10 Μαρτίου 2791, Σαντλεφορντ
Όταν ο Άλαν ξανάνοιξε τα μάτια του, είχε πια ξημερώσει. Το Σέλας είχε εξαφανιστεί και ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Η ζαλάδα και η ναυτία είχαν περάσει, αλλά ένιωθε έναν φοβερό πονοκέφαλο. Ψαχουλεύοντας μέσα στα μαλλιά του πάνω από το μέτωπο του, ένιωσε ένα καρούμπαλο σαν αυγό στο σημείο όπου το είχε κοπανήσει στην κονσόλα στη συντριβή. Το πολύ μια ελαφριά διάσειση, τίποτα σοβαρό. Γύρισε να ξυπνήσει τους συντρόφους του.
Ο Ντέρεκ σηκώθηκε χασμουργιώντας, μαζί με τον Ρόμπινς. Η τραυματισμένη μύτη του μηχανικού είχε σταματήσει να ματώνει, αλλά φαινόταν άσχημα πρησμένη, μωβ σαν μελιτζάνα. Το μάτι του Ρόμπινς ήταν επίσης άσχημα μελανιασμένο, αλλά δεν φαινόταν σοβαρό. Μόνο μικροτραυματισμούς και οι δυο τους. Τώρα που είχε επανέλθει το φώς της μέρας, οι τρείς επιζήσαντες μπορούσαν να ρίξουν μια καλύτερη ματιά στα μυστηριώδη, αλλά πανέμορφα, περίχωρα τους.
Ολόκληρη η εξοχή, πέρα από το ότι είχε καθαριστεί από κάθε ίχνος χιονιού, είχε αλλάξει εντελώς. Ήταν λες και βρίσκονταν σε άλλο ημισφαίριο. Το περιβάλλον θύμιζε εύκρατη ζώνη, παρόμοιο με εκείνο της Νότιας Αγγλίας, αλλά ήταν ζεστό και υγρό, σαν στα μέσα του καλοκαιριού, με όλη την βλάστηση ανθισμένη. Βρίσκονταν στην άκρη ενός υγροτόπου που το περιτριγύριζε πυκνό δάσος, κυρίως κωνοφόρων, αλλά, κατά τα άλλα, δεν είχαν ιδέα που βρίσκονταν. Το αεροπλάνο τους βρισκόταν ακόμη έξω, στη μέση του έλους όπου είχαν συντριβεί, πασαλειμμένο με λάσπη, αλλά ακόμη ανέπαφο.
«Λοιπόν, φαίνεται πως τα χθεσινά επεισόδια δεν ήταν όνειρο τελικά. Για να είμαι πιο ακριβής, η κατάσταση είναι ακόμη πιο τρελή από ότι νομίζαμε. Όχι μόνο οι ζώνες ώρας έχουν μετατοπιστεί, αλλά τώρα φαίνεται πως και οι εποχές έχουν γυρίσει ανάποδα,» είπε ο Άλαν, κοιτάζοντας με ανοικτό το στόμα τα άγνωστα περίχωρα τους, «Που να είμαστε άραγε;»
«Αν η ευφυΐα σου μπορεί να βρει μια λογική εξήγηση για όλη αυτή την τρέλα, τότε κάνε μας τη χάρη και πες το και σε μας, και θα σου δώσω βραβείο Νόμπελ,» είπε σαρκαστικά ο Ρόμπινς, κοιτάζοντας τον ήλιο, «Τι ώρα να είναι άραγε;»
Ο Άλαν κοίταξε το ρολόι του, «Σύμφωνα με αυτό, είναι εννέα και μισή το βράδυ – με άλλα λόγια, μπούρδες.» Κοίταξε τον ήλιο πάλι, μετρώντας νοητικά το ύψος του από το έδαφος, «Με τον ήλιο σε αυτή την θέση, θα έλεγα πως είναι γύρω στις έντεκα το πρωί.'
«Πόσο εκτός πορείας λες να είμαστε;» ρώτησε ο Ντέρεκ, κοιτάζοντας μπερδεμένα την άγνωστη περιοχή όπου βρίσκονταν, «Ήμουν σίγουρος ότι ακολουθούσαμε την αρχική μας πορεία προς τα πίσω, προς την αερολέσχη. Ακόμη και αν πετούσαμε λίγο εκτός, δεν θα έπρεπε πάλι να είχαμε καταλήξει πίσω στη περιοχή του Νιούμπερι;»
«Μα τότε, πού είναι η πόλη; Οι δρόμοι; Οι άνθρωποι;» είπε ο Άλαν, ξύνοντας το κεφάλι του, χωρίς να μπορεί να βγάλει κανένα λογικό συμπέρασμα. Ακόμη πιο πολύπλοκο ήταν το μυστήριο που, έως τώρα, δεν είχαν δει ούτε έναν άλλο άνθρωπο πουθενά, «Αποκλείεται να είμαστε πάλι εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα έλεγα ότι βρισκόμαστε κάπου στην άκρη της νεκρής ζώνης, όπου είναι ακατοίκητα – μόνο που εκείνη η περιοχή είναι ραδιενεργή και άγονη. Και αυτό δεν εξηγεί αυτή την αδύνατη αλλαγή ώρας και εποχής...»
«Μα τότε, τι μας συνέβη;» επέμενε ο Ντέρεκ, σχεδόν απελπισμένος για μια εξήγηση σε όλο αυτό το μυστήριο, «Πώς γίνεται ξαφνικά ο κόσμος να...παύει να υπάρχει, εξαιτίας μιας θύελλας; Ότι θύελλα και αν ήταν αυτή...»
«Με συγχωρείτε που διακόπτω την ωραία συζήτηση σας, κύριοι,» τους διέκοψε ο Ρόμπινς, «Αλλά μήπως θα ήταν καλύτερα να εστιάσουμε την προσοχή μας σε ορισμένες προτεραιότητες, όπως να περιποιηθούμε τους τραυματισμούς μας και να βρούμε λίγο φαγητό ίσως;»
Ο Άλαν αναστέναξε, ενοχλημένος. Δεν του άρεσαν οι γκρινιάρηδες, αλλά δεν ήθελε να προσβάλει τον άνθρωπο που τους πλήρωνε για το χρόνο και τις υπηρεσίες του. Εξάλλου, ο Ρόμπινς είχε δίκιο. Ότι και αν τους είχε συμβεί, ήταν προφανές τώρα πια ότι θα παρέμεναν εδώ για λίγο καιρό, και έτσι έπρεπε το συντομότερο να βρουν σε τι κατάσταση βρίσκονταν όσο αφορά την επιβίωση τους – κάτι το οποίο ο Άλαν, ως ειδικός, θα έπρεπε να επιτηρήσει από την αρχή μέχρι το τέλος.
«Εντάξει, πρώτον, πάμε πίσω στο αεροπλάνο να περισώσουμε ότι χρήσιμο μπορούμε, και να καταγράψουμε τι έχουμε. Μέτα θα ψάξουμε και για φαγητό.» Γύρισαν πίσω στο σημείο της συντριβής. Το αεροπλάνο ήταν ακριβώς όπως το είχαν εγκαταλείψει χθες το βράδυ, το σύστημα προσγείωσης του, το οποίο είχε λυγίσει ελαφρώς από την αναγκαστική προσγείωση, μισοβυθισμένο στη λάσπη μέσα στο έλος. Το άψυχο κορμί του Χούλιο φαινόταν μέσα από το παράθυρο, ακόμη καθισμένος στο κάθισμα του όπου τον είχαν αφήσει.
Χρησιμοποιώντας πέτρες και κλαδιά, οι τρείς άντρες έφτιαξαν μια πρόχειρη ράμπα, ώστε να μπορούν να φτάσουν έως το αεροπλάνο χωρίς να βραχούν πάλι. Έβγαλαν το πτώμα του πιλότου έξω πρώτα και το τοποθέτησαν κάτω από ένα δέντρο όπου να μην φαίνεται αυτό το μακάβριο θέαμα. Ψάχνοντας στο πίσω μέρος, ο Άλαν βρήκε το κιτ εξοπλισμού έκτακτης ανάγκης του αεροπλάνου και το έδωσε έξω στους συντρόφους του.
Ανοίγοντας το κίτρινο κουτί, είδε πως δεν είχαν και πολλά: μια σωστική σχεδία, δύο φακούς, έναν μαρκαδόρο, ένα μικρό πυροσβεστικό σφυρί και ένα κουτί Ά Βοηθειών. Δεν υπήρχαν ούτε προμήθειες έκτακτης ανάγκης, ούτε φωτοβολίδες, ούτε εξοπλισμός για άγρια φύση. Το φαρμακείο περιείχε μόνο λίγες κιτρινισμένες γάζες και τσιρότα, μια παγοκύστη, αντισηπτική αλοιφή, και ένα κουτί ασπιρίνες. Ψίχουλα, με άλλα λόγια, αλλά θα τα έβγαζαν πέρα.
Σύντομα, η παγοκύστη περνούσε από χέρι σε χέρι, μεταξύ των τριών ανδρών. Ο Άλαν κατάπιε και μια ασπιρίνη για να ανακουφίσει τον πονοκέφαλο του, νιώθοντας το καρούμπαλο στο κεφάλι του σιγά-σιγά να υποχωρεί. Ο Ντέρεκ βρήκε το θερμός του κάτω από το κάθισμα, το οποίο δεν είχε σπάσει, και ο καθένας τους απόλαυσε και μια κούπα κρύο καφέ για πρωινό.
«Προτού κάνουμε τίποτα άλλο, ας θάψουμε αυτόν,» είπε ο Άλαν, δείχνοντας τον νεκρό Χούλιο που κειτόταν παραπέρα, «Η σορός του θα αρχίσει να σαπίζει σύντομα μέσα σε αυτή την ζέστη και δεν ξέρουμε για πόσο θα είμαστε εδώ πέρα...»
«Να τον θάψουμε;» ρώτησε ο Ρόμπινς, «Για πιο λόγο; Η αποστολή διάσωσης θα καταφθάσει σύντομα. Ας τον πάρουμε και να τον αφήσουμε παραπέρα, μέχρι να τον μαζέψουν.» Ο Άλαν και ο Ντέρεκ ένιωσαν αηδιασμένοι με την ψυχρή στάση του εργοδότη τους.
«Το ότι είναι νεκρός δεν σημαίνει ότι είναι για πέταμα!» είπε ο Άλαν αυστηρά, «Μπορεί να είμαστε εδώ για αρκετό καιρό και ένα άταφο πτώμα σε αποσύνθεση γρήγορα γίνεται κίνδυνος υγιεινής. Εξάλλου, αν παραμελήσουμε τα ηθικά πιστεύω μας, γρήγορα θα ξεχάσουμε και την ηθική μας σαν πολιτισμένοι άνθρωποι...»
«Τα πιστεύω μας;» τον χλεύασε ο Ρόμπινς, «Τι, έχεις θρησκοληψίες για τους νεκρούς, δόκτωρ; Ένας επιστήμονας που πιστεύει σε τέτοιες θρησκευτικές ανοησίες; Ωραίο... Έχουμε αρκετά προβλήματα όπως έχει, για να σπαταλάμε χρόνο σκάβοντας έναν άχρηστο τάφο!» Παρόλο που ήταν απόλυτα αηδιασμένος, ο Άλαν δεν είχε όρεξη για καυγά. Ο φουκαράς μάλλον φοβάται που βρίσκεται σε τέτοια αβέβαιη κατάσταση, την οποία δεν έχει ξαναζήσει...
«Εντάξει, κανένας δεν ζήτησε τη βοήθεια σου, κε Ρόμπινς. Λοιπόν, γιατί δεν ξεκινάς να μαζεύεις ότι χρήσιμο υπάρχει από το αεροπλάνο, ενώ εμείς θάβουμε τον πιλότο;» Γύρισε προς το φίλο του, «Εμπρός, Ντικ, ας ξεκινήσουμε.»
Χρησιμοποιώντας το σφυρί κινδύνου και λίγες μυτερές πέτρες, έσκαψαν ένα ρηχό τάφο κάτω από ένα δέντρο εκεί κοντά. Αφότου άδειασαν τις τσέπες του πιλότου, ώστε τα προσωπικά υπάρχοντά του να επιστραφούν στην οικογένεια του όταν θα τους έσωζαν, χαμήλωσαν τη σορό μέσα στο έδαφος και τον σκέπασαν. Με το μαχαίρι του, ο Άλαν έκοψε ένα κομμάτι από την τραχεία φλούδα του κορμού, και, με τον μαρκαδόρο, χάραξε μια επιγραφή πάνω στο λείο ξύλο από κάτω:
ΕΔΩ ΚΕΙΤΕΤΑΙ Ο
ΧΟΥΛΙΟ ΑΝΤΡΕ
1983-2012
«Αιωνία του η μνήμη και να αναπαυθεί εν ειρήνη! Στο όνομα Του Θεού, του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν.» Μετά από ένα λεπτό σιγής, με τον Χούλιο Αντρέ να κείτεται ειρηνικά στην τελευταία του κατοικία με κάθε αξιοπρέπεια, επέστρεψαν στο αεροπλάνο να καταγράψουν ακριβώς τι είχαν για να τους βοηθήσει στην κατάσταση τους.
Ο Ρόμπινς είχε τελειώσει με το ξεφόρτωμα του αεροπλάνου και στρώθηκαν στη δουλειά. Αδειάζοντας τις τσάντες τους, βρήκαν, προς μεγάλη τους κακοτυχία, ότι το μεγαλύτερο μέρος του ευαίσθητου εξοπλισμού τους είχε καταστραφεί στην συντριβή.
«Καλή μου τύχη να πάρω πίσω την εγγύηση,» μουρμούρισε ο Ντέρεκ, αδειάζοντας λίγα σκόρπια θρύψαλα τζαμιού και πλαστικού από την τσάντα του, τα οποία κάποτε ήταν ο υπολογιστής και η φωτογραφική μηχανή του. Η βιντεοκάμερα του Ρόμπινς είχε επίσης γίνει θρύψαλα (Όσο ήταν απασχολημένοι με την κηδεία, είχε βγάλει το όπλο από την κρυφή θήκη του και το είχε κρύψει στην τσέπη του). Μονάχα τα κινητά τους, τα οποία δεν έπιαναν σήμα, τα κιάλια και η φωτογραφική μηχανή του Άλαν, τα οποία βρίσκονταν μέσα στις προστατευτικές τσέπες του ταξιδιωτικού γιλέκου του τη στιγμή της καταστροφής, ήταν ανέπαφα.
Αδειάζοντας τις τσέπες τους, πρόσθεσαν τα ρολόγια τους, τα μαντήλια τους, τα σημειωματάρια, τα στυλό τους, δυο πακέτα τσιγάρα, το μαχαίρι του Άλαν, τα αντικαταθλιπτικά χάπια του, τα σπίρτα του και το φλασκί με αλκοόλ του, στην περισυλλογή τους. Οι χάρτες πτήσης του Χούλιο και την πυξίδα πτήσης, την οποία είχαν ξηλώσει από το αεροπλάνο, ολοκλήρωσαν την αποδοχή τους. Μετά ήρθε το ερώτημα, εάν θα έπρεπε θα δοκιμάσουν να περπατήσουν μέχρι το κοντινότερο χωριό για να βρουν βοήθεια, η να περιμένουν να τους βρει μια αποστολή διάσωσης.
«Νομίζω είναι πιο συνετό να περιμένουμε εδώ,» είπε ο Άλαν, «Κάποιος πρέπει να ακούσει το σήμα του φάρου έκτακτης ανάγκης μας σύντομα. Ωστόσο, για να είμαστε σίγουροι, νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε προετοιμασίες για μακροχρόνια αναμονή αμέσως. Πρώτα, πρέπει να βρούμε τροφή. Ας χωριστούμε σε ομάδες. Ψάξτε για φρούτα, μούρα, καρπούς και μανιτάρια που μπορείτε να βρείτε. Αλλά μην φάτε τίποτα μέχρι να τα κοιτάξω πρώτα, μήπως κάτι είναι δηλητηριώδες. Ένας από εμάς θα μείνει με το αεροπλάνο.»
«Εγώ θα μείνω, να φτιάξω ένα ηλιακό ρολόι για να μετρήσω την γεωγραφική μας θέση,' είπε ο Ντέρεκ, παίρνοντας τους χάρτες, την πυξίδα, το σημειωματάριο του και τα κιάλια του Άλαν, «Αφού δεν λειτουργεί το GPS ή ο ασύρματος, ίσως να μπορούμε να βρούμε που βρισκόμαστε παρακολουθώντας την κίνηση του ηλίου.» Κοίταξε το ρολόι του. «Το ρολόι μου είναι ακόμη ρυθμισμένο σε ώρα Γκρίνουιτς. Το δικό σου λέει την περίπου τοπική ώρα, σωστά;» Ο Άλαν νέψε. «Ωραία, το χρειάζομαι για τους υπολογισμούς μου.» Ο Άλαν του το έδωσε, χαμογελώντας στο σχέδιο του φίλου του: ο Ντέρεκ θα μπορούσε να βρει το γεωγραφικό μήκος τους μετρώντας την γωνία του ηλίου καθώς έκανε τον κύκλο του στον ουρανό. Με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε να βρει το γεωγραφικό πλάτος τους μετρώντας τη διαφορά ώρας με τα δύο ρολόγια. Παρόλο που ήταν πολύ στοιχειώδης χωρίς τα σωστά όργανα, ήταν σημαντικό να μάθουν που βρίσκονται το συντομότερο.
«Εντάξει, Ντίκ, ο Ρόμπινς και γω πάμε να βρούμε φαί. Ραντεβού πίσω εδώ σε μία ώρα. Αλλά, θυμηθείτε, κανείς σας μην απομακρυνθεί πολύ από το αεροπλάνο. Δεν θέλω κάποιος να χαθεί εκεί έξω.» Αφήνοντας τον Ντέρεκ στη δουλειά του, ο Άλαν και ο Ρόμπινς χωρίστηκαν και έφυγαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο Άλαν σύντομα βρέθηκε να περπατάει μόνος του μέσα στο δάσος, παρακολουθώντας την πορεία του με τον ήλιο. Καθώς περπατούσε, κοίταζε το αλλαγμένο περιβάλλον, θαυμάζοντας την καταπληκτική ομορφιά αυτού του μέρους, παραδεισένια από κάθε άποψη: μια πλούσια ποικιλία φυτών, σε άριστη φυσική κατάσταση, σαν από τους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους Κιού, υπήρχαν παντού. Η χλωρίδα, παρόλο προφανώς άγριας προέλευσης, δεν είχε το παραμικρό ίχνος παράσιτων, με εξαίρεση λίγους ευγενής μύκητες και βρύα που μεγάλωναν παντού στους κορμούς δέντρων, καθώς και κανένα ίχνος βιομηχανικής μόλυνσης. Ολόκληρο το περιβάλλον είχε με κάποιον τρόπο αποκαθαιρεστεί από κάθε ίχνος ανθρώπινης επίδρασης, αφήνοντας το αγνό και ανέπαφο. Παρόλο που ο Άλαν δεν είχε ιδέα πως να εξηγήσει αυτήν την ανεξήγητη μεταμόρφωση, το μεγαλείο της φύσης τον εντυπωσίαζε. Και αυτή δεν θα ήταν η πρώτη έκπληξη που θα συναντούσε εκείνη την ημέρα.
Κοιτάζοντας ένα παρτέρι με μανιτάρια, ξαφνικά κατάλαβε ότι η βλάστηση, εκτός από το ότι είχε γίνει πλούσια περί κάθε φαντασίας, ήταν και γιγαντιαία. Τα μανιτάρια, τα οποία κανονικά δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερα από ψωμάκια, ήταν μεγάλα σαν μια από εκείνες τις αγαπημένες του τραγιάσκες τουΐντ που φορούσε στο Λονδίνο! Τα τριγύρω δέντρα έφταναν είκοσι μέτρα πάνω από το κεφάλι του! Τι ήταν αυτό το τρελό μέρος;
Τραβώντας το μαχαίρι του, έκοψε ένα από τα μανιτάρια, για να το εξετάσει καλύτερα. Από κοντά, φαινόταν σαν κοινό μανιτάρι των αγρών, με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά, εκτός από το γιγαντιαίο μέγεθος του. Αναγνωρίζοντας το σαν φαγώσιμο είδος, το έβαλε σε μια σακούλα που είχε φέρει από το αεροπλάνο, μαζί με λίγα βατόμουρα μεγάλα σαν μπαλάκια του γκολφ. Ένα πράμα ήταν σίγουρο, σκέφτηκε, δεν υπήρχε έλλειψη φαγητού εδώ πέρα!
Καθώς σταμάτησε να πιεί μια γουλιά μπράντι από το φλασκί του, ξαφνικά άκουσε φωνές να έρχονται από κάπου εκεί κοντά. Θεέ μου, η αποστολή διάσωσης έφτασε...! Ήταν έτοιμος να φωνάξει για να τραβήξει την προσοχή, όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Γιατί δεν χρησιμοποιούνε οχήματα, ελικόπτερα;
Μυρίζοντας κάτι ύποπτο, κρύφτηκε κάτω από το πυκνό φύλλωμα, κρατώντας την αναπνοή του για να ακούσει, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει γνωστές λέξεις. Όποια γλώσσα και αν μιλούσαν, σίγουρα δεν ήταν Αγγλικά. Αργά και προσεκτικά, πεσμένος στα γόνατα, πλησίασε προς την κατεύθυνση των φωνών και σύντομα έφτασε στην άκρη ενός ξέφωτου. Κρυμμένος πίσω από κάτι θάμνους, διακινδύνευσε μια ματιά στους 'ανθρώπους' έξω στο λιβάδι. Με χίλια ζόρια κατάφερε να συγκρατήσει την κραυγή έκπληξης του, καθώς το πιο απίστευτο θέαμα που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του εμφανίστηκε μπρός στα μάτια του.
«Τι στο καλό...;»
Έξω στο ξέφωτο δεν υπήρχαν άνθρωποι, αλλά κουνέλια, που έβοσκαν. Μόνο που αυτά τα κουνέλια ήταν διαφορετικά από κάθε είδος κουνελιού που είχε δει ποτέ. Ήταν γιγαντιαία, ορισμένα να φτάνουν τα τρία τέταρτα του μεγέθους ενός ενήλικα ανθρώπου, και πέρα των άλλων, ο Άλαν κατάλαβε ότι μιλούσαν σε εκείνη την περίεργη, άγνωστη γλώσσα που άκουγε. Παρόλο που δεν φορούσαν ρούχα και δεν φαινόταν να έχουν τίποτε είδους εργαλεία ή όπλα, σίγουρα είχαν κάποια ανθρώπινη νοημοσύνη, σαν ένας λαός πρωτόγονων ιθαγενών.
Για μια στιγμή, ο Άλαν νόμιζε ότι τα είχε παίξει σίγουρα. Μαρμαρωμένος από την έκπληξη του, κοίταξε έναν μεγαλόσωμο κούνελο με πυκνή σκούρα γούνα και μια κωμική έκφραση που μιλούσε σε μία γκριζωπή κουνέλα με γοητευτικά, μπλε σαν μαργαριτάρια, μάτια.
«...α λέιντ μεθ ιλ α βέθ χέιν νιλντέλ χρό με αε ρέι βαρούχ Ελ-αρερά!» Ο κούνελος έσκασε στα γέλια με το αστείο του. Η κουνέλα, προφανώς το ταίρι του, χαμογέλασε, «Παθούν, α βραλ θουμ νέιλφα-ραχ Χλένγκαρ λέιντ τρινγ μα βεν ου Άουσλα. Εχ μεθίλ θούμ α λέχι ου άθα ολ ουχ Άουσλα. Ασίθι ουχ νεχίλφα βάρουχ Θλέιλι, θιλ λέχι θάφ φράν. Ρέαρ-ρου βραλίλ...»
«Μέθ ολ μα ρουσάτι-ρου;»
Ένα άλλο κουνέλι είχε πλησιάσει το ζευγάρι. Αυτό είχε ένα πιο λεπτό σώμα, με καστανή γούνα, σαν το κακάο, τα θερμά, κοκκινωπά μάτια του να δίνουν την εντύπωση ενός εξαιρετικά καλόκαρδου και αγαπητού χαρακτήρα. Παρόλο που δεν είχε την ίδια δυνατή φυσιογνωμία του φίλου του, προφανώς ήξερε πως να φροντίζει τον εαυτό του, κρίνοντας από την περιποιημένη γούνα του και το αθλητικό κορμί του. Τα άλλα δυο κουνέλια τον χαιρέτησαν.
«Βάο νι-Φρίθ, Κοθέν. Τρίνγ σέθ φλέιρα;»
«Νάχλ, Παθούν. Α λέιντ ντέιν χλί γιάχν σέθ ίλ Ρέαρ-ρού.» Το σωματώδες κουνέλι, προφανώς κάποιος με βαθμό εξουσίας, του έδωσε την άδεια και άφησε το καστανό κουνέλι να πάρει ένα δακράκι (μάλλον απαγορευμένο παρά μόνο για τους υψηλόβαθμους) που φύτρωνε εκεί δίπλα τους. Ο καστανός κούνελος τον ευχαρίστησε και έφυγε, παίρνοντας το δακράκι μαζί του.
Ο Άλαν, ακόμη κρυμμένος μέσα στους θάμνους, κόντευε να τα χάσει. Όλα αυτά το ονόματα που είχε μόλις ακούσει: Κοθέν, Ρεάρ-ρου, Παθόν, Θλέιλι, που τα ήξερε...; Μα, φυσικά! Τα είχε διαβάσει στην αγαπημένη του νουβέλα, Μια Ανάσα από τον Παράδεισο! Μεταφρασμένα σε απλά Αγγλικά, ήταν οι Φουντούκης, Πενταράκης, Καμπανούλης και Περούκας, με σάρκα και οστά!
Ονειρεύομαι; Σκέφτηκε, Η αυτή η διάσειση είναι απλώς πιο βαριά από ότι νόμιζα; Δοκίμασε να τρίψει τα μάτια του, νομίζοντας ότι έβλεπε παραισθήσεις, αλλά τα κουνέλια έξω στον αγρό δεν εξαφανίστηκαν.
Τι να είχε συμβεί στον κόσμο; Προφανώς, αυτός και οι σύντροφοι του είχαν, με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, καταλήξει μέσα στον κόσμο ενός βιβλίου, ή κάτι παρόμοιο. Μα πως ήταν δυνατό; Ήταν όντως αληθινά; Αλλά, όνειρο ή πραγματικότητα, δεν θα καθόταν εκεί ώσπου να τον βρουν αυτά τα θηρία να τους παραμονεύει. Αθόρυβα σαν ποντικός, ξεγλίστρησε πίσω στο δάσος. Μόλις ήταν σίγουρος ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά, έφυγε τρέχοντας.
Επιστρέφοντας στο αεροπλάνο, βρήκε ότι ο Ρόμπινς είχε επιστρέψει και βοηθούσε τον Ντέρεκ να βάψουν ένα μεγάλο ΣΟΣ πάνω στα φτερά του αεροπλάνου με τον μαρκαδόρο, ώστε να φαίνεται από ψηλά. Αποφασίζοντας ότι ήταν καλύτερο να μην πει κουβέντα για ότι είχε μόλις δει προς το παρόν, ο Άλαν τους έδειξε τα μανιτάρια που είχε μαζέψει. Είδε πως και ο Ρόμπινς είχε βρει παρόμοια σουβενίρ στο ψάξιμο για φαγητό. Εν στο μεταξύ, ο Ντέρεκ είχε τελειώσει με τους υπολογισμούς του.
«Έχω βρει το γεωγραφικό μήκος μας. Δεν είναι 100% ακριβείς, αλλά οι υπολογισμοί μου μας βάζουν λίγο δυτικά από τη γραμμή Γκρίνουιτς, εκεί όπου πρέπει να είμαστε δηλαδή. Όσο για το γεωγραφικό πλάτος μας, σύμφωνα με τη διαφορά ώρας στα ρολόγια μας, οι υπολογισμοί μου λένε ότι είμαστε κάπου έξω στη μέση του Βόρειου Ατλαντικού! Δεν βγάζει κανένα νόημα...»
«Λες δηλαδή ότι βρισκόμαστε ακόμα στην Αγγλία; Τότε, πως εξηγείς αυτό το μέρος;» ρώτησε ο Ρόμπινς, νιώθοντας oσο παραξενεμένος και όσο ανήμπορος να εξηγήσει τα ανεξήγητα όσο και οι σύντροφοι του. Αλλά ήταν όλοι τους πολύ πεινασμένοι για να τους απασχολήσει άλλο αυτό προς το παρόν.
«Μα τη πίστη μου, αυτό το μέρος γίνεται όλο και πιο μυστηριώδες με κάθε λεπτό. Κοιτάξτε το μέγεθος αυτών των καρπών! Υπερφυσικό, δεν είναι;» είπε ο Ντέρεκ, κοιτάζοντας τα μανιτάρια και τα φρούτα που είχαν στρώσει πάνω σε μια πέτρα, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν τραπέζι, «Τι νομίζεις εσύ, Άλ; Μπορεί να είναι κάποιο είδος… μετάλλαξης από τη ραδιενέργεια της νεκρής ζώνης;»
«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ξέρω ένα πράγμα: δεν θα πεινάσουμε εδώ. Υπάρχουν άφθονοι καρποί και τους μαζεύουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Λοιπόν, μόλις θα έχω ξεχωρίσει τα καλά από τα κακά, το μεσημεριανό σερβίρεται!» Παρότι την διαφορά στο μέγεθος, τα πάντα ήταν οικεία στον έμπειρο βιολόγο, και σύντομα είχε ξεχωρίσει τα φαγώσιμα, πετώντας τα υπόλοιπα.
«Γιατί κρατάς αυτές τις αηδίες που τα έχουν τσιμπολογήσει έντομα;» ρώτησε ο Ρόμπινς με αηδία, βλέποντας να πετάει τα περισσότερα από τα δικά του, «Ωραίο γούστο έχεις...!»
«Βρισκόμαστε σε κατάσταση επιβίωσης, κε Ρόμπινς, όχι σε πικνίκ,» είπε ο Άλαν ψύχραιμα, προσπαθώντας να μην γελάσει με όλη αυτή την σαβούρα που είχε σκοτωθεί ο δημοσιογράφος για να φέρει εδώ πίσω. Προφανώς, αυτός ο φαντασμένος λαπάς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ένα βρύο από ένα τριαντάφυλλο, παίρνοντας ξέγνοιαστα ότι έβρισκε στο διάβα του, «Αν τα έντομα μπορούν να τα φάνε, τότε μάλλον δεν είναι δηλητηριώδες. Εξάλλου, αυτό το μανιτάρι είναι ένα Αμανίτα Φαλόιντες – όμορφο εμφανισιακά, αλλά θανατηφόρο αν το φας. Επίσης, θα πρέπει να τα μαγειρέψουμε όλα προτού τα φάμε, να σκοτώσουμε οτιδήποτε παράσιτα που μπορεί να έχουν.»
Φυσικά, δεν του πολυάρεσε η ιδέα του Άλαν να ανάψουν φωτιά, μετά από όσα είχε δει εκεί έξω, μήπως τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή, αλλά, από την άλλη, θα ήταν παράλογο να διακινδυνεύσουν καμιά τροφική δηλητηρίαση μόνο και μόνο για κάτι που μάλλον δεν ήταν τίποτα παρά η φαντασία του να του παίζει κόλπα.
Έφτιαξαν μια φωτιά και ξεκίνησαν το μαγείρεμα. Καθώς δεν είχαν ούτε πιάτα, ούτε μαχαιροπίρουνα, ούτε μαγειρικά σκεύη, έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν, χρησιμοποιώντας το μαχαίρι του Άλαν, το μόνο τους εργαλείο. Πρώτα, έκοψαν λίγες οριζόντιες βέργες σε σούβλες, όπου θα έψηναν τα μανιτάρια. Χρησιμοποιώντας μια καθαρή πέτρα και ένα κομμάτι φλοιού δέντρου, ο Άλαν έκανε πολτό τα βατόμουρα, προσθέτοντας λίγα τσακισμένα φιστίκια για καρύκευμα. Χρησιμοποιώντας λίγα φύλλα βελανιδιάς σαν βούρτσα, άλειψε τη 'σάλτσα' πάνω στα μανιτάρια-φιλέτο. Σύντομα, ένα ζεστό γεύμα ήταν έτοιμο για σερβίρισμα σε πιάτα από φλούδα ιτιάς και με ξυλαράκια για μαχαιροπήρουνα, όπως οι Κινέζοι.
Ο Άλαν πήρε την πρώτη μπουκιά από τη μερίδα του. Δεν ήταν ακριβώς αριστοκρατική κουζίνα, αλλά σίγουρα ξεπερνούσε εκείνα τα φθηνά φαστ-φουντ που παράγγελνε στο σπίτι όποτε έβρισκε το ψυγείο του άδειο.
«Τα συγχαρητήρια μου στον σεφ!» είπε ο Ντέρεκ, τρώγοντας λαίμαργα τη μερίδα του. Σήκωσε το φλασκί του φίλου του να πιεί εις υγεία του Άλαν, καθώς περνούσε από χέρι σε χέρι. Ο Άλαν όμως δεν είχε όρεξη για γλέντι, καθώς πήρε μια γουλιά από το φλασκί και το παράτησε χωρίς να πει κουβέντα, γυρίζοντας την προσοχή του πίσω στο φαγητό του, το μυαλό του άλλου...
Αργότερα, το απόγευμα, η τριάδα καθόταν ήσυχα, περιμένοντας για την αποστολή διάσωσης. Ο Άλαν, που ήταν σιωπηλός όλο το απόγευμα, έκοβε βόλτες, σκεφτόντας εκείνα τα κουνέλια που είχε δει. Από την μια, τον έτρωγε η περιέργεια να πάει πίσω να ρίξει άλλη μια ματιά, αλλά, από την άλλη, δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν τόσο καλή ιδέα. Εν στο μεταξύ, ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είχε αρχίσει να τον ανησυχεί.
Μέχρι τώρα, δεν υπήρχε ίχνος από αποστολή διάσωσης. Γιατί καθυστερούσαν τόσο πολύ; Μήπως, για κάποιο λόγο, δεν τους έψαχνε κανείς; Και με αυτά τα γιγαντιαία, ανθρωπόμορφα κουνέλια να παραμονεύουν εκεί έξω – εάν ήταν αληθινά βέβαια –, τότε δεν ήταν παρά θέμα χρόνου μέχρι να τους ανακαλύψουν. Και τότε τι θα έκαναν; Αλλά πώς ακριβώς μπορούσε να εξηγήσει στους συντρόφους του αυτά που είχε δει; Δεν θα τον πίστευαν στον αιώνιο τον άπαντα! Ωστόσο, και αυτοί, σιγά-σιγά, είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται την πικρή αλήθεια της κατάστασης τους.
«Ξέρετε, δεν νομίζω ότι έρχεται κανείς να μας πάρει,» είπε ο Ρόμπινς, «Έχει περάσει μια ολόκληρη μέρα και ούτε ψυχή. Μήπως θα μπορούσαμε να βρούμε λίγο σύρμα για να φτιάξουμε μια μεγαλύτερη κεραία για τον ασύρματο; Να ενισχύσουμε την δύναμη της συχνότητας και να προεκτείνουμε την εμβέλεια;»
«Το σκέφτηκα και εγώ,» είπε ο Ντέρεκ, ο οποίος εξέταζε το ακινητοποιημένο αεροπλάνο για ώρες τώρα, «Δυστυχώς, δεν θα πιάσει. Δεν έχουμε πηγή ισχύος αρκετά δυνατή για έναν πρόχειρο πύργο αναμετάδοσης. Έχω μια καλύτερη ιδέα.» Γύρισε προς το αεροπλάνο μέσα στο έλος.
«Τελείωσα με τον έλεγχο του αεροπλάνου. Εκτός από το χάλι με τη λάσπη και ένα ελαφρύ λύγισμα στο σύστημα προσγείωσης, δεν υπάρχει σοβαρή ζημιά στην άτρακτο. Εάν μπορούμε να το βγάλουμε από το βούρκο τσουλώντας το πάνω σε μια ράμπα, την οποία θα φτιάξουμε από ξύλα, θα μπορούσαμε να απογειωθούμε πάλι. Θα έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να βρούμε τον δρόμο του γυρισμού από ψηλά...»
Ο Ρόμπινς όμως, παρόλο που ενδιαφερόταν για την ιδέα, είχε αμφιβολίες, «Ενδιαφέρον σχέδιο, δόκτωρ, αλλά φοβάμαι υπάρχει ένα μικρό ψεγάδι στο σχέδιο σου,» είπε, «Δεν νομίζω να μπορούμε να βγάλουμε το αεροπλάνο από αυτόν τον υπόνομο χωρίς έναν γερανό.» Ο Άλαν όμως, σε αντίθεση, ήταν πιο αισιόδοξος.
«Αξίζει να κάνουμε μια προσπάθεια. Ο Ντέρεκ έχει δίκιο. Ο καλύτερος τρόπος διαφυγής είναι όπως ήρθαμε – εάν, φυσικά, μπορέσουμε να βρούμε τον δρόμο πίσω, μόλις και αν απογειωθούμε. Εκτός εάν προτιμάτε να το παίξουμε κορόνα-γράμματα και να δοκιμάσουμε να φύγουμε από δω περπατώντας, ελπίζοντας να καταλήξουμε κάπου;»
«Εντάξει, ας το κάνουμε.»
Υπό την επίβλεψη του Ντέρεκ, οι τρείς άντρες έβαλαν κομμάτια ξύλου κάτω από τους τροχούς του αεροπλάνου, φτιάχνοντας μια αυτοσχέδια ράμπα πάνω στην οποία θα τσουλούσε έξω από το έλος. Ο Άλαν ανέβηκε και κάθισε στη θέση του Χούλιο – με τον πιλότο τους νεκρό, τώρα αυτός ήταν ο πιλότος και αυτό ήταν το αεροπλάνο του. Ασφαλίζοντας τη ζώνη του, ετοίμασε τις ρυθμίσεις για ανάφλεξη.
«Έτοιμος για εκκίνηση. Όλοι απομακρυνθείτε!»
Γύρισε το αυτί του εκκίνητη. Ο έλικας άρχισε να παίρνει γοργές στροφές, τα πιστόνια της μηχανής να χορεύουν. Βάζοντας τον μοχλό της ώθησης στο φουλ, πατώντας τέρμα γκάζια, προσπάθησε να μανουβράρει. Ένιωθε τους τροχούς να ζορίζονται από κάτω του, καθώς το αεροπλάνο πάλευε να ελευθερωθεί από τη λασπώδες παγίδα του, αλλά δεν έλεγε να γλιστρήσει πάνω στη ράμπα. Τότε άκουσε τον Ντέρεκ να του φωνάζει πάνω από τον θόρυβο της μηχανής.
«Άλαν, σταμάτα! Είναι ανώφελο! Θα διαλύσεις το αεροπλάνο. Σταμάτα!»
Βλέποντας πως η μηχανή είχε όντως αρχίσει να υπερθερμαίνεται και κόντευε να τα τινάξει, ο Άλαν τα παράτησε και έκλεισε. Το αεροπλάνο είχε κινηθεί λίγους πόντους προς τα εμπρός, αλλά παρέμενε κολλημένο μέσα στη λάσπη. Χρειάζονταν βίντσι για να το βγάλουν από κει, το οποίο φυσικά δεν είχαν.
«Τουλάχιστον άξιζε η προσπάθεια. Μάλλον δεν θα πάμε πουθενά αεροπορικός...»
«Ναι, είμαστε παγιδευμένοι εδώ!» μουρμούρισε ο Ντέρεκ, κλωτσώντας εκνευρισμένος το έδαφος, βλέποντας το σχέδιο του να τους βγάλει από δω πέρα νε έχει πάει κατά διαόλου. Ο Άλαν όμως, ήξερε τώρα πια ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να δοκιμάσει να έρθει σε επαφή με εκείνα τα γιγαντιαία κουνέλια. Ήταν απομονωμένοι στο κόσμο τους και οι πιθανότητες να τους βρει κανείς πια ήταν σχεδόν μηδενικές. Μια συνάντηση, είτε ειρηνική είτε εχθρική, ήταν ξεκάθαρα αναπόφευκτη.
Σημείωση από τον συγγραφέα: Παρακαλώ αφήστε και κανένα σχόλιο!
