«Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 1992»

Πολλά παιδιά κουράζονται με την γυμναστική, εμένα όμως με ξεκουράζει. Γιατί αν δεν υπήρχε ως μάθημα στο σχολείο, θα βαριόμουν για όλη την μέρα. Η γυμναστική σού διώχνει το στρες και σού δίνει όλη την ενέργεια που χρειάζεσαι για την υπόλοιπη μέρα. —Έτσι είχε πει ένας γυμναστής όταν είχε έρθει στο σχολείο να μάς μιλήσει για τα οφέλη της γυμναστικής, όπως είχε πει— Αλλά αν ο δικός σου γυμναστής είναι άνθρωπος έξω καρδιά, τότε παίρνεις διπλή ενέργεια!

Τον γυμναστή μας τον λένε Τζον Κόντον και τον αγαπάνε όλα τα παιδιά του σχολείου. Βασικά μέχρι και οι δάσκαλοι λένε γι'αυτόν τα καλύτερα λόγια. Κυρίως γιατί πρώτον είναι πολύ καλός μαζί μας και ποτέ δεν μάς μαλώνει, και δεύτερον αγαπάει την δουλειά του και φαίνεται! Επίσης όταν θέλει να μας ξεκουράσει από τις ασκήσεις, μας αφήνει και παίζουμε παντομίμα και διάφορα άλλα παιχνίδια όπου συμμετέχει κι αυτός.

Μια φορά μάλιστα που παίζαμε παντομίμα μετά το μάθημα, μιμήθηκε τον Γλου-Γλου, αυτόν που μάς κάνει Γλώσσα. Έχει ένα λεπτό πράγμα που κρέμεται απ'τον λαιμό του σαν κρέας, κι επειδή μοιάζει με τον λαιμό της γαλοπούλας τον βαφτίσαμε «Γλου- Γλου» Έχει και μια περίεργη προφορά μιας και είναι μισός γάλλος. Γελάσαμε τόσο πολύ που σχεδόν πόνεσε η κοιλιά μας! Ελπίζω μόνο να μην μας άκουσε από το γραφείο των δασκάλων. Ήταν και ανοιχτό το παράθυρο.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και τέλειος ψυχολόγος! Δεν έχουμε ψυχολόγο στο σχολείο, αλλά τι να τον κάνουμε όταν έχουμε τον κύριο Κόντον; Όταν τού λέει κάποιος από τους μαθητές του κάποιο πρόβλημα που έχει, εκείνος το κάνει να φαίνεται αστείο. Φυσικά δείχνει κατανόηση, όμως τού το παρουσιάζει από μια άλλη πλευρά, και τελικά τον κάνει και γελάει. Στο τέλος ούτε που τον νοιάζει!

Τον αγαπάμε πολύ τον κύριο Κόντον. Απαιτητικός όταν κάνει το μάθημά του, αλλά καταλαβαίνεις αμέσως ότι είναι ψυχούλα! Δεν έχει ίχνος κακίας! Γι'αυτό και όλοι διασκεδάζουν στο μάθημά του.

Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα, αλλά με πονάει πολύ το χέρι μου. Φαίνεται ότι δεν ξέρω ακόμα πώς να κρατάω την ρακέτα του τέννις. Κι ο κύριος Κόντον το κάνει να φαίνεται τόσο εύκολο!

——

——

«Δευτέρα 2 Μαρτίου 1992»

Από πάντα το αγαπούσα το τέννις. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάθε φορά που βλέπω τους παίκτες να χτυπάνε την ρακέτα και να τρέχουν πάνω κάτω, νιώθω πως με καλούν να παίξω μαζί τους. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, υπάρχει μια μαγεία σ' αυτό το άθλημα. Είναι κάτι που μόνο ένας τεννίστας καταλαβαίνει. Απ'την Α' Δημοτικού λοιπόν κάνω τέννις, και μπορώ να πω πως έχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Αν κάποιος μού έλεγε να το σταματήσω θα δυσκολευόμουν πολύ. Θα κατέληγα να παίζω δύο με τρεις ώρες, επειδή πολύ απλά το'χω αγαπήσει! Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι... Ενώ μού αρέσει πολύ το τέννις, δεν ξέρω αν θέλω να το συνεχίσω. Ειδικά με τον κύριο Κόντον...

Μετά την προπόνηση, ο γυμναστής μας ήρθε και μού είπε πως τα παιδιά που είναι στο επίπεδο των προχωρημένων θα παίξουν στον τοπικό αγώνα τέννις του Λονδίνου στις 12 Μαρτίου. Δεν ήξερα τι να πω απ'την χαρά μου. Είχα μείνει ακίνητος και τον κοιτούσα.

«Ξέρω πως όλοι σας είστε υπέροχα παιδιά και πιστοί στο πνεύμα του τέννις, γι'αυτό θέλω να με βγάλετε ασπροπρόσωπο! Ειδικά εσύ Ελ. Φαίνεται πως έχει αθλητικό πνεύμα μέσα σου!»

«Ελάτε τώρα, κύριε... Γιατί δηλαδή οι άλλοι δεν έχουν;»

«Πώς! Έχουν! Απλά εσύ το έχεις πιο έντονο. Όταν σε βλέπω με πόση δύναμη χτυπάς το μπαλάκι καταλαβαίνω πόσο πάθος έχεις για αυτό το άθλημα! Δεν το έχω παρατηρήσει σε κανένα άλλο παιδί.» Ένιωθα τόσο περήφανος που άκουγα αυτά τα λόγια απ'τον δάσκαλό μου που νόμιζα ότι θα τον αγκάλιαζα.

«Παρεμπιπτόντως, Ελ. Δεν θυμάμαι να σε κέρασα στα γενέθλιά μου.»

«Τι εννοείτε; Αφού έφαγα τούρτα.»

«Δε μετράει η τούρτα. Εγώ πάντα κερνάω τα αγαπητά μου πρόσωπα γενεθλιακές καραμέλες. Είναι κάτι σαν έθιμο.»

«Μα πέρσι δεν θυμάμαι να είχατε δώσει κάτι τέτοιο.»

«Άλλο το πέρσι. Τότε είχε πεθάνει μια θεία μου και είχαμε πένθος στην οικογένεια. Βλέπεις, είναι ασέβεια προς τον νεκρό να κάνουμε γιορτές και πανηγύρια κι αυτός να φεύγει.»

«Κατάλαβα»

Έβγαλε τότε απ'την τσάντα του ένα πακέτο ζελεδάκια.

«Λοιπόν; Θα πάρεις λίγα;»

«Ευχαριστώ πολύ, κύριε δεν θέλω. Ίσως μου κοπεί η όρεξη για το μεσημεριανό.»

«Με ένα δεν κόβεται η όρεξη. Δικαιούται ο αγαπημένος μου μαθητής μια έξτρα λιχουδιά!» Τον κοιτούσα με απορία αλλά είπα να μην του χαλάσω το χατίρι. Πήρα δύο ζελεδάκια και τα μάσησα. Παρατήρησα όμως πως είχαν μια πικρίλα. Σαν να ήταν πολύ πικρά για σνακ.

«Κύριε... Τα ζελεδάκια—»

«Τι έχουν τα ζελεδάκια;» έκανε δήθεν ανήξερος.

Μου'ρθε ναυτία κι ήθελα να κάνω εμετό. Ζαλιζόμουν...

«Συγγνώμη, κύριε πρέπει να πάω τουαλέτα...» Αλλά πριν καν προλάβω να βηματίσω, μού έσφιξε δυνατά τους ώμους.

«Δεν θα πας πουθενά...»

Δεν θυμάμαι καθαρά τι έγινε μετά απ'αυτό. Θυμάμαι μόνο πως ήμασταν σε κάτι δέντρα δίπλα απ'το γήπεδο. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω κι αυτό του επέτρεψε να κάνει ό,τι έκανε. Ήταν ημίγυμνος και εμένα μου'χε βγάλει όλα τα ρούχα ενώ χάιδευε απαλά το σώμα μου. Προσπάθησα να του ξεφύγω όμως εκείνα τα «ζελεδάκια» μου'χαν ρουφήξει όλη την ενέργεια. Μού έσφιγγε τα χέρια τόσο δυνατά που πονούσαν οι καρποί μου. Ούτε να φωνάξω για βοήθεια δεν μπορούσα. Τον έβλεπα που κοκκίνιζε, που σημαίνει πως το απολάμβανε. Στο τέλος με αγκάλιασε μυρίζοντας τα μαλλιά μου. Έτρεμα...

«Μην πεις τίποτα σε κανέναν... Τσιμουδιά! Δεν θα το παίζουμε με τα άλλα τα παιδιά. Θα είναι το μυστικό μας παιχνίδι!»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι ενώ μου χάιδευε το πηγούνι.

«Το'ξερα πως είσαι καλό παιδί...»

Ανέκτησα τις δυνάμεις μου, όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει. Δεν ήξερα τι να κάνω ή πώς να αντιδράσω. Ένιωθα... Ντροπή. Και τρόμο ίσως. Κοίταξα τα σημάδια στους καρπούς μου από τα χέρια του Τζον. Γιατί ο Τζον να κάνει κάτι τέτοιο; Γιατί; Εμείς που νομίζουμε ότι είναι άνθρωπος που αγαπάει τα παιδιά, και που θέλει το καλύτερο για μας... Γιατί; Τι του έκανα και με τιμώρησε έτσι; Πριν λίγο μου έλεγε πως θέλει να τον βγάλω ασπροπρόσωπο. Που θα τον βγάλω αφού είναι ο αγαπημένος μου δάσκαλος! Μάλλον... Ήταν. Γιατί τώρα είναι... Δεν ξέρω. Αυτό που έκανε, με έκανε να νιώσω άσχημα, άρα είναι κακό!

Μού είχε πει κάποτε ο Κουίλις* για αυτούς τους ανθρώπους που ξεγελάνε τα παιδιά για να τα απαγάγουν, ή να τα σκοτώσουν. Πάντα μού λέει να μην εμπιστεύομαι άγνωστους. Όμως ο Τζον δεν είναι άγνωστος. Είναι... Καλός! Πώς μπόρεσε;

Πρέπει να το πω στον διευθυντή. Αλλη λύση δεν υπάρχει. Αυτός θα αποφασίσει αν ήταν καλό ή κακό. Ίσως να έκανα και λάθος...

——

——

«Τρίτη 3 Μαρτίου 1992»

Αποφάσισα να μιλήσω στον διευθυντή την ώρα του μεσημεριανού, μιας και εκείνη την ώρα ήταν ελεύθερος. Χτύπησα την πόρτα του γραφείου του κι εκείνος είπε να περάσω μέσα. Με καλημέρισε και του απάντησα. Ένιωθα λίγο άβολα για κάποιο λόγο. Με κοίταξε με το ψυχρό του βλέμμα που σε πάγωνε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

«Τι θες;»

«Ε... Έχετε δουλειά;»

«Όχι, αλλά τι θες;» ακούστηκε αυστηρός, σαν να με μάλωνε. Δεν με κοιτούσε, αλλά κάτι έγραφε στον υπολογιστή του.

Κι έτσι του διηγήθηκα ό,τι έγινε χτες. Περίμενα να πάρει μια έκπληκτη έκφραση, ότι δηλαδή δεν το περίμενε αυτό από τον Τζον, γιατί όπως είπα όλοι τον αγαπάνε, μέχρι και τα τυχαία χαλίκια που βρίσκονται στην αυλή του σχολείου. Αλλά, ή δεν μού έδωσε σημασία, ή δεν τού έκανε καθόλου εντύπωση.

«Ναι, ναι εντάξει θα το κανονίσω,» είπε αλλά δεν τον άκουσα και πολύ σίγουρο.

Μάλλον θα του'χει μείνει από πέρσι που ένας μαθητής κατήγγειλε έναν δάσκαλο για ξύλο στους μαθητές, ενώ δεν είχε χτυπήσει κανέναν, μόνο και μόνο να τον εκδικηθεί που του κατέσχησε το γκέιμ μπόι. Τελικά ανακάλυψαν πως ο δάσκαλος ήταν αθώος, όμως δεν επέστρεψε ποτέ το γκέιμ μπόι στο παιδί. Λεπτομέρειες δεν ξέρω, αλλά πάνω κάτω έτσι έγινε.

Αφού λοιπόν δεν με πιστεύει ο διευθυντής, δεν θα το πω ούτε στους δασκάλους. Αν θέλουν να πιστεύουν ότι όλο το σχολείο έχει παιδιά που λένε ψέματα έτσι για εκδίκηση, δικό τους πρόβλημα! Θα αντιμετωπίσω μόνος μου τον Τζον, κι ο,τι είναι να γίνει ας γίνει!


*Ο Ελ αναφέρεται στον Ουάταρι με το μικρό του όνομα, από το Quillish Wammy. Στην δική μου εκδοχή βέβαια τού πρόσθεσα και το όνομα Άρθουρ, γιατί για κάποιο λόγο μου άρεσε η ιδέα να έχει δύο ονόματα, και μάλιστα το Arthur που είναι βρετανικής προέλευσης.