Από μικρές που ήμασταν εγώ και η μικρή μου αδελφή η Ελένη, λατρεύαμε να βλέπουμε αστυνομικές ταινίες, να διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα και να παίζουμε το αγαπημένο μας παιχνίδι "κλέφτες κι αστυνόμοι". Φυσικά δε γνωρίζαμε τίποτα περί αυτού, όταν διαβάσαμε για πρώτη φορά αστυνομικό μυθιστόρημα στα οκτώ μας χρόνια. Όμως μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες μάθαμε πολλά. Κι έτσι όταν μας ρωτάγανε: «Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» εμείς απαντούσαμε αστυνομικίνες ή ντετέκτιβ. Και κάθε φορά οραματιζόμασταν την στιγμή που θα κλείναμε τους εγκληματίες στον Κορυδαλλό. Που να φανταστώ όμως ότι θα έλυνα μια υπόθεση και μάλιστα στα δεκατέσσερά μου χρόνια!

Όλα άρχισαν εκείνη την μέρα. Στις 25 Ιουνίου 2016. Καθάριζα την σοφίτα του σπιτιού όταν ξαφνικά βρήκα έναν μπλε μαρκαδόρο πεταμένο στο πάτωμα. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιος ξεχασμένος μαρκαδόρος, και το πήρα να το βάλω σε κανένα κουτί με μαρκαδόρους, αλλά όταν το κοίταξα πιο προσεκτικά είδα ότι έβγαζε μικρά αστράκια. Το καθάρισα λίγο με το πανί νομίζωντας ότι είναι σκόνη, αλλά παρέμειναν εκεί. Ήταν λες και χόρευαν. Σαν να ήταν μαγικός ο μαρκαδόρος.

Κάποια στιγμή η Ελένη μπήκε στην σοφίτα.

«Γειά! Τι λέει;»

«Ε, όλα καλά... Ξέρεις τώρα.»

Πρόσεξε τον μαρκαδόρο για μια στιγμή.

«Βλέπω τον βρήκες.» διαπίστωσε.

«Ποιόν;»

«Τον μαρκαδόρο. Τον μαγικό μαρκαδόρο δηλαδή.»

«Δεν είναι σκόνη αυτά τα ψιλούλια;» είπα κοιτώντας ακόμα τα αστεράκια.

«Ξέρεις καμιά σκόνη που να'ναι κίτρινη;» γέλασε η αδερφή μου. «Είναι μαγικός. Κι αν θες με πιστεύεις!»

«Μαγικός υπό ποιά έννοια;» ρώτησα λες και ήδη την είχα πιστέψει.

«Με την έννοια ότι μού τον έκανε δώρο ένα πνέυμα.»

«Πνεύμα;» την διέκοψα. Σάμπως δεν θα είχα ακούσει καλά.

«Ναι, πνεύμα. Όταν ξύπνησα το πρωί της Πρωτοχρονιάς, είδα κάτω απ'το δέντρο ένα σημείωμα μ'ένα πακέτο. Άνοιξα το πακέτο, είδα τον μαρκαδόρο και διάβασα το σημείωμα. Το σημείωμα έγραφε πως μιας και ήμουν καλό κορίτσι όλη την χρονιά μού άξιζε κάτι παραπάνω από παιχνίδι. Το πνεύμα μού έγραφε ότι μ'αυτόν τον μαρκαδόρο μπορώ να ταξιδέψω στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Επίσης έγραφε ότι αν πάω κάποιο ταξίδι ο μαρκαδόρος θα μού φέρει έναν αντικαταστάτη που θα είναι ολόιδιος εγώ. Θα μιλάει και θα φέρεται όπως εγώ. Κανείς δε θα καταλάβει την διαφορά. Μού είπε να τον χρησιμοποιώ τον μαρκαδόρο αλλά υπό έναν όρο: Δεν πρέπει μάθει κανένας ενήλικας την δύναμη αυτού του μαρκαδόρου γιατί θα την χάσει. Στο λέω γιατί είσαι δεκατέσσερα.»

Φαντασία που έχει το παιδί...Σκέφτηκα. Είχε ζωηρή φαντασία από μικρή. Εκείνη έφτιαχνε τα σενάρια που παίζαμε στα αστυνομικά μας παιχνίδια. Ποιός είναι ο δολοφόνος, γιατί διέπραξε τον φόνο και άλλα παρόμοια. Όλα αυτά στα όρια του φανταστικού. Σαν να είχε επηρεαστεί από τις ταινίες που βλέπαμε. Είπα κι εγώ λοιπόν να μπω στο παιχνίδι της.

«Ενδιαφέρον... Έχεις πάει κάπου μέχρι στιγμής;»

«Πήγα μια φορά στον εικοστό αιώνα. Δεν άξιζε πολύ. Βαρεμάρα σκέτη...» απάντησε.

«Μάλιστα...» είπα αδιάφορα.

«Γιατί δε πας κι εσύ κανά ταξιδάκι;»

«Εγώ; Με τον μαρκαδόρο εννοείς;»

«Ναι, θα'χει πλάκα! Αφού πήγα εγώ γιατί να μην πας κι εσύ;»

«Ε δε ξέρω ακόμα. Κάτσε να περάσουν λίγες μέρες και θα σου πω.»

«Έλα! Θα έχει πλάκα! Εγώ βαρέθηκα αμέσως γιατί πήγα εκατό χρόνια πίσω. Εσύ όμως θα πας κάπου σύγχρονα. Ας πούμε... Δέκα ή είκοσι χρόνια. Θα'ναι τέλεια!»

Ξαφνικά είχε αλλάξει ο τόνος της. Σαν αυτά που έλεγε να τα εννοούσε. Τα έλεγε πολύ πειστικά για να τα πει με παιχνιδιάρικη διάθεση.

«Σκέψου το κι εγώ θα ψάξω ιστορικά γεγονότα στο Google να δεις από κοντά. Είμαι σίγουρη ότι οι επόμενες δεκαετίες του εικοστού αιώνα θα έχουν πιο πολύ πλάκα απ'το 1920 ας πούμε. Και θυμήσου: Μην αποκαλύψεις την δύναμη του μαρκαδόρου στη μαμά και στον μπαμπά. Και γενικά σε κάποιον ενήλικα.»

Και μ'αυτα τα λόγια άφησε την σοφίτα. Ήμουν μπερδεμένη. Γενικά η αδελφή μου έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Μερικές φορές λέει αστεία που φαινομενικά τα λέει στα σοβαρά. Μετά καταλαβαίνεις ότι κάνει πλάκα. Νόμιζα ότι απλά είχε διάθεση για παιχνίδι και γι'αυτό μού τα έλεγε με τόσο πειστικό τρόπο. Αμ, δεν ήξερα τι θα με περίμενε αργότερα!