Ο Μάρτιν είχε χάσει κάθε αίσθηση τόπου και χρόνου όταν επιτέλους ανέκτησε πάλι τις αισθήσεις του. Μπορούσε να θυμηθεί να τον βοηθάνε να κατέβει από το καΐκι και να τον βάζουν σε ένα φορείο, προτού είχε λιποθυμήσει. Βρισκόταν πίσω στο δωμάτιο του, στο Σπίτι των Μούμιν. Ο ώμος του πονούσε άσχημα και αισθανόταν πολύ αδύναμος. Κοιτάζοντας κάτω από τη φανέλα του, είδε πως κάποιος του είχε επιδέσει τη πληγή που του είχε κάνει ο Καπετάν Απαίσιος με το μαχαίρι του όσο κοιμόταν.

Καθώς σηκώθηκε όρθιος, κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος του. Η Σνόρκα λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του. Κρίνοντας από τα κοκκινισμένα μάτια της, ο Μάρτιν κατάλαβε πως έκλεγε. Της ακούμπησε τον ώμο να τη ξυπνήσει.

«Μάρτιν! Συνήλθες, επιτέλους!» αναφώνησε όλο χαρά, αγκαλιάζοντας τον σφικτά. Ο Μάρτιν μπορούσε να νιώσει να της τρέχουν τα δάκρυα πάνω στον ώμο του, λερώνοντας τη φανέλα του. Η Σνόρκα συνέχισε να κλαίει με λυγμούς, νιώθοντας ταυτόχρονα μεγάλη ανακούφιση και ενοχή.

«Νόμιζα πως θα πέθαινες, πως δεν θα ξύπναγες ποτέ!» του είπε, κλαίγοντας, «Εγώ φταίω που τραυματίστηκες! Έπρεπε να είχα πηδήξει από το πλοίο όταν μου είπες. Λυπάμαι τόσο πολύ, Μάρτιν!» Βλέποντας πόσο αναστατωμένη ήταν, ο Μάρτιν την τράβηξε στην αγκαλιά του να τη καθησυχάσει.

«Δεν πειράζει, Σνόρκα,» της είπε, προσπαθώντας να την ηρεμήσει, «Απλώς είχες φοβηθεί. Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι. Ο Απαίσιος θα μπορούσε να είχε μαχαιρώσει οποιονδήποτε από εμάς. Εξάλλου, τη γλιτώσαμε και οι δυο μας τελικά, έτσι δεν είναι; Έλα τώρα, μην κλαις.»

«Παραλίγο να πεθάνεις εξαιτίας μου!» συνέχισε η Σνόρκα το χαβά της, κυριευμένη από ενοχές, «Μου έσωσες τη ζωή και εγώ δεν μπορούσα καν να σε προστατέψω από εκείνον τον παλιάνθρωπο! Είμαι άχρηστη, δειλή…!»

«Όχι, Σνόρκα, δεν είσαι,» της είπε ο Μάρτιν. Αν και καταλάβαινε πως ένιωθε η φίλη του – εάν είχε μαχαιρώσει εκείνη ο Απαίσιος αντί για αυτόν, δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του – δεν μπορούσε να ξεχάσει πως ήταν η Σνόρκα που του είχε ρίξει το σπαθί για να αμυνθεί όταν ο Απαίσιος τον είχε στριμώξει πάνω στη σκούνα.

«Θα μπορούσες να είχες εγκαταλείψει το πλοίο μαζί με τους άλλους,» συνέχισε, «Όμως, εσύ παρέμεινες πίσω για να σιγουρευτείς πως ήμουν εντάξει. Εάν δεν το είχες κάνει αυτό, ο Απαίσιος θα με είχε κόψει φέτες! Εγώ θα έπρεπε να σου είμαι ευγνώμων.» Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Μούμιν στη πόρτα.

«Ξύπνησες, Μάρτιν! Ελάτε, είναι ξύπνιος!» φώναξε και στους άλλους που ήρθαν τρέχοντας μέσα. Ο Μπαμπάς Μούμιν, η Μαμά Μούμιν, ο Σνίφιν, η Μικρή Μυ, ο Σνόρκιν, ο Σνούφκιν, ακόμα και η Μπαμπολίνα, που είχε περάσει να δει πως ήταν ο Μάρτιν, μαζεύτηκαν γύρω από το κρεβάτι του. Όλοι τους ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση βλέποντας πως ο φίλος τους θα γινόταν καλά, όπως και τους είχε πει ο κ. Χέμουλιν.

«Είναι ζωντανός! Είναι ζωντανός!»

«Μπα, μπα, ο μακαρίτης μας γύρισε από τον τάφο,» είπε σαρκαστικά η Μικρή Μυ, «Τώρα είμαστε αναγκασμένοι να ακυρώσουμε το μνημόσυνο!» Οι άλλοι όμως δεν έδωσαν τη παραμικρή σημασία στο φτηνό χιούμορ της, έχοντας όλη τη προσοχή τους στραμμένη στον Μάρτιν. Η Μαμά Μούμιν τον αγκάλιασε.

«Δόξα το Θεό, είσαι εντάξει, χρυσό μου!» του είπε, αγκαλιάζοντας τον. Αν και δεν έχανε εύκολα τη ψυχραιμία της, ακόμη και στις πιο απελπιστικές καταστάσεις, ο Μάρτιν μπορούσε να πει πως ένοιωθε μεγάλη ανακούφιση που την είχε σκαπουλάρει. Ο Μπαμπάς Μούμιν τον χάιδεψε στον ώμο.

«Ήσουν πολύ γενναίος, αγόρι μου,» τον επαίνεσε, «Έδειξες μεγάλο θάρρος στη προσπάθεια σου να φέρεις τον αδελφό σου και τους φίλους σας πίσω ασφαλείς. Είμαστε όλοι υπερήφανοι για σένα!»

«Μόνο που γυρίσαμε πάλι πίσω με άδεια χέρια,» είπε με απογοήτευση ο Μάρτιν. Η σκούνα και ότι πολύτιμο είχε που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν για σώστρα βρίσκονταν πια στο βυθό της θάλασσας, «Όλος αυτός ο κόπος για το τίποτα…»

«Δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρη για αυτό,» είπε χαμογελώντας η Μπαμπολίνα. Τους έδειξε ένα πολύ οικείο μικρό μπαούλο που είχε βρει ξεχασμένο μέσα στο καΐκι της όταν το καθάριζε. Ο θησαυρός του Καπετάν Απαίσιου! Αυτό ήταν το μόνο πράμα που είχε σωθεί από το ναυάγιο. Τελικά δεν είχαν επιστρέψει με τελείως άδεια χέρια όπως νόμιζαν.

Ο Μπαμπάς Μούμιν είχε ήδη παραβιάσει τη κλειδαριά με ένα λοστό και μπόρεσαν επιτέλους να το ανοίξουν. Μέσα, υπήρχε μια πλούσια συλλογή από χρυσά νομίσματα, κοσμήματα και πολύτιμοι λίθοι. Μια ολόκληρη περιουσία, πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που είχαν ανακαλύψει στη Νήσο των Χαπιφλάπιν, και ήταν όλη δική τους! Ειρωνικά, ο Καπετάν Απαίσιος, που σίγουρα είχε χύσει του κόσμου το αίμα μαζεύοντας αυτό το θησαυρό, δεν είχε προλάβει να ξοδέψει ούτε μια δεκάρα. Ούτε και θα το χαιρόταν ποτέ.

«Έχω ήδη μιλήσει με τον Επιθεωρητή και συμφωνεί πως νόμιμα δικαιούστε το τίτλο για τα σώστρα,» τους είπε, «Περίεργο που δεν έφερε αντίρρηση εάν σκεφτείτε πόσο έξαλλος ήταν που τον παρακούσατε και βάλατε τους εαυτούς σας σε τόσο μεγάλο κίνδυνο.» Ο Μάρτιν ένοιωσε να τον κυριεύουν οι ενοχές.

«Έχουμε βρει το μπελά μας λοιπόν;»

«Αντιθέτως,» τους καθησύχασε χαμογελώντας ο Μπαμπάς Μούμιν, «Έμεινε πολύ ικανοποιημένος με το πώς σώσατε τη Σνόρκα από εκείνο τον πειρατή. Αυτός ο θησαυρός είναι μια δίκαιη αμοιβή που κερδίσατε με τους κόπους σας και την ανδρεία σας!» Δίπλα του, ο Σνίφιν ένοιωθε έτοιμος να ξεσπάσει σε πανηγυρισμούς. Αυτή τη φορά είχαν κυριολεκτικά κερδίσει το τζάκποτ!

Ο Μάρτιν ένοιωσε πολύ ευχαριστημένος με τα νέα. Με το νέο τους πλούτο, τα οικονομικά τους προβλήματα είχαν επιτέλους τελειώσει. Τώρα, αυτός και ο Σνόρκιν είχαν όλη τη χρηματοδότηση που χρειάζονταν για να ξαναφτιάξουν το ιπτάμενο πλοίο τους, καθώς και πολλά άλλα έργα. Όλοι τους θα έπαιρναν ίσα μερίδια από το θησαυρό.

«Ας μην ξεχνάμε πως έσωσες πάλι τη ζωή της αδελφούλας μου,» είπε όλο χαρά ο Σνόρκιν, σφίγγοντας με ευγνωμοσύνη το χέρι του Μάρτιν, «Ποτέ δεν θα το ξεχάσω αυτό!»

«Ούτε και εγώ,» μουρμούρισε η Σνόρκα, αγκαλιάζοντας πάλι τον Μάρτιν. Από πίσω της, ο Μούμιν τους κοίταζε με μια πονεμένη, σχεδόν ζηλιάρικη, έκφραση, αλλά συγκρατήθηκε. Είχε περισσότερη αξιοπρέπεια από το να δημιουργήσει μια σκηνή μπροστά στους φίλους του.

«Όλη η Κοιλάδα μιλάει για το τι έγινε,» τον επαίνεσε ο Σνούφκιν, «Είσαι ήρωας, Μάρτιν! Για περίμενε, σύντομα όλα τα κορίτσια θα σε παίρνουν από πίσω κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι!»

«Ούτε που να το σκέφτονται!» αναφώνησε έξαλλη η Σνόρκα, «Καμιά από εκείνες τις ύαινες δεν θα τολμήσει να απλώσει τα άπληστα κρινοδάχτυλα της στον Μάρτιν μου, αλλιώς θα φάει τον πλάστη μου στο κεφάλι!» Αγκάλιασε προστατευτικά τον Μάρτιν, ο οποίος είχε αρχίσει να νιώθει τρομερή αμηχανία με όλη αυτή τη αγάπη που του έδειχνε η φίλη του. Όλοι τους κοίταζαν με περιέργεια τη Σνόρκα. Ποτέ δεν την είχαν δει να νοιάζεται τόσο πολύ για ένα αγόρι, ούτε ακόμη και τον Μούμιν. Ήταν σχεδόν σαν να βλέπουν… αληθινή αγάπη;

«Εντάξει, παιδιά, αρκετά,» είπε η Μαμά Μούμιν, «Ο Μάρτιν χρειάζεται ξεκούραση. Ο κ. Χέμουλιν το τόνισε.»

«Τι ξεκούραση;» ρώτησε χασκογελώντας η Μικρή Μυ, «Αφού είναι περδίκι! Σκάει κυριολεκτικά από υγεία το σκληρό καρύδι!»

«Όχι ακόμη, σύμφωνα με το γιατρό,» της υπενθύμισε η Μαμά Μούμιν, «Έχει χάσει πολύ αίμα και έτσι και υποστεί τη παραμικρή καταπόνηση, μπορεί να του βγουν τα ράμματα. Θα τον δείτε πάλι αύριο, όταν θα αισθάνεται καλύτερα.» Μη δίνοντας σημασία στις αντιρρήσεις τους, τους έκανε νόημα να αποχωρήσουν. Όλους, εκτός από τη Σνόρκα.

«Έρχομαι αμέσως, Μαμά Μούμιν,» είπε η Σνόρκα, «Θέλω μόνο να πω κάτι στον Μάρτιν, ιδιαιτέρως. Σε παρακαλώ;»

«Μην ανησυχείς, Σνόρκα. Αφού θα δεις πάλι τον Μάρτιν αύριο,» της είπε ο Μούμιν, ο οποίος ανυπομονούσε να απομακρύνει τη Σνόρκα από τον Μάρτιν, «Έλα, θα πάμε να παίξουμε έξω…» Όμως, η Μαμά Μούμιν, σαν να ήξερε τι ήθελε να πει η Σνόρκα, την άφησε.

«Φυσικά και μπορείς, χρυσή μου,» της είπε, «Μόνο μην αργήσεις πολύ.»

Μόλις είχαν φύγει όλοι, η Σνόρκα ξανακάθισε στο κρεβάτι του Μάρτιν. Του πήρε το χέρι.

«Μαρτίν, εγώ…» μουρμούρισε με αμηχανία, προσπαθώντας να βρει τα σωστά λόγια, «Θέλω να ξέρεις… Δηλαδή, θέλω να σου πω… λοιπόν, εγώ… σε αγαπώ…» Κοκκίνισε ολόκληρη, βάζοντας το χέρι της στο στόμα της, λες και της είχε ξεφύγει κάτι τρομερό. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε πει τέτοιο πράγμα σε αγόρι!

«Και εγώ σε αγαπώ, Σνόρκα,» είπε χωρίς να σκεφτεί ο Μάρτιν. Το μετάνιωσε προτού καν οι λέξεις είχαν περάσει τα χείλη του. Την αγαπούσε τη Σνόρκα με όλη του τη καρδιά, μάλιστα, αλλά και με τον τρόπο που νόμιζε η φίλη του; Για αυτό δεν ήταν σίγουρος. Η Σνόρκα ωστόσο ένιωθε λες και είχαν γίνει τα όνειρα της πραγματικότητα. Πετούσε κυριολεκτικά από χαρά.

«Ω, Μάρτιν!» είπε, αγκαλιάζοντας τον πάλι για να τον φιλήσει, «Το ήξερα πως ήταν γραφτό να είμαστε μαζί!»

Εκείνο το βράδυ, όταν η Σνόρκα έπεσε για ύπνο, είδε ένα υπέροχο όνειρο, όπου παντρευόταν τον Μάρτιν. Φορούσε ένα υπέροχο χρυσό φόρεμα, σαν πριγκίπισσα, και οι δυο τους περπατούσαν αγκαζέ προς το ιερό, περιτριγυρισμένοι από τους φίλους και συγγενείς τους. Ο Μάρτιν της έβαζε μια διαμαντένια βέρα στο δάκτυλό της, οι δυο τους στο μεγάλο σπίτι που τους είχε χτίσει ο Μάρτιν, περιτριγυρισμένοι από τα πολλά παιδιά τους…

Το επόμενο πρωί, ο Σνόρκιν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η αδελφή του περπατούσε σαν υπνωτισμένη, ψιλοτραγουδώντας στον εαυτό της…

Η ζωή στη Κοιλάδα των Μούμιν σύντομα επέστρεψε στους κανονικούς της ρυθμούς. Ο Μάρτιν πέρασε αρκετές μέρες στο κρεβάτι αναρρώνοντας. Στο ενδιάμεσο διάστημα, πολλοί φίλοι και γείτονες είχαν περάσει να τους ευχηθούν περαστικά και να τον συγχαρούν για τον ηρωισμό του, μεταξύ των οποίων η Μάιμπλ, ο κ. Χέμουλιν και η κα Ψιλολαίμη. Αν και στη δική της περίπτωση, ήταν περισσότερο για να του πει λίγα αυστηρά λογάκια για το πως τα παιδιά δεν έχουν καμία δουλειά να τα βάζουν με επικίνδυνους πειρατές, καθώς είναι αυστηρά το καθήκον της αστυνομίας. Δεν μπήκε καν στο κόπο να σκεφτεί πως η αστυνομία δεν ήταν καν εκεί πέρα και η σωτηρία της φίλης τους ήταν αποκλειστικά στα χέρια τους. Ευτυχώς που δεν ήταν παρούσα η Σνόρκα, γιατί θα τα είχε ψάλει στη κυρία Ψιλολαίμη.

Το πιο ευχάριστο επισκεπτήριο ωστόσο του το έκανε ο Επιθεωρητής. Αρχικά, όπως και η κυρία Ψιλολαίμη, ήταν ψυχρός και θυμωμένος απέναντι στον Μάρτιν που αυτός και οι φίλοι του είχαν επιβιβαστεί παράνομα στη σκούνα. Του επισήμανε πως ήταν σοβαρό παράπτωμα να παρακούει κάποιος μια εντολή της αστυνομίας και πως ήταν πολύ τυχεροί που κανείς του δεν είχε πάθει κανένα σοβαρό κακό με τη περιπέτεια τους. Ωστόσο, ο τόνος της φωνής του σύντομα άλλαξε και σύγχαιρε τον Μάρτιν για το θάρρος του και το ηγετικό του πνεύμα που είχε κρατήσει τους φίλους του ενωμένους σαν ομάδα στη προσπάθεια τους να σώσουν τη Σνόρκα και να επιστρέψουν σώοι πίσω στην ακτή.

Ο Μάρτιν είχε ζητήσει ταπεινά συγγνώμη και δέχτηκε να αναλάβει όλη την ευθύνη για το συμβάν, αλλά ο Επιθεωρητής τον καθησύχασε πως δεν θα υπήρχε τιμωρία. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, εάν δεν ήταν αυτός και οι φίλοι του, ένας επικίνδυνος πειρατής θα παρέμενε ενεργός ή, ακόμη χειρότερα, θα κυκλοφορούσε τώρα ελεύθερος στη Κοιλάδα των Μούμιν, όπου υπήρχαν δεκάδες πιθανά θύματα να απαγάγει ή να ληστέψει. Είχε στείλει άντρες με βάρκες να ψάξουν στο σημείο του ναυαγίου, αλλά ο Καπετάν Απαίσιος δεν βρέθηκε ποτέ.

«Εσύ, νεαρέ μου, έχεις κάνει μια μεγάλη υπηρεσία στη κοινωνία,» του είπε ο Επιθεωρητής. «Οι κάτοικοι της Κοιλάδας σου είναι όλοι ευγνώμονες που μας απάλλαξες από αυτή την απειλή. Για αυτό το λόγο, έχω την τιμή να σου δώσω αυτό το τιμητικό σήμα Έφεδρου Βοηθού Αστυνομικού.» Έβγαλε ένα βελούδινο κουτί από τη τσέπη του, το οποίο περιείχε ένα χρυσό σήμα αστυνόμου, παρόμοιο με εκείνο του Επιθεωρητή, αλλά μικρότερο.

«Αυτό το σήμα σου δίνει το βαθμό έφεδρου αναπληρωτή αστυνομικού,» εξήγησε στον Μάρτιν, «Αν και δεν φέρει όλα τα προνόμια ενός αστυνομικού με στολή, σου δίνει την εξουσία, εν ονόματι του νόμου, να επεμβαίνεις σε περίπτωση εγκληματικής ενέργειας, όταν δεν υπάρχει ένα μέλος των αστυνομικών αρχών παρόν.» Ο Μάρτιν ένοιωσε βαθιά συγκινημένος με αυτή την μεγάλη τιμή. Αυτός, ένα απλό παιδί δεκαεφτά ετών, έφεδρος αστυνομικός!

«Σας ευχαριστώ πολύ, κε Επιθεωρητά,» είπε στον Επιθεωρητή, «Είναι μεγάλη μου τιμή αυτό το σήμα.»

«Να θυμάσαι όμως, νεαρέ Μάρτιν, αυτό το προνόμιο που σου παρέχει ο Νόμος φέρει και ευθύνες,» πρόσθεσε ο Επιθεωρητής, «Δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί για δικό του συμφέρον. Όλοι όσοι υπηρετούν το νόμο, ασχέτως βαθμού, έχουν καθήκον να υπηρετούν και να προστατεύουν τη κοινωνία, καθώς και να δίνουν πάντα το καλό παράδειγμα έντιμων και νομοταγών πολιτών. Όποιος δεν ακολουθεί αυτό τον χρυσό κανόνα χάνει το σήμα του σε χρόνο μηδέν.» Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: τέρμα οι περιπέτειες σε απαγορευμένα μέρη ή να πηγαίνουν γυρεύοντας για μπελάδες. Όχι πως περίμενε ο Μάρτιν οι φίλοι του να έχουν δίψα για άλλη επικίνδυνη περιπέτεια στο άμεσο μέλλον μετά από αυτό που συνέβη στη Σνόρκα! Ένεψε στον Επιθεωρητή.

«Καταλαβαίνω, κε Επιθεωρητά.»

Μετά από μια εβδομάδα βαρεμάρας, καθηλωμένος στο κρεβάτι, ο Μάρτιν αισθανόταν αρκετά καλά ώστε να σηκωθεί. Το τραύμα του είχε επουλωθεί πλήρως, αλλά θα του άφηνε μόνιμα μια μικρή ουλή. Τώρα, επιτέλους, είχε φτάσει η ώρα αυτός και ο Σνόρκιν να ξαναγυρίσουν στη δουλειά!

Χρησιμοποιώντας μέρος του θησαυρού του Καπετάν Απαίσιου, αγόρασαν καινούργια εργαλεία, υλικά και όλα τα σύνεργα που χρειάζονταν για τη κατασκευή ενός μεγαλύτερου, καλύτερου αεροσκάφους, μια μεγάλη αναβάθμιση από εκείνο που τους είχε καταστρέψει ο Βρωμύλος. Η κατασκευή μπορούσε πια να ξεκινήσει! Η, μάλλον, θα μπορούσε, εάν δεν ήταν για ένα μικρό, απρόσμενο πρόβλημα.

Ο Μάρτιν θα έπρεπε να το είχε φανταστεί πως η Σνόρκα που τον είχε ερωτευτεί σύντομα ή αργότερα θα τους δημιουργούσε προβλήματα. Τον επισκεπτόταν κάθε μέρα ενώ ανάρρωνε, φέρνοντας του δώρα, να του διαβάζει, να τον περιποιέται, καθώς και να βοηθάει τον κ. Χέμουλιν να του αλλάζει τους επιδέσμους. Μόλις ήταν αρκετά καλά να σηκωθεί από το κρεβάτι, είχε γίνει η σκιά του, ακολουθώντας τον παντού σαν ερωτοχτυπημένη μαθητριούλα, κρατώντας τον αγκαζέ, και να μην τον αφήνει ούτε λεπτό από τα μάτια της.

Αν και δεν τον πείραζε πολύ τον Μάρτιν η συντροφιά της, νοιώθοντας σαν να είχε βρει τη πρώτη του φιλενάδα, δεν άργησε να καταλάβει πως η καινούργια του στενή σχέση με τη Σνόρκα επηρέαζε τη σχέση του με τους υπόλοιπους φίλους του, ειδικά τον Μούμιν.

Ο φουκαράς ο Μούμιν του είχε ραγίσει η καρδιά. Η αγαπημένη του Σνόρκα είχε ερωτευτεί άλλο αγόρι και ποιον άλλον από τον ίδιο του τον ετεροθαλή αδελφό! Απελπισμένα, προσπαθούσε κάθε κόλπο να αποσπάσει τη προσοχή της Σνόρκας από τον Μάρτιν, μπαίνοντας ανάμεσα τους ανά πάσα στιγμή, ικετεύοντας τη Σνόρκα να έρθει να παίξει μαζί του ή να προσφέρεται να βοηθήσει σε ότι δουλειές έκανε μαζί με τον Μάρτιν. Η Σνόρκα ωστόσο, ούτε που έπαιρνε είδηση ότι της μιλούσε, ολόκληρη η προσοχή της στραμμένη στον Μάρτιν. Ο Μάρτιν όμως δεν είχε αργήσει να προσέξει πόσο λυπημένος ήταν ο Μούμιν και κατάλαβε πως βρίσκονταν και οι δυο τους σε ένα άσχημο δίλημμα.

Ήταν αργά ένα βράδυ, λίγες μέρες αργότερα. Ο Μάρτιν είχε συνοδέψει τη Σνόρκα πίσω στο Σπίτι των Σνόρκιν. Αφού μπόρεσε να ξεφύγει από τις ατελείωτες αγκαλιές και τα φιλιά της, τη καληνύχτισε και έφυγε να γυρίσει σπίτι, βυθισμένος στις σκέψεις του. Αυτό το βιολί δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο, σκέφτηκε. Σε λίγο θα έφτανε στο σημείο να πρέπει να διαλέξει μεταξύ της Σνόρκας ή του Μούμιν. Και δεν είχε τη παραμικρή ιδέα πώς να ξεφύγει από αυτό το μπελά.

Ήξερε πολύ καλά πόσο ευαίσθητη ήταν η Σνόρκα. Έτσι και της έλεγε πως η σχέση τους ίσως να μην έπρεπε να συνεχιστεί θα της ράγιζε τη καρδιά. Από την άλλη όμως, ο Μούμιν του είχε κόψει και τη καλημέρα και με το δίκιο του. Οι υπόλοιποι φίλοι του δεν τον βοηθούσαν και πολύ, αφού οι περισσότεροι ήταν υπέρ της σχέσης του με τη Σνόρκα. Ακόμη και ο Σνόρκιν, μόλις τις προάλλες, τον είχε πάρει στην άκρη να του πει πως εάν αποφάσιζε να κάνει πρόταση γάμου στην αδελφούλα του, θα είχε την ευλογία του. Ακούγοντας αυτό, ο Μάρτιν ένοιωθε χαμένος. Πως στην ευχή θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος στη φαντασίωση της Σνόρκας χωρίς να καταστρέψει τη φιλία τους;

Επιστρέφοντας στο Σπίτι των Μούμιν, βρήκε τους Μούμιν να τρώνε βραδινό. Η μάλλον, η Μαμά και ο Μπαμπάς Μούμιν, η Μικρή Μυ και ο Σνίφιν έτρωγαν με όρεξη ως συνήθως, ενώ ο Μούμιν ψαχούλευε το φαγητό του, χωρίς να βάζει μπουκιά στο στόμα του. Ζητώντας συγνώμη για την αργοπορία του, ο Μάρτιν πήγε να πάρει ένα πιάτο.

«Θα έπρεπε να καλέσεις τη Σνόρκα για δείπνο καμιά φορά,» είπε η Μαμά Μούμιν, «Αυτή και ο αδελφός της σου έχουν κάνει το τραπέζι τόσες πολλές φορές τώρα τελευταία.» Προτού μπορέσει ο Μάρτιν να απαντήσει, ο Μούμιν, βλέποντας προς τα πού πήγαινε αυτή η συζήτηση και μη θέλοντας να έχει τη παραμικρή σχέση, σηκώθηκε όρθιος.

«Μπορώ να πηγαίνω τώρα, μαμά;» ρώτησε, αποφεύγοντας το βλέμμα του Μάρτιν, «Δεν έχω όρεξη.»

«Μα φυσικά,» του είπε με κατανόηση η Μαμά Μούμιν, «Σίγουρα είσαι καλά, χρυσό μου;»

«Ναι, μια χαρά, μόνο πολύ κουρασμένος» είπε γρήγορα ο Μούμιν, ανυπομονώντας να πάρει δρόμο από το δωμάτιο, ώστε να μην είναι παρέα με τον Μάρτιν, «Καληνύχτα όλοι σας!» Έφυγε τρέχοντας, ανεβαίνοντας τη σκάλα και κλείνοντας νε δύναμη την πόρτα του.

«Τι μύγα τον τσίμπησε άραγε;» απόρησε ο Σνίφιν. Η κατσούφικη στάση του Μούμιν ήταν τόσο ασυνήθιστη που αποσπούσε ακόμη και τη προσοχή του Σνίφιν από το φαγητό του.

«Εάν θέλετε τη γνώμη μου, μάλλον πρόκειται για ερωτική απογοήτευση,» είπε η Μικρή Μυ, «Ο φουκαράς ο Μούμιν έχασε την αγαπημένη του στον ανταγωνιστή του. Τι παράπονο έχει; Τώρα ο Μάρτιν μπορεί να φορτωθεί όλη τη μιζέρια με το να έχει φιλενάδα.»

Ο Μάρτιν ένοιωθε έτοιμος να πνίξει τη Μικρή Μυ στο νιπτήρα. Δυστυχώς, αν και ήθελε απλώς να του κάνει πλάκα, είχε δίκιο. Αυτός και μόνο έφταιγε για τη δυστυχία του Μούμιν, αφού του είχε κλέψει τη Σνόρκα. Και δεν είχε καμία όρεξη να του τα ψέλνει η Μικρή Μυ.

«Τέλειο συμπέρασμα, Σέρλοκ,» την ειρωνεύτηκε ξινά, «Ποιος θα περίμενε τίποτα λιγότερο από ένα βλαμμένο ζωντόβολο της συμφοράς σαν και εσένα;» Ο Σνίφιν κόντεψε να γουρλώσει, χασκογελώντας. Έξαλλη, η Μικρή Μυ πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Τα μάτια της άστραφταν από θυμό.

«Σου το λέω για τελευταία φορά, μην με λες βλαμμένη!» τσίριξε τόσο δυνατά που παραλίγο να τους ξεκουφάνει όλους, «Με ακούς που σου μιλάω, χοντροκέφαλε;!»

«Σιωπή, Μικρή Μυ!» τη μάλωσε η Μαμά Μούμιν, «Καταρχάς, δεν φωνάζουμε ο ένας στον άλλον όταν καθόμαστε στο τραπέζι. Ούτε και βριζόμαστε σαν αγροίκοι,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας προειδοποιητικά τον Μάρτιν, ο οποίος ζήτησε συγγνώμη, αν και απευθυνόταν περισσότερο στη Μαμά Μούμιν, παρά στη Μικρή Μυ.

«Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η ιστορία,» είπε ο Μπαμπάς Μούμιν, ο οποίος είχε παρατηρήσει το ρήγμα που είχε σχηματιστεί μεταξύ των δυο γιών του και που όλο και μεγάλωνε, «Ο Μούμιν και ο Μάρτιν μετά βίας μπορούν να ανέχονται να βρίσκονται μαζί στο ίδιο δωμάτιο πια. Κάτι πρέπει να γίνει.»

«Εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνει,» πετάχτηκε η Μικρή Μυ, έχοντας όρεξη για περισσότερα μελοδραματικά. «Ο Μάρτιν και ο Μούμιν θα πρέπει να μονομαχήσουν μέχρι θανάτου! Ο νικητής κερδίζει τη Σνόρκα!» Κούνια που σε κούναγε εσένα, σκέφτηκε πικρόχολα ο Μάρτιν. Κοίταξαν όλοι αηδιασμένοι τη Μικρή Μυ.

«Αυτό ακριβώς και δεν πρόκειται να κάνουν!» είπε αυστηρά η Μαμά Μούμιν, «Εμείς τα Μούμιν ποτέ δεν λύνουμε τις διαφορές μας πολεμώντας τα ίδια μας τα αδέλφια!»

Το δείπνο συνεχίστηκε χωρίς περεταίρω κουβέντα, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Ακόμη και η Μικρή Μυ, έχοντας πάρει το μήνυμα, κράτησε το στόμα της κλειστό. Μετά το γεύμα, ο Μπαμπάς Μούμιν ως συνήθως γύρισε στο γραφείο του να συνεχίσει τα απομνημονεύματα του, ο Σνίφιν την άραξε στο σαλόνι, όπου μετρούσε το μερίδιο του από το θησαυρό, και η Μικρή Μυ εξαφανίστηκε, μάλλον για να σκαρώσει καμιά άλλη αταξία.

Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν τον έβλεπε κανείς, ο Μάρτιν πέρασε μέσα στη κουζίνα όπου η Μαμά Μούμιν έπλενε τα πιάτα.

«Σε απασχολεί κάτι, χρυσό μου;»

«Πρέπει να σου μιλήσω, Μαμά Μούμιν,» της είπε, νιώθοντας μεγάλη ανάγκη να το βγάλει επιτέλους από μέσα του. Ως τώρα, δεν του είχε προκύψει πως η Μαμά Μούμιν ίσως να μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια άκρη στο μπελά που είχε μπλέξει. «Έχω ένα πρόβλημα και δεν ξέρω σε ποιον άλλον να στραφώ…»

«Πρόκειται για τη Σνόρκα;» τον ρώτησε εκείνη, σαν να μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη του. Ο Μάρτιν της ένεψε. Εκείνη του χαμογέλασε. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπεσαι που σε ερωτεύτηκε κορίτσι, Μάρτιν.»

«Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα,» είπε ο Μάρτιν, «Φοβάμαι πως έχω κάνει ένα μεγάλο λάθος εις βάρος του αδελφού μου.» Η Μαμά Μούμιν σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της και γύρισε να κοιτάξει τον Μάρτιν. Του πήρε το χέρι.

«Γιατί νιώθεις ενοχές, χρυσό μου;» ρώτησε, «Η Σνόρκα σε αγάπησε επειδή της έσωσες τη ζωή. Είναι απολύτως φυσιολογικό που κέρδισες τη καρδιά της. Ο Μούμιν δεν μπορεί να σου κρατάει κακία για αυτό. Εγώ και ο Μπαμπάς Μούμιν επίσης γνωριστήκαμε κάτω από παρόμοιες συνθήκες.»

«Ναι, αλλά δεν αλλάξει το γεγονός ότι την έκλεψα από τον Μούμιν,» επέμενε ο Μάρτιν. Η Μαμά Μούμιν τον κοίταξε με συμπόνια.

«Όλοι μας αλλάζουμε με τον καιρό,» του είπε, «Δεν κάνει να παίρνουμε κάτι σαν δεδομένο για πάντα, ακόμη και ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Ξέρεις ποια είναι η αληθινή διαφορά μεταξύ της πρώτης μας αληθινής αγάπης και της τελευταίας μας; Είναι το να νομίζεις πως η πρώτη είναι η τελευταία σου και η τελευταία η πρώτη.»

«Αυτό ισχύει, αλλά όχι όταν γνωρίζεις κιόλας πως ήταν πάντα γραπτό η Σνόρκα να είναι με τον Μούμιν και όχι με εμένα,» είπε ο Μάρτιν, ο οποίος φυσικά ήξερε κάτι περισσότερο για τους Μούμιν από τον κόσμο του – μια λεπτομέρεια που δεν είχε μοιραστεί έως τώρα με τους φίλους του. Η Μαμά Μούμιν τον κοίταξε περίεργα. Πως γινόταν ο γιός της να ξέρει το μέλλον; Ο Μάρτιν, καταλαβαίνοντας πως είχε έρθει η στιγμή να μιλήσει, της εξήγησε.

«Υπάρχει κάτι που πρέπει να soy ομολογήσω, Μαμά Μούμιν,» της είπε, «Κάτι που δεν ξέρει κανείς άλλος. Δεν μου ήσασταν τελείως ξένοι όταν πρωτοήρθα στη Κοιλάδα των Μούμιν. Εκεί από όπου έρχομαι, ήσαστε όλοι χαρακτήρες σε μια διάσημη σειρά βιβλίων…»

Για το επόμενο δίωρο, ο Μάρτιν διηγήθηκε στη Μαμά Μούμιν τα πάντα. Τη ζωή της Τούβε Γιάνσσον, τους χαρακτήρες των βιβλίων της που από ένα τίποτα την έκαναν διάσημη, και ότι άλλο ήξερε από τις συζητήσεις του με τον Ούλριχ.

Αν και είχε μείνει άφωνη με όλα αυτά που άκουγε, η Μαμά Μούμιν κατάφερε να διατηρήσει τη ψυχραιμία της. Ο Μάρτιν δεν μπορούσε να μην θαυμάζει με πόση ηρεμία αντιμετώπιζε κάθε δύσκολη κατάσταση, ακόμη και αυτό. Τώρα μπορούσε να καταλάβει γιατί η Τούβε Γιάνσσον είχε δημιουργήσει έναν τόσο δυναμικό χαρακτήρα όπως η Μαμά Μούμιν, η οποία προφανώς, ήταν βασισμένη στην ίδια της τη μητέρα, τη Σίγκνε. Επιτέλους, η Μαμά Μούμιν ξαναμίλησε.

«Πρέπει να ομολογήσω, αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που μου λες, Μάρτιν.» Ο Μάρτιν την κοίταξε έκπληκτος.

«Δηλαδή… με πιστεύεις;»

«Φυσικά και σε πιστεύω, χρυσό μου,» του είπε, λες και ήταν προφανές, «Σαν παιδί μου, ξέρω πως ποτέ δεν θα μου έλεγες ψέματα.» Κοίταξε κατάματα τον Μάρτιν, «Αγαπάς τη Σνόρκα, ή όχι;»

«Με όλη μου τη καρδιά,» είπε ο Μάρτιν με κάθε ειλικρίνεια, «Αλλά δεν θέλω να τη παρασύρω σε κάτι το οποίο μπορεί και οι δυο μας να μετανιώσουμε αργότερα. Όμως, πως μπορώ να της εξηγήσω, χωρίς να τη πληγώσω;»

Εγώ θα σε συμβούλευα απλώς να της πεις την αλήθεια,» είπε η Μαμά Μούμιν. Ο Μάρτιν δεν μπορούσε να πιστέψει τα αυτιά του. Καλά, σοβαρολογούσε η Μαμά Μούμιν; Με τίποτα!

«Μα, Μαμά Μούμιν, ξέρεις πόσο ευαίσθητη είναι η Σνόρκα,» της είπε, «Εάν της πω πως δεν γίνεται να μείνουμε μαζί θα την αφήσει συντετριμμένη! Θα με μισήσει! Θα είναι οριστικά το τέλος της φιλίας μας.»

«Το να της αποκρύψεις για πάντα την αλήθεια θα τη πληγώσει ακόμη περισσότερο,» του επισήμανε υπομονετικά η Μαμά Μούμιν, «Το κάνεις επειδή την αγαπάς. Εάν πράγματι σε αγαπάει και εκείνη, τότε θα σε συγχωρέσει όταν είναι έτοιμη. Πρέπει απλώς να είσαι γενναίος και να της εξηγηθείς όσο είναι ακόμη καιρός.» Ο Μάρτιν ένιωσε να κουλουριάζονται τα σωθικά του από το άγχος.

«Μα, Μαμά Μούμιν, δεν μπορώ να…»

«Άκου που σου λέω, Μάρτιν,» τον διέκοψε εκείνη, «Μια Μαμά Μούμιν πάντα ξέρει τι είναι καλύτερο για τα παιδιά της. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.» Ο Μάρτιν ήλπιζε με όλη του τη καρδιά πως η μητριά του είχε δίκιο.

Την επόμενη κιόλας μέρα, η Σνόρκα ήρθε ως συνήθως, όλο χαρές, να δει τον Μάρτιν. Καλημερίζοντας τον με μια αγκαλιά και ένα φιλί στο μάγουλο (η Μικρή Μυ τους έβγαλε αηδιασμένη τη γλώσσα, μουρμουρίζοντας για σαλιαρίσματα), του πρότεινε να πάνε μαζί μια βόλτα στους λόφους. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Μάρτιν δέχτηκε και πήγε να πάρει το παλτό του. Εάν ήταν να βρει το κουράγιο και να πει στη Σνόρκα τα δυσάρεστα νέα, θα προτιμούσε να είναι κάπου ιδιαιτέρως, χωρίς να είναι παρών οι φίλοι τους, σε περίπτωση που γινόταν καμιά άγρια σκηνή.

Κρατώντας την ερωτοχτυπημένη Σνόρκα αγκαζέ, σαν κύριος, έφυγαν μαζί από το σπίτι, με κατεύθυνση προς ένα λόφο στην άκρη της Κοιλάδας, όχι πολύ μακριά από το Σπίτι των Μούμιν.

Από το παράθυρο του υπνοδωματίου του, ο φουκαράς ο Μούμιν κοίταζε λυπημένος τη Σνόρκα να φεύγει παρέα με τον Μάρτιν. Του ράγιζε η καρδιά, βλέποντας τους τόσο ευτυχισμένους μαζί, κάτι το οποίο ήταν πια σίγουρος πως δεν θα ένιωθε ποτέ ξανά στη ζωή του…

Ανεβαίνοντας τον λόφο, η Σνόρκα σταματούσε κάθε τόσο να μαζέψει λουλούδια. Ο Μάρτιν δεν της έφερε αντίρρηση, βυθισμένος στη σκέψη για το πώς να σπάσει τη σιωπή του χωρίς να τη πληγώσει, τουλάχιστον όσο το δυνατόν λιγότερο. Δεν μπορούσε να αποφύγει το αναπόφευκτο για πολύ ακόμη.

Στη κορυφή, είχαν μια υπέροχη θέα όλης της Κοιλάδας των Μούμιν. Η Σνόρκα, που κουβαλούσε ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια που είχε μαζέψει σαν νύφη σε γάμο, πήρε βαθιά ανάσα, εισπνέοντας το καθαρό βουνίσιο αέρα.

«Είναι ακριβώς όπως στη Χάιντι,» είπε, κοιτάζοντας την μαγευτική θέα με κομμένη την ανάσα, «Κοίτα, Μάρτιν, αυτό εκεί κάτω δεν είναι εντελβάις;» είπε, δείχνοντας κάτι λευκά σαν το χιόνι λουλούδια πάνω σε ένα ίσιωμα στη πλευρά του λόφου. «Είναι το αγαπημένο μου λουλούδι! Έλα, θέλω να το κόψω.»

«Δεν ξέρω, φαίνεται λίγο απότομα,» είπε ο Μάρτιν. Ο λόφος γύρω από το ίσιωμα δημιουργούσε μια πολύ απότομη κλήση. Εάν η Σνόρκα παραπατούσε, θα μπορούσε να βρεθεί να κατρακυλάει μέχρι τους πρόποδες του λόφου σαν χιονόμπαλα και ίσως να τραυματιζόταν. «Μπορεί να χτυπήσεις το κεφάλι σου ή να σπάσεις κανένα πόδι. Εξάλλου, δεν νομίζω να είναι εντελβάις. Αυτό φυτρώνει μόνο στις Άλπεις…»

«Τότε, θα μου κάνεις εσύ τη τιμή να μου το φέρεις;» τον ικέτεψε η Σνόρκα, «Είσαι το αγόρι μου, έτσι δεν είναι, Μάρτιν;» Ο Μάρτιν κοκκίνισε σαν παντζάρι.

Μη θέλοντας να της χαλάσει το χατίρι, ο Μάρτιν, με μεγάλη προσοχή, κατέβηκε το λόφο και έκοψε ένα λουλούδι. Όπως και το περίμενε, όντως δεν ήταν εντελβάις, μόνο μια μαργαρίτα. Επιστρέφοντας πίσω στη φίλη του, γονατίζοντας σαν κύριος, της το πρόσφερε.

«Ω, όμορφη πριγκίπισσα μου, δεχτείτε αυτό το ταπεινό δώρο μου.»

«Σε ευχαριστώ, γενναίε μου ιππότη,» είπε συγκινημένη η Σνόρκα, προσπαθώντας να πάρει το λουλούδι, αλλά όχι χωρίς να δυσκολεύεται, αφού ήδη ήταν φορτωμένη με όλα τα άλλα λουλούδια που είχε μαζέψει. Για να τη διευκολύνει, ο Μάρτιν της το πέρασε στο αυτί. Η Σνόρκα δεν είχε ξανανιώσει τόση αγάπη για ένα άνθρωπο. Ήδη ανυπομονούσε για τη μέρα που αυτό το όμορφο, γενναίο παλικάρι που είχε έρθει από το πουθενά θα της περνούσε τη βέρα στο δάκτυλο της.

Κάθισαν μαζί στο γρασίδι, χαζεύοντας τη θέα. Η Σνόρκα ακούμπησε το κεφάλι της στο ώμο του Μάρτιν, χαϊδεύοντας το σημείο όπου ήταν η ουλή που του είχε αφήσει το μαχαίρι του Καπετάν Απαίσιου. Ο Μάρτιν την αγκάλιασε τρυφερά. Έχει έρθει η στιγμή, σκέφτηκε. Εάν θα έβγαινε καθαρός μαζί της, θα ήταν τώρα ή ποτέ.

«Σνόρκα, εγώ… πρέπει να σου πω κάτι,» μουρμούρισε, κυριολεκτικά τρέμοντας αυτό που θα ακολουθούσε. Το ένστικτο του φώναζε να βγάλει το σκασμό πριν πει κάτι που θα μετάνιωνε πικρά. Η Σνόρκα σίγουρα θα τον μισούσε μετά από αυτό και με το δίκιο της. Δυστυχώς, δεν γινόταν αλλιώς. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εμείς… δηλαδή, εγώ…»

«Ω, θα μου κάνεις πρόταση γάμου!» αναφώνησε η Σνόρκα, πηδώντας κυριολεκτικά από τη χαρά της. Το όνειρο της ζωής της επιτέλους θα γινόταν πραγματικότητα! Τα αγόρια είναι μερικές φορές τόσο ντροπαλοί, σκέφτηκε, χωρίς να ξέρει τι προσπαθούσε να της πει ο Μάρτιν. «Ναι, δέχομαι! Δέχομαι!» Πήγε να τον αγκαλιάσει πάλι, αλλά ο Μάρτιν τη συγκράτησε. Η Σνόρκα σάστισε, βλέποντας το λυπημένο ύφος του.

«Μα τι σου συμβαίνει, Μάρτιν;»

«Σνόρκα, δεν μπορούμε να είμαστε ζευγάρι,» κατάφερε επιτέλους να το βγάλει από μέσα του ο Μάρτιν, μισώντας τον εαυτό του μόνο και μόνο που έλεγε κάτι τέτοιο. Η Σνόρκα ένοιωσε σαν να την είχαν σουβλίσει στη καρδιά με μαχαίρι. Δεν μπορεί, σκέφτηκε, αρνούμενη να πιστέψει αυτά που άκουγε. Σίγουρα δεν τον είχε ακούσει καλά τον Μάρτιν. Πρέπει να έφταιγε ο δυνατός ήχος του αέρα… Δυστυχώς όμως, η έκφραση του Μάρτιν επιβεβαίωνε τις χειρότερες φοβίες της.

«Μα γιατί; Θες να πεις πως δεν σου αρέσω;» τον ρώτησε, βάζοντας τα κλάματα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο πληγωμένη, τόσο προδομένη. Το απαλό τρίχωμα της ξαφνικά πήρε ένα απαίσιο, πράσινο σαν γλίτσα χρώμα – ένα άσχημο σημάδι θυμού και απογοήτευσης όλων των Σνόρκιν. Ο Μάρτιν προσπάθησε απελπισμένα να της εξηγηθεί.

«Σνόρκα, σε παρακαλώ, μπορώ να σου εξηγήσω. Δεν καταλαβαίνεις. Εσύ και ο Μούμιν είστε…» Όμως, η Σνόρκα δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Αυτός ο άτιμος της είχε ραγίσει ανεπανόρθωτα τη καρδιά απορρίπτοντας την και δεν είχε καμία όρεξη να ακούσει τις άχρηστες δικαιολογίες του.

«Ώστε ποτέ δεν με αγαπούσες!» φώναξε, τα δάκρυα της να τρέχουν ποτάμι στα μάγουλα της, «Σου προσφέρω τη φιλία μου, τη καρδιά μου, και εσύ μου γυρίζεις τη πλάτη σαν να είμαι ένα τίποτα, αχρείε! Στα μάτια σου δεν είμαι παρά μια χαζή, χοντρή, εύπιστη θηλυκιά Σνόρκιν για την οποία δεν αξίζει να σπαταλάς το χρόνο σου! Σε μισώ! Σε μισώ!»

Ο Μάρτιν προσπάθησε και πάλι να της εξηγηθεί, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Κάνοντας μεταβολή, η Σνόρκα εξαφανίστηκε κάτω προς τους πρόποδες του λόφου, κλαίγοντας με λυγμούς.

Μετά από πολύ ώρα, ο Μάρτιν γύρισε μόνος του πίσω στο Σπίτι των Μούμιν, νιώθοντας βαθιά συντετριμμένος. Τα είχε κάνει θάλασσα. Στη προσπάθεια του να κάνει αυτό που πίστευε ήταν το σωστό, είχε καταφέρει μονάχα να καταστρέψει τη φιλία του με τη Σνόρκα, πιθανότατα οριστικά. Και η ειρωνεία ήταν πως όλη αυτή η ιστορία είχε ξεκινήσει επειδή ήθελε να προστατέψει τη σχέση του Μούμιν με τη Σνόρκα, κυριολεκτικά θυσιάζοντας τη μόνη του ευκαιρία να είναι με το πρώτο κορίτσι για το οποίο είχε νιώσει αληθινή αγάπη και αντιστρόφως.

Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η επόμενη ενότητα! Παρακαλώ, αφήστε καμιά κριτική!