Ήταν αργά το απόγευμα όταν ο Άλαν βάλθηκε να επιστρέψει εναγωνίως στο σημείο όπου είχε δει εκείνα τα μυστηριώδη, ανθρωπόμορφα κουνέλια, για να εξακριβώσει, μια και καλή, αν ήταν αληθινά, ή αν απλώς η φαντασία του, τού έπαιζε παιχνίδια. Αφού πέρασε πολλές ώρες σκεπτόμενος αν έπρεπε, ή όχι, να ξαναπάει εκεί πέρα, τελικά η περιέργεια του υπερίσχυσε και ξεκίνησε μόνος του, λέγοντας στους καχύποπτους συντρόφους του ότι πήγαινε για μια βόλτα και πως θα επέστρεφε σύντομα.

Πολλές ανησυχητικές σκέψεις πέρασαν απ' το μυαλό του, καθώς διέσχιζε αθόρυβα το δάσος, με κατεύθυνση το σημείο που, απ' ότι θυμόταν, βρισκόταν ο κουνελότοπος. Θα μπορούσαν εκείνα τα κουνέλια να είναι η απάντηση σε όλο αυτό το μυστήριο; Όμως, από την άλλη, ακόμα και αν ήταν αληθινά, πως ακριβώς θα τα πλησίαζε; Ή, πιο συγκεκριμένα, πως θα αντιδρούσαν εκείνα όταν τον έβλεπαν;

Ως ζωολόγος, ο Άλαν γνώριζε ότι τα κουνέλια ήταν συνεσταλμένα, άτολμα πλάσματα, τα οποία, ενστικτωδώς, έτρεχαν μακριά από τον κίνδυνο, αντί να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενάντια σε έναν ισχυρότερο αντίπαλο – μόνο που τα συγκεκριμένα κουνέλια είχαν σχεδόν ανθρώπινο μέγεθος! Μπροστά τους, αυτός δεν θα ήταν ακριβώς ένας δυνατότερος εχθρός! Τι θα γινόταν αν του ορμούσαν σε αυτοάμυνα; Φαίνονταν πολύ ικανά για φόνο, κρίνοντας από το γιγαντιαίο μέγεθος τους, και η προσδοκία να τον κατακρεουργήσουν ζωντανό δεν του είχε διαφύγει. Ωστόσο, θα έπρεπε να το ρισκάρει και ο Θεός βοηθός…

Με το μαχαίρι του τραβηγμένο και τη φωτογραφική του μηχανή να κρέμεται απ' το λαιμό του – λίγες φωτογραφίες, πίστευε, θα αρκούσαν για να πείσει τους συντρόφους του και τον εαυτό του για το τι υπήρχε εκεί έξω – πλησίασε το ξέφωτο. Κρυμμένος μέσα στους θάμνους, κοίταξε έξω στο λιβάδι.

Τα περισσότερα κουνέλια είχαν φύγει, εκτός από δύο που έβοσκαν μόνα τους σε μία άκρη. ο Άλαν αναγνώρισε αμέσως το καφετί αρσενικό που είχε δει το πρωί, τον Φουντούκη. Το μικρότερο κουνέλι δίπλα του είχε παρόμοιο καφετί τρίχωμα και κοκκινωπά μάτια, τα οποία είχαν μια περίεργη, απόμακρη έκφραση. Σύμφωνα με όσα θυμόταν από το βιβλίο, ο Άλαν υπέθεσε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Φουντούκη, ο Πενταράκης ένα μικρόσωμο κουνέλι με ενορατικές ικανότητες, οι οποίες του προκαλούσαν συμπτωματικά οράματα για επικείμενους κινδύνους.

Τελικά είναι όντως αληθινά, με σάρκα και οστά

Κρυφακούοντας, μπορούσε να ακούσει τα δυο κουνέλια που κουβέντιαζαν σε αυτή την περίεργη, άγνωστη γλώσσα τους. Ο Άλαν έμεινε με ανοιχτό το στόμα, καθώς ξαφνικά αναγνώρισε κάποιες από τις λέξεις. Ήταν Λαπανικά, η γλώσσα των κουνελιών, την οποία είχε επινοήσει ο Άνταμς για τη νουβέλα του, και η οποία είχε, με κάποιον τρόπο, γίνει η επίσημη γλώσσα αυτού του περίεργου τόπου.

Μακάρι να μου 'χε κόψει και να 'φερνα και το κερατένιο το βιβλίο μαζί, σκέφτηκε ο Άλαν, ενθυμούμενος το αντίτυπο του Μια Ανάσα από τον Παράδεισο, το οποίο είχε αφήσει στο κρεβάτι της κόρης του πίσω στο Λονδίνο τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Με την περιέργεια να τον τρώει, ξεχνώντας κάθε λογική προσοχής, πλησίασε πιο κοντά. Χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, σαν κατάσκοπος στο στρατόπεδο του εχθρού, έβγαλε τη μηχανή του κι ενεργοποιώντας το αθόρυβο φλας, τράβηξε μια φωτογραφία. Φίλε, αν ποτέ έβλεπε κανείς αυτό το υλικό, θα τραβούσε περισσότερη προσοχή και από τις Νεραΐδες του Κότινγλι!

Ήταν έτοιμος να τραβήξει και άλλη φωτογραφία, όταν, ξαφνικά, κάτι του απόσπασε την προσοχή. Δεν ήταν ο μόνος που παρακολουθούσε τα δυο ξέγνοιαστα κουνέλια τελικά. Κοιτάζοντας μέσα από το φακό-κυάλι της μηχανής του, είδε μια αλεπού, μεγάλη σαν λέαινα, να παραμονεύει μέσα από το ψηλό γρασίδι, έτοιμη να επιτεθεί στα δυο ανυποψίαστα κουνέλια. Προτού μπορούσε να αποφασίσει εάν θα ήταν συνετό να αποκαλύψει την παρουσία του και να φωνάξει μια προειδοποίηση, το θηρίο ξαφνικά χίμηξε στο κουνέλι κοντύτερα του. Μια κραυγή πόνου και τρόμου που πάγωνε το αίμα ακούστηκε. Κοιτάζοντας, ο Άλαν είδε πως είχε αρπάξει το μικρότερο κουνέλι και έτρεχε, κρατώντας από το λαιμό, σε μια θανάσιμη λαβή, το θύμα του.

Χωρίς να διστάσει, ο Άλαν παράτησε την μηχανή του και τράβηξε το μαχαίρι του. Παρόλο που φαινόταν μια αδύνατη βολή, ο πρώην πεζοναύτης ήξερε τις πολεμικές τέχνες των μαχαιριών όπως ήξερε να γράφει το όνομα του. Κρατώντας το όπλο του σταθερά από την άκρη της λεπίδας, το πέταξε προς την αλεπού καθώς πέρασε τρέχοντας από κοντά του. Το μαχαίρι βρήκε επίκεντρα το στόχο του, και η λεπίδα θάφτηκε στο σβέρκο της αλεπούς, κόβοντας την σπονδυλική της στήλη. Με ένα ουρλιαχτό πόνου, το αιμοβόρο θηρίο σωριάστηκε άψυχο στο έδαφος.

Ο Άλαν έτρεξε κοντά και, βάζοντας όλη του τη δύναμη, κατάφερε να ελευθερώσει το κουνέλι από τα σφιχτά σαγόνια της, τώρα πια, ψόφιας αλεπούς. Για μια στιγμή, νόμιζε ότι το καημένο πλάσμα είχε στραγγαλιστεί, αλλά νιώθοντας το ματωμένο σβέρκο του, βρήκε ότι ο λαιμός του ήταν από θαύμα ακόμη ανέπαφος και ανέπνεε ακόμη. Σίγουρα, άνοιξε τα μάτια του, μπερδεμένος και σε κατάσταση σοκ, χωρίς να ξέρει τι τον χτύπησε. Αντικρίζοντας τον Άλαν, τρομοκρατήθηκε και πετάχτηκε όρθιο, έτοιμο να το βάλει στα πόδια.

Μη θέλοντας να τον προδώσει στον υπόλοιπο κουνελότοπο, με μια γοργή κίνηση, ο Άλαν τον άρπαξε, ακινητοποιώντας τον στο έδαφος. Δεν ήταν πολύ εύκολο. Το κουνέλι είχε το μέγεθος ενός 10-χρονου παιδιού και ο Άλαν ανησυχούσε μήπως τον χτυπήσει αν προσπαθούσε πιο δυνατά να τον συγκρατήσει.

«Ήρεμα! Ηρέμησε, φιλαράκο! Δεν θα σου κάνω κακό!» φώναξε στο κατατρομαγμένο κουνέλι που πάλευε απελπισμένα στην αγκαλιά του να ελευθερωθεί, ουρλιάζοντας για βοήθεια στα Λαπανικά. Ξαφνικά, ακούγοντας τον να μιλάει, το κουνέλι, εντελώς απροσδόκητα, σταμάτησε να κουνιέται και κοίταξε τον αιχμαλωτίζων του κατάπληκτα, λες και το να συναντάει έναν ομιλούντα άνθρωπο ήταν όσο απίστευτο από την δικιά του προοπτική, όσο ήταν για τον Άλαν να συναντήσει ένα ομιλούμενο κουνέλι. Οι απίστευτες πραγματικότητες δύο απόμακρων κόσμων είχαν μόλις συγκρουστεί κυριολεκτικά.

Νιώθοντας το κουνέλι να ηρεμεί, ο Άλαν ετοιμαζόταν να τον αφήσει ελεύθερο, όταν άκουσε θροΐσματα από πίσω του να πλησιάζουν. Γύρισε, ίσα-ίσα προλαβαίνοντας να δει το άλλο κουνέλι να έρχεται ορμητικά καταπάνω του. Σαν βλήμα από κανόνι, το κεφάλι του κουνελιού τον βρήκε στο στομάχι με τόση δύναμη που νόμιζε ότι θα του βγουν τα σπλάχνα από το στόμα. Το χτύπημα τον εξφεντόνισε με φόρα πάνω σε ένα δέντρο που βρισκόταν παράμερα. Ένοιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και μετά όλα σκοτείνιασαν τριγύρω του…

Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης βρίσκονταν έξω για απογευματινό σιλφ, απολαμβάνοντας το απόγευμα με ησυχία στο συνηθισμένο αγαπημένο τους σημείο στην άκρη του κουνελότοπου. Τα δυο κουνέλια ήταν ιθαγενείς του Σάντλεφορντ, ένας απομονωμένος κουνελότοπος βαθιά στην καρδιά των Λιβαδιών της Φένλο, η πατρίδα τους. Σε αντίθεση με τα άλλα αδέλφια του από τη γέννα, ο Φουντούκης ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να ενταχθεί στην Άουσλα – τη στρατιωτική λεγεώνα του κουνελότοπου – και, αντιθέτως, είχε αφοσιωθεί στον παραμελημένο μικρότερο αδελφό του. Αναγκασμένοι να φροντίζουν τους εαυτούς τους από μικρή ηλικία, όταν οι γονείς τους είχαν πεθάνει μαζί με τα υπόλοιπα αδέλφια τους, τα δυο αδέλφια ήταν αχώριστοι, αλλά ζώντας σαν ταπεινοί πάροικοι.

Στο κουνελότοπο τους βασίλευε ένας ηλικιωμένος, κακοδιάθετος Αρχικούνελος ονόματι Θρέρα, ή Άρχων Ροδόδεντρος. Το βασίλειο του ήταν χωρισμένο σε τρείς κοινωνικές τάξεις: ο Αρχικούνελος, η Άουσλα και οι σύμβουλοι του, και οι πάροικοι. Οι αξιωματικοί της Άουσλα αντιπροσώπευαν τον Αρχικούνελο και τους αριστοκράτες σύμβουλους του, κάνοντας περιπολίες στην τριγύρω εξοχή για τυχόν εχθρούς και ελίλ (αρπακτικά ζώα), ή να υπερασπίζονται το κουνελότοπο από επιθέσεις.

Παρόλο τα ρίσκα που υπήρχαν στα καθήκοντα τους, τα μέλη της Άουσλα είχαν πολλά προνόμια, όπως μερίδιο από το φλέιρα που μάζευαν για τον Αρχικούνελο, καθώς και ιδιωτικά λαγούμια στο αριστοκρατικό τμήμα του κουνελότοπου για αυτούς και τις οικογένειες τους. Για αυτό τον λόγο και ήταν το όνειρο κάθε νεαρού κούνελου να ενταχθεί στην Άουσλα και να ανέβει στον υψηλότερο βαθμό, τον πιο προνομιούχο, ενώ οι κουνέλες εστιάζονταν στο να βρουν το καλύτερο ταίρι και να είναι καλές μητέρας στα μικρά τους.

Δυστυχώς, εξαιτίας της διαφθοράς και των κοινωνικών διακρίσεων που επικρατούσαν ως αποτέλεσμα της συντηρητικότητας του ίδιου του Θρέρα, καθώς και της αναποτελεσματικότητας του σαν ηγέτης που όλο και χειροτέρευε με τη γηρατειά του, μονάχα ένας μικρός αριθμός φανατικά πιστών υπηκόων επιστρατεύονταν στις λεγεώνες. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία του αρσενικού πληθυσμού του Σαντλεφορντ ήταν πάροικοι, μέλη της πιο υποβαθμισμένης και καταπιεσμένης κοινωνικής τάξης.

Οι πάροικοι, σε αντίθεση με την Άουσλα και την αριστοκρατία, είχαν ελάχιστα προνόμια. Παρόλο που, θεωρητικά, δεν ζούσαν υπό τυραννική κυριαρχία, δέχονταν μεγάλη διακριτικότητα και συχνά καταπίεση από τους αλαζόνες, διαφθαρμένους υψηλόβαθμους. Καθώς ο Θρέρα ποτέ δεν έπαιρνε τα παράπονα των πάροικων στα σοβαρά, βλέποντας τους σαν μια άχρηστη δέσμευση και τίποτα παραπάνω, πολλοί από τους αξιωματικούς της Άουσλα, απρόσβλητοι με τον στρατιωτικό βαθμό τους, είχαν το κακό συνήθειο να κάνουν τη ζωή μαρτύριο για τα πιο αδύναμα κουνέλια, όπως να τους εκφοβίζουν μακριά από τα καλύτερα λαχανικά, τα οποία κάτεσχαν για τους εαυτούς τους, ή να φλερτάρουν χυδαία με τις πάροικες κουνέλες, μεταξύ άλλων πραγμάτων. Παρόλο που, ευτυχώς, σπάνια συνέβαιναν σοβαρά περιστατικά, όλη αυτή η ένταση προκαλούσε μεγάλη εχθρικότητα και καχυποψία μεταξύ της Άουσλα και των πάροικων.

Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης ζούσαν μια, από γενικής απόψεως, μονότονη ζωή. Όταν δεν έψαχναν για φλέιρα που η Άουσλα δεν είχε κατασχέσει, να παίζουν διαγωνισμούς Πετρομαντείας, ή να ανταλλάζουν παραμύθια με τους φίλους τους, η καθημερινή ζωή τους δεν ήταν παρά μια μονότονη ρουτίνα. Κανένας από τους δυο τους δεν είχε ποτέ ζευγαρώσει, οι περισσότερες κουνέλες έχοντας πάντα κατά προτίμηση τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς και τα προνόμια τους.

Ο Φουντούκης είχε σκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψουν το κουνελότοπο και να μεταναστέψουν αλλού, να ξεκινήσουν εκ' νέου. Δυστυχώς, δεν υπήρχε πουθενά να πάνε, καθώς ο μοναδικός γειτονικός κουνελότοπος στο Σάντλεφορντ, η Θηνιά είχε καταστραφεί εδώ και χρόνια από μια επιδημία Λευκής Τύφλωσης, η οποία είχε σκοτώσει και πολλά κουνέλια του Σάντλεφορντ, μεταξύ των οποίων και τα αδέλφια του Φουντούκη και του Πενταράκη. Επίσης, ο ξενοφοβικός Θρέρα είχε προειδοποιήσει ότι οποιοιδήποτε μετανάστες, ή 'λιποτάκτες' όπως τους αποκαλούσε, θα έχαναν την υπηκοότητα τους σαν κουνέλια του Σάντλεφορντ και θα εξορίζονταν από τον κουνελότοπο για πάντα. Οπότε η μετανάστευση δεν ήταν επιλογή.

Ο Πενταράκης είχε απομακρυνθεί λίγο από τον αδελφό του, ψάχνοντας για κανένα δακράκι που να είχε περισσέψει. Ξαφνικά, η όσφρηση του έπιασε μια καινούργια μυρωδιά στην αβρά. Ήταν σχεδόν σαν μυρωδιά Ανθρώπου, αλλά κάπως διαφορετική, σχεδόν άγνωστη. Καθώς μύριζε με περιέργεια τον αέρα, προσπαθώντας να εντοπίσει από πού προερχόταν, ξαφνικά πάγωσε, το ένστικτο του να του λέει ότι παραμόνευε κίνδυνος κοντά. Ο Φουντούκης, που του είχε γυρισμένη την πλάτη, απασχολημένος με το σιλφ του, δεν είχε προσέξει τίποτα.

Ξαφνικά, ο Πενταράκης γύρισε, πάνω στη ώρα να δει την πεινασμένη αλεπού να χιμά καταπάνω του. Προτού προλάβει να τρέξει, ή καν να φωνάξει, το θηρίο τον άρπαξε από το σβέρκο, σηκώνοντας τον από το έδαφος. Το πεινασμένο ελιλ έφυγε τρέχοντας προς το δάσος, παίρνοντας τον Πενταράκη μαζί του. Κοντεύοντας να πνιγεί από τα σφιχτά σαγόνια που περιτριγύριζαν το λαιμό του, και η τρομερή σκέψη ότι θα τον έτρωγε ζωντανό, ο Πενταράκης τα είδε όλα να σκοτεινιάζουν τριγύρω του…

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν σωριασμένος χάμω και όχι πια στο στόμα της αλεπούς. Τι είχε συμβεί; Αυτός ήταν ο θάνατος; Δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο τον περίμενε… Ξαφνικά ένοιωσε κάποιον – ή κάτι – να τον χαϊδεύει πάνω από το κεφάλι, και ξανάπιασε αυτή την περίεργη μυρωδιά, αυτή την φορά πολύ κοντά. Κοιτάζοντας από πάνω του, του κόπηκε το αίμα με ένα νέο σοκ φόβου.

Γονατίζοντας δίπλα του ήταν ένας ιθέλ, με την πιο περίεργη εμφάνιση που είχε δει ποτέ ο Πενταράκης. Αλλά, περίεργη εμφάνιση ή όχι, ήταν άνθρωπος, ο πιο επίφοβος φυσικός εχθρός των κουνελιών. Πανικόβλητος, πετάχτηκε όρθιος να τρέξει να σωθεί, αλλά ο άνθρωπος, με μια γρήγορη κίνηση, τον άρπαξε από τη μέση, ακινητοποιώντας τον στο έδαφος. Ο Πενταράκης πάγωσε από το φόβο του. Ετοιμαζόταν να τον κατασπαράξει;

«Φουντούκη, βοήθεια!» φώναξε, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγει, περιμένοντας να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή. Όμως, αντί να τον αρπάξει από τον λαιμό και να τον πνίξει, ο αιχμαλωτίζων του, προς μεγάλη του έκπληξη, του μίλησε σε μια αρχαία lingua franca, την οποία πολλά κουνέλια μιλούσαν σαν μέρος των αρχαίων τους παραδόσεων.

«Ήρεμα! Ηρέμησε, φιλαράκο! Δεν θα σου κάνω κακό…!»

Η κατάπληξη του να ξεπερνά τον φόβο του, ο Πενταράκης σταμάτησε να κουνιέται και γύρισε να κοιτάξει αυτό το περίεργο πλάσμα που τον κρατούσε. Δεν έμοιαζε τίποτε σαν κανονικός ιθέλ. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από ένα κουνέλι της Άουσλα – πολύ μικρός σε σύγκριση με το άγριο πανομοιότυπο του – και φαινόταν να έχει νοημοσύνη, πέρα από την ικανότητα ομιλίας του, κάτι το αδύνατο. Τι συνέβαινε εδώ;

Προτού ο Πενταράκης μπορούσε να βρει το θάρρος να απαντήσει όμως, ο άνθρωπος ξαφνικά ξετινάχτηκε βίαια από πάνω του, χτυπώντας πάνω σε ένα δέντρο και πέφτοντας αναίσθητος. Ο Φουντούκης, που δεν είχε δει την αλεπού να ορμάει, αλλά είχε ακούσει τις απελπισμένες φωνές του αδελφού του, είχε τρέξει και αιφνιδίασε τον άνθρωπο πισώπλατα, νομίζοντας ότι εκείνος επιθετόταν στον Πενταράκη.

«Μακριά από τον αδελφό μου, καταραμένο τέρας της Ίνλε! Θα σου δώσω εγώ κάτι να φας!» μούγκρισε αγριεμένα ο καστανής κούνελος, σηκώνοντας το πόδι του, τα νύχια του να προεξέχουν, έτοιμος να ρίξει και άλλο χτύπημα μίσους και θυμού στο ήδη ματωμένο κεφάλι του αναίσθητου ανθρώπου σωριασμένος μπροστά του. Ο Πενταράκης αναπήδησε.

«Φουντούκη, μη! Μην το σκοτώσεις, σε παρακαλώ! Δεν μου έκανε κακό!» Ο Φουντούκης γύρισε στον αδελφό του σαν μια ανήσυχη μάνα για το μωρό της, «Ρέαρ-ρου, είσαι καλά; Δόξα Τον Φριθ, νόμιζα ότι αυτό το κτήνος θα σε σκότωνε…!»

«Όχι, Φουντούκη, δεν καταλαβαίνεις!» ο Πενταράκης διέκοψε πάλι τον αδελφό που, «Φουντούκι, μου έσωσε τη ζωή!»

Ο Φουντούκης κοίταξε τον αδελφό του περίεργα, «Μα τι είναι αυτά που λες; Είναι ιθέλ, Πενταράκη! Οι άνθρωποι σκοτώνουν και τρώνε κουνέλια ανελέητα και εσύ θες να του δείξουμε οίκτο; Τρελάθηκες;»

«Φουντούκη, μου… μου μίλησε…,» μουρμούρισε ο Πενταράκης, καταλαβαίνοντας πόσο χαζό πρέπει να ακούγεται. Ο Φουντούκης κόντευε να τα χάσει με αυτά που άκουγε. Είχε τρελαθεί τελείως ο αδελφός του; «Οι άνθρωποι δεν μιλάνε, Πενταράκη, και το ξέρεις καλά! Πρέπει να το φαντάστηκες… Άντε, πάμε να φύγουμε πριν αυτό το θηρίο ξυπνήσει…!» Ο Πενταράκης όμως παρέμεινε επίμονος.

«Όχι, Φουντούκη, σου λέω ήταν αρχαίες λέξεις από τη γλώσσα της εποχής της Μεγάλης Δημιουργίας. Φουντούκη, είναι αυτός που είδα στο όραμα μου!»

Ο Φουντούκης ήταν έτοιμος να του βάλει τις φωνές όταν πρόσεξε το πτώμα της αλεπούς που κειτόταν εκεί κοντά, το μαχαίρι του Άλαν ακόμη μειγμένο στο σβέρκο της. Το μίσος και η δυσπιστία του για τους ανθρώπους υποχώρησε προσωρινά, συνειδητοποιώντας ότι ο Πενταράκης είχε δίκιο. Αυτός ο μυστηριώδης άνθρωπος είχε όντως σώσει τον αδελφό του από την αλεπού! Και υπήρχε και αυτό το μυστήριο με εκείνο το όραμα που είχε δει ο Πενταράκης πριν λίγες μέρες, για έναν ομιλούντα άνθρωπο που θα ερχόταν από τα ουράνια… Μήπως συνδέονταν τα δύο; Προσεχτικά, πλησίασαν μαζί να ρίξουν μια καλύτερη ματιά στον ξένο.

«Από πού να ξεφύτρωσε άραγε;» ρώτησε ο Φουντούκης, μυρίζοντας με περιέργεια την λεία, έγχρωμη 'γούνα' του ανθρώπου – ή πιο ακριβέστερα, τα ρούχα του –, το ρολόι που χτυπούσε στο καρπό του και τους γυαλιστερούς φακούς των γυαλιών που κρέμονταν στραβά στο πρόσωπο του, όλα από τα οποία ήταν εντελώς άγνωστα στον Φουντούκη. Ήταν σαν να κοιτάει κατιτί θειο, με προέλευση έξω από αυτόν τον κόσμο. «Όποιος και να είναι, σίγουρα δεν είναι από δω τριγύρω…»

Εκείνη την στιγμή, ένα άλλο μεγαλόσωμο κουνέλι με γκρίζα, σαν τον άργυρο, γούνα, ξεπρόβαλε από τους θάμνους, «Τι είναι όλη αυτή η φασαρία εδώ πέρα; Μα τον Φρίθ…!» αναφώνησε, καθώς αντίκρισε τον αναίσθητο Άλαν. Ο Άσημης ήταν ο ανιψιός του Θρέρα, ένα καλόκαρδο κουνέλι, νέος στρατεύσιμος στην Άουσλα, και στενός φίλος του Φουντούκη και του Πενταράκη. Παρόλο που ήταν δυνατός και τολμηρός, οι περισσότεροι συνάδελφοι του τον γελοιοποιούσαν για την παχυσαρκία του που συχνά τον κατέληγε σε μπελάδες στις ασκήσεις. Έτσι έβρισκε καλύτερη παρέα ανάμεσα στους πάροικους, παρά ανάμεσα σε κουνέλια της δικής του αξιοσέβαστης κοινωνικής τάξης, κάτι το οποίο εξαγρίωνε τον θείο του.

Ο Πενταράκης, χωρίς να έχει καν προσέξει τον ερχομό του Ασημή, η προσοχή του εστιασμένη στον τραυματισμένο Άλαν, γύρισε στον αδελφό του, «Φουντούκη, είναι άσχημα χτυπημένος. Πρέπει να τον πάμε κάπου ασφαλές, αλλιώς οι ελιλ θα τον πιάσουν σύντομα.» Ο Ασημής, που απορούσε τι τρέλα είχαν κολλήσει οι δυο φίλοι του, ήταν έξαλλος.

«Τα έχετε χάσει εντελώς εσείς οι δυο;» μούγκρισε, «Μην πλησιάζετε αυτό το τέρας…!» Αλλά ο Πενταράκης παρέμεινε επίμονος.

«Ασημή, σε παρακαλώ, είσαι ο δυνατότερος, μπορείς να μας βοηθήσεις να τον μεταφέρουμε στη φωλιά μας;» Ο Ασημής, φυσικά, δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να τους κάνει ένα τέτοιο τρελό χατίρι.

«Ελπίζω να υπάρχει μια καλή εξήγηση για όλα αυτά, Πενταράκη! Ο θείος μου θα γίνει έξαλλος μαζί σας αν το μάθει…!» Όμως, ο Φουντούκης, έχοντας τύψεις που επιτέθηκε απρόκλητα σε αυτόν τον ξένο που είχε σώσει τον αδελφό του από τα δόντια του Μαύρου Κουνελιού της Ίνλε, αποφάσισε να επέμβει.

«Ασημή, σε παρακαλώ, κάνε αυτό που σου λέει. Αυτός ο ξένος μόλις έσωσε τον αδελφό μου από το να γίνει κομμάτια. Και ο Πενταράκης λέει ότι τον άκουσε να μιλάει…»

Αυτή την φορά, ο Ασημής έμεινε άφωνος, αρχίζοντας να αντιλαμβάνεται την περίεργη εμφάνιση αυτού του ανθρώπου. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα ποτέ. Ποιος να ήταν άραγε; Από πού είχε έρθει; Μήπως είχε καμιά σχέση με την επιστροφή του Πρίγκιπα του Ουράνιου Τόξου, που τους παρακολουθούσε από τον ουρανό κάθε νύχτα τις τελευταίες λίγες μέρες; Μπορεί να ήταν ένας από τους μυθικούς Αγγελιοφόρους Του…;

Βγάζοντας από το μυαλό του τις σκέψεις περί μύθων, γύρισε να κοιτάξει πάλι τον άνθρωπο. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από ένα σκληραγωγημένο κουνέλι της Άουσλα, και μάλλον ούτε και πιο δυνατός, με άλλα λόγια πολύ μικρόσωμος για να αποτελεί μεγάλη απειλή ενάντια μια ολόκληρης λεγεώνας, τουλάχιστον από πρώτη άποψη. Εκτός φυσικά και αν είχε τίποτα υπερφυσικές δυνάμεις για τις οποίες δεν γνώριζαν…

Τελικά, αφήνοντας την περιέργεια του να τον παρασύρει, ο Ασημής υποχώρησε και, με τη βοήθεια του Φουντούκη, σήκωσε το αναίσθητο κορμί του Άλαν στους πελώριους ώμους του. Οι τρεις τους τον μετέφεραν κάτω στο λαγούμι του Φουντούκι και του Πενταράκη. Υπόσχοντας στους φίλους του να μην πει τίποτα σε κανέναν, αλλά και προειδοποιώντας τα αδέλφια να προσέχουν, ο στρατοκούνελος έφυγε να γυρίσει στο δικό του λαγούμι, ελπίζοντας να πάρει λίγες απαντήσεις το πρωί… εάν φυσικά αυτό το πλάσμα δεν τους είχε σφάξει και τους δυο μέχρι τότε.

«Σίγουρα δεν τον σκότωσα;» ρώτησε ο Φουντούκης ώρες αργότερα, κοιτάζοντας τον Άλαν, ο οποίος παρέμενε αναίσθητος πάνω στα ξερά χόρτα που χρησιμοποιούσαν σαν κρεβάτι στη φωλιά τους. Είχε νυχτώσει και ακόμη δεν είχε ανακτήσει της αισθήσεις του. Ο Πενταράκης ακούμπησε το αυτί του πάνω από το στόμα του ανθρώπου, «Όχι, τον ακούω να αναπνέει. Μα τον Φρίθ, ποτέ δεν πίστευα ότι μπορούσες να χτυπήσεις τόσο δυνατά, Φουντούκη! Θα έπρεπε να ήσουν στρατεύσιμος στην Άουσλα…!»

«Αυτό πες το στον Διοικητή Πουρνάρη. Πενταράκη, σίγουρα ξέρεις τι κάνεις;» ρώτησε ο Φουντούκης με αμηχανία, καθώς ο Πενταράκης έγλυφε απαλά την πληγή στο μέτωπο του Άλαν να την καθαρίσει. Δεν του άρεσε ο αδελφός του να βρίσκεται τόσο κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να τον πάμε πάλι έξω και να τον αφήσουμε προτού ξυπνήσει, να ξεμπερδεύουμε μαζί του; Δεν μου πολυαρέσει η ιδέα να έχουμε παρέα αυτό… αυτό το πλάσμα εδώ μέσα…»

«Φουντούκη, είσαι όντως πρόθυμος να πετάξεις έξω το 'πλάσμα' που έσωσε τον αδελφό σου, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός από μας; Θα ήθελες να ήσουν στη θέση του;» ρώτησε άκαμπτα ο Πενταράκης. Αναστενάζοντας, ο Φουντούκης υποχώρησε, θυμίζοντας το εαυτό του ότι όντως χρωστούσε μια χάρη σε αυτόν τον ξένο, είτε ήταν άνθρωπος ή κουνέλι. Αλλά, από μέσα του, προσευχήθηκε στον Φρίθ ότι τα αλλόκοτα κίνητρα του αδελφού του, ο οποίος κυριολεκτικά ακολουθούσε τα μηνύματα των οραμάτων του, δεν θα τους έβαζε σε μπελάδες…

Πίσω στο αεροπλάνο, Ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς ήταν απασχολημένοι με το πόκερ τους, «Τρεις ντάμες,» είπε ο Ρόμπινς, δείχνοντας τα χαρτιά του και μαζεύοντας τα λεφτά του τζάκποτ, «Πάλι νίκησα!» Ο Ντέρεκ, ο οποίος είχε μείνει απένταρος με τον τζόγο του και ένιωθε ειλικρινά τσαντισμένος για αυτό, κοίταξε τον ήλιο.

«Νυχτώνει,» είπε, «Γιατί να αργεί ο Άλαν άραγε; Μήπως θα έπρεπε να πάμε να τον βρούμε;»

«Ηρέμησε, ξέρει τι κάνει,» είπε ξέγνοιαστα ο Ρόμπινς, «Εμείς πρέπει να μείνουμε εδώ, για να ανάψουμε τη φωτιά για σινιάλο αν δούμε κανένα αεροπλάνο. Παίζουμε άλλο ένα γύρο;» Αλλά ο Ντέρεκ κοιτούσε προς το δάσος, νιώθοντας ότι κάτι είχε συμβεί. Ο Άλαν ήταν πολύ ήσυχος όλη την ημέρα χωρίς να τους πει τι στο καλό τον απασχολούσε. Τι να είχε βρει άραγε εκεί έξω…;

Ο Άλαν άνοιξε σιγά-σιγά τα μάτια του στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν ήταν πλέον έξω στο λιβάδι, αλλά κάτω από τη γη, κρίνοντας από την έντονη μυρωδιά υγρού χώματος στον αέρα. Πως είχε καταλήξει εδώ κάτω; Μπορούσε να θυμηθεί εκείνο το κουνέλι να του ορμά και μετά τίποτα… Πανικόβλητος, έψαξε στα τυφλά μέσα στην τσέπη του για τα σπίρτα του. Το φως της φλόγας του σπίρτου αποκάλυψε τα τοιχώματα ενός γιγαντιαίου λαγουμιού τριγύρω του, αρκετά ψηλό ώστε να μπορεί να κουνηθεί τριγύρω στα σκυφτά. Το πάτωμα από κάτω του ήταν στρωμένο με ξερά χόρτα, σαν μια πρόχειρη μοκέτα.

Το κεφάλι του ένιωθε καζάνι, σαν να είχε φάει μεγάλο μπουνίδι, κάνοντας τον να αισθάνεται ναυτία. Πιάνοντας το μέτωπο του, ένιωσε ένα φρέσκο καρούμπαλο να φυτρώνει πάνω από το δεξί του βλέφαρο, όπου το είχε κοπανήσει στο δέντρο. Γονατιστός, με τον φακό που είχε πάρει από το αεροπλάνο αναμμένο στο χέρι του, κοίταξε απελπισμένα τριγύρω για καμιά έξοδο από αυτόν τον τάφο, όταν ξαφνικά, μια αυστηρή, αλλά όχι απειλητική, φωνή ακούστηκε από πίσω του.

«Χλέι, ιθέλ.»

Γυρίζοντας, βρέθηκε να κοιτάζει στα μάτια τον καφετί κούνελο που τον είχε αιφνιδιάσει, ο οποίος κοίταζε τον Άλαν με ένα προφυλακτικό ύφος, τα μπροστινά του πόδια όρθια, σαν έτοιμος για να αμυνθεί. Το δεύτερο, μικρότερο κουνέλι στεκόταν από πίσω από τον αδελφό του, κοιτάζοντας τον με περιέργεια, αλλά και εκείνος, παρατήρησε ο Άλαν, φαινόταν κάπως νευρικός και ανήσυχος μπροστά του. Ο Άλαν, που κόντευε να χεστεί από το φόβο του που βρισκόταν παγιδευμένος σε μια τρύπα παρέα με αυτά τα δυο ανθρωπόμορφα κουνέλια, προσπάθησε να μείνει ήρεμος και να σκεφτεί.

«Κοιτάξτε, παιδιά, δεν θέλω μπελάδες,» μουρμούρισε αμήχανα, χωρίς να ξέρει τι να περιμένει, «Ήθελα μόνο να βοηθήσω…» Είχε την εντύπωση ότι τα κουνέλια δεν μιλούσαν Αγγλικά, το οποίο θα έκανε δύσκολο να τους εξηγήσει ότι δεν ήταν εχθρός. Ο Φουντούκης όμως, που είχε πια πειστεί ότι ο φιλοξενούμενος τους ήξερε να μιλάει, τον διέκοψε.

«Δεν χρειάζεται να εξηγηθείς, ξένε,» είπε, το σοβαρό πρόσωπο του να χαμογελάει ελαφρός. Μιλούσε άριστα Αγγλικά, αλλά με μία περίεργη Λαπανική προφορά που ο Άλαν δεν είχε ξανακούσει ποτέ, «Ο Πενταράκης μου εξήγησε τι συνέβη. Ήθελα να σε ευχαριστήσω, καθώς και να σου ζητήσω συγνώμη που σου επιτέθηκα. Δεν είχα ιδέα ότι δεν ήθελες να κάνεις κακό.» Η φωνή του ήταν φιλική, αλλά παρέμενε συνεχώς σε επιφυλακή με τον Άλαν, παρακολουθώντας προσεχτικά την κάθε κίνηση του σαν γεράκι.

«Κανένα πρόβλημα, φίλε, κανένα πρόβλημα καθόλου,» είπε ο Άλαν, νιώθοντας κάποια ανακούφιση από το να ξέρει ότι δεν την είχε πατήσει… προς το παρόν τουλάχιστον. Καταλάβαινε ότι τα δυο κουνέλια ήταν πολύ φιλικά αλλά το γιγαντιαίο μέγεθος τους, πέρα από το ότι μιλούσαν και σκέφτονταν σαν άνθρωποι, εξακολουθούσε να τον φρικάρει. Βλέποντας την αμηχανία του, ο Φουντούκης συνέχισε να μιλάει, κρατώντας μια απόσταση μεταξύ τους.

«Σε φέραμε εδώ για να είσαι ασφαλής μέχρι να αισθάνεσαι καλύτερα,» του εξήγησε, «Ο Πενταράκης δεν ήθελε να σε αφήσουμε αναίσθητο εκεί έξω…»

«Ναι, είσαι αυτός που έβλεπα στο όραμα μου!» είπε ενθουσιασμένα το κουνέλι ονόματι Πενταράκης, που τον κοίταζε επίμονα, «Έχεις χαθεί και δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ…» Ο Άλαν σήκωσε τα βλέφαρα του. Αυτό το κουνέλι-μυστικιστής γνώριζε ότι ήταν παγιδευμένος σε αυτόν τον κόσμο των ονείρων;

«Συγνώμη, που είναι οι τρόποι μου;» είπε ο Φουντούκης, έχοντας ξεχάσει εντελώς ότι ο αδελφός του ήταν επίσης παρών, «Ονομάζομαι Φουντούκης και αυτός είναι ο Πενταράκης.»

«Χάρηκα. Εμένα με λένε Άλαν.» Κανονικά θα έδινε το χέρι του να χαιρετήσει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή, πιστεύοντας ότι, ούτος η άλλος, τα κουνέλια δε θα γνώριζαν μια τέτοια χειρονομία. Οι δύο οικοδεσπότες του συνέχιζαν να τον κοιτάζουν επίμονα.

«Η χαρά είναι όλη δική μας – Άλαν είπες ότι λέγεσαι; – πέρα από το ότι σου είμαστε πάντα ευγνώμονες για τη βοήθεια σου, αλλά θέλουμε να μάθουμε κάτι. Το καταλαβαίνουμε ότι δεν είσαι από αυτά τα μέρη, πέρα από το ότι μιλάς τη γλώσσα μας… Από που στο όνομα του Φριθ έρχεσαι;»

Ο Άλαν, εν στο μεταξύ, ο οποίος είχε και τις δικές του ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν, είχε αρχίσει να καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα: σε αυτόν τον κόσμο, οι χαρακτήρες του βιβλίου ήταν αληθινοί. Αυτό σήμαινε πως και η πλοκή ήταν επίσης πραγματικότητα, και εξελίσσονταν αυτή την στιγμή ολόγυρα του; Ήταν συνετό να τους το πει; Προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν κατανοητός, τους εξήγησε.

«Προέρχομαι από έναν άλλο κόσμο, πολύ διαφορετικό από τον δικό σας. Οι σύντροφοι μου και εγώ πετούσαμε και πέσαμε σε μια περίεργη… θύελλα που μας έφερε εδώ. Προσπαθούσα να σας πλησιάσω, για να μου πείτε που βρίσκομαι…»

Ο Φουντούκης του απάντησε αμέσως, «Βρίσκεσαι στο κουνελότοπο του Σάντλεφορντ, στην καρδιά των Μεγάλων Λιβαδιών της Φένλο. Πως ονομάζεται ο δικός σου λαός;»

«Υποθέτω πως θα τους έλεγες Λονδρέζους,» είπε ο Άλαν, γελώντας ελαφρώς, ο φόβος του για τους οικοδεσπότες του εντελώς ξεχασμένος πια, αλλά νιώθοντας και μια μικρή απογοήτευση, καταλαβαίνοντας ότι αυτά τα κουνέλια δεν θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Κρίνοντας από το γεγονός ότι η κομητεία του Χάμσιρ ήταν τα 'Λιβάδια της Φένλο' και το Εθνικό Πάρκο του Σάντλεφορντ ήταν κουνελότοπος σε αυτόν τον κόσμο, ήταν δεδομένο ότι οι δυο νέοι φίλοι του είχαν μεσάνυχτα από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Προφανώς, για αυτούς, άνθρωποι με νοημοσύνη ήταν κάτι το φανταστικό – τουλάχιστον μέχρι που είχε εμφανιστεί αυτός –, ακριβώς όπως ήταν και για αυτόν αυτά τα κουνέλια.

«Λες πως ήρθες εδώ πετώντας;» ρώτησε με σύγχυση ο Πενταράκης, όταν ξαφνικά τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα με ενθουσιασμό, «Εκείνο το περίεργο λευκό πουλί που είδε η νυχτερινή περιπολία τις προάλλες, εσύ ήσουν, έτσι;» Ακούγοντας ότι τον είχαν δει και άλλοι, ο Άλαν ξαφνικά ένιωσε μεγάλη ανησυχία. Παρόλο που μάλλον μπορούσε να εμπιστευτεί τον Φουντούκη και τον Πενταράκη, δεν είχε ιδέα πως ο υπόλοιπος κουνελότοπος θα αντιδρούσε αν τους ανακάλυπταν… αν δεν τους είχαν βρει ήδη. Είχε δει αρκετά να γνωρίζει πως οι άνθρωποι δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτοι εδώ πέρα. Δεν θα τους άνοιγαν την πόρτα και θα τους κέρναγαν τσάι, αυτό ήταν σίγουρο!

«Ξέρουν και άλλοι για μένα, λοιπόν;» ρώτησε, «Ποιος;»

«Ένας φίλος μας στη Άουσλα, ο Ασημής, που μας βοήθησε να σε κουβαλήσουμε εδώ κάτω. Μην ανησυχείς,» τον διαβεβαίωσε ο Φουντούκης, «Μπορούμε να τον εμπιστευτούμε να μη μιλήσει.» Ο Άλαν αναστέναξε με ανακούφιση. Για τη στιγμή, το μυστικό της παρουσίας του εδώ ήταν ασφαλής. Ξαφνικά, πρόσεξε ότι ο Πενταράκης τον κοιτούσε απευθείας, τα μάτια του κλειδωμένα με τα δικά του. Ένιωσε μια περίεργη αίσθηση μέσα στο κεφάλι του, σαν το κουνέλι να του είχε στείλει κάποια υπερφυσική οντότητα μέσα στο μυαλό. Ο Πενταράκης χρησιμοποιούσε την υπερφυσική του όραση να 'διαισθανθεί' τα συναισθήματα του, να καταλάβει τις προθέσεις του. Και, κρίνοντας από την έκφραση του, είχε βρει κάτι πολύ ενδιαφέρον.

«Περίεργο,» είπε, «Το διαισθάνομαι μέσα στην καρδιά σου ότι μας ξέρεις από κάπου, αλλά, μα το Φρίθ, δεν γνωριζόμαστε! Τα συναισθήματα σου δείχνουν ότι έχουμε μια μεγάλη σημασία για σένα. Πως γίνεται αυτό; Τα οράματα του ποτέ δεν κάνουν λάθος…»

«Βλέπω ότι έμαθες για το μικρό μου μυστικό, Ρεάρ-ρου,» είπε ο Άλαν, χαμογελώντας στις ξαφνιασμένες εκφράσεις που είχαν εμφανιστεί στα πρόσωπα των δύο κουνελιών. Πως ήξερε αυτός ο ξένος το γενετήριο όνομα του Πενταράκη; Τι ήταν αυτό το μυστικό που τους έκρυβε; Είχε φτάσει η στιγμή για τον Άλαν να τους εξηγήσει την αλήθεια. Με τα κουνέλια να τον κοιτάνε καχύποπτα, τα έκανε τούμπανο.

«Όπως ο Πενταράκης μόλις είπε, παρόλο που δεν έχουμε ξανασυναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο, η αλήθεια είναι ότι σας γνωρίζω σχεδόν όλη μου τη ζωή – μέσω ενός αναθεματισμένου μυθιστορήματος!»

Για τις επόμενες λίγες ώρες, ο Άλαν διηγήθηκε στα δύο αδέλφια το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Άνταμς. Τους είπε για το όραμα του Πενταράκη για την καταστροφή του Σάντλεφορντ, το δύσκολο ταξίδι τους να βρουν τους 'ψηλούς μοναχικούς λόφους', τον αγώνα τους να δημιουργήσουν ένα νέο σπίτι χωρίς κουνέλες, την διείσδυση του Έφραφα, και τον πόλεμο τους με τον Στρατηγό Ακάνθινο να υπερασπίσουν το κουνελότοπο τους. Όταν είχε τελειώσει, ξαφνιάστηκε με αυτό που είδε: περίμενε, τουλάχιστον, τα δυο κουνέλια να μην τον πιστέψουν, αν όχι να τον κοροϊδέψουν. Αντιθέτως, ο Φουντούκης τον κοίταζε με ένα σοβαρό ύφος ενώ ο Πενταράκης είχε παγώσει από την έκπληξη.

«Μας λες ότι ξέρεις το μέλλον μας; Σαν προφήτης;» Η έκφραση του κούνελου πέτρωσε, καταλαβαίνοντας τι σήμαινε αυτό, εάν αυτός ο άνθρωπος δεν τους μπλοφάριζε, «Λες ότι ο κουνελότοπος μας κινδυνεύει; Πόσο χρόνο έχουμε;» Ο Άλαν δεν ήξερε τι να πει, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο κυριολεκτικά να το παίξει σαν τη γάτα με το ποντίκι με τη μοίρα.

«Δεν είμαι σίγουρος. Σύντομα θα έλεγα, κρίνοντας από την ηλικία σας…» Ως σοβαρός επιστήμονας και ακαδημαϊκός, ο Άλαν προτιμούσε να βλέπει κάτι με την σκληρή πραγματικότητα, παρά να σπαταλάει το χρόνο του με εικασίες. «Εξάλλου, τι περιμένετε να κάνω; Να πάω στον Αρχικούνελο σας και να του πω ότι η φωλιά σας κινδυνεύει; Στην ιστορία σας δεν σας πίστεψε και δεν νομίζω ο λόγος ενός ανθρώπου να αλλάξει τίποτα. Αφού ούτε καν ξέρουμε με σιγουριά αν θα συμβεί η καταστροφή. Εκτός…» Ξαφνικά, του ήρθε μια ιδέα πώς να εξετάσει τη θεωρία του, ότι η πλοκή του βιβλίου όντως ίσχυε. Γύρισε στον Πενταράκη.

«Θυμάσαι που σου είπα ότι θα έβλεπες την καταστροφή σε όραμα, το οποίο θα σας παρακινούσε να φύγετε; Λοιπόν, λέω ας περιμένουμε. Αν όντως δεις αυτό το όραμα, τότε θα ξέρουμε με σιγουριά ότι η μοίρα σας είναι, στην ουσία, γραμμένη χαρτί και καλαμάρι.»

«Και αν όντως έχεις δίκιο;»

«Το κάθε πράγμα με τη σειρά του, φίλε μου,» είπε ο Άλαν, νιώθοντας σαν ηλίθιος που συζητούσε για το πώς να αλλάξει την ροή των γεγονότων ενός παραμυθιού, το οποίο αλήθευε! Μονάχα η σκέψη κόντευε να του αλλάξει τα φώτα. Αυτό τους έφερε στο επόμενο σοβαρό ερώτημα.

«Και οι φίλοι μας; Δεν θα πρέπει να τους ειδοποιήσουμε;»

«Όχι, όχι ακόμα. Αφού ορισμένοι με έχουν δει, δεν υπάρχει νόημα να επιχειρήσετε να με κρύψετε. Εξηγείστε τους – μόνο σε αυτούς και σε κανέναν άλλον – ότι δεν είμαι παρείσακτος, μην κάποιος πανικοβληθεί και μας καρφώσει στην Άουσλα. Δεν χρειάζομαι έναν ολόκληρο στρατό κουνελιών με μια βεντέτα στο σβέρκο μου, τουλάχιστον μέχρι να έχουμε σιγουρευτεί για το πως ακριβώς έχει η κατάσταση.» Παρόλο που παρέμεναν σκεπτικοί, ο Φουντούκης και ο Πενταράκης τελικά συμφώνησαν, με μισή καρδιά, να το κρατήσουν μυστικό.

Ξαφνικά, ο Άλαν αντιλήφτηκε πως φώτιζε ο ήλιος από την είσοδο της φωλιάς. Είχε ξημερώσει. «Καλύτερα να επιστρέψω στην κατασκήνωση μου πριν οι σύντροφοι αρχίζουν να ψάχνουν για μένα.» Γονατιστός, με τα δυο κουνέλια από πίσω του, σύρθηκε κατά μήκος του τούνελ, βγαίνοντας έξω στην πρωινή υγρασία. Το φως της μέρας παραλίγο να τον τυφλώσει, έχοντας περάσει μια ολόκληρη νύχτα μέσα σε ένα σκοτεινό σαν πίσσα λαγούμι, με μονάχα ένα μικρό φακό.

Καθώς αποχώρησε, γύρισε να κοιτάξει τους δύο φίλους του που τον κατευόδωναν από την είσοδο του λαγουμιού τους. Ο Πενταράκης φαινόταν σχεδόν λυπημένος που τον έβλεπε να φεύγει. Ο Άλαν του χαμογέλασε, «Απόψε, πριν το ηλιοβασίλεμα, ελάτε να με βρείτε στην κατασκήνωση μου. Βρισκόμαστε στην άκρη του υγροτόπου, στα έλη. Επίσης φέρτε και όποιον άλλον ξέρει για μένα μαζί σας για να τον γνωρίσω.» Θα ήταν φυσικά πολύ ανόητο να ξανάρθει εδώ, αλλιώς η Άουσλα θα τον τσάκωνε σίγουρα. Στην κατασκήνωση του, δεν υπήρχε φόβος να τους ενοχλήσει κανείς.

«Περίμενε,» μουρμούρισε ντροπαλά ο Πενταράκης καθώς ο άνθρωπος γύρισε να τον ξανακοιτάξει, 'Σε ευχαριστώ.' Ο καθηγητής του χαμογέλασε πάλι, «Ευχαρίστηση μου, φιλαράκο.» Ακόμα και ο Φουντούκης δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χαμόγελο του, καθώς παρακολούθησαν τον νέο φίλο τους να αποχωρεί. Μήπως όντως υπήρχε κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους από ότι έβλεπε το γυμνό μάτι;

Εν στο μεταξύ, πίσω στο αεροπλάνο, ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς είχαν μόλις επιστρέψει από μια άγρυπνη νύχτα μάταιου ψαξίματος, αναζητώντας τον αγνοούμενο σύντροφο τους στην τριγύρω περιοχή. Ο Ντέρεκ τραβούσε τα μαλλιά του από την απελπισία, ενώ ένας τσαντισμένος Ρόμπινς μουρμούριζε για διάφορα σενάρια που μπορούσαν να προσφέρουν μια λογική εξήγηση για την εξαφάνιση του Άλαν.

«…Μα πως αλλιώς μπορούσε να εξαφανιστεί έτσι απλά; Δεν καταλαβαίνεις, σου λέω πως χάθηκε! Κάποια άλλη από εκείνες τις γιγαντιαίες αλεπούδες θα πρέπει να τον κατασπάραξαν…!»

«Κόφτο, μα το Θεό, μην σε πνίξω!» μούγκρισε αγριεμένα ο Ντέρεκ, τρέμοντας ολόκληρος από την εικασία του Ρόμπινς για το τι είχε μπορεί να είχε συμβεί στον Άλαν. Ψάχνοντας μέσα στη νύχτα, είχαν βρει το άψυχο κορμί της αλεπούς, με το μαχαίρι και τη φωτογραφική μηχανή του Άλαν δίπλα, ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τους άφαντος, με κάθε ένδειξη μιας επίθεσης. «Αν κάτι του συνέβη, ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον εαυτόν μου, που τον άφησα να πάει μόνος του…»

Εκείνη τη στιγμή, ο Άλαν ξεπρόβαλε από το δάσος, «Ηρέμησε, Ντίκ! Ζω και βασιλεύω, σε ευχαριστώ πολύ, και έχω τόσα να σαν πω!» Οι δύο άντρες αναπήδησαν από έκπληξη, ακούγοντας τη φωνή του.

«Άλαν! Παλιοκάθαρμα, μην μου ξανακόψεις τη χολή έτσι!» φώναξε θυμωμένα ο Ντέρεκ, πετώντας πίσω στον Άλαν το μαχαίρι και τη μηχανή του που είχαν μαζέψει από το λιβάδι. «Που στο διάολο ήσουν; Σε εκδρομή; Και τι έπαθε το πρόσωπο σου…;»

«Πάψτε και ακούστε, και οι δυο σας. Έχω κάτι να σας πω που σίγουρα θα σας τρελάνει: Σε αυτό το μέρος ζουν γιγαντιαία, ανθρωπόμορφα κουνέλια που μιλάνε και σκέφτονται σαν άνθρωποι, που να πάρει ο διάολος! Πως σαν ακούγεται αυτό για πρωινή είδηση, ε;» Ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Είχε τρελαθεί ο Άλαν; Τι τον είχε πιάσει και έκανε σαν σχολιαρόπαιδο;

«Τι αηδίες μας λες, δόκτωρ;» ρώτησε ο Ρόμπινς, κάνοντας του μια χειρονομία σαν να πίστευε ότι τα είχε παίξει, «Έφαγες καμιά καλή στο κεφάλι, ή το έριξες πάλι στο πιοτό;» Αλλά ο Άλαν μόνο έσκασε στα γέλια.

«Ώστε έπινα, ε; Τότε, τι θα έλεγες αν σου πω ότι τους έχω καλέσει εδώ για επισκεπτήριο; Θα έρθουν εδώ, απόψε…!»

«Αμάν, Άλαν, ηρέμησε πια!» είπε ο Ντέρεκ, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ρόμπινς, κατάλαβε πως αυτό είχε κάτι να κάνει με την περίεργη συμπεριφορά του Άλαν τις προάλλες. Τη στιγμή που είχε δει εκείνη τη γιγαντιαία αλεπού που ο κολλητός του είχε αφήσει ψόφια έξω στο λιβάδι, είχε καταλάβει πως κάτι αλλόκοτο έτρεχε εδώ, και ήθελε απαντήσεις!

Ο Άλαν τους εξήγησε τα πάντα: πως είχε δει αυτά τα κουνέλια χθες ενώ έψαχνε για φαγητό αλλά αποφάσισε να μην τους το πει μέχρι να μπορέσει να μάθει περισσότερα, πηγαίνοντας πίσω στον κουνελότοπο για μια καλύτερα ματιά, η επίθεση της αλεπούς, και πως γνώρισε τον Φουντούκη και τον Πενταράκη.

«Λοιπόν, μπορούμε να προσθέσουμε και άλλο ένα μυστήριο στο πάζλ: ο κόσμος όπως το ξέραμε έχει πάψει να υπάρχει! Αντί για αποστολή διάσωσης, μας βρήκαν… κουνέλια! Ολόκληρος ο κόσμος έχει γίνει κουνέλια με ανθρώπινη νοημοσύνη!» Ο Ντέρεκ τον κοίταξε σκεπτικός. Μέχρι στιγμής, δεν είχαν βγάλει καμιά άκρη με όλο αυτό το μυστήριο. Μπας και ο Άλαν ήξερε κάτι περισσότερο; Ο Ρόμπινς, από την άλλη, πίστευε πως είχαν να κάνουν με τα λόγια ενός τρελού.

«Σου έχει στρίψει κάποια βίδα, δόκτωρ,» τον χλεύασε, «Γιγαντιαία κουνέλια που μιλάνε! Σιγά! Αν κάποιος δεν είχε πιο επείγουσα ανάγκη για μια συνταγή ηρεμιστικού από ψυχίατρο…»

«Αυτό θα το δούμε σύντομα, κε Ρόμπινς,» είπε ο Άλαν ήρεμα, συγκρατώντας τον φουριόζο τον Ντέρεκ, ο οποίος ήταν έτοιμος να ριχτεί στον Ρόμπινς να του σπάσει τα μούτρα που ειρωνευόταν τον φίλο του, «Πολύ σύντομα…»

Εν στο μεταξύ, ο Φουντούκης και ο Πενταράκης δέχονταν βροχή τις ερωτήσεις από τη μισή γειτονιά που είχε μαζευτεί στη φωλιά τους. Παρόλο που ο Ασημής δεν είχε μιλήσει, σε ένα μέρος σαν το Σάντλεφορντ, πράγματα σαν και αυτά έβγαιναν γρήγορα στη φόρα. Οι ψίθυροι, καθώς και η έντονη ανθρώπινη μυρωδιά που είχε αφήσει ο Άλαν πίσω, είχαν κυριολεκτικά μεταδώσει την είδηση σαν τη φωτιά σε ολόκληρη την συνοικία των περιοίκων.

«Είχατε έναν άνθρωπο μαζί σας εδώ μέσα; Τρελαθήκατε;» ρώτησε αγανακτώντας ένας κούνελος με σκούρο γκρι τρίχωμα, ονόματι Ραδίκης, καθώς ο Φουντούκης τους είπε για όλα όσα τους είχαν συμβεί χθες βράδυ. Το κοινό δεν μπορούσε να πιστέψει τα αυτιά τους.

«Αυτός ο άνθρωπος όντως μιλάει σαν και εμάς;» ρώτησε δύσπιστα ο Ασημής, ο οποίος είχε περάσει όλο το βράδυ προσπαθώντας να καταλάβει για το τι φλυαρούσε ο Πενταράκης χθες, για πιο λόγο του είχε ζητήσει να ορκιστεί σε μυστικότητα για αυτόν τον μυστηριώδη ξένο.

«Λες ότι σε έσωσε την ζωή από ένα χόμπαχ, Πενταράκη;» ρώτησε εντυπωσιασμένα ένα παχουλό, νεαρό κουνέλι-νάνος ονόματι Κουκουτσάκης, ο οποίος ήταν οικογενειακός φίλος του Φουντούκη και του Πενταράκη, των οποίον η μητέρα είχε γαλουχήσει από μωρό όταν και οι δυο γονείς του είχαν πεθάνει, «Τι γενναίο…!» Ο Πενταράκης τον κοίταξε αυστηρά. Το πιτσιρίκι χαμήλωσε ντροπιασμένα τα αυτιά του, σαν να τον μάλωναν.

«Με συγχωρείς, Πενταράκη, είπα τίποτα κακό;»

Η έκφραση του Πενταράκη μαλάκωσε λίγο, «Όχι, Κουκουτσάκη, δεν έκανες λάθος. Απλώς, δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να πάρουμε τόσο ήπια…» Δυστυχώς, η πλειοψηφία του κοινού εξακολουθούσε να το βλέπει σαν ένα μεγάλο αστείο για να διασκεδάσουν.

«Μα τον Φρίθ και τα ουράνια Του!» τσίριξε ένα άλλο κουνέλι με ξανθή σαν το χρυσό γούνα και μια ονειροπόλα έκφραση, «Θα μου καταστρέψεις την φήμη μου σαν ο καλύτερος αφηγητής του κουνελότοπου με αυτό το τρελό παραμύθι σου! Ο Άγριος Άνθρωπος γίνεται φίλος κουνελιών, μπλά, μπλά…»

«Αυτό δεν είναι παραμύθι, Πικραλίδα,» επέμενε ο Πενταράκης, «Όντος συναντήσαμε έναν άνθρωπο που είναι διαφορετικός από οποιονδήποτε άνθρωπο που έχει δει ποτέ κανείς. Δεν είναι από αυτόν τον κόσμο – αυτός και οι σύντροφοι του κατέληξαν εδώ από ατύχημα και τώρα βρίσκονται απομεμονωμένοι.» Ο Φουντούκης άρπαξε την ευκαιρία.

«Θα πάμε απόψε να τους συναντήσουμε. Αν θέλετε να δείτε την αλήθεια με τα ίδια σας τα μάτια, σαν συνιστώ να έρθετε μαζί μας και να τον δείτε με τους εαυτούς σας.» Οι εκφράσεις όλων πήραν ένα σοβαρό ύψος, καταλαβαίνοντας επιτέλους ότι ο Φουντούκης δεν τους έκανε πλάκα.

«Για στάσου, Φουντούκη,» τον διέκοψε ο Ασημής, «Δεν σοβαρολογείς, σίγουρα; Πώς ξέρουμε ότι αυτός ο… ομιλούμενος άνθρωπος δεν είναι επικίνδυνος; Δεν ξέρουμε το παραμικρό για το ποιος είναι ή από που έρχεται. Αν είναι κατάσκοπος του εχθρού, που προσπαθεί να μπει κρυφά στον κουνελότοπο;»

«Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για κάτι τέτοιο,» είπε ο Πενταράκης καθησυχαστικά και με απόλυτη σιγουριά, σε αντίθεση με όλους τους παρόντες, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του, «Μπορούσα να διαισθανθώ τα συναισθήματα του όσο ήταν εδώ. Τον στοιχειώνει κάποιο σκοτεινό παρελθόν και ψάχνει απεγνωσμένα να ξαναβρεί ευτυχία. Δεν υπήρχε καμία εχθρική πρόθεση στην καρδιά του («Πολύ καθησυχαστικό,» μουρμούρισε σαρκαστικά ο Ραδίκης). Αφότου μου έσωσε τη ζωή χθες, εγώ είμαι πρόθυμος να τον εμπιστευθώ.»

«Και τι γίνεται με τον Αρχικούνελο και την Άουσλα;» επέμενε ο Ασημής, «Δεν γίνεται να το κρατήσουμε μυστικό για πολύ ακόμα. Και δεν νομίζω ο θείος μου να χαρεί πολύ όταν μάθει τι κάνουμε. Ξέρετε πως δεν εμπιστεύεται τους ξένους – και έναν άνθρωπο μεταξύ όλων των άλλων…»

«Για αυτό ακριβώς, θέλω, στο λόγο της τιμής σας, να μην πει κανείς τίποτα σε κανέναν, ειδικά τον Αρχικούνελο ή τους αξιωματικούς της Άουσλα,» είπε ο Φουντούκης, «Ούτε λέξη δεν πρέπει να μαθευτεί πέρα από αυτό το λαγούμι. Μπορώ να βασιστώ πάνω σας, να μην μας προδώσετε;»

Οι φίλοι τους άρχιζαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους. Παρόλο που δεν ήταν σίγουροι αν ήταν συνετό να πλησιάσουν έναν πιθανότατα επικίνδυνο άνθρωπο, η ιδέα να κάνουν κάτι τόσο εξωφρενικό και κάτω από τη μύτη των καταπιεστικών ανωτέρων τους πέρα των άλλων, άρεσε στους περίοικους. Και η προσδοκία να συναντήσουν έναν ομιλούντα άνθρωπο, κάτι το μυθικό, ήταν μια μοναδική ευκαιρία που δεν μπορούσαν να χάσουν με τίποτα.

«Έχεις το λόγο μας,» είπε τελικά ο Ασημής, ακούγοντας τα μουρμουρητά των κουνελιών που δέχονταν να μην μιλήσουν, «Ελπίζω μόνο να ξέρεις τι κάνεις, Φουντούκη…»

Χωρίς να το γνωρίζει κανένας τους όμως, δυο άλλα απρόσκλητα κουνέλια κρυφάκουγαν τη συζήτηση από την είσοδο της φωλιάς. Αυτά τα κουνέλια ήταν σωματώδη και με άγριες εκφράσεις γραμμένες στα πρόσωπα τους. Ήταν βρώμικοι αξιωματικοί της Άουσλα, οι οποίοι είχαν έρθει στην καθημερινή τους επίσκεψη στη γειτονιά των παροίκων, ψάχνοντας για νέα θύματα να εκφοβήσουν ή να καρφώσουν στους ανώτερους τους για λεγόμενες παρανομίες. Η φασαρία κάτω στη φωλιά τους είχε τραβήξει την προσοχή και τώρα, τα αυτιά τους δεκατέσσερα, άκουγαν κάθε λέξη που λεγόταν με ενδιαφέρον.

«Τι να σκαρώνουν άραγε, Θρήνε;» ρώτησε το ένα κουνέλι τον συνάδελφό του, «Εκείνο το βόδι, ο Ασημής, πρόσεχε μην τους δει κανείς καθώς έμπαιναν. Περί τινός να πρόκειται αυτή η μυστική συνάντηση; Μπορεί να είναι καμιά συνομωσία για εξέγερση;»

«Ξέρω και γω, Αστεροκέφαλε;» απάντησε το κουνέλι ονόματι Θρήνος, «Λένε κάτι για έναν ομιλούντα άνθρωπο, τον οποίο συνάντησαν…» Ο Θρήνος ήταν ένας νέος αξιωματικός στην Άουσλα, έχοντας πρόσφατα 'κληρονομήσει' το βαθμό υψηλόβαθμου μετά τον θάνατο του πατέρα του, που ήταν αξιωματικός με διασυνδέσεις και είχε κανονίσει ώστε ο γιός του θα αναλάμβανε τη θέση του. Παρόλο που ήταν επιδέξιος ιχνηλάτης και δρομέας, η αριστοκρατική του καταγωγή του έδινε την πεποίθηση κάποιου κορυφαίου προσώπου με το δικαίωμα να επιβάλει την εξουσία σου σε οποιονδήποτε κατώτερο του, όπως του άρεσε. Ανάμεσα στα θύματα της άθλιας συμπεριφοράς του ήταν φυσικά και όλοι οι πάροικοι.

Ο φίλος και συνάδελφός του, ο Αστεροκέφαλος είχε παρόμοια αριστοκρατική καταγωγή, με πολλές ισχυρές διασυνδέσεις. Περήφανος, θρασύς, αλαζόνας και εγωιστής από κάθε άποψη, ούτε και αυτός δίσταζε να εκμεταλλευτεί το βαθμό του ώστε να δημιουργεί προβλήματα για τους γύρω του, για το συμφέρον του. Οι δυο τους ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τους άμοιρους πάροικους, οι οποίοι απαγορεύονταν να αντισταθούν ή και να αντιμιλήσουν σε έναν απρόσβλητο αξιωματικό της Άουσλα.

«Ένας άνθρωπος που μιλάει; Σαχλαμάρες! Είναι πάλι αυτός ο τρελός παραμυθάς ο Πικραλίδας με τις γελοίες ιστορίες του…» χασκογέλασε ο Αστεροκέφαλος. Ο Θρήνος όμως δεν του έδωσε σημασία, συνεχίζοντας να ακούει επίμονα. Ο νεαρός κούνελος ήταν φιλόδοξος στρατιώτης, με το όνειρο να πάρει το βαθμό Διοικητή κάποια μέρα. Δυστυχώς, οι προσπάθειες του να εντυπωσιάσουν τον Λοχαγό του ή τον Θρέρα ώστε να πάρει προαγωγή-αμοιβή ήταν, ως τώρα, μάταιες. Αλλά, αυτή την φορά, η τύχη ήταν επιτέλους με το μέρος του.

«Νομίζω ο Θρέρα θα ενδιαφερθεί πολύ να ακούσει για όλα αυτά,» είπε πονηρά, «Αν ο Φρίθ μας χαμογελάει, ίσως να μας παρουσιάζεται επιτέλους η χρυσή ευκαιρία που περιμέναμε! Προσωπικά, και τι δεν θα έδινα να γίνω Διοικητής, για να κοιτάζω αυτόν τον αυταρχικό υποκριτή, τον Πουρνάρη, που ποτέ δεν μου έχει δώσει καμία προαγωγή, αφ υψηλού…» Ο Λοχαγός Πουρνάρης ήταν ο Διοικητής της Άουσλα του Σάντλεφορντ, ο απευθείας ανώτερος του Θρήνου και του Αστεροκέφαλου, ένας γενναίος αλλά αυστηρός στρατοκούνελος, ο οποίος απαιτούσε τάξη και πειθαρχία από τους πάντες στη Άουσλα του. Δυστυχώς, οι οικτρές προσπάθειες του Θρήνου να τον εντυπωσιάσουν αρκετά ώστε να του δώσει προαγωγή υψηλόβαθμου ήταν, μέχρι τώρα, μάταιες. Αυτό τον έκανε πικρό και μισητό προς τον διοικητή του. Αλλά ο γέρο-ξεκούτης, ο Θρέρα ήταν άλλη ιστορία.

Η ίδια ακριβώς σκέψη περνούσε και από το μυαλό του Αστεροκέφαλου, ο οποίος χαμογέλασε ρυπαρά, «Νομίζω έχεις δίκιο, Θρήνε. Άντε, πάμε να φύγουμε πριν μας τσακώσουν και μας τα κάνουν όλα χαλάστρα.» Σαν πονηρές αλεπούδες, και όσο αθόρυβοι, οι δύο ταραχοποιοί το έβαλαν στα πόδια, με σχέδια για το πώς να εκμεταλλευτούν καλύτερα αυτή την ευκαιρία για το συμφέρον τους…

Σημείωση από τον συγγραφέα: Καλή ανάγνωση και παρακαλώ αφήστε και κανένα σχόλιο!