Ήταν αργά το πρωί μετά την καταστροφή του Σάντλεφορντ το προηγούμενο βράδυ. Η ομάδα των δεκαεννιά ανθρώπων και κουνελιών προσφύγων κατευθύνονταν νότια, προς την όχθη του ποταμού Ένμπορν. Από κει, θα προχωρούσαν νοτιότερα, προς τους μεγάλους λόφους, όπου και ήταν ο Λόφος του Γουότερσιπ. Ο Άλαν ηγούταν την ομάδα, την οποία αποτελούσε ο Φουντούκης, ο Πενταράκης, ο Περούκας, ο Πουρνάρης, ο Κουκουτσάκης, ο Ασημής, ο Καμπανούλης, η Βιολέτα, ο Δυόσπορος, ο Λευκαγκάθης, ο Βελανίδης, ο Βατόμουρος, ο Πικραλίδας και ο Ραδίκης. Ο Μακιούχαν και ο Ντέρεκ ακολουθούσαν από πίσω, μεταφέροντας τον αναίσθητο Φελόχορτο στο φορείο του. Ο Ρόμπινς περπατούσε μόνος του, σχεδόν χωριστά από την υπόλοιπη ομάδα, απορροφημένος με τις σκέψεις του.
Για δημοσιογράφος, ο τύπος δεν δείχνει και πολύ ενδιαφέρον να καταγράψει την ιστορία της πιο αλλόκοτης ομάδας προσφυγών όλων των εποχών, σκέφτηκε ο Άλαν με καχυποψία, παρατηρώντας την αποτραβηγμένη στάση του Ρόμπινς, αλλά είχε πολλές ευθύνες στα χέρια του για να τον απασχολεί αυτό τώρα.
Ο Μακιούχαν, παρότι είχε όλη την προσοχή του εστιασμένη στο να κουβαλάει το φορείο του Φελόχορτου, προχωρούσε σιωπηλός, πνιγμένος από τύψεις. Παρότι ο Άλαν τους είχε εξηγήσει πως η καταστροφή του Σάντλεφορντ ήταν ένα τραγικό ατύχημα, για το οποίο ο Μακιούχαν δεν έφταιγε, ο πιλότος είχε πάρει τους θανάτους των υπόλοιπων μελών του πληρώματος του πολύ βαριά. Οι ανώτεροι του, γνώριζε, θα τον περνούσαν από στρατοδικείο μόλις επέστρεφαν στον πολιτισμό. Και, μοιραία, θα του φόρτωναν την ευθύνη για όλο αυτό το χάλι. Η καριέρα του ως ένας αξιοσέβαστος αξιωματικός στην Βασιλική Αεροπορία θα πήγαινε οριστικά στον αγύριστο.
Ο Ντέρεκ, αντιθέτως, ήταν ξέγνοιαστος, ακολουθώντας πιστά τον φίλο του τον Άλαν όπου και αν τους πήγαινε η μοίρα, όπως και είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Τα κουνέλια, παρότι ήταν τώρα πια άστεγοι χλέσιλ με ένα αβέβαιο μέλλον μπροστά τους, ήταν σε καλά κέφια, το ενδιαφέρον τους να μάθουν περισσότερα για το 'μαγικό ανθρώπινο κόσμο' από όπου οι καινούργιοι φίλοι τους κατάγονταν να μεγαλώνει συνεχώς. Ωστόσο, υπήρχαν ορισμένες εξαιρέσεις, όπως ο Βατόμουρος και η Βιολέτα, οι οποίοι εξακολουθούσαν να μην εμπιστεύονται τους ανθρώπους συνταξιδιώτες τους, αποφεύγοντας κάθε συζήτηση μαζί τους.
Από τις ιστορίες που αντάλλαζαν, ο Άλαν σύντομα κατάλαβε πως ακόμη και οι ιστορίες περί της μυθολογίας των κουνελιών, τις οποίες γνώριζε από το βιβλίο του Άνταμς, καθώς και από διάφορα fanfics βασισμένα στη νουβέλα όπως Ο Φορέας του Σταυρού, ήταν όλες γνωστές στους φίλους του. Πιο συγκεκριμένα, ήταν το επίκεντρο της ιστορίας των προγόνων τους. Ωστόσο, ένα πράγμα ήταν πια σίγουρο: αυτός ο κόσμος δεν ήταν μια ζωντανή απεικόνιση του βιβλίου, όπως είχε νομίσει αρχικά, αλλά μάλλον μια έμπνευση, όπως λέει ο λόγος, από το υλικό του Άνταμς. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση σε όλο αυτό το μυστήριο.
Το τριγύρω αλλαγμένο περιβάλλον επίσης δεν έβγαζε κανένα νόημα. Αυτός ο κόσμος ήταν ένα ατελείωτο, άγριο τοπίο εύκρατου δάσους, κυρίως φυλλοβόλων, το οποίο απλωνόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τα δέντρα, που έφταναν μέχρι και 15 μέτρα σε ύψος, σχεδόν υπερφυσικά μεγάλα, με λίγα σκόρπια ξέφωτα και λιβάδια, υπήρχαν παντού. Παρότι ήταν κυρίως γνωστή Αγγλική χλωρίδα, υπήρχαν και πολλά φυτά άγνωστης προέλευσης, από τα είδη που ευδοκιμούσαν μόνο σε θερμότερα κλίματα και τα οποία κανονικά δεν υπήρχαν εδώ. Μια φυσική εξέλιξη εξαιτίας του θερμότερου κλίματος, σκέφτηκε ο Άλαν, χωρίς όμως να έχει ιδέα πώς να το εξηγήσει χρονικά.
Το μυστήριο, εν στο μεταξύ, όλο και μεγάλωνε με την ανεξήγητη απουσία άλλων ανθρώπων. Δεν υπήρχε ούτε ίχνος από δρόμους, αμάξια, αγροκτήματα, ούτε καν ενδείξεις χρονικής μόλυνσης του περιβάλλοντος από ανθρώπινη επέμβαση. Όλα αυτά είχαν κυριολεκτικά και οριστικά εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μονάχα αυτοί και τα δυο αεροσκάφη τους είχαν παραμείνει, ίσως σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ολόκληρος ο κόσμος είχε γίνει ένας ανέγγιχτος, άγριος κήπος, πέρα από τα όρια κάθε λογικής επιστημονικής εξήγησης.
Τι μπορούσε να είχε συμβεί; Και από πού είχαν εμφανιστεί, αληθινή σάρκα και οστά, οι χαρακτήρες ενός παραμυθιού; Αμέτρητες ερωτήσεις περνούσαν αναπάντητες μέσα από το μυαλό του καθώς αυτός και οι συνταξιδιώτες του προχωρούσαν.
Η πεζοπορία μέσα σε αυτή την άγρια φύση δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η βλάστηση ήταν πυκνή σαν ζούγκλας και χωρίς μαχαίρια για να κόψουν το δρόμο τους, ένα χιλιόμετρο εδώ πέρα ήταν σαν να περπατάνε δέκα. Επιτέλους, κουρασμένοι, αποφάσισαν να σταματήσουν να ξεκουραστούνε.
Ο Άλαν έπινε μια γουλιά νερό, όταν ξαφνικά άκουσαν τη φωνή του Ρόμπινς, ο οποίος είχε πάει λίγο παραπέρα, για να πάει στη τουαλέτα. «Ελάτε να δείτε! Βρήκα κάτι!»
Πλησιάζοντας, είδαν πως είχε βρει κάτι που έμοιαζε με ένα μεγάλο κομμάτι λευκού μουσαμά, με δεκάδες μπλεγμένα σκοινιά, το οποίο κρεμόταν από τα κλαδιά του δέντρου. Είχαν ανακαλύψει το αλεξίπτωτο του αγνοούμενου τέταρτου μέλους του πληρώματος του Μακιούχαν. Ο αεροπόρος κρεμόταν νεκρός από τις ζώνες του σακιδίου του αλεξίπτωτου του, το οποίο ήταν ακόμη δεμένο στην πλάτη του. Ορισμένα από τα σχοινιά είχαν μπλεχτεί γύρω από το λαιμό του όταν το είχε ανοίξει, στραγγαλίζοντας τον στην πτώση του. Ο πιλότος αναστέναξε θλιμμένος, καθώς αναγνώρισε το πτώμα.
«Είναι ο Τζον Χάρισον, ο ιατρός πτήσης του ελικοπτέρου μου. Ο ανόητος πανικοβλήθηκε και πήδηξε να σωθεί, νομίζοντας ότι θα ανατιναζόμασταν, » είπε, κάνοντας το σταυρό του, «Ο Θεός να τον αναπαύσει!»
Ξέμπλεξαν το πτώμα του Χάρισον από το αλεξίπτωτο και τον κατέβασαν. Έσκαψαν ένα ρηχό τάφο εκεί κοντά, όπου και τον έθαψαν με κάθε αξιοπρέπεια. Ο Μακιούχαν κρέμασε τις στρατιωτικές ταυτότητες του Χάρισον στον κορμό του δέντρου, μαρκάροντας την τελευταία κατοικία του τελευταίου μέλους του πληρώματος του. Στη συνέχεια, οι άντρες γύρισαν να μαζέψουν το αλεξίπτωτο. Παρότι ήταν φυσικά πια άχρηστο για τον αρχικό του σκοπό, όλο αυτό το ύφασμα και τα σκοινιά ήταν χρήσιμη πρώτη ύλη σε κατάσταση επιβίωσης. Δεν γινόταν να το αφήσουν να πάει χαμένο. Αλλά, προσπαθώντας να το κατεβάσουν, δεν έλεγε να κουνηθεί.
«Έχει πιαστεί σε κάτι στην κορυφή, το αναθεματισμένο,» είπε ο Άλαν, «Θα σκαρφαλώσω εκεί πάνω, να δω εάν μπορώ να το ξεμπλέξω. Ρόμπινς, έλα μαζί μου, να δώσεις ένα χεράκι.» Με λίγη δυσκολία, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν μέχρι τη κορυφή του δέντρου, όπου και βρήκαν μια ενδιαφέρουσα έκπληξη.
Στηριγμένο ανάμεσα σε δύο γερά κλαδιά ήταν μια γιγαντιαία φωλιά πουλιών, πελώρια σαν ένα διπλό κρεβάτι. Το αλεξίπτωτο είχε πιαστεί στα κοφτερά κλαδιά από τα οποία ήταν φτιαγμένη η φωλιά, αλλά ευτυχώς δεν είχε σκιστεί. Ο Άλαν δεν ήθελε ούτε να φανταστεί πως έμοιαζε όποιο ιπτάμενο τέρας και αν είχε φτιάξει μια τόσο μεγάλη φωλιά. Ψαχουλεύοντας μέσα στη φωλιά, βρήκε πολλά τσόφλια αυγών, αλλά κανένα ίχνος των μικρών. Μάλλον κάποιος αρουραίος ή κάποιο άλλο ζώο είχε εισβάλει στη φωλιά και καταβρόχθισε τα αυγά.
«Κοίτα, να και ένα ολόκληρο!» φώναξε ο Ρόμπινς, σηκώνοντας ένα αυγό, μεγάλο σαν καρπούζι, το οποίο είχε βρει κάτω από κάτι ξερά φύλλα, «Να πάρει, είναι ακόμη ζεστό! Μπορούμε κάλλιστα να το κάνουμε μελάτο για το μεσημεριανό μας…» Αλλά ο Άλαν, παρατηρώντας όλα τα μασουλημένα κόκκαλα ζώων σκορπισμένα μέσα στη φωλιά, κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν μέρος για να ψαχουλεύουν.
«Βάλτο πίσω!» του είπε, «Άντε, πάμε να φύγουμε, προτού γυρίσει η μάνα του και μας τσακώσει εδώ!» Ξεμπλέκοντας βιαστικά το αλεξίπτωτο, το άφησε να πέσει στο έδαφος, στα χέρια των συντρόφων τους που περίμεναν από κάτω. Στη βιασύνη του όμως, δεν πρόσεξε τον Ρόμπινς, ο οποίος διακριτικά έβαλε το αυγό μέσα στην τσάντα του. Αυτός το είχε βρει και τώρα ήταν δικό του, και δεν του καιγόταν καρφάκι τι έλεγε αυτός ο ανακατωσούρης ο Τζόνσον.
Κάτω στο έδαφος, ο Μακιούχαν προσπαθούσε να ξεμπλέξει τον φουκαρά τον Περούκα από το αλεξίπτωτο, το οποίο ο Άλαν είχε ρίξει κατά λάθος πάνω του. Ο μεγαλόσωμος στρατοκούνελος πάλευε απεγνωσμένα να ελευθερωθεί, παγιδευμένος σαν έντομο σε ιστό αράχνης, και έχοντας γίνει ρεζίλι των σκυλιών.
«Βγάλτε αυτό το παλιόπραμα από πάνω μου!»
«Τότε σταμάτα να κουνιέσαι επιτέλους, ατζαμή μαντράχαλε!» μούγγρισε ο Μακιούχαν, προσπαθώντας να τον ξεμπλέξει, «Θα το κάνεις κομμάτια!» Ο Ντέρεκ και τα υπόλοιπα κουνέλια προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους, κοιτάζοντας τον Περούκα, που έμοιαζε με κουνέλι-φάντασμα τυλιγμένος μέσα στο λευκό ύφασμα του αλεξίπτωτου.
«Πρέπει να το παραδεχτώ, Περούκα, φιλάρα,» χασκογέλασε ο Ραδίκης, πειράζοντας τον, «Μοιάζεις ωραίος έτσι. Σχεδόν ελκυστικός, θα έλεγα, σαν λευκή κουνέλα…» Ο Περούκας όμως δεν του άρεσε να του κάνουν πλάκα. Αγριοκοίταξε τον Ραδίκη.
«Και εσύ δεν θα μπορέσεις να βρεις ποτέ κουνέλα που να σε θέλει όταν σε κανονίσω, εάν δεν το βουλώσεις, Ραδίκη!» Ο Ραδίκης κατάπιε τη γλώσσα του και όλοι τους σώπασαν, φοβούμενοι μην επανεμφανιστεί ο φόβος και ο τρόμος που παραμόνευε κάτω από το πετσί του Περούκα όποτε θύμωνε. Οι άντρες δίπλωσαν προσεχτικά το αλεξίπτωτο και το έβαλαν πίσω μέσα στη θήκη του, την οποία θα κουβαλούσε ο Ντέρεκ. Συνέχισαν το δρόμο τους, αφήνοντας τον μοναχικό τάφο του Τζον Χάρισον πίσω τους.
Συνέχισαν την πεζοπορία τους για άλλη μια ώρα, μέχρι που τελικά έφτασαν στην όχθη του ποταμού Ένμπορν – ή πιο συγκεκριμένα, αυτό που μάλλον ήταν το ονομαζόμενο ποτάμι που έβλεπαν στον αχρηστεμένο χάρτη τους. Όπως και καθετί άλλο σε αυτό το μέρος, ο ποταμός είχε επίσης αλλάξει. Ήταν πιο φαρδύς από ότι τον θυμόταν ο Άλαν, με μεγαλύτερη ποσότητα νερού, μάλλον εξαιτίας των πρόσφατων ανοιξιάτικων βροχών. Τα κουνέλια κοίταξαν ανήσυχα το νερό, οι περισσότεροι βλέποντας πρώτη φορά στη ζωή τους ποτάμι.
«Πρέπει οπωσδήποτε να περάσουμε μέσα από εδώ;» ρώτησε ο Πενταράκης, μυρίζοντας το νερό, «Δεν νομίζω να μπορώ να κολυμπήσω, είμαι κατάκοπος. Και τι γίνεται με τον Κουκουτσάκι και τον Φελόχορτο;»
Ο Άλαν κατάλαβε πως ο Πενταράκης είχε δίκιο. Τα περισσότερα κουνέλια δεν ήταν συνηθισμένοι στο να περπατούν μεγάλες αποστάσεις και ήταν ήδη έτοιμοι να καταρρεύσουν από την κούραση. Επίσης, υπήρχε ένα δυνατό ρεύμα στη μέση του ποταμού, πολύ επικίνδυνο για να περάσουν κολυμπώντας, ακόμα και για τους ανθρώπους, οι οποίοι φυσικά ήταν πολύ καλύτεροι κολυμβητές από τα κουνέλια. Ο Φελόχορτος ήταν σε κώμα και ανήμπορος να κολυμπήσει. Ο Κουκουτσάκης, που δεν είχε μπει ποτέ του σε ανοιχτό νερό, κοιτούσε το ποτάμι, τρέμοντας ολόκληρος. Είχαν κολλήσει.
«Ο Λόφος του Γουότερσιπ είναι από την άλλη πλευρά του ποταμού, περίπου δέκα χιλιόμετρα νότια… εννοώ, περίπου μια μέρα πεζοπορία από δω,» είπε ο Άλαν, «Εάν είναι να το φτάσουμε, θα πρέπει να περάσουμε με κάποιον τρόπο το ποτάμι.» Κάποιος όμως δεν ήθελε με τίποτα να περάσουν το ποτάμι – και καθώς θα μάθαιναν σύντομα, όχι επειδή φοβόταν μη πνιγούν προσπαθώντας.
«Εάν θέλετε την γνώμη μου, δεν θα συνιστούσα με τίποτα να περάσουμε στην άλλη όχθη. Αυτά είναι τα σύνορα της Σκοτεινής Περιοχής.» Οι άνθρωποι γύρισαν να κοιτάξουν παραξενεμένοι τον Πουρνάρη, «Γιατί; Τι υπάρχει σε αυτή τη Σκοτεινή Περιοχή;» Τα κουνέλια τους κοίταξαν δύσπιστα. Ότι και αν ήταν αυτό το μέρος με το μακάβριο όνομα, ήταν ταμπού μόνο και να το συζητάνε, σκέφτηκε ο Άλαν.
«Δεν ξέρετε;» ρώτησε ο Πουρνάρης, «Η Σκοτεινή Περιοχή είναι ένα απαγορευμένο μέρος έξω από τα σύνορα μας, βαθιά μέσα στην καρδιά των Μεγάλων Λιβαδιών της Φένλο. Επί ολόκληρες γενεές, υπήρχαν ιστορίες για κουνέλια που πήγαν εκεί έξω να εξερευνήσουν και δεν επέστρεψαν ποτέ. Πολλά κουνέλια λένε πως είναι το βασίλειο του Μαύρου Κουνελιού της Ίνλε, ο Οποίος ζει σε ένα γιγαντιαίο κουνελότοπο θανάτου, με την Άουσλα του από κουνέλια-ελίλ…»
«Κουνέλια-ελίλ;» ρώτησε ο Φουντούκης, ανατριχιάζοντας ολόκληρος από αυτά που άκουγε, «Τι σόι κουνέλια θα ήθελαν να συσχετίζονται με τους ελίλ;» Για να τους εξηγήσει καλύτερα, ο Πουρνάρης του διηγήθηκε μια ιστορία, την οποία ορισμένα από τα γηραιότερα κουνέλια του Σάντλεφορντ γνώριζαν από παλιά.
«Πριν πολλούς κύκλους εποχών, όταν ήμουν ακόμη ένας νεαρός νεοσύλλεκτος στην Άουσλα, ένας μυστηριώδης ξένος ήρθε στο Σάντλεφορντ. Αυτός ο κούνελος, ο οποίος αυτοαποκαλούταν κυρίαρχος της Σκοτεινής Περιοχής, είχε έρθει απαιτώντας να του παραδώσουμε όλες τις κουνέλες και τα αρσενικά κουνελάκια μας με ανταλλαγή ειρήνη. Παρότι τον διώξαμε, αυτό το σατανικό κουνέλι, ο οποίος θύμιζε όργανο του Μαύρου Κουνελιού της Ίνλε, μας καταράστηκε για εκδίκηση. Μια θανατηφόρα επιδημία Λευκής Τύφλωσης χτύπησε την περιοχή μας, αφανίζοντας ολόκληρους κουνελότοπους, μεταξύ των οποίων, ναι, τη Θηνιά.» Τα κουνέλια όλα άσθμαναν τρομοκρατημένοι – όλοι τους ήξεραν τη φρικτή ιστορία της καταστροφής της Θηνιάς.
«Λένε πως η Λευκή Τύφλωση ήταν μια τιμωρία από το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε, που εισβάλαμε στο βασίλειο Του,» συνέχισε ο Πουρνάρης, «Ο Θρέρα, τότε ένας ισχυρογνώμων και πεισματάρης νεαρός Αρχικούνελος, ηγούταν μια αποστολή στην Σκοτεινή Περιοχή, για να εξερευνήσει την άγνωστη γη στην άλλη πλευρά. Ήταν ο μόνος επιζώντας που γύρισε πίσω. Αλλά ποτέ δεν ήθελε να μας πει να τους συνέβη εκεί έξω.» Ο Άλαν αμέσως θυμήθηκε τα τελευταία λόγια του Θρέρα. Μήπως είχαν καμία σχέση με αυτό; Οι δυο συνάνθρωποι του, ωστόσο, δεν τους προβλημάτιζε και πολύ.
«Δεισιδαιμονίες και σαχλαμάρες,» είπε ο Ντέρεκ, «Το πιο πιθανό είναι να έπεσαν σε ενέδρα από…κουνέλια-ληστές, ή κάτι παρόμοιο. Και όσο για αυτή την επιδημία, μια τραγική σύμπτωση, σίγουρα…» Όμως, ο Άλαν, ο οποίος γνώριζε κάτι παραπάνω από το βιβλίο του Άνταμς, ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά.
«Η Έφραφα…» μουρμούρισε, χάνοντας το χαμόγελο του. Τα κουνέλια όλοι τον κοίταξαν, «Τι είπες;»
«Αυτός ο 'κουνελότοπος του θανάτου' για τον οποίο μας λες πρέπει να είναι η Έφραφα, το βασίλειο του Στρατηγού Ακάνθινου,» τους εξήγησε, «Στέλνουν Μεγάλες Περιπόλους που ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις από το κουνελότοπο, προκαλώντας διάφορους μπελάδες για λογαριασμό του Ακάνθινου. Λεηλατούν και καταστρέφουν ξένους κουνελότοπους ή πιάνουν αιχμαλώτους όποιους άτυχους χλέσιλ συναντήσουν. Οι αιχμάλωτοι μετά, είτε μεταφέρονται πίσω στη Έφραφα ως σκλάβοι, ή τους σκοτώνουν, ώστε να μην γνωρίζει κανείς για την Έφραφα. Δεν έχουν ούτε συμμάχους, ούτε πρεσβευτές. Οι πάντες και τα πάντα έξω από τη Έφραφα είναι ο εχθρός, τουλάχιστον στα μάτια του Ακάνθινου.»
«Που ξέρεις όλες αυτές τις πληροφορίες;» ρώτησε ο Πουρνάρης, «Είναι και αυτό μέρος της ιστορίας μας, όπως και η καταστροφή του Σάντλεφορντ;» Ο Άλαν του έγνεψε.
«Είναι η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ,» είπε, «Το ερώτημα είναι, εάν υποθέσουμε πως η Έφραφα όντως υπάρχει εκεί έξω, αξίζει να διακινδυνεύσουμε να περάσουμε μέσα σε εχθρική ζώνη, ώστε να βρούμε το ιδανικό καινούργιο μας σπίτι;» Τα κουνέλια συλλογίστηκαν μεταξύ τους. Τελικά, μίλησε ο Περούκας.
«Δεν υπάρχει πουθενά αλλού να πάμε. Δεν υπάρχουν άλλοι κουνελότοποι εδώ τριγύρω και η περιοχή προς το βορρά, είναι εντελώς άγνωστη και ίσως ακόμη πιο επικίνδυνη. Τουλάχιστον, έτσι έχουμε έναν βέβαιο προορισμό. Όποιος προσπαθεί, κερδίζει!» είπε, επαναλαμβάνοντας ένα γνωστό μότο της Άουσλα, «Εγώ λέω, ας προχωρήσουμε!» Παρότι εξακολουθούσαν να είναι κάπως διστακτικοί, γνωρίζοντας πως μάλλον πήγαιναν γυρεύοντας για μπελάδες, οι υπόλοιποι επιτέλους συμφώνησαν.
«Λοιπόν, η απόφαση έχει παρθεί,» είπε ο Φουντούκης, «Προχωράμε μέσα στη Σκοτεινή Περιοχή και ας ελπίσουμε για την προστασία και καθοδήγηση του Φρίθ.» Γύρισε να ξανακοιτάξει το ποτάμι, το οποίο εξακολουθούσε να τους κλείνει το δρόμο, «Λοιπόν, πως θα το περάσουμε, Άλαν;»
«Ελπίζω να μην ζητάς εθελοντές,» είπε ο Πικραλίδας, κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια το γοργά κινούμενο νερό, που μπορούσε να καταπιεί οποιονδήποτε από αυτούς. Ο Άλαν ωστόσο ήταν εντελώς ήρεμος.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, παιδιά. Έχω τη λύση.»
«Και ποια ακριβώς είναι η 'λύση' σου, εξυπνάκια;» ρώτησε σαρκαστικά ο Ραδίκης, «Να ξεθάψουμε κάποιο δέντρο και να το αφήσουμε να πέσει, να φτιάξουμε μια γέφυρα έως την απέραντη όχθη; Έχεις ράκα στο κεφάλι σου εάν νομίζεις πως θα περάσω εγώ τη μέρα μου σκάβοντας σαν κουνέλα…» Μη δίνοντας σημασία στο φτηνό σαρκασμό του Ραδίκη, ο Άλαν γύρισε στο Ντέρεκ.
«Ντικ, βγάλε τη σωστική σχεδία. Πάλι καλά που επέμενα να την πάρουμε μαζί μας για κάθε ενδεχόμενο, ε;» Όμως, ο Ντέρεκ, καταλαβαίνοντας το σχέδιο του φίλου του, δεν ήταν και τόσο σίγουρος εάν ήταν τόσο καλή ιδέα.
«Δεν γίνεται να περάσουμε απέναντι με μόνο ένα μικρό φουσκωτό, Άλ,» είπε, «Το ρεύμα θα σε παρασύρει!» Πέταξε στον Άλαν το κίτρινο πακέτο, που ήταν η σωστική σχεδία του Τσέσνα, ο οποίος το έπιασε χαμογελώντας σαν κλόουν.
«Όχι εάν πάρουμε ορισμένα προφυλακτικά μέτρα πριν,» είπε στο φίλο του, «Μακιούχαν, δώσε μου το σχοινί!»
«Τι στο όνομα Του Φρίθ κάνεις εκεί;» ρώτησε ο Πουρνάρης, κοιτάζοντας τον Άλαν να περιεργάζεται εκείνο το, από πρώτης όψεως, ασήμαντο κίτρινο πακέτο, το οποίο κανένα από τα κουνέλια δεν είχε ξαναδεί. Τραβώντας το σπάγκο στην πλευρά του πακέτου, άνοιξε τη βαλβίδα της μικρής φιάλης διοξειδίου άνθρακος, με το οποίο φούσκωνε η σχεδία. Τα κουνέλια όλα αναπήδησαν από την έκπληξη καθώς το πακέτο άνοιξε με ένα δυνατό φύσημα και πήρε σχήμα. Σύντομα, το εξαγωνικό φουσκωτό, αρκετά μεγάλο για τέσσερις επιβάτες, ήταν έτοιμο για καθέλκυση.
Τα κουνέλια είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Για μια στιγμή, κανένας τους δεν κουνήθηκε ρούπι. Τότε, ο Φουντούκης βρήκε το θάρρος να πλησιάσει και να το ακουμπήσει με το πόδι του, προσπαθώντας να καταλάβει εάν ήταν ζωντανό ή όχι. Καθησυχασμένος πως δεν θα το δάγκωνε αυτό το αλλόκοτο, ανθρώπινο μαραφέτι, το μύρισε.
«Πολύ ενδιαφέρον,» μουρμούρισε, εντυπωσιασμένος από το πόσο μαλακό ήταν το ύφασμα του φουσκωτού, «Αλλά πως μπορεί αυτό το… το γιγαντιαίο νούφαρο να μας βοηθήσει να περάσουμε απέναντι;» Ο Άλαν έσκασε στα γέλια.
«Δεν είναι νούφαρο, Φουντούκι, είναι φουσκωτό,» του εξήγησε, «Οι άνθρωποι το χρησιμοποιούνε να περπατάνε πάνω στο νερό, όπως λέει ο λόγος.» Έπρεπε να συγκρατήσει τα γέλια του, βλέποντας την έκφραση έκπληξης γραμμένη στα πρόσωπα των κουνελιών. Μεγαλύτερη τρέλα δεν είχαν ξανακούσει στη ζωή τους.
«Να περπατάνε πάνω σε νερό;»
Χωρίς να σπαταλήσει άλλο χρόνο να τους εξηγήσει, ο Άλαν πήρε το σχοινί και έφτιαξε μια θηλιά κρεμάλας. Τότε, σαν καουμπόης με λάσο, έριξε το σκοινί προς την απέραντη όχθη, όπου υπήρχε ο κορμός ενός πεσμένου δέντρου. Μετά από αρκετές προσπάθειες, η θηλιά τυλίχτηκε γύρω από τον κορμό και ο Άλαν την έσφιξε γερά, τεντώνοντας το σκοινί. Μετά, με τη βοήθεια του Μακιούχαν, έδεσε την σχεδία με ιμάντες και καραμπίνες στο σκοινί. Την έσπρωξαν μέσα στο νερό και είδαν πως το σκοινί την κρατούσε σταθερά, χωρίς να μπορεί το ρεύμα να τη παρασύρει.
«Είμαστε έτοιμοι. Λοιπόν, περνάμε απέναντι, τέσσερις κάθε φορά. Ωραία, ποίος θέλει να έρθει πρώτος;» Αρχικά, κανένας δεν κουνήθηκε, νομίζοντας πως το σχέδιο του Άλαν ήταν καθαρή αυτοκτονία. Τότε, προς έκπληξη όλων, πλησίασε ο Ραδίκης.
«Πολύ καλά λοιπόν, εγώ θα πάω να πνιγώ πρώτος,» είπε, παίζοντας το ανδράκι, αλλά μετανιώνοντας το πριν καν οι λέξεις βγουν από το στόμα του. Αλλά ήταν πολύ αργά πια για να υποχωρήσει και ο Περούκας τον έσπρωξε μέσα στην σχεδία, παρέα με εκείνον, τον Ασημή και τον Άλαν.
Τραβώντας το σκοινί ασφαλείας, ο Άλαν τους τράβηξε προς την απέραντη όχθη. Το ρεύμα ήταν πιο δυνατό από όσο νόμιζε, στέλνοντας πίδακες από κρύο σαν τον πάγο νερό πάνω τους σε όλη την διαδρομή, αλλά ευτυχώς το σκοινί άντεξε. Φτάνοντας σώοι στην απέναντι όχθη, τα μουσκεμένα κουνέλια κατέβηκαν, αναστενάζοντας που είχε τελειώσει αυτή η βόλτα στην Ίνλε και ήταν ακόμη ζωντανοί. Αφήνοντας τους να στεγνώσουν, ο Άλαν γύρισε πίσω για την επόμενη τριάδα.
Μετά από αρκετές διαδρομές, μονάχα ο Ρόμπινς, ο Φουντούκης, ο Πενταράκης και ο Κουκουτσάκης είχαν μείνει. Ο Ρόμπινς μπήκε μέσα στο φουσκωτό, κρατώντας αγκαλιά την τσάντα του, όπου είχε κρύψει το κλεμμένο αυγό του. Ο Φουντούκης δυσκολεύτηκε να πείσει τον τρομοκρατημένο Κουκουτσάκι να ανέβει αλλά τελικά τα κατάφερε. Ο Πενταράκης δίστασε λίγο, αλλά, για να μην φανεί δειλός, τελικά μπήκε μέσα, ακολουθούμενος από τον Φουντούκι. Ο Άλαν τους τράβηξε κατά μήκος του σκοινιού, προς την απέναντι όχθη. Κανένας τους όμως δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως ο κίνδυνος παραμόνευε εκεί κοντά.
Ξαφνικά, στα μέσα της διαδρομής, ο Πενταράκης ξαφνικά πάγωσε, οι κόρες των ματιών του συννεφιασμένες σαν θολό τζάμι, η έκφραση του κενή και απόμακρη. Έβλεπε πάλι ένα όραμα. Ο Φουντούκης κοίταξε τον αδελφό του, «Τι συμβαίνει, Πενταράκη; Τι βλέπεις;» Συνέρχοντας από το όραμα του, τον Πενταράκη τον κυρίευσε ο πανικός.
«Το νερό!» φώναξε, «Το νερό θέλει κάποιον από εμάς…!» Προτού μπορέσουν να καταλάβουν τι στο καλό έλεγε ο Πενταράκης, στην όχθη, οι σύντροφοι τους ξαφνικά άρχισαν να τους φωνάζουν.
«Προσέξτε! Γεράκι!»
Κοιτάζοντας πάνω από το κεφάλι του, ο Άλαν είδε κάτι που έκανε το αίμα του να παγώσει. Ένα γιγαντιαίο γεράκι, μεγάλο σαν ένα μικρό αεροπλάνο, ερχόταν καταπάνω τους, τα κοφτερά σαν μαχαίρια νύχια του τεντωμένα, έτοιμο να επιτεθεί. Παγιδευμένοι στη μέση του ποταμού και εντελώς εκτεθειμένοι, ο Άλαν και οι τρεις επιβάτες του έσκυψαν, προσπαθώντας να αποφύγουν τα νύχια του γερακιού. Δυστυχώς, στον πανικό τους, έχασαν την ισορροπία τους, αναποδογυρίζοντας το φουσκωτό.
Το παγωμένο νερό χτύπησε τον Άλαν παντού καθώς βυθίστηκε, κάνοντας τον να φωνάξει. Ίσαμε πρόλαβε να κρατηθεί από το σκοινί, για να μην τον παρασύρει το ρεύμα. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, είδε τον Φουντούκι επίσης να κρατιέται από το σκοινί με τα δόντια του, με τον Πενταράκι να κρατιέται από τους ώμους του αδελφού του για να σωθεί. Ο Ρόμπινς βρισκόταν παραπέρα, κρατώντας προστατευτικά την πολύτιμη τσάντα του. Το φουσκωτό είχε ξεκολλήσει όταν αναποδογυρίστηκε και είχε χαθεί. Το γεράκι ευτυχώς έχει φύγει.
Οι σύντροφοι τους, τους τράβηξαν στην όχθη με το σκοινί, «Όλοι εντάξει;»
«Ναι, αλλά δεν υπάρχει πια γυρισμός για κανέναν μας,» είπε ο Άλαν, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση όπου είχε εξαφανιστεί το φουσκωτό τους. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: έπρεπε τώρα να προχωρήσουν μέσα στη Σκοτεινή Περιοχή, είτε τους άρεσε, είτε όχι. Βγάζοντας το μουσκεμένο γιλέκο και πουκάμισο του, πήρε την θερμική κουβέρτα αλουμινίου που του πρόσφερε ο Μακιούχαν. Τότε, ξαφνικά, πρόσεξε πως ο Κουκουτσάκης είχε εξαφανιστεί.
«Σταθείτε, που είναι ο Κουκουτσάκης;»
Τα πρόσωπα των πάντων πήραν τρομοκρατημένες εκφράσεις. Δεν υπήρχε ερώτημα τι είχε συμβεί. Ο Κουκουτσάκης προφανώς δεν είχε προλάβει να κρατηθεί από το σκοινί όταν αναποδογυρίστηκε το φουσκωτό και είχε πνιγεί. Αποκλείεται να είχε γλιτώσει. Τα κουνέλια χαμήλωσαν λυπημένα τα κεφάλια τους, σε στάση πένθους.
«Η καρδιά μου συνάντησε τους Χίλιους, γιατί ο φίλος μου έπαψε σήμερα να τρέχει,» είπε ο Φουντούκης, παραθέτοντας μια επικήδεια κουνελήσια παροιμία. Όμως ο Άλαν, που συμπαθούσε πολύ τον Κουκουτσάκη, δεν ήταν έτοιμος να τον ξεγράψει τόσο εύκολα.
Χωρίς δισταγμό, πήρε μια από τις φιάλες οξυγόνου που είχαν πάρει από το Τσέσνα. Έβαλε γρήγορα τη μάσκα και άνοιξε την παροχή αέρα, αυτοσχεδιάζοντας μια πρόχειρη αναπνευστική συσκευή δύτη. Ο Ασημής τον πρόσεξε.
«Άλαν, μα τι κάνεις εκεί…; Άλαν, μη!» φώναξαν όλοι μαζί, καθώς ο Άλαν βούτηξε στο ποτάμι, αφήνοντας το ρεύμα να τον παρασύρει, πηγαίνοντας τον όπου είχε πάει και τον Κουκουτσάκη. Μπορούσε να ακούσει τις φωνές των συντρόφων του από την όχθη του ποταμού, να του φωνάζουν να γυρίσει πίσω, «Άλαν, μην το κάνεις! Δεν θα τα καταφέρεις!» Τότε ο αντίλαλος του νερού του γέμισε τα αυτιά.
Κολυμπώντας υποβρυχίως, έψαξε παντού για τον Κουκουτσάκη. Το νερό ήταν θολό και γεμάτο λάσπη, περιορίζοντας την ορατότητα του. Κανένα ίχνος του Κουκουτσάκη πουθενά. Μέσα σε αυτή τη θολούρα, θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον προσπεράσει χωρίς να τον δει και δεν θα τον εύρισκε ποτέ. Τότε, καθώς του τελείωνε το οξυγόνο του, τον βρήκε.
Το ρεύμα είχε ρίξει το άμοιρο κουνελάκι μέσα σε ένα δάσος φυκιών γλυκού νερού στο βυθό, παγιδεύοντας τον και αφήνοντας τον να πνιγεί. Αγκιστρώνοντας τον εαυτό του στο πάτο με τα πόδια του, ο Άλαν γρήγορα έβγαλε τη μάσκα του και την έβαλε στο πρόσωπο του Κουκουτσάκη, δίνοντας του αέρα. Κρατώντας το μικρόσωμο κουνέλι με το ένα χέρι, με το μαχαίρι του, έκοψε τα φύκια στα οποία ήταν μπλεγμένος και κολύμπησε προς την επιφάνεια.
Κρατώντας το κεφάλι του Κουκουτσάκη ψηλά ώστε να μπορεί να αναπνέει, συνέχισε να κολυμπάει με όλη του τη δύναμη, μέχρι που κατάφερε να ξεφύγει από το ρεύμα και έφτασε πίσω στα ρηχά. Κατάκοπος, σύρθηκε μέχρι την όχθη, όπου και έπεσε στα γόνατα του, παίρνοντας βαθιές ανάσες, με τον Κουκουτσάκη δίπλα του.
Μόλις είχε συνέλθει κάπως, μπόρεσε και είδε πως το ρεύμα τους είχε παρασύρει πολύ κάτω. Βρίσκονταν σε ένα άγνωστο σημείο του ποταμού, μακριά από τους συντρόφους τους. Γυρίζοντας την προσοχή του πίσω στον Κουκουτσάκη, καταχάρηκε, βλέποντας πως ήταν ακόμη ζωντανός. Δεν είχε πάθει κανένα τραυματισμό, μόνο είχε χάσει τις αισθήσεις του.
Μετά από λίγα λεπτά τρίβοντας την πλάτη του μικρού κουνελιού, ο Κουκουτσάκης άνοιξε τα μάτια του, φτύνοντας όλο το νερό που είχε καταπιεί. Τρομαγμένος και αποπροσανατολισμένος, κοίταξε ολόγυρά του, απορώντας πως βρέθηκε εδώ πέρα, μέχρι που πρόσεξε τον Άλαν να σκύβει από πάνω του.
«Είσαι καλά, μικρέ;» ρώτησε, χαϊδεύοντας καθησυχαστικά το κεφαλάκι του, «Έλα, ηρέμησε, σώθηκες.»
Ο Κουκουτσάκης σύρθηκε στην αγκαλιά του Άλαν, τρέμοντας ολόκληρος από την τρομαχτική εμπειρία του, καταλαβαίνοντας πόσο κοντά είχε βρεθεί στο να τον πάρει το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε. Κοίταξε τον σωτήρα του με γουρλωμένα μάτια, που έτρεχαν δάκρυα από σοκ και ευγνωμοσύνη.
«Ω, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ,» μουρμούρισε, ακόμη τρέμοντας ολόκληρος, «Αλλά, γιατί το έκανες; Γιατί ρίσκαρες τη ζωή σου για εμένα; Δεν άξιζα και τίποτα…» Ο Άλαν τα'χασε με αυτά που άκουγε. Γιατί ο Κουκουτσάκης ένοιωθε τόσο υποβαθμισμένος;
«Μα τι λες;» ρώτησε, ανεβάζοντας λίγο το τόνο της φωνής του, «Φυσικά και άξιζες! Η ασφάλεια όλων σας είναι ευθύνη μου, και εσύ δεν αποτελείς εξαίρεση! Ποιός σου έδωσε τέτοια ιδέα;» Αλλά ο Κουκουτσάκης συνέχισε να κλαίει.
«Εγώ φταίω για όλα!» κλαψούρισε, νιώθοντας ντροπή που είχε βάλει τον Άλαν σε κίνδυνο, «Εάν δεν ήμουν τόσο μικρόσωμος και αδύναμος, δεν θα ήμουν ένα βάρος σε όλους! Ο Φρύνος και οι άλλοι είχαν δίκιο που έλεγαν πως πάντα θα είμαι ένας άχρηστος που πάντα θα πρέπει να βασίζεται σε δυνατότερα κουνέλια για την ασφάλεια του! Θα ήταν καλύτερα για όλους σας εάν με είχες αφήσει να πνιγώ. Λυπάμαι τόσο πολύ, Άλαν…» είπε, ξεσπώντας σε λυγμούς.
Καταλαβαίνοντας πως ο φίλος του είχε περάσει μια ζωή να τον εκφοβίζουν τα μεγαλύτερα και δυνατότερα κουνέλια – μεταξύ των οποίων και ρεμάλια όπως ο Φρύνος και ο Αστεροκέφαλος, αναμφίβολα –, μόνο και μόνο επειδή ήταν νάνος, αποτέλεσμα του ψυχικού τραύματος από το θάνατο των γωνιών του, ο Άλαν τον λυπήθηκε.
Γνώριζε πως ο αυστηρός νόμος της φύσης επικρατούσε μέσα στην κοινωνία των κουνελιών: μονάχα οι δυνατότεροι έκαναν κουμάντο, ενώ οι πιο αδύναμοι ήταν συνήθως ασήμαντα κοινωνικά απόβλητα και ο μικρός, ανυπεράσπιστος Κουκουτσάκης ήταν το απόβλητο των αποβλήτων. Από την άλλη, καταλάβαινε απολύτως πως ένοιωθε ο φίλος του, αφού και ο ίδιος είχε υποστεί παρόμοιο πόνο και ενοχή όταν η οικογένεια του είχαν δολοφονηθεί. Μόνο που εκείνος έπρεπε να υποστεί το μαρτύριο της τραγωδίας του μόνος του, αφού οι πάντες του είχαν γυρίσει την πλάτη, εκτός από τον Ντέρεκ. Δεν μπορούσε να αφήσει τον Κουκουτσάκι να νιώθει έτσι ασήμαντος! Γονατίζοντας, τον πήρε αγκαλιά σαν μικρό παιδί.
«Μην κάνεις έτσι, φιλαράκο. Δεν φταις σε τίποτα, ήταν δίκη μου απόφαση να μπω στο νερό για να σε σώσω. Για να ξέρεις, δεν θα μπορούσα να συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου εάν σε άφηνα να πνιγείς. Άκου τι σου λέω, που ξέρω: ότι και αν σου λένε κάποιοι κάποιοι, είναι όλα μπούρδες!» Παρότι ο Κουκουτσάκης ήταν ξαφνιασμένος από την φιλική και συμπαραστατική στάση του ανθρώπου απέναντι του, εξακολουθούσε να τον προβληματίζει η συνείδηση του.
«Αυτό δεν με εμποδίζει να είμαι ένα βάρος σε όλους. Δεν είμαι ούτε δυνατός σαν τον Περούκα, ούτε καν γενναίος σαν τον Φουντούκι…»
«Θα σου δώσω μια συμβουλή που έμαθα στην ηλικία σου, φιλαράκο,» είπε υπομονετικά ο Άλαν, «Στη ζωή, πάντα έχεις την επιλογή, είτε να κάνεις το σωστό ή να πάρεις τον εύκολο δρόμο. Η αφοσίωση και η αγάπη σου για τους φίλους σου δείχνει πως έχει κάνει τη καλύτερη επιλογή – να κάνεις πάντα το σωστό. Άλλοι, όπως ο Φρύνος και ο Αστεροκέφαλος, σε αντίθεση με σένα, εστίαζαν τις αρετές τους στο να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους με ψέματα και δόλο, και στο τέλος την πάτησαν. Κάποια μέρα, Κουκουτσάκι, με τη χρυσή καρδιά σου, θα γίνεις ήρωας που ούτε η σωματική δύναμη, ούτε το θάρρος, ούτε και η εξυπνάδα δεν σε κάνουν. Να το θυμάσαι αυτό.»
Ο Κουκουτσάκης χαμογέλασε στα καλοσυνάτα λόγια του φίλου του, νιώθοντας μια μεγάλη αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο που δεν τον περιφρονούσε ή να τον κοιτάει αφ υψηλού επειδή ήταν μικρός. Ξαφνικά, ο Άλαν κατάλαβε πως κόντευε να νυχτώσει. Σε μια ώρα, θα ήταν πολύ επικίνδυνα για να ταξιδεύουν μέσα σε αυτή την άγρια φύση. Δεν είχε τίποτα πάνω του, πέρα από τα μουσκεμένα ρούχα του, το μαχαίρι του και το κουτί με τα σπίρτα του, στην τσέπη του. Όλος ο υπόλοιπος εξοπλισμός του ήταν στην κατοχή των συντρόφων του, κάπου μακριά.
«Τι κάνουμε τώρα, Άλαν;» ρώτησε ο Κουκουτσάκης, ξαφνικά νιώθοντας φοβισμένος. Πρώτη φορά στην ζωή του βρισκόταν έξω από την ασφάλεια του λαγουμιού του νυχτιάτικα και τον τρόμαζε. Ο Άλαν συλλογίστηκε. Δεν υπήρχε νόημα να επιχειρήσουν να ξαναβρούν τους συντρόφους τους μέσα στο σκοτάδι. Θα έπρεπε να μείνουν εδώ έως την αυγή.
«Καλύτερα να βρούμε καταφύγιο για τη νύχτα,» είπε στον Κουκουτσάκι, «Το πρωί, όταν είναι ασφαλές, θα ψάξουμε για τους άλλους. Έλα, βοήθησε με να μαζέψουμε ξύλα για μια φωτιά.» Ευτυχώς, τα σπίρτα του Άλαν ήταν αδιάβροχα, οπότε δεν είχαν καταστραφεί από το νερό. Μαζί, μάζεψαν αρκετά ξερά φύλα και κλαδιά και σύντομα είχαν ανάψει μια ωραία φωτιά. Η ζεστασιά της ήταν μια μεγάλη ανακούφιση για τον Άλαν, που τουρτούριζε ολόκληρος με τα μουσκεμένα ρούχα του.
Ο Κουκουτσάκης πήγε λίγο παραπέρα για σίλφ και ο Άλαν βρήκε λίγα βατόμουρα σε κάτι θάμνους εκεί κοντά για να φάει. Μόλις έδυσε ο ήλιος, ξάπλωσαν σε κάτι πρόχειρα στρώματα από χόρτα που είχε φτιάξει ο Άλαν για να κοιμηθούν. Ο Κουκουτσάκης, σαν κουνέλι, φοβόταν να κοιμηθεί τόσο κοντά σε μια φωτιά, αλλά ο Άλαν κατάφερε να τον καθησυχάσει πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται.
Με τον Κουκουτσάκι να κοιμάται ήσυχος στην αγκαλιά του, ο Άλαν έμεινε ξύπνιος για ώρες, απορώντας, που θα τον οδηγούσε αυτή η περίεργη περιπέτεια του; Θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο του πίσω στο κόσμο που ήξερε; Όμως, από την άλλη, δεν ανυπομονούσε και τόσο πολύ να ξαναδεί το Λονδίνο. Με την οικογένεια του πεθαμένη, απλώς θα γυρνούσε στην μάταιη, απομονωμένη ζωή του. Εδώ πέρα, αντιθέτως, είχε βρει κάποιους μοναδικούς φίλους, με τους οποίους γρήγορα αποκτούσε μια πολύ στενή σχέση. Ήθελε καν να επιστρέψει σπίτι του;
Παρότι τις ανησυχητικές σκέψεις του, ο Άλαν ήταν κατάκοπος και επιτέλους βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο. Πάνω από το κεφάλι του, το μυστηριώδες Σέλας που τον είχε φέρει σε αυτό το νέο κόσμο συνέχιζε να φωτίζει λαμπερά, όπως και έκανε εδώ και σχεδόν μια εβδομάδα…
Εν στο μεταξύ, η υπόλοιπη ομάδα, τώρα υπό την ηγεσία του Ντέρεκ και του Μακιούχαν, ακολουθούσαν τρέχοντας την όχθη του ποταμού, ψάχνοντας μάταια για τους δυο αγνοούμενους συντρόφους τους. Δεν υπήρχε ίχνος τους, νεκρούς ή ζωντανούς. Φώναζαν απελπισμένοι τα ονόματα τους, αλλά δεν πήραν απάντηση. Ο Άλαν και ο Κουκουτσάκης είχαν εξαφανιστεί.
Ο Ντέρεκ έπεσε στα γόνατα του, κλαίγοντας με λυγμούς, «Γιατί το έκανα; Γιατί στο διάολο έπεισα τον Άλαν να έρθει σε αυτό το αναθεματισμένο ταξίδι, ο ηλίθιος; Όλη μου τη ζωή, ήταν σαν αδελφός μου…» Τα κουνέλια δεν μπορούσαν να του προσφέρουν καμία συμπαράσταση, καταλαβαίνοντας πόσο συντετριμμένος πρέπει να νιώθει.
«Ελάτε, ας συνεχίσουμε το ψάξιμο,» είπε ο Μακιούχαν, «Υπάρχει ελπίδα να βγήκε στην όχθη πιο κάτω…» Ακολουθώντας από πίσω τους, ο Ρόμπινς, που γκρίνιαζε ασταμάτητα γιατί κρύωνε με τα μουσκεμένα ρούχα του, τον είχαν πιάσει τα νεύρα του.
«Αμάν, ξυπνήστε πια, ηλίθιοι! Ούτε και ο καλύτερος κολυμβητής του κόσμου δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από τόσο δυνατό ρεύμα! Σας το ξαναλέω, έχει πνιγεί! Αυτός και εκείνο το κουνέλι-νάνος σίγουρα θα ταΐζουν τα ψάρια τώρα! Τι έχει σειρά, να πάρουμε πετονιές και να πιάσουμε τα ψάρια που τους έφαγαν, για να σιγουρευτούμε;» Τα σαρκαστικά σχόλια του έφεραν αγριεμένες εκφράσεις από τους υπόλοιπους συντρόφους του.
Συνέχισαν το ψάξιμο λίγο ακόμα αλλά και πάλι δεν βρήκαν τίποτα. Πιο κάτω, η όχθη ήταν αποκλεισμένη από πελώριες ιτιές που τους έκλειναν το δρόμο. Ήταν αδύνατο να συνεχίσουν άλλο και τελικά αναγκάστηκαν να τα παρατήσουν. Κοίταξαν όλοι θλιμμένοι το ποτάμι, που είχε γίνει ο υγρός τάφος του Άλαν και του Κουκουτσάκι.
«Δυστυχώς, πρέπει να δεχτούμε την σκληρή αλήθεια,» είπε ο Φουντούκης, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του ήρεμη, για το καλό όλων τους, «Τον Άλαν και το Κουκουτσάκι, τους πήρε το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε. Ο Φρίθ να τους αναπαύσει εν ειρήνη!» Όλοι τους χαμήλωσαν τα κεφάλια τους, κρατώντας ένα λεπτό σιγής για τους δυο νεκρούς συντρόφους τους. Όλοι με εξαίρεση τον Ρόμπινς, ο οποίος, παρατήρησε ο Μακιούχαν με αηδία, φαινόταν σχεδόν έτοιμος να θέλει να πανηγυρίσει. Αλλά είχαν μεγαλύτερα προβλήματα για να ασχοληθούν με την άθλια συμπεριφορά του Ρόμπινς.
«Αυτός ο άνθρωπος είχε την καρδιά σαν κάποιους από τους πιο γενναίους στρατιώτες της Άουσλα που είχα γνωρίσει ποτέ μου,» είπε λυπημένα ο Πουρνάρης. Δίπλα του, το συνήθως αυστηρό πρόσωπο του Περούκα ήταν συντετριμμένο από λύπη, καθώς και από θυμό, που δεν είχε κάνει κάτι να το αποτρέψει αυτό. Ποτέ του δεν είχε εγκαταλείψει αγνοούμενο σύντροφο και τώρα που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν ακριβώς αυτό για τον Άλαν και το Κουκουτσάκι, ένοιωθε σαν να πρόδιδε τους φίλους του. Μονάχα ο Πενταράκης δεν ήταν σίγουρος εάν έπρεπε να τους πενθούν τόσο σύντομα.
«Δεν νομίζω πως ο Άλαν και ο Κουκουτσάκης έχουν όντως πεθάνει, Φουντούκι,» μουρμούρισε στον αδελφό του, «Έχω ένα περίεργο αίσθημα για τους δυο τους…» Αλλά, ο Φουντούκης, νομίζοντας πως ο Πενταράκης απλώς συνέχιζε να πιστεύει σε κάποια μάταια ελπίδα για το αδύνατο, γύρισε να τον παρηγορήσει.
«Ήταν καλός φίλος σε όλους μας, Πενταράκη, ακόμη και εάν τον γνωρίζαμε για τόσο λίγο καιρό. Μας έσωσε από την καταστροφή του Σάντλεφορντ. Και εμείς θα τιμήσουμε τη θυσία του φτάνοντας έως το Λόφο του Γουότερσιπ,» του είπε, χωρίς να έχει ιδέα πως θα τα καταφέρουν μόνοι τους, «Έλα, αδελφούλη. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.»
Η ομάδα των δεκαεφτά καταθλιμμένων ανθρώπων και κουνελιών τελικά αναχώρησε μέσα στα βάθη του δάσους, με κατεύθυνση νότια. Ο Ρόμπινς παρέμεινε πίσω για λίγο, μέχρι που είχαν απομακρυνθεί οι υπόλοιποι σύντροφοι του. Σίγουρος πως δεν τον έβλεπαν, γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά το νερό με μια έκφραση θριάμβου και κακίας.
«Καλά ξεκουμπίδια, Τζόνσον! Τι ανόητος, να πεθάνεις προσπαθώντας να σώσεις ένα άχρηστο κουνέλι-νάνο! Ε, λοιπόν, τώρα μπορείς να ανταμώσεις με την οικογένεια σου στην κόλαση!» Έφτυσε με κακία στο νερό, νιώθοντας μεγάλη ικανοποίηση, προτού πήρε τα πράγματα του και ακολούθησε τους συντρόφους του μέσα στο δάσος.
Καθώς νύχτωνε, βρήκαν ένα ασφαλή μέρος όπου μπορούσαν να κατασκηνώνουν για τη νύχτα. Ο Μακιούχαν άναψε μια μεγάλη φωτιά και οι τρεις άνθρωποι βολεύτηκαν τριγύρω της. Τα κουνέλια ωστόσο, βρήκαν καταφύγιο λίγο παραπέρα, κάτω από τους θάμνους, νιώθοντας μεγαλύτερη ασφάλεια μακριά από τη φωτιά. Χωρίς τον Άλαν, δεν υπήρχε πια κανένας λόγος οι δύο ομάδες να κάθονται μαζί.
Ο Μακιούχαν τους μοίρασε έτοιμες μερίδες που είχε πάρει από το ελικόπτερο του. Με τον θάνατο του Τζόνσον, αυτός τώρα ήταν επικεφαλής. Παρότι είχε χάσει το ελικόπτερο και το πλήρωμα του, η ευθύνη να επιστρέψει τους τρεις τους πίσω στον πολιτισμό εξακολουθούσε να είναι δική του. Ενώ ο άλλοι έτρωγαν, αυτός είχε βγάλει μια θήκη με τους χάρτες και τα όργανα πλοήγησης του και ήταν απασχολημένος, κάνοντας διάφορους υπολογισμούς.
«Έχω υπολογίσει τη θέση μας,» είπε, δείχνοντας στον Ντέρεκ και τον Ρόμπινς μια νέα γραμμή πορείας που είχε ζωγραφίσει στο χάρτη, «Αντί να συνεχίσουμε νότια, εάν προχωρήσουμε ανατολικά, θα φτάσουμε το χωριό Νιούταουν, που απέχει μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από εδώ. Εκεί μπορούμε να βρούμε βοήθεια.» Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν.
«Προτείνεις λοιπόν να εγκαταλείψουμε το σχέδιο του Άλαν;» ρώτησε ο Ντέρεκ με αβεβαιότητα εάν ήταν υπέρ ή κατά του σχεδίου. Ένα μέρος του ήθελε να πάρει τη θέση του Άλαν και να ολοκληρώσει την υπόσχεση που έδωσε ο φίλος του σε αυτά τα κουνέλια, για να τιμήσει τη μνήμη του. Από την άλλη όμως, γνώριζε πως ο Μακιούχαν είχε δίκιο. Με τον Άλαν νεκρό, έπρεπε να κοιτάξουν τους εαυτούς τους, να βρουν τρόπο να γυρίσουν πίσω στον πολιτισμό. Ο Ρόμπινς, αντιθέτως, ήταν υπέρ του σχεδίου του Μακιούχαν με ανοιχτή καρδιά.
«Εάν θέλεις να προσπαθήσεις να γυρίσεις πίσω περπατώντας, επισμηναγέ, θα έρθω μαζί σου,» είπε στον Μακιούχαν, «Εγώ, πρώτος και καλύτερος θα αρπάξω την ευκαιρία να φύγω επιτέλους από αυτόν τον εφιάλτη.»
«Και τι γίνεται εάν το Νιούταουν δεν βρίσκεται πια εκεί;» ρώτησε ο Ντέρεκ, «Ακόμη δεν γνωρίζουμε τι στο καλό έχει συμβεί στον κόσμο, ούτε και αν έχουν μείνει άλλοι άνθρωποι πουθενά. Και τι γίνεται με εκείνο το κουνέλι στο φορείο; Δεν μπορούμε απλώς να τους αφήσουμε με έναν δικό τους σε κωματώδη κατάσταση…»
«Για αυτό τον λόγο πρέπει να βρούμε άλλους ανθρώπους, το συντομότερο δυνατόν,» επέμενε ο Μακιούχαν, «Είναι ο μόνος τρόπος να μάθουμε τι συμβαίνει. Εξάλλου, η γυναίκα και ο γιός μου είναι εκεί πέρα και με περιμένουν. Δεν ξέρω για εσάς, κύριοι, αλλά εγώ πάντως γυρνάω σπίτι μου αύριο. Όποιος θέλει να έρθει μαζί μου, τα κουνέλια συνταξιδιώτες μας συμπεριλαμβανόμενοι, μετά χαράς μπορεί να το κάνει.»
Εν στο μεταξύ, μια παρόμοια έντονη συζήτηση ήταν σε εξέλιξη ανάμεσα στα κουνέλια. Παρότι είχαν εμπιστευθεί τον Άλαν να τους οδηγήσει σε αυτήν τη γη της επαγγελίας του, τώρα που είχε χαθεί, δεν έβλεπαν πια κανένα λόγο να συνεχίζουν να ακολουθούν αυτούς τους μυστηριώδεις ανθρώπους. Με το θάνατο του Κουκουτσάκι από πάνω, το ηθικό τους βρισκόταν στον πάτο.
«Δεν θέλω να συνεχίσω άλλο,» είπε η Βιολέτα στον Καμπανούλη, «Ο καημενούλης ο Κουκουτσάκης είναι νεκρός εξαιτίας αυτών τον ανθρώπων και τα ψέματα τους! Όπου και αν μας πηγαίνουν, εάν συνεχίσουμε μαζί τους, θα σκοτωθούμε όλοι!»
«Συμφωνώ,» πρόσθεσε ο Ραδίκης, «Ήμασταν τρελοί να τους εμπιστευτούμε εξ αρχής. Εάν θέλετε τη γνώμη μου, πρέπει να γυρίσουμε πίσω τώρα, προτού το μετανιώσουμε…»
«Να γυρίσουμε πίσω πού ακριβώς, ανόητε;» μούγγρισε ο Περούκας, «Το Σάντλεφορντ έχει καταστραφεί και ο Θρέρα είναι νεκρός. Δεν υπάρχει πουθενά να γυρίσουμε πια!»
«Είδες τον κουνελότοπο να καταστρέφεται με τα ίδια σου τα μάτια, όπως το είδα και εγώ στο όραμα μου – όπως και μας προειδοποίησε ο Άλαν πως θα γινόταν – και εξακολουθείς να θέλεις να πάμε πίσω;» τον ρώτησε έξαλλος ο Πενταράκης, «Μα δεν καταλαβαίνεις; Η μόνη μας ελπίδα είναι να συνεχίσουμε, μέχρι να φτάσουμε στους μεγάλους λόφους, με ή χωρίς τον Άλαν!»
«Έτσι λες εσύ!» γκρίνιαξε ο Ραδίκης, ξαπλώνοντας παραπέρα για να κοιμηθεί, έχοντας βαρεθεί αυτή την περιττή συζήτηση. Σιγά, σιγά, και οι υπόλοιποι ξάπλωσαν να κοιμηθούν, με εξαίρεση τους Περούκα, Πουρνάρη και τον Ασημή, οι οποίοι θα παρέμεναν ξύπνιοι, σε σκοπιά.
Καθώς ο Ασημής ανέλαβε τη σκοπιά του, αντικαθιστώντας τον Πουρνάρη, έτυχε να προσέξει το Σέλας που φώτιζε τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους.
«Γιατί άραγε ο Πρίγκιπας του Ουράνιου Τόξου εξακολουθεί να μας χαμογελάει αφού ο Φρίθ μας πήρε τον Αγγελιοφόρο Του προτού καν ολοκληρώσει την αποστολή του;» σκέφτηκε λυπημένα, χωρίς να γνωρίζει πως ο Άλαν και ο Κουκουτσάκης ήταν στη πραγματικότητα σώοι και αβλαβής, και κοιμούνταν του καλού καιρού, μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από την κατασκήνωση τους!
Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 9! Παρακαλώ αφήστε και κανένα σχόλιο.
