28η Δεκεμβρίου 2012, 11:30 πμ
Ο Σταν Χάλλοους, βοηθός ασυρματιστής της Αερολέσχης Σατς και Μάρτιν, χτύπησε την πόρτα του γραφείου του αφεντικού του και πέρασε μέσα. Ο Τομ Σέλτον τον κοίταξε πίσω από το γραφείο του με σταυρωμένα χέρια.
«Λοιπόν;»
«Η Βάση Γκρίνχαμ επιβεβαίωσε πως το σωστικό ελικόπτερο χάθηκε από τα ραντάρ τους. Πάλι, ούτε εστάλει σήμα κινδύνου, ούτε βρέθηκαν συντρίμμια… Όχι πως θα μας ωφελήσει σε τίποτα αυτή η δεύτερη εξαφάνιση. Εάν οι οικογένειες αυτών των φουκαράδων αποφασίσουν να μας κάνουν μήνυση, καταστραφήκαμε…» Προς μεγάλη έκπληξη του Χάλλοους, το αφεντικό του, ο οποίος σύντομα θα είχε να κάνει με αγωγές για τους τέσσερις θανάτους, δεν φαινόταν το ελάχιστο ενοχλημένος, μονάχα σκεπτικός. Γιατί δεν τον προβλημάτιζε το γεγονός πως οι καριέρες τους βρίσκονταν κυριολεκτικά στα πρόθυρα της καταστροφής;
«Τα πάντα με τη σειρά τους, Σταν,» του απάντησε, δίνοντας του ένα ντοσιέ που περιείχε τις φόρμες που είχαν υπογράψει ο Άλαν, ο Ντέρεκ και ο Χούλιο (η φόρμα του Ρόμπινς βρισκόταν κομματάκια στο καλάθι των αχρήστων κάτω από το γραφείο του), καθώς και τα αρχεία συντήρησης του Τσέσνα, «Πήγαινε τα αυτά κάτω στο Τμήμα. Ο σερίφης μπορεί να αναλάβει την υπόλοιπη γραφειοκρατία. Και μην ξεχάσεις να συμπεριλάβεις και τα αρχεία αναβάθμισης της μηχανής του αεροπλάνου – το τελευταίο πράμα που χρειάζομαι αυτή την στιγμή είναι να μου φορτώσουν την ευθύνη για το ατύχημα λόγω κακής συντήρησης του αεροσκάφους.»
Μόλις ο Χάλλοους είχε φύγει, ο Σέλτον κάλεσε τον κρυφό αριθμό του πάλι, «Το αδιανόητο έχει συμβεί, Σεργκέι. Όχι μόνο δεν βρέθηκε το Τσέσνα, αλλά τώρα και το σωστικό ελικόπτερο έχει χαθεί από προσώπου γης, προφανώς από την ίδια αιτία.» Ο Σέργκει δεν απάντησε, προφανώς παραξενεμένος από αυτή τη δεύτερη μυστηριώδης εξαφάνιση όσο και ο Σέλτον. Αυτό δεν έμοιαζε πια σαν κάτι που να είχε σκαρφιστεί ο προδότης ο γιός του για να τους παραπλανήσει, όπως νόμιζε.
«Κοίτα όμως και τη θετική πλευρά,» συνέχισε ο Σέλτον, «Τώρα που χάθηκε και το ελικόπτερο, μάλλον θα ματαιώσουν την έρευνα. Η Αεροπορία έχει ήδη απαγορεύσει όλη την εναέρια κυκλοφορία πάνω από το Νιου Φόρεστ μέχρι νεοτέρας. Πολλοί πιστεύουν ότι έφταιγαν παρεμβολές από τη ραδιενέργεια στην περιοχή, άλλοι το έχουν χάψει, και έχουν φορτώσει το φταίξιμο στον Τζόνσον, βάση του ιστορικού του περί… ψυχικής αστάθειας…» Χασκογέλασε ψυχρά.
Ο Σεργκέι, καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα, και ικανοποιημένος ότι τουλάχιστον θα την έβγαζαν καθαρή, απάντησε, «Κατάλαβα. Σε αυτή την περίπτωση, προς το παρόν, μπορούμε να υποθέσουμε πως τα χειρότερα έχουν περάσει. Τι είπες στην αστυνομία όταν σε ανέκριναν;»
«Ο Τζόνσον και ο Σω βρίσκονταν σε μια πτήση αναψυχής και τους συνέβη ένα απρόοπτο ατύχημα. Ο άνθρωπος σου δεν βρισκόταν ποτέ σε αυτή την πτήση, ούτε και είχε την παραμικρή σχέση μαζί τους.»
«Έξοχα. Τώρα που έληξε αυτό το συμβάν, η Επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος μπορεί επιτέλους να προχωρήσει σύμφωνα με το πρόγραμμα. Έχω ήδη κάνει προετοιμασίες για τις κηδείες του Τζόνσον και του Σω, για να επιταχύνω το κλείσιμο της υπόθεσης. Καλή δουλειά, κ. Σέλτον.»
Ο Σέλτον κατέβασε το ακουστικό, νιώθοντας σαν πιτσιρικάς σε παγωτατζίδικο, ονειροπολώντας για το εξαψήφιο ποσό το οποίο θα έπαιρνε σύντομα. Το έγκλημα όντως ανταμείβεται, σκέφτηκε. Σύντομα, τα χρέη του θα αποτελούσαν πια παρελθόν. Θα πουλούσε αυτή την άχρηστη αερολέσχη του και θα μετακόμιζε αλλού, να ανοίξει μια νέα επιχείρηση, ίσως και τη δικιά του αερογραμμή…
Τρεις μέρες αργότερα…
Τρεις τάφοι είχαν σκαφτεί στο Κοιμητήριο του Νιούταουν Κόμον, έτοιμοι να δεχτούν τρεις νέους κάτοικους στην τελευταία τους κατοικία. Το παράξενο ήταν πως τα φέρετρα δεν περιείχαν σορούς, καθώς οι άνθρωποι για τους οποίους προορίζονταν δεν είχαν βρεθεί για ταφή. Σήμερα ήταν η κηδεία των Άλαν, Ντέρεκ και Ρόμπινς, τρία αγνοούμενα θύματα ενός αεροπορικού δυστυχήματος.
Όπως και ο Σέλτον είχε προβλέψει, η έρευνα είχε ματαιωθεί μετά την εξαφάνιση του ελικοπτέρου. Οι οχτώ αγνοούμενοι είχαν κηρυχτεί νεκροί, αναθέτοντας το θλιβερό καθήκον στις οικογένειες του να τους πενθήσουν – όμως, στην περίπτωση του Ντέρεκ και του Άλαν, που δεν είχαν ούτε φίλους, ούτε συγγενείς να τους πενθήσουν, ο Σεργκέι είχε αναλάβει τις κηδείες τους προσωπικά, όπως είχε κάνει και για τον Ρόμπινς, σαν μέρος του σχεδίου του. Αυτός και ο Σέλτον βρίσκονταν λίγο παραπέρα, όπου το φέρετρο του Ρόμπινς χαμηλωνόταν σε έναν τρίτο τάφο.
Σύντομα, η φτηνή, διπλή κηδεία είχε τελειώσει. Οι λίγοι πενθούντες που είχαν έρθει να πουν το στερνό αντίο στον Άλαν και τον Ντέρεκ, αποχώρισαν θλιμμένοι. Αφιερώνοντας ένα λεπτό σιγής και για τον δικό τους άνθρωπο, ο Σεργκέι και ο Σέλτον ακολούθησαν τους υπόλοιπους πενθούντες έξω.
«Λοιπόν, Τομ, επιτέλους μπορούμε να κλείσουμε την πόρτα σε αυτή την αναποδιά. Το εάν επρόκειτο για απλή σύμπτωση ή η μοίρα να μας χαμογελάει, δεν γνωρίζω, αλλά δεν έχει σημασία πια. Αυτό που έχει σημασία είναι πως τίποτα από τη δουλειά μας δεν βγήκε στη φόρα, και επιτέλους αυτή η παραβίαση στην ασφάλεια μας έχει περάσει.»
«Δεν μπορούσε να είναι καλύτερα, αφεντικό,» συμφώνησε ο Σέλτον, «Ο Τζόνσον και ο Σω δεν είχαν τίποτα συγγενείς, άρα δεν υπάρχει φόβος να έρθει κανείς να κάνει ερωτήσεις για αυτούς. Η συγγενείς του πιλότου τους βρίσκονται στην Ισπανία και δεν ξέρουν τίποτα για τον Τζόνσον. Ούτε και οι οικογένειες του Ταγματάρχη Μακιούχαν και του πληρώματος του. Και, υποθέτω πως τακτοποίησες τα πάντα για τον δικό σου άνθρωπο;»
«Ναι, αν και έπρεπε να χειριστώ τα ινία λίγο… ύπουλα σε αυτή την περίπτωση. Ένας άνθρωπος με διπλή ταυτότητα ξαφνικά να πεθαίνει στα αλήθεια είναι δύσκολο να κρατηθεί μυστικό,» απάντησε ο Σεργκέι, «Σύμφωνα με την αναφορά που διέρρευσα στις αρχές, σκοτώθηκε σε εκείνο το δυστύχημα με το λεωφορείο έξω από το Νιούμπερι την περασμένη εβδομάδα. Ποτέ δεν είχε καμιά επαφή με τον Τζόνσον ή τον Σω.»
«Τότε γιατί επέμενες να τον θάψουμε εδώ, δίπλα στους τάφους των ίδιων του των θυμάτων;» ρώτησε ο Σέλτον, «Δεν νομίζεις ότι μπορεί να φανεί λίγο ύποπτο…;»
«Έχω τους λόγους μου, και δεν σε αφορούν», τον διέκοψε αυστηρά ο Πέτρογκραντ, «Λοιπόν, έχουμε ακόμη πολύ ατελείωτη δουλειά. Ο Τζόνσον μπορεί να είναι νεκρός, αλλά ακόμη δεν έχει βρεθεί αυτό που θέλουμε – και μπορεί να καταλήξει σε λάθος χέρια. Θα στείλω άντρες στο Λονδίνο αύριο, να ψάξουν το σπίτι του, και του Σω. Θέλω να τους συνοδέψεις σε αυτή την αποστολή. Και μην εξαργυρώσεις την επιταγή μέχρι την επόμενη εβδομάδα, κατάλαβες;»
«Μάλιστα, αφεντικό.»
Ψάχνοντας μέσα στην τσέπη του για το καρνέ των επιταγών του, ο Σεργκέι θυμήθηκε πως το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Ο Σέλτον θα έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή μέχρι να επιστρέψουν στο αρχηγείο για να πάρει την αμοιβή του.
«Έλα, πάμε να πιούμε ένα σφηνάκι βότκα στην έπαυλη να το γιορτάσουμε. Θα σου δώσω και την επιταγή σου εκεί.» Καθώς έφυγαν από το νεκροταφείο, ο Σεργκέι γύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στους τρεις τάφους πίσω από την κλειστή πύλη. Χαμογέλασε ικανοποιημένος, σκεπτόντας κάτι που ο ίδιος είχε κρύψει μέσα στα τρία άδεια φέρετρα, τώρα θαμμένα με ασφάλεια κάτω από τη γη. Αυτοί οι τάφοι θα εξυπηρετήσουν ένα σπουδαίο σκοπό, σκέφτηκε.
Νιώθοντας την καρδιά του να πάλλεται πολύ γρήγορα από την υπερένταση, έβγαλε το κουτί με το φάρμακο του και πήρε ένα χάπι, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν η δηλητηριασμένη παρτίδα που του είχε φυτέψει ο γιός του ο Κόουλ στην παραγγελία του. Γύρισε και ακολούθησε τον Σέλτον πίσω προς στο Νιούταουν, όπου τους περίμενε ο σοφέρ του με τη λιμουζίνα του να τους πάει πίσω στο Όβερτον.
Ξαφνικά, ο Σεργκέι έβγαλε μια κραυγή πόνου και έπεσε ανάσκελα στη μέση του δρόμου, κρατώντας το στήθος του. Το ελαττωματικό φάρμακο δρούσε στον οργανισμό του, προκαλώντας ξαφνική καρδιακή ανεπάρκεια. Ο Τομ Σέλτον, κατατρομαγμένος από το θέαμα, γονάτισε δίπλα στο αφεντικό του. Ο Ρώσος τρομοκράτης άφριζε στο στόμα, χλωμός σαν το γάλα, τα χείλη του πρησμένα. Ο Σέλτον πάγωσε, «Θεέ μου, όχι καρδιακή ανακοπή! Όχι τώρα!» Χωρίς να χάσει λεπτό, κάλεσε για βοήθεια στο κινητό του.
Δέκα λεπτά αργότερα, ένα ασθενοφόρο είχε φτάσει. Οι νοσοκόμοι έβαλαν τον αναίσθητο Σεργκέι σε ένα φορείο και τον ανέβασαν στο ασθενοφόρο. Τον πήγαν στο νοσοκομείο και τον έβαλαν στην εντατική, οι γιατροί δίνοντας μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή. Όμως, αυτή την φορά, ο Κόουλ Ντρέηκ είχε την εκδίκηση του στο χέρι.
Μια εβδομάδα αργότερα, ο Σέλτον ενημερώθηκε πως ο κρυφός εργοδότης του είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο του Αγίου Θωμά στο Λονδίνο – ειρωνικά, παίρνοντας μαζί του στον τάφο και τα λεφτά που του χρωστούσε. Ο θάνατος του Σεργκέι ήταν ένα μοιραίο χτύπημα για τη φράξια του, η οποία σύντομα κατέρρευσε οριστικά. Τα απομενόμουνα μέλη της, αφότου κατέστρεψαν κάθε στοιχείο που τους σύνδεε με την τρομοκρατική οργάνωση, ο καθένας πήρε το δρόμο του και διασκορπίστηκαν. Η Επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος ποτέ δεν εκτελέστηκε και σύντομα ξεχάστηκε κάτω από τη σκόνη της ιστορίας.
Ο Τομ Σέλτον, αφότου έχασε τη περιουσία των ονείρων του με τον απρόσμενο θάνατο του Σεργκέι, χρεοκόπησε, και τελικά πέθανε πάμφτωχος. Ο Αστυνομικός Διοικητής Σβέν Σερτόκ, το δεξί χέρι του Σεργκέι και δοσίλογος για το Ερυθρό Χέρι, παράτησε την παρανομία και συνέχισε την καριέρα του στις Βασιλικές Ένοπλες Δυνάμεις. Ο Δρ Ντρέηκ, τώρα πια ελεύθερος από τη σκιά του πατέρα του, επέστρεψε από την εξορία του, ανακαλύπτοντας όμως πως η οικογένεια του ήταν ήδη νεκροί. Το μόνο που του απέμενε ήταν μια βρώμικη, αλλά αμύθητη, περιουσία, κληρονομιά από τον δολοφόνο πατέρα του. Μια ευκαιρία να κάνει μια νέα αρχή – και για να μετανοήσει.
Αφότου τακτοποίησε τις υποθέσεις της γυναίκας και του γιου του, ο Ντρέηκ επέστρεψε στην δουλεία του με νέα αποφασιστικότητα, χρησιμοποιώντας τον καινούργιο πλούτο του για να χρηματοδοτήσει το μεγαλύτερο επιστημονικό επίτευγμα στην ιστορία, με το οποίο ήλπιζε να επανορθώσει για τους θανάτους της οικογένειας του, καθώς και του συναδέλφου του, όλους τους οποίους είχε κυριολεκτικά σκοτώσει εξαιτίας της σχέσης του με τον πατέρα του. Δεν μπορούσε φυσικά να τους φέρει πίσω στη ζωή – όμως τουλάχιστον μπορούσε να τιμήσει τη μνήμη τους.
Αυτό το έργο παρέμεινε ο μοναδικός σκοπός της υπόλοιπης ζωής του, χωρίς να μάθει ποτέ πως ο εξαφανισμένος συνάδελφός του και ο υποτιθέμενος φονιάς του ζούσαν και βασίλευαν ακόμη, στο μακρινό μέλλον…
11 Μαρτίου 2791, Σάντλεφορντ
Ακολουθώντας τον Φουντούκι και τον Πενταράκι, οι πάροικοι προχώρησαν μέσα στο δάσος, ώσπου έφτασαν στο μέρος όπου ο Άλαν τους είχε πει ότι βρισκόταν αυτός και οι σύντροφοι του. Ο Φουντούκης γύρισε να κοιτάξει τους φίλους του, οι όποιοι είχαν μείνει κατάπληκτοι από το θέαμα που αντίκριζαν μπροστά τους. Ούτε και στα μεγαλύτερα όνειρα τους δεν μπορούσαν να φανταστούν κάτι τόσο αλλόκοτο!
«Μα Τον παντοδύναμο Φρίθ, είναι εκείνο το περίεργο πουλί που είδε η νυχτερινή περιπολία μου τις προάλλες!» μουρμούρισε κατάπληκτος ο Ασημής, κοιτάζοντας το ακινητοποιημένο αεροπλάνο μέσα στο έλος, «Νομίζαμε πως ήταν ελίλ και τρέξαμε να κρυφτούμε, αλλά μετά χάθηκε σαν να ήταν όνειρο…»
Ο Περούκας επίσης κοίταζε το αεροπλάνο, νιώθοντας εξίσου κατάπληκτος, «Από πού ξεφύτρωσε αυτό το πράμα; Ποτέ δεν έχω δει τίποτα σαν και αυτό… Και, κοιτάξτε, νάτοι!» Τα κουνέλια πάγωσαν, καθώς αντίκρισαν τον Άλαν και την παρέα του που στέκονταν λίγο παράμερα, να τους κοιτάζουν, εξίσου έκπληκτοι. Ο Περούκας ένιωθε τα πολεμικά του ένστικτα έτοιμα να ξυπνήσουν βλέποντας ανθρώπους, όμως κατάφερε να συγκρατηθεί, παραξενεμένος από το πόσο εξωγήινα ήταν αυτά τα πλάσματα.
«Πρέπει να σου το ομολογήσω, Φουντούκι,» μουρμούρισε τελικά, παραξενεμένος από την περίεργη εμφάνιση αυτών των 'ανθρώπων', καθώς και από το ασύλληπτο γεγονός ότι όντως μιλούσαν, ακριβώς όπως τους είχαν πει ο Φουντούκης και ο Πενταράκης, «Αυτοί δεν είναι φυσιολογικοί άνθρωποι…»
Η ομάδα του Άλαν είχαν μόλις σβήσει τη φωτιά τους, έτοιμοι για αναχώρηση. Ακούγοντας τις φωνές των κουνελιών, ο Άλαν γύρισε και τους είδε. Χαμογέλασε. Ο Φουντούκης δεν τον είχε προδώσει στην Άουσλα, και είχε φέρει τους φίλους του να τον γνωρίσουν, ανταποδίδοντας την εμπιστοσύνη του. Δίπλα του, ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς στέκονταν λες και είχαν ριζώσει στο έδαφος, έτοιμοι να τα χάσουν βλέποντας αυτά τα γιγαντιαία, ανθρωπόμορφα κουνέλια που μιλούσαν, αλλά επιτέλους πεισμένοι πως ο Άλαν δεν ήταν τρελός. Ο Άλαν σήκωσε τα βλέφαρα του, γελώντας με την έκφραση έκπληξης τους, «Δεν σας το είπα;»
Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης πλησίασαν άφοβα τον Άλαν, αλλά οι φίλοι τους παρέμειναν σε ασφαλή απόσταση, μη ξέροντας τι να περιμένουν από αυτό το μυστηριώδες πλάσμα, το οποίο, τουλάχιστον εμφανισιακά, ενσωμάτωνε το χειρότερο φυσικό εχθρό τους. Ο Άλαν πλησίαζε να τους χαιρετήσει, μόλις ξαφνικά κατάλαβε πως τα δυο αδέρφια, ειδικά ο Πενταράκης, ήταν ανάστατοι και φοβισμένοι, και όχι καταχαρούμενοι, όπως νόμιζε.
«Τι τρέχει;»
«Συνέβη,» του εξήγησε ο Πενταράκης με τρεμάμενη φωνή, «Το όραμα που είπες ότι θα έβλεπα, συνέβη μόλις τώρα, ακριβώς όπως το είπες. Είδα τον κουνελότοπο να καταστρέφεται…!» Ο Άλαν γονάτισε μπροστά στο μικρόσωμο κουνέλι-μάντης, ώστε να τον βλέπει στα μάτια. Τελικά, η θεωρία του είχε αποδειχθεί σωστή, και πολύ νωρίτερα από ότι περίμενε. Και αυτό σήμαινε μπελάδες για τους φίλους του, μεγάλους μπελάδες.
«Λυπάμαι, Πενταράκη. Ήλπιζα τόσο πολύ ότι έκανα λάθος,» είπε, καταλαβαίνοντας πως, τώρα που ήξερε με σιγουριά ότι η ιστορία ήταν όντως πραγματικότητα και εξελισσόταν με κάθε στιγμή που περνούσε, του είχε μόλις φορτωθεί μια μεγάλη ευθύνη στους ώμους. Προς μεγάλη του έκπληξη, τα δυο αδέλφια δεν φαίνονταν απελπισμένα, για δυο φουκαράδες που είχαν μόλις αντιληφτεί τι βάσανα τους ετοίμαζε η μοίρα τους.
«Δεν φταις εσύ, Άλαν,» τον παρηγόρησε ο Φουντούκης, «Το ότι σε έχουμε στο πλευρό μας σε αυτή την δύσκολη στιγμή είναι το καλύτερο δυνατόν πράμα που μπορούσε να μας συμβεί. Ο ίδιος Ο Φρίθ θα πρέπει να σε έστειλε σε μας, τώρα που σε έχουμε ανάγκη.» Ο Άλαν δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει. Παρόλο που είχε ξαφνικά γίνει ο λεγόμενος 'μεσσίας' αυτών των κουνελιών, σαν τον Μωυσή, είτε του άρεσε είτε όχι, του έδινε κουράγιο η σκέψη πως τουλάχιστον είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των δυο.
Τα άλλα κουνέλια, εν στο μεταξύ, κοιτούσαν όλα αυτά σαν να είχαν χαζέψει, βλέποντας αυτόν τον 'μαγικό' άνθρωπο, ο οποίος μπορούσε να μιλάει και να σκέφτεται σαν κουνέλι. Τελικά, η περιέργεια ξεπέρασε το φόβο τους και πλησίασαν με μισή καρδιά. Ο Φουντούκης γύρισε στους τρεις ανθρώπους, «Θέλω να γνωρίσετε τους φίλους μας.»
Σύντομα ο Άλαν και οι δυο σύντροφοι του αντάλλαζαν συστάσεις με τους φίλους του Φουντούκη και του Πενταράκη, όλοι από τους οποίους ήταν οικείοι στον Άλαν από το βιβλίο. Ήταν απίστευτο. Αυτά τα γιγαντιαία κουνέλια,, εμφανισιακά, έμοιαζαν πολύ σαν κανονικά κουνέλια, αλλά με κάτι μοναδικά χαρακτηριστικά. Παρόλο που έτρεχαν με τα τέσσερα, μπορούσαν να στέκονται όρθια, καθώς και να χρησιμοποιούν τα μπροστινά τους πόδια για να κάνουν διάφορες 'χειρονομίες', όπως να δείχνουν και να αγγίζουν, ακριβώς όπως τα ανθρώπινα χέρια.
Τα πρόσωπα τους, σε αντίθεση με αυτά των κανονικών κουνελιών, είχαν πολλές ανθρώπινες εκφράσεις, όπως να χαμογελάνε ή να κατσουφιάζουν. Ακόμη και τα μάτια τους είχαν έγχρωμες κόρες, σαν του ανθρώπου, και ο Άλαν ήταν σίγουρος πως δεν είχαν αχρωματοψία. Οι φωνές τους δεν μπορούσαν να διακριθούν από του ανθρώπου, μέχρι και το επίπεδο βάθους του καθενός τους, το οποίο του επέτρεπε να ξεχωρίζει μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών, καθώς και να εικάζει την ηλικία τους.
Με την εξαίρεση του μικρού Κουκουτσάκη, το μοναδικό παιδί της παρέας, οι υπόλοιποι κούνελοι φαίνονταν να είναι γύρω στην τελική εφηβεία. Ο Περούκας, ο μεγαλύτερος, εύκολα ξεχώριζε από τους υπολοίπους ως ο δυνατότερος και πιο γεροδεμένος, και, παρότι την αυστηρή, χωρίς χαμόγελο, έκφραση του, φαινόταν καλόκαρδος τύπος. Πάνω στο κεφάλι του, ο Άλαν πρόσεξε ακόμη και το περίφημο πυκνό τσουλούφι γούνας του από το βιβλίο, το οποίο πάντα δυσκολευόταν να φανταστεί στην πραγματικότητα.
Ήταν λες και αυτά τα κουνέλια ήταν κάποιο είδος γενετικής διασταύρωσης μεταξύ κουνελιού και ανθρώπου, από το οποίο προερχόταν η ικανότητα ομιλίας και εξελιγμένης νοημοσύνης τους, αλλά ο Άλαν δεν είχε ιδέα πώς να εξηγήσει αυτή την τρελή εξέλιξη, ούτε και το συσχετισμό τους με το βιβλίο του Άνταμς. Και, όπως φανταζόταν, αυτός και οι δυο σύντροφοι του αποτελούσαν εξίσου μεγάλο μυστήριο για τους μεγαλοαυτιάδες φίλους τους.
«Ώστε στα αλήθεια έρχεσαι από έναν άλλο κόσμο;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Κουκουτσάκης, ο οποίος είχε βρει πρώτος το θάρρος να πλησιάσει, κοιτάζοντας με αμηχανία τον άνθρωπο μπροστά του. Παρόλο που ήταν ο μικρότερος της παρέας, το συνολικό ύψος του ίσα-ίσα να φτάνει τον Άλαν μέχρι τα γόνατα, καθώς και ο πιο ανήσυχος και ντροπαλός, έχοντας χάσει τους γονείς του σε επίθεση νυφίτσας σα μωρό, δεν μπορούσε να ελέγξει στην παιδική περιέργεια του. Ο Άλαν του χαμογέλασε.
«Σωστά, Λάο-ρου,» είπε, σκύβοντας να τον χαϊδέψει, νιώθοντας μια στιγμιαία γοητεία για αυτό το αθώο πιτσιρίκι. Το κουνέλι-νάνος αρχικά ανατρίχιασε από το άγγιγμα του, σαν να ετοιμαζόταν να το βάλει στα πόδια, αλλά τότε ηρέμησε, καταλαβαίνοντας πως αυτός ο άνθρωπος ήταν όντως ακίνδυνος και φιλικός.
Ενθαρρυμένοι από την πρωτοβουλία του Κουκουτσάκη, τα υπόλοιπα κουνέλια σύντομα ξεπέρασαν το φόβο τους και πλησίασαν επίσης, οποιαδήποτε αμφιβολία και να είχαν περί της αξιοπιστίας αυτού του μυστηριώδη ανθρώπου οριστικά ξεχασμένη. Ακόμα και ο Περούκας, επιτέλους πεισμένος ότι αυτοί οι ξένοι δεν ήθελαν να τους κάνουν κακό, τους ακολούθησε. Μονάχα ο Ρόμπινς δεν φαινόταν και πολύ πρόθυμος να γνωριστεί καλύτερα μαζί τους, καθώς συστήθηκε στα κουνέλια με μια ξηρή ευγένεια, προτού κάνει στην άκρη.
Ο Ντέρεκ, αντιθέτως, σύντομα βρέθηκε σε μια έντονη συζήτηση με τον Ραδίκη, τον Πικραλίδα και τον Ασημή, προσπαθώντας να τους εξηγήσει πως λειτουργούσε το αεροπλάνο τους. Παρόλο που ο μηχανολόγος περηφανευόταν για τις κυριολεκτικά απεριόριστες γνώσεις του περί μηχανών, του ήταν παλούκι να προσπαθεί να εξηγήσει ακόμη και τους πιο απλούς φυσικούς νόμους της αεροδυναμικής σε μια ομάδα κουνελιών που δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν μια τέτοια εφεύρεση, άσε να την κατανοήσουν.
«Μα τον Φρίθ, φίλε, θα μας τρελάνεις!» αναφώνησε ο Πικραλίδας, κοιτάζοντας με δυσπιστία το σαραβαλιασμένο αεροπλάνο, «Ένα χρουντουντού που πετάει; Αυτό πρέπει να το δω για να το πιστέψω. Φανταστείτε την έκφραση στο πρόσωπο του Βατόμουρου, εάν βρισκόταν τώρα εδώ…!» Ο Βατόμουρος ήταν ο προσωπικός σύμβουλος του Θρέρα, ένας πρώην πάροικος, ο οποίος είχε ανέβει σε υψηλή θέση χάρη στην αξιοθαύμαστη εξυπνάδα και σοφία του. Ένα περήφανο και φιλόδοξο κουνέλι, παρόλο που διατηρούσε καλές σχέσεις με τους πάροικους αφότου είχε ενταχθεί στο Συμβούλιο, προτιμούσε να κρατά την χαμηλή καταγωγή του όσο το δυνατόν διακριτική, ώστε να προστατέψει την φήμη του, την οποία είχε κερδίσει με μεγάλο κόπο. Καθώς περνούσε ο καιρός, όλο και πιο πολύ αποτραβιόταν από τους πάροικους φίλους του, προς μεγάλη τους απογοήτευση.
«Πως γίνεται και ξέρεις τόσα πολλά για μας, παρόλο που δεν έχουμε ξαναδεί κανέναν σαν και εσάς πριν;» ρώτησε ο Περούκας, σαστισμένος, εάν όχι λίγο καχύποπτος, «Κανένας στην Άουσλα μας δεν έχει ξαναδεί ήμερους ανθρώπους που μπορούν να μιλούν. Είστε… μαγικοί αγγελιοφόροι-προφήτες σταλμένοι από τον Πρίγκιπα του Ουράνιου Τόξου; Αν και, από όσα μου έχουν πει ο Φουντούκης και ο Πενταράκης, μου ακούγεσαι περισσότερο σαν βετεράνος πολεμιστής της Άουσλα. Δεν υπάρχουν πολλοί που θα έκαναν την τρέλα να επιτεθούν σε αλεπού για να σώσουν ένα κουνέλι που δεν γνωρίζουν καν… Μα, τι στο καλό είσαι; Από πού ήρθες; Και πως ξέρεις όλα αυτά που γνωρίζεις για εμάς;»
«Όσο τρελό και αν ακούγεται, φίλε, από ένα αναθεματισμένο παραμύθι,» του απάντησε ο Άλαν, «Έχει κάθε τελευταία λεπτομέρεια για σας – τη γλώσσα σας, τις ιστορίες του Ελ-αρερά, και, ναι, όλες τις περιπέτειες σας μετά τη διαφυγή σας από το Σάντλεφορντ. Τρελή κατάσταση με κεφαλαία, τουλάχιστον έτσι σκέφτηκα όταν σας πρωτοείδα. Πάντως, ευτυχώς που νόμιζα ότι είχα τρελαθεί εκείνη τη στιγμή, αλλιώς μπορεί να είχα διστάσει να διακινδυνεύσω για τον Πενταράκη… Υποθέτω, όταν έχεις υπηρετήσει στο μέτωπο ενός από τους χειρότερους πολέμους στην ιστορία, μερικές φορές οδηγείσαι στην απερισκεψία σε μια στιγμή κρίσης…»
«Α, άρα είσαι στρατιώτης λοιπόν;» ρώτησε ο Περούκας με περιέργεια. Σαν βετεράνος στην Άουσλα, ο οποίος δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς λίγη περιπέτεια και δόξα, υπερηφανευόταν να γνωρίζει άλλους που ακολουθούσαν στα χνάρια του, όπως έλεγε ο λόγος. «Τι βαθμό; Μη μου πεις ότι είσαι κανένας τιποτένιος βοηθός σε κάποιον σνομπ αξιωματικό…» Ο Άλαν γέλασε.
«Όχι ακριβώς, με στρατολόγησαν για να πολεμήσω τον βρώμικο πόλεμο κάποιων άλλων. Μόλις τελείωσε, παραιτήθηκα (ο Περούκας φαινόταν σκανδαλισμένος από αυτό) για να παραμείνω κοντά στην οικογένεια μου. Όχι πως πρόλαβα να το χαρώ…» μουρμούρισε με πίκρα, καθώς οι αναμνήσεις της Μαίρη και της Λούση ξαναγύρισαν.
«Τι συνέβη;»
«Δολοφονήθηκαν… εξαιτίας της απερισκεψίας μου,» τους εξήγησε θλιμμένος, καθώς τους διηγήθηκε την ιστορία της τραγωδίας που είχε αλλάξει τη ζωή του για πάντα. Ποτέ δεν είχε συζητήσει αυτό το θέμα τόσο ανοιχτά με κανέναν πριν, ούτε καν με τον Ντέρεκ, αλλά τώρα, ανακάλυψε πως, ανατρέποντας τη θλίψη του στους ήρωες του αγαπημένου του βιβλίου, ένιωθε ξαφνικά ένα μεγάλο, νοητό βαρίδι να σηκώνεται από την καρδιά του. Και οι αντιδράσεις των κουνελιών τον σοκάρισαν.
Ο Πενταράκης και ο Κουκουτσάκης ήταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα. Ο Φουντούκης και ο Ασημής τον κοίταζαν λυπημένα. Ο Περούκας μουρμούριζε αγριεμένες απειλές για 'δειλούς που δεν έχουν τα κότσια να αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους τους και για αυτό ξεσπούν το μίσος τους στους πιο αδύναμους'. Επιτέλους καταλαβαίνοντας εκείνον τον ανεξήγητο πόνο που είχε διαισθανθεί μέσα στην καρδιά του Άλαν όταν τον είχαν συναντήσει για πρώτη φορά, ο Πενταράκης έβαλε το πόδι του πάνω στον ώμο του ανθρώπου, σαν να ήθελε να τον καθησυχάσει.
«Άλαν, δεν υπάρχει νόημα να κατηγορείς τον εαυτό σου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσες να κάνεις να το αποτρέψεις. Αλλά, να ξέρεις αυτό: καταλαβαίνουμε πόσο υπέφερες, και, άσχετα τι λέει ο Αρχικούνελος ή οι φίλοι μας επειδή είσαι άνθρωπος, εμείς σε εμπιστευόμαστε σαν φίλο μας.» Παρότι τα λόγια του ξάφνιασαν τους πάντες, τα υπόλοιπα κουνέλια, ακόμη και ο Περούκας, ο οποίος συνήθως είχε μεγάλη δυσπιστία για ξένους, μουρμούρισαν ότι συμφωνούσαν με τον Πενταράκη. Ο Ντέρεκ χτύπησε τον φίλο του ενθαρρυντικά στην πλάτη. Ωστόσο, κανείς δεν πρόσεξε τον Ρόμπινς, ο οποίος κοιτούσε με ένα ύφος ζήλιας και κακίας, λες και, για κάποιο λόγο, τον ενοχλούσε να βλέπει τον Άλαν να κάνει φιλίες με αυτά τα ανθρωπόμορφα κουνέλια.
Ο Άλαν χάιδεψε το νεαρό κούνελο στο σβέρκο, «Σε ευχαριστώ, Πενταράκη. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα.» Θυμόταν πως πολλοί – μεταξύ των οποίων και οι κουνιάδοι του –, τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τους θανάτους της Μαίρη και της Λούση, βρωμίζοντας το όνομα του και αναγκάζοντας τον να αποτραβηχτεί από το κοινό, ντροπιασμένος από την ενοχή του. Αλλά τώρα, βρισκόταν στην παρέα αυτών των ανθρωπόμορφων κουνελιών, τα οποία όχι μόνο δεν τον έβλεπαν σαν δολοφόνο, αλλά και καταλάβαιναν τον πόνο της τραγωδίας του, όσο κανένας άλλος. Μήπως αυτό το μέρος ήταν κάπου όπου μπορούσε να ξαναβρεί ευτυχία και πάλι; Αυτή η ευχάριστη σκέψη δεν κράτησε για πολύ όμως, όταν ο Περούκας ξαναμίλησε.
«Άκου δω, φίλε, παρότι σε δεχόμαστε σα φίλο, ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι αυτή η… η γνώση σου για το μέλλον μας, σου δίνει μια μεγάλη ευθύνη απέναντι μας. Εάν όντως πλησιάζει κάποια μεγάλη καταστροφή, τότε είναι καθήκον σου να μας βοηθήσεις να κάνουμε κάτι για αυτό!» Ο Άλαν ξαφνικά ένιωσε μεγάλη αμηχανία. Ο Περούκας, κυριολεκτικά, του ζητούσε να επιχειρήσει να αλλάξει τη πορεία της μοίρας τους, κάτι το όποιο θα μπορούσε εύκολα να τους θέσει όλους σε μεγάλο κίνδυνο. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά να υποχωρήσει πια.
«Θα σας βοηθήσω με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο, αλλά πρέπει να καταλάβετε το εξής: Δεν μπορούμε να πάρουμε όσα ξέρω σαν δεδομένο. Το να εμφανιστώ εγώ από το πουθενά και να σας πω τη μοίρα σας χαρτί και καλαμάρι ποτέ δεν είχε προβλεφτεί, άρα δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε με σιγουριά πως θα πάνε τα πράγματα τώρα, ή εάν η επέμβαση μου θα έχει κάποιο αποτέλεσμα καν.»
«Τότε, τι προτείνεις να κάνουμε; Μήπως θα έπρεπε να μαζέψουμε όσους θέλουν να έρθουν μαζί μας και να φύγουμε ούτος η άλλως, για να είμαστε σίγουροι;» πήγε να προτείνει ο Φουντούκης, όταν μια αυστηρή φωνή από την άκρη του δάσους τον διέκοψε.
«Κανείς σας δεν θα πάει πουθενά! Συλλαμβάνεστε!»
Ξαφνικά, μια ντουζίνα άλλα κουνέλια είχαν εμφανιστεί μέσα από τα δέντρα, περικυκλώνοντάς τους σε ενέδρα. Αρχηγός αυτής της ομάδας ήταν ένας μεσήλικος κούνελος με γκρίζο, σαν το σίδερο, τρίχωμα, τον οποίο αναγνώρισε ο Άλαν ως ο Λοχαγός Πουρνάρης της Άουσλα του Σάντλεφορντ. Ο Άλαν έβρισε από μέσα του – αναμφίβολα, κάποιος τους είχε μυριστεί και τους είχε καρφώσει στην Άουσλα. Και, προφανώς, ο Πουρνάρης και οι μπράβοι του δεν είχαν έρθει για να κάνουν φιλίες.
«Συλλαμβανόμαστε; Γιατί;» μούγκρισε ο Περούκας στον υψηλόβαθμο του. Ο Πουρνάρης τον κοίταξε με ένα έξαλλο και απογοητευμένο ύφος, όπως ο στρατονόμος που είχε μόλις τσακώσει έναν προδότη στα πράσα, ο οποίος όμως τύχαινε να είναι και φίλος του – και, σύμφωνα με τον Πουρνάρη, έτσι ακριβώς είχε η κατάσταση. Ανάμεσα στη μονάδα του ήταν ο Θρήνος και ο Αστεροκέφαλος, οι οποίοι κοίταξαν τους φοβισμένους πάροικους με κακία, νιώθοντας θριαμβευτικοί που είχαν ξεσκεπάσει αυτή τη συμμορία 'προδοτών', για το οποίο σύντομα και θα ανταμείβονταν από τον Αρχικούνελο.
«Για συνομωσία σε εξέγερση και για την απόκρυψη κατασκόπων,» απάντησε ψυχρά ο Πουρνάρης, κοιτάζοντας τους Άλαν, Ντέρεκ και Ρόμπινς. Στράφηκε προς τους πάροικους, «Έχουμε ένταλμα σύλληψης για όλους εσάς. Μπορείτε να μας ακολουθήσετε ήσυχα, ή να μας αναγκάσετε να σας πάρουμε δια της βίας. Οι άνθρωποι επίσης θα έρθουν μαζί μας, για ανάκριση. Άουσλα, συλλάβετε τους!» Οι στρατιώτες του πήραν θέσεις γύρω από τους πάροικους, περιμένοντας τους να υπακούσουν. Ο Ρόμπινς προσπάθησε να τρέξει προς το αεροπλάνο, όπου είχε αφήσει την τσάντα με το κρυμμένο περίστροφο του, αλλά ένας μεγαλόσωμος κούνελος του έκλεισε το δρόμο, αναγκάζοντας τον να γυρίσει πίσω με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους.
«Δεν καταλαβαίνετε, Λοχαγέ Πουρνάρη,» τον ικέτεψε ο Πενταράκης, «Δεν είναι εχθροί, ήρθαν να μας βοηθήσουν. Λένε πως η φωλιά μας κινδυνεύει…» Ο Πουρνάρης όμως του έδωσε ένα άγριο χαστούκι, σπρώχνοντας τον πίσω.
«Μάθε να μην αντιμιλάς σε ανώτερο σου, αναιδέστατο υποκείμενο!» του μούγγρισε, «Η φαντασία σου σε έχει ήδη μπλέξει σε αρκετούς μπελάδες!» Ο Φουντούκης ξαφνικά στάθηκε μπροστά του, κοιτάζοντας τον κατάματα.
«Τόλμα να απλώσεις χέρι στον αδελφό μου ξανά και θα σε σκοτώσω!» μούγκρισε στον Πουρνάρη, του οποίου τα μάτια πήραν μια δολοφονική έκφραση. Πως τολμά αυτός ο τιποτένιος ταραχοποιός να τον απειλεί, αυτόν, τον αξιοσέβαστο Λοχαγό της Άουσλα του κουνελότοπου!
«Τι είπες; Εσύ θα πεθάνεις, πάροικε!» Ήταν έτοιμος να χιμήξει στον Φουντούκη, όταν ο Άλαν άρπαξε την ευκαιρία και άρπαξε τον Πουρνάρη από το πόδι, προτού μπορέσει να χτυπήσει τον Φουντούκη.
«Δεν χρειάζεται τέτοια βία – Λοχαγός Πουρνάρης είπαμε ότι λέγεσαι; Θα έρθουμε μαζί σου χωρίς αντιρρήσεις, εφόσον όμως μου επιτρέψεις να μιλήσω στον Αρχικούνελο σου.» Ο Πουρνάρης τράβηξε απότομα το πόδι του από το χέρι του Άλαν, λες και ο άνθρωπος ήταν κάτι το αισχρό, «Το ότι θα έρθεις μαζί μου είναι σίγουρο, ξένε, και ειλικρινά ελπίζω να έχεις μια καλή εξήγηση που παραβίασες την περιοχή μας. Πολύ καλά, θα ξεχάσω αυτό το μικρό συμβάν… για πρώτη και τελευταία φορά,» είπε, κοιτάζοντας προειδοποιητικά τον Φουντούκη.
Ο Περούκας φαινόταν έτοιμος να αντιμιλήσει και αυτός, μάλλον με την έννοια να πιαστεί στα χέρια με τον Πουρνάρη, και να τους καταλήξει όλους σε ακόμη μεγαλύτερους μπελάδες για επίθεση σε ανώτερο αξιωματικό, αλλά ο Άλαν τον σταμάτησε. Του ψιθύρισε στο αυτί, ώστε ο Πουρνάρης να μην τον ακούσει, «Μην κάνεις τίποτα ανόητο. Ακόμη και αν τους ξεφύγουμε, θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε πολλά άλλα κουνέλια που κινδυνεύουν στην τύχη τους. Εάν μπορέσω να πείσω τον Αρχικούνελο για τον κίνδυνο, ίσως να μπορέσουμε να τους σώσουμε όλους.» Παρόλο που ο Περούκας δεν πίστευε πως ο πεισματάρης Θρέρα θα άκουγε τον Άλαν, αποφάσισε πως τουλάχιστον άξιζε μια προσπάθεια και συγκρατήθηκε.
Η Άουσλα τους οδήγησε πίσω στη φωλιά. Οι στρατιώτες του Πουρνάρη περπατούσαν στο κάθε πλάι των αιχμαλώτων τους, φροντίζοντας ώστε να μην γίνει καμία απόπειρα διαφυγής, κάθε τόσο ρίχνοντας και κανένα χαστούκι στον οποιονδήποτε πάροικο να προχωρήσει πιο γρήγορα η να ξαναμπεί στη σειρά του. Κάποιοι από τους στρατιώτες έμειναν πίσω να φρουρούν το αεροπλάνο, σε περίπτωση που η ομάδα του Άλαν είχε και άλλους συντρόφους που κρύβονταν εκεί έξω.
Σύντομα, έφτασαν στην είσοδο της φωλιάς, μια τρύπα στην βάση ενός πανάρχαιου ροδόδεντρου. Ο Πουρνάρης πέρασε πρώτος. Ο Άλαν τον άκουσε να μιλάει στα Λαπανικά με κάποιον εκεί κάτω, και μια γέρικη φωνή – μάλλον ο Αρχικούνελος –, του απάντησε, επίσης στα Λαπανικά. Μάλλον έδινε αναφορά πως η αποστολή του εκτελέστηκε με επιτυχία, σκέφτηκε ο Άλαν.
Σύντομα, ο Πουρνάρης είχε γυρίσει και τους διέταξε να τον ακολουθήσουν κάτω. Ο Αστεροκέφαλος έδωσε μια άγρια σπρωξιά στον πισινό του Ντέρεκ να κουνηθεί να μπει στο στενό λαγούμι που δεν τον χωρούσε, και ο Άλαν έπρεπε να συγκρατήσει τον τσαντισμένο φίλο του από το να κάνει μεταβολή και να σπάσει τα μούτρα του νταή κούνελου.
Μέσα, βρέθηκαν σε ένα μακρόστενο τούνελ με χαμηλό ταβάνι, σαν στοά υπονόμου, το οποίο φαινόταν να οδηγεί βαθιά κάτω από το έδαφος, όπου ήταν οι φωλιές της αριστοκρατίας του κουνελότοπου. Οι άντρες άναψαν τους φακούς τους, για να δουν τα περίγυρα τους σε αυτό το σκοτάδι, καθώς οι φρουροί τους οδήγησαν στην καρδιά της φωλιάς. Ο Φουντούκης και η παρέα του οδηγήθηκαν αλλού, μάλλον σε κάποιο κρατητήριο, αφήνοντας τους τρεις ανθρώπους μόνους με τον Πουρνάρη και τους φρουρούς του.
Ακολούθησαν το τούνελ, το οποίο οδηγούσε σε πολλές κατευθύνσεις, σαν ένας μεγάλος υπόγειος λαβύρινθος, χτισμένος κάτω από το έδαφος, οι ρίζες των δέντρων από πάνω να χρησιμοποιούνται σαν τα θεμέλια του κουνελότοπου. Πολλά κουνέλια, προφανώς οι αριστοκράτες του Σάντλεφορντ, τους κοιτούσαν με περιέργεια καθώς περνούσαν, αλλά κρατούσαν την απόσταση τους. Ανάμεσα τους, ο Άλαν αναγνώρισε τον φίλο του Φουντούκη, τον Καμπανούλη, ο οποίος τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, λες και ήταν κάποιο επικίνδυνο ζώο σε λουρί. Μαζεμένη ανήσυχα στο πλευρό του ήταν η όμορφη κουνέλα του, η Βιολέτα, η αδελφή του Ασημή, η οποία έτρεμε ολόκληρη βλέποντας ανθρώπους μέσα στη φωλιά τους. Όχι ακριβώς μια θερμή υποδοχή.
Έφτασαν σε ένα άλλο λαγούμι. Μέσα, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι από ξερά χόρτα ήταν ένα υπέρβαρο, γέρικο κουνέλι με πυκνά, λευκά μουστάκια και βλέφαρα. Ο Άλαν είχε την εντύπωση πως μάλλον ο γέρο-Αρχικούνελος δεν τα είχε τετρακόσια από τη γηρατειά, ή ίσως να είχε πάθει ένα μικρό εγκεφαλικό, κρίνοντας από την απόμακρη έκφραση του. Ο Πουρνάρης τους μίλησε με ένα πομπώδες ύφος.
«Αυτός είναι ο Θρέρα, ο Αρχικούνελος μας, και θα σας μιλήσει. Εσείς θα παραμείνετε καθιστοί όσο γίνεται αυτό, και δεν θα μιλήσετε μέχρι να σας δώσει το λόγο. Εάν απειθαρχήσετε, θα υπάρξουν αυστηρές συνέπειες.» Μόλις οι τριάδα είχε καθίσει στην απόμακρη άκρη του λαγουμιού σταυροπόδι, σαν κατάδικοι σε δίκη, ο Πουρνάρης μίλησε στον αρχηγό του. «Οι αιχμάλωτοι είναι έτοιμοι, κύριε.»
«Σε ευχαριστώ, Λοχαγέ Πουρνάρη, μπορείς να μας αφήσεις. Θα συγυρίσω τον Θλείλι, τον Ασημή, και τους πάροικους αργότερα.» Ο Πουρνάρης του έκανε υπόκλιση και έφυγε, μάλλον να ενημερώσει τον Φουντούκη και τους άλλους ότι θα τιμωρούνταν σύντομα, αφήνοντας το Θρέρα μόνο του με τους τρεις ανθρώπους. Ωστόσο, δυο φρουροί παρέμειναν σε επιφυλακή έξω από το λαγούμι. Δεν υπήρχε περίπτωση να το σκάσουν. Ο Θρέρα γύρισε να τους κοιτάξει έναν-έναν με τα πανάρχαια, θολά από καταρράκτες, μάτια του. Τελικά, το βλέμμα του στράφηκε προς στον Άλαν.
«Εσύ είσαι ο αρχηγός αυτής της ομάδας;» Ο Άλαν του γνέψε, «Λοιπόν, ξένε, νομίζω ξέρεις για πιο λόγο εσύ και οι φίλοι σου βρίσκεστε εδώ. Η Άουσλα μου σας τσάκωσε να συνωμοτείτε με αυτούς τους ανόητους, συμφεροντολόγους πάροικους, για να καταλάβετε τον κουνελότοπο. Λοιπόν, καλά θα κάνεις να γνωρίζεις το εξής: Η λιποταξία και η εξέγερση χαρακτηρίζεται ως εσχάτη προδοσία εδώ πέρα. Προφανώς, εσύ και οι φίλοι σου τους πείσατε να προδώσουν τον ίδιο τους το λαό για χάρη σας. Έχεις τίποτα να πεις για τον εαυτό σου;» Ο Ντέρεκ φαινόταν έτοιμος να αντιμιλήσει με καμιά βρισιά, αλλά ο Άλαν του έκανε μια χειρονομία να το βουλώσει, ψιθυρίζοντας του, «Θα το χειριστώ εγώ, εσύ πάψε.»
«Όντως, Θρέρα, έχουμε πολλά να σου πούμε,» απάντησε ήσυχα, παραβλέποντας το κατηγορητικό, γεμάτο εχθρότητα βλέμμα του Αρχικούνελου. Είχε ξανασυναντήσει παρόμοιους τύπους, και ήξερε – έχοντας μάθει από σκληρή εμπειρία – ότι ήταν σημαντικό να κρατήσει την υπομονή του σε τέτοιες στιγμές, εάν ήθελε να επιτύχει τίποτα. Όντως, ο γέρο-κούνελος φαινόταν εντυπωσιασμένος πως αυτός ο ξένος άνθρωπος σεβόταν την εξουσία του, και τον κοίταξε με ένα πιο ήπιο βλέμμα, «Πολύ καλά τότε, ακούω.»
«Θρέρα, δεν είμαστε εδώ να προκαλέσουμε μπελάδες. Ήρθαμε να σας προειδοποιήσουμε, ο κουνελότοπος σας μάλλον κινδυνεύει,» του εξήγησε ο Άλαν, επίτηδες αποφεύγοντας να αναφέρει από πού ήξερε αυτή την πληροφορία – το ξεροκέφαλο κουνέλι μάλλον δεν θα τον πίστευε ούτος η άλλως –, ελπίζοντας πως η προειδοποίηση του θα έβαζε τον Θρέρα σε ανησυχία και θα τον άκουγε. Δυστυχώς, όπως και στο βιβλίο, αυτό δεν ήταν γραπτό να συμβεί.
«Ένας κίνδυνος, λες;» ρώτησε αφηρημένα ο Αρχικούνελος, δείχνοντας ούτε και τη παραμικρή ανησυχία. Ξέγνοιαστος, γύρισε να πάρει μια μπουκιά από ένα δακράκι δίπλα του, «Και τι είδους κίνδυνος είναι αυτός;»
«Ολικός αφανισμός της φωλιάς σας και οποιουδήποτε βρίσκεται ακόμα εδώ όταν συμβεί.» Ο Άλαν ήλπιζε μπας και ο Θρέρα, ο οποίος έδινε την εντύπωση ενός υπερπροστατευτικού ηγέτη, θα αναστατωνόταν ακούγοντας αυτή την προειδοποίηση και θα τον έπαιρνε στα σοβαρά. Αντιθέτως, το γέρικο κουνέλι πάλι δεν του έδωσε σημασία.
«Πολύ δυσάρεστο νέο. Και ποια ακριβώς είναι η αιτία αυτής της… καταστροφής;» ρώτησε, χωρίς να φαίνεται να πιστεύει τον Άλαν καθόλου, και μονάχα να παίζει μαζί του. Μη θέλοντας να τους μπλέξει, εάν παραδεχόταν στο Θρέρα ότι μάλλον θα ήταν άνθρωποι σαν και αυτούς που θα κατέστρεφαν τον κουνελότοπο – εάν υπήρχαν καν άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο –, προσπάθησε να εξηγήσει όσο καλύτερα μπορούσε.
«Είναι κάπως πολύπλοκο να σας εξηγήσω… Ωστόσο,» συνέχισε, προτού τον διακόψει πάλι ο Θρέρα, «Είμαι σίγουρος πως η καταστροφή πλησιάζει και πως ο κίνδυνος είναι αληθινός. Για αυτό το λόγο και ήρθαμε εδώ, για να σας ειδοποιήσουμε.» Ο Θρέρα συλλογίστηκε για λίγο. Του φαινόταν περίεργο πως αυτός ο ξένος θα άφηνε να τον πιάσει η Άουσλα, εάν ήταν όντως κατάσκοπος όπως είχε ισχυριστεί ο Θρήνος. Από την άλλη όμως, τι μυστικό μπορεί να έκρυβε, το όποιο δεν ήθελε να αποκαλύψει.
«Πολύ καλά. Αφού, στην κυριολεξία, δρούσες για το συμφέρον του λαού μου, θα περιμένω να σιγουρευτώ πως η προειδοποίηση σου αληθεύει, προτού επιβάλω ποινή. Εάν αυτός ο κίνδυνος όντως παρουσιαστεί, τότε θα φροντίσω ώστε να παρθούν αμέσως όλα τα απαραίτητα μέτρα.» Ο Άλαν δεν μπορούσε να πιστέψει τα αυτιά του! Αυτός ο γέρο-ξεκούτης είτε είναι εντελώς καθυστερημένος, ή μας έφερε εδώ να παίξει μαζί μας λες και είμαστε άτακτα μικρά παιδιά!
«Μα, σίγουρα, εάν θέλετε να προστατέψετε το λαό σας, δεν θα ήταν πιο συνετό να σκεφτείτε για άμεση μαζική εκκένωση από τον κουνελότοπο…;» Αλλά ο Θρέρα είχε ακούσει αρκετές σαχλαμάρες για μια μέρα.
«Όπως είπα, θα το σκεφτώ πολύ προσεκτικά. Εν στο μεταξύ, ωστόσο, εσύ και οι σύντροφοι σου δυστυχώς θα πρέπει να παραμείνετε υπό κράτηση… για τη δικιά σας την ασφάλεια φυσικά. Τελειώσαμε, ξένε.» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, φώναξε πάλι μέσα τον Πουρνάρη και του ψιθύρισε κάτι μέσα στο αυτί. Ο Πουρνάρης του γνέψε το κεφάλι.
«Ο Λοχαγός Πουρνάρης θα σας δείξει που θα μείνετε. Θα συνεχίσουμε την συζήτηση μας αργότερα… το καλοκαίρι.» Καθώς τους γύρισε την πλάτη, λέγοντας στον Πουρνάρη να τους πάρει, ο Άλαν τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι σαν «πάντα ίδιοι, όλοι τους…». Ο Πουρνάρης τους διέταξε να σηκωθούν.
«Εμπρός, δεν θα ξενυχτίσω για χάρη σας.»
Τους οδήγησε βαθιά μέσα στη φωλιά, σε ένα άλλο λαγούμι, πολύ μικρότερο από εκείνο του Θρέρα. «Θα παραμείνετε εδώ, εκτός και αν έχετε συνοδό από την Άουσλα να σας πάει έξω για σίλφλει σε καθορισμένες ώρες. Ο Θρέρα μπορεί να αποφάσισε πως δεν είστε άμεσος κίνδυνος, αλλά μπορεί να αυστηρίνει τους περιορισμούς εάν προκαλέσετε το παραμικρό πρόβλημα. Α, και αυτά είναι για την πείνα σας,» είπε, δείχνοντας λίγα μπαγιάτικα λαχανικά σε μια γωνιά του λαγουμιού, το οποίο ήταν το άθλιο βραδινό τους. Έχοντας τελειώσει μαζί τους, γύρισε και έφυγε. Έξω από το λαγούμι, δυο γεροδεμένοι φρουροί κύλησαν μια μεγάλη πέτρα, σφραγίζοντας την είσοδο της μικρής φυλακής τους κλειστή.
«Ωραία τα κατάφερες με την 'φιλήσυχη στάση' σου, δόκτωρ,» μουρμούρισε έξαλλος ο Ρόμπινς, «Τώρα αυτά τα θηρία μας έχουν στο χέρι για τα καλά!» Δίπλα του, ο Ντέρεκ κάθισε να ηρεμήσει, ακόμη έξαλλος με τον Θρέρα που έπαιζε έτσι μαζί τους.
«Αυτός ο γέρο-σνομπ… Ποιος θαρρεί πως είναι, ο καταραμένος Πρίγκιπας της Ουαλίας…;»
Εκείνη τη στιγμή, κατέφθασαν ο Θρήνος και ο Αστεροκέφαλος, συνοδεύοντας τον Περούκα, τον Ασημή, τον Φουντούκη και τον Πενταράκη, «Οι συνεργοί σας ήρθαν να σας κάνουν παρέα για τη νύχτα, αποβράσματα!» χλεύασε ο Θρήνος καθώς τους έσπρωξαν μέσα. Ο Περούκας, θηρίο ανήμερο, έπρεπε να συγκρατηθεί από τον Ασημή και τον Φουντούκη, μην χιμήξει στους δυο διεφθαρμένους στρατιώτες της Άουσλα. Οι δυο ταραχοποιοί τους έριξαν μια τελευταία, γεμάτη κακία, ματιά και έφυγαν. Το λιθάρι επανατοποθετήθηκε στην είσοδο, κλείνοντας τους μέσα.
«Πήγε άσχημα;»
«Και οι δυο μας έχουμε αποβληθεί οριστικά από την Άουσλα, και ο αγαπημένος μου ο θείος με έχει αποκληρώσει,» είπε ο Ασημής με πίκρα, «Όχι πως με ένοιαζε και πολύ να είμαι ανιψιός του, αφού πάντα με έβλεπε σαν την ντροπή της οικογένειας…»
«Σου το είπα ότι ο Θρέρα είναι σκληρό καρύδι,» είπε ο Περούκας, «Και δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ο Πουρνάρης μου είπε ότι θα περιμένει, για να αποδείξει πως λέτε ψέματα, και τότε θα σας εκτελέσει σαν κατασκόπους. Οι υπόλοιποι από μας μάλλον μετά θα εξοριστούμε παραδειγματικά σαν προδότες.»
«Εάν ζήσει αρκετά ώστε να το κάνει,» μουρμούρισε θυμωμένα ο Ντέρεκ, «Είπε πως θα μας κρατήσει υπό κράτηση μέχρι να εξακριβώσει την ιστορία του Άλαν – με άλλα λόγια θα καθίσει να περιμένει μέχρι το τέλος να του έρθει κατάμουτρα. Αυτός ο γεροξούρης δεν έχει ιδέα τι στο διάβολο κάνει… Με το συμπάθιο, φιλάρα,» είπε αμήχανα στον Ασημή, ο οποίος, όμως, δεν φαινόταν καθόλου ενοχλημένος να ακούει να προσβάλουν το θείο του. Προφανώς, αυτός και ο Θρέρα είχαν μεγάλες οικογενειακές διαφωνίες, αλλιώς ο Ασημής δεν θα βρισκόταν τώρα υπό κράτηση.
«Κάτι περίεργο συνέβαινε με τον Θρέρα,» είπε ο Άλαν, καθώς ξαφνικά θυμήθηκε τη είχε πει ο Αρχικούνελος, «Είπε πως η Άουσλα σας είχε δει να σχεδιάζετε μια συνομωσία μαζί μας, για να καταλάβουμε τον κουνελότοπο. Πώς του ήρθε αυτή η ιδέα; Αφού είπατε πως κανείς άλλος δεν ήξερε για μας. Δεν νομίζετε ότι μήπως κάποιος μας… την έστησε;»
«Ο Θρήνος…» μουρμούρισε ο Περούκας, καθώς του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό η προφανή εξήγηση.
«Τι έχει αυτό το κουνέλι;»
«Αυτός και ο Αστεροκέφαλος σας κάρφωσε στον Θρέρα. Τους είδα,» τους εξήγησε ο Περούκας, «Ισχυρίστηκαν πως σας άκουσαν να σχεδιάζατε εξέγερση. Αλλά, σίγουρα δεν λέγατε για κάτι τέτοιο, έτσι Φουντούκη;» ρώτησε ο μεγαλόσωμος βετεράνος, κοιτάζοντας τον Φουντούκη, ο οποίος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Μην λες ανοησίες, φυσικά όχι, Εγώ μονάχα ζήτησα από τους φίλους μας να μην μιλήσουν στην Άουσλα, για να μην μπλέξουμε. Ξέροντας αυτό τον ψεύτη νταή, θα έλεγα πως 'ζαχάρωσε' λίγο τα λόγια του, ώστε να εντυπωσιάσει τον Θρέρα για να πάρει προαγωγή. Ξέρετε πόσο πολύ ήθελε το βαθμό αξιωματικού.»
«Αυτό εξηγεί τα πάντα. Ο Θρέρα ίσως να με άκουγε εάν δεν με έβλεπε σαν απειλή από την αρχή, χάρη σε αυτό το κάθαρμα.» Ο Περούκας ήταν έξαλλος.
«Θα τον τσακίσω στο ξύλο, μέχρι να ικετεύει να τον βρει το Μαύρο Κουνέλι της 'Ινλε!» μούγκρισε, τα μάτια του να λάμπουν από θυμό. Να χάσει το βαθμό του εξαιτίας ενός διεφθαρμένου στρατιώτη που τον είχε παγιδέψει ήταν μεγάλη προσβολή για τον υπερήφανο βετεράνο. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσε να κάνει για αυτό πια.
«Δεν έχει σημασία ποιος φταίει, ότι έγινε έγινε. Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα, πρώτο και καλύτερο πως θα ξεφύγουμε από δω. Εδώ που τα λέμε, τι έγινε με τους άλλους;» ρώτησε ο Άλαν, καθώς αντιλήφθηκε την απουσία του Ραδίκη, του Κουκουτσάκη και του Πικραλίδα.
«Την γλίτωσαν με μια αυστηρή επίπληξη. Ο Θρέρα ποτέ δεν έχει καιρό να ασχοληθεί με ασήμαντους πάροικους,» είπε ο Ασημής, «Το πιο πιθανό είναι να τους επιβληθεί ως ποινή αναγκαστική εργασία στο σκάψιμο για την υπόλοιπη εποχή του ζευγαρώματος, η κανένας περιορισμός – αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες ποινές για παραβάτες πάροικους. Ο λόγος που φυλάκισαν εμάς συγκεκριμένα είναι γιατί είμαστε αξιωματικοί της Άουσλα που διέπραξαν εσχάτη προδοσία προσπαθώντας να σε κρύψουμε. Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης αναγνωρίστηκαν ως οι 'αρχηγοί' αυτής της συνομωσίας, και επίσης κατηγορούνται για προδοσία. Ο Θρήνος έδωσε τα ονόματα όλων μας, καθώς και επανέλαβε ότι λέγατε… στα δικά του λόγια,» είπε, αηδιασμένος από τη σκέψη πως αυτός και ο Αστεροκέφαλος σύντομα θα έπαιρναν μια τιμητική προαγωγή που δεν τους άξιζε.
«Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Πενταράκης, σκεφτόντας αυτά που είχε δει στο όραμα του, «Νιώθω την καταστροφή όλο και να πλησιάζει,» μουρμούρισε, τρέμοντας ολόκληρος, σαν σε κρύο νερό, η απέραντη όραση του να σημάνει έναν νοητό συναγερμό μέσα στο κεφάλι του, προειδοποίηση ότι ο χρόνος τους όλο και λιγόστευε. Παρόλο που ο Άλαν αναρωτιόταν τι ακριβώς θα προκαλούσε την καταστροφή, αφού, προφανώς, δεν υπήρχαν καν άλλοι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο, κατάλαβε πως δεν θα περίμεναν πολύ για να το ανακαλύψουν.
«Εγώ, πάντως, δεν πρόκειται να περιμένω εδώ πέρα μέχρι το τέλος,» είπε ο Περούκας. Γύρισε να κοιτάξει την πέτρα που έφραζε την είσοδο του λαγουμιού, «Μήπως, εάν σπρώχναμε όλοι μαζί, θα μπορούσαμε να την μετακινήσουμε; Θα μπορούσαμε να αιφνιδιάσουμε τους φρουρούς και να το σκάσουμε προτού καταφθάσουν ενισχύσεις… αφήνοντας όλους αυτούς τους ανόητους στη τύχη τους, όπως τους αξίζει!»
«Ποτέ δεν θα τα καταφέρουμε, Περούκα, και το γνωρίζεις καλά αυτό!» του ξεφώνησε ο Ασημής, κουνώντας στο κεφάλι του, «Βρισκόμαστε στα βάθη της φωλιάς, και μάλιστα δίπλα στα λαγούμια των αξιωματικών. Όλη η Άουσλα βρίσκεται μεταξύ εμάς και της εξόδου. Δεν μπορούμε να τους εξοντώσουμε όλους…»
«Τότε γιατί δεν δοκιμάζουμε την μέθοδο στην οποία προφανώς ειδικεύεστε;» ρώτησε σαρκαστικά ο Ρόμπινς, «Γιατί δεν σκάβουμε μια έξοδο μέχρι την επιφάνεια, όπως ο Κόμης Μόντε Κρίστο;» Οι δύο στρατιώτες γύρισαν και κοίταξαν το κοράκι τον δημοσιογράφο, χωρίς να ξέρουν ποιος ήταν ο Κόμης Μόντε Κρίστο, αλλά ασχέτως προβεβλημένοι.
«Για να ξέρεις, φίλε, εμείς έχουμε μεγαλύτερη αξιοπρέπεια από το να κάνουμε δουλειές θηλυκών!» μούγκρισε ο Περούκας, καθαρά ενοχλημένος, «Εξάλλου, δεν νομίζω ότι έχουμε αρκετό χρόνο να το τελειώσουμε…»
Ο Άλαν, εν στο μεταξύ, σκεφτόταν τις επιλογές που είχαν. Οι ιδέες του Περούκα και του Ρόμπινς είχαν τα υπέρ τους, αλλά δυστυχώς, δεν αρκούσαν να τους βγάλουν από αυτή την κατάσταση. Εκτός και αν… Γύρισε στους συντρόφους του, «Ντέρεκ, Ρόμπινς, τι κουβαλάτε πάνω σας;» Και οι δυο τους του κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.
«Τίποτα, τα πάντα βρίσκονται πίσω στο αεροπλάνο. Έχω μόνο το θερμός μου, το οποίο κράτησα κατά λάθος,» είπε ο Ντέρεκ, «Ποιος θα φανταζόταν πως θα χρειαζόμασταν εκείνες τις λόγχες τόσο σύντομα…;» Αλλά ο Άλαν δεν το έβαζε κάτω τόσο εύκολα. Ψάχνοντας μέσα στις τσέπες του, έβγαλε το φλασκί του με το αλκοόλ και τα, άχρηστα πια, χάπια του κατά της κατάθλιψης. Με αυτά τα υλικά και με λίγη γνώση χημείας είχε όλα τα απαραίτητα για να καταστρώσει το σχέδιο του.
«Εντάξει, Ντίκ, βρες μου ένα κομμάτι χαρτί, οτιδήποτε με μια λεία, ευλύγιστη επιφάνεια,» είπε, τραβώντας το αξιόπιστο μαχαίρι του από τη θήκη του. Ο Ντέρεκ του έδωσε το σημειωματάριο του να χρησιμοποιήσει ως εργάσιμη επιφάνεια και στρώθηκαν στη δουλειά. Με τον Ρόμπινς να κρατάει τον φακό για να βλέπουν, ο Άλαν τοποθέτησε προσεχτικά τα χάπια μέσα στο ανοικτό σημειωματάριο, άρχισε να τα κάνει σκόνη με τη λεπίδα του μαχαιριού του. Τότε, τυλίγοντας τη σκόνη σε μια σκισμένη σελίδα, την άδειασε μέσα στο θερμός μαζί με αλκοόλ από το φλασκί του, χρησιμοποιώντας εικαστικές δόσεις. Κλείνοντας το θερμός, το ανακίνησε καλά, επιτρέποντας την ευδιάλυτη στο νερό σκόνη να αναμειχτεί με το νερό και το αλκοόλ, αυτοσχεδιάζοντας ένα απλό, αλλά δυνατό, σπιτικό ναρκωτικό, το οποίο είχε μάθει να φτιάχνει για να κοιμάται το βράδυ.
«Μύρισε,» είπε, βάζοντας το φλασκί κάτω από τη μύτη του Περούκα, να δοκιμάσει εάν μπορούσε κάποιος να το αντιληφτεί με την όσφρηση. Το μεγαλόσωμο κουνέλι το μύρισε, παραξενεμένος, «Δεν μου μυρίζει τίποτα το ιδιαίτερο. Τι είναι αυτό το πράμα;» Ο Άλαν δεν του απάντησε, ικανοποιημένος που η μυρωδιά δεν απωθούσε τα κουνέλια, κάτι το οποίο θα του κατέστρεφε το σχέδιο προτού καν αρχίσουν. Τότε έφτασε το δύσκολο κομμάτι.
«Τώρα πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο να αναγκάσουμε την Άουσλα – τους πάντες – να το ποιούν αυτό. Πέφτουν όλοι τους ξεροί και μετά εμείς φεύγουμε σαν κύριοι. Αλλά πως;» Όλοι τους συλλογίστηκαν από το προφανές αδύνατο σχέδιο του Άλαν. Πως στο καλό θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τη μισή φωλιά να πιεί αυτό το υπνωτικό μίγμα;
«Ίσως να σταθήκαμε τυχεροί,» είπε ξαφνικά ο Ασημής, «Το λαγούμι δίπλα στο δικό μας είναι η αποθήκη για το φλέιρα της Άουσλα και των άλλων αξιωματούχων. Σπάνια έχουμε κρατούμενους, οπότε χρησιμοποιούμε τα κρατητήρια σαν αποθήκες για το χειμώνα.»
Ο Άλαν χάιδεψε τον τετράπαχο κούνελο στο κεφάλι, «Είσαι μια μεγαλοφυΐα Ασημή, ρε γαμώτο μου! Εάν ο μπουφές τον οικοδεσποτών μας βρίσκεται κυριολεκτικά δίπλα μας, τότε ότι χρειάζεται να κάνουμε είναι να βάλουμε λίγο 'αλάτι' στο δείπνο τους και μετά… γινόμαστε καπνός! Εμπρός λοιπόν, ώρα να λερωθούμε!»
Ενώ τα κουνέλια, με σειρά, έσκαβαν μια τρύπα στον τοίχο (προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Περούκα, ο οποίος αντιπαθούσε το σκάψιμο), στην κατεύθυνση όπου ο Ασημής πίστευε ότι θα τους έβγαζε στην αποθήκη, ο Άλαν και ο Ντέρεκ, γονατιστοί, έσπρωχναν το σκόρπιο χώμα από τη μέση με τα χέρια τους. Μονάχα ο Ρόμπινς δεν ήταν κυριολεκτικά θαμμένος στη βρωμιά, τον οποίο είχαν αναθέσει τη δουλειά να κρατά τσίλιες στην είσοδο, μήπως κανένας φρουρός εκεί έξω άκουγε το σκάψιμο. Αλλά η τύχη τους κράτησε.
Μια ώρα αργότερα είχαν ανοίξει τούνελ που έφτανε μέχρι το διπλανό λαγούμι στην άλλη πλευρά του τοίχου. Η αποθήκη ήταν φίσκα με διάφορα άγρια λαχανικά και άλλα εδέσματα για κουνέλια τα οποία η Άουσλα είχε μαζέψει από την τριγύρω εξοχή για τον Θρέρα και την υπόλοιπη αριστοκρατία του κουνελότοπου – καθώς και για να τα στερούν από τους πάροικους ως απόδειξη της διεφθαρμένης εξουσίας τους.
Το θερμός με το υπνωτικό στο χέρι, ο Άλαν άρχισε να ποτίζει όλα τα λαχανικά τριγύρω. Χωρίς να μπορεί να ανιχνευτεί με την όσφρηση, το υπνωτικό μίγμα από μακριά έμοιαζε με υγρασία, κάνοντας τα δηλητηριασμένα λαχανικά να μοιάζουν πιο νόστιμα, περιμένοντας για κάποιον να τσιμπήσει το δόλωμα.
Είχε σχεδόν τελειώσει όταν άκουσε τη φωνή του Περούκα, «Οι αξιωματικοί επιστρέφουν. Κάνε πίσω!» Χωρίς να περιμένει να του το ξαναπούν, ο Άλαν σύρθηκε πίσω μέσω στο λαγούμι-φυλακή και γρήγορα γέμισαν την τρύπα, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος της δουλειάς τους.
Μπορούσαν να ακούσουν τους αξιωματικούς, που επέστρεφαν από την βάρδια τους, να περνάνε έξω από το λαγούμι για να πάρουν το δείπνο τους, σαν στρατιώτες σε μαγειρείο στρατοπέδου. Πολλοί από αυτούς ζητωκραύγαζαν για τον 'ηρωισμό' του Αστεροκέφαλου και του Θρήνου, και για την ντροπή του Περούκα και του Ασημή. Ο Άλαν όμως δεν έδινε σημασία σε αυτά τα κακόγουστα λόγια, κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι του. Πόση ώρα ακόμη μέχρι να δράσει το υπνωτικό; Μισή ώρα; Μία ώρα; Θα έπιανε καν; Τα λεπτά περνούσαν…
Σύντομα, μια νεκρική σιωπή γέμισε το κουνελότοπο. Ολόκληρη η φωλιά είχε πέσει σε βαθύ ύπνο, όλα τα κουνέλια ναρκωμένα από το υπνωτικό φάρμακο. Ο Άλαν κοίταξε την παρέα του.
«Εντάξει, πάμε!»
Σπρώχνοντας με όλη τους τη δύναμη, μετακίνησαν την μεγάλη πέτρα που έφραζε την είσοδο. Έξω, βρήκαν δυο αναίσθητους φρουρούς, να κάνουν όνειρα γλυκά σαν δυο Ωραίες Κοιμώμενες. Ο Άλαν πίστευε ότι δεν θα άνοιγαν μάτι έως τα ξημερώματα – και έως τότε, αυτοί θα βρίσκονταν μακριά από δω. Τα κουνέλια κοίταζαν με αμηχανία αυτό το μαγικό φαινόμενο, εντυπωσιασμένοι με το κόλπο που είχε σκαρφιστεί ο φίλος τους για να δραπετεύσουν, το οποίο θα ξεγέλαγε ακόμη και τον ίδιο τον Ελ-Αρερά! Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι θα ξυπνούσαν και θα τους έβρισκαν άφαντους, χωρίς να έχουν ιδέα τι συνέβη. Ο Ασημής χασκογέλασε, φαντάζοντας την έκφραση στο πρόσωπο του θείου του, όταν ο Θρέρα θα άκουγε για την διαφυγή.
Τα μάτια τους δεκατέσσερα, σε περίπτωση που κάποιος ήταν ακόμη ξύπνιος, αθόρυβοι, οι ομάδα των δραπετών ακολούθησαν το κεντρικό τούνελ πίσω προς την έξοδο, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες κοιμισμένα κουνέλια. Εκεί, θα μάζευαν όσους ήθελαν να φύγουν μαζί τους και τότε, θα γίνονταν καπνός.
Σύντομα, βρίσκονταν πάλι έξω, ελεύθεροι σαν πουλιά, οι άντρες να παίρνουν βαθιές ανάσες ανακούφισης, καταχαρούμενοι να βρίσκονται επιτέλους έξω από αυτή την ασφυκτική, υπόγεια φυλακή. Βλέποντας κανέναν φρουρό τριγύρω – η νυκτερινή περιπολία προφανώς δεν θα έβγαινε καθόλου για περιπολία απόψε –, ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια, όταν ο Πενταράκης τους σταμάτησε.
«Σταθείτε, τι κάνουμε με όλους αυτούς εκεί κάτω; Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε έτσι! Θα σκοτωθούν!» Ο Άλαν κατάλαβε πως το μικρό κουνέλι είχε δίκιο. Εάν συνέβαινε η καταστροφή προτού ξυπνήσουν, θα ήταν όλοι καταδικασμένοι, κάνοντας τους φονιάδες. Άσχετα με την άδικη κακομεταχείριση που τους είχαν δείξει αυτά τα ρεμάλια, ο Άλαν δεν ήθελε να έχει το αίμα τους στα χέρια του.
«Τότε γιατί δεν τους βγάζουμε όλους έξω και να τους αφήσουμε παραπέρα;» πρότεινε ο Ντέρεκ, «Έτσι, θα βρίσκονται εκτός κινδύνου όταν γίνει το κακό.» Παρόλο που ήταν ρίσκο να τους αφήσουν έξω όλη νύχτα, όταν κυκλοφορούσαν τόσα ελίλ που μπορούσαν να τους πιάσουν αβοήθητους, υπό τις συνθήκες ήταν η καλύτερη λύση.
«Καλή ιδέα. Εντάξει, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, ας ξεκινήσουμε,» είπε ο Άλαν, παίρνοντας τα ινία, «Λοιπόν, εγώ, ο Περούκας και ο Ασημής θα αναλάβουμε την εκκένωση. Ντέρεκ, εσένα σε χρειάζομαι στην άκρη του δάσους, να παρακολουθείς για τυχόν απρόσκλητη παρέα. Φουντούκη, εσύ και ο Πενταράκης, πάρτε τα πόδια σας και μαζέψτε όλους τους φίλους σας και ετοιμάστε τους για αναχώρηση. Ρόμπινς, εσύ πήγαινε και μάζεψε τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας από το αεροπλάνο. Γρήγορα!»
Η εκκένωση ολόκληρου κουνελότοπου δεν ήταν εύκολο. Παρότι ο Άλαν, ο Ασημής και ο Περούκας ήταν αρκετά δυνατοί να κουβαλάνε ένα κουνέλι ο καθένας τους, μετακινώντας αναίσθητα κουνέλια μέσα από στενά λαγούμια ήταν τρομερά αργή δουλειά. Σαν διαρρήκτες, μέσα στο σκότος της νύχτας, συνέχισαν να ψάχνουν, βρίσκοντας όλο και περισσότερα αναίσθητα κουνέλια, τα οποία έβγαλαν έξω, αδειάζοντας όλες τις φωλιές.
Μια ώρα αργότερα, τα περισσότερα κουνέλια βρίσκονταν έξω, ξαπλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο κάτω από το καταφύγιο των δέντρων, λίγο παραπέρα από τον κουνελότοπο. Με τον Ντέρεκ να τους φυλάει, ο Άλαν, ο Ασημής και ο Περούκας, κάτω από το έδαφος, συνέχισαν την εκκένωση. Ήταν έτοιμοι να μετακινήσουν έξω έναν από τους τελευταίους – έναν άλλο στρατιώτη της Άουσλα ονόματι Φελλόχορτος – όταν ξαφνικά κάποιος ξεπρόβαλε στην είσοδο του λαγουμιού, κλείνοντας τους το δρόμο.
«Τι κάνετε εσείς εδώ έξω; Πως δραπετεύσατε από το κρατητήριο;» Ήταν ο Λοχαγός Πουρνάρης, ο οποίος, κατάλαβαν πολύ αργά πια, βρισκόταν σε περιπολία και έτσι, δεν είχε φάει από τα δηλητηριασμένα λαχανικά όπως οι άλλοι. Βλέποντας τους νυχτερινούς φρουρούς να λείπουν από τα πόστα τους, είχε γυρίσει τρέχοντας στον κουνελότοπο, τσακώνοντας τους στα πράσα.
Ο Άλαν ένοιωσε το αίμα του να παγώνει, καθώς το πρόσωπο του Πουρνάρη κυριολεκτικά φλόγισε από θυμό, αντικρίζοντας τον ασάλευτο Φελλόχορτο στα χέρια του ανθρώπου, νομίζοντας πως είχε γίνει σφαγή εδώ πέρα. «Πουρνάρη, δεν είναι αυτό που νομίζεις…» πήγε να του εξηγήσει ο Ασημής, αλλά ο στενόμυαλος λοχαγός της Άουσλα δεν ήθελε να ακούσει λέξη.
«ΜΑ ΤΗΝ ΙΝΛΕ, ΤΙ ΚΑΝΑΤΕ; ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΟΛΟΙ; ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΣΕΣ ΟΛΟΥΣ! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ, ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ ΙΘΕ!» μούγκρισε ο Πουρνάρης και όρμησε στον Άλαν. Αλλά ο Περούκας ήταν πιο γρήγορος. Στη στιγμή, είχε ακινητοποιήσει τον Πουρνάρη χάμω, με το πόδι του το πιέζει σφιχτά το λαιμό του λοχαγού. Ο Πουρνάρης, που κόντευε να πάθει ασφυξία από τη σιδερένια λαβή του Περούκα, κοίταξε τον πρώην συνάδελφό, τώρα εχθρό του. Σίγουρα αυτοί οι προδότες θα τον καθάριζαν επίσης και μετά θα το έσκαγαν με τον άνθρωπο-συνεργό τους. Αλλά αυτός είχε μεγαλύτερη τιμή από το να τους εκλιπαρήσει για τη ζωή του σαν δειλός. Αλλά τότε, ο Περούκας μίλησε.
«Πουρνάρη, δεν θέλω να σε σκοτώσω, λοιπόν μην με αναγκάσεις. Εάν χαλαρώσω τη λαβή μου, θα κάτσεις ήσυχα να μας ακούσεις;» Ο Πουρνάρης του γνέψε ζοφερά, «Δεν νομίζω πως έχω και άλλη επιλογή, έτσι;» Ο Περούκας έβγαλε το πόδι που από το λαιμό του λοχαγού, για να μπορεί να ανασάνει, αλλά κρατώντας τον ακινητοποιημένο στο έδαφος, σε περίπτωση που προσπαθούσε να τους χιμήξει ξανά. Ο Πουρνάρης τον κοίταξε αγριεμένα.
«Τι έχετε να μου πείτε, το οποίο θα με ενδιέφερε;» τους χλεύασε, «Έχετε ήδη προδώσει τον κουνελότοπο και τον Αρχικούνελο σας για χάρη ενός ανθρώπου. Τι άλλο θέλετε, να με ακούσετε να σας ικετεύω για οίκτο; Προτιμώ να πεθάνω με αξιοπρέπεια…!»
«Ο κουνελότοπος μας κινδυνεύει, Πουρνάρη,» τον διέκοψε ο Περούκας, «Ο Άλαν ήρθε να μας ειδοποιήσει, αλλά εξαιτίας αυτόν των δυο ψευτών, τον Θρήνο και τον Αστεροκέφαλο και το παραμύθι τους περί συνομωσίας που ξεφούρνισαν στο Θρέρα – και σε σένα – κανείς δεν μας πιστεύει. Λοιπόν, έχουμε πάρει την κατάσταση στα χέρια μας: ο Άλαν έχει ρίξει ολόκληρη τη φωλιά σε ένα… μαγικό ύπνο, για να τους βγάλουμε από δω, όσο είναι ακόμη καιρός. Εάν όντως σε νοιάζει το συμφέρον αυτής της φωλιάς, τότε σου προτείνω να παρατήσεις επιτέλους την αλαζονεία σου και να μας βοηθήσεις!»
Ο Πουρνάρης ήταν εντελώς αηδιασμένος από το γεγονός ότι ένας από τους καλύτερους αξιωματικούς του υποστήριζε έναν ελεεινό άνθρωπο. Αυτός, ένα αξιοσέβαστο κουνέλι, με τιμή και βαθμό, ποτέ δεν θα τολμούσε να διαπράξει τέτοια αποστροφή! Η ιδέα ήταν σκέτη ντροπή! Ωστόσο, σε αντίθεση με αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι, γνώριζε καλά πως ο Θρήνος και ο Αστεροκέφαλος δεν ήταν και τα πιο τίμια κουνέλια. Πέρα των άλλων, γιατί έμπαιναν στον κόπο να βγάλουν τους πάντες έξω αφότου δραπέτευσαν; Γιατί δεν το είχαν σκάσει με την πρώτη ευκαιρία; Τελικά η περιέργεια του νίκησε και μίλησε.
«Λέτε πως ο Θρήνος και ο Αστεροκέφαλος το επινόησαν; Αφού ισχυρίστηκαν στον ίδιο τον Θρέρα πως σας κρυφάκουσαν να συνωμοτείτε – έδωσαν το όνομα του καθενός σας ως συνεργούς. Και, μην το αρνηθείτε, σας άκουσα και εγώ, έξω στην άκρη των ελών, να λέτε πως σκοπεύατε να λιποτακτήσετε και να φύγετε με αυτόν. Αυτό και μόνο, είναι προδοσία…!»
«Και μας άκουσες σωστά,» είπε ψυχρά ο Ασημής, «Έχουμε κάθε πρόθεση να παραμείνουμε ζωντανοί, και αφού ο άχρηστος ο θείος μου προτιμάει να πιστέψει τα ψέματα δυο ταραχοποιών που θα κάνουν το παν για μια προαγωγή παρά τον ίδιο του τον ανιψιό, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να δράσουμε ανεξάρτητα.»
Ο Πουρνάρης συλλογίστηκε. Όντως, είχε ακουστά τη φήμη του Θρήνου και του Αστεροκέφαλου, που τρομοκρατούσαν τους πάροικους, αλλά ποτέ δεν του πέρασε η ιδέα πως θα τολμούσαν να επιχειρήσουν να εξαπατήσουν τον Θρέρα… να εξαπατήσουν τον ίδιο! Αυτό και αν δεν ήταν εσχάτη προδοσία! Από τη άλλη όμως, θα έπρεπε να δεχτεί το λόγο ενός ανθρώπου ότι κινδύνευαν;
«Και πως είστε τόσο σίγουροι πως ο φίλος σας δεν προσπαθεί να σας ξεγελάσει ώστε να τον ακολουθήσετε; Είναι ένας αναθεματισμένος άνθρωπος, Θλείλι! Πόσο αξιόπιστος λες να είναι ο λόγος του;» Ο Περούκας πήγε να αντιμιλήσει, μάλλον να πει πως θα προτιμούσε να ακούσει τον Άλαν παρά αυτό το ρεμάλι τον Θρήνο, όταν ξαφνικά, ένας θόρυβος από την επιφάνεια τους απόσπασε την προσοχή.
«Τι στο όνομα του Φρίθ είναι αυτός ο ήχος;» ρώτησε κατάπληκτος ο Ασημής, «Δεν έχω ξανακούσει κανένα ζώο που κάνει έτσι…» Όμως ο Άλαν ένοιωσε την καρδιά του να πάλλεται από ενθουσιασμό, καθώς αναγνώρισε τον οικείο ήχο μιας μηχανής ελικοπτέρου. Κάποιος άλλος είχε βρει το δρόμο του εδώ – πιθανότατα, μια αποστολή διάσωσης ψάχνοντας για αυτόν και τους συντρόφους του! Η χαρά του πως σύντομα θα τελείωνε αυτή η περιπέτεια δεν κράτησε για πολύ όμως καθώς κατάλαβε πως το ελικόπτερο είχε πρόβλημα, ακούγοντας το απόμακρο σβούρισμα ενός χαλασμένου κινητήρα, που τους πλησίαζε γρήγορα… Το αίμα του πάγωσε, καθώς κατάλαβε πως το ελικόπτερο έπεφτε από τον ουρανό, έτοιμο να συντριβεί ακριβώς πάνω από τον κουνελότοπο σαν ιπτάμενη βόμβα! Πανικόβλητος, φώναξε στους συντρόφους του.
«Τρέξτε να σωθείτε! Η καταστροφή έφτασε! Όλος ο κουνελότοπος να τυλιχτεί στις φλόγες! Τρέξτε!» Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Προτού προλάβουν να κάνουν βήμα, η καταστροφή ήταν καταπάνω τους.
Ξαφνικά, μια βίαια δόνηση, σαν σεισμός, ταρακούνησε το κουνελότοπο, ακολουθούμενη από τον εκκωφαντικό κρότο από λαμαρίνες να ξεσκίζουν μέσα από ξύλο, καθώς οι λεπίδες των ροτόρων χτύπησαν τους κορμούς δέντρων στη συντριβή. Η δύναμη της πρόσκρουσης απλώθηκε μέσα από ολόκληρη το κουνελότοπο, συμβιβάζοντας την λεπτή ακεραιότητα των λαγουμιών, τα οποία άρχισαν να καταρρέουν ολόγυρα τους.
«Κλείστε τα μάτια σας και κρατήστε την αναπνοή σας!» φώναξε ο Άλαν, γρήγορα πέφτοντας γονατιστός σε στάση ασφαλείας, τα χέρια πάνω από το κεφάλι του. Καθώς ένοιωσε τα συντρίμμια της οροφής να πέφτουν χείμαρρο καταπάνω του, θάβοντας τον ζωντανό, του πέρασε από το νου η ειρωνεία που είχε κάνει τόσα πολλά για να αποτρέψει αυτή την καταστροφή, μόνο για να σκοτωθεί ο ίδιος στην προσπάθεια…
Εν στο μεταξύ, ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς είχαν ξανασυναντηθεί με τον Φουντούκη, τον Πενταράκη, τον Κουκουτσάκη, τον Ραδίκη και τον Πικραλίδα στην πλαγιά ενός κοντινού λόφου, όπου είχαν τρέξει να διαφύγουν, ο καθένας τους να καβαλάει και από ένα αναίσθητο κουνέλι, τα οποία είχαν καταφέρει να εκκενώσουν εγκαίρως. Ο Ντέρεκ είχε δει το ακυβέρνητο ελικόπτερο να πέφτει και είχε φωνάξει στους πάντες να απομακρυνθούν προτού το ελικόπτερο είχε πέσει πάνω στη φωλιά σαν μετεωρίτης, σπέρνοντας την καταστροφή.
Όλοι τους γύρισαν να κοιτάξουν τον κουνελότοπο. Παρόλο που το ελικόπτερο δεν είχε εκραγεί στην πρόσκρουση, η ζημιά είχε γίνει. Η ομάδα κοίταξε με αγωνία καθώς τα δέντρα έγειραν και έπεσαν, καθώς τα λαγούμια σκαμμένα στο υπέδαφος κάτω από τις ρίζες τους κατέρρευσαν σε στιλ ντόμινο, σαν παλιό ορυχείο, με τον Άλαν, τον Περούκα, τον Ασημή, τον Πουρνάρη, και όσους άλλους δεν είχαν προλάβει να βγάλουν εγκαίρως, παγιδευμένοι μέσα.
Οι επιζήσαντες ένοιωσαν τις καρδιές τους να βαραίνουν. Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία πως ο Άλαν είχε δίκιο. Αλλά, παρότι είχε σώσει πολλές ζωές, το τίμημα να αψηφήσει τη μοίρα, ήταν να χάσει η δικιά του – καθώς και αυτοί που είχαν παραμείνει μαζί του μέχρι τη τελευταία στιγμή για να τον βοηθήσουν στην προσπάθεια του. Ο Ντέρεκ έπεσε στα γόνατα του, πνιγμένος από τη θλίψη…
Σημείωση από τον συγγραφέα: Παρακαλώ αφήστε και κανένα σχόλιο!
