Όταν ξύπνησα, πρόσεξα κάτι που ήταν καλυμμένο με πανί στο κομοδίνο. Σήκωσα το πανί και είδα πως ήταν ένας δίσκος για σερβίρισμα, με γιαούρτι, τοστ, ένα χυμό πορτοκάλι κι ένα ποτήρι νερό. Υπήρχε κι ένα σημείωμα από τον Ελ.

«Καλήμερα, μικρούλι. Σού έφτιαξα πρωινό και το ακούμπησα στο κομοδίνο μιας και είναι τραυματισμένο το πόδι σου. Αν δεν θες άλλο, μην πιεστείς να το φας όλο. Ακούμπα τον δίσκο στο πάτωμα και θα'ρθω να τον πάρω.

Ήθελα να σου πω πως πρώτη φορά στην ζωή μου συναντώ μια έφηβη τόσο έξυπνη, δυναμική, αποφασισμένη και επιπόλαια. -Με την καλή έννοια βέβαια- Δεν θέλω να υπερβάλλω, αλλά μού θυμίζεις πολύ τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Κάπως έτσι ήμουν κι εγώ... Ξεκουράσου όμως κι αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με στο κινητό μου. Θα είμαι στην αίθουσα των υπολογιστών.

Υ. Γ. Μην φοβάσαι τον Κίρα. Μην αφήνεις αυτό το τρομακτικό πρόσωπο να σε ξεγελάει. Μπορεί να φαίνεται έτσι, αλλά κατά βάθος είναι ένας κομπλεξικός που νομίζει ότι είναι ο ιγέτης του κόσμου, ενώ δεν ξέρει ότι απλά είναι ένα τιποτένιο ανθρωπάκι, όπως κι όλα τα ανθρωπάκια στην Γη. Είμαστε ένα τίποτα μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος... Δεν ξέρει ότι είμαστε καλεσμένοι της φύσης, κι όχι αφέντες της.

Και να θυμάσαι: Είσαι πολύ γενναίο κορίτσι, γι'αυτό πίστεψε στον εαυτό σου, και μην τον ξαναπείς ποτέ κάθαρμα. Εγώ πιστεύω σε εσένα!»

~Ελ~

Χαμογέλασα. «Τι γλυκός... Η καλοσύνη έχει χαθεί στην εποχή μας...» Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Ελένη. Μπα; Πού με θυμήθηκε; Πέντε αναπάντητες της έκανα. Σκέφτηκα.

«Εμπρός;»

«Τι κάνει η αδελφούλα μου;» είπε χαριτωμένα.

«Καλά είναι η αδελφούλα σου, λίγο εκνευρισμένη. Πού είσαι, ρε Ελένη και δεν το σηκώνεις;»

«Αα καλά, εδώ γίνεται χαμός! Άλλο να στο λέω κι άλλο να το ζεις! Εδώ και τρία ολόκληρα βράδια δεν έχω κλείσει μάτι, γιατί οι στενοί φίλοι και τα ξαδέλφια του παππού ήθελαν να γιορτάσουν την μακροζωία του. Φέτος γίνεται ενενήντα αν θυμάσαι. Οπότε ετοίμασαν αυτή την μεγάλη γιορτή για τα γενέθλιά του. Δηλαδή φαντάσου! Ολόκληρα τα Χανιά τα'χουμε κρατήσει ξάγρυπνα με κριτικούς χορούς.»

«Το φαντάζομαι και λυπάμαι τους γείτονες.»

«Έλα, βρε Μαρίνα! Διασκεδάζουμε! Αφού να φανταστείς θα συνεχίσουμε κι απόψε. Όταν άνοιξα το κινητό μου και είδα ότι είχα πέντε αναπάντητες κλήσεις από σένα, ανησύχησα. Συμβαίνει κάτι;»

«Η αλήθεια είναι πως ναι.»

Κι έτσι τής διηγήθηκα τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση. Δεν παρέλειψα βέβαια και το συμβάν της προηγούμενης βραδιάς.

«Πω πω, Μαρίνα... Τελικά είσαι πολύ επιπόλαια.»

«Αυτό μου είπε κι ο Ελ πως είμαι.

«Τον εντυπωσιάσεις τον Κίρα με τις πράξεις σου! Σού λέει κορίτσι είναι θα με φοβηθεί. Πού να'ξερε όμως! Καλά ε; Άμα τα έλεγα στους γονείς μας όλα αυτά, θα έμεναν έκπληκτοι! Όχι τίποτα άλλο, αλλά επέζησες! Θα μπορούσες να είχες πεθάνει!»

«Το θέμα όμως είναι τι θα κάνουμε τώρα. Όσον αφορά τον μαρκαδόρο δηλαδή.»

«Κοίτα, μπορεί να φτιαχτεί αν γράψω γράμμα σ' αυτό το πνεύμα. Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του μόνο αν βρίσκομαι σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος. Οπότε μάλλον αύριο το πρωί, θα πάω το γράμμα στην θάλασσα και θα του πω πως έχουν τα πράγματα. Ελπίζω να πιάσετε τον Κίρα. Όχι, ελπίζω... Το πιστεύω ακράδαντα! Ίσως πεις και στον Ελ ότι σού αρέσει.»

«Σιγά που μού αρέσει. Δεν είναι ο τύπος μου. Και να ήταν δηλαδή, θα ήταν παράνομος έρωτας οπότε δεν θα τού το έλεγα.» Μιλήσαμε για λίγα λεπτά ακόμα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

Όχι πως το ήξερα, αλλά ήμουν εκατό τοις εκατό σίγουρη ότι ο διευθυντής είχε πάθει σοκ αφού είδε τον γιο του να αποκαλύπτεται δημόσια. Λογικό μου ακούγεται αφού δεν ήθελε να πιστέψει ότι ήταν αλήθεια. Κι οι αστυνομικοί το πήραν κάπως στραβά, αφού ο Λάιτ ήταν «παιδί μάλαμα». Δεν με πείραζε τόσο η ψυχολογία των αστυνόμων, αλλά του διευθυντή. Ένιωθα τύψεις που τού προκάλεσα τέτοιο σοκ. Ήξερα πως ήταν ακραίο και ριψοκίνδυνο, αλλά όταν σε πνίγει το δίκιο, δεν κοιτάς τα προσωπικά σου συναισθήματα ή των άλλων. Τελικά η Άγκαθα Κρίστι κάτι ξέρει παραπάνω όταν βάζει τους δολοφόνους στα βιβλία της να είναι υπεράνω πάσης υποψίας!

«Δεν μου αρέσει που βλέπω τον διευθυντή έτσι.» είπε ο Μόγκι.

«Ούτε εμένα, αλλά τι να κάνουμε; Είναι μεγάλο το σοκ που έχει υποστεί. Φαντάσου τι θα συμβαίνει με την υπόλοιπη οικογένειά του...» σχολίασε κι ο Μάτσουντα.

Ακούστηκε η εξώπορτα. Ήταν ο Αϊζάβα. «Έφερα τους καφέδες.»

«Ευχαριστούμε»

«Είδα τον Λάιτ. Μού είπε ότι θέλει να μιλήσει στον κύριο διευθυντή ιδιαιτέρως.»

«Στο υπόγειο όμως υπάρχουν κάμερες.» είπε ο Ελ.

«Δεν θα το ξέρει ο Λάιτ.»

«Ακούστε, κύριε διευθυντά,» άρχισε ο Μάτσουντα, «καταλαβαίνω απόλυτα πώς νιώθετε αλλά σάς προτείνω να μην πάτε. Η μόνη λύση είναι να αρχίσουμε τις διαδικασίες για την δίκη. Ξέρουμε ότι πρόκειται για το παιδί σας, όμως είναι και δολοφόνος!»

«Τι σημασία έχει; Θα πάω και θα τού ζητήσω εξηγήσεις! Δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός ο γιος μου, που τον μεγάλωσα με αρχές και ηθικές αξίες!»

«Μην το ρισκάρετε! Θα σας σκοτώσει!» ανησύχησε ο Μόγκι.

«Τι ξέρετε εσείς; Δεν έχετε παιδιά! Εκτός από τον Αϊζάβα, δεν έχετε οικογένεια να ξέρετε γιατί το κάνω αυτό. Είναι το παιδί μου! Μπορεί να είναι ο,τι είναι, αλλά είναι το ίδιο μου το αίμα!»

«Μα—»

«Μίλησα, Μάτσουντα!»

Όλα αυτά τα άκουσα όταν έβαλα το αυτί μου στο πάτωμα, εφόσον το μόνο που ακούγονταν ήταν μουρμουρητά. Κατέβηκα λοιπόν κουτσαίνοντας στην αίθουσα των υπολογιστών. Δεν θα έχανα με τίποτα αυτό το θέαμα! Κάποιοι αστυνόμοι δοκίμασαν για δεύτερη φορά να πείσουν τον διευθυντή να μην πάει, αλλά εκείνος είπε ότι θα το διαχειριστεί μόνος του.

Κι έτσι, μπήκε στο υπόγειο αντικρίζοντας το ψεύτικο χαμόγελο του Λάιτ.

«Πώς το βλέπεις, μπαμπά; Δεν το βρίσκεις ιδιοφυές; Είναι ακριβώς ο κόσμος που ονειρευόμουν!» είπε περήφανα.

«Δεν ξέρω τι να πω... Έχω μείνει άφωνος»

«Από το θαυμασμό σου για το μεγαλείο μου!»

«Όχι!»

«Γιατί, ρε μπαμπά; Εσύ δεν μου'λεγες πάντα ότι οι εγκληματίες πρέπει να τιμωρούνται;»

«Όχι όμως με φόνο! Ο φόνος είναι ούτως ή άλλως μια ανήθικη πράξη. Αν σκοτώσεις έναν άνθρωπο είτε εγκληματία είτε με καθαρό ποινικό μητρώο, έχεις διαπράξει έγκλημα! Αυτό που κάνεις είναι ενάντια στους νόμους της φύσης, Λάιτ!»

«Σφάλλεις σφοδρά, πατέρα! Όπως λες κι εσύ, δεν σκοτώνω όποιον κι όποιον, παρά μόνο εγκληματίες. Αυτοί είναι που αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία μας! Αυτοί είναι που την σαπίζουν! Πώς να στο πω απλά; Και μόνο που ζουν και αναπνέουν, ενοχλούν! Για σκέψου το λίγο... Δεν θα ήταν υπέροχο αν υπήρχε κόσμος χωρίς φόβο και θλίψη; Αυτόν τον κόσμο προσπαθούσα να φτιάξω! Μέχρι που το τετράδιο έγινε στάχτη και μπούρμπερη.»

«Είναι πολύ παιδικό το σκεπτικό σου για έναν απόφοιτο Λυκείου. Τίποτα στο σύμπαν δεν είναι τέλειο! Γι'αυτό και η φύση έφτιαξε τα αντίθετα. Χωρίς τον θάνατο, δεν υπάρχει ζωή Χωρίς την καταιγίδα, δεν υπάρχει λιακάδα. Χωρίς την θλίψη, δεν υπάρχει χαρά. Γι'αυτό και δεν γίνεται να υπάρξει κοινωνία που να μην έχει έστω κι έναν εγκληματία! Διότι πολύ απλά είναι ουτοπικό.»

«Ε λοιπόν εγώ είμαι ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε κάτι τέτοιο και θα'πρεπε να χαίρεσαι για μένα!»

«Δεν χαίρομαι καθόλου. Για να'μαι ειλικρινής... Δεν σε αναγνωρίζω, Λάιτ. Αν πρέπει να σε λέω έτσι!»

«Έλα μπαμπά, ο γιος σου είμαι! Ο Λάιτ που πάντα ήξερες είμαι. Όταν τελειώσω το σχολείο, σού υπόσχομαι πως θα γίνω τέλειος συνεργάτης! Και στις υποθέσεις θα σε βοηθάω, και θα φέρνω τους εγκληματίες πιο γρήγορα στην δικαιοσύνη! Δεν είναι εχθρός μας το death note!»

Ο διευθυντής τον κοίταξε καχύποπτα, σαν να μην πίστευε ότι το πρόσωπο που έβλεπε ήταν ο γιος του.

«Ποιος είσαι; Ποιος είσαι και τι έκανες στον γιο μου;»

«Ο Λάιτ είμαι, μπαμπά. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν με αναγνωρίζεις...» είπε ειρωνικά ο άλλος και προχώρησε προς το μέρος του.

«Επίτρεψέ μου να πω ότι το δικαστικό σύστημα έχει πρωτόγονες αντιλήψεις. Στις περισσότερες χώρες τουλάχιστον, δεν εφαρμόζεται η θανατική ποινή. Στην Κίνα, όπως και σε ορισμένες πολιτείες της Αμερικής ακόμα εφαρμόζετα. Και καλά κάνουν οι άνθρωποι! Ποιος ο λόγος να υπάρχουν άνθρωποι που αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία; Εσύ ως αρχηγός της αστυνομίας έπρεπε να το γνωρίζεις καλύτερα από μένα! Εγώ θα σού κάνω μάθημα;»

Ο πατέρας του δεν απάντησε. Αρπαξε ένα μαχαίρι από ένα τραπεζάκι και το κράτησε απειλητικά.

«Αχ καλέ, φοβήθηκα τώρα!» κορόιδεψε ο Κίρα. «Γέρασες, Γιαγκάμι! Έχεις ξεχάσει τον ρόλο του αστυνόμου! Πού ακούστηκε αστυνόμος να σκοτώνει κάποιον, και μάλιστα με καθαρό ποινικό μητρώο; Θες όντως να σκοτώσεις εμένα την δικαιοσύνη;! Την μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας;! Μην ξεχνάς ότι είμαι ο γιος σου!»

«Έχεις δίκιο. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που βάφω τα χέρια μου με αίμα. Σύμφωνα με την ηθική μου ο φόνος είναι έγκλημα, ασχέτως το ποινικό μητρώο του άλλου! Δυσκολεύομαι όμως να πιστέψω ότι αυτό το αρρωστημένο φρικιό που νομίζει ότι κάνει καλό στην κοινωνία, είναι ο γιος μου... Δεν είσαι ο γιος μου! Έχεις το πρόσωπό του και την φωνή του, αλλά δεν είσαι! Δεν διαφέρεις καθόλου από τα αποβράσματα της κοινωνίας! Είσαι ένας από αυτούς! Τον αψώφητο έχεις, κάθαρμα του κερατά!!» φώναξε με όση δύναμη είχε. Μα δεν ίδρωσαν τα αυτιά του Κίρα. Τι να περιμένεις δηλαδή από έναν που έχει εθιστεί στην εξουσία;

Χτυπώντας τα δάχτυλά του φώναξε: «Τριάντα εννιά, σαράντα!» Ο διευθυντής στόχευσε με το μαχαίρι κι άρχισε να το χτυπάει με δύναμη προς την μεριά του δεξιού αυτιού του. Κηλίδες αίματος πετάχτηκαν προς τον Λάιτ. Χαμογελούσε χαιρέκακα. Καμάρωνε για το επίτευγμά του! Ο Μάτσουντα μάλιστα προσπάθησε να πάει εκεί για να τον σταματήσει αλλά μέχρι να φτάσει στο υπόγειο ο διευθυντής ήταν ήδη νεκρός... Ένα σαρδόνιο γέλιο απλώθηκε στην αίθουσα. Θαρρείς και ακουγόταν από παντού σαν αντίλαλος.

«Τα κατάφερα! Επιτέλους τα κατάφερα! Το σύμπαν είναι με το μέρος μου! Μόλις φύγουν και τα τελευταία εμπόδια, θα είμαι επίσημα θεός! Όλοι εμένα θα προσκυνάνε! Μόνο εμένα! Μόνο εγώ είμαι ο πραγματικός θεός! Μόνο εγώ σβήνω την δυστυχία απ'τον κόσμο!! Ελάτε τώρα να με πιάσετε, κορόιδα! Ποιοι νομίζετε ότι είστε που θα τα βάλετε με μια θεϊκή οντότητα;! Βλάσφημοι! Βέβηλοι!!»

Νομίζω εκείνη την στιγμή όλοι θέλαμε να τον σπάσουμε στο ξύλο, αλλά δεν ήταν τόσο απλό, γιατί μετά θα καθάριζε κι εμάς.

Εξαφανίστηκε τότε από το οπτικό μας πεδίο, λες και είχε μαγικό ραβδί. Από εκείνο το σημείο, φάνηκε ένα υλικό που δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τι ήταν. Ο Μάτσουντα όμως που το πρόσεξε καλύτερα, το άγγιξε από περιέργεια. Ο Αϊζάβα —και με το δίκιο του— τον πρόσβαλε καθώς αυτό που είχε σημασία ήταν ο διευθυντής κι όχι το τυχαίο σκουπίδι που πιθανόν να έπεσε απ'την τσέπη του Κίρα. Η συσκευή του μικροφώνου έγραφε off και παρόλα αυτά συνέχιζε να φωνάζει.

«Αφού δεν σε ακούει! Τι ξεφώνιζεις έτσι; Πάν' τα αυτιά μου!» είπα προσπαθώντας να τον φέρω στα συγκαλά του.

Εκείνο όμως το αντικείμενο δεν ήταν τυχαίο σκουπίδι, μα κάτι πιο σημαντικό: Ένα κομμάτι χαρτί από τετράδιο. Το μυαλό μας πήγε κατευθείαν στο προφανές. Η Ρεμ φάνηκε να μπαίνει μέσα απ'τον τοίχο.

«Ήμουν σίγουρη ότι κάτι ξέχασε ο Λάιτ. Μια σελίδα του death note είχε σκιστεί. Κι αυτός πια πολύ απρόσεκτος είναι!»

«Που είναι ο Λάιτ; Τώρα δεν ήταν εδώ μπροστά μας;» ρώτησε ο Μάτσουντα.

«Εγώ τον εξαφάνισα. Θεά είμαι, να μην έχω μαγικές δυνάμεις; Εκείνος μού ζήτησε να σκοτώσω τον πατέρα του, για να φανεί αρχικά σαν ατύχημα αλλά όπως διαπιστώσατε κι εσείς, μετρούσε από μέσα του και τελικά είπε φωναχτά τα τελευταία ψηφία. Κι αυτό γιατί είχαμε συνεννοηθεί τι ώρα θα πέθαινε. Όσον αφορά την σκισμένη σελίδα, λογικά θα είχε φύγει από μόνη της. Είναι και παλιό το τετράδιο! Μερικών εκατοντάδων ετών. Τέλος πάντων... Ξέρω πώς σκέφτεστε εσείς οι θνητοί. Νομίζετε ότι ο θάνατος είναι πάντα κάτι το αρνητικό. Πόσο αξιολύπητοι είστε! Σας προειδοποιώ! Αν δεν κάτσετε στα αυγά σας, θα καταλήξετε σαν αυτόν τον παλιόγερο!»

Ο Μάτσουντα προσπάθησε να την πιάσει την ώρα που έμπαινε στον τοίχο. Επέστρεψε τελικά στην αίθουσα των υπολογιστών. Όλοι μου οι συνεργάτες είχαν εκφραστικά βλέμματα. Άλλοι φαίνονταν σκεπτικοί, άλλοι αγανακτισμένοι. Ακόμα κι ο Ελ έδειχνε ένα παρόμοιο σημάδι: Έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλά του.

«Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε αν δεν πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Όχι μόνο ως προς τον ίδιον, αλλά και από τους σινιγκάμι.» είπε.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ο Μόγκι.

«Θυμάστε χτες που ο Λάιτ νόμιζε πως με σκότωσε αλλά τελικά ήμουν ζωντανός; Λοιπόν, υπάρχει μια ιατρική διαδικασία που σού βάζουν ένα τσιπάκι στις αρτηρίες, το οποίο έχει φωτοκύτταρο και ελέγχει για τυχόν βλάβες μέσα στις αρτηρίες ή τις φλέβες όπως μια καρδιακή ανακοπή. Αν εντοπίσει κάτι ύποπτο, βγάζει ένα άσπρο υγρό μαζί με αντισώματα ώστε να απομακρύνει αυτό το ξένο σώμα. Κι απ'ότι μού είπαν μένει στο σώμα γύρω στους τρεις μήνες μετά ξεραίνεται. Είναι σαν μικρή επέμβαση μόνο που έχεις συνείδηση την ώρα που στο βάζουν.»

«Πότε πρόλαβες;» ρώτησα.

«Την επέμβαση την έκανα πολύ πριν μπεις στην ομάδα. Ήταν νομίζω μια εβδομάδα αφού είχε ξεκινήσει ο Κίρα.»

«Τότε μπορούμε να την κάνουμε κι εμείς! Τι καθόμαστε;» είπε ο Μάτσουντα.

«Δεν ξέρω αν θα μας εξυπηρετήσουν όπως θέλουμε, διότι κάποιοι γιατροί μού είπαν πως πολύς κόσμος κάνει τώρα τελευταία αυτή την εγχείρηση λόγω Κίρα. Δεν ξέρω αν ξέμειναν από υλικό, κι ούτως ή άλλως κοστίζει πολύ. Δεν είναι τόσο απλό. Μην κοιτάτε τώρα εμένα που είμαι προετοιμασμένος.»

Για λίγο μείναμε σιωπηλοί.

«Παιδιά, μην το πολυσκέφτεστε. Η λύση είναι απλή: Εφόσον προβλήθηκε στην τηλεόραση το βίντεο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δημοσιεύτηκε και στο ίντερνετ. Πού σημαίνει ότι ο Λάιτ δεν έχει έξοδο. Δεν μπορεί καν να κυκλοφορεί στους δρόμους πλέον, γιατί όλοι ξέρουν ποιος είναι. —Εδώ, ρε'σεις έχει απογοητεύσει μέχρι και την οικογένειά του— Γι'αυτό τον λόγο λοιπόν μπορούμε άνετα να τον πάμε στο δικαστήριο.» τους είπα.

«Μα η Ρεμ—»

«Είστε πρόθυμοι να ρισκάρετε την ζωή σας, ναι ή όχι; Απ'την αρχή ήδη το συζητήσαμε!»

«Έχει δίκιο το κορίτσι. Ακόμα κι αν δεν είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι πρέπει να δείξουμε θάρρος! Άλλωστε ίμαστε πέντε εναντίων δύο. Τι μας εμποδίζει;»

Χάρηκα που συμφώνησε ο Μάτσουντα με την δήλωσή μου.

«Δε ξέρω για σας αλλά εγώ παραιτούμαι. Βαρέθηκα να κυνηγάω έναν που μπορεί να μην είναι καν θνητός! Εξάλλου έχω γυναίκα και παιδιά. Εσείς οι υπόλοιποι πηγαίντε να βγάλετε το φίδι απ'την τρύπα μόνοι σας. Εγώ δεν ασχολούμαι άλλο!» είπε κι ο Αϊζάβα και πήγε προς την έξοδο.

«Κάνε ο,τι θες, αλλά να ξέρεις ότι είσαι δειλός! Τι νομίζεις δηλαδή; Ότι εμείς δεν φοβόμαστε το θεριό; Φυσικά και το φοβόμαστε! Αλλά δεν τα παρατάμε τόσο εύκολα σε αντίθεση με σένα!» τον μάλωσε ο Μάτσουντα.

Ο Ελ τότε γύρισε την καρέκλα με τα ροδάκια προς το μέρος τους.

«Βεβαίως και είναι δική σου επιλογή το αν θα μείνετε στην ομάδα, αλλά θα σου πω κάτι να έχεις κατά νου: Στο σκάκι, αν παρατήσεις το παιχνίδι χάνεις.»

Ο αστυνόμος μάς κοίταζε καλά καλά, όμως δεν απάντησε στις δηλώσεις του Ελ ή του Μάτσουντα. Μάς γύρισε τελικά την πλάτη κι έφυγε.

«Εγώ πάντως συμφωνώ με την ιδέα της Μαρίνας. Είναι επικίνδυνο, αλλά ελπίζω να τον πάμε στο δικαστήριο το συντομότερο δυνατό.» είπε ο Μόγκι.

«Αφού γίνει πρώτα καλά το πόδι μου.»

*

*

Το μεσημέρι ο Μόγκι μαζί με τον Ουάταρι σκέπασαν το πτώμα, κι ύστερα ο Μάτσουντα τηλεφώνησε από το κινητό του διευθυντή στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του. Η ώρα ήταν γύρω στη μια. Ήλπιζε να μην τους πετύχει εν ώρα φαγητού, αν και η βασική του έγνοια ήταν πώς θα τους ανακοινώσει τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου. Απ'οτι ξέραμε είχε γυναίκα και μια κόρη. Την μικρή αδελφή του Λάιτ.

Το κράτησε δίπλα απ'το αυτί του και περίμενε να απαντήσει κάποιος. Αμυδρά ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

«Καλησπέρα.» απάντησε στην άλλη γραμμή. «Όχι, είμαι ο συνάδελφός του. Λέγομαι Μάτσουντα. Όχι... Δεν μπορεί να... Σάς μιλήσει ο άντρας σας. Ναι... Όλα καλά. Δηλαδή, ας το πούμε καλά.» κόμπιαζε.

«Με συγχωρείτε, διακόπτω λίγο το θέμα. Μήπως τρώτε για μεσημέρι; Α... Ήδη φάγατε. Ρωτώ γιατί αν τρώγατε, θα δυσκολευόσασταν στην χώνεψη. Χεχε...» γέλασε αμήχανα.

«Δεν το σώζεις!» φώναξε ο Μόγκι απ'το δίπλα δωμάτιο.

«Μα σας παρακαλώ, τι είναι αυτά που λέτε; Δεν θα ήθελα να σάς δώσω την εντύπωση ότι σας προσβάλλω!»

«Είναι αυτό που φαντάζομαι;» ακούστηκε αχνά η φωνή.

«Ποιο;»

«Ότι τον σκότωσε ο Κίρα. Αυτό δεν είναι;»

«Ε... Ναι.»

Είπε δύο τρία "ναι" ακόμα κι έκλεισε το τηλέφωνο αφού πρώτα ευχήθηκε συλληπητήρια.

«Πώς το πήρε;» ρώτησα.

«Ψύχραιμα. Δεν την άκουσα ταραγμένη.»

«Είναι το πρώτο στάδιο του πένθους: Η άρνηση. Θα της πάρει καιρό να το συνηθίσει.» είπε ο Ελ με ύφος συμπόνιας.

«Δεν είναι μόνο η γυναίκα του και η κόρη του. Φαντάζομαι υπάρχουν κι άλλοι. Γονείς, αδέλφια, ξαδέλφια, και θείοι.»

Ο Μάτσουντα αναστέναξε βαθιά κι έκατσε σε ένα καναπεδάκι ανοίγοντας τα πόδια του, σαν να ήθελε να βουλιάξει μες το έπιπλο.

Μετά από λίγο ήρθε και ο Ουάταρι να κρατάει έναν δίσκο με πέντε φλιτζάνια. Τον ακούμπησε στο τραπέζι απέναντι απ'το καναπεδάκι.

«Ουάταρι, δεν θυμάμαι να σού ζήτησα να φτιάξεις καφέδες. Δεύτερον, δεν είμαστε εδώ για ψιλοκουβέντες. Πώς σού ήρθε τώρα αυτό;» ρώτησε λες και το πήρε για προσβολή προς τον νεκρό.

«Είναι καφέδες παρηγοριάς, αγαπητέ μου. Κανονικά βέβαια σερβίρονται μετά την κηδεία, αλλά σήμερα θα κάνουμε μια εξαίρεση για τον διευθυντή. Μού το ζήτησε ο κύριος Μόγκι. Είναι όλοι χωρίς ζάχαρη. Ελπίζω να μην σε πειράζει.»

«Δεν νομίζω να έχει ιδιαίτερη σημασία η γεύση, ειδικά αυτή την στιγμή!»

Ο Ουάταρι μού πρόσφερε το τελευταίο φλιτζάνι που δεν ήταν βέβαια καφές, αλλά ρόφημα κακάο.

Είχα ένα ιδιαίτερο αίσθημα όσο σκεφτόμουν το άψυχο σώμα του διευθυντή. Δεν είχα ξαναδεί νεκρό από κοντά, παρά μόνο στις ταινίες. Ειδικά αυτό το σώμα που ανήκε σε έναν αφοσιωμένο στην δουλειά του αστυνόμο, αλλά και πατέρα! Δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς θα ένιωσε η γυναίκα του και η κόρη του που το σοκ τους ήταν διπλό! Όχι μόνο ένα πολύ κοντινό τους πρόσωπο ήταν φονιάς, αλλά σκότωσε ένα εξίσου αγαπητό τους πρόσωπο! Γιατί πώς θα ήταν αγαπητός ο Λάιτ μετά την αποκάλυψη; Η γυναίκα αυτή έχασε σύζυγο και γιο, και η κόρη της πατέρα και αδελφό... Αν δεν δινόταν στον άνθρωπο η ευκαιρία για εξουσία, αν ο θεός αποφάσιζε να μην δώσει αυτή την δύναμη στα ανόητα αυτά πλάσματα που λέγονται άνθρωποι, δεν θα υπήρχε καμία δυστυχία στον κόσμο! Δεν θα υπήρχαν μονάρχες, δικτάτορες και διάφοροι τρελοί που νομίζουν ότι κέρδισαν το σύμπαν! Τον ίδιο τον θεό!

Ακόμα και ο UY της Ασπίδος, το μεγαλύτερο γνωστό αστέρι μέχρι σήμερα. Ο όγκος του είναι μεγαλύτερος πέντε δισεκατομμύρια φορές σε σύγκριση με αυτόν του ήλιου. Αλλά ακόμα κι αυτός, είναι μια μικρή κουκίδα μπροστά στο υπόλοιπο σύμπαν. —Που είναι κι εγώ δεν ξέρω πόσο μεγάλο— Αν ήξερε λοιπόν ο Λάιτ κι ο κάθε Λαίτ πόσο ασήμαντος είναι μπροστά στον πλούτο του σύμπαντος, δεν θα έμπαινε στον κόπο να ασχοληθεί με το ρημάδι το τετράδιο! Δεν θα σκεφτόταν καν να γίνει θεός! Δεν είσαι θεός! Δεν είσαι το κέντρο του σύμπαντος! Είσαι ένα τιποτένιο μυρμήγκι, όπως όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο!

Ήθελα να κλάψω από θυμό, μα δάκρυα δεν βγαίνανε...

Αποφάσισαν τελικά πως η κηδεία θα γινόταν την επόμενη μέρα. Εγώ φυσικά δεν θα πήγαινα και θα έμενα με τον Ουάταρι. Δεν ήθελαν να με αφήσουν μόνη μου.

——

Καθόμουν στο κρεβάτι και ζωγράφιζα με μαρκαδόρους και στιλό μπικ στην γάζα μου. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να ζωγραφίσω την ομάδα μας, αλλά μόνο τα πρόσωπα μιας και η γάζα δεν είναι χάρτινη αλλά υφασμάτινη. Τους ζωγράφισα όλους και τον εαυτό μου μαζί, μέχρι που άρχισα να σχεδιάζω τα σκατζοχοιρένια μαλλιά του Ελ.

Όσο έκανα και το υπόλοιπο πρόσωπο σκεφτόμουν πόσο... Παράξενος είναι. Εκκεντρικός που λέμε. Σαν εξωγήινος. Συνήθως τους ντετέκτιβ τούς φανταζόμουν με καμπαρντίνα, παχουλούς και με μουστάκι σαν τον Ηρακλή Πουαρό. Τούτος εδώ όμως ήταν... Άλλη ράτσα. Αν ήταν ζώο θα ήταν ένα είδος από μόνος του που θα λεγόταν "Ελ". Δεν ξέρεις πραγματικά τι έχει μες το μυαλό του, αν έχει καλές ή κακές προθέσεις. Τον κοιτάς μες τα μάτια και δεν έχει έκφραση. Δεν είναι ούτε χαρούμενος ούτε λυπημένος. Ούτε εχθρικός ούτε φιλικός. Απλά σού δείχνει ότι ζει και και αναπνέει. Κι όμως... Με είχε αγκαλιάσει. Δηλαδή... Ανησύχησε για την κατάστασή μου; Ήθελε να με παρηγορήσει απ'το κλάμα και τον πόνο μου; Στον Μάτσουντα όμως φέρεται υποτιμητικά, και μάλιστα πήρε ακραία μέτρα προφύλαξης όταν φυλάκισε, έστω και προσωρινά τους δύο Κίρα. Το συγκεκριμένο μπορείς να το πεις και αναγκαίο, εφόσον δεν ξέραμε πόσο επικίνδυνοι μπορεί να γίνουν. Από την άλλη μεριά, είναι άνθρωποι όπως κι εμείς. Η Μίσα ειδικά, θα μπορούσε να είχε υποστεί κάποια μυϊκή κάκωση έτσι δεμένη που ήταν! Κι επιπλέον οι κάμερες που είχε βάλει στα σπίτια τους —που δεν είχα έρθει ακόμα—, αλλά είναι παραβίαση της προσωπικής ζωής. Δεν έδωσα ιδιαίτερα σημασία όταν το πρωτοάκουσα, αλλά σκέφτηκα πως θα ήταν μέρος της δουλειάς. Που μπορεί και να είναι, αλλά τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα;

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αλλά άφησα την ζωγραφική και μπήκα στο γραφείο του. Όχι στην αίθουσα των υπολογιστών, αλλά στο υπνοδωμάτιό του που ήταν το προσωπικό του γραφείο. Υπήρχαν αρχεία στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ενώ η έδρα του ήταν τελείως ακατάστατη. Ήξερα ότι μ'αυτό που έκανα παραβίαζα τον προσωπικό του χώρο, αλλά ποιος ξέρει; Ίσως να έβρισκα κάποιο στοιχείο που να αποκαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό. Δεν πίστευα ότι η καλή του πράξη ήταν ψεύτικη, αλλά ήθελα να ξέρω με τι άνθρωπο έχω να κάνω.

Διάβασα κάποια αρχεία. Τα περισσότερα είχαν να κάνουν με παλιές υποθέσεις ή την υπόθεση Κίρα. Έψαξα τις ντουλάπες. Τίποτα σπουδαίο, παρά ρούχα που δεν φορούσε ποτέ. Έψαξα τα συρτάρια δίπλα στο κρεβάτι του. Τίποτα πάλι. Είχε μόνο κάτι ξεχασμένα σνακ. Μίνι μάρκετ είχε κάνει το δωμάτιο.

Την προσοχή μου τράβηξε ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι σκεπασμένο με πανί. Το τράβηξα κι είδα στην μια του άκρη να γράφει: "σκουπίδια". Υπήρχε ένα βιβλίο που το σκέπαζαν διάφορα μικρά μικρά αντικείμενα. Στο εξώφυλλο έγραφε: "1991-1997". Ξεφυλλίζοντάς το κατάλαβα πως δεν ήταν βιβλίο αλλά ημερολόγιο.

Θα το αφήσω. Μπορεί να έχει κάτι που δεν πρέπει να δω, σκέφτηκα και ξανασκέπασα το κουτί με το πανί. Τα ημερολόγια ποτέ δεν τα διαβάζουμε. —Αφού δεν αφήνω ούτε την Ελένη να διαβάζει το δικό μου.—

Μια στιγμή. Μόνη μου είμαι. Δεν με βλέπει κανείς. Έχω ακόμα χρόνο. Δεν θα έχει τελειώσει η κηδεία,άλλαξα τελικά γνώμη κι άνοιξα μια τυχαία σελίδα.

Το παραδέχομαι πως λέω ότι νοιάζομαι για το δίκιο, αλλά... Δεν είμαι τόσο φρόνιμη όσο θα έπρεπε! Τουλάχιστον ήμουν μόνο εγώ κι ο Ουάταρι.