Ο Άλαν χασμουρήθηκε καθώς σηκώθηκε φρέσκος-φρέσκος, εισπνέοντας το αναζωογονητικό άρωμα της πρωινής γύρης. Λίγο παραπέρα, ο Κουκουτσάκης κοιμόταν του καλού καιρού. Η φωτιά του, πρόσεξε, είχε σβήσει ενώ κοιμούνταν αλλά ευτυχώς κανένα ελίλ δεν είχε πλησιάσει. Αφού ήπιε λίγο νερό από το ποτάμι, κάθισε να σκεφτεί το επόμενο βήμα τους.

Πιστεύοντας πως θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουν προς τον αρχικό τους προορισμό χωρίς καθυστέρηση, παρά να τριγυρίζουν μέσα σε μια άγνωστη και επικίνδυνη εξοχή προσπαθώντας να ξαναβρούν τους συντρόφους τους, αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του με τον Κουκουτσάκι. Με λίγη τύχη, θα ξαναντάμωναν όλοι στο Λόφο του Γουότερσιπ. Πλησίασε το κοιμισμένο κουνέλι-νάνο και του έδωσε μια απαλή σκουντιά να ξυπνήσει.

«Ξυπνητούρια, αγόρι μου! Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.»

Αφήνοντας την άδεια μπουκάλα οξυγόνου του, η οποία δεν του χρησίμευε σε τίποτα πια, κρεμασμένη στο κορμό ενός δέντρου σε περίπτωση που οι σύντροφοι τους περνούσαν από δω, ξεκίνησαν τον περίπατο τους νότια, με τον Άλαν να χρησιμοποιεί τον ήλιο και το ρολόι του για να προσανατολίζονται.

Καθώς προχωρούσαν, διασκέδαζε τον καινούργιο φίλο του με ιστορίες για τον κόσμο του, ενώ ο Κουκουτσάκης δεν σταματούσε να τον παιδεύει με ατελείωτες ερωτήσεις για αυτό το 'μαγικό' κόσμο των ανθρώπων. Παρότι την ατελείωτη και κάπως ενοχλητική περιέργεια του, ο Άλαν είχε αρχίσει να τον συμπαθεί πάρα πολύ, νιώθοντας ένα δυνατό, σχεδόν πατρικό δεσμό μαζί του, που όλο και μεγάλωνε. Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο πιτσιρικάς του θύμισε την κόρη του τη Λούση, η οποία ήταν εξίσου περίεργη και αθώα.

«Ώστε οι άνθρωποι λένε ιστορίες σε μορφή…κινούμενων και ομιλούμενων εικόνων;» ρώτησε κατάπληκτος ο Κουκουτσάκης, καθώς ο Άλαν του διηγήθηκε πως είχε δει την ιστορία του Λόφου του Γουότερσιπ σαν κινηματογραφική ταινία όταν ήταν παιδί και την είχε λατρέψει αμέσως.

«Ναι, και οφείλω να ομολογήσω πως απεικόνισαν εσένα και τους φίλους σου πολύ πιστά όσο αφορά τις εμφανίσεις, καθώς και τις προσωπικότητες σας, όπως σας περιέγραψε ο Άνταμς. Κρίμα όμως που δεν σας έδειχναν όλους. Κάποιοι, όπως ο Βελανίδης, ο Δυόσπορος, ο Καμπανούλης και ο Λευκαγκάθης υπάρχουν μόνο σε γραπτή μορφή, μέσα στα βιβλία.»

«Βιβλία;» Ο Κουκουτσάκης τον κοίταζε σαν να κοιτάει το κενό. Αυτή η λέξη του ήταν εντελώς, πέρα για πέρα άγνωστη, «Τι στο όνομα του Φρίθ είναι αυτά;» Παρότι είχαν αρχίσει να τον ενοχλούν οι ατελείωτες ερωτήσεις του Κουκουτσάκι, ο Άλαν δεν μπορούσε να θυμώσει μαζί του και του εξήγησε.

«Στο κόσμο μου, η ιστορία των προγόνων μας δεν μεταφέρεται στις μελλοντικές γενεές μόνο από στόμα σε στόμα, όπως κάνει ο Πικραλίδας όταν διηγείται τις ιστορίες του Ελ-Αρερά. Για αιώνες...εννοώ χρέαρ κύκλους εποχών,» διορθώθηκε, χρησιμοποιώντας τη σωστή Λαπανική λέξη, «Εμείς οι άνθρωποι διατηρούμε την Ιστορία μας, όπως και όλες τις γνώσεις μας, σε γραπτή μορφή. Αυτό είναι κάτι σαν…σύμβολα, εάν θες να το θέσεις έτσι, που λέγονται γράμματα, τα οποία σχηματίζουν λέξεις,» του εξήγησε, προσπαθώντας να περιγράψει στο Κουκουτσάκη, που τα είχε χαμένα, τη γραφή. Για να του εξηγήσει καλύτερα, πήρε ένα ξυλαράκι και άρχισε να ζωγραφίζει στο έδαφος.

«Για παράδειγμα, εάν ζωγράφιζα αυτό,» είπε, σχεδιάζοντας ένα απλό περίγραμμα κουνελιού στο χώμα, «Τι βλέπεις;»

«Βλέπω ένα κουνέλι,» απάντησε ο Κουκουτσάκης, ακόμη μπερδεμένος, αλλά ταυτόχρονα ενθουσιασμένος με αυτό το παιχνίδι. Ο Άλαν του χαμογέλασε.

«Ωραία. Και τώρα, εάν το έβαζα σε αυτή τη μορφή,» συνέχισε, γράφοντας τη λέξη 'ΚΟΥΝΕΛΙ' στο χώμα με κεφαλαία γράμματα, «Εάν με ρωτούσες τη σημαίνει αυτό, θα το διάβαζα ως 'κουνέλι'. Αυτό είναι πάνω-κάτω η γραφή και η ανάγνωση. Με τα γράμματα της αλφαβήτου φτιάχνεις λέξεις, με ομάδες λέξεων προτάσεις, με ομάδες προτάσεων παραγράφους, κεφάλαια και ούτω καθεξής. Αυτό είναι το κείμενο ενός βιβλίου. Έτσι ξεκίνησε και η ιστορία της ζωής σου.» Ο Κουκουτσάκης είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα, αλλά, από την άλλη, ένιωθε και κάπως ντροπιασμένος, καταλαβαίνοντας πόσο πίσω ήταν το είδος του σε σύγκριση με τους ανθρώπους.

«Μακάρι ο Φριθ να μας είχε δώσει το δώρο της γραφής,» μουρμούρισε με σκυμμένο το κεφάλι, «Θα ήταν τόσο ωραίο να μπορούσαμε να διατηρούμε τις ιστορίες του Ελ-Αρερά γραπτώς για τους απογόνους μας…»

Ακούγοντας τα λόγια του Κουκουτσάκι, ξαφνικά, ο Άλαν είχε μια τρομερή αντίληψη: οι γνώσεις του ξεπερνούσαν εντελώς αυτές των κουνελιών φίλων του. Μπορεί να είχαν ανθρώπινη νοημοσύνη, αλλά όσο αφορά οποιοδήποτε είδους μόρφωσης, από όσο μπορούσε να καταλάβει, ότι ήξεραν ήταν κάποιοι λαϊκοί μύθοι, λίγη γενική βοτανολογία και πρόχειρη χρονομέτρηση. Αυτός, αντιθέτως, είχε ένα πλήρως μορφωμένο μυαλό, γεμάτο με πλούσιες ακαδημαϊκές γνώσεις. Πίσω στο κόσμο του ήταν ένας απλός καθηγητής, ο οποίος μπορούσε να βρει καλύτερους του οπουδήποτε, ενώ εδώ πέρα ήταν μοναδικός και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα.

«Ξέρεις, ίσως να μπορώ να εκπληρώσω την ευχή σου, Κουκουτσάκι,» είπε στο φίλο του, σκέφτοντας τις κυριολεκτικά άπειρες δυνατότητες που του παρουσιάζονταν εδώ. Αφού αυτά τα γιγαντιαία κουνέλια είχαν ανθρώπινη νοημοσύνη, τότε ίσως να μπορούσαν και να μορφωθούν σαν άνθρωποι. Με τις γνώσεις του, θα μπορούσε να διαμορφώσει όλο αυτό τον κόσμο κατ' εικόνα του!

«Η γραφή δεν είναι θείο δώρο, φιλαράκο, απλώς μια εφεύρεση του ανθρώπου, η οποία μπορεί εύκολα να διδαχτεί και σε άλλους,» είπε, χαμογελώντας βλέποντας την χαρούμενη έκφραση του Κουκουτσάκι, «Μόλις φτάσουμε στο Λόφο του Γουότερσιπ, θα μπορούσαμε…»

«Αλτ!»

Ξαφνικά, τρία άλλα κουνέλια όρμησαν από τους θάμνους, περικυκλώνοντας τους σε ενέδρα. Αυτά τα κουνέλια, σε αντίθεση με τα κουνέλια του Σάντλεφορντ, ήταν γεροδεμένα, με άγριες, επιθετικές εκφράσεις στα πρόσωπα τους, καθώς κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια τον Άλαν, χωρίς να δίνουν σημασία στον Κουκουτσάκι. Προφανώς, αυτός ο μυστηριώδης, ομιλούμενος άνθρωπος με την αλλόκοτη εμφάνιση τους είχε τραβήξει τη προσοχή. Ο Άλαν πρόσεξε πως το κάθε κουνέλι ήταν σημαδεμένο με μια περίεργη ουλή σε διάφορα σημεία του σώματος του, που θύμιζε κάποιο είδος στρατιωτικά διακριτικά – το φημισμένο Σημάδι της Έφραφα! Προφανώς, η καχυποψία του για την ύπαρξη του εχθρικού κουνελότοπου ήταν σωστή.

«Μπα, μπα, τι έχουμε εδώ;» ρώτησε ένα κοκαλιάρικο κουνέλι με μαυριδερή γούνα και διαβολικά μάτια, ο οποίος φαινόταν να είναι ο αρχηγός της συμμορίας, «Ένας ομιλούμενος ιθέλ και το κατοικίδιο του;»

«Τι θέλετε, ασχημομούρηδες;» ρώτησε ο Άλαν ψύχραιμα, αλλά με ένα σοβαρό ύφος, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα τρία κουνέλια, το χέρι του να σφίγγει το μαχαίρι του, το οποίο βρισκόταν μέσα στη θήκη του στη ζώνη του. Με το άλλο χέρι, κρατούσε κοντά του προστατευτικά τον Κουκουτσάκι. Η σαδιστική φωνή αυτού του κουνελιού με το γένι τράγου δεν του άρεσε καθόλου. Μπορούσε να δει πως οι μπράβοι του είχαν αναστατωθεί, ακούγοντας τον να μιλάει.

«Τι στο όνομα του Παντοδύναμου Φριθ είναι αυτό; Πως γίνεται αυτός ο ιθέλ να μιλάει; Τι μαγεία είναι αυτή, Διοικητή Δαμιανέ;» ρώτησε ένα από τα κουνέλια, που ήταν γεροδεμένο σα βουβάλι, όπως ο Περούκας, και αναμφίβολα εξίσου έμπειρος πολεμιστής. Είχε μια έκφραση τέτοιου μίσους που έδινε την εντύπωση πως το μόνο που ήθελε ήταν την εντολή του Διοικητή του να ορμήσει στον Άλαν και να τον κάνει κομμάτια.

«Δεν ξέρω, Λοχία Μολόχα, αλλά θα το μάθουμε σύντομα,» απάντησε το κουνέλι ονόματι Δαμιανός, κοιτάζοντας τον Άλαν και το Κουκουτσάκι σαν να ήταν πολύτιμα λάφυρα πολέμου, «Ίσως ο Στρατηγός Ακάνθινος να μας τη χαριστεί που δεν βρήκαμε τις φυγάδες κουνέλες, εάν του παρουσιάσουμε μια τόσο ενδιαφέρουσα ανακάλυψη. Εσείς,» συνέχισε, τώρα μιλώντας απευθείας στον Άλαν και το Κουκουτσάκι με ένα αλαζονικό τόνο φωνής.

«Εις το όνομα του μεγάλου Στρατηγού Ακάνθινου της δοξασμένης Έφραφα, είστε αιχμάλωτοι μου και, από εδώ και μπρος, ανήκετε στον Αρχικούνελο μου. Έχετε το δικαίωμα να υπακούσετε και να έρθετε χωρίς αντιρρήσεις, αλλιώς θα πεθάνετε…»

«Και ποιος σου δίνει την ιδέα πως θα έρθουμε μαζί σου, εσύ με το γένι τράγου;» αντιμίλησε ο Άλαν, με μια ψυχρή φωνή που τολμούσε τον Δαμιανό να τα βάλει μαζί του, «Δεν είμαστε περιουσιακά στοιχεία κανενός!» Τα μάτια του Δαμιανού έγιναν σχιστά από θυμό. Δεν είχε συνηθίσει να του αντιμιλάνε με τέτοια αυθάδεια, και ειδικά από έναν τιποτένιο άνθρωπο! Αγριοκοίταξε τον Άλαν.

«Μην παίζεις με την υπομονή μου, αξιολύπητο πλάσμα!» μούγγρισε απειλητικά, «Είμαστε περισσότεροι από εσάς και είμαστε όλοι αήττητοι πολεμιστές! Είσαι ανόητος εάν νομίζεις ότι μπορείς να παλέψεις μαζί μας! Έχεις καμία ιδέα ποιοι είμαστε;» Ο Άλαν προσπαθούσε να μη γελάσει με τις ψευτομαγκιές του Δαμιανού.

«Μα και φυσικά ξέρω,» τους απάντησε ξέγνοιαστα, σχεδόν ειρωνικά, «Είστε οι λέρες μιας συγκεκριμένης αξιολύπητης κότας ονόματι Στρατηγός Ακάνθινος, που νομίζει ότι του ανήκει όλος ο κόσμος επειδή δεν μπορεί να παραδεχτεί το χαμένο απόβρασμα που είναι. Μου ξέφυγε κάτι – Δαμιανός είπαμε ότι λέγεσαι; Η μήπως ήταν Παρακατιανός;»

Ο Δαμιανός ήταν έξω φρενών. Πως τολμούσε αυτό το φρικιό να τον ειρωνεύεται ή να προσβάλει τον αξιοσέβαστο Στρατηγό τους; Θα τον κανόνιζε! Ήταν έτοιμος να ορμήσει στον Άλαν, αλλά συγκρατήθηκε τη τελευταία στιγμή καθώς θυμήθηκε τον Κουκουτσάκι, ο οποίος κρυβόταν πίσω από τα πόδια του Άλαν, τρέμοντας ολόκληρος από το φόβο του. Ένα σατανικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. Υπήρχαν πολλοί τρόποι για να συντρίψει το ηθικό ενός εχθρού και ένας από αυτούς ήταν να κάνει κακό σε αυτούς για τους οποίους νοιαζόταν.

«Χρειάζεσαι ένα μάθημα σεβασμού προς τους καλύτερους του,» είπε σαδιστικά, «Ίσως εάν βασανίζαμε παραδειγματικά τον φίλο σου, θα σου μάθει λίγη υπακοή. Μολόχα, φέρε μου εδώ αυτό το νάνο!» Αλλά προτού ο Μολόχας μπορούσε να αρπάξει τον Κουκουτσάκι, ο Άλαν είχε τραβήξει το μαχαίρι του και του έκλεισε το δρόμο.

«Για τόλμα να τον αγγίξεις και θα σε ξεκοιλιάσω σαν γουρούνι στο σφαγείο!» μούγγρισε, κρατώντας τη λεπίδα του μαχαιριού στο πρόσωπο του Μολόχα, «Στρίβε!» Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει και ο Δαμιανός, καταλαβαίνοντας πως δεν θα μπορούσε να εκφοβίσει αυτόν τον ξένο ώστε να τον υπακούσει, προχώρησε στην εναλλακτική του λύση. Εάν αυτός ο άνθρωπος με τις ανεξήγητες ικανότητες ομιλίας νόμιζε ότι μπορούσε να τα βάλει με την Έφραφα, θα του έδειχνε!

«Πολύ καλά τότε. Σκοτώστε τον ιθέλ και το κουνέλι-νάνο και να ξεμπερδεύουμε μαζί τους!» διέταξε τους δυο μπράβους του, οι οποίοι χίμηξαν στον Άλαν για να τον ξεπαστρέψουν. Όμως δεν είχαν ιδέα με ποιόν είχαν να κάνουν.

Καθώς του όρμισε ο Μολόχας, σαν αστραπή, ο Άλαν τον χάραξε στο πρόσωπο, ανοίγοντας ένα βαθύ κόψιμο στο δεξί του μάτι. Ο Μολόχας σωριάστηκε στο έδαφος, το πρόσωπο του μέσα στα αίματα και ουρλιάζοντας από τον πόνο. Ο δεύτερος μπράβος, ο Άβανς του όρμησε από πίσω, προσπαθώντας να τον ακινητοποιήσει στο έδαφος με το βάρος του, αλλά ο Άλαν του έδωσε μια δυνατή σκουντιά στα αχαμνά με τον αγκώνα του, στέλνοντας τον και αυτόν καταγής. Το δυο άγρια κουνέλια όμως δεν το έβαζαν κάτω τόσο εύκολα και σηκώθηκαν πάλι πάνω, έτοιμοι να επιτεθούν ξανά.

«Έχω ξανασυναντήσει και άλλα αποβράσματα σαν και εσάς!» μούγγρισε ο Άλαν, αρπάζοντας το πόδι του Μολόχα καθώς πήγε να τον γρατζουνήσει στα μάτια και στρίβοντας το καρπό, παραλίγο σπάζοντας το κόκκαλο, ενώ ταυτόχρονα, με μια δυνατή κλωτσιά στο στόμα, έστειλε τον Άβενς καταγής με τα μισά δόντια του σπασμένα. «Δρόμο, αλλιώς θα το μετανιώσετε!»

Σύντομα, οι δυο Εφραφανοί στρατοκούνελοι, νικημένοι και ταπεινωμένοι, το έβαλαν στα πόδια, τρέχοντας να σωθούν. Δεν ήταν αρκετά χαζοί ώστε να πεθάνουν πολεμώντας αυτόν το άγριο σαν ένα από τα τέρατα της Ίνλε άνθρωπο που τους είχε μόλις ξεπατώσει ολομόναχος. Ο Δαμιανός, έξαλλος, τους φώναζε, «Ελάτε πίσω, δειλοί! Είστε της Άουσλα!» Αλλά εκείνοι δεν του έδωσαν ουδεμία σημασία.

Έχοντας μείνει ολομόναχος, ο Δαμιανός ήταν έτοιμος να το βάλει και αυτός στα πόδια, αλλά ο Άλαν, που είχε να του πει και αυτού δυο λογάκια, τον άρπαξε από τα αυτιά, σηκώνοντας τον στον αέρα όπως ένας μάγος που βγάζει ένα κουνέλι από το μαγικό καπέλο του στο θέατρο.

«Για πού το έβαλες τόσο βιαστικός, φίλε μου;» τον ρώτησε ψυχρά, «Δεν έχω τελειώσει ακόμη μαζί σου!» Ο Δαμιανός πάλευε να ελευθερωθεί, στριγγλίζοντας σαν τρελός για βοήθεια, νομίζοντας πως ο αιχμαλωτίζων ετοιμαζόταν να τον καθαρίσει.

«Όχι, μη με σκοτώσεις! Μη με σκοτώσεις…!»

«Μπορώ να τα ξεριζώσω και σου τα φορέσω φιόγκο!» είπε ο Άλαν, κρατώντας τον στον αέρα από τα αυτιά του, «Σκάσε και μείνε ακίνητος!» Τελικά, ο Δαμιανός, φοβούμενος για τη ζωή του, υπάκουσε και κατάπιε τη γλώσσα του, κοιτάζοντας κατατρομαγμένος τον Άλαν. Όπως και είχε φανταστεί ο Άλαν, δεν ήταν ούτε κατά διάνοια πολεμιστής, μονάχα ένα τιποτένιο, ρατσιστικό ρεμάλι που εκφόβιζε τους τριγύρω του με τον υψηλό βαθμό του. Κρατώντας τον σε μια σιδερένια λαβή από τα αυτιά, ο Άλαν τον κοίταξε κατάματα.

«Λοιπόν, άκουσε με καλά,» του είπε, με μια φωνή ψυχρή σαν τον πάγο, «Δεν έχω την παραμικρή συμπάθια για καθάρματα σαν και εσένα. Για αυτό το λόγο, σου δίνω μια προειδοποίηση, που ελπίζω να τη πάρεις στα σοβαρά: Μείνε μακριά από μένα και τους φίλους μου! Εάν ξανασυναντηθούμε, θα ευχηθείς να σε είχα σκοτώσει τώρα! Έγινα σαφής;» Ο Δαμιανός μουρμούρισε ένα βογγητό πόνου το οποίο ο Άλαν μάντεψε σήμαινε 'ναι'.

«Έξοχα. Τώρα, μόλις σε ελευθερώσω, θα κάνεις μεταβολή και θα εξαφανιστείς από δω, χωρίς δεύτερη κουβέντα! Εάν θέλεις να νιώθεις εκδικητικός προς εμένα, χάρισμα σου – εάν όμως επιχειρήσεις τίποτα, θα το μετανιώσεις!» Για να του ξεκαθαρίσει τη θέση του, του έφερε το μαχαίρι του, το οποίο ακόμη έσταζε με το αίμα του Μολόχα, κοντά στο πρόσωπο. Ο Δαμιανός ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να μην φαντάζεται αυτό το ανθρώπινο όπλο να τον πετσοκόβει ζωντανό. «Α, και κάτι ακόμη,» συνέχισε ο Άλαν, «Μην προσπαθήσεις να μας ακολουθήσεις, εάν θέλεις το καλό σου. Και τώρα, άδειασε μας τη γωνιά!»

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, άφησε τον Δαμιανό να πέσει στο έδαφος σαν ένα τσουβάλι πατάτες. Ο κοκκαλιάρης κούνελος σηκώθηκε όρθιος, τρέχοντας παραπέρα, μακριά από τον Άλαν, μουρμουρίζοντας τις προσευχές του στον Φρίθ που ήταν ακόμη ζωντανός. Παίρνοντας τα πόδια του, γύρισε να φύγει, αλλά όχι πριν κοιτάξει τον Άλαν μια τελευταία φορά με μια έκφραση θανάσιμου μίσους.

«Θα τα ξαναπούμε εμείς οι δυο, ξένε. Θα βιώσεις το θυμό του Στρατηγού Ακάνθινου για αυτό! Κάποια μέρα, θα σε εκδικηθώ! Το ορκίζομαι!» Μετά, εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα. Ο Άλαν έβαλε το μαχαίρι του πίσω στη θήκη του και γύρισε στον Κουκουτσάκι.

«Είσαι εντάξει, φιλαράκο;»

«Ναι, έτσι νομίζω,» μουρμούρισε ο Κουκουτσάκης, ακόμη τρέμοντας ολόκληρος από την απόπειρα επίθεσης των μπράβων του Δαμιανού εναντίον του, καθώς και την βαρβαρότητα του Άλαν. Ο Άλαν άρχισε να νιώθει λίγο άσχημα. Ο Κουκουτσάκης δεν χρειαζόταν να δει τέτοια βία, αν και ήταν η σκληρή πραγματικότητα όταν κάποιος πολεμούσε για τη ζωή του. Αλλά, αν και ήταν σοκαρισμένος, από την άλλη, ο Κουκουτσάκης είχε μείνει πολύ εντυπωσιασμένος.

«Ήσουν τόσο πολύ γενναίος,» του είπε, κοιτάζοντας τον Άλαν λες και ήταν κάποιος μεγάλος ήρωας, «Αλλά…ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Ήταν από εκείνο το μέρος που μας έλεγες, την Έφραφα;» Ο Άλαν του νέψε.

«Έτσι φαίνεται. Μάλλον βρήκαμε τους κακούς μέσα στα λημέρια τους πολύ πιο σύντομα από ότι περίμενα. Εκείνο το μούτρο, ο Δαμιανός είναι ο διαβόητος Διοικητής της Αουσλάφα της Έφραφα – η προσωπική βρώμικη Γκεστάπο του Στρατηγού Ακάνθινου. Έχει μια ωραία φήμη με όλους τους άμοιρους που σκοτώνει ή βασανίζει για λογαριασμό του Ακάνθινου, πέρα από τις σαδιστικές τιμωρίες που επιβάλει σε αιχμαλώτους για προσωπική του ικανοποίηση.» Ο Κουκουτσάκης ένιωσε αηδία.

«Μα γιατί να μας επιτεθούν; Αφού δεν τους κάναμε κανένα κακό…»

«Σε ένα διεφθαρμένο φασιστικό κουνελότοπο όπως η Έφραφα, όπου κυριαρχεί ένας δολοφόνος δικτάτορας όπως ο Ακάνθινος, ακόμα και η απλή αξιοπρέπεια δεν σημαίνει τίποτα. Στα μάτια του Ακάνθινου, η εξουσία είναι το παν και οτιδήποτε του στέκεται εμπόδιο είναι απειλή που πρέπει να καταστραφεί. Τύποι σαν τον Δαμιανό είναι τα τέλεια όργανα για να κάνουν τη βρομοδουλειά του. Καλύτερα να προσέχουμε τα νώτα μας.»

Συνέχισαν τη πεζοπορία τους για άλλη μια ώρα, χωρίς να συναντήσουν άλλες περιπολίες Εφραφανών. Μάλλον η Περιπολία του Δαμιανού είχε απομακρυνθεί πολύ από την Έφραφα για κάποιο λόγο. Ο Κουκουτσάκης, μη έχοντας συνηθίσει να περπατάει μεγάλες αποστάσεις, κάποια στιγμή δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο και του ζήτησε να σταματήσουν να ξεκουραστεί. Αλλά, ο Άλαν, γνωρίζοντας πως έπρεπε να συνεχίσουν να περπατάνε, αλλιώς θα γίνονταν εύκολοι στόχοι για τον εχθρό, προσφέρθηκε να τον κουβαλήσει.

Παρότι ήταν ένα παχουλό κουνελάκι, καθώς και μεγαλύτερο από οποιοδήποτε φυσιολογικό κουνέλι στο κόσμο, προς μεγάλου του έκπληξη, ο Κουκουτσάκης ήταν ελαφρύς σαν μωρό στα χέρια του Άλαν. Επιτέλους, έφτασαν στην άκρη του δάσους, σε έναν αγρό. Εκεί, στη μέση του ξέφωτου, τους περίμενε μια σοκαριστική έκπληξη.

Ο Άλαν πάγωσε, καθώς αντίκρισε το πρώτο κτίσμα φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι που είχε δει σε αυτόν τον μυστηριώδη κόσμο. Ήταν τα ερείπια ενός μικρού ερειπωμένου ξωκλησιού. Η στέγη είχε καταρρεύσει εδώ και πολύ καιρό και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με βρύα, χόρτα και άλλη πυκνή βλάστηση που είχε εμφανιστεί μετά από αιώνες εγκατάλειψης. Γύρω από τα ερείπια, υπήρχε ένα παλιό νεκροταφείο, οι ραγισμένες ταφόπετρες να προεξέχουν μέσα από τα ψηλά χόρτα του αγρού. Δεν είχε πατήσει άνθρωπος εδώ για αιώνες.

«Τι είναι αυτό το μέρος, Άλαν;» ρώτησε ο Κουκουτσάκης, κοιτάζοντας με περιέργεια αυτό το περίεργο μέρος, το οποίο δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Ο Άλαν ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να σταματήσει από σοκ, αντικρίζοντας αυτά τα εγκαταλειμμένα και προ πολλού ξεχασμένα ερείπια. Προσεκτικά, πλησίασαν για μια καλύτερη ματιά.

«Είναι ένα νεκροταφείο – ένα μέρος όπου θάβουν οι άνθρωποι τους νεκρούς τους,» εξήγησε ο Άλαν στο Κουκουτσάκι, "Όμως…δεν το έχω ξαναδεί κάπου αυτό το μέρος…;» Όντως, η ερειπωμένη εκκλησία, για κάποιο λόγο, του φαινόταν πολύ οικεία, σαν να το γνώριζε αυτό το μέρος από κάπου παλιά…

Πλησιάζοντας την κατεστραμμένη είσοδο, πρόσεξε μια διαβρωμένη μπρούτζινη ταμπέλα που κρεμόταν στον τοίχο. Ξύνοντας τα βρύα που εμπόδιζαν το μισοσβησμένα γράμματα, χλόμιασε καθώς διάβασε την επιγραφή:

ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΝΙΟΥΤΑΟΥΝ, ΜΠΕΡΚΣΙΡ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ

Ο Άλαν ήταν σε κατάσταση σοκ. Μα πως γίνεται από το αρχαίο, ξεχασμένο ερείπιο να είναι η εκκλησία του χωριού Νιούταουν – ένα γνωστό σημείο στο βιβλίο του Άνταμς – που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Νιούμπερι, όπου αυτός και ο Ντέρεκ είχαν μείνει μόλις πριν λίγες μέρες; Μα αυτό σήμαινε ότι…Ω, Θεέ μου!

Ξαφνικά, ένα μεγάλο κομμάτι του πάζλ είχε μπει στη θέση του. Η αλήθεια του ήρθε νταμπλάς του φουκαρά του Άλαν. Ήταν απίστευτο, αλλά, χωρίς τη παραμικρή αμφιβολία, αληθινό. Όλες αυτές οι ανεξήγητες αλλαγές στο κόσμο δεν οφείλονταν σε κάτι που είχε συμβεί στον πλανήτη, αλλά σε εκείνον. Αυτό το μέρος δεν ήταν κάποια μακρινή χώρα καθόλου – ήταν το μέλλον! Βρισκόταν ακριβώς εκεί από όπου είχε ξεκινήσει από την αρχή, αλλά όχι στο παρόν. Η εξήγηση ξεπερνούσε τα όρια κάθε επιστημονικής πραγματικότητας: ταξίδι στο χρόνο!

Αυτός ο τρελός κόσμος ήταν το μέλλον!

Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 10. Υπήρχε και ένα κομμάτι, όπου ο Άλαν ανακάλυψε τον τάφο του Ρίτσαρντ Άνταμς, αλλά τελικά το έκοψα. Παρακαλώ αφήστε και καμία κριτική!