Μετάφραση από το πρωτότυπο "Happy Days in Hell"
Συγγραφέας enahma
Μεταφράστρια QuantumReality
Disclaimer (translation from the original): (μετάφραση από το πρωτότυπο) Το παρακάτω είναι ένα έργο φαντασίας βασισμένο στο έργο της J. K. Rowling. Τα δικαιώματα της ιστορίας επίσης ανήκουν σ'αυτήν, σύμφωνα με τους διεθνείς νόμους πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει αγαπητέ αναγνώστη ότι μπορεί να πάρει χαρακτήρες και ιδέες από αυτήν την ιστορία και να τα χρησιμοποιήσει στα βιβλία της χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αναφέρει την πηγή (αν και είμαι αρκετά σίγουρη ότι δεν θα το κάνει). Ωστόσο οι υπόλοιποι είστε υποχρεωμένοι να αναφέρετε αυτό το έργο αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε ένα χαρακτήρα ή κάποιο στοιχείο της πλοκής. (Ναι, ναι, έχω συναντήσει αρκετές ιστορίες με τις (μερικές φορές όχι και τόσο λαμπρές) ιδέες μου...)
Disclaimer (from the translator): (από τη μεταφράστρια) Το παρόν έργο είναι μετάφραση από το πρωτότυπο "Happy Days in Hell" της συγγραφέως enahma. Συνδέσεις για την αρχική ιστορία μπορείτε να βρείτε τόσο στη δική μου σελίδα όσο και στη σελίδα της enahma. Και φυσικά, δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ ότι μου ανήκει... Εγώ απλά βοηθάω τους Έλληνες αναγνώστες να ανακαλύψουν μια καλογραμμένη και συγκινητική ιστορία!
Κεφάλαιο 1: Το Παιχνίδι Ενος Καθάρματος
Όταν ο Σνέιπ εμφανίστηκε στον κύκλο του Βόλντεμορτ, τον περίμενε μια έκπληξη. Παρόλο που έπρεπε να διασχίσει τα προστατευτικά όρια του Χόγκουαρτς, ήταν ένας από τους πρώτους Θανατοφάγους που είχαν φθάσει εκείνο το απόγευμα.
Εκτός από αυτόν, υπήρχαν μόνο ο Έιβερυ και ο Ρομέ, ένας νεαρός από τη Γαλλία, πρόσφατος ακόλουθος των «Σκοτεινών Τεχνών» - όπως προτιμούσε να λέει. Ο Σνέιπ πήρε μια περιφρονητική έκφραση. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το μακελειό και η φρίκη που προκαλούσαν έμοιαζε σε τίποτα με 'Τέχνη'. Δεν είχε βέβαια πάντοτε την ίδια άποψη, τουλάχιστον όχι στην πολύ αρχή... Αν υπήρχε κανμια αρχή σε όλα αυτά. Από πολύ μικρή ηλικία, η Μαύρη Μαγεία ήταν μέρος της ζωής του. Ένιωθε μια έλξη προς αυτή, όπως και κάθε άλλο μέλος της οικογένειάς του, εκτός από τον Σιόπερο που... Όχι. Δεν ήθελε να σκέφτεται γι'αυτόν. Όχι εδώ. Όχι τώρα.
Αντί γι'αυτό, θα έπρεπε να μαντέψει γιατί είχε κληθεί ξανά. Πρέπει να ήταν κάτι σημαντικό, και σίγουρα δεν είχε να κάνει με φίλτρα. Το προηγούμενο απόγευμα είχε παραλάβει τη λίστα με τα φίλτρα που έπρεπε να ετοιμάσει για τις επόμενες εβδομάδες. Αν ο Σκοτεινός Άρχοντας ήθελε κάποιο άλλο επείγον φίλτρο, θα του έστελνε απλά μια κουκουβάγια και αυτό ήταν όλο. Οπότε αυτή η συνάντηση μάλλον αφορούσε κάτι πιο σκοτεινό και φοβερό από φίλτρα που βασανίζουν και σκοτώνουν.
Ξαφνικά, πρόσεξε τους άλλους Θανατοφάγους που εμφανίζονταν μέσα στο κοντινό δάσος, δίπλα στην Επαύλη Εφιάλτης όπου θα γινόταν αυτή η συνάντηση.
Το να είσαι Θανατοφάγος σήμαινε ότι ποτέ δεν ήξερες πού θα εμφανιστείς όταν το ζητούσε ο Σκοτεινός Άρχοντας. Όταν ένιωθε το κάλεσμα, ακολουθούσε την έλξη του Μαύρου Σημαδιού και πάντοτε έβρισκε τον εαυτό του μέσα στον κύκλο χωρίς να ξέρει από πριν το μέρος. Παρείχε ασφάλεια στο Βόλντεμορτ ενάντια στους κατά καιρούς κατασκόπους ανάμεσα στους ακολούθους του, που με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούσαν να ενημερώσουν το υπουργείο ή τις άλλες μαγικές αρχές, όπως ο Ντάμπλντορ ή οι Χρυσούχοι, για τα κρυφά σημεία των συναντήσεων. Τώρα το σημείο συνάντησης ήταν η Επαύλη Εφιάλτης, ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μέρη των σκοτεινών μάγων. Ο Σνέιπ δεν ήξερε που ήταν ακριβώς, παρόλο που είχε βρεθεί εκεί πολλές φορές. Έπρεπε να είναι κάπου στη Βόρεια Αγγλία ή τη Σκωτία. Αυτός και ο Ντάμπλντορ είχαν ψάξει απελπισμένα να το βρουν πολλές φορές τα τελευταία 14 χρόνια, αλλά οι έρευνές τους είχαν αποβεί άκαρπες, παρόλο που η ανακάλυψη της συγκεκριμένης τοποθεσίας ήταν πολύ σημαντική για διάφορους λόγους. Η Επαύλη Εφιάλτης ήταν η κύρια φυλακή του Βόλντεμορτ και όλοι οι εχθροί του που δεν ήθελε να σκοτώσει αμέσως κατέληγαν εδώ για μερικά σαδιστικά παιχνίδια και βασανιστήρια.
Ο Σνέιπ ήταν σίγουρος ότι αφού ο μικρός Πότερ είχε κατατροπώσει τον Σκοτεινό Άρχοντα πριν από 14 χρόνια, πολλοί άνθρωποι είχαν παραμείνει στην Επαύλη Εφιάλτης και είχαν πεθάνει αβοήθητοι παρόλο που δεν υπήρχε κανείς να τους βασανίσει ή να τους σκοτώσει. Είχαν ξεμείνει εκεί γιατί κανείς δεν μπορούσε να βρει το μέρος.
Ένα μέρος γεμάτο με φόβο, πόνο, κραυγές, δάκρυα, ρίγη και θάνατο. Το μέρος με τα πιο φοβερά βασανιστήρια που είχαν υπάρξει ποτέ στον κόσμο.
Το μισούσε αυτό το μέρος. Το μισούσε από τα βάθη τις καρδιάς του, το μισούσε περισσότερο από κάθε άλλο μέρος. Το απεχθανόταν πιο πολύ κι από τα μπουντρούμια του υπουργείου, το μέρος των 'Λευκών' βασανιστηρίων, πιο πολύ κι από... 'Σταμάτα,' είπε στον εαυτό του. 'Αρκετά.'
Κατά πάσα πιθανότητα σήμαινε ότι αυτή η συνάντηση θα ήταν μια από τις περιόδους βασανιστηρίων, και ο Σνέιπ ήλπιζε με όλη του τη δύναμη ότι θα τα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει προτού ξεκινήσει. Δεν ήθελε να πάρει μέρος. Το σιχαινόταν και το φοβόταν και, ευτυχώς, συνήθως δεν ήταν υποχρεωμένος να συμμετάσχει για διάφορους λόγους. Ένας απ'αυτούς ήταν ότι ήταν η προσωπική αυθεντία στα φίλτρα του Βόλντεμορτ και, γενικά, αυτό ήταν αρκετό για να ξεφεύγει.
Και πάλι υπήρχαν φορές που ακόμη κι εκείνος ήταν υποχρεωμένος να λάβει μέρος σ'αυτά τα «παιχνίδια». Όποτε ο Βόλντεμορτ αποφάσιζε να ελέγξει την αφοσίωσή τους ή όποτε το θύμα ήταν κάποια σημαντική προσωπικότητα. Η αφοσίωσή του, ωστόσο, είχε ήδη ελεγχθεί (δεν επέτρεψε στον εαυτό του να θυμηθεί εκείνη τη δοκιμασία), άρα ήταν πολύ πιθανό ότι σήμερα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό εχθρό της σκοτεινής πλευράς. Ποιος στο καλό μπορεί να ήταν τόσο σημαντικός; Θα χρειαζόταν να ειδοποιήσει τον Νταμπλντορ τη στιγμή που θα επέστρεφε στο Χόγκουαρτς.
Μέσα σε δέκα λεπτά, ο πλήρης εσώτερος κύκλος (σχεδόν 20 άτομα) ήταν παρών. Όλοι στέκονταν στη θέση τους περιμένοντας τον Σκοτεινό Άρχοντα να τους προσκαλέσει μέσα στο κτίριο. 'Πολύ περίεργο, γιατί ολόκληρο τον κύκλο; Τον Νταμπλντορ έπιασε ο Βόλντεμορτ;' αναρωτήθηκε. Όχι, αδύνατο. Όταν έφυγε από το Χόγκουαρτς, ο Ντάμπλντορ ήταν ακόμα εκεί, ασφαλής. Αλλά τότε πάλι... ποιος στο καλό είχε πιαστεί; Ο ηλίθιος Φιουτζ; Ή κάποιος σημαντικός Χρυσούχος; Ίσως ο Τρελομάτης;
Ω αυτό θα είχε πλάκα. Θα είχε την ευκαιρία να του ρίξει μερικά πολύ άσχημα ξόρκια μετά απ'όλα όσα του είχε κάνει. Οι δίκες στο κτίριο του υπουργείου... Οι σειρές βασανιστήριων με τις 'Λευκές Τέχνες' του Τρελομάτη... Ο καταναγκαστικός Ορός της Αλήθειας, οι κατάρες Μαρτύρα (η Λευκή εκδοχή της Βασάνους, συγχωρήσιμη, ναι, αλλά όχι και τόσο καλύτερη από την δίδυμή της βασανιστική Βασάνους) που υπέφερε γιατί δε θεωρείτο άνθρωπος, απλά ένας βρωμερός Θανατοφάγος... Εκείνες οι μέρες και νύχτες χωρίς ύπνο, για να τον σπάσουν, και μετά έξι μήνες στο Άζκαμπαν... Έξι! Έμοιαζε με μια ολόκληρη ζωή. Δεν ήταν ικανός πλέον να νιώσει τίποτα μετά απ'όλα αυτά. Τίποτα. Τα συναισθήματά του τον είχαν αφήσει εκεί, ίσως για πάντα. Ο Τρελομάτης του το είχε κάνει αυτό, το παρανοϊκό γέρικο κάθαρμα. Ένιωσε ένα ρίγος. Αν ο αιχμάλωτος ήταν όντως ο Τρελομάτης δεν θα του έδειχνε έλεος. Όχι. Ποτέ.
Όταν τον είχε δει τον περασμένο Σεπτέμβριο να διασχίζει τις πόρτες της Μεγάλης Τραπεζαρίας, σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του. Όχι, δεν μπορούσε ο Άλμπους να είναι τόσο άκαρδος ώστε να επιτρέψει στο Χρυσούχο να βρίσκεται στο ίδιο κτίριο μ'εκείνον!
Ένιωσε ξανά το ίδιο ρίγος. Όχι. Ήταν ο Μπάρτι και όχι το γέρικο κάθαρμα. Ναι, σίγουρα κάθαρμα, αλλά όχι γέρικο. Μια πιο νέα και σκοτεινή έκδοση καθάρματος, τώρα χειρότερα κι από νεκρός. Φιλήμενος από έναν Ντεμέντορ. Άσχημος τρόπος να πεθάνεις.
Και σχετικά με καθάρματα: το Ύστατο Κάθαρμα του σύγχρονου κόσμου περίμενε τώρα να παρουσιάσει τον καινούριο του αιχμάλωτο στους πιστούς του υπηρέτες – καθάρματα υπηρέτες.
Ναι, κι ο ίδιος κάθαρμα ήταν. Όλοι πάνω σ'αυτήν τη γη είναι καθάρματα, εκτός από τον Ντάμπλντορ.
Οπότε, ας αρχίσει το Παιχνίδι του Καθάρματος!
Εκείνη την στιγμή, ο Βόλντεμορτ βγήκε από την Επαύλη και πλησίασε τους υπηρέτες του που περίμεναν υπομονετικά.
«Ελάτε. Ακολουθήστε με στην Κεντρική Αίθουσα!» φώναξε θεατρικά. «Ο καλεσμένος μας σας περιμένει όλους τώρα!»
Κάτι στον αέρα ήταν παγωμένο... Ο Σέβερους τύλιξε γύρω του το μανδύα πιο σφιχτά τρέμοντας. Οι μεγάλες, μαύρες ανοιχτές πύλες της Επαύλης μοιάζαν με ένα τεράστιο στόμα, έτοιμο να καταπιεί οτιδήποτε έμπαινε μέσα. Ο Σέβερους σίγουρα θα προτιμούσε να βρίσκεται σπίτι του.
Το φως από τους δαυλούς τρεμόπαιζε πάνω στις ανέκφραστες μάσκες καθώς έμπαιναν στην Επαύλη.
Στη μέση ενός τεράστιου δωματίου ήταν ένα παιδί. Ένα αρκετά μικρό παιδί με λεπτά, ανακατωμένα μαύρα μαλλιά και στρογγυλά γυαλιά.
Ο Σνέιπ πάγωσε στην είσοδο.
Όχι. Ένα παιδί. Όχι. Σιχαινόταν να βασανίζει παιδιά. Στην τάξη, ναι. Με λόγια, ειρωνεία, τιμωρίες, την αφαίρεση πόντων, γιατί όχι; Αλλά. Αλλά φυσική βία; Ή με κατάρες; Η ιδέα και μόνο έκανε το στομάχι του να ανακατεύεται ανήσυχα, πέρα από την πάλη του ενάντια στις δικές του αναμνήσεις.
Συνειδητοποίησε την ίδια στιγμή ότι όλοι οι άλλοι στέκονταν σ'έναν κύκλο γύρω από το αγόρι, και ότι ο ίδιος ήταν ο μόνος που έλειπε από τον κύκλο καθώς είχε παγώσει στην ανοιχτή πόρτα. Αναστέναξε βαθιά και πλησίασε τον κύκλο με σταθερά βήματα. Όταν πήρε τη θέση του, το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του.
Ο Σνέιπ ξαναπάγωσε.
Όχι, δε μπορούσε να είναι αλήθεια!
Το αγόρι ήταν ο Χάρι Πότερ.
Τι στο καλό!
Πώς;
Γιατί;
Τι;
Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα... Τι στο διάολο έκανε εδώ το αγόρι; Έπρεπε να είναι σπίτι του με την οικογένειά του, να βλέπει τηλεόραση ή να παίζει ανόητα παιχνίδια με τους φίλους του ή οτιδήποτε... Κοίταζε το μυξιάρικο αρνούμενος να το πιστέψει, καθώς οι σκέψεις του έτρεχαν μέσα στο κεφάλι του.
'Δε μπορεί να είναι αλήθεια. Απλά δε μπορεί. Ονειρεύομαι. Θα ξυπνήσω σε δέκα λεπτά στα μπουντρούμια μου ουρλιάζοντας και θα χρειαστώ ενα ποτήρι ουίσκυ για να ηρεμήσω μετά απ'αυτόν τον εφιάλτη...' ήλπιζε καθώς το επαναλάμβανε ξανά και ξανά. Ένα ποτήρι ουίσκυ; Όχι, δε θα ήταν αρκετό. Θα έπινε ολόκληρο το μπουκάλι!
Αλλά το ξύπνημα απλά δεν έλεγε να έρθει.
Για μια στιγμή, νόμιζε ότι το αγόρι τον είχε αναγνωρίσει όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν. Αλλά μετά από ένα λεπτό το αγόρι έστρεψε το κεφάλι του από αυτόν στο Βόλντεμορτ.
Ο Σνέιπ έμεινε ελαφρά έκπληκτος. Δεν είδε φόβο σ'εκείνα τα πράσινα μάτια. Δεν είδε φρίκη. Μπορούσε να δει μόνο πόνο και αποδοχή.
Ήταν σοκαρισμένος. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Το αγόρι είχε αιχμαλωτισθεί από το Βόλντεμορτ ή τους Θανατοφάγους του, αυτό τουλάχιστον ήταν φανερό. Αλλά πώς; Πότε; Και γιατί δεν το ήξερε ο Άλμπους;
Τι μπορούσε να κάνει σ'αυτήν την κατάσταση; Πώς μπορούσε να βοηθήσει το αγόρι να δραπετεύσει; Υπήρχαν προστατευτικά ξόρκια γύρω από την Επαύλη Εφιάλτης. Δε μπορούσε απλά να πάρει το αγόρι και να εξαφανιστεί. Ήταν αδύνατο. Αλλά έπρεπε να βρει κάτι για να σώσει το ανόητο παιδί που είχε μπλεχτεί και πάλι σε μια απίθανη κατάσταση.
Αναστέναξε. Ό,τι και να έκανε, ο ρόλος του σαν κατάσκοπος είχε τελειώσει. Αυτή η σκέψη ξαφνικά του έφερε μεγάλη ανακούφιση. Ένιωσε μεμιάς τον εαυτό του ελεύθερο. Αλλά τι μπορούσε να κάνει με την κανούρια του ελευθερία σ'αυτήν την καταδικασμένη περίπτωση; Δεν υπήρχε καμία ελπίδα γι'αυτούς.
Ίσως αν άφηνε να βασανίσουν και να σκοτώσουν το αγόρι. Αν ανακατευόταν σ'αυτό το μπλέξιμο, θα πέθαιναν μαζί χωρίς κανένα κέρδος. Αν δεν έκανε τίποτα, θα κρατούσε το ρόλο του σαν κατάσκοπος και θα βοηθούσε τη Φωτεινή Πλευρά και τον Ντάμπλντορ.
Αλλά και πάλι, δεν πίστευε ότι θα έμενε καμία ελπίδα στη Φωτεινή Πλευρά αν πέθαινε ο Πότερ. Όχι. Ο Πότερ έπρεπε να ζήσει. Εξάλλου η Λίλυ... και ο όρκος του σ'αυτήν... και το όνομα του Σιόπερου... Όλα σήμαιναν ότι ήταν υποχρεωμένος να βοηθήσει το καθαρματάκι. Ναι. Και ο Πότερ κάθαρμα ήταν γιατί κατάφερε να βρεθεί μπλεγμένος σ'αυτήν την αναθεματισμένη βρωμοκατάσταση. Ήταν αρκετά δύσκολο να κρατήσει το προσωπείο ενός πιστού Θανατοφάγου χωρίς να δημιουργεί πολλά προβλήματα στη συνείδησή του, και τώρα...
Με λίγα λόγια, η διπρόσωπη ζωή είχε τελειώσει γι'αυτόν. Αλλά θα έπρεπε να είναι προσεκτικός. Ο Πότερ έπρεπε να ζήσει. Δηλαδή θα έπρεπε να τον σώσει βρίσκοντας τον κατάλληλο τρόπο να τον βγάλει από τα αμυντικά όρια της Επαύλης, και θα έπρεπε να φροντίσει και για τον εαυτό του επίσης. Το αγόρι δεν ήξερε πώς να τηλεμεταφέρεται. Τον είχε ανάγκη.
Το βλέμμα του Σνέιπ άρχισε να κοιτάζει γύρω-γύρω σε ολόκληρη την Αίθουσα: τις πόρτες, τα παράθυρα. Ήξερε το κτίριο αρκετά καλά, είχε ένα μικρό δωμάτιο εδώ για να φτιάχνει φίλτρα. Το εργαστήριό του δεν ήταν στα μπουντρούμια αλλά στον τρίτο όροφο – πόσο γελοίο. Αυτός στον τρίτο όροφο! Αλλά εδώ τα μπουντρούμια αποτελούσαν τη φυλακή.
Η φυλακή. Η πιο μισητή φυλακή στον κόσμο. Ή μία απ'αυτές. Κελιά και αίθουσες βασανιστηρίων για ατέλειωτο πόνο. Τα ήξερε. Ήξερε πώς έδειχνε ένας αιχμάλωτος μετά από μερικές εβδομάδες εκεί πέρα μέσα. Η ζωή ήταν μια παρατεταμένη Βασάνους εδώ. Αν φαινόταν διασκεδαστικό στο Βόλντεμορτ να βασανίζει κάποιον εδώ για μήνες, το έκανε. Του άρεσε να σπάει τους ανθρώπους πριν να τους σκοτώσει. Δεν τον ένοιαζε αν έπαιρνε πολύ καιρό ή όχι. Ο Σκοτεινός Άρχοντας φαινόταν πάντοτε να έχει μπόλικο χρόνο διαθέσιμο.
Αλλά πώς μπορούσε να σώσει τον Πότερ από αυτό το καταραμένο κτίριο;
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Βόλντεμορτ μιλούσε και πρόσεξε ότι τα πόδια του αγοριού ήταν δεμένα. Δε μπορούσε να τρέξει για να ξεφύγει όπως είχε κάνει στο νεκροταφείο πριν από ένα μήνα όταν είχε δραπετεύσει από τον Σκοτεινό Άρχοντα μετά την 'ανάστασή' του. Και το ραβδί του έλειπε επίσης.
Και τώρα ο Πότερ απλά στεκόταν εκεί, σαν αρνί έτοιμο για σφαγή, και είχε φαινομενικά αποδεχτεί τη μοίρα του. Ο Σνέιπ μπορούσε να το δει στα μάτια του, που ήταν κλειδωμένα με τα δικά του και πάλι, πόνος, υπήρχε μόνο πόνος σ'εκείνα τα πράσινα μάτια και τίποτα άλλο. Πόνος. Πόνος όπως σ'εκείνα τα μαύρα ματια... Πόνος σ'εκείνα τα πράσινα μάτια... Απλά πόνος...
Σαν να ήταν τα ίδια μάτια. Αλλά πώς; Πώς μπορούσε ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να μοιάζει ολόιδιο με ένα ζευγάρι μαύρα μάτια; Αλλά και πάλι... όντως έμοιαζαν ολόιδια, ή τουλάχιστον η έκφρασή τους έμοιαζε ολόιδια.
Ήταν τρομοκρατημένος. Το αγόρι δεν ένιωθε τίποτα εκτός από πόνο.
Η ομοιότητα... ο τρόπος που στεκόταν μέσα στον κύκλο χωρίς φόβο, κοιτάζοντάς τον με πόνο όχι από τα βασανιστήρια, αλλά από την απογοήτευση, και ο Σνέιπ ήθελε να ουρλιάξει καθώς θυμήθηκε κάποιον άλλον.
Ένα αγόρι που στεκόταν ακριβώς στην ίδια θέση, στο κέντρο του κύκλου χωρίς φόβο και αδυναμία. Μόνο με πόνο... όπως και πριν από τόσο καιρό... αλλά ήταν τόσο ξεκάθαρο... εκείνα τα μαύρα μάτια... Δεν κατάφερνε ποτέ να τα ξεχάσει. Ποτέ ξανά είπε το κοράκι μέσα στο κεφάλι του. Ποτέ ξανά.
Αλλά το Ύστατο Κάθαρμα μιλούσε ακόμη.
«Έχετε τρεις γύρους διασκέδασης μαζί του. Μετά θα τον σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Εγώ, μόνος μου. Που σημαίνει ότι θα πρέπει να είστε προσεκτικοί να μην τον σκοτώσετε πριν τη δική μου σειρά!» το ερπετοειδές τέρας είπε χαμογελώντας με κακεντρέχεια.
'Τρεις γύροι. Αν τους ξέρω καλά, θα διαρκέσουν τουλάχιστον δυο ώρες,' σκέφτηκε ο Σνέιπ. Είδε το Βόλντεμορτ να αποσύρεται για να καθήσει στη σκούρα πολυθρόνα που έμοιαζε με θρόνο.
«Ας αρχίσει η παράσταση!» φώναξε για τους Θανατοφάγους του.
Και η παράσταση ξεκίνησε.
Ο Σνέιπ προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει κάποια λύση να σώσει το αγόρι, αλλά καθώς τα λεπτά περνούσαν δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Τίποτα απολύτως. Το αγόρι θα πέθαινε και αυτός θα πέθαινε μαζί του. Ο πειρασμός ήρθε ξανά. Μπορούσε να αφήσει το αγόρι να σκοτωθεί. Δεν είχε καμιά πραγματική επιλογή έτσι κι αλλιώς: το αγόρι θα πέθαινε μόνο του ή θα πέθαιναν μαζί. Αλλά η δεύτερη λύση δεν είχε κανένα νόημα. Ο Άλμπους, το Τάγμα τον χρειάζονταν.
Αλά και πάλι χρειάζονταν και το αγόρι επίσης. Και είχε δώσει έναν όρκο σ'εκείνο το αναθεματισμένο κορίτσι!
Τι μπλέξιμο... Τι βρωμοκατάσταση! Χειρότερα από τους εφιάλτες που είχε να αντιμετωπίσει σχεδόν κάθε βράδυ για δύο δεκαετίες. Δεν θα το πίστευε ότι μπορούσε να γίνει χειρότερο. Ποτέ. Και τώρα, αυτή η κατάσταση ήταν χειρότερη από κάθε άλλο μπλέξιμο ή εφιάλτη που είχε αντιμετωπίσει ποτέ στη ζωή του!
Σχεδόν έτρεμε καθώς παρακολουθούσε την παράσταση. Υπήρχαν πολλές κραυγές στα αρχαία: Τέμνε! Καύσιους! Συρρίκνιο! Μάστιγους! Ψύξιο! Θραύσε! Συνοδευόμενες από συμπληρώματα με τα οποία προσδιόριζαν το μέρος του σώματος που ήθελαν να βλάψουν.
Ο Πότερ ούρλιαζε και σφάδαζε και τιναζόταν και τσίριζε και μόρφαζε, είχε μόνο μικρά διαλείμματα ενδιάμεσα, που του τα έδιναν οι Θανατοφάγοι. Η πονεμένη φωνή του έμοιαζε να γεμίζει ολόκληρο το κτίριο. Και αυτός ήταν μόνο ο πρώτος γύρος... Μετά θα ακολουθούσε ο δεύτερος, ο γύρος της φυσικής βίας. Η ιδέα και μόνο προκαλούσε στον Σνέιπ ναυτία.
Η σειρά του πλησίαζε. Η σειρά του να βασανίσει το μυξιάρικο που μισούσε για χρόνια, το μυξιάρικο που είχε ταπεινώσει, εξευτελίσει και ντροπιάσει μπροστά στους συμμαθητές του. Το μυξιάρικο που είχε προσπαθήσει να αποβάλλει με κάθε γνωστό τρόπο.
Το αγόρι που είχε προστατέψει χωρίς δεύτερη σκέψη, το αγόρι που ήθελε να βγάλει πέρα κάθε χρονιά σ'εκείνο το καταραμένο σχολείο γιατί ήταν το αγόρι που είχε ορκιστεί να προστατεύει. Ίσως να μην ήταν η πιο πρόθυμη φροντίδα, ωστόσο ήταν η καλύτερη φροντίδα που μπορούσε να του παρέχει.
Όταν έφθασε η σειρά του, συνειδητοποίησε ότι είχε πετρώσει, ανίκανος να σηκώσει το ραβδί του, να μιλήσει, να ανοίξει το στόμα του. Ανίκανος να κινηθεί. Να αναπνεύσει.
Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα αιμορραγώντας. Υποφέροντας. Αλλά δεν έκλαιγε. Δεν ικέτευε για έλεος. Έμοιαζε εξαντλημένο αλλά δεν είχε σπάσει. Ξαφνικά ο Σνέιπ ένιωσε σεβασμό για το αγόρι. Ήταν σίγουρος ότι ο Πότερ θα έσπαγε. Ήταν απλά ένα 14χρονο ή 15χρονο αγόρι, έτσι δεν είναι; Ένα αγόρι σαν κι αυτόν θα έπρεπε να είχε σπάσει, να παραιτηθεί, έτσι δεν είναι; Αλλά και πάλι, ο Πότερ δεν είχε σπάσει. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Και το βλέμμα του... Ο Καθηγητής Φίλτρων αναρρίγησε. Αυτο το βλέμμα ήταν ξανά υπερβολικά οικείο. Το είχε ξαναδεί εκείνο το βλέμμα πριν από χρόνια... Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του.
Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Χρειαζόταν χρόνο απελπισμένα. Αν πραγματικά είχε σκοπό να σκεφτεί κάτι, θα έπρεπε να καταραστεί τον Πότερ. Τώρα. Αμέσως.
Ο Σνέιπ γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά και ψιθύρισε «Μαρτύρα» στοχεύοντας το ραβδί του στο αγόρι.
«Ωραία ιδέα να χρησιμοποιήσεις κατάρες της Φωτεινής Πλευράς,» γέλασε ο Βόλντεμορτ. «Ας δείξουμε στον κύριο Πότερ με τι μοιάζει μια δόση Λευκών Βασανιστηρίων!»
Ο Σνέιπ μισούσε τον εαυτό του. Τα συναισθήματά του τον έπνιγαν.
Οι κραυγές του αγοριού γέμισαν την Αίθουσα. Ξανά και ξανά. Ο Σνέιπ ήθελε να πεθάνει εκεί που στεκόταν. Όχι, δε μπορούσε να το ξανακάνει αυτό τη δεύτερη φορά. Όχι. Αδύνατο.
Ήξερε ακριβώς το είδος του πόνου που κατέκλυζε το σώμα του αγοριού.
Καθώς χαμήλωσε το ραβδί του, οι κραυγές σταμάτησαν. Γύρισε το κεφάλι του ξανά πίσω στο αγόρι και τα βλέμματά τους κλείδωσαν και πάλι. Και το αναθεματισμένο μυξιάρικο του έγνεψε. Η καρδιά του Σνέιπ καταβυθίστηκε. Τώρα ήταν απολύτως σίγουρος ότι το αγόρι τον είχε αναγνωρίσει. Ήθελε να ξεράσει μ'αυτήν την αποκάλυψη... Ένιωθε τον ίλιγγο και τη ναυτία να τον περικυκλώνουν. Σίγουρα δεν ήθελε το αγόρι να πεθάνει με την σκέψη ότι τον είχε προδώσει.
Λοιπόν. Πραγματικά το μισούσε το μικρό βρωμόπαιδο. Πριν, στο σχολείο. Αλλά αυτές τις στιγμές ουρλιαχτών και πόνου ένιωθε το μίσος του να διαλύεται μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Δεν ήταν πια ικανός να τον μισήσει.
Ήθελε κι αυτός να ουρλιάξει δυνατά όσο διαρκούσε το μαρτύριο.
Ο δεύτερος γύρος... Μαστίγια, κλωτσιές, μπουνιές... Μετά τους πρώτους δέκα Θανατοφάγους σχεδόν δε μπορούσε ν'αναγνωρίσει το αγόρι. Μελανιές, πληγές, αίμα, σπασμένα κόκκαλα – μόνο το πράσινο βλέμμα που παρέμενε κλειδωμένο στο δικό του μαύρο του έδειχνε ότι το αγόρι ήταν ακόμη ξύπνιο, ήταν ακόμη ζωντανό. Γιατί έπρεπε ο Πότερ να συμπεριφέρεται όπως κι εκείνο το μαυρομάτικο αγόρι πριν από τόσο καιρό; Γιατί;
Γιατί έψαχνε τα μάτια του ξανά και ξανά; Δεν ικέτευε για έλεος, για οίκτο, για φροντίδα. Έμοιαζε παρόλ'αυτά να ψάχνει συνέχεια το βλέμμα του Σνέιπ. Ακριβώς σαν... ΟΧΙ!
Ο Σνέιπ ήθελε απελπισμένα όλα αυτά τα Παιχνίδια του Καθάρματος να τελειώσουν, ήθελε να πάει σπίτι, να κλειδωθεί στα δωμάτιά του και να πίνει ουίσκυ μέχρι που να λιποθυμήσει, και μετά απ'αυτό δέκα λίτρα φίλτρου για Ύπνο Χωρίς Όνειρα, και να κοιμάται, να κοιμάται, να κοιμάται και να μην ξυπνήσει ποτέ ξανά. Ποτέ.
Ήθελε να φύγει μακριά. Αλλά... αλλά...
Τι θα έλεγε στον Ντάμπλντορ; Πώς θα μπορούσε να μπει στο γραφείο του και να πει στον Διευθυντή την αλήθεια; 'Ο Πότερ πέθανε κι εγώ ήμουν ένας από τους βασανιστές του, τους δολοφόνους του, λυπάμαι πάρα πολύ,' θα έπρεπε να ομολογήσει. Θα έλεγε στον Άλμπους 'Α, χρησιμοποίησα μόνο κατάρες της Φωτεινής Πλευράς, όπως η Τορμέντα';
Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του μετά απ'αυτό το γεγονός; Πώς θα μπορούσε να διδάξει άλλα παιδιά; Πάντοτε ήταν απαίσιος μαζί τους, ένας ανυπόφορος κακεντρεχής παλιάνθρωπος και ένα πραγματικό κάθαρμα, αλλλά τουλάχιστον στα όρια του ανεκτού. Αν πέθαινε ο Πότερ θα ήταν χίλιες φορές χειρότερος. Πώς θα μπορούσε να διδάξει τον Γουίζλυ και την Γκρέιντζερ; Πώς θα μπορούσε μετά να τους κοιτάξει στα μάτια;
Τι θα του έκανε ο σπασμένος όρκος; Θα μπορούσε ακόμη να κοιμάται; Να τρώει; Ν'αναπνέει; Να σκέφτεται;
Δεν είχε καταφέρει ποτέ να ξεφύγει από το παρελθόν του. Σχεδόν είκοσι χρόνια δεν ήταν αρκετά για να μετανοήσει για όσα είχε κάνει πριν. Αν άφηνε τον Πότερ να σκοτωθεί δεν θα μπορούσε ποτέ πια να ζήσει. Ήταν σίγουρος.
Ήταν ξανά η σειρά του. Το βρωμόπαιδο, το ανυπόφορο, μικρό, αναθεματισμένο βρωμόπαιδο έψαχνε το βλέμμα του και πάλι. Αν και ο Σνέιπ δεν ήταν και τόσο σίγουρος αν ο Πότερ μπορούσε να δει πια.
Χαμήλωσε το κεφάλι του κι έβγαλε ένα μικρό φιαλίδιο από την τσέπη του. Ευτυχώς, κανείς δεν περίμενε να χρησιμοποιήσει χέρια, πόδια, δάκτυλα, ή ακόμη κάποιο μαστίγιο, κλαδί, ζώνη, μαχαίρι, ξυράφι, στιλέττο ή μπαστούνι για φυσική βία. Αντίθετα όλοι περίμεναν να τους δείξει ένα ενδιαφέρον φίλτρο, αλλά έπρεπε να είναι κάτι εντυπωσιακό για μια παράσταση υπο την εποπτεία και προς ώφελος του Σκοτεινού Άρχοντα αυτοπροσώπως. Το Παιχνίδι του Καθάρματος. Και ο Βόλντεμορτ ήθελε να δει τον πόνο που προκαλούσε.
Για μια στιγμή, ο Σνέιπ νόμιζε ότι θα έπινε ο ίδιος το φίλτρο αντί να το δώσει στον Πότερ. Ήταν ένα νέο κι εξαιρετικά επώδυνο φίλτρο. Κουβαλούσε πάντα μαζί του βασανιστικά φίλτρα για τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά δεν είχε ποτέ σκοπό να υποφέρει το αγόρι από αυτό. Χρειαζόταν χρόνο, όμως, περισσότερο απ'οτιδήποτε άλλο, οπότε ήταν υποχρεωμένος να το κάνει.
Έκανε μερικά βήματα προς το αγόρι, γονάτισε και άνοιξε το στόμα του Πότερ με το αριστερό του χέρι. Με το δεξί έχυσε ξαφνικά το περιεχόμενο του φιαλιδίου μέσα στο στόμα του αγοριού, τον ανάγκασε να το καταπιεί και έκανε πίσω για να επιστρέψει στη θέση του στον κύκλο.
Για ένα λεπτό κυριαρχούσε βαθιά ησυχία. Μετά τα μάτια του αγοριού μεγάλωσαν με τον υπερβολικά σκληρό πόνο και άρχισε να ουρλιάζει τόσο δυνατά που όλοι χρειάστηκαν να κλείσουν τ'αυτιά τους.
Το Φίλτρο του Παιχνιδιού των Οστών. Εκείνη την στιγμή ο Σνέιπ μίσησε τον εαυτό του περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή του. Και δεν ήταν εύκολο κατόρθωμα δεδομένου ότι πάντα μισούσε τον εαυτό του με πάθος.
Το Φίλτρο του Παιχνιδιού των Οστών ήταν ένα τέλειο μέρος του Παιχνιδιού του Καθάρματος. Έσπαζε όλα τα κόκκαλα του θύματος σε μικροσκοπικά κομματάκια, προκαλώντας ανυπόφορο πόνο με την παραμικρή κίνηση, όπως η αναπνοή, και στη συνέχεια τα επανέφερε στην κανονική τους κατάσταση με τον πόνο ενός ιδαίτερα επώδυνου και γρήγορου επανοστωτικού φίλτρου. Δεν προκαλούσε καμία ανεπανόρθωτη ζημιά, αλλά ήταν τόσο οδυνηρό όσο και η Βασάνους. Ο Σνέιπ το ήξερε καλά αυτό. Το είχε δοκιμάσει στον εαυτό του.
Το αγόρι δεν θα τον εμπιστευόταν ποτέ ξανά μετά απ'αυτό. Αλλά και πάλι δεν θα υπήρχε χρόνος για περασμένα-ξεχασμένα, ούτε και για συγγνώμες. Ο Πότερ θα πέθαινε. Και αυτός, ο Σέβερους Νομπίλιους Σνέιπ, θα πέθαινε μαζί του. Θα ήταν μια πολύ εντυπωσιακή και θεαματική παράσταση, στην οποία αυτός θα έπαιζε το ρόλο του κακού και ο Πότερ το ρόλο του καλού. Αλλά δεν είχε σημασία. Δεν είχε καμία σημασία.
Όταν οι κραυγές έσβησαν στην αίθουσα, τα μάτια του αγοριού παρέμειναν ερμητικά κλειστά. Μόνο το στήθος του έδειχνε ότι ήταν ακόμη ζωντανός.
«Υπέροχα, καθηγητά, μένω έκπληκτος!» τα μάτια του Βόλντεμορτ έλαμπαν με ικανοποίηση. «Δε μπορώ να πιστέψω ότι η φαντασία σου εξελίχθηκε τόσο πολύ όλα αυτά τα χρόνια που πέρασες μ'εκείνο το γερο-ανόητο φίλο των Μαγκλ.»
Για μέρικα σύντομα δευτερόλεπτα, ο Σνέιπ ήταν σίγουρος ότι θα γυρνούσε το ραβδί του προς το κάθαρμα και θα τον σκότωνετην ίδια στιγμή. Όχι! Αλλά πριν προλάβει να κουνήσει το χέρι του προς τη ζώνη του η παράσταση συνεχιζόταν.
Ο τρίτος γύρος έφτασε. Και ο Σνέιπ δεν ήξερε ακόμη τι να κάνει, πώς να σώσει το διαλυμένο παιδί.
Και έπρεπε να σκεφτεί την επόμενη βασανιστική κατάρα. Ο Σκοτεινός Άρχοντας θα τον τιμωρούσε με μια καλο-ξεστομισμένη Βασάνους αν χρησιμοποιούσε την ίδια κατάρα δυο φορές, δεν του άρεσε να βαριέται. Αλλά τι μπορούσε να χρησιμοποιήσει; Δεν ήθελε να πονέσει το αγόρι περισσότερο. Αλλά ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάτι. Ίσως την Κατάρα Μαχαίρι; Πονούσε πολύ αλλά η επίδρασή της δεν διαρκούσε πολύ ώρα. Δέκα δευτερόλεπτα, μέχρι εκεί. Άντε είκοσι το πολύ.
Ήταν η σειρά του και πάλι.
«Μάχαιρους» είπε στρέφοντας ξανά το βλέμμα του μακριά από το αγόρι και με το ραβδί του να τρέμει στο χέρι του.
Τα ουρλιαχτά ήταν πιο δυνατά και πιο σκληρά από κάθε άλλη φορά. Κράτησαν σχεδόν ένα ολόκληρο λεπτό. Πώς; Γιατί; ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ συνέβαινε; Προσπάθησε να σταματήσει την κατάρα αλλά δε μπορούσε. Και μετά θυμήθηκε ότι η Κατάρα Μαχαίρι σε συνδυασμό με την Οστεοθραυστική Κατάρα που είχε χρησιμοποιηθεί από το Νοττ πιο πριν μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες για ώρες. Μα το Μέρλιν, δε μπορούσε να συνεχίσει πια! Ήθελε να πεθάνει από ντροπή. Σ'εκείνο το σημείο. Εκείνη τη στιγμή. Ένιωθε σαν να πέθαινε κάθε χιλιοστό του δευτερολέπτου με τις ατελείωτες κραυγές.
«Σνέιπ! Είσαι πραγματικά... εξαίσιος σήμερα,» άκουσε τα λόγια του Βόλντεμορτ ανάμεσα στις ακόμη δυνατές στριγγλιές. «Καλύτερος από ποτέ.»
Έγνεψε θετικά καθώς κοιτούσε το μικρό σώμα που σπαρταρούσε μπροστά στα μάτια του.
Ξαφνικά η φωνή του αγοριού ησύχασε. Ο Πότερ δεν κουνιόταν πλέον.
'Ω όχι,' ψιθύρισε ο Σνέιπ καθώς ο επόμενος Θανατοφάγος ύψωσε το ραβδί του.
«Σταματήστε!» φώναξε ο Βόλντεμορτ. «Θα τον σκοτώσω εγώ!» πρόσθεσε καθώς σηκώθηκε και προχώρησε μπροστά.
Εκείνη τη στιγμή ο Σνέιπ ήταν εντελώς απελπισμένος. Ο Βόλντεμορτ θα σκότωνε το αγόρι, το ήξερε, και απλά δε μπορούσε να τον αφήσει.
Ο Βόλντεμορτ σταμάτησε δίπλα στο παράλυτο σώμα και με μια κλωτσιά γύρισε τον Πότερ στην πλάτη του.
«Σύνελθους» στόχευσε το ραβδί του προς το αγόρι.
Δεν κουνήθηκε. Ο Σνέιπ πάγωσε. Τι του είχε κάνει;
«Το ξέρω ότι είσαι ξύπνιος, Πότερ,» ο Βόλντεμορτ είπε με μια ψυχρή, αδίστακτη φωνή. «Και θέλω να μιλήσουμε λίγο πριν σε σκοτώσω.»
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Ο Σνέιπ ένιωσε ανακούφιση για μια στιγμή. Ήταν ζωντανός!
«Αλλα εγώ δεν σκοπεύω να σε ακούσω, Τομ. Δε μ'ενδιαφέρει τι θέλεις να πεις. Καθόλου. Σκότωσέ με και ας τελειώσουμε αυτήν την παράσταση.»
Ο Σνέιπ σχεδόν δε μπορούσε ν'ακούσει τα λόγια του αγοριού. Η φωνή του Πότερ ήταν εντελώς βραχνή μετά από δύο ώρες ουρλιαχτών. Αυτή ήταν αδύναμη. Αλλά εκείνος καθόλου!
«Όπως επιθυμείς,» ο Βόλντεμορτ χαμογέλασε με κακία και ύψωσε το ραβδί του. Αλλά ο Σνέιπ ήταν πιο γρήγορος.
«Αποβλακώσιους!» φώναξε στοχεύοντας το ραβδί του στον Σκοτεινό Άρχοντα και πλησιάζοντας το αγόρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Αλλά η κατάρα εξοστρακίστηκε όταν χτύπησε την ασπίδα του Σκοτεινού Άρχοντα. Ασπίδα; Ο Σνέιπ πάγωσε. ΑΣΠΙΔΑ; Ω όχι...
Την επόμενη στιγμή έπεσε ζαλισμένος στο πάτωμα, χτυπημένος από τους συντρόφους του.
«Λοιπόν, Καθηγητά Σνέιπ! Τι αναμενόμενη έκπληξη!» το Ύστατο Κάθαρμα τον κοίταξε περιφρονητικά, με μια ζωώδη κακία και μια απάνθρωπη λάμψη στα μάτια του. «Επιτέλους βρήκα τη διαρροή – και ήσουν εσύ, όπως το φανταζόμουν. Έτσι δεν είναι, Λούσιους;»
Ένας από τους Θανατοφάγους έγνεψε θετικά και ο Βόλντεμορτ συνέχισε.
«Το υποψιαζόμουν ότι ήσουν εσύ, ο πιστός υπηρέτης του Μαγκλόφιλου Ντάμπλντορ, ηλίθιος υπηρέτης της Φωτεινής Πλευράς ακόμη και μετά τα μικρά βασανιστήρια από τους Χρυσούχους και τους έξι μήνες στο Άζκαμπαν... Δε μπορώ να σε καταλάβω.» Ο Βόλντεμορτ ύψωσε το βλέμμα του σαν να σκεφτόταν. «Ήσουν πάντα τόσο δυνατός. Και παρόλ'αυτά με πρόδωσες. Μένω έκπληκτος. Σήμερα για λίγο νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Αυτές οι κατάρες και το φίλτρο! Τα απόλαυσες, Πότερ;» έστρεψε τα μάτια του στο αγόρι.
Ο Πότερ δεν έδειχνε να προσέχει τα λόγια του και καθώς ο Καθηγητής Φίλτρων κοίταξε το παιδί, τα μάτια του κλείδωσαν ξανά με του Σνέιπ. Ένιωσε την ανάγκη να πει κάτι στο αγόρι πριν πεθάνει. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπο κι έβγαλε τη μάσκα. Απλά κοιτούσαν ο ένας τον άλλο χωρίς λέξεις για πολλή ώρα. Ο Σνέιπ άκουγε τα λόγια του Βόλντεμορτ αλλά δεν τα καταλάβαινε.
Απλά κοιτούσε το αγόρι. Τα μάτια του ήταν γεμάτα με τόσο πόνο.
Το αγόρι θα πέθαινε. Ο Σνέιπ ήταν σίγουρος. Και αυτός θα πέθαινε μαζί με τον Πότερ, μαζί με το Αγόρι-Που-Μισούσε-Για-Τόσα-Χρόνια. Και τώρα δε μπορούσε να καταλάβει τα προηγούμενα αισθήματά του. Γιατί τον είχε μισήσει, πώς μπορούσε να μισήσει αυτό το αγόρι; Πώς μπορούσε να είναι ένας τόσο πεισματάρης, χοντροκέφαλος ηλίθιος που να τον μισεί μόνο και μόνο για κάτι φάρσες που είχαν κάνει ο πατέρας του και οι φίλοι του; Ο ήδη νεκρός πατέρας του. Που του είχε σώσει τη ζωή. Καλά, μάλλον το είχε κάνει και για τον εαυτό του, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα, αλλά και πάλι, ο Τζέιμς Πότερ είχε σώσει τη ζωή του πριν από χρόνια. Και η Λίλυ... Μισούσε το γιο της Λίλυ για τέσσερα χρόνια. Γιατί; Πώς; Δε μπορούσε ν'απαντήσει ούτε τις ίδιες του τις ερωτήσεις.
Κοίταζε το αγόρι, το κομματιασμένο αγόρι που πέθαινε, και ένιωσε ντροπή. Βασανιστικές κατάρες που τις είχε ρίξει ο ίδιος... Το Φίλτρο του Παιχνιδιού των Οστών... και ο Πότερ δεν έδειχνε να είναι θυμωμένος μαζί του. Έδειχνε να τον αποδέχεται όπως είχε αποδεχτεί τη μοίρα του, τον ερχόμενο θάνατό του.
Ο Σνέιπ δε μπορούσε παρά ν'απλώσει το χέρι του και ν'αγγίξει προσεκτικά το πρόσωπο του αγοριού με τα δάχτυλά του.
«Λυπάμαι... Λυπάμαι τόσο πολύ... Για όλα,» είπε.
Ο Χάρι έκλεισε τα μάτια του για ένα λεπτό.
«Σ'ευχαριστώ,» μουρμούρισε.
Λεπτά σχοινιά πετάχτηκαν από το ραβδί του Βόλντεμορτ αυτή τη φορά και την επόμενη στιγμή ο Σνέιπ ήταν δεμένος.
«Σνέιπ, τελείωσε ο χρόνος σου. Νομίζω ότι είναι η σειρά σου κύριε Πότερ,» είπε ο Σκοτεινός Άρχοντας και μουρμούρισε την επόμενη εντολή. «Ανορθώσιους.»
Το επόμενο λεπτό ο Χάρι στεκόταν στα πόδια του, αν και λίγο ζαλισμένος, πρόσωπο με πρόσωπο με το Βόλντεμορτ.
Ο Σνέιπ απλά κοίταζε το αγόρι που στεκόταν μπροστά στον εχθρό του ήρεμα, χωρίς φόβο. Ο Βόλντεμορτ έμοιαζε θυμωμένος καθώς εξέταζε το νεαρό που στεκόταν μπροστά του χωρίς τρόμο, χωρίς ταπεινότητα, χωρίς παρακάλια για έλεος. Χωρίς να δείχνει αδύναμος!
Ναι, το αγόρι δεν είχε σπάσει. Είχε βασανισθεί και είχε κακοποιηθεί, αλλά η ψυχή του παρέμενε δική του καθώς είχε αποδεχθεί το γεγονός ότι θα πέθαινε.
Ο Σνέιπ από την άλλη ήταν ντροπιασμένος. Το αγόρι ήταν πολύ γενναίο. Το ίδιο γενναίο όσο και ο πατέρας του κάποτε. Το ίδιο γενναίο όσο κι εκείνο το μαυρομάτικο αγόρι που είχε βρεθεί σ'αυτό το ίδιο σημείο. Και πιο γενναίο απ'ότι ο ίδιος ήταν ποτέ στην ηλικία του Πότερ.
«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να με σκοτώσεις, έτσι δεν είναι, Τομ;» ρώτησε ξαφνικά με μια αυστηρή αλλά ήσυχη φωνή. «Μπορείς επιτέλους να ολοκληρώσεις το έργο στο οποίο απέτυχες πριν από 14 χρόνια. Τώρα, δεν υπάχει καμία Μαγκλογεννημένη γυναίκα για να σε εμποδίσει από το να το κάνεις.»
Σιωπή έπεσε στην αίθουσα. Η οργή του Σκοτεινού Άρχοντα ήταν σχεδόν απτή στον ίδιο τον αέρα, αλλά το αγόρι δεν έδειχνε να φοβάται.
Και μετά ο Βόλντεμορτ ηρέμησε τον εαυτό του. Ένα τρομακτικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
«Πολύ γενναίο, κύριε Πότερ. Αλήθεια, πολύ Γκρύφιντορ εκ μέρους σου. Αλλά δε θα σε σκοτώσω τώρα. Όχι, έχω μια άλλη ιδέα για το πώς θα πεθάνεις. Έναν πιο αργό θάνατο. Έχω χρόνο. Θα περιμένω να με παρακαλάς να σε σκοτώσω χωρίς ηλίθια σχόλια. Ή... ίσως θα σου δώσω μια άλλη επιλογή, έναν τρόπο για να ζήσεις αντί να πεθάνεις. Θα σου δώσω το χρόνο και την ευκαιρία για να το σκεφτείς. Και φυσικά, θα σε... βοηθήσω με τον δικό μου τρόπο να πάρεις τη σωστή απόφαση.»
«Ποτέ δε θα πουλήσω τη ψυχή μου, Τομ,» ο Χάρι απάντησε με βεβαιότητα. Αλλά ο Βόλντεμορτ δε νοιαζόταν για τα λόγια του.
«Θα δούμε, κύριε Πότερ,» γύρισε και αγριοκοίταξε τον Σνέιπ. «Και τι θα κάνω μαζί σου αγαπητέ μου καθηγητή; Αν θυμάμαι καλά, δεν είσαι τόσο γενναίος όσο ο νεαρός δίπλα σου, έτσι δεν είναι; Οπότε τι θα έλεγες να του κάνεις παρέα για δυο-τρεις εβδομάδες, ίσως περισσότερο; Εξαρτάται από... ξέρεις τι. Ίσως να μπορέσεις να πείσεις τον κύριο Πότερ για την αληθινή σοφία του να παραιτείται κανείς.»
Τα μάτια του Σνέιπ μεγάλωσαν.
«Τα μπουντρούμια...»
«Ακριβώς, καθηγητά. Και,» ύψωσε το βλέμμα του στους ακολούθους του «νομίζω ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε, αλλά προσέχτε! Να μην τους σκοτώσετε. Όχι αν δεν σας δώσω την άδεια εγώ.» Ο Βόλντεμορτ πήρε μια περφρονητική έκφραση κι έκανε στροφή για να φύγει από το δωμάτιο.
Ο κύκλος των Θανατοφάγων στένεψε γύρω τους. Το αγόρι κατέρρευσε δίπλα στον Σνέιπ καθώς η Ερέκτο σταμάτησε. Δε μπορούσε να τον πιάσει εξαιτίας των δεσμών του. Έμειναν εκεί ξαπλωμένοι και αβοήθητοι. Και ο Σνέιπ ήξερε ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Όταν του αφαίρεσαν τα σχοινιά, έλεγξε τον Πότερ. Ήταν αναίσθητος και πάλι. Άρα – αυτή θα ήταν η δική του σειρά. Και μάλλον πιο μακριά και πιο σκληρή απ'ότι του αγοριού. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτός ήταν ο προδότης.
Δυστυχώς, του πήρε πάνω από μιάμιση ώρα για να χάσει τις αισθήσεις του. Οι πρώην σύντροφοί του ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί μ'αυτό.
«Βέρνον, το αγόρι δε γύρισε ακόμα!» η Πετούνια είπε νευρικά στον άνδρα της.
Έβλεπαν τηλεόραση μετά το δείπνο.
«Μμμ χμμ...» μουρμούρισε ο Βέρνον, τα μάτια του κολλημένα στην οθόνη.
«Βέρνον!» είπε ξανά η Πετούνια.
«Ε... και τι να κάνω εγώ; Θα έρθει στη μέση της νύχτας, είμαι σίγουρος. Ντρέπεται,» ο Βέρνον απάντησε ήρεμα. «Ή τα άλλα φρικιά οι φίλοι του τον ξαναπήραν μακριά. Ευτυχώς. Α, κοίτα αυτό το σκύλο!» έδειξε ξαφνικά στην οθόνη. «Είναι ακριβώς σαν της Μαρτζ!»
Η Πετούνια αναρρίγησε. Μισούσε τα ζώα, και ιδιαίτερα το γέρικο, άσχημο και άγριο σκυλί της Μαρτζ. Και ανησυχούσε.
«Βέρνον, κάθε φορά που τον πήραν πριν πάντοτε μας ενημέρωναν... με κάποιον τρόπο. Αλλά σήμερα... Είναι μεσάνυχτα και...»
«Και...;» ο Βέρνον νευρίασε. Δεν τον ενδιέφεραν οι ανόητες εξαφανίσεις του αγοριού. «Αν ήθελε να φύγει μακριά, τα κατάφερε. Και θέλω να δω την ταινία.»
«Αλλά είμαστε οι κηδεμόνες του, Βέρνον. Αν του συμβεί οτιδήποτε, θα τιμωρήσουν εμάς!» φώναξε την τελευταία λέξη δυνατά.
Ο Βέρνον τινάχτηκε και αναστέναξε.
«Καλά. Αλλά δεν έχω όρεξη να τον ψάχνω σ'ολόκληρη την πόλη. Αν θες εσύ μπορείς να το κάνεις, αλλά εγώ όχι!»
«Νομίζω ότι θα'πρεπε να καλέσουμε την αστυνομία» ψιθύρισε η Πετούνια.
«Α! Να μια καλή ιδέα!» είπε χαμογελαστός ο Βέρνον. «Ελπίζω αν τον βρουν να τον κρατήσουν μερικές μέρες, ε, τι λες;»
«Δε ξέρω,» απάντησε διστακτικά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ξαφνικά ο Βέρνον όταν πρόσεξε το παράξενο ύφος της Πετούνιας.
«Δε ξέρω,» είπε ξανά και μετά από λίγο πρόσθεσε. «Έχω μια πολύ περίεργη αίσθηση. Μια πολύ άσχημη αίσθηση, ξέρεις... Την είχα ξανανιώσει πριν πολύ καιρό...»
Ο Βέρνον την κοίταξε. Η Πετούνια ήταν εκτός εαυτού. Τα χέρια της τρέμανε, το πρόσωπό της ήταν χλωμό.
«Τι... είσαι καλά;» ρώτησε ο Βέρνον προσεκτικά.
Η Πετούνια κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι, κάτι έχει συμβεί. Κάτι όπως τη μέρα που πρωτοπήγα στον κινηματογράφο μαζί σου...»
Η φωνή του Βέρνον έτρεμε όταν κατάφερε να μιλήσει.
«Νομίζεις... νομίζεις ότι..;»
Η Πετούνια έγνεψε θετικά.
Μια μακριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο με φρίκη. Τελικά, ο Βέρνον σηκώθηκε όρθιος.
«Θα πάρω τηλέφωνο την αστυνομία. Τώρα.»
ΥΓ: Γεια σας και καλωσήρθατε! Ελπίζω να απολαύσετε την ιστορία και σύντομα να υπάρχουν κι άλλοι τίτλοι στην ελληνική γωνιά του fanfiction. Θέλω όμως να ζητήσω την βοήθειά σας. Επειδή πάει πολύς καιρός που έχω να διαβάσω τα ελληνικά βιβλία, υπάρχουν διάφοροι όροι που θυμάμαι μόνο στα αγγλικά (ονόματα, ξόρκια, πλάσματα κλπ). Θα σας ήμουν λοιπόν ευγνώμων αν κάποιος προσφερόταν να με βοηθήσει μ'αυτό. Όχι πολλά πράγματα, απλά μερικές λέξεις σε κάθε κεφάλαιο που μεταφράζονται διαφορετικά στα ελληνικά. Ευχαριστώ!
