28η Δεκεμβρίου 2012, 10:30 πμ
Ένα σωστικό ελικόπτερο είχε απογειωθεί από τη Αεροπορική Βάση Γκρίνχαμ έξω από το Νιούμπερι και κατευθυνόταν νότια προς το Νιου Φόρεστ, ακολουθώντας την αρχική πορεία πτήσης του αγνοούμενου Τσέσνα. Το τετραμελές πλήρωμα του, υπό τις διαταγές του Σμηναγού Τζέημς Μακιούχαν της Βασιλικής Αεροπορίας, βρίσκονταν σε αποστολή διάσωσης, αναζητώντας το αγνοούμενο αεροπλάνο το όποιο είχε χαθεί από προσώπου γης τις προάλλες πάνω από τη νεκρή ζώνη.
Ο Τζέημς Κουίντον Μακιούχαν ήταν ένας σκληραγωγημένος άντρας, γύρω στα σαράντα. Ένας βετεράνος αεροπόρος, τώρα ήταν διοικητής της Αεροπορικής Μονάδας Διάσωσης του τοπικού αρχηγείου. Εκείνο το πρωί, η ήσυχη Χριστουγεννιάτικη άδεια του είχε ανακληθεί με ένα τηλεφώνημα από τον Πτέραρχο του, με διαταγές να ετοιμαστεί για μια αποστολή εναέριας έρευνας και διάσωσης. Παρότι ήταν δυσαρεστημένος που τον είχαν πάρει μακριά από την οικογένεια του Χριστουγεννιάτικα, ο Σμηναγός Μακιούχαν ήταν στρατιώτης με δυνατό πνεύμα καθήκοντος. Τα ατυχήματα πάντα συνέβαιναν τις χειρότερες δυνατόν στιγμές και ήταν η δουλειά του, το καθήκον του, να βοηθάει ανθρώπους σε κίνδυνο.
Περνώντας το σημείο ασφαλείας, με σταθερή πορεία προς την καρδιά της απαγορευμένης ραδιενεργής περιοχής, το πλήρωμα του ελικοπτέρου – φίλοι και γείτονες από το χωριό Νιούταουν – ήταν απορροφημένο σε συζήτηση για το μυστήριο της ιστορίας του Τομ Σέλτον, ο οποίος είχε δηλώσει την εξαφάνιση του αεροπλάνου χθες.
«Πως γίνεται ένα αεροπλάνο να εξαφανιστεί έτσι ξαφνικά πάνω από ξηρά, χωρίς το παραμικρό ίχνος, κ. Σμηναγέ;» ρώτησε ο συγκυβερνήτης Ρίτσαρντ Σμιθ, ο οποίος πιλοτάριζε στη θέση δίπλα στου Μακιούχαν, «Με συγχωρείτε, κύριε, αλλά εμένα μου ακούγεται σαν κάποιος να μας πουλάει παραμύθια με φαντάσματα. Από την άλλη, αυτοί οι ηλίθιοι πήγαιναν γυρεύοντας, να πετάμε πάνω από τη ραδιενεργή ζώνη. Κυνηγοί περιπέτειας, να ψάχνουν για μπελάδες…»
«Ύποπτο, όντως,» πρόσθεσε ο ιατρός πτήσης Τζον Χάρισον, «Άκουσα στην παμπ από τον Σερίφη, ότι όργωσαν κάθε σπιθαμή γης μέσω δορυφόρου χωρίς να εντοπίσουν τίποτα. Λες και ένα αεροπλάνο θα μπορούσε να πέσει από τον ουρανό έτσι απλά, εξαιτίας παρεμβολών από ραδιενέργεια… Εάν θέλετε τη γνώμη μου, θα έλεγα ότι μάλλον αυτός ο τρελός ο Τζόνσον τους έριξε επίτηδες…»
«Οι συνθήκες δεν μας απασχολούν, κ. Χάρισον,» είπε ο Μακιούχαν, κοιτάζοντας αυστηρά το πλήρωμα του που κουτσομπόλευε σαν σχολιαρόπαιδα, «Αυτό που μας απασχολεί είναι ότι έχουμε ένα αεροσκάφος με τέσσερις επιβαίνοντες που αγνοούνται. Οι πιθανότητες να έχουν αντέξει τόσο καιρό εδώ έξω, εκτεθειμένοι στη ραδιενέργεια, είναι ελάχιστες. Ωστόσο, είναι καθήκον μας να τους βρούμε και να τους φέρουμε πίσω – ή αλλιώς να περισυλλέξουμε τα πτώματα τους.» Το πλήρωμα σώπασε.
Ο Μακιούχαν γύρισε στον πιλότο του, «Πως πάμε, κ. Σμιθ;»
«Μέτριος μετωπικός άνεμος, κύριε, αλλά κατά τα άλλα, όλα είναι πέντε-στα-πέντε, νομίζω…» μουρμούρισε ο Σμιθ, παρατηρώντας ξαφνικά την πυξίδα στο ταμπλό, η οποία είχε αρχίσει να παίρνει στροφές σαν σβούρα. Μήπως ήταν παρεμβολές από τη ραδιενέργεια στο έδαφος; Αλλά, όχι, ο μετρητής Γκάιγκερ στο πιλοτήριο είχε κανονικές ενδείξεις. Άσε που πετούσαν πολύ ψηλά για να τους αγγίζει η ραδιενέργεια. Ο Μακιούχαν, ο οποίος ήταν πολύ απασχολημένος κοιτάζοντας τον ορίζοντα για κανένα ίχνος συντριμμιών, δεν το είχε προσέξει.
Κανένας τους δεν είχε καταλάβει πως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πλησίαζαν το σημείο εξαφάνισης – πετώντας μέσα στην ίδια την αόρατη δίνη που είχε καταπιεί το Τσέσνα του Δρ. Τζόνσον.
Εάν υπήρχε κάποιος στο έδαφος εκείνη τη στιγμή, θα είχε γίνει μάρτυς σε ένα πραγματικά αλλόκοτο φαινόμενο: ένα ελικόπτερο σε πτήση, ξαφνικά να χάνεται από προσώπου γης, αφήνοντας ούτε το παραμικρό ίχνος ότι βρισκόταν ποτέ εκεί πάνω…
Εν στο μεταξύ, πίσω στην αερολέσχη, ο Τομ Σέλτον καθόταν μόνος στο γραφείο του, παρακολουθώντας κρυφά το ελικόπτερο μέσω ασυρμάτου. Σκορπισμένα πάνω στο γραφείο του ήταν οι κασέτες όπου ηχογραφούνταν οι επικοινωνίες πτήσης-εδάφους, τις οποίες είχε επεξεργαστεί. Στο καλάθι τον απορριμμάτων βρίσκονταν κομμάτια κομμένης ταινίας, συγκεκριμένα κομμάτια των συνομιλιών τα οποία είχε επίτηδες αφαιρέσει από τις κασέτες, προτού είχαν καταφθάσει οι αρχές να πάρουν αντίγραφα όλων των κασετών για την έρευνα του ατυχήματος.
Σηκώνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου, τα μάτια του δεκατέσσερα, μήπως και τον παρακολουθούσε κανείς από το παράθυρο, πήρε τον κρυφό του αριθμό.
«Εγώ είμαι, αφεντικό,» είπε ψιθυριστά, «Έχουμε πρόβλημα.» Η φωνή με τη Ρώσικη προφορά του απάντησε, «Λέγε, η γραμμή είναι ασφαλής.»
«Η Αεροπορία έχει στείλει ένα ελικόπτερο να ερευνήσει την περιοχή για το αεροπλάνο. Έχετε κανένα νεότερο από τον άνθρωπο σας ακόμη;»
«Τίποτα. Ο Σβέν γύρισε πίσω χθες και είπε ότι δεν εμφανίστηκαν στο σημείο του ραντεβού. Κάτι πήγε στραβά. Εσύ τελείωσες με την κάλυψη, όπως σου ζήτησα;»
«Μην ανησυχείς, σιγουρεύτηκα να εξαφανίσω κάθε ίχνος πως ο άνθρωπος σας ήταν ποτέ μέσα σε εκείνο το αεροπλάνο. Επίσης, παρακολουθώ τη συχνότητα του ελικοπτέρου αυτή τη στιγμή. Τίποτα ως τώρα. Προφανώς, δεν έχουν ιδέα τι συνέβη, όπως και δεν έχουμε εμείς… Μπας και κάποιος είχε προειδοποιήσει τον Τζόνσον για την παγίδα και εξαφανίστηκε επίτηδες, για να μας ξεφύγει…;»
«Αμφιβάλλω. Αν μας είχε μυριστεί, τότε δεν θα υπήρχε νόημα εκείνος και ο Σω να επιβιβαστούν σε αυτή την πτήση, και όχι να πάνε απευθείας στην αστυνομία. Από τη στιγμή που είχαν απογειωθεί, δεν θα υπήρχε γυρισμός για κανέναν τους… Όχι, αυτό που συνέβη πρέπει να οφείλεται σε κάτι το απρόβλεπτο. Και μόλις πιάσω το κάθαρμα που το σχεδίασε αυτό…»
«Εγώ τι μπορώ να κάνω;»
«Συνέχισε να παρακολουθείς τα πάντα μέσω ασύρματου. Εάν το σωστικό αναφέρει ότι βρήκε τίποτα, ειδοποίησε με αμέσως και εμείς θα το αναλάβουμε από κει. Εν στο μεταξύ, εγώ θα ερευνήσω την υποψία σου ότι ίσως κάποιος να μας πρόδωσε. Εδώ που τα λέμε, νομίζω ξέρω ποιος μπορεί να είναι…»
«Καλώς, γιατί το ποσό που με πληρώνεις δεν θα έχει καμία αξία εάν με καταλήξεις στη φυλακή!» είπε ο Σέλτον, «Μιας και το αναφέρουμε, τι γίνεται με τα λεφτά που μου υποσχέθηκες για όλο αυτό τον κόπο;»
«Μόλις έχει τελειώσει η αποστολή σου, κ. Σέλτον, και ούτε λεπτό νωρίτερα,» του απάντησε αυστηρά η Ρώσικη φωνή, «Και φρόντισε να μην τα κάνεις θάλασσα, αλλιώς είσαι νεκρός! Έγινα σαφής;» Ο Σέλτον ένιωσε το μέτωπο του να ιδρώνει με αυτή την απειλή αλλά δεν δείλιασε.
«Μάλιστα, αφεντικό, απόλυτα.»
Κατεβάζοντας το ακουστικό, ο Σέλτον κάθισε στην καρέκλα του, να ηρεμήσει. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Όποιος και να ήταν αυτός ο προδότης που τους έπαιζε παιχνίδια, σύντομα ο μυστικός εργοδότης θα τον έβγαζε από τη μέση. Ήταν ασφαλής.
Ο Τομ Σέλτον ήταν όλη την καριέρα του στην αεροπορία. Ενώ κάποτε ήταν οικονομικά επιεικής, η καριέρα του είχε πάρει τον κατήφορο πριν από λίγα χρόνια, όταν τα είχε χάσει όλα στον τζόγο και το πιοτό, ως αποτέλεσμα κατάθλιψης από τον θάνατο της γυναίκας του από καρκίνο. Τότε, στα πρόθυρα πτώχευσης, τον είχαν πλησιάσει με μια μοναδική ευκαιρία για μια νέα δουλειά που θα τον ξελάσπωνε μια και καλή από τα χρέη του.
Παρόλο που αρχικά ήταν σκεπτικός να παρανομήσει, ρισκάροντας σίγουρη δίωξη εάν τον ανακάλυπταν οι αρχές, η ευκαιρία να ξεφύγει από τη χρεωκοπία – και να βγάλει ταυτόχρονα και ένα μεγάλο κέρδος – ήταν ένας πειρασμός στον οποίον δεν μπορούσε να αντισταθεί. Τώρα πια, βρισκόταν πέρα από το σημείο γυρισμού.
Σιγουρεύοντας ότι δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να τον ενοχλήσει, άνοιξε ένα συρτάρι αρχείων, όπου κρατούσε τις φόρμες των πελατών του που νοίκιαζαν αεροπλάνα στη λέσχη. Βγάζοντας το αρχείο του Ρόμπινς, το οποίο είχε επίτηδες συγκρατήσει από τις αρχές όπως του είχαν ζητήσει, το τοποθέτησε μέση στον χαρτοκόπτη μαζί με τα κομμάτια ταινίας που είχε κόψει από τις κασέτες. Σε λίγο, το μηχάνημα είχε μετατρέψει τα έντυπα και τις ταινίες σε σκόνη, εξαφανίζοντας κάθε στοιχείο ότι ο Ράσελ Ρόμπινς βρισκόταν ποτέ μαζί με τον Άλαν Τζόνσον στην μοιραία πτήση.
Τα ίχνη του καλυμμένα, ο Σέλτον γύρισε την προσοχή του πίσω στον ασύρματο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι τώρα ακούγονταν μόνο παράσιτα. Το σήμα του ελικοπτέρου είχε χαθεί…
Πίσω στο Λονδίνο, σε μια κακόφημη παμπ στο Ιστ Εντ, ένας ψηλός άντρας με Σλαβικά χαρακτηριστικά καθόταν σε ένα τραπέζι, απέναντι από έναν παχύσαρκο γέρο με φουντωτά γένια και ένα πονηρό ύφος. Ο Δρ Κόουλ Ντρέηκ, ο πρώην συνάδελφος του Άλαν, του οποίου η οικογένεια είχε δηλωθεί ως αγνοούμενη τις προάλλες, συναντιόταν στα κρυφά με τον αποξενωμένο πατέρα του, τον κακόφημο Σεργκέι Πέτρογκραντ, ο μυστικός εργοδότης του Τομ Σέλτον, γνωστός μέσα στη κοινωνία ως ο επιχειρηματίας Τζόζεφ Μπάξτον.
Ο Σεργκέι ήταν ένας πρώην Σοβιετικός εθνικιστής, κάποτε στρατηγός στον Ερυθρό Στρατό, ο οποίος είχε περάσει στην παρανομία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας φανατικός υποστηριχτής στρατιωτικής δικτατορίας και πικρός εχθρός της δημοκρατίας και οπουδήποτε άλλου καθεστώτος που εξέφραζε ανεξαρτησία ή ελευθερία λόγου – χαρακτηριστικά αδύναμων καθεστώτων, όπως τα χαρακτήριζε, τα οποία πίστευε ότι ευθύνονταν για την σταδιακή πτώση του κόσμου σε παγκόσμια αναρχία. Βαθύτατα εμπνευσμένος από τα πιστεύω πρώην δικτατόρων, όπως ο Στάλιν και ο Μάο, και ακόμα ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, ο Σεργκέι δεν άνηκε σε ένα στρατόπεδο. Αντιθέτως, οραματιζόταν την ίδρυση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, στην οποία θα κυριαρχούσε μια στρατιωτική κυβέρνηση 'Ρεαλιστών'.
Μετά τη πτώση της ΕΣΣΔ το 1989, είχε χρησιμοποιήσει τον πλούτο που είχε μαζέψει μέσω βρώμικων στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού, να ιδρύσει την δική του φράξια, την Αδελφότητα του Ερυθρού Χεριού. Για χρόνια, μάζευε ακόλουθους, ετοίμαζε κρησφύγετα και οπλοστάσια, και έστηνε κυκλώματα κατασκόπων μέσα στις ισχυρότερες κυβερνήσεις του κόσμου, με τον τελικό σκοπό να χτυπήσουν δυνατά κάποια μέρα όταν θα ήταν έτοιμοι, μετατρέποντας την υδρόγειο σε μια νέα Σοβιετική Αυτοκρατορία, υπό την ιεραρχία των οπαδών του.
Ο γιός του, από την άλλη, δεν ήθελε καμία σχέση με τις συντηρητικές – και παρανοϊκές – φιλοδοξίες του, έχοντας διακόψει κάθε σχέση με τον πατέρα του, μαζί με τη μητέρα του, η οποία είχε πεθάνει πριν από χρόνια. Ο Κόουλ Ντρέηκ, που χρησιμοποιούσε το επίθετο της μητέρας του για να αποφύγει κάθε συσχέτιση με την ντροπιαστική συγγένεια του, είχε σπουδάσει, παντρευτεί, και είχε φτιάξει την ζωή του ως ένας επιτυχημένος επιστήμονας. Ωστόσο, η σκιά του δολοφόνου πατέρα του ποτέ δεν είχε φύγει από πάνω του.
Κοίταξαν ο ένας τον άλλον με μίσος για λίγα λεπτά μέχρι που ο Ντρέηκ διέκοψε τη σιωπή, «Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα τους έκανες κακό…»
«Τότε, μήπως αποφάσισες και εσύ να μην τηρήσεις την συμφωνία μας; Αν είναι έτσι, θα έχεις μεγαλύτερα προβλήματα από την οικογένεια σου, γιέ μου,» απάντησε ανελέητα ο Ρώσος τρομοκράτης, επισημαίνοντας τη φράση 'γιέ μου' λες και ήταν μια ενοχλητική τσίχλα κολλημένη στην σόλα του παπουτσιού του. Ο Ντρέηκ ανακάθισε ανήσυχα στην καρέκλα του, το πρόσωπο του χλωμό σαν μάρμαρο από τον φόβο του για το τι θα του έκανε ο πατέρας του.
«Δεν ξέρω τι εννοείς, σου ορκίζομαι…!»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Κόουλ,» μούγκρισε ο Σεργκέι έξαλλος, χωρίς να έχει διάθεση για άλλα ψέματα, «Που πήγε ο Δρ Τζόνσον; Πως γίνεται να εξαφανιστεί από προσώπου γης τη στιγμή που το είχαμε σχεδόν στα χέρια μας; Η μόνη λογική εξήγηση για αυτή την… κακοτυχία είναι πως κάποιο πουλάκι του τα ψιθύρισε όλα στο αυτί: Εσύ!» Ο Ντρέηκ όμως βρήκε το θάρρος να αντιμιλήσει στα μάτια του ίδιου του Χάρου.
«Είσαι η ντροπή μου από τη στιγμή που ήρθα στο κόσμο. Ο ίδιος ο πατέρας μου, ένας δολοφόνος και τρομοκράτης! Έχω πει ψέματα για χάρη σου, έχω θέσει τις ζωές αθώων σε κίνδυνο για σένα, και ακόμη σε άφησα να με τραβήξεις μέσα στη βεντέτα σου με τον συνάδελφο μου! Ε, λοιπόν, εγώ αρκετά ήμουν το άμυαλο πιόνι σου. Αν δεν αφήσεις την οικογένεια μου να φύγει, σου ορκίζομαι ότι θα ομολογήσω τα πάντα στις αρχές!» Ο Σεργκέι γέλασε με κάκια στη μάταιη απειλή.
«Δειλό, ανόητο ανθρωπάκι. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι αυτό θα αποκαλύψει το γεγονός ότι εσύ ήσουν που οδήγησες την οικογένεια του Τζόνσον σε εκείνη την παγίδα θανάτου. Θα πας φυλακή, αλλά εγώ, που κυριολεκτικά δεν υπάρχω καν, θα τη βγάλω καθαρή. Άσε δε, τι κρίμα που θα ήταν για την δική σου οικογένεια…»
«Δεν με νοιάζει! Θέλω διέξοδο! Και αν τολμήσεις να κάνεις κακό στην Σιμόν και τον Νταίηβιντ…!» Τα μάτια του Σεργκέι έγιναν σχιστά ακούγοντας αυτή την απειλή. Αυτός δεν δεχόταν απειλές από κανέναν και κρατούσε μεγάλη κακία προς οποιονδήποτε θεωρούσε εμπόδιο του.
«Όπως θες λοιπόν, ανόητε. Ούτος η άλλος, η επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος είναι σχεδόν έτοιμη να ξεκινήσει, οπότε δεν έχει και πολύ σημασία εάν μου παραδώσεις τον Τζόνσον ή όχι. Τι κρίμα, που ήλπιζα ότι κάποια μέρα θα ήμασταν σύμμαχοι στη νέα παγκόσμια τάξη που θα ιδρύσω. Αντιθέτως, εσύ επιλέγεις να είσαι ο εχθρός μου. Ελπίζω να αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει 'εχθρός' στο λεξιλόγιο μου…» Του έκανε μια μακάβρια χειρονομία, σαν να κόβει το λαρύγγι του με μια λεπίδα.
Κοιτάζοντας αλύπητα τον γιο του, που καθόταν σαν μαρμαρωμένος στην καρέκλα του, σηκώθηκε να φύγει, «Έχεις τρεις μέρες προθεσμία να μου πεις που κρύβεται ο Τζόνσον, αλλιώς εσύ έχεις σειρά! Θα στείλω τους αποχαιρετιστήριους χαιρετισμούς σου στους κακομοίρηδες την νύφη μου και τον εγγονό μου, τους οποίους μόλις καταδίκασες σε θάνατο για να προστατέψεις το άθλιο τομάρι σου! Αντίο, αξιολύπητο πλασματάκι που αποκαλείσαι γιός μου.» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, γύρισε και έφυγε.
Ο Ντρέηκ καθόταν σαν καρφωμένος στη θέση του. Η απειλή του πατέρα του δεν του είχε διαφύγει. Ο Σεργκέι Πέτρογκραντ ήταν άνθρωπος που πάντα κρατούσε το λόγο του και χειρότερα. Η κάθε λέξη που του είχε πει ήταν και ένα καρφί στο φέρετρο του και αυτά της οικογένειας του, που τώρα κρατούνταν όμηροι. Δε μπορούσε να βοηθήσει πια τον συνάδελφο του, ότι και αν είχε πάθει και εξαφανίστηκε – αλλά έπρεπε να κάνει κάτι για την οικογένεια του και γρήγορα. Είχε ένα σχέδιο.
Μόλις είχε σιγουρευτεί πως δεν τον παρακολουθούσε κανείς, σηκώθηκε και πήρε το πρώτο ταξί στο εργοστάσιο της εταιρίας Φαρμακοειδή Μάω, όπου ο πατέρας του προμηθευόταν το φάρμακο για την καρδιακή του νόσο, για να εκτελέσει το σχέδιο του.
Ακόμα και πριν ο πατέρας του είχε πάρει ομήρους την οικογένεια του για να τον αναγκάσει να συνεργαστεί, ο Κόουλ ετοίμαζε το δικό του σχέδιο αντίστασης ενάντια του ανθρώπου που τον τρομοκρατούσε μια ζωή, ώστε να βρει επιτέλους λύτρωση από αυτόν τον εφιάλτη. Αφότου είχε παραιτηθεί από την δουλειά του σαν καθηγητής στο πανεπιστήμιο όπου δούλευε με τον Άλαν, είχε βρει μια νέα θέση εργασίας σαν αναπληρωτής διευθυντής εργαστηρίου στη εταιρία Μάω με ένα ψευδώνυμο, ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στα φάρμακα του πατέρα του.
Προσεχτικός ώστε να μην το δει κανείς, ο Ντρέηκ μπήκε στην αποθήκη, όπου οι παραγγελίες πελατών βρίσκονταν πακεταρισμένες, περιμένοντας μεταφορά. Ψάχνοντας ανάμεσα στα κιβώτια, βρήκε αυτό που έψαχνε: κάτι που έμοιαζε με ένα συσκευασμένο κουτάκι με χάπια αδρεναλίνης για την καταπολέμηση καρδιακής ανεπάρκειας. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτά τα συγκεκριμένα χάπια είχαν πειραχτεί κατά τη διάρκεια της παραγωγής τους από το επαγγελματικό χέρι του Ντρέηκ, ώστε αντί να αντιστρέφουν τα συμπτώματα μιας ελαττωματικής καρδιάς, τα χειροτέρευαν. Με άλλα λόγια, ο Ντρέηκ είχε ετοιμάσει μια παγίδα-θανάτου, που θα έστελνε δώρο στον ανυποψίαστο πατέρα του.
Παίρνοντας το πακέτο-έκπληξη, έτρεξε στο σημείο φόρτωσης στην άκρη της αποθήκης. Ψάχνοντας ανάμεσα στα πακέτα με τις παραγγελίες, βρήκε εκείνο με το όνομα 'Μπάξτον'. Τη στιγμή που καμία από τις κάμερες ασφαλείας δεν ήταν στραμμένες προς το μέρος του, άρπαξε το πακέτο, ταμπουρώθηκε μέσα στην τουαλέτα της αποθήκης, και στρώθηκε στη δουλειά.
Ανοίγοντας τον φάκελο, προσέχοντας μην σκίσει τίποτα και αφήσει ίχνη ότι κάποιος το είχε πειράξει, αντικατέστησε το αληθινό φάρμακο με το ψεύτικο, στήνοντας την παγίδα του, η οποία, με λίγη τύχη, θα ξέκανε σύντομα τον πατέρα του μια και καλή. Το αληθινό φάρμακο το άδειασε μέσα στην τουαλέτα, ξεφορτώνοντας κάθε ίχνος της δουλειάς του.
Όλα έτοιμα, ο Ντρέηκ αναχώρησε για το κρησφύγετο του έξω από την πόλη, όπου θα ήταν ασφαλής μέχρι να μάθει ότι το κόλπο του είχε πιάσει. Αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Εάν κάτι πήγαινε στραβά, θα έσκαβε τον ίδιο του τον τάφο στη συνέχεια…
11 Μαρτίου 2791, Σάντλεφορντ
Μόλις ο Άλαν είχε τελειώσει να λέει στους δύο συντρόφους του για την μικρή περιπέτεια του με τα κουνέλια το περασμένο βράδυ, οι τρεις τους κάθισαν να αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους. Τι να κάνουν τώρα; Να ακολουθήσουν το αρχικό τους σχέδιο και να μείνουν ακριβώς εκεί που ήταν, ελπίζοντας να τους βρει κάποιος; Η ήταν πια καιρός να αρχίσουν να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες για ένα πιθανότατα μεγάλο ταξίδι μέσα στην καρδιά αυτού τον περίεργου νέου κόσμου;
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή,» είπε ο Άλαν, «Μετά από όσα μου συνέβησαν χθες βράδυ, βάζω στοίχημα και τη τελευταία μου λύρα πως δεν έρχεται κανείς. Πρέπει να ομαδοποιηθούμε με αυτά τα κουνέλια και ίσως, κάποια στιγμή, η τύχη θα μας παρουσιάσει κάποιον τρόπο να γυρίσουμε πίσω. Εκτός και αν κάποιος έχει να προτείνει καμιά καλύτερη λύση;» Παρόλο που οι σύντροφοι του εξακολουθούσαν να είναι σκεπτική κατά πόσα αυτά που τους έλεγε αλήθευαν, τελικά συμφώνησαν, και οι τρεις τους στρώθηκαν στη δουλειά.
Πέρασαν το υπόλοιπο πρωί μαζεύοντας ότι χρήσιμο μπορούσαν να βρουν από το αεροπλάνο, ετοιμάζοντας για αναχώρηση. Δεν τους πήρε πολύ ώρα να αντιληφθούν πόσο απροετοίμαστοι είχαν έρθει. Καθώς τους έλειπαν σχεδόν τα πάντα από τα άκρως απαραίτητα για αυτό το άγριο περιβάλλον, σαν ναυαγοί, έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν με ότι είχαν διαθέσιμο. Και η γνώση του Άλαν σε διαδικασίες επιβίωσης, τις οποίες είχε μάθει στους Πεζοναύτες, ήταν ο πιο πολύτιμος πόρος τους για να τα βγάλουν πέρα.
Χρησιμοποιώντας το ταξιδιωτικό γιλέκο του με τις πολλές τσέπες, ο Άλαν κουβαλούσε πάνω του το μαχαίρι του, έναν από τους φακούς, τα σπίρτα του, τη φωτογραφική του, το σημειωματάριο και το μολύβι του, αυτοσχεδιάζοντας ένα πλήρες φορητό κιτ επιβίωσης. Η άδεια τσάντα του κατεστραμμένου υπολογιστή του Ντέρεκ περιείχε το φαρμακείο και το θέρμος του, το οποίο θα ήταν το παγούρι τους για το ταξίδι. Η τσάντα του Ρόμπινς περιείχε τις προμήθειες τους: Δέκα μερίδες από μανιτάρια, βατόμουρα και άλλους καρπούς, τυλιγμένα σε χάρτινα σακουλάκια που είχαν βρει στις θήκες των καθισμάτων, αρκετά να τους φτάσουν τρεις μέρες. Επίσης, κουβαλούσε τον δεύτερο φακό και, χωρίς να το γνωρίζουν οι σύντροφοι του, το κινητό με το πολύτιμο κρυφό κασετοφωνάκι-κοριό του, το οποίο θα χρησιμοποιούσε σαν ακουστικό ημερολόγιο.
Τα θερμικά μπουφάν πτήσης τους, παρόλο που ήταν πολύ ζεστά να φορεθούν σε τόσο ζεστό κλίμα, τα είχαν τυλίξει σε ένα δέμα με ένα πλαστικό σκοινί μεγάλης ανθεκτικότητας το οποίο είχαν βρει στο ντουλαπάκι των αποσκευών, το οποίο αποτελούσε κομμάτι ενός βιντσιού για ρυμούλκηση ανεμόπτερων. Αυτά θα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σύμφωνα με τις περιστάσεις. Η πυξίδα που είχαν ξηλώσει από το πίνακα ελέγχου του πιλότου ήταν το ένα και μοναδικό όργανο τους για πλοήγηση.
Χρησιμοποιώντας το μαχαίρι του, ο Άλαν τους είχε φτιάξει και τρία δόρατα με μυτερές άκρες, σε περίπτωση που συναντούσαν τίποτα κινδύνους εκεί έξω, όπως εκείνη η αλεπού, καθώς δεν είχαν κανένα είδους όπλου. Η σωστική σχεδία και οι φιάλες οξυγόνου, τα οποία είχε φυλάξει ο Άλαν για οποιοδήποτε ενδεχόμενο, αποτελούσαν το τελευταίο μέρος του εξοπλισμού τους.
Υπήρχαν ακόμη ορισμένα αντικείμενα που απέμεναν μέσα στο αεροπλάνο, τα οποία όμως τους δεν θα τους χρησίμευαν σε τίποτα. Τα σωσίβια ήταν άχρηστα στην ξηρά, καθώς και οι πιλοτικοί χάρτες και τα εγχειρίδια πτήσης. Μέχρι το μεσημέρι, ήταν έτοιμοι.
Όχι πολύ μακριά, πίσω στον κουνελότοπο, δυο κουνέλια της Άουσλα είχαν φτάσει με μια επείγουσα αναφορά για τον Αρχικούνελο τους, «Μα, σας το λέμε, κύριε, οι πάροικοι σχεδιάζουν μια συνομωσία με έναν άνθρωπο που μπορεί και μιλάει. Τα ακούσαμε όλα με τα ίδια μας τα αυτιά. Έχουν μια κρυφή συνάντηση απόψε, έξω από τον κουνελότοπο. Και αυτός ο ταραχοποιός, ο Ασημής, είναι μαζί τους!» Ο γέρο-Θρέρα κοίταξε κατάπληκτος τους δύο δόκιμους αξιωματικούς.
«Συνομωσία με ανθρώπους είπες, Φρύνε;» ρώτησε, «Πολύ ενδιαφέρον. Και περί τι είδους συνομωσίας πρόκειται ακριβώς;» Ο Θρέρα ήταν ένας ηλικιωμένος κούνελος με γκρίζα γούνα και μουστάκια, κυριολεκτικά αρχαίος από τη γηρατειά, σχεδόν τυφλός από καταρράκτες και στα δύο του μάτια, και φαφούτης. Παρόλη τη γηρατειά του όμως, είχε την εμφάνιση ενός κάποτε δυνατού κουνελιού. Ο Φρύνος συμμαζεύτηκε από την προσεκτική έκφραση που του έδινε ο Αρχικούνελος του, αλλά δεν δείλιασε. Αυτή ήταν η στιγμή της δόξας του και δεν θα άφηνε ένα λάθος εκ μέρους του να του τα κάνει χαλάστρα τώρα.
«Δεν… δεν γνωρίζουμε ακριβώς, κύριε. Πιστεύαμε πως ήταν συνετό να έρθουμε σε σας αμέσως, για να αποφασίσετε τα σωστά μέτρα.» Ο Θρέρα σχεδόν χαμογέλασε με τα γλυκόλογα του Θρήνου. Αυτός ο νεαρός δόκιμος είχε δράσει σωστά: αντί να επέμβει απευθείας, το οποίο θα προκαλούσε έντονη διαμαρτυρία από τους υπόλοιπους πάροικους, και ίσως να έφερνε τον Θρέρα σε δύσκολη θέση εάν δεν μπορούσαν να τους ενοχοποιήσουν, το είχε χειριστεί διακριτικά, αφήνοντας το να το χειριστούν τα σωστά κουνέλια. Ένα άριστο παράδειγμα στρατιώτη, με καλή πρωτοβουλία και αφοσίωση για το καλό της ιεραρχίας την οποία αντιπροσώπευε, σκέφτηκε ο Αρχικούνελος με περηφάνια, χωρίς να καταλαβαίνει ότι ο Θρήνος και ο Αστεροκέφαλος ήθελαν μπελάδες.
«Μπράβο σου, Υπαξιωματικέ Φρύνε. Όντως, αυτή η κατάσταση απαιτεί την δεξιότητα του σωστό προσώπου. Λοχαγέ Πουρνάρη!» φώναξε σε ένα κατσούφικο κουνέλι με γκρίζο τρίχωμα που καθόταν έξω από το λαγούμι, παρέα με ένα άλλο μεγαλόσωμο κουνέλι με μια ξεχωριστή τούφα τρίχωμα στο κεφάλι του σαν περούκα. Ο Λοχαγός Πουρνάρης ήρθε και στάθηκε προσοχή μπροστά στον αρχηγό του.
«Μάλιστα, κύριε;»
«Θέλω να ετοιμάσεις μια μονάδα και να πάτε να ερευνήσετε τι συμβαίνει. Ακολουθήστε αυτούς τους πάροικους όπου και αν πηγαίνουν, αλλά μην επέμβετε μέχρι να ξέρετε ακριβώς περί τινός πρόκειται αυτή η συνομωσία, καθώς και τα ονόματα όλων όσων εμπλέκονται σε αυτή. Και εάν δείτε αυτόν τον 'άνθρωπο που μιλάει', πιάστε τον και φέρτε τον σε εμένα ζωντανό. Εμπρός!» Ο Πουρνάρης έφυγε να μαζέψει τη λεγεώνα του για την αποστολή τους.
Το μεγαλόσωμο κουνέλι που μιλούσε με τον Λοχαγό Πουρνάρη, ο Θλέιλι – γνωστός ανάμεσα στους φίλους του ως Περούκας – είχε μείνει μόνος του, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα από αυτά που είχε μόλις ακούσει.
Παρότι δεν ήξερε τους πάροικους πολύ καλά, από την άλλη, καθώς ήταν ένας σχετικά περιφρονημένος αξιωματικός λόγω της πάροικης συγγένειας του, γνώριζε πολύ καλά πως οι συνάδελφοι του προκαλούσαν προβλήματα για τους πάροικους χωρίς λόγο. Παρόλο που, εάν ήταν στη θέση του Θρέρα, θα είχε απορρίψει την ιστορία του Φρύνου ως μια φάρσα, από την άλλη, τον έτρωγε η περιέργεια, τι μπορεί να σκάρωναν οι πάροικοι; Σίγουρα δεν έκρυβαν έναν άνθρωπο;
Όλοι γνώριζαν πως οι άνθρωποι ήταν επικίνδυνα, άγρια κτήνη που δεν είχαν καμιά θέση ανάμεσα σε φιλήσυχα κουνέλια. Ως στρατιώτης, ο Περούκας είχε την κακοτυχία να δει την βαρβαρότητα των ανθρώπων από κοντά, έχοντας χάσει πολλούς συμπατριώτες στα χέρια του άρχων-ελίλ, όπως τους αποκαλούσαν. Αυτό και μόνο του αρκούσε να πάρει την πιθανότητα ότι κυκλοφορούσε ένας άνθρωπος εκεί έξω πολύ σοβαρά. Αλλά, έναν ήμερο, ομιλούντα άνθρωπο; Ανοησίες, σίγουρα! 'Η όχι;
Τελικά, κουρασμένος με τις εικασίες του, ο Περούκας πήρε την απόφαση του. Έχοντας το νου του μην το δει κανείς, έφυγε αθόρυβα από το λαγούμι, πηγαίνοντας προς τη γειτονιά των πάροικων να μάθει την αλήθεια προτού ο Πουρνάρης και οι μπράβοι του κατέφθαναν να κάνουν συλλήψεις, βάση στα λόγια εκείνων των δυο ηλίθιων παραμυθάδων.
Πίσω στο λαγούμι του, ο Αρχικούνελος του Σάντλεφορντ καθόταν στην αχυρένια φωλιά του, νιώθοντας πολύ ανήσυχος. Ο Θρέρα ήταν Αρχικούνελος του κουνελότοπου σχεδόν όλη του τη ζωή. Ένας αφοσιωμένος ηγέτης, δεν είχε ούτε κουνέλα, ούτε μικρά, θεωρώντας το καθήκον του προς τον κουνελότοπο του τον κύριο σκοπό της ζωής του. Οι μόνοι συγγενείς του ήταν τα παιδιά της μακαρίτισσας αδελφής του, της Φλέρθ, τα οποία είχε υιοθετήσει μετά το θάνατο της μητέρας τους από την πανούκλα Λευκής Τύφλωσης που είχε χτυπήσει την περιοχή τους πριν πολλά χρόνια.
Κάποιοι επιζώντες από την Θηνιά είχαν έρθει στο Σάντλεφορντ, ζητώντας άσυλο, αλλά φέρνοντας τη Λευκή Τύφλωση μαζί τους. Σύντομα, ο κουνελότοπος του ήταν επίσης στα πρόθυρα του αφανισμού. Χωρίς άλλες επιλογές, ο Θρέρα αναγκάστηκε να δώσει την εντολή όλοι οι μολυσμένοι, είτε κούνελος, κουνέλα η μωρό, να διωχθούν δια της βίας από το Σάντλεφορντ, να απομακρύνει τον κίνδυνο. Ανάμεσα τους ήταν και η Φλέρθ, μεταξύ πολλών άλλων καλών κουνελιών, αφήνοντας τις διαλυμένες οικογένειες τους να αρχίσουν εκ νέου. Τα δυο κουνελάκια της, ο Ασημής και η Βιολέτα, είχαν μείνει στην φροντίδα του.
Παρά τις ελπίδες του να μεγαλώσει έναν άξιο διάδοχο (από τη Βιολέτα, μια ασήμαντη θηλύκια στον ανδροκρατούμενο κόσμο των κουνελιών, ήθελε μόνο να ζευγαρώσει με έναν άξιο μνηστήρα, να συνεχίσουν το οικογενειακό δέντρο), ήταν μάταιες. Ο Ασημής ήταν ένας υπέρβαρος, άχρηστος κούνελος, χωρίς πνεύμα ευθύνης ή πειθαρχίας και με το θράσος να κάνει φίλους ανάμεσα στους πάροικους. Η γελοία συμπεριφορά του συχνά τον έβαζε σε μπελάδες με τους ανωτέρους του, ντροπιάζοντας τον θείο του.
Ο Θρέρα είχε βρει για τον Ασημή μια θέση στην Άουσλα, ελπίζοντας να δει μια βελτίωση στον ανιψιό του, αλλά χωρίς επιτυχία. Ατζαμής και ανυπάκουος, αυτό το ντροπιαστικό πλάσμα που αποκαλούταν ανιψιός του πήγαινε κάθε μέρα από το άσχημο στο χειρότερο. Και αυτή τη φορά το είχε παρακάνει, συμμετέχοντας σε αυτή την συνομωσία. Ο Θρέρα ένιωσε το αίμα του να βράζει από τη σκέψη ότι ο ίδιος του ο ανιψιός τον είχε προδώσει για χάρη των ταραχοποιών φίλων του. Αλλά αυτό δεν ήταν σημαντικό αυτή την στιγμή.
Παρόλο που το να συναντήσει κάποιος έναν ομιλούντα άνθρωπο υποτίθεται ότι ήταν μόνο ένας μύθος, ο Θρέρα ήξερε ένα μυστικό το οποίο ελάχιστα κουνέλια γνώριζαν: ένα αρχαίο μυστικό των προγόνων του, που περνούσε από γενεά σε γενεά, το οποίο έλεγε για την ύπαρξη τέτοιων ανθρώπων στο μακρινό παρελθόν, καθώς και για μια προφητεία πως κάποια μέρα αυτοί οι άνθρωποι θα επέστρεφαν και θα καταλάμβαναν τον κόσμο με τις απόκοσμες δυνάμεις τους. Ο Θρέρα ένιωθε ανόητος που είχε εμπιστευτεί στον Ασημή το μυστικό της προφητείας. Ο ανόητος ανιψιός του δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης.
«Ο Φρίθ να μας φυλάει εάν ο θρύλος του Αγγελιοφόρου του Πρίγκιπα του Ουράνιου Τόξου έχει γίνει πραγματικότητα,» ο γέρο Αρχικούνελος μουρμούρισε, βυθισμένος στις ανησυχητικές σκέψεις του.
Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης βρίσκονταν έξω στο απογευματινό τους σίλφ, περιμένοντας μέχρι το ηλιοβασίλεμα, για να ξεγλιστρήσουν από τον κουνελότοπο απαρατήρητοι, και να συναντήσουν τον Άλαν. Ο Ασημής, ο οποίος ήταν εκτός υπηρεσίας εκείνο το βράδυ, βρισκόταν επίσης εκεί, να τους βοηθήσει να περάσουν τους φρουρούς που έκαναν περιπολία στην άκρη του κουνελότοπου τη νύχτα, χωρίς να ξέρει ότι ο θείος είχε διατάξει να παρακολουθούν τη κάθε κίνηση του. Μια περίπολος τον είχε ακολουθήσει τη στιγμή που είχε φύγει από το λαγούμι του προ ολίγου και τους παρακολουθούσαν από τους θάμνους εκεί κοντά!
Ο Φουντούκης μασουλούσε μια πασχαλίτσα όταν ξαφνικά άκουσε τον Πενταράκι να βογκεί από κάποιο αόρατο τρόμο. Γυρίζοντας προς τον αδελφό του, τον είδε να κοιτάζει έξω προς το λιβάδι, τρέμοντας ολόκληρος από κάποιο όραμα το οποίο του είχε εμφανιστεί στο μυαλό. Κανονικά, οποιοσδήποτε θα είχε φρικάρει να δει το νεαρό κουνέλι έτσι, με τα μάτια του γουρλωμένα στο σημείο που έμοιαζαν μεγαλύτερα από το κεφάλι του, να μοιάζει σαν να τα' χει χάσει εντελώς. Αλλά ο Φουντούκης είχε παρατηρήσει αυτή την αλλόκοτη συμπεριφορά στον αδελφό του πολλές φορές, από τότε που ήταν κουνελάκι. Ήταν μια διαίσθηση για κάποιο κίνδυνο που ερχόταν προς το μέρος τους.
«Πενταράκι, τι συμβαίνει; Τι τρέχει;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας έξω στο λιβάδι για κανένα ίχνος κινδύνου, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκτός από το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος πάνω από τις κορυφές των δέντρων, όπου βρισκόταν ο κουνελότοπος.
«Έρχεται,» μουρμούρισε ο Πενταράκης, ξαναβρίσκοντας τα λογικά του, «Φουντούκη, είδα κάτι να πέφτει από τον ουρανό. Τότε όλος ο αγρός ήταν μέσα στα αίματα, το δάσος να φλέγεται, με το βουητό όλων αυτών που πέθαιναν… Κάτι έρχεται από τον ουρανό, να καταστρέψει τον κουνελότοπο…!»
Ο Φουντούκης ένιωσε το αίμα του να παγώνει, καθώς κατάλαβε το σήμαινε αυτό, «Αυτός ο μυστηριώδης άνθρωπος μας έλεγε την αλήθεια,» σκέφτηκε, «Όλα συμβαίνουν ακριβώς όπως μας το είπε. Πρέπει να του το πούμε αμέσως.» Σαν να είχε σειρά, ο Πενταράκης γύρισε πανικόβλητος στον αδελφό του.
«Πρέπει να φύγουμε από δω πέρα αμέσως, Φουντούκη, όλοι μας. Ο Άλαν είχε δίκιο. Έρχεται μια καταστροφή στη φωλιά μας!»
Μέχρι τότε, οι άλλοι, ακούγοντας τα κλαψουρίσματα του Πενταράκη, είχαν μαζευτεί τριγύρω. «Τι συμβαίνει μαζί του, Φουντούκη; Και άλλο από αυτά τα χαζά όνειρα του;» ρώτησε ο Ραδίκης, πάντα ο σαρκαστής της παρέας, παραπονιάρης, και γενικά με ελάχιστη υπομονή – ειδικά προς τον Πενταράκη και τα οράματα του, που σήμαιναν μπελάδες.
«Τι εννοούσε, ο Άλαν είχε δίκιο;» ρώτησε ο Πικραλίδας, «Έχει τίποτα να κάνει με εκείνον τον μυστηριώδη ομιλούντα άνθρωπο που συνάντησες…;» Ο Φουντούκης, έχοντας πιαστεί στα πράσα όταν είχε υποσχεθεί να μην αποκαλύψει το μυστικό του Άλαν, ότι γνώριζε το μέλλον τους, πήγε να εξηγηθεί, όταν μια βαθιά φωνή από τους απόσπασε την προσοχή.
'Ποιον συνάντησες, Φουντούκή;» Όλοι τους αναπήδησαν από την έκπληξη καθώς ο Περούκας εμφανίστηκε από τους θάμνους, κοιτάζοντας τους καχύποπτα. Παρόλο που δεν ήταν ένας κολλητός του Φουντούκη, όπως ο Ασημής, τα δυο αδέλφια τον συμπαθούσαν περισσότερο από τους υπόλοιπους αξιωματικούς της Άουσλα, για το λόγο ότι έδειχνε μεγαλύτερη συμπάθεια προς τους πάροικους, σε αντίθεση με τους περισσότερους νταήδες συναδέλφους του.
«Τι κάνεις εδώ πέρα, Θλέιλι;» ρώτησε ο Φουντούκης, ανησυχώντας για το πόσα είχε κρυφακούσει ο Περούκας και τι θα τους έκανε τώρα. Παρόλο που ήταν πιο φιλικός σε σύγκριση με της υπόλοιπη συντηρητική Άουσλα, εξακολουθούσε να είναι αξιωματικός, που σεβόταν τον νόμο και δεν ανεχόταν παραβιάσεις του κανονισμού. Μήπως θα τους κατήγγειλε;
Ο μεγαλόσωμος βετεράνος κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο Φουντούκη, η έκφραση του αυστηρή, «Φουντούκη, δεν έχω όρεξη να ακούσω δικαιολογίες. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει εδώ πέρα και θέλω να μάθω τώρα αμέσως. Όλη η Άουσλα λέει ότι βρήκες κάποιον ομιλούντα άνθρωπο τον οποίο κρύβεις από τον Θρέρα. Θέλω μια εξήγηση. Λοιπόν, μίλα!»
«Περούκα, μάλλον κάνεις κάποιο λάθος…» διαμαρτυρήθηκε ο Ραδίκης, αλλά ο Περούκας το διέκοψε με ένα αυστηρό βράχνιασμα, κάνοντας τον να σωπάσει στη στιγμή. Από όλο το Σάντλεφορντ, δεν είχε την παραμικρή υπομονή για τον σαρκασμό του Ραδίκη, «Σκάσε, εσύ! Μπορείς να μας πεις τις αηδίες σου αργότερα.» Γύρισε πίσω στον Φουντούκη, μιλώντας με μια πιο ήπια φωνή.
«Άκου δω, Φουντούκη, δεν θέλω να πρέπει να σε συλλάβω. Σαν φίλος, σε συμβουλεύω να μου πεις την αλήθεια όσο είναι ακόμη καιρός. Για να ξέρεις, ο Θρέρα σας μυρίστηκε και σας έχει όλους υπό παρακολούθηση. Θα συλλάβουν οποιονδήποτε τσακώσουν, και εσύ μαζί, Ασημή!» είπε, κοιτάζοντας με προειδοποιητικό βλέμμα τον συνάδελφο του, του οποίου πάγωσε το αίμα, καταλαβαίνοντας ότι τα είχαν κάνει μούσκεμα, «Τώρα, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο ξένος που θα συναντούσατε στα κρυφά;»
Καταλαβαίνοντας ότι δεν ήταν σε θέση να τσακωθούν, γιατί θα τους έπαιρναν όλους υπό κράτηση εκείνη τη στιγμή, Ο Φουντούκης υποχώρησε και εξήγησε στον Περούκα όλα όσα είχε πει και στους φίλους τους. Επίσης, για να του δώσει να καταλάβει γιατί το κράτησαν μυστικό, του αποκάλυψε το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος με κάποιον τρόπο γνώριζε το μέλλον τους, και την σωστή πρόβλεψη του για το όραμα του Πενταράκη.
Μόλις είχε τελειώσει, όλοι κάθονταν μαρμαρωμένοι από την έκπληξη από αυτή τη νέα πληροφορία («Α, ο φανταστικός άνθρωπος-θαύμα σου είναι και προφήτης τώρα!» μουρμούρισε σαρκαστικά ο Ραδίκης). Ο Περούκας τον κοίταξε με δυσπιστία, «Αυτή είναι μια τρελή ιστορία που μου λες, Φουντούκη. Μου λες ότι υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί έξω, που μιλάει και σκέφτεται σαν κουνέλι, και ξέρει το πεπρωμένο μας; Που ακούστηκε αυτή η τρέλα;»
«Σου ορκίζομαι στο όνομα Του παντοδύναμου Φρίθ, είναι η αλήθεια. Αυτός ο… άνθρωπος-θεός, η οτιδήποτε και αν είναι, γνωρίζει πράγματα μόνο ο ίδιος ο Φρίθ θα μπορούσε να ξέρει. Και νομίζω πως πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά.» Παρόλο που ο Περούκας δεν ήταν τύπος να αγνοήσει μια προειδοποίηση για κίνδυνο, ούτε ήξερε τον Φουντούκη να είναι ψεύτης, εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες, πέρα από τις καχυποψίες του.
«Και πως ξέρουμε ότι δεν προσπαθεί να διεισδύσει στη φωλιά μας; Από αυτά που μου λες, δεν ξέρουμε τι είναι ικανός να κάνει. Μπορεί να είναι ένας εχθρός που προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου…»
«Ίσως, αλλά αυτό δεν εξηγεί πως γίνεται να ήξερε για το όραμα του Πενταράκη. Όλα για όσα μας προειδοποίησε φαίνονται να εξελίσσονται ακριβώς όπως μας τα είπε. Μήπως όντως βρισκόμαστε σε κίνδυνο…;» Ο Περούκας δεν ήξερε τι να πει. Δεν πίστευε και πολύ στα οράματα του Πενταράκη, και πολύ λιγότερο την ιδέα ότι ένας προστάτης-άγγελος άγγελος είχε έρθει από το πουθενά να τους προειδοποιήσει για ένα επικείμενο κακό, αλλά κατάλαβε πως ο Φουντούκης είχε δίκιο. Κανένας συνετός στρατιώτης δεν μπορούσε να μην δώσει σημασία σε κάτι τέτοιο.
«Εντάξει, με έπεισες,» είπε τελικά, «Λοιπόν, τι ακριβώς σκοπεύεις να κάνεις τώρα; Ο Θρέρα αποκλείεται να πιστέψει μια τέτοια ιστορία, ούτε να ανεχτεί έναν άνθρωπο μέσα στον κουνελότοπο, ασυνήθιστος ή όχι. Σκοπεύει μόνο να τον πιάσει και να τον ξεφορτωθεί ωραία και γρήγορα. Τον νοιάζει μόνο να μην συμβεί κανένα επεισόδιο πανικού με αυτή την ιστορία. Αν προσπαθήσεις να του πεις ότι μου είπες, θα σε πει τρελό ή ψεύτη, και ίσως να σε συλλάβει για προδοσία…!»
«Το καταλαβαίνω, Περούκα, αλλά δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε άλλο,' πρόσθεσε ο Ασημής, υπερασπίζοντας τη γνώμη του Φουντούκη, «Εάν η προειδοποίηση αυτού του ανθρώπου αποδεδειχθεί σωστή, τότε μπορεί οι ζωές όλων μας να είναι σε κίνδυνο. Ξέρω ότι δεν εμπιστεύεσαι τους ξένους – δεν είμαι καν σίγουρος εάν θα έπρεπε να τον εμπιστευθούμε καθόλου – αλλά πρέπει να τον βρούμε, να μάθουμε ακριβώς τι ξέρει και πως.»
Τελικά, ο Περούκας υποχώρησε, «Καλώς, δεν θα σας εμποδίσω. Αλλά, μόνο υπό έναν όρο: Θα έρθω και εγώ μαζί σας, για δω από κοντά αυτόν τον ξένο. Και εάν αυτός ο άνθρωπος δώσει την παραμικρή αφορμή ότι είναι εχθρικός, θα πρέπει να τον κανονίσω εκεί και τότε. Κανείς σας δεν θα με εμποδίσει. Είμαστε σύμφωνοι;»
Ο Φουντούκης φυσικά θα προτιμούσε να μην ερχόταν ο Περούκας μαζί τους, ξέροντας πόσο άγριος μπορούσε να γίνει με του ψιλοπήδημα, αλλά ήταν προτιμότερο από το να τους συλλάβει. Παρανομούσε για χάρη τους και τουλάχιστον, μπορούσαν να του κάνουν αυτή τη χάρη.
«Εντάξει, αλλά μην αφήσεις τα πολεμικά σου ένστικτα να σε παρασύρουν. Εγώ ήδη παραλίγο να τον σκοτώσω όταν διακινδύνευε να σώσει τη ζωή του αδελφού μου. Το τελευταίο που μας χρειάζεται είναι να επαναληφτεί το ίδιο λάθος.»
Με τον Περούκα τώρα στην παρέα, οι πάροικοι ξεκίνησαν προς το δάσος, ακολουθώντας τα ίχνη του Άλαν, χωρίς όμως να ξέρουν ότι ο Λοχαγός Πουρνάρης και η Άουσλα του τους ακολουθούσαν από πίσω, δίνοντας μεγάλη προσοχή να μην τους δουν ή να τους ακούσουν.
Σημείωση από τον συγγραφέα: Παρακαλώ αφήστε και κανένα σχόλιο. Τα σχόλια είναι μια πολύτιμη πηγή έμπνευσης και βοήθειας για όλη αυτή τη δουλειά.
