμό του και επέστρεψε στο δωμάτιο και στο πλευρό του Ντην.


...ΤΕΛΟΣ...


[0] Σ.Σ. Μη ξεχάσετε να αφήσετε review. Για οποιαδήποτε απορία στείλτε μου P.M.

[1] Σ.Σ. Αναγκαστική μετάφραση της λέξης "Idjit" και αγαπημένης βρισιάς του Μπόμπι Σίνγκερ.

[2] Σ.Σ. Βλέπε την 6η ιστορία της σειράς, με τίτλο: «Ό,τι συνέβη στο Σιού Φόλς, έμεινε στο Σιού Φόλς.» - «What happened in Sioux Falls, stayed in Sioux Falls.»

[3] Σ.Σ. Τα αποσπάσματα που διαβάζει ο Σαμ είναι από το DC Superman Comic #49 – November 1990 – "Krisis of the Krimson Kryptonite".