Ο Άλαν έπεσε γονατιστός από το σοκ, καθώς η φρικτή αλήθεια όλου αυτού του μυστηρίου επιτέλους ήρθε στο φως. Αυτός ο μυστηριώδης κόσμος ήταν το μέλλον – ένα μέλλον όπου αυτά τα ανθρωπόμορφα κουνέλια ήταν τα νέα κυρίαρχα όντα στη Γη. Ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του αποτελούσαν πια παρελθόν, εντελώς ξεχασμένα κάτω από τη σκόνη του χρόνου. Τέρμα οι εκμεταλλεύσεις φυσικών πόρων, η μόλυνση του περιβάλλοντος από βιομηχανίες, καθώς και οι πυρηνικοί και βιοχημικοί πόλεμοι. Η γη είχε επουλωθεί εντελώς από την εξαφάνιση των ανθρώπων και τώρα, αυτά τα κουνέλια με την ανεξήγητη ανθρώπινη νοημοσύνη ζούσαν σε αρμονία με την Μητέρα Φύση.

Παρότι ένοιωθε μια ανακούφιση που του είχαν επιτέλους απαντηθεί κάποιες ερωτήσεις, το κεφάλι του Άλαν κόντευε να σκάσει από ένα σωρό καινούργιες ερωτήσεις. Πως είχαν εξαφανιστεί οι άνθρωποι; Πως γίνεται ένα είδος που είχε αντέξει για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, έτσι στα ξαφνικά, να πάψει να υπάρχει; Οι φίλοι του ισχυρίζονταν πως δεν είχαν ξαναδεί άνθρωπο σαν και αυτόν, ωστόσο μιλούσαν Αγγλικά και Λαπανικά – δυο γλώσσες ανθρώπινης προέλευσης. Από πού να είχαν εμφανιστεί άραγε; Οι προσπάθειες του Άλαν να ανακαλύψει την αλήθεια απλώς τον οδηγούσαν από έναν άλυτο γρίφο σε έναν άλλο.

Ωστόσο, τουλάχιστον τώρα κάτι του ήταν πια ξεκάθαρο: βρισκόταν παγιδευμένος σε αυτή τη μελλοντική Γη, χωρίς κανένα τρόπο επιστροφής στην εποχή του. Δεν γινόταν να γυρίσει πίσω περπατώντας, γιατί, στην κυριολεξία, δεν υπήρχε πουθενά να πάει! Ο χρόνος είχε εξαφανίσει κάθε ίχνος του κόσμου που ήξερε. Όλα είχαν γίνει σκόνη. Ένιωθε σαν ένα κατεψυγμένο μαμούθ που είχε μόλις βγει από ένα παγετώνα και αντίκριζε έναν άγνωστο κόσμο, όπου ήταν ένα προ πολλού εξαφανισμένο και ξεχασμένο είδος.

Παρατηρώντας την αναστάτωση του, ο Κουκουτσάκης πλησίασε να καθησυχάσει το φίλο του, «Τι συμβαίνει, Άλαν; Τι έπαθες;» Του πήρε του Άλαν αρκετή ώρα να ξαναβρεί τη φωνή του και να του απαντήσει.

«Ωχ, Κουκουτσάκι, η αλήθεια βρισκόταν κάτω από τη μύτη μου όλο αυτό τον καιρό. Δεν είμαι από κάποιο άλλο κόσμο, είμαι από το παρελθόν – το δικό σου παρελθόν!» Βλέποντας την κενή έκφραση στο πρόσωπο του μικρού φίλου του, ο Άλαν του έδειξε τα ερείπια.

«Πριν πολύ καιρό, υπήρχε ένας άλλος κόσμος εδώ πέρα – ένας κόσμος όπου κυριαρχούσαν άνθρωποι, σαν και εμένα. Κάποια στιγμή, για κάποιον λόγο, αυτός ο κόσμος καταστράφηκε και ο δικός σου κουνελήσιος κόσμος γεννήθηκε από τις στάχτες του παλιού. Η μόνη διαφορά είναι ότι η μοίρα με έριξε μπρος στο χρόνο, οπότε τώρα βρίσκομαι εδώ για να τα δω όλα αυτά. Οι πάντες και τα πάντα που γνώριζα έχουν χαθεί για πάντα, εξαφανισμένα με το πέρασμα του χρόνου. Ω, Θεέ μου…»

Παρότι ο Κουκουτσάκης δεν πολυκαταλάβαινε τι έλεγε ο Άλαν, συμπονούσε με την απελπισία του φίλου του. Τον έτριψε με το κεφαλάκι του στον ώμο, «Μην στενοχωριέσαι, Άλαν, τώρα έχεις εμάς. Και εμείς είμαστε απόβλητοι χωρίς σπίτι. Δεν έχει σημασία που είσαι άνθρωπος και εμείς κουνέλια – είσαι ένας από εμάς!»

Ο Άλαν χαμογέλασε ακούγοντας τα ευγενικά λόγια του μικρούλη φίλου του. Συγκινημένος, χάιδεψε τον Κουκουτσάκι στο κεφαλάκι του. Όντως, εάν το καλοσκεφτόταν, γιατί να νιώθει έτσι λυπημένος; Τι είχε αφήσει πίσω στην εποχή του που θα του έλειπε; Τίποτα απολύτως. Με την οικογένεια του πεθαμένη, η ζωή του εκεί πέρα δεν είχε πια καμία σημασία. Σε αυτό το μέρος, αντιθέτως, ήταν σαν να είχε κυριολεκτικά ξαναγεννηθεί!

Πέρα από τους καινούργιους φίλους του, η θερμή φιλία των οποίων του έδιναν όλο το κουράγιο για να συνεχίσει, είχε και έναν ολόκληρο νέο κόσμο στη διάθεση του! Αυτό το μέρος ήταν το όνειρο ζωής για κάθε λάτρη της περιπέτειας! Η φιλοσοφική παροιμία από το βιβλίο του Άνταμς, 'να είσαι πάντα πονηρός και πολυμήχανος και ο λαός σου δεν θα καταστραφεί ποτέ' ένοιωθε σαν μια ενθάρρυνση για αυτόν, καθώς τώρα βρισκόταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση όπως ήταν και οι χαρακτήρες του προ πολλού πεθαμένου συγγραφέα: χαμένος μέσα σε έναν άγνωστο κόσμο, με ένα αβέβαιο μέλλον μπροστά του και με μόνο το μυαλό του και, φυσικά, την θερμή υποστήριξη των φίλων του για να κάνει μια καινούργια αρχή. Και αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα τρομερό ουρλιαχτό. Ο Άλαν και ο Κουκουτσάκης αναπήδησαν. Κοιτάζοντας προς τον ουρανό, είδαν ένα γεράκι – μάλλον το ίδιο γεράκι που τους είχε επιτεθεί στο ποτάμι – να περνάει πάνω από τα κεφάλια τους, κρατώντας σφιχτά μέσα τα γαμψά νύχια του ένα άτυχο κουνέλι που είχε μόλις αρπάξει. Το γιγαντιαίο αρπακτικό, μεγάλο σαν ένα μικρό αεροπλάνο, δυσκολευόταν να παραμείνει στον αέρα με το βάρος του θηράματος του, που πάλευε απεγνωσμένα για να ελευθερωθεί. Ξαφνικά, έχασε τη λαβή του και το κουνέλι έπεσε ουρλιάζοντας μέσα στα δέντρα από κάτω.

Το φουκαριάρικο πλάσμα έπεσε μέσα από τα κλαδιά, τα οποία επιβράδυναν κάπως την αλλιώς θανατηφόρα πτώση της. Ο Άλαν έτρεξε μπροστά και τσίμα-τσίμα πρόλαβε να την πιάσει προτού γκρεμοτσακιστεί. Το βάρος της τον έριξαν στο έδαφος, παραλίγο κάνοντας τον χαλκομανία. Τα χέρια και τα ρούχα του μέσα στα αίματα της, ο Άλαν τοποθέτησε την τραυματισμένη κουνέλα στο γρασίδι. Του πάγωσε το αίμα του Κουκουτσάκη, καθώς αναγνώρισε την Βιολέτα.

Η άμοιρη κουνέλα είχε χάσει τις αισθήσεις της από τα πολλαπλά τραύματα που είχε υποστεί από το γεράκι, καθώς και από την πτώση της, αλλά ήταν, σαν από θαύμα, ακόμη ζωντανή. Αλλά αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ζητωκραυγάζουν γιατί το γεράκι είχε κάνει μεταβολή και γύριζε πίσω για μια δεύτερη επίθεση. Γρήγορα, ο Άλαν πήρε την Βιολέτα στα χέρια του, φωνάζοντας στον Κουκουτσάκη.

«Τρέχα!»

Διέσχισαν τρέχοντας το νεκροταφείο, προς το μόνο καταφύγιο που υπήρχε εκεί τριγύρω: το ερειπωμένο ξωκλήσι. Σπρώχνοντας τον Κουκουτσάκι και τη Βιολέτα μέσα από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο δίπλα στην είσοδο που είχε καταρρεύσει, ο Άλαν μετά βίας πρόλαβε να μπει και αυτός. Τα κοφτερά νύχια του γερακιού πέρασαν ξυστά από το σημείο όπου στεκόταν, αποφεύγοντας τον με απόσταση χιλιοστών. Σπρώχνοντας μια μεγάλη πέτρα πάνω από την τρύπα, τους ταμπούρωσε μέσα.

Για λίγα λεπτά μπορούσαν να ακούσουν το γεράκι να κόβει βόλτες έξω, περιμένοντας να βγουν, ώσπου τα τσιρίσματα του σταμάτησαν και κατάλαβαν πως είχε φύγει. Ο Άλαν αναστέναξε με ανακούφιση.

«Παραλίγο. Είσαι καλά, φιλαράκο;»

Ο Κουκουτσάκης, αν και τρομαγμένος, δεν είχε πάθει τίποτα. Η Βιολέτα όμως ήταν διαφορετική υπόθεση. Ο Άλαν γονάτισε να εξετάσει τις πληγές της.

Υπήρχαν κάποια βαθιά κοψίματα στη πλάτη της, από όπου την είχαν κρατήσει τα κοφτερά σαν ξυράφια νύχια του γερακιού που έτρεχαν αίμα, καθώς και πολλές άσχημες γρατζουνιές και μώλωπες, αλλά ευτυχώς δεν φαινόταν να είχε πάθει κανένα σοβαρό τραυματισμό. Μάλλον θα γινόταν καλά. Ξαφνικά, ο Άλαν κατάλαβε κάτι.

Οι υπόλοιποι θα πρέπει να είναι κοντά. Πρέπει να τους βρω προτού το γεράκι γυρίσει να αρπάξει κανέναν άλλον. Γύρισε στον Κουκουτσάκι, «Θέλω να μείνεις εδώ με τη Βιολέτα μέχρι να πάω να ψάξω για τους συντρόφους μας. Δεν πρέπει να είναι πολύ μακριά.» Φυσικά, ο Κουκουτσάκης δεν ήταν και πολύ πρόθυμος να μείνει μόνος του.

«Άλαν, σε παρακαλώ, μην με αφήσεις…!»

«Όλα θα πάνε καλά, αγόρι μου,» τον καθησύχασε ο Άλαν, χαϊδεύοντας τον στο κεφαλάκι, «Δεν θα αργήσω, στο υπόσχομαι.» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, γύρισε και βγήκε πάλι έξω από την τρύπα. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να παραμονεύει, έτρεξε προς την κατεύθυνση από όπου είχε εμφανιστεί το γεράκι. Κάθε τόσο, κοίταζε πάνω από το κεφάλι του, ελπίζοντας να μην ξαναεμφανιστεί αυτό το τέρας από τον ουρανό και τον κάνει το επόμενο θήραμα του…

Εν στο μεταξύ, τα πρόσφυγα κουνέλια του Σάντλεφορντ, μαζί με τους Ντέρεκ, Ρόμπινς και Μακιούχαν βρίσκονταν σε έναν αγρό με άγριες φασολιές. Μια στιγμή ξεκουράζονταν όταν ξαφνικά, χωρίς να μπορεί να κάνει κανείς τίποτα, το κακό είχε γίνει. Όλοι τους κοιτούσαν κατατρομαγμένοι προς τον ουρανό, όπου η καημένη η Βιολέτα είχε εξαφανιστεί μπροστά στα μάτια τους, παγιδευμένη στα νύχια εκείνου του γερακιού. Ο δεύτερος θάνατος ενός μέλους της ομάδας τους σε δύο μέρες.

Μετά το χθεσινό καβγαδάκι τους, τα κουνέλια είχαν τελικά αποφασίσει, οι περισσότεροι με απροθυμία, αντί να συνεχίσουν μόνοι τους προς τους μεγάλους λόφους, να ακολουθήσουν τους ανθρώπους προς το Νιούταουν. Ακολουθώντας τους χάρτες του Μακιούχαν, είχαν προχωρήσει ανατολικά, προς τα όπου έπρεπε να είναι το χωριό. Αλλά, όπως και φοβόταν ο Ντέρεκ, δεν υπήρχε κανένα ίχνος του πουθενά. Κατάκοποι και ανάστατοι, τελικά αποφάσισαν να σταματήσουν για λίγο να ξεκουραστούν.

Η Βιολέτα είχε πάει λίγο παραπέρα να απολαύσει ένα νόστιμο δακράκι που είχε βρει. Δυστυχώς, λόγω της απειρίας της στο να πηγαίνει σε τόσο μακρινούς περιπάτους, είχε ξεχάσει τον κατ' αριθμό ένα κανόνα ασφαλείας της Άουσλα: ποτέ να μην ξεκουράζεται έξω στα ανοιχτά, όπου ήταν απροστάτευτη και εντελώς εκτεθειμένη για τα ελίλ. Δεν πρόλαβε καν να ακούσει τις φωνές του άγρυπνου Πενταράκι να φυλαχτεί – το γεράκι είχε εμφανιστεί από το πουθενά, αρπάζοντας την. Όποιες ελπίδες και αν είχαν να φτάσουν κάπου ασφαλές είχαν πια χαθεί.

«Πρώτα ο Κουκουτσάκης και ο Άλαν πεθαίνουν από πνιγμό, και τώρα η Βιολέτα. Πόσοι από μας πρέπει να πεθάνουν για το τίποτα;» φώναξε απελπισμένος ο Βελανίδης. Αυτή η αναζήτηση τους για τους μεγάλους λόφους, τη γη της επαγγελίας, όπως και τη χαρακτήριζε ο Πενταράκης, ήταν μια σκέτη τρέλα για ανόητους με τάσεις αυτοκτονίας σαν και αυτούς, σκέφτηκε. Ο Ασημής και ο Δυόσπορος έριχναν την οργή τους στον θλιμμένο Καμπανούλη.

«Που ήσουν εσύ;» του φώναζε εξοργισμένος ο Ασημής, «Γιατί δεν ήσουν εκεί να την προστατέψεις…;» Αγριοκοίταζε τον Καμπανούλη λες να ήθελε να τον σκοτώσει, το οποίο ήταν λογικό, αφού η Βιολέτα ήταν η αδελφή του Ασημή. Το ότι επέτρεψε ο Καμπανούλης να σκοτωθεί με τόσο φρικτό τρόπου ήταν, στα μάτια του, ένα ασυγχώρητο σφάλμα! Η οργή του Δυόσπορου, ήταν εξίσου φονική. Έπεσε καταπάνω στον ξάδελφο του.

«Απρόσεκτο, άχρηστο παλιοτόμαρο! Το ήξερα πως δεν ήσουν αντάξιος της! Την ικέτεψα τόσες πολλές φορές να με ακούσει και τώρα πέθανε! Την σκότωσες! Εσύ φταις, φονιά…!» Ο φουκαράς ο Καμπανούλης ήταν ακόμη πιο συντετριμμένος από τα σκληρά λόγια τους. Ξεσπώντας σε λυγμούς, γύρισε και απομακρύνθηκε από τους άλλους. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ο Άλαν, ο οποίος είχε δει τα πάντα από τους θάμνους.

«Αμάν, μην είστε τόσο σκληροί μαζί του, παιδιά!»

Τα κουνέλια πετάχτηκαν όρθια από την έκπληξη τους. Αντίκρισαν όλοι τον κυριολεκτικά αναστημένο Άλαν με ανοιχτό το στόμα. Τότε έγινε χαμός καθώς όλοι τους, μαζί με τον Ντέρεκ και τον Μακιούχαν, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Μονάχα ο Ρόμπινς στεκόταν σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξη και, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, τρομερή απογοήτευση. Αυτός ο κερατάς ο Τζόνσον είναι εννιάψυχος, σκέφτηκε.

«Άλαν, ρε μπαγάσα, το ήξερα ότι ήσουν ζωντανός!» φώναξε ο Ντέρεκ, πετώντας κυριολεκτικά από τη χαρά του. Ο φίλος του ο Άλαν πάντα είχε την τάση να αψηφά τον θάνατο. Ο Μακιούχαν τον κοίταζε με δέος πίσω από το Ντέρεκ.

«Εντυπωσιακή ανδρεία αντάξια ενός αληθινού στρατιώτη, κ. καθηγητά,» τον σύγχαιρε, «Αλλά τι απέγινε εκείνος ο φουκαράς, ο πιτσιρικάς…;»

«Ο Κουκουτσάκης; Μια χαρά είναι και αυτός,» τους είπε ο Άλαν. Όλοι τους έμειναν άφωνοι. Η διάσωση του Άλαν από το ποτάμι ήταν ένα θαύμα από μόνο του, αλλά και ο Κουκουτσάκης; Πόσα θαύματα θα έβλεπαν σήμερα; Ο Άλαν τους κοίταξε παραξενεμένος, «Τι τρέχει; Μπας και νομίζατε πως θα τον άφηνα να πνιγεί; Μας περιμένει εκεί πίσω, με τη Βιολέτα…»

Ακούγοντας το όνομα της Βιολέτας, ο Καμπανούλης έπεσε σαν δαιμονισμένος καταπάνω στον Άλαν, ακινητοποιώντας τον στο έδαφος. «Η Βιολέτα ζει; Που είναι; Λέγε, μην σε πάρει και σε σηκώσει το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε!»

«Εάν με αφήσεις να σηκωθώ, χνουδωτέ φίλε μου, θα σε οδηγήσω σε αυτή,» μουρμούρισε ο Άλαν που κόντευε να γίνει πίτα με το βάρος του πελώριου κούνελου, «Φύγε από πάνω μου!»

Επιτέλους ο Καμπανούλης σηκώθηκε από πάνω από τον Άλαν. Ξεσκονίζοντας τα ρούχα του, τους οδήγησε όλους στο καταφύγιο του ξωκλησιού. Όπως και τους είχε πει, ο Κουκουτσάκης και η Βιολέτα βρίσκονταν εκεί, σώοι και αβλαβείς. Ο Καμπανούλης έτρεξε να αγκαλιάσει την κουνέλα του η οποία ήταν σαν να είχε γυρίσει από τον άλλο κόσμο, κλαίγοντας από τη χαρά του.

«Αχ, Βιολέτα, λυπάμαι τόσο πολύ! Δεν έπρεπε να σε αφήσω απροστάτευτη…» Δίπλα του, ο Ασημής καθάριζε τις πληγές της Βιολέτας.

«Ο Φρίθ σε βλέπει από την άκρη του ματιού Του, αγαπητή μου αδελφούλα,» της είπε, «Ελάχιστα κουνέλια έχουν επιζήσει από επίθεση γερακιού. Μα, πως γλίτωσες;»

«Δεν… δεν ξέρω,» μουρμούρισε η Βιολέτα, ακόμα σε κατάσταση σοκ από την τρομακτική εμπειρία της, «Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να πέφτω… Μόλις ξανάνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν εδώ και ο Κουκουτσάκης έσκυβε από πάνω μου. Λέει πως εκείνος ο άνθρωπος, ο Άλαν με έσωσε…»

Τα κουνέλια όλα γύρισαν να κοιτάξουν τον Άλαν με εκφράσεις βαθιάς ευγνωμοσύνης. Δεν θα μπορούσαν να ξεπληρώσουν ποτέ τη χάρη που τους είχε κάνει σώζοντας την Βιολέτα, τη μοναδική κουνέλα τους, από τα νύχια εκείνου του γερακιού. Μονάχα ο Δυόσπορος δεν χαμογελούσε, πνιγμένος από ζήλεια, βλέποντας την Βιολέτα με τον ξάδελφο του. Με ραγισμένη καρδιά, γύρισε και απομακρύνθηκε προς μια απόμακρη γωνιά, όπου να είναι μόνος.

Ο Μακιούχαν ήρθε τρέχοντας με το κουτί Α' Βοηθειών που είχε πάρει από το ελικόπτερο. Ο Άλαν και ο Ντέρεκ τον βοήθησαν, καθώς παρείχε τις πρώτες βοήθειες στη Βιολέτα.

«Πως είναι;»

«Πολύ καλύτερα από ότι περίμενα, εάν σκεφτούμε πως τη πήγε κυριολεκτικά βόλτα ένα γεράκι σε μέγεθος αυτοκινήτου και μετά βίωσε μια ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο,» είπε ο αεροπόρος, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τη δουλειά του, «Μερικά άσχημα κοψίματα, μώλωπες, καθώς και ένα φρικτό σοκ, αλλά τουλάχιστον δεν υπάρχουν κατάγματα ή εσωτερική αιμορραγία. Θα συνέλθει.» Πήρε μια σύριγγα και έδωσε ένα ηρεμιστικό στη Βιολέτα. Αλλά του Άλαν δεν του πολυάρεσε η σιγουριά του πιλότου.

«Με συγχωρείς, αλλά από πότε είσαι εσύ κτηνίατρος, κε επισμηναγέ;» τον ρώτησε, «Η κτηνιατρική διαφέρει πολύ από εκείνη των ανθρώπων ξέρεις…»

«Δεκατέσσερα χρόνια γάμου στην καλύτερη κτηνίατρο της Αγγλίας σου μαθαίνει πολλά,» είπε ο Μακιούχαν με περηφάνια, «Η σύζυγος μου, η Τζόσι είναι κτηνίατρος στο Νιούταουν. Όλοι οι αγρότες της περιοχής την ευγνωμονούν για όσα έχει κάνει για τα κοπάδια τους…» Ο Άλαν τον άφησε στη δουλειά του, ξαφνικά νιώθοντας μια μεγάλη αμηχανία. Σύντομα, θα έπρεπε να αποκαλύψει στους συντρόφους του ότι βρίσκονταν παγιδευμένοι στο μέλλον, ίσως χωρίς καμία ελπίδα επιστροφής στο κόσμο τους. Δεν ήξερε πόσο άσχημα θα το έπαιρνε ο Μακιούχαν όταν άκουγε πως η οικογένεια του ήταν όλοι νεκροί εδώ και πολύ καιρό. Αφήνοντας τη Βιολέτα στη φροντίδα του, πήγε να ρίξει μια καλύτερα ματιά στο προσωρινό καταφύγιο τους.

Το εσωτερικό του αρχαίου ξωκλησιού, παρότι είχε ακόμη πολλά αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, είχε προ πολλού υποκύψει στη δοκιμασία του χρόνου. Η βλάστηση είχε καταπιεί τα ερείπια από τα φυτά που είχαν ριζώσει μέσα σε χαραμάδες στα τούβλα, μετατρέποντας το χώρο ώστε τώρα είχε εμφάνιση δάσους παρά εκκλησίας.

Τα περισσότερα παράθυρα είχαν σπάσει με τα χρόνια, αφήνοντας μόνο λίγα θρυμματισμένα κομμάτια τζαμιού στα διαβρωμένα πλαίσια τους. Η στέγη είχε καταρρεύσει πριν πολύ καιρό, αφήνοντας μια πελώρια τρύπα με θέα του ουρανού πάνω από τα κεφάλια τους. Όλα τα ξύλινα καθίσματα που υπήρχαν κάποτε σε ουρές είχαν σαπίσει προ πολλού.

Περνώντας μέσα από μια αψίδα, βρέθηκε μέσα στον πύργο του καμπαναριού, ο οποίος είχε επίσης καταρρεύσει με τα χρόνια. Η μπρούτζινη καμπάνα, πρασινισμένη από διάβρωση μετά από τόσους αιώνες, βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα, θυμίζοντας ένα γιγαντιαίο αναποδογυρισμένο ποτήρι γεμάτο βρύα.

Τώρα που ήξερε τι ήταν αυτό το μέρος, ο Άλαν το έβλεπε με άλλο μάτι. Απορούσε, πόσα άλλα τέτοια ξεχασμένα ερείπια είχαν απομείνει εκεί έξω; Ποια από τα καλύτερα κτίσματα και μνημεία του ανθρώπου είχαν αντέξει άραγε; Ίσως να υπήρχε ακόμη και κάποιος πολιτισμός; Δυστυχώς, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να ξέρει. Κουρασμένος με τις περιττές σκέψεις του, γύρισε να επιστρέψει στους συντρόφους του. Είχε έρθει η ώρα για εξηγήσεις, να τους πει τα δυσάρεστα νέα.

Εν στο μεταξύ τα κουνέλια κοίταζαν με περιέργεια τα περίγυρα τους, απορώντας ποιος – ή μάλλον τι – είχε κτίσει αυτή τη περίεργη εγκαταλελειμμένη 'φωλιά', όπως και την έβλεπαν, που δεν βρισκόταν καν στο υπέδαφος. Ο Φελλόχορτος, που είχε επιτέλους ανακτήσει τις αισθήσεις του το περασμένο βράδυ, κοιτούσε με ένα κενό ύφος, τα μάτια του κόκκινα από τη διάσειση. Παρότι ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα, θα έπαιρνε λίγο καιρό ώσπου η αιμορραγία στον εγκέφαλο του να περνούσε. Ο κούνελος περπατούσε σαν υπνοβάτης, αποπροσανατολισμένος και σκοντάφτοντας με κάθε βήμα. Κάθε τόσο, απομακρυνόταν από την ομάδα χωρίς να το καταλάβει, αναγκάζοντας τους να έχουν πάντα κάποιον σε επιφυλακή του για να τον φέρει πίσω εάν απομακρυνόταν πολύ.

Μόλις είχαν όλοι μαζευτεί, ο Άλαν τους εξήγησε τα πάντα. Πως είχε σώσει τον Κουκουτσάκι από βέβαιο πνιγμό, η σύγκρουση τους με τη Εφραφανή περιπολία, η ανακάλυψη της ερειπωμένης εκκλησίας του Νιούταουν και πως κατάλαβε ότι είχαν πηδήξει μπρος στο χρόνο. Όπως και το περίμενε, οι πάντες – ή πιο συγκεκριμένα οι τρεις συνάνθρωποι του – δεν μπορούσαν να πιστέψουν τα αυτιά τους. Στη περίπτωση του φουκαρά του Μακιούχαν, του είχε κοπεί το αίμα.

«Μα εάν αυτό το μέρος είναι το μακρινό μέλλον, τότε αυτό σημαίνει πως δεν θα ξαναδούμε ποτέ τα σπίτια ή τις οικογένειες μας;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, «Η γυναίκα μου και ο γιός μου είναι… νεκροί εδώ και αιώνες…» Δυστυχώς, δεν ήταν άνθρωπος να αποφεύγει την αλήθεια όταν την έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια. Ο Δρ Τζόνσον είχε δίκιο. Κοιτάζοντας ολόγυρα του, μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει το ξωκλήσι της πόλης όπου ζούσε όλη του τη ζωή, όπου και πήγαινε για προσευχή κάθε Κυριακή. Είχε όντως επιστρέψει στο Νιούταουν, αλλά αιώνες αφότου το είχε αφήσει.

Ο Ρόμπινς φορούσε μια τσαντισμένη έκφραση, λες και κάποιος του είχε πει πως το σπίτι του είχε πάρει φωτιά. Ο Άλαν τον λυπήθηκε. Παρότι ήταν ένας κόπανος και ένας σνομπ, δεν του άξιζε να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Όλοι τους είχαν τινάξει τις ζωές τους στον αέρα και δεν υπήρχε πια κανένας γυρισμός.

«Πόσο μακριά στο μέλλον να είμαστε άραγε;» τον ρώτησε ο Ντέρεκ.

«Ξέρω γω; Πεντακόσια χρόνια, χίλια, μπορεί και περισσότερο,» είπε ο Άλαν, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του, «Χωρίς περισσότερα στοιχεία να καταλάβουμε τι συνέβη στο πολιτισμό, είναι αδύνατο να ξέρουμε.»

«Τρίχες κατσαρές!» είπε ο Ρόμπινς, μη μπορώντας να αποδεχτεί αυτά που άκουγε, «Ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν μπορεί έτσι απλώς να έχει κάνει φτερά! Είναι αδύνατον!»

Ο Άλαν ήξερε πως οι σύντροφοι του χρειάζονταν λίγη ώρα να αποδεχτούν τη σκληρή πραγματικότητα της κατάστασης τους, αλλά το συντομότερο που την αποδέχονταν, τόσο το καλύτερο θα ήταν για όλους τους. Ότι και αν γινόταν τώρα, έπρεπε να συνεχίσουν να πηγαίνουν, αλλιώς ήταν ήδη ξοφλημένοι. Έπρεπε να τους δώσει λίγη ενθάρρυνση ώστε να έχουν κάποια ελπίδα.

«Πρέπει να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, φίλοι μου,» τους είπε, «Ο χρόνος έχει εξαφανίσει κάθε ίχνος του κόσμου τον οποίο γνωρίζαμε. Και εφόσον δεν έχουμε κανένα τρόπο να γυρίσουμε πίσω, η μόνη μας ελπίδα είναι να ξεκινήσουμε εξ' αρχής εδώ. Εγώ, προσωπικά, έχω κάθε σκοπό να ξαναφτιάξω τη ζωή μου προς το καλύτερο.» Ξαφνικά ένιωθε σαν τον χαρακτήρα Χάνκ Μόργκαν στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, καθώς, με τις καλύτερες γνώσεις του και αυτές των συντρόφων του, είχε τη δύναμη να διαμορφώσουν ολόκληρο αυτό τον κόσμο. Οι σύντροφοι του ωστόσο δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να αποδεχτούν τη μοίρα τους.

«Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να γυρίσουμε πίσω,» επέμενε ο Μακιούχαν, «Είπες πως το αεροπλάνο σας είναι ακόμη άθικτο;» Ο Άλαν του νέψε. «Μήπως, εάν περιμέναμε μέχρι το καλοκαίρι, να αποξηραθούν τα έλη, θα μπορούσαμε να το επισκευάσουμε και να γυρίσουμε από εκεί που ήρθαμε; Ίσως να ξαναβρεθούμε στην εποχή μας…» Ο Άλαν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Δεν γνωρίζουμε εάν το φαινόμενο που μας έφερε εδώ μπορεί να αντιστραφεί, ή εάν θα υπάρχει καν ακόμη έως τότε. Όπως και να χει πάντως, εγώ δεν γυρνάω πίσω.» Οι σύντροφοι του τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια, νομίζοντας πως είχε τρελαθεί.

«Είσαι για δέσιμο, καθηγητά!» φώναξε ο Μακιούχαν, «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα! Δεν ανήκεις σε αυτόν τον κόσμο, όπως και κανένας μας! Καλά, ακούς τι λες…;»

«Το έχω πάρει απόφαση, επισμηναγέ,» είπε ο Άλαν, «Εσύ, ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς μπορείτε να πάτε εάν θέλετε, αλλά εγώ δεν το κουνάω. Μου έχει δοθεί μια μοναδική ευκαιρία για μια νέα αρχή και δεν θα τη αφήσω να πάει χαμένη.» Γύρισε να κοιτάξει τα κουνέλια που του χαμογελούσαν. Η χαρά τους που ο φίλος τους ήθελε να παραμείνει μαζί τους ήταν αμοιβαία. Ο Ντέρεκ, αν και ήταν σκεπτικός για τη τρελή απόφαση του φίλου του, δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει επίσης, καταλαβαίνοντας πως ο Άλαν είχε επιτέλους ξαναβρεί τη θέληση για να συνεχίσει τη ζωή του.

«Τι είπες για εκείνα τα ρεμάλια που προσπάθησαν να σας πιάσουν;» ρώτησε ο Περούκας, φέρνοντας τους στο επόμενο σοβαρό θέμα της συζήτησης τους, «Αυτό σημαίνει πως εκείνο το μέρος, η Έφραφα όντως υπάρχει, σωστά;» Ο Άλαν του νέψε.

«Ναι, και θα έχουμε σοβαρούς μπελάδες εάν μας βρουν,» του είπε κατσούφικα, «Εκείνος ο αγροίκος, ο Δαμιανός ανέφερε το όνομα του Ακάνθινου αρκετές φορές. Όταν αρνηθήκαμε να παραδοθούμε, διέταξε να μας σκοτώσουν – αλλά εγώ τους έδωσα να καταλάβουν!» πρόσθεσε, περήφανος σαν κόκορας, εξηγώντας πως ο Δαμιανός και οι μπράβοι του το είχαν βάλει στα πόδια σαν τρομαγμένα ποντίκια μπροστά σε γάτα μόλις είχε τελειώσει μαζί τους.

«Έδωσες ένα μάθημα σε αυτά τα αποβράσματα;» ρώτησε εντυπωσιασμένος ο Περούκας, ο οποίος και τι δεν θα έδινε να ήταν εκεί για να το δει, «Πάω στοίχημα πως αυτό το μούτρο, ο Ακάνθινος δεν θα χαρεί πολύ όταν ακούσει πως ένας άνθρωπος έκανε τρεις στρατιώτες του λιώμα. Θα είναι σκέτη ντροπή για αυτόν και την αξιολύπητη Άουσλα του. Μπράβο σου!»

Οι υπόλοιποι όμως καταλάβαιναν πως αυτό ήταν πολύ σοβαρό. Το ότι κυκλοφορούσε μια περιπολία Εφραφανών στην περιοχή σήμαινε πως κάποια στιγμή, σύντομα ή αργότερα, θα εμφανίζονταν και άλλες.

«Θα πρέπει να είμαστε πολύ πιο προσεκτικοί από εδώ και εμπρός,» είπε ο Φουντούκης, παίρνοντας το από το στόμα του Άλαν, «Πρέπει να φτάσουμε το συντομότερο στους μεγάλους λόφους, να σκάψουμε τη καινούργια μας φωλιά, ώστε να έχουμε κάποιο ασφαλές μέρος για να κρυφτούμε.»

«Ο Φουντούκης έχει δίκιο,» είπε ο Πουρνάρης, «Και πρέπει, πάση θυσία, να φροντίσουμε ώστε να μη μας βρουν και μας ακολουθήσουν έως εκεί. Θα πρέπει να προσέχουμε τα νώτα μας κάθε στιγμή. Θα φυλάμε σκοπιές κάθε βράδυ, ώστε να μην μας αιφνιδιάσουν ενώ κοιμόμαστε.» Ό Άλαν ήθελε να τους επισημάνει πως δεν θα μπορούσαν να κρύβονται από την Έφραφα για πάντα, αλλά τελικά αποφάσισε να το αφήσει για την ώρα. Είχαν ήδη αρκετά προβλήματα για να τους φορτώνει περισσότερες ανησυχίες.

Με την Βιολέτα τραυματισμένη και να χρειάζεται πολύ ξεκούραση προτού μπορούσε να ξαναταξιδέψει, αποφάσισαν να μείνουν στα ερείπια για τη νύχτα και να συνεχίσουν το πρωί. Τα κουνέλια μάζεψαν ξερά χόρτα για να ξαπλώσουν για τη νύχτα, ενώ οι άνθρωποι μάζεψαν ξύλα για φωτιά. Σύντομα είχαν μια ζεστή φωτιά μέσα στο καταφύγιο τους, χρησιμοποιώντας την τρύπα στη στέγη της εκκλησίας σαν καπνοδόχο.

Ήταν σούρουπο. Ο Άλαν καθόταν έξω σκοπιά, σκέφτοντας για το μέλλον του. Μόλις έφταναν στο Λόφο του Γουότερσιπ, θα έπρεπε να αρχίσει να κάνει σχέδια και για τον εαυτό του. Έχοντας πάρει την απόφαση να παραμείνει εδώ, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στη ζωή σε αυτό τον νέο κόσμο για να επιβιώσει.

Ήξερε πως του έλειπαν πολλά σημαντικά πράγματα, όπως όπλα και εργαλεία. Με μονάχα το μυαλό του και ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει από το τριγύρω περιβάλλον, θα ήταν μεγάλος αγώνας για να φτιάξει κάποιου είδους βιώσιμης ζωής εδώ πέρα. Η λίστα με τα πράγματα που χρειαζόταν ήταν άπειρη: όπλα με μπόλικα πυρομαχικά, εργαλεία για χτίσιμο και γεωργία, εγκυκλοπαίδειες σε διάφορους τομείς γνώσης για να τον βοηθήσουν με τα έργα του… Δυστυχώς, δεν είχε ούτε όπλο, ούτε εγκυκλοπαίδεια, τίποτα παρά μόνο ότι ένας καθημερινός άνθρωπος του 21ου αιώνα συνήθως κουβαλούσε στις τσέπες του. Εντάξει, είχε κάτι παραπάνω αφού είχε τον λιγοστό εξοπλισμό που είχαν διασώσει από το ελικόπτερο του Μακιούχαν. Αλλά, και πάλι θα ήταν πολύ δύσκολο.

Ήταν απασχολημένος, κάνοντας σημειώσεις στο σημειωματάριο του, όταν ξαφνικά άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του. Ήταν η Βιολέτα, που είχε βγει από το καταφύγιο για να του μιλήσει, κοιτάζοντας τον ντροπαλά. Ο Άλαν την έβρισκε κάπως κωμική με όλες αυτές τις γάζες που της είχε βάλει ο Μακιούχαν, οι οποίες όμως δεν χαλούσαν καθόλου την ομορφιά της. Η κουνέλα συνέχισε να τον κοιτάζει ντροπαλά με αυτά τα πανέμορφα μπλε σαν ζαφείρια μάτια της.

«Ω, ε, γεια σου,» της είπε εκείνος αμήχανα, καθώς κάθισε δίπλα του, «Αισθάνεσαι καλύτερα βλέπω.»

«Ναι, ο πόνος έχει ήδη περάσει,» μουρμούρισε εκείνη, βρίσκοντας επιτέλους το θάρρος να μιλήσει, «Ήθελα να σου μιλήσω, να σε ευχαριστήσω…» Ο Άλαν της χαμογέλασε.

«Δεν κάνει τίποτα. Δεν έκανα και πολλά, εδώ που τα λέμε – εάν δεν τύχαινε να σε ρίξει το γεράκι, δεν θα μπορούσε να κάνω τίποτα. Στάθηκες τυχερή.» Η Βιολέτα ωστόσο δεν πίστευε πως ήταν μόνο θέμα τύχης που είχε γλιτώσει.

«Εάν δεν ήσουν εκεί για να με πιάσεις, το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε θα με είχε πάρει σίγουρα. Σου χρωστάω τη ζωή μου – και των αγέννητων παιδιών μου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σε ευχαριστώ.»

Αυτό μάλλον εξηγεί για πιο λόγο δεν ήθελε να συνεχίσει μαζί μας, σκέφτηκε ο Άλαν. Μια έγκυα κουνέλα, εάν ένιωθε πως κινδύνευε, στη δικιά της περίπτωση από το στρες που βρισκόταν τόσο κοντά σε ανθρώπους, μπορούσε να γεννήσει τα μικρά της νεκρά – μια φυσική αντίδραση των κουνελιών όταν υπήρχε έλλειψη τροφής ή κάποιο άλλο πρόβλημα που θα έκανε αδύνατο να επιβιώσουν τα κουνελάκια. Γύρισε να τη χαϊδέψει στο σβέρκο.

«Παρακαλώ,» της είπε, «Αλλά, γιατί όμως δεν με εμπιστευόσουν εξ' αρχής, αφού οι άλλοι δεν είχαν κανένα παράπονο με μένα στη παρέα σας;» τη ρώτησε, ελπίζοντας πως δεν την έφερνε σε δύσκολη θέση. Κανονικά θα ήταν πιο διακριτικός με μια κυρία, κουνέλα ή άνθρωπο, αλλά τον έτρωγε η περιέργεια. Εκείνη φαινόταν να τη κυριεύει ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία με την ερώτηση του Άλαν, αλλά, ευγνωμονώντας τον, σκέφτηκε πως δικαιούταν μια εξήγηση.

«Όταν η Θηνιά καταστράφηκε από τη Λευκή Τύφλωση που είχε εξαπολύσει εκείνος ο φρικτός ξένος, πολλά από τα κουνέλια μας, μεταξύ των οποίων και η μητέρα μου – η αδελφή του Θρέρα – επίσης αρρώστησαν και έπρεπε να διωχθούν δια της βίας από το κουνελότοπο για να πεθάνουν. Εγώ και ο Ασημής ήμασταν κουνελάκια τότε. Ωχ, Φρίθ, ήταν τόσο φρικτό…!» Ξέσπασε σε λυγμούς, καθώς θυμήθηκε την Άουσλα να παίρνει την άρρωστη μητέρα της έξω από τη φωλιά, αφήνοντας τη να πεθάνει τυφλωμένη και μόνη στη μέση του πουθενά. Ο Άλαν γονάτισε να τη καθησυχάσει, καθώς εκείνη συνέχισε την ιστορία της.

«Όπως και με το θείο μου, η τραγωδία με άφησε δύσπιστη και ξενοφοβική προς όλους τους ξένους. Και εσύ είσαι άνθρωπος – στην κυριολεξία, ο χειρότερος φυσικός εχθρός μας. Είναι απλώς… Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Ο κουνελότοπος μας είχε μόλις καταστραφεί από το χέρι του ανθρώπου και όλοι να επιμένουν πως εσύ είσαι η μόνη ελπίδα για το μέλλον μας… Ένιωθα σαν να μου ζητάνε να κάνω συμφωνία με το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε. Λυπάμαι τόσο πολύ… Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με…»

«Δεν πειράζει, ξέχνα το,» τη καθησύχασε ο Άλαν, ο οποίος την καταλάβαινε απόλυτα μετά από αυτά που είχε ακούσει από τον Πουρνάρη τις προάλλες. Απορούσε, τι είδους μοχθηρό κουνέλι θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο απάνθρωπο στο ίδιο του το είδος; Όχι κάποιος που θα ήθελε να γνωρίσει ποτέ, αυτό ήταν σίγουρο. Η Βιολέτα έτριψε τρυφερά τη μύτη της στο πρόσωπο του από ευγνωμοσύνη.

«Σε ευχαριστώ, Άλαν.»

Ξαφνικά, μια φωνή, όλο γέλια, τους διέκοψε, «Μπα, μπα, αγαπητή μου Βιολέτα, τι θα σκεφτόταν τώρα ο φουκαράς ο θείος σου εάν μπορούσε να σε δει; Η αξιότιμη ανιψιά του να απατά το ταίρι της με έναν άνθρωπο! Ντροπή…» Ο Άλαν και η Βιολέτα αναπήδησαν καθώς είδαν τον Καμπανούλη να τους κοιτάζει, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. Η Βιολέτα έγινε κόκκινη σαν παντζάρι.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Καμπανούλη! Σου είπα πως ήθελα λίγη ησυχία…» Αλλά ο πλακατζής Καμπανούλης δεν μπορούσε να μην της κάνει και άλλη πλάκα.

«Ωπα, είσαι λίγο ζόρικη, ε;» Η Βιολέτα είχε αρχίσει να θυμώνει πολύ. «Ξέρω πώς να σε βοηθήσω να καλμάρεις τα νευράκια σου…» Με μια γρήγορη κίνηση, ακινητοποίησε την κουνέλα του στο έδαφος, γλείφοντας τη στα πλευρά. Η Βιολέτα άρχισε να χασκογελάει.

«Καμπανούλη, σταμάτα! Γαργαλιέμαι!»

Τελικά, ο Καμπανούλης σταμάτησε και την άφησε να σηκωθεί. Ο Άλαν θαύμαζε την αγάπη μεταξύ τους, βλέποντας πόσο πολύ νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον. Ο Καμπανούλης γύρισε να του μιλήσει.

«Θα σου είμαι πάντα ευγνώμων,» του είπε, «Και εγώ και η Βιολέτα δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.» Ο Άλαν του νέψε.

«Είσαι τυχερός κούνελος, Καμπανούλη, που έχεις μια τόσο όμορφη κουνέλα. Συγχαρητήρια.» Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Καμπανούλης έχασε το χαμόγελο του ακούγοντας το κομπλιμέντο.

«Μακάρι ο ξάδελφος μου, ο Δυόσπορος να πίστευε το ίδιο όπως και εσύ…» μουρμούρισε λυπημένα. Μάλλον έχει κάτι να κάνει με τη εχθρική στάση του Δυόσπορου απέναντι του νωρίτερα, σκέφτηκε ο Άλαν. Παρότι δεν του άρεσε να χώνει τη μύτη του στις υποθέσεις των άλλων, τον έτρωγε η περιέργεια και ρώτησε.

«Τι τρέχει μεταξύ σας;»

Ζητώντας από τη Βιολέτα να τους αφήσει ήσυχους για λίγο, ο Καμπανούλης του εξήγησε, «Εγώ δεν ήμουν πάντα το ταίρι της Βιολέτας. Ο Δυόσπορος αρχικά προοριζόταν για ταίρι της. Δυστυχώς, η σχέση τους τελείωσε άσχημα.»

«Μια μέρα, όταν ο Δυόσπορος ήταν ακόμη νεοσύλλεκτος στην Άουσλα, του είχαν αναθέσει μια δύσκολη περιπολία, το οποίο θα του έδινε προαγωγή με βαθμό αξιωματικού. Ωστόσο, η Βιολέτα δεν ήθελε το Δυόσπορο να αναλάβει μια τόσο επικίνδυνη αποστολή. Εκείνος όμως, θέλοντας τόσο πολύ την προαγωγή, ζήτησε από τον Λευκαγκάθη, ο οποίος είναι ο δίδυμος ολόιδιος του, να τον αντικαταστήσει, όπως λέει ο λόγος, όσο έλειπε στη περιπολία. Με αυτό τον τρόπο, η Βιολέτα δεν θα μάθαινε ποτέ που πήγε. Προς μεγάλη του ατυχία, εκείνη διάλεξε εκείνη τη βραδιά για να ζευγαρώσουν. Ο Λευκαγκάθης, μη θέλοντας να προδώσει τον αδελφό του, αναγκάστηκε να ομολογήσει το κόλπο.»

«Η Βιολέτα θα πρέπει να ήταν έξαλλη.»

«Νιώθοντας προδομένη και με ραγισμένη καρδιά, δεν του ξαναμίλησε ποτέ του Δυόσπορου. Εκείνος την ικέτεψε επαναληπτικά να τον συγχωρέσει, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Τελικά, γύρισε σε εμένα για συμπαράσταση. Μάλλον επειδή της έφτιαχνα το κέφι με τα αστεία μου, κάτι το οποίο χρειαζόταν πολύ τότε… Όπως και το ήθελε η τύχη, τελικά με δέχτηκε σαν ταίρι της.»

«Και, φυσικά, ο Δυόσπορος δεν ήταν και πολύ χαρούμενος μαζί σου, σωστά;» τον ρώτησε ο Άλαν, αρχίζοντας να καταλαβαίνει επιτέλους την εχθρότητα μεταξύ του Καμπανούλη και του ξαδέλφου του. Ο Καμπανούλης του νέψε κατσούφικα.

«Ο Δυόσπορος πιστεύει πως εκμεταλλεύτηκα το σφάλμα του – ίσως και να το έκανα – για να κερδίσω την καρδιά της Βιολέτας. Ο Λευκαγκάθης επίσης συμφωνεί μαζί του. Για αυτό το λόγο, και με διέγραψε από το γενεαλογικό μας δέντρο. Δεν έχουμε ξαναμιλήσει ο ένας στον άλλον, ακόμη και όταν ήμασταν συνάδελφοι στην Άουσλα του Πουρνάρη. Η πίκρα μεταξύ μας δυστυχώς όλο και χειροτερεύει.»

Προσωπικά, ο Άλαν δεν ήξερε τι να πει. Ο Δυόσπορος είχε καταστρέψει το μέλλον του με τη Βιολέτα με την ανοησία του. Ο Καμπανούλης δεν έφταιγε σε τίποτα, αλλά η αγάπη του για τη Βιολέτα του είχε αναπόφευκτα κοστίσει τη σχέση του με τον ξάδελφο του. Του θύμιζε μια δικιά του περίπτωση από όταν ήταν φοιτητής, που είχε χάσει έναν παιδικό του φίλο για τη κοπέλα ή οποία τελικά έγινε η γυναίκα του.

Εκείνος ο παλιός φίλος του και πρώην μνηστήρας της Μαίρης, ο Ρόναλντ Φίλντς, ο οποίος είχε πια πεθάνει, δεν είχε ξαναμιλήσει ποτέ στον Άλαν. Αναμφίβολα, ο Καμπανούλης βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, έχοντας βρει τον έρωτα της ζωής του, αλλά ταυτόχρονα να τον τρώει η ενοχή για τη διαλυμένη σχέση του με το ξάδελφο του.

Συνέχισαν να συζητάνε ώσπου ο Καμπανούλης γύρισε να πάει πάλι μέσα, όπου τον περίμενε η Βιολέτα. Ο Άλαν συνέχισε να χαζεύει το τοπίο. Στον ορίζοντα, ο ήλιος έδυε και πλησίαζε το σούρουπο… Ξαφνικά, έτυχε να προσέξει μια ταφόπλακα δίπλα του. Η επιγραφή τον έκανε να χλομιάσει:

ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ

ΑΛΑΝ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΤΖΟΝΣΟΝ

1978-2012

ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ ΣΕ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΥΣ

ΛΟΓΩ ΨΥΧΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ

ΤΡΑΓΙΚΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΤΟ 2011

Του πήρε του Άλαν αρκετά λεπτά να συνέλθει, αντικρίζοντας τον ίδιο του τον τάφο, ένα προ πολλού ξεχασμένο μνήμα στο όνομα του, το οποίο, χωρίς να το γνωρίζει, του είχε φτιάξει ο Σεργκέι Πέτρογκραντ μετά την μυστηριώδη εξαφάνιση του. Τον εξόργιζε η επιγραφή, καταλαβαίνοντας πως στα μάτια του κόσμου δεν ήταν παρά ένας ψυχοπαθής δολοφόνος μέχρι το τέλος. Κοιτάζοντας πάλι, πρόσεξε πως υπήρχε και μια δεύτερη ταφόπλακα:

ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ

ΝΤΕΡΕΚ ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΩ

1977-2012

ΠΕΘΑΝΕ ΑΔΙΚΩΣ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΦΙΛΟ ΤΟΥ,

ΤΟΝ ΑΛΑΝ ΤΖΟΝΣΟΝ

Υπήρχαν συνολικά τρεις τάφοι με τα ονόματα τους, εξαιρώντας τον Χούλιο, τον Μακιούχαν και το πλήρωμα τους, για τους οποίους οι οικογένειες μάλλον τους είχαν 'κηδέψει' αλλού. Αφού ο Άλαν, ο Ντέρεκ και ο Ρόμπινς δεν είχαν ούτε φίλους ούτε συγγενείς, για κάποιο λόγο, οι αρχές τους είχαν φτιάξει αυτά τα μνήματα. Σκύβοντας να διαβάσει την επιγραφή στην τρίτη ταφόπλακα που άνηκε στο Ρόμπινς, του κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη:

ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ

ΡΑΣΕΛ ΡΟΝΑΛΝΤ ΡΟΜΠΙΝΣ

1978-2012

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΟ…ΜΙ6 (!)

Τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες; Μα τι σχέση έχει ο Ρόμπινς; Ο Άλαν πετάχτηκε όρθιος. Για μια στιγμή, νόμιζε μήπως δεν το είχε διαβάσει καλά. Όμως, όχι, ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια του: μια επιγραφή που αποκάλυπτε πως ο Ρόμπινς ήταν, στην πραγματικότητα, ένας μυστικός κυβερνητικός πράκτορας! Παρότι δεν ήταν ανήκουστο, μερικές φορές ακόμη και για τα πιο απίθανα πρόσωπα, να αποκαλυφθεί μετά θάνατον πως ήταν πρώην κατάσκοποι, ξαφνικά ό Άλαν είχε μια καχυποψία. Ώστε ο Ρόμπινς ήταν ένας κυβερνητικός πράκτορας; Τι ήθελε μαζί τους; Μήπως είχε καμιά σχέση που βρέθηκαν παγιδευμένοι σε αυτό το μελλοντικό κόσμο;

Γύρισε τρέχοντας στο καταφύγιο, έτοιμος να αρπάξει τον Ρόμπινς από το λαιμό και να τον κάνει να τα ξεράσει όλα. Βρήκε τους συντρόφους του να κάθονται ξέγνοιαστοι γύρω από τη φωτιά, να μιλάνε ή να ξεκουράζονται. Ο Μακιούχαν καθόταν παραπέρα μόνος του, κοιτάζοντας λυπημένα μια φωτογραφία της οικογένειας του που είχε στο πορτοφόλι του. Ο Ντέρεκ, αντιθέτως, όλο κέφια, προσπαθούσε να μάθει Πετρομαντίες από τον Λευκαγκάθη, ο οποίος ήταν πρωταθλητής στο δημοφιλές παιχνίδι των κουνελιών, αν και δεν φαινόταν να είναι ιδιαίτερα καλός μαθητής. Ο Ρόμπινς καθόταν μόνος του, βυθισμένος στις σκέψεις του… σκέψεις για τι ακριβώς, άραγε;

Ο Άλαν συλλογίστηκε. Ίσως να ήταν καλύτερα να το χειριστεί αυτό λίγο πιο διακριτικά, ώσπου να ξέρει με τι ακριβώς έχει να κάνει. Πρώτα έπρεπε να ενημερώσει τους υπόλοιπους αρχηγούς της ομάδας τους. Ο Περούκας και ο Φουντούκης είχαν πάει έξω για περιπολία, αλλά ο Πουρνάρης βρισκόταν εδώ, παρακολουθώντας τις Πετρομαντίες με τους άλλους. Ο Άλαν τον πλησίασε.

«Τι κάνεις μακριά από το πόστο σου;» ρώτησε θυμωμένος ο Λοχαγός κούνελος, «Εάν μια περιπολία Εφραφανών μας βρει…!» Ο Άλαν του νέψε να σωπάσει.

«Κάτι τρέχει, Πουρνάρη,» του ψιθύρισε στο αυτί, για να μην τους ακούσει ο Ρόμπινς, «Νομίζω υπάρχει ένας αγύρτης ανάμεσα μας.» Ο Πουρνάρης, καταλαβαίνοντας πως επρόκειτο για ένα σοβαρό πρόβλημα, σηκώθηκε όρθιος.

«Αγύρτης; Τι στο όνομα στο Φρίθ μου λες; Ποιος;» Ο Άλαν κοίταξε προς τον Ρόμπινς, ο οποίος καθόταν παραπέρα με τη πλάτη του γυρισμένη. Δεν είχε ιδέα ότι τον είχαν μυριστεί. «Ο Ρόμπινς, αγύρτης; Πως ξέρεις ότι είναι…;»

«Είναι λίγο δύσκολο να σου εξηγήσω… Αλλά αυτός ο τύπος μας κρύβει κάτι, ίσως κάτι κακό. Πρέπει να κάνουμε κάτι.» Καταλαβαίνοντας πως θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να πλησιάσουν τον Ρόμπινς έτσι στα καλά καθούμενα, ο Πουρνάρης κοίταξε τον Άλαν.

«Πως θα το χειριστούμε λοιπόν;»

Ο Άλαν συλλογίστηκε. «Περίμενε μέχρι να νυχτώσει και να κοιμηθούν όλοι, ειδικά ο Ρόμπινς. Τότε ξύπνα το Φουντούκι, τον Περούκα, τον Πενταράκι, τον Ντέρεκ και τον Μακιούχαν. Θα σας συναντήσω όλους έξω. Αλλά τσιμουδιά στους υπόλοιπους. Δεν θέλω να τους αναστατώσω μέχρι να ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Και προσοχή μην σε πάρει χαμπάρι ο Ρόμπινς. Ποιος ξέρει για το τι μπορεί να είναι ικανός ο τύπος…»

Λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, ο Πουρνάρης συνάντησε τον Άλαν έξω, φέρνοντας μαζί του τους Φουντούκι, Πενταράκι, Ντέρεκ και Μακιούχαν. Ο Άλαν τους εξήγησε τι είχε ανακαλύψει. Όλοι τους έμειναν ανάστατοι από θυμό και καχυποψία.

«Έπρεπε να το φανταστώ πως αυτό το παρδαλό φίδι μας είχε πιάσει κορόιδα από την αρχή!» μούγγρισε ο Ντέρεκ, νιώθοντας σαν ηλίθιος που είχε εμπιστευθεί ποτέ τον Ρόμπινς.

«Ο Ρόμπινς είναι κατάσκοπος;» απόρησε ο Περούκας, «Για ποιόν; Δεν θες να πεις πως τον έστειλαν οι Εφραφανοί…;»

«Όχι, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη Έφραφα, Περούκα,» τον καθησύχασε ο Άλαν, ο οποίος ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση η προ πολλού εξαφανισμένη Βρετανική κυβέρνηση να έχει επαφές με τον Ακάνθινο, ένα ανθρωπόμορφο κουνέλι ενός μακρινού μελλοντικού κόσμου! «Αλλά, ότι και να μας κρύβει αυτό το μούτρο, σύντομα θα μας τα πει όλα χαρτί και καλαμάρι! Πάμε!»

Πλησίασαν τον Ρόμπινς που κοιμόταν του καλού καιρού. Προεξέχοντας από την τσέπη του πέτσινου παλτού του, το οποίο χρησιμοποιούσε σαν κουβέρτα, ήταν το μαγνητοφωνάκι που ο Άλαν τον είχε δει να χρησιμοποιεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Ίσως θα μπορούσαν να μάθουν κάτι από αυτό.

Παίρνοντας προσεχτικά το μαγνητοφωνάκι από τη τσέπη του, πήγαν λίγο παραπέρα για να ακούσουν το περιεχόμενο του. Παίζοντας την κασέτα με χαμηλή φωνή ώστε να μην τους καταλάβει ο Ρόμπινς, ο Άλαν και οι φίλοι του τέντωσαν τα αυτιά τους για να ακούσουν. Οι ηχογραφήσεις του Ρόμπινς, σε μορφή ημερολογίου, επιβεβαίωσαν τη καχυποψία του Άλαν ότι ο Ρόμπινς όντως παρακολουθούσε την κάθε κίνηση τους! Κάθε τόσο, αναφερόταν και σε κάποια 'επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος', το όποιο δεν έβγαζε κανένα νόημα. Το μόνο που μπορούσε να καταλάβει ο Άλαν ήταν πως ο Ρόμπινς βρισκόταν σε μια αποστολή. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα το οποίο να εξηγεί για ποιανού το λογαριασμό δούλευε ή ποιος ήταν ο στόχος της αποστολής του. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πια πως δεν ήταν αυτός που ισχυριζόταν.

«Που να με πάρει και να με σηκώσει!» μουρμούρισε ο Άλαν, «Αυτός ο τύπος μας έχει πει ένα κάρο ψέματα και μπούρδες! Λοιπόν, ώρα να κόψει το παραμύθι. Ξυπνήστε τον!» Ο Ντέρεκ έδωσε μια ελαφριά κλωτσιά στον Ρόμπινς στα πλευρά. Ο άνθρωπος πετάχτηκε όρθιος, κοιτάζοντας τους όλους έξαλλος που τον είχαν ξυπνήσει με τόσο αγενέστατο τρόπο.

«Τι στο διάολο κάνετε;» φώναξε, «Τι σημαίνει αυτό…;»

«Έχουμε να πούμε δύο λογάκια οι δυο μας,» του απάντησε ψυχρά ο Άλαν, σηκώνοντας τον πάνω από το γιακά, «Εμπρός, μαρς!» Τον οδήγησαν έξω, προς τον τάφο του.

«Κάθισε,» του είπε ο Άλαν, δείχνοντας του μια πέτρα απέναντι από την ταφόπλακα του, που τον είχε προδώσει. Εκείνος υπάκουσε, αλλά κοιτάζοντας τους πολύ ενοχλημένος.

«Εντάξει, τι είδους φάρσα είναι αυτή; Λες και έχετε το δικαίωμα να με ξυπνάτε έτσι χωρίς λόγο νυχτιάτικα…!»

«Αντιθέτως, έχουμε ένα πολύ σοβαρό λόγο,» τον διέκοψε αυστηρά ο Άλαν, «Φτάνουν πια τα ψέματα σου! Ποιος είσαι;» Ο Ρόμπινς, μάλλον νομίζοντας πως δεν είχαν κάτι για να τον ενοχοποιήσουν, έκανε το κορόιδο.

«Είμαι ένας δημοσιογράφος ντοκιμαντέρ για την εταιρία Ντοκιμαντέρ Ρόουντσοου. Η δουλειά μου είναι να φτιάχνω ντοκιμαντέρ. Γιατί ρωτάτε…;»

«Γιατί υπάρχει μια ταφόπλακα εκεί πέρα που λέει πως είσαι – ή ήσουν – πράκτορας της ΜΙ6.» Ο Άλαν του έδειξε με το φακό την ταφόπλακα, ώστε να μπορεί ο Ρόμπινς να διαβάσει την επιγραφή, «Λοιπόν, γιατί δεν κόβεις επιτέλους το παραμύθι και να μας πεις την αλήθεια;» Ο Ρόμπινς πάγωσε. Το μυστικό του είχε βγει στη φόρα και δεν μπορούσε να το κρύψει πια. Τελικά, ξαναμίλησε.

«Πολύ καλά, θα σας εξηγήσω. Ναι, όντως είμαι πληροφοριοδότης για την Υπηρεσία Αντικατασκοπείας. Μου αναθέτουν αποστολές συγκέντρωσης πληροφοριών σαν και αυτή, τις οποίες εκτελώ κάτω από απόλυτη μυστικότητα. Όλες οι λεπτομέρειες της δουλειάς μου είναι αυστηρά απόρρητες, για λόγους εθνικής ασφάλειας…»

«Σώπα!» αναφώνησε ο Ντέρεκ, «Και τι δουλειά είχαν οι Μυστικές Υπηρεσίες μαζί μας; Τι προσπαθούσες να μάθεις κατασκοπεύοντας μας, παριστάνοντας τον δημοσιογράφο; Μήπως έχει να κάνει με αυτή την… επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος που αναφέρεις στις μαγνητοφωνήσεις σου;» Του έδειξε το μαγνητοφωνάκι, ώστε να καταλάβει πως ήξεραν ήδη πολλά. Ο Ρόμπινς, έξαλλος, άρπαξε πίσω το μαγνητοφωνάκι.

«Πως τολμάτε να αγγίζετε τα πράγματα μου!» φώναξε, θηρίο ανήμερο, «Δεν έχετε το δικαίωμα…!»

«Το έχουμε και το παραέχουμε, εάν νομίζω πως βάζεις σε κίνδυνο την ασφάλεια και την αμοιβαία εμπιστοσύνη της ομάδας μας!» αναφώνησε ο Άλαν, «Λοιπόν, λέγε, τι είναι αυτή η Επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος;»

Ο Ρόμπινς συλλογίστηκε. Η ζημιά είχε γίνει, αλλά ίσως να μπορούσε ακόμη να σώσει κάτι, ώστε να κερδίσει λίγο χρόνο. Τους εξήγησε.

«Η Επιχείρηση Μαύρος Όλεθρος είναι το όνομα-κώδικας ενός μυστικού, πειραματικού όπλου – ένα κατάλοιπο από τον πόλεμο, με δυνατότητες μαζικής καταστροφής. Είναι ένας δορυφόρος με ένα ηλεκτρομαγνητικό κανόνι ιόντων, που το τροφοδοτούν τρεις πυρηνικές κεφαλές από Ανέφικτο – το ίδιο πυρηνικό στοιχείο που εξόρυξαν οι Κινέζοι από τη Σελήνη πριν το πόλεμο. Πολλά από τα όπλα τους δεν ανακτήθηκαν και βρέθηκαν να μοσχοπουλιούνται στη μαύρη αγορά, ώσπου κατέληγαν στα χέρια τρομοκρατών. Με αυτό το όπλο, ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάψει κυριολεκτικά κάθε στρατιωτικό στόχο από τροχιά, καθώς και να σπείρει το θάνατο και τη καταστροφή!»

Τα κουνέλια ένιωθαν ανακατωσούρα από αυτά που άκουγαν. Τέτοιο όργανο καταστροφής ήταν φυσικά ανήκουστο στο κόσμο τους, όπου τα νύχια, τα δόντια και η σωματική δύναμη ήταν τα μόνα 'όπλα' που τους παρείχε ο Φρίθ. Για πρώτη φορά καταλάβαιναν πως ο κόσμος από τον οποίο έρχονταν οι φίλοι χρονοταξιδιώτες τους δεν ήταν το τέλειο μαγικό μέρος των θαυμάτων, όπως και το είχαν φανταστεί.

«Μα ποιος θα ήθελε να φτιάξει ένα τέτοιο, βάρβαρο όπλο;» αναφώνησε ο Φιστικής, φαντάζοντας τι τρόμο και καταστροφή ένα τέτοιο πράγμα θα έσπερνε στο κόσμο τους. Μπροστά του, ούτε και η μυθική Άουσλα του Ελ-αρεραρ θα μπορούσε να τους προστατέψει από τον ολικό αφανισμό! Ο Άλαν συνέχισε να ανακρίνει τον Ρόμπινς.

«Λοιπόν, τι σχέση έχουμε εμείς μαζί με αυτό το… όπλο της συντέλειας;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη. Ο Ρόμπινς συνέχισε με την εξήγηση του.

«Μετά το τέλος του πολέμου, ένα φορτίο πυρηνικών κεφαλών Ανέφικτου εκλάπησαν από την Κίνα, μαζί με τα σχέδια και εξαρτήματα για το δορυφόρο. Πιστεύουμε πως ήταν οι Ρώσοι – όχι η κυβέρνηση τους, αλλά μια τρομοκρατική ομάδα πραξικοπηματιών, οι οποίοι πιστεύουμε είχαν σκοπό να το χρησιμοποιήσουν σαν μέσο εκβιασμού κατά ολόκληρης της υφηλίου. Σύμφωνα με τις πηγές μας, η κατασκευή του δορυφόρου γινόταν εδώ, στην Αγγλία, κάπου έξω στη Νεκρή Ζώνη. Έτσι, οι ανώτεροι μου 'σχεδίασαν' τη πτήση μας – εσείς υποτίθεται ότι θα είσαστε το κάλυμμα μου, ενώ εγώ εκτελούσα την αποστολή παρατήρησης μου…»

Επιτέλους, όλα άρχισαν να βγάζουν κάποιο νόημα. Ο Ρόμπινς όντως ήταν ένας μυστικός πράκτορας, σε μια αποστολή να εξαρθρώσει μια τρομοκρατική οργάνωση που είχε στη κατοχή του το τέλειο κλεμμένο όπλο της συντέλειας. Αλλά γιατί να τους χρησιμοποιήσει σαν κάλυμμα; Σίγουρα οι Μυστικές Υπηρεσίες θα είχαν άλλους, καλύτερους τρόπους παρακολούθησης. Παρατηρώντας τη δύσπιστη έκφραση στα πρόσωπα τους, ο Ρόμπινς τους εξήγησε.

«Οι ανώτεροι μου υποψιάζονταν πως υπήρχε ένας κατάσκοπος ανάμεσα μας, παρακολουθώντας τη κάθε κίνηση μας. Εάν το Ερυθρό Χέρι μάθαινε πως ξέραμε τίποτα για το δορυφόρο τους, θα το μετακινούσαν αμέσως και θα χάναμε τα ίχνη τους. Έπρεπε λοιπόν να δράσω μόνος μου. Ένα μικρό πολίτικο αεροπλάνο με τέσσερις απλούς τουρίστες σε εκδρομή πάνω από τη Νεκρή Ζώνη δεν θα τραβούσε την προσοχή τους…»

«Το Ερυθρό Χέρι;» τον διέκοψε ο Φουντούκης, «Τι στο όνομα του Φρίθ είναι αυτό;» Προς έκπληξη όλων, ο Μακιούχαν απάντησε αυτή τη φορά.

«Το Ερυθρό Χέρι είναι μια φημισμένη τρομοκρατική οργάνωση, κυρίως πρώην Σοβιετικοί πραξικοπηματίες, που θέλουν να μετατρέψουν όλη την υφήλιο σε μια νέα Σοβιετική αυτοκρατορία υπό την απόλυτη κυριαρχία της ακραίας πολιτοφυλακής τους. Κάθε στρατιώτης της Αυτής Μεγαλειότητας ξέρει για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν για λογαριασμό των Κινέζων στο πόλεμο, όταν η Ρωσία ήταν σύμμαχος τους. Έτσι δεν είναι, κε Ρόμπινς;» Εκείνος του νέψε.

«Εάν ο Μαύρος Όλεθρος ολοκληρωνόταν ποτέ, η ισορροπία της παγκόσμιας ειρήνης θα κατέρρεε για πάντα. Ολόκληρος ο κόσμος θα βυθιζόταν σε μια εποχή ανεξέλεγκτης παγκόσμιας τρομοκρατίας. Το υλικό από το 'ντοκιμαντέρ' μου θα ήταν απόδειξη πως υπήρχε μια σπείρα καθαρμάτων τρομοκρατών κάτω από τη μύτη μας, καθώς και θα επιβεβαίωνε την ύπαρξη του δορυφόρου. Η αποστολή μου, με άλλα λόγια, ήταν για μια απλή παρατήρηση και να αναφέρω τα ευρήματα μου. Τίποτα περισσότερο.»

Παρότι η εξήγηση του Ρόμπινς φαινόταν κατά κάποιον τρόπο λογική, δεν του άρεσε καθόλου του Άλαν το γεγονός ότι αυτός ο τύπος τους είχε ρίξει στάχτη στα μάτια, πέρα από το ότι έβρισκε τα κίνητρα του πολύ ύποπτα. Κάτι του βρώμαγε με τον Ρόμπινς και δεν του άρεσε καθόλου. Τι να τους έκρυβε άραγε;

«Ακόμη δεν έχεις απαντήσει την ερώτηση μου,» του είπε, «Γιατί χρησιμοποίησες εμάς;» Ο Ρόμπινς είχε αρχίσει πια να χάνει την υπομονή του.

«Δεν είμαι σε θέση να συζητάω τα πρωτόκολλα της αντικατασκοπείας. Είναι άκρως απόρρητα. Λυπάμαι εάν σας μπλόφαρα για το ποιος είμαι, αλλά ήταν θέμα εθνικής ασφάλειας,» είπε ψυχρά, προσπαθώντας να κλείσει τη συζήτηση, «Εξάλλου, τι σημασία έχει πια; Εάν υπήρξε ποτέ αυτό το όπλο, προφανώς έχει χαθεί προ πολλού κάτω από τη σκόνη του χρόνου. Ποιος ξέρει, μπορεί αυτό και να οδήγησε τον πολιτισμό στον αφανισμό…»

«Μη μου λες εμένα δικαιολογίες περί απορρήτου και αηδίες!» μούγγρισε ο Άλαν, «Θα μπορούσες να μας τα είχες ομολογήσει όλα αυτά όταν πρωτοήρθαμε, αλλά εσύ δεν είπες τίποτα. Πέρα των άλλων, συνέχισες να παρακολουθείς την κάθε κίνηση μας! Θέλω να μάθω, γιατί; Μήπως έχει κάτι να κάνει με το γεγονός ότι βρεθήκαμε να ταξιδεύουμε μέσα στο χρόνο; Λοιπόν, έχει;»

Προτού μπορούσε να αναγκάσει τον Ρόμπινς να απαντήσει, μια απαλή σαν το μετάξι φωνή ακούστηκε από την άκρη του δάσους. Όλοι τους αναπήδησαν. Κοιτάζοντας, είδαν έναν παχουλό κούνελο με φουντωτό λευκό τρίχωμα και μια απόμακρη έκφραση να τους κοιτάζει.

«Χαιρετίσματα, φίλοι μου. Φαίνεται πως κάνατε πολύ δρόμο. Μήπως θέλετε να σας προσφέρω καταφύγιο στο κουνελότοπο μου;»

Ο Περούκας και ο Πουρνάρης είχαν πεταχτεί όρθιοι, κοιτάζοντας ολόγυρα για άλλα κουνέλια, νομίζοντας μήπως είναι καμιά ενέδρα, όπως με την Περιπολία των Εφραφανών. Αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Ο ξένος ήταν μόνος του.

«Ποιος είσαι εσύ και τι θέλεις μαζί μας;» βρυχήθηκε ο Περούκας, κοιτάζοντας καχύποπτα τον ξένο κούνελο, παραξενεμένος από την αλλόκοτη συμπεριφορά του. Βρίσκονταν μπροστά του, παρέα με τρεις ομιλούμενους ιθέλ και αυτός ούτε το είχε πάρει χαμπάρι! Γιατί δεν τον είχε κυριέψει ο πανικός βλέποντας άνθρωπο, όπως κάθε λογικό κουνέλι; Τυφλός είναι, σκέφτηκε ο Περούκας, ή τρελός;

«Το όνομα μου είναι Πασχαλίτσας και δεν θέλω τίποτα,» του απάντησε ξέγνοιαστα το μυστηριώδες κουνέλι με την γλυκιά σαν τραγούδι φωνή του, «Απλώς αναρωτιόμουν εάν θέλετε στέγη και φαγητό. Κουρασμένοι ταξιδιώτες σαν και εσάς είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στη φωλιά μου…»

Ακούγοντας το όνομα του κουνελιού, του κόπηκε το αίμα του Άλαν. Αμέσως, ένιωσε ένα βαθύ μίσος για αυτό τον ξένο που τους προσέφερνε τόσο ευπρόσδεκτα καταφύγιο. Ο Πασχαλίτσας, ήξερε από το βιβλίο του Άνταμς, ήταν ο Αρχικούνελος της Φωλιάς με τα Λαμπερά Σκοινιά, ο κουνελότοπος του θανάτου!

Σημείωση από τον συγγραφέα: Συγνώμη για τη μεγάλη καθυστέρηση αλλά δεν είχα πολύ χρόνο για γράψιμο τώρα τελευταία. Για όσους δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο, ο Πασχαλίτσας είναι ο Μελίρρυτος στη τηλεοπτική σειρά του 1999. Παρακαλώ αφήστε και καμία κριτική!