Ο Άλαν γύρισε να κοιτάξει τους συντρόφους του, οι οποίοι κοίταζαν με περιέργεια αυτό το περίεργο κουνέλι, τον Πασχαλίτσα. Η αλλόκοτη συμπεριφορά του ξένου τους είχε αφήσει όλους με ανοιχτό το στόμα. Πως γίνεται ένα κουνέλι να βλέπει κατάματα έναν άνθρωπο και να μην δείχνει την παραμικρή αίσθηση φόβου; Από την άλλη, όμως, ακούγοντας πως υπήρχε ένας φιλόξενος κουνελότοπος εδώ κοντά τους είχε ανεβάσει το ηθικό.

Κανένας τους δεν είχε φάει σωστά από τότε που είχαν αναχωρήσει από το Σάντλεφορντ και ήταν όλοι κατάκοποι. Δεν γινόταν να προχωρήσουν άλλο χωρίς φαγητό και ξεκούραση. Τα κουνέλια χρειάζονταν επίσης περισσότερους συντρόφους, ειδικά κουνέλες, ώστε να ξεκινήσουν έναν καινούργιο κουνελότοπο.

Η Βιολέτα ήταν η μόνη επιζούσα κουνέλα και δεν αρκούσε για δεκατέσσερις κούνελους που θα χρειάζονταν μελλοντικά ταίρια για να ζευγαρώσουν, ώστε να συνεχίσουν τη κοινωνία τους. Ο κίνδυνος της Έφραφα το έκανε ξεκάθαρο πως χρειάζονταν μια μεγαλύτερη ομάδα, αλλιώς δεν θα έφταναν ποτέ στο Λόφο του Γουότερσιπ. Ο κουνελότοπος του Πασχαλίτσα ίσως να ήταν η λύση για όλα τους τα προβλήματα… αλλά όχι στα μάτια του Άλαν.

Ο Πασχαλίτσας, εν στο μεταξύ, είχε φύγει, λέγοντας πως θα τους περίμενε στη φωλιά του και πως ήταν ευπρόσδεκτοι εάν αποφάσιζαν να δεχτούν τη πρόσκληση του. Γύρισε και εξαφανίστηκε μέσα στα χόρτα.

«Περίεργος αυτός ο Πασχαλίτσας, δε νομίζετε;» μουρμούρισε καχύποπτα ο Περούκας, «Τι όφελος να έχει άραγε, προσφέροντας μας καταφύγιο;»

«Αυτό που θα ήθελα να μάθω εγώ είναι γιατί δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη που έχουμε τρεις ομιλούμενους ιθέλ ανάμεσα μας;» απόρησε δύσπιστα ο Πουρνάρης, «Τυφλός είναι;» Κάποιος άλλος ωστόσο είχε μια πολύ πιο αρνητική άποψη για αυτόν τον Πασχαλίτσα.

«Δεν πρέπει να έχουμε καμία σχέση με αυτόν τον Πασχαλίτσα ή το κουνελότοπο του,» φώναξε ο Πενταράκης, «Αυτό το κουνέλι είναι επικίνδυνος! Το νοιώθω μέχρι τα κόκκαλα μου…!» Οι φίλοι του όμως, που δεν είχαν τη δύναμη των οραμάτων του, ούτε και τις γνώσεις του Άλαν για την ιστορία τους, κοίταξαν τον Πενταράκι σαστισμένοι. Δεν είχαν ιδέα σε τι μπελάδες θα έμπλεκαν.

«Τι φοβάσαι εσύ, τιποτένιο σκαθαράκι;» μούγγρισε θυμωμένος ο Περούκας, «Τι νομίζεις ότι θα σκεφτεί για μας εάν δεν πάμε; Θα μας περάσει για δειλούς!» Τότε, ο Άλαν μίλησε.

«Φοβάμαι πως ο Πενταράκης έχει δίκιο,» τους είπε, «Ο Πασχαλίτσας θα μας φέρει μπελάδες.» Τους εξήγησε όσα ήξερε από το βιβλίο του Άνταμς, ότι ο κουνελότοπος του Πασχαλίτσα ήταν γεμάτος με παγίδες κυνηγών, οι οποίοι έκτρεφαν τα κουνέλια σαν κοπάδια για σφαγή.

«Υπό την επιρροή του Πασχαλίτσα, τα κουνέλια του απολαμβάνουν μια ξέγνοιαστη και πλούσια ζωή, σαν πρόβατα. Όποτε κάποιο κουνέλι εξαφανίζεται, κανένας δεν ξαναλέει το όνομα του. Απλώς δεν υπήρξε ποτέ. Αυτός είναι ο μοναδικός κανόνας που πρέπει να ακολουθούν: να ζουν αξιοπρεπώς και πάνω από όλα να έχουν τη δύναμη να αποδέχονται τη μοίρα τους,» τους εξήγησε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του ίδιου του Πασχαλίτσα από το βιβλίο. Όπως και ήταν αναμενόμενο, οι φίλοι του είχαν παγώσει.

«Ο Φρίθ να μας φιλάει!» αναφώνησε έξαλλος ο Πουρνάρης, «Πως μπορούν αυτά τα καθάρματα να ανέχονται να ζουν μια τέτοια ζωή; Να θυσιάζουν ο ένας τον άλλον, ώστε οι υπόλοιποι να ζουν μια μέρα περισσότερο; Αυτό είναι κτηνωδία!» Οι υπόλοιποι ένοιωθαν παρόμοια οργή και αηδία. Ο Περούκας, ειδικά, είχε μείνει άφωνος ακούγοντας για τη σχεδόν μοιραία του εμπειρία στη παγίδα όταν αρνήθηκε να ακούσει τη προειδοποίηση του Πενταράκι, όπως και τα είχε διηγηθεί ο Άνταμς.

«Σε αυτή την περίπτωση, κανένας δεν θα πλησιάσει εκεί πέρα!» είπε, «Δεν κινδυνεύουμε να πεινάσουμε ακόμη και μπορούμε να βρούμε περισσότερα κουνέλια αλλού. Αυτός ο τρελός ο Πασχαλίτσας και τα τσιράκια του ας κρατήσουν τη μίζερη ζωή τους, όπως και τους αξίζει!» Όλοι τους συμφωνούσαν πως η μόνη λογική λύση ήταν να μείνουν μακριά από αυτό το φοβερό μέρος. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που έπρεπε να σκεφτούν – κάτι που, προς έκπληξη όλων, σκέφτηκε ο Πενταράκης.

«Αλλά τι γίνεται με όλα εκείνα τα κουνέλια που έχει ο Πασχαλίτσας υπό τον έλεγχο του; Μπορεί να είναι ανόητοι και δειλοί, αλλά κανένα κουνέλι δεν αξίζει μια τόσο φρικτή μοίρα!»

Ο Άλαν είχε μείνει εντυπωσιασμένος. Στο βιβλίο, ο Πενταράκης δεν ήθελε να πατήσει ούτε βήμα στο κουνελότοπο του Πασχαλίτσα, αλλά τώρα, ακούγοντας για τις βαρβαρότητες που ασκούσε εις βάρος του λαού του εκείνο το αρρωστημένο κουνέλι, είχε βρει το θάρρος να θέλει να σταματήσουν αυτή την αδικία. Οι φίλοι του ωστόσο δεν ήταν τόσο σίγουροι εάν άξιζε να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους για χάρη κάποιον κουνελιών που προτιμούσαν αυτή τη μάταιη ζωή. Ο Άλαν, ωστόσο, είχε και κάτι άλλο να προσθέσει.

«Ο Πενταράκης έχει δίκιο,» τους εξήγησε, «Στην ιστορία σας, κάποιοι από αυτούς τελικά αποφάσισαν να έρθουν μαζί σας και αποδείχτηκαν χρήσιμα μέλη του καινούργιου κουνελότοπου σας. Νομίζω πως υπάρχει τρόπος να ωφεληθούμε όλοι από αυτή την ευκαιρία.» Παρότι τα κουνέλια ήταν σκεπτικοί για την αυτοπεποίθηση του φίλου τους, αποφάσισαν τουλάχιστον να ακούσουν το σχέδιο του.

«Εγώ προτείνω να δεχτούμε την πρόσκληση του Πασχαλίτσα, σαν να μην γνωρίζουμε ότι ο κουνελότοπος του είναι παγίδα. Ο Ντέρεκ, ο Μακιούχαν και εγώ θα ψάξουμε όλη τη φωλιά και να εξουδετερώσουμε όλες τις παγίδες κάτω από τη μύτη του ξέγνοιαστου Πασχαλίτσα. Μετά, μπορούμε να μιλήσουμε σε όσα από τα κουνέλια του είναι πρόθυμοι να έρθουν μαζί μας. Επιστρατεύουμε όσους περισσότερους μπορούμε και μετά γινόμαστε καπνός, προτού μπορεί να πει κύμινο!»

«Είσαι κολπατζής αντάξιος του ίδιου του Ελ-Αρερά,» του είπε εντυπωσιασμένος ο Περούκας, «Αυτός ο Πασχαλίτσας ούτε που θα το καταλάβει! Υπέροχο σχέδιο, φίλε μου!»

«Λοιπόν, ποιος είναι μαζί μου;»

Τα κουνέλια το σκέφτηκαν για λίγο, κοιτάζοντας τις πιθανότητες. Προφανώς, θα ήταν πολύ επικίνδυνο, αλλά με τον Άλαν να τους καθοδηγεί, φαινόταν σαν ένα αλάνθαστο σχέδιο που άξιζε το ρίσκο. Τελικά, όλοι τους συμφώνησαν να προχωρήσουν με το σχέδιο. Ο Άλαν χαμογέλασε.

«Ωραία. Λοιπόν, πάμε να ενημερώσουμε και τους άλλους και να ξεκινήσουμε. Και όσο για εσένα,» πρόσθεσε, γυρνώντας να κοιτάζει τον Ρόμπινς, ο οποίος καθόταν σιωπηλός λίγο παραπέρα, απορροφημένος στις σκέψεις του, «Δεν τελειώσαμε οι δυο μας. Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση μας αργότερα.»

«Ανυπομονώ,» του απάντησε με κακία ο Ρόμπινς, κοιτάζοντας τον Άλαν καθώς έφευγε. Αυτό δεν ήταν καλό, σκέφτηκε. Δεν γινόταν να παραμείνει απαρατήρητος για πολύ ακόμη. Ήταν πια θέμα χρόνου μέχρι ο Τζόνσον να καταλάβει το κόλπο. Χρειαζόταν ένα εναλλακτικό σχέδιο και γρήγορα! Ευτυχώς, η ευκαιρία του είχε παρουσιαστεί την κατάλληλη στιγμή με τον ερχομό αυτού του μούτρου, του Πασχαλίτσα. Αυτός και το τρελό σχέδιο του Τζόνσον ήταν ότι χρειαζόταν για να πλησιάσει το μόνο άτομο που ίσως μπορούσε να τον βοηθήσει να βγάλει εις πέραν την αποστολή του…

Όταν γύρισαν στο καταφύγιο, είχε αρχίσει να βρέχει. Οι βροχές αυτού του μελλοντικού κόσμου ήταν πολύ βαριές, ακόμη και για το υγρό Αγγλικό κλίμα, σχεδόν σαν από τροπική ζώνη. Μέσα στην ερειπωμένη εκκλησία, τα κουνέλια είχαν ξυπνήσει από το νερό που έσταζε από την κατεστραμμένη οροφή του πρόχειρου καταφυγίου τους.

Ο Άλαν και οι άλλοι τους ενημέρωσαν για τη συνάντηση τους με τον Πασχαλίτσα και την απόφαση τους να διεισδύσουν το κουνελότοπο του για περισσότερους συντρόφους και κουνέλες. Μετά, ο Άλαν τους εξήγησε το σχέδιο του.

«Να θυμάστε,» τους τόνισε, «Πάντα να κυκλοφορείτε σε ζευγάρια και, για κανένα λόγο, να μην χωρίζεστε. Επίσης, μακριά από τους θάμνους ή οποιοδήποτε άλλο μέρος γύρω από τη φωλιά όπου μπορεί να υπάρχει κάποια κρυμμένη παγίδα. Έτσι και πέσετε σε παγίδα και είστε μόνοι, τη πατήσατε. Πάνω από όλα, τσιμουδιά σε όλα τα κουνέλια εκείνης της φωλιάς, ώσπου να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τη κίνηση μας. Καμία ερώτηση;» Όλοι κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους.

«Έξοχα. Εμπρός, πάμε!»

Ακολούθησαν τα ίχνη του Πασχαλίτσα μέχρι τον κουνελότοπο του, που βρισκόταν στην άκρη ενός λιβαδιού που το περιτριγύριζε δάσος. Κάποτε, κάπου εδώ γύρω υπήρχε το χωριό Νιούταουν, το πέρασμα του χρόνου έχοντας σβήσει προ πολλού κάθε ίχνος του. Η είσοδος της φωλιάς ήταν μια τρύπα στην πλευρά ενός μικρού λόφου. Πλησιάζοντας, ο Πασχαλίτσας βγήκε όλο χαρές να τους υποδεχθεί.

«Καλώς ήρθατε, θερμά χαιρετίσματα σε όλους σας! Πόσο χαίρομαι που δεχθήκατε την πρόσκληση μου. Παρακαλώ, περάστε σαν στο σπίτι σας,» τους είπε με μια γλυκιά, σαν τραγούδι, φωνή. Όπως και πριν, έκανε σαν να μην έβλεπε τους τέσσερις ανθρώπους που έφερναν οι φιλοξενούμενοι του μαζί τους. Σαν εξημερωμένο κουνέλι, η φυσική του φοβία για ανθρώπους ήταν προ πολλού ξεχασμένη ή ίσως καλά κρυμμένη.

Ο Άλαν απορούσε, τι είδους ανθρώπους θα μπορούσε άραγε να γνωρίζει ο Πασχαλίτσας, αφού ο άνθρωπος ήταν εξαφανισμένο είδος σε αυτή τη μελλοντική εποχή; Μήπως υπήρχαν ακόμη άνθρωποι στη Γη; Αν ναι, τότε που ήταν; Έως τώρα, δεν είχαν δει το παραμικρό ίχνος ανθρώπινης παρουσίας εδώ πέρα. Που να γνώριζε πως αυτός και οι φίλοι του σύντομα θα ανακάλυπταν μια πολύ πιο φρικτή αλήθεια από όσο μπορούσαν να φανταστούν!

Ο Πασχαλίτσας τους οδήγησε μέσα στη φωλιά του. Πέρασαν μέσα σε μια ευρύχωρη σπηλιά με ψηλό ταβάνι, το οποίο στήριζαν οι ρίζες των δέντρων πάνω από τα κεφάλια τους. Οι είσοδοι πολλών λαγουμιών οδηγούσαν σε άλλα μέρη της φωλιάς, βαθιά στο υπέδαφος. Ένα πελώριο βουνό λαχανικά, αρκετά για να χορτάσει ολόκληρος στρατός κουνελιών, βρισκόταν στο κέντρο της σπηλιάς. Αυτό ήταν λοιπόν η Αίθουσα των Οστών, όπως και την αποκαλούσε ο Άνταμς στο βιβλίο του.

Τα τοιχώματα της φωλιάς, σε αντίθεση με εκείνα του Σάντλεφορντ, που ήταν από απλό χώμα, ήταν στολισμένα με κάτι περίεργες μορφές που θύμιζαν πρόχειρα ψηφιδωτά. Κοιτάζοντας καλύτερα, ο Άλαν κατάλαβε πως ήταν κομματάκια από τούβλα, πορσελάνη, τσιμέντο, γυαλί, ακόμη και από καθρέφτες, μάλλον τα απομεινάρια σπιτιών του Νιούταουν, τα οποία βρίσκονταν θαμμένα σε διάφορα στρώματα κάτω από τη γη. Χρησιμοποιώντας αυτά τα γυαλιστερά πετραδάκια, τα κουνέλια του Πασχαλίτσα είχαν στολίσει τη φωλιά τους με πολλές τέτοιες εικονογραφίες που διηγούνταν ιστορίες του κουνελότοπου τους, σαν αρχαία Αιγυπτιακά ιερογλυφικά.

«Φαίνεται πως το καλλιτεχνικό πνεύμα έχει επιζήσει τόσο μακριά στο μέλλον, όπως και η γλώσσα,» σκέφτηκε, θαυμάζοντας αυτά τα πρόχειρα αλλά εντυπωσιακά έργα στους τοίχους.

Μπορούσε να δει κάτι που έμοιαζε με μια ομάδα κουνελιών να στέκονται μέσα στις ακτίνες του Φρίθ, ίσως κατά τη διάρκεια κάποιας θείας λειτουργίας. Επίσης υπήρχε μια απεικόνιση των ίδιων κουνελιών να απολαμβάνουν ένα φαγοπότι με λαχανικά, όπως εκείνο στο πάτωμα της σπηλιάς, καθώς και ένα κουνέλι (μάλλον ο Πασχαλίτσας) να υποκλίνεται μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με έναν άνθρωπο επάνω σε ένα άλογο. Δυστυχώς, το ψηφιδωτό ήταν πολύ προχειροφτιαγμένο, με ελάχιστες λεπτομέρειες, οπότε ο Άλαν δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το ερώτημα ήταν, είχαν να κάνουν με μύθο ή με πραγματικότητα;

Μια ντουζίνα παχουλά, καλοθρεμμένα κουνέλια παραθέριζαν τριγύρω μέσα στη σπηλιά, χωρίς να δείχνουν τη παραμικρή ένδειξη φόβου που τέσσερις άνθρωποι είχαν μόλις περάσει μέσα στη φωλιά τους. Μάλλον Ο Άλαν μπορούσε να δει μια απόμακρη έκφραση στα μάτια τους, λες και ήταν όλοι τους υπνωτισμένοι. Κάτι σίγουρα βρώμαγε εδώ πέρα. Οι σύντροφοι του όμως, σε αντίθεση με αυτόν, είχαν μείνει εντυπωσιασμένοι με αυτό τον πανέμορφο κουνελότοπο.

«Μπόλικες κουνέλες, φαί και στέγη, εάν θέλαμε να εγκατασταθούμε εδώ,» ψιθύρισε ο Περούκας στον Πουρνάρη, κοιτάζοντας με ανοιχτό το στόμα όλες αυτές τις, όμορφες σαν θεές, κουνέλες. Οι υπόλοιποι τους έτρεχαν τα σάλια βλέποντας όλα αυτά τα λαχανικά μπροστά τους. Μετά από δυο μέρες ταξίδι, τρώγοντας μόνο πικρό γρασίδι όπου το έβρισκαν, πεινούσαν σα λύκοι! Η φιλόξενη ατμόσφαιρα αυτού του κουνελότοπου, που θύμιζε παλάτι, τους είχε μαγέψει κυριολεκτικά.

«Αυτά τα κουνέλια πρέπει να ζουν σαν πρίγκιπες,» μουρμούρισε ο Φουντούκης στον Άλαν, ο οποίος του ένεψε κατσούφικα, «Ναι… σαν πρόβατα στο δρόμο για το σφαγείο!» Προτού μπορέσει να σχολιάσει περισσότερο όμως, ο Πασχαλίτσας μίλησε.

«Φίλοι μου, ας καλωσορίσουμε τους φιλοξενούμενους μας!» ανήγγειλε στο λαό του, οι οποίοι, σαν από εντολή, γύρισαν να τους κοιτάξουν, μουρμουρίζοντας λόγια περί φιλοξενίας για τους ξένους.

Χωρίς να μπορούν να αντισταθούν άλλο στο πειρασμό, η παρέα έπεσαν με τα μούτρα στο φαγητό, ντερλικώνοντας σαν γουρούνια – όλοι, με εξαίρεση τον Πενταράκη, ο οποίος καθόταν παραπέρα, τρέμοντας ολόκληρος. Ούτε μπουκιά δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του. Ο Άλαν τον πλησίασε.

«Τι τρέχει, Πενταράκη; Τι διαισθάνεσαι;» Τα μάτια του Πενταράκι είχαν γουρλώσει τόσο πολύ ώστε έμοιαζαν μεγαλύτερα και από το κεφάλι του. Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του Άλαν σαν τρομαγμένο παιδί.

«Κάτι επικίνδυνο παραμονεύει σε αυτό το μέρος,» μουρμούρισε, «Κάτι φρικτό…» Αλλά ο Άλαν τον καθησύχασε.

«Μην ανησυχείς, φιλαράκο. Ξέρουμε τι αντιμετωπίζουμε εδώ. Τα έχουμε όλα υπό έλεγχο, μη φοβάσαι. Αλλά πρέπει να συγκρατηθείς! Με ακούς;» του ψιθύρισε, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τον ηρεμήσει προτού τον προσέξει ο Πασχαλίτσας και υποπτευθεί κάτι. Με μεγάλο κόπο, ο Πενταράκης κατάφερε να συγκρατήσει τον πανικό του.

«Θα προσπαθήσω, αλλά δεν ξέρω πόσο μπορώ να αντέξω αυτό το μέρος,» μουρμούρισε, «Σε παρακαλώ, Άλαν, θέλω να φύγουμε από εδώ!»

«Θα φύγουμε σύντομα, φιλαράκο. Μην φοβάσαι.»

Μόλις ο Πενταράκης είχε ηρεμήσει κάπως, ο Άλαν κάθισε να φάει με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Δεν υπήρχε λόγος να κάνει τον ανήξερο εάν δεν ακολουθούσε το παράδειγμα τους. Τα λαχανικά, γιγαντιαία όπως και καθετί άλλο σε αυτό τον κόσμο, ήταν άπλυτα, με γεύση χώματος, αλλά χορταστικά. Μπουφές για οικολόγους, σκέφτηκε ο Άλαν, χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα, τα οποία ήταν άχρηστα για τη πλούσια χλωρίδα του μέλλοντος.

Ως μέρος του σχεδίου του, ο Άλαν προσπάθησε να γνωριστεί λίγο καλύτερα με τους οικοδεσπότες τους. Σύντομα βρέθηκε να συζητάει με έναν παχουλό, κοκκινομάλλη κούνελο και το ταίρι του, μια γλυκιά, κανελί κουνέλα, οι οποίοι του φαίνονταν πολύ οικείοι… Μα φυσικά! Ήταν ο Φραουλής και η Νιλντροέιν, άλλοι δυο χαρακτήρες που γνώριζε από το βιβλίο του Άνταμς.

Ο Φραουλής είχε έρθει σαν κουνελάκι στον κουνελότοπο του Πασχαλίτσα με τους χλέσιλ γονείς του, όπου και εγκαταστάθηκαν. Οι γονείς του είχαν πεθάνει λίγο αργότερα (Ή, πιο συγκεκριμένα, είχαν μάλλον πέσει θύμα στις παγίδες, σκέφτηκε ο Άλαν). Η κουνέλα του, η Νιλντροέιν ήταν η κόρη του Πασχαλίτσα, η οποία ήταν παιδική φίλη του. Με τα χρόνια, η φιλία τους είχε μετατραπεί σε έρωτα και ο Πασχαλίτσας, με μεγάλη του χαρά, είχε δώσει τη συγκατάθεση του.

«Πάντα ζούσατε τόσο γαλήνια, Φραουλή;»

Παρότι τα κουνέλια του Πασχαλίτσα ήταν πολύ φιλικά, του Άλαν δεν του άρεσε καθόλου αυτό το αλλόκοτο, απόμακρο βλέμμα που έβλεπε στα μάτια τους. Δεν έλεγαν κουβέντα από που είχε έρθει όλο αυτό το φαγητό, ή γιατί ήταν τόσο φιλόξενοι προς τους ξένους. Ήταν λες και κάποιος ή κάτι εξουσίαζε τα μυαλά τους, ώστε να μην μιλήσουν. Όποια πλύση εγκεφάλου τους είχε κάνει ο Πασχαλίτσας, είχε καλύψει καλά τα ίχνη του.

Ο Άλαν θυμόταν από το βιβλίο πως όταν η Νιλντροέιν σκοτώθηκε σε μια παγίδα, ο Φραουλής είχε μετανιώσει πικρά για όσα είχε κάνει και είχε εγκαταλείψει αυτή τη μάταιη ζωή ως αναλώσιμο πιόνι του Πασχαλίτσα και είχε φύγει με τον Φουντούκι. Ίσως αυτή τη φορά, εάν αυτός και οι σύντροφοι το χειριζόταν σωστά, να μην χρειαζόταν να υποστεί ο Φραουλής τέτοια τραγωδία ώσπου να δει το φως…

Εκείνο το βράδυ, μόλις είχαν όλοι αποκοιμηθεί, ο Άλαν σηκώθηκε και, αθόρυβα σαν γάτα, βγήκε έξω. Με ένα φακό στο χέρι να βλέπει που πηγαίνει, ξεκίνησε να εκτελέσει την αποστολή του. Τα μάτια του δεκατέσσερα μήπως τον ακολουθούσαν, και με την εμπειρία στρατιωτικού των Ειδικών Δυνάμεων, άρχισε να χτενίζει την περίμετρο του κουνελότοπου. Αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν υπήρχε πουθενά κανένα ίχνος από τις παγίδες που περίμενε να βρει.

Ο Άλαν συλλογίστηκε. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως ο κουνελότοπος του Πασχαλίτσα να μην ήταν τελικά παγίδα θανάτου; Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, από πού είχαν έρθει όλα αυτά τα λαχανικά που είχε δει; Δεν έβγαζε κανένα νόημα.

Το πρώτο φως της αυγής είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Ο Άλαν, όλο μούσκεμα και πασαλειμμένος με λάσπη που ψαχούλευε μέσα στους υγρούς θάμνους, ένοιωθε κατάκοπος. Αποφασίζοντας να τα αφήσει ως το πρωί, γύρισε να επιστρέψει στη φωλιά. Τότε, ξαφνικά, κατάλαβε πως δεν ήταν τελικά μόνος.

Μέσα στο μισοσκόταδο, πρόσεξε ένα μικροκαμωμένο πλάσμα κουλουριασμένο κάτω από ένα δέντρο, που έκλαιγε μέσα στον ύπνο του. Ήταν ο Πενταράκης, ο οποίος είχε βγει έξω να κοιμηθεί, μην μπορώντας να αντέξει την αίσθηση κινδύνου που τον είχε κυριεύσει από τη πρώτη στιγμή που είχαν έρθει στο κουνελότοπο του Πασχαλίτσα. Ο Άλαν γονάτισε δίπλα του και τον σκούντησε απαλά. Ο Πενταράκης ξύπνησε αλαφιασμένος.

«Μα τι κάνεις εδώ έξω, Πενταράκη;» ρώτησε ο Άλαν, «Είναι επικίνδυνα εδώ έξω… Μα τι έχεις;» Για κάποιο λόγο, ο Πενταράκης έτρεμε ολόκληρος και, όπως θα μάθαινε σύντομα ο Άλαν, δεν ήταν εξαιτίας του κακού προαισθήματος που είχε για αυτό το μέρος.

«Είδα κάτι τρομερό στο όνειρο μου,» του είπε με τρεμάμενη φωνή, «Άλαν… νομίζω πως η ζωή σου κινδυνεύει.» Ο Άλαν σάστισε.

«Εγώ; Κινδυνεύω;» ρώτησε, νοιώθοντας ξαφνικά να τον κυριεύει η ανησυχία. Παρότι ήταν ένας σοβαρός επιστήμονας και ακαδημαϊκός, ο οποίος δεν πολυπίστευε στα υπερφυσικά φαινόμενα, ήξερε πως τα οράματα του Πενταράκη έπρεπε να τα παίρνει στα σοβαρά, «Από τι;» Μόλις είχε ηρεμήσει αρκετά, ο Πενταράκης του εξήγησε τι είχε δει.

«Είδα να σε χτυπάει κάτι που έμοιαζε… με κεραυνό, νομίζω,» του μουρμούρισε, τρέμοντας ολόκληρος, «Σε είδα να πέφτεις και να σε καταπίνει μια βαθιά, μαύρη τρύπα στο έδαφος. Ήταν τρομερό…» Ο Άλαν τον πήρε στην αγκαλιά του για να τον καθησυχάσει.

«Ηρέμησε, φιλαράκο, είμαι εδώ, σώος και αβλαβής. Όλα είναι εντάξει.» Όμως ο Πενταράκης δεν ήταν πεπεισμένος. Τα οράματα του δυστυχώς πάντα ήταν αλάνθαστα και το ήξερε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Όχι, υπάρχει κάποιος εκεί έξω που δεν θα ησυχάσει μέχρι να σε σκοτώσει.»

Παρότι αυτή τη καινούργια ανησυχία που του είχε φορτώσει η μοίρα και χωρίς να έχει τη παραμικρή ιδέα ποιος να ήταν άραγε αυτός ο καινούργιος εχθρός, ο Άλαν ήταν πολύ κουρασμένος να τον απασχολεί τώρα. Παίρνοντας μαζί του τον Πενταράκη, γύρισαν πίσω στη φωλιά, στο λαγούμι που μοιραζόταν με τους Ντέρεκ, Μακιούχαν και Ρόμπινς, όπου και αποκοιμήθηκε αμέσως. Δεν ήξερε κανένας τους πως ο μυστηριώδης εχθρός που ήθελε τον Άλαν νεκρό βρισκόταν μόλις λίγο παραπέρα, να ονειρεύεται τα μοχθηρά σχέδια του…

Ήταν περασμένη η ώρα όταν ξύπνησε ο Άλαν το επόμενο πρωί. Όσο για το ανησυχητικό όραμα του Πενταράκη το προηγούμενο βράδυ, το είχε ξεχάσει εντελώς. Παρόλο που βρισκόταν κάτω από το έδαφος, η φωλιά ήταν καλά φωταγωγημένη, ένα φαινόμενο, το οποίο, κατάλαβε, οφειλόταν σε ανακλάσεις του ηλιακού φωτός πάνω στα ψηφιδωτά που στόλιζαν τους τοίχους.

Παρότι την πολυτέλεια της φωταγώγησης, ο Άλαν δεν άργησε να καταλάβει πόσες λίγες ανέσεις υπήρχαν μέσα σε ένα κουνελότοπο. Ναι, είχε φαί και στέγη, αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν υπήρχε ούτε μπάνιο, ούτε τηλεόραση, ούτε καφετιέρα, ούτε καμία από τις ανέσεις που ο καθημερινός άνθρωπος κανονικά έπαιρνε ως δεδομένο. Ακόμη και τα πιο απλά πράγματα, όπως ο ηλεκτρισμός, το τρεχούμενο νερό, ακόμη και τα έπιπλα ήταν εντελώς ανύπαρκτα. Το λαγούμι του δεν είχε τίποτε άλλο παρά λίγα ξερά χόρτα για κρεβάτι.

Αντιλαμβάνοντας την απλυσιά και τα βρώμικα ρούχα του, τα οποία δεν είχε αλλάξει τόσες μέρες, σηκώθηκε και βγήκε έξω, όπου οι φίλοι του απολάμβαναν ξέγνοιαστοι πρωινό σίλφ. Αφού έκανε ένα κρύο μπάνιο σε ένα κοντινό ρυάκι, έκανε και μια προσπάθεια να ξυριστεί με το μαχαίρι του, χρησιμοποιώντας λίγη λάσπη σαν κρέμα. Ήταν όμως τόσο επώδυνο, που αποφάσισε πως ήταν καλύτερο να αφήσει μούσι.

Μόλις είχε τελειώσει, πήρε τον Ντέρεκ, τον Μακιούχαν, τον Φουντούκι, τον Περούκα, τον Πουρνάρη και τον Πενταράκι λίγο παραπέρα, μακριά από τον ανυποψίαστο Πασχαλίτσα, για να μιλήσουν. Μάλλον η αποστολή τους είχε πέσει σε αδιέξοδο.

«Λοιπόν, τι βρήκες;»

«Δεν υπάρχει τίποτα,» τους είπε ο Άλαν, «Ούτε παγίδες, ούτε εχθροί, τίποτα απολύτως. Δεν το καταλαβαίνω…»

«Τότε μάλλον έκανες λάθος,» του είπε περιφρονητικά ο Περούκας, «Το ήξερα πως αυτή η ανοησία σου περί συνωμοσιών παραήταν υπερβολική για να είναι αλήθεια…» Ο Άλαν σάστισε. Πως γίνεται ο Περούκας, που ήταν με το μέρος του χθες, έτσι ξαφνικά να αλλάξει γνώμη; Από την άλλη όμως, πως μπορούσε ο ίδιος να εξηγήσει το ότι προφανώς δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, όπως ισχυριζόταν; Κάποιοι, ωστόσο, εξακολουθούσαν να είναι καχύποπτοι.

«Δεν ξέρω, Περούκα,» είπε ο Φουντούκης, «Εγώ, πάντως, δεν εμπιστεύομαι τον Πασχαλίτσα. Κάτι μας κρύβει. Για να είμαστε σίγουροι, λέω να φύγουμε από δω το συντομότερο δυνατόν…»

«Και γιατί στο όνομα στο Φρίθ να κάνουμε κάτι τέτοιο, Φουντούκι;» αντιμίλησε ο Περούκας, θυμώνοντας, «Αφού ο Άλαν έκανε λάθος, εγώ λέω να αρπάξουμε την ευκαιρία και να εγκατασταθούμε εδώ οριστικά. Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ έχω βαρεθεί να τριγυρνάω σαν χλέσι. Αυτός ο κουνελότοπος είναι σαν το βασίλειο του Ίδιου του Φρίθ και δεν υπάρχει καμία λογική να…»

«Κάνεις λάθος, Περούκα. Αυτό το μέρος είναι παγίδα!» φώναξε ο Πενταράκης, ο οποίος δεν θα έμενε εδώ πέρα, ούτε με σφαίρες. «Πρέπει να φύγουμε από δω! Σε παρακαλώ, λογικέψου!» Ο Περούκας άρχισε να χάνει την υπομονή του.

«Ωχ, πάλι άρχισες και εσύ! Για κοίτα, το ότι εσύ και ο Άλαν είχατε δίκιο για το Σάντλεφορντ δεν σημαίνει πως έχετε δίκιο για όλα! Πρέπει κάποια στιγμή να συνεχίσουμε τις ζωές μας, όχι να τριγυρνάμε δίχως τέλος στην εξοχή σαν εξόριστοι! Λοιπόν, σταμάτα να παίζεις με την υπομονή μου!»

«Έχουν κάποιο δίκιο, Περούκα,» τον διέκοψε ο Πουρνάρης, «Προσπάθησα και εγώ να μιλήσω στο Πασχαλίτσα. Δεν μου δίνει καμία ευθείς απάντηση σε τίποτα. Μας κρύβει κάτι και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι...» Αλλά ο Περούκας, μη βρίσκοντας συμπαράσταση από κανέναν, είχε εξαντλήσει εντελώς την υπομονή του.

«Αρκετές ανοησίες άκουσα!» μούγγρισε έξαλλος, «Ο Πασχαλίτσας μου είπε πως είμαστε ευπρόσδεκτοι να μείνουμε και, μα τον Φρίθ, αυτό ακριβώς θα κάνω! Ο Ραδίκης, ο Πικραλίδας, ο Δυόσπορος και ο Λευκαγκάθης επίσης συμφωνούν μαζί μου. Τώρα, εάν εσείς προτιμάτε να συνεχίσετε ως την άκρη του κόσμου ή όποιο και αν είναι εκείνο το μέρος των ονείρων που σας υποσχέθηκε ο Άλαν, χάρισμα σας! Εγώ πάντως βρήκα το νέο μου σπίτι!» Γύρισε και έφυγε όλος νεύρα. Ο Άλαν δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Η πειθώ του Πασχαλίτσα είναι ακόμη χειρότερη από όσο νόμιζα,» είπε στους λίγους συντρόφους του που εξακολουθούσαν να είμαι με το μέρος του, «Έχει στρέψει τους φίλους μας εναντίον μας, κάνοντας τους κυριολεκτικά πλύση εγκεφάλου… Αλλά πως;» Με εξαίρεση τον Φουντούκι, το Πενταράκη, τον Πουρνάρη, τον Ντέρεκ και τον Μακιούχαν, όλοι οι υπόλοιποι είχαν, σαν δια μαγείας, κυριολεκτικά αγκαλιάσει τη ζωή στο κουνελότοπο του Πασχαλίτσα. Η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή.

«Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε εδώ πέρα!» είπε ο Πενταράκης, κοιτάζοντας τους φίλους τους που έβοσκαν χωρίς καμία έγνοια έξω στο λιβάδι, έχοντας ξεχάσει κάθε αίσθηση προσοχής, «Δεν με νοιάζει τι λέει ο Περούκας. Δεν εμπιστεύομαι ούτε τον Πασχαλίτσα, ούτε και τις υποσχέσεις του για μια ευτυχισμένη ζωή…»

«Τότε πρέπει να βρούμε την πηγή αυτής της περίεργης πειθούς που τους ασκεί στο μυαλό ο Πασχαλίτσας,» είπε ο Άλαν, «Πρέπει να έχει κάποιο τρόπο να ελέγχει όλα αυτά τα κουνέλια. Εάν μπορέσουμε να βρούμε τι είναι αυτό, ίσως να μπορούμε και να το σταματήσουμε.»

«Ναι, αλλά πως;» τον ρώτησε ο Πουρνάρης, «Δεν νομίζω κανένα από τα κουνέλια του Πασχαλίτσα να μιλήσουν. Που πρέπει να ψάξουμε;» Παρότι ο Πουρνάρης, σαν τον Περούκα, είχε μείνει εντυπωσιασμένος από τη φωλιά του Πασχαλίτσα, μετά από όλα όσα είχαν συμβεί στο Σάντλεφορντ, προτιμούσε να βασιστεί στη κρίση του Άλαν. «Εάν είσαι τόσο σίγουρος για τον Πασχαλίτσα, τότε ας τον οδηγήσουμε κάπου ιδιαίτερα και να τον σπάσουμε στο ξύλο μέχρι να μας τα ξεράσει όλα!»

«Πολύ φοβάμαι πως αυτό θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό,» είπε ο Άλαν, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εάν έκαναν καμία κίνηση ενάντια του Πασχαλίτσα τώρα, το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να μεγαλώσουν το ρήγμα ανάμεσα σε αυτούς και τους φίλους τους ακόμη περισσότερο.

«Χρειαζόμαστε αποδείξεις πως ο Πασχαλίτσας είναι επικίνδυνος,» συνέχισε ο Άλαν, «Βάζω στοίχημα ακόμη και τη ζωή μου πως οι πάντες εδώ πέρα ξέρουν τι κρύβει, αλλά φοβούνται, ή μάλλον τους έχει κάνει τόσο καλή πλύση εγκεφάλου που δεν μιλούν. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ξεγελάσουμε κάποιον, ώστε να μιλήσει…»

Μετά τον καυγά του με τους άλλους, ο Περούκας γύρισε στο σίλφ του, νιώθοντας πολύ κατσούφης και νευριασμένος. Αυτή η ζωή που είχαν βρει ήταν το όνειρο κάθε κουνελιού και δεν είχε κανένα σκοπό να την αφήσει τώρα. Ήξερε πως ο Πενταράκης πάντα είχε αυτά τα τρελά όνειρα, αλλά γιατί ο Άλαν συνέχιζε να υποστηρίζει αυτή την τιποτένια κατσαριδούλα; Τον νόμιζε πιο προσγειωμένο, τον τύπο!

«Από την άλλη, εάν το καλοσκεφτείς,» σκέφτηκε κατσούφικα, «Έχοντας ένα τόσο τραγικό παρελθόν, μάλλον θα βλέπει κινδύνους πίσω από κάθε βράχο.» Αναπαύτηκε στο γρασίδι, απολαμβάνοντας τον ήλιο, νιώθοντας χορτάτος και ξέγνοιαστος. Αλλά όχι για πολύ.

Ξαφνικά, πρόσεξε πως ο Φελόχορτος είχε εξαφανιστεί. Μάλλον θα απομακρύνθηκε πάλι χωρίς να το καταλάβει και χάθηκε, σκέφτηκε ο Περούκας. Γκρινιάζοντας που του είχαν φορτώσει να το παίζει νταντά σε εκείνο το κουνέλι που είχε χαζέψει, αντί να αναλάβουν και εκείνοι κάποια ευθύνη, σηκώθηκε και πήγε ψάχνοντας για να τον φέρει πίσω. Δεν μπορεί να έχει πάει μακριά, σκέφτηκε.

Ξαφνικά, καθώς έψαχνε μέσα στα δέντρα για την οσμή του αγνοούμενου συντρόφου τους, άκουσε κάποιες οικείες φωνές από την άκρη του νεκροταφείου. Νομίζοντας μήπως ήταν ο Φελόχορτος, πλησίασε να δει. Δεν ήταν όμως αυτός. Ήταν ο Ρόμπινς, μαζί με τον Πασχαλίτσα. Βρίσκονταν μόνοι ανάμεσα στις ταφόπετρες, όπου και συζητούσαν μακριά από τίποτα αδιάκριτα αυτιά. Νιώθοντας καχύποπτος βλέποντας τους εκεί, ο Περούκας πλησίασε να κρυφακούσει.

«…Ώστε αυτοί οι αχάριστοι σκόπευαν από την αρχή να με ξεγελάσουν,» έλεγε ο Πασχαλίτσας, με την υπνωτική, σαν τραγούδι, φωνή του, «Τους προσφέρω καταφύγιο και φαγητό με όλη την καρδιά μου και αυτοί το ανταποδίδουν με προδοσία! Έννοια τους όμως, σύντομα θα ανακαλύψουν τις μοιραίες συνέπιες για ανόητους που νομίζουν ότι μπορούν να τα βάλουν μαζί μου…»

Ο Περούκας δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Ώστε ο Πασχαλίτσας όντως τους έλεγε ψέματα από την αρχή! Ο Πενταράκης είχε δίκιο! Και, ακόμη χειρότερα, ήταν και ο Ρόμπινς στο κόλπο! Τους είχε προδώσει στον εχθρό! Προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του, ο Περούκας συνέχισε να ακούει.

«Βλέπω πως οι δύο μας έχουμε την ίδια επιθυμία,» είπε πονηρά ο Ρόμπινς, που φαινόταν ικανοποιημένος που είχε βρει τον τέλειο συνεργό που χρειαζόταν, «Για αυτό το λόγο, έχω να σου κάνω μια πρόταση. Άκου προσεκτικά…» Ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Πασχαλίτσα, ο οποίος χαμογέλασε με ένα σατανικό ύφος. Ο Περούκας δεν χρειαζόταν να ακούσει περισσότερα.

«Σας τσάκωσα, αποβράσματα!» μούγγρισε, ορμώντας από την κρυψώνα του, «Και να φανταστείτε πως ήμουν αρκετά χαζός ώστε να σε εμπιστευθώ, Πασχαλίτσα!» Ο Πασχαλίτσας πάγωσε από το φόβο του βλέποντας τον Περούκα να τον κοιτάζει αγριεμένος, «Και εσύ επιτέλους αποφάσισες να μας δείξεις τον αληθινό σου εαυτό, έτσι, Ρόμπινς;» Αλλά ο Ρόμπινς δεν δείλιασε που τον είχε πιάσει στα πράσα. Με αργές κινήσεις, έβγαλε το Τέιζερ από την πίσω τσέπη του.

«Αφού θες να ξέρεις, ανόητε παιδοβούβαλε,» χλεύασε ο Ρόμπινς, «Έχω κάποιους ανοικτούς λογαριασμούς με τον φίλο σου τον Άλαν!» Προτού μπορέσει ο Περούκας να αντιληφθεί τον κίνδυνο, ο Ρόμπινς ξαφνικά όρμησε καταπάνω του, κάνοντας του ηλεκτροσόκ στο λαιμό με το Τέιζερ. Ο Περούκας γούρλωσε τα μάτια του, προτού σωριάστηκε ξερός στο έδαφος. Έχοντας βγάλει τον αντίπαλο του εκτός μάχης, ο Ρόμπινς αγριοκοίταξε το μελλοντικό θύμα του.

«Ηλίθιοι σαν και αυτόν ποτέ δεν ξέρουν να μην χώνουν τη μύτη τους εκεί όπου δεν έχουν δουλειά.» Γύρισε στον Πασχαλίτσα.

«Θα τον αναλάβω εγώ. Εν στο μεταξύ, εσύ ξεκίνα να σκάβεις μπροστά σε εκείνες τις ταφόπετρες,» του είπε, δείχνοντας τους τρεις ψεύτικους τάφους που είχε ανακαλύψει ο Άλαν προηγουμένως. Βγάζοντας ένα κομμάτι κοφτερό σύρμα από τη τσέπη του, το έδεσε θηλιά γύρω από το λαιμό του Περούκα…

Ο Φραουλής αναπαυόταν δίπλα στη Νιλντροέιν, καθώς το ευτυχισμένο ζευγάρι καθόταν απολαμβάνοντας τη λιακάδα. Ξαφνικά, ο Φραουλής πρόσεξε τον Άλαν να στέκεται από πάνω του.

«Γεια σας. Συγνώμη για την ενόχληση, Φραουλή, αλλά ψάχνω κάποιον να μου δείξει τα περίγυρα. Δεν πολυξέρω αυτό το μέρος…» Όπως και το περίμενε, ο Φραουλής ήταν πανευτυχής να τον ξεναγήσει.

«Φυσικά, με μεγάλη μου χαρά!» Μέσα στη χαρά του, δεν πρόσεξε τον Άλαν που ενεργοποίησε την ανοιχτή ακρόαση στον ασύρματο που είχε κρύψει στη ζώνη του. Τώρα, ο Μακιούχαν και οι άλλοι μπορούσαν να ακούνε όλα όσα του έλεγε ο Φραουλής εξ' αποστάσεως. Γύρισε και μίλησε στη Νιλντροέιν. «Με συγχωρείς, αγάπη μου. Θα γυρίσω σε λίγο.»

Ο Φραουλής οδήγησε τον Άλαν σε ένα ξέφωτο κοντά στον κουνελότοπο, όπου υπήρχαν πολλά διάσπαρτα ερείπια, τα οποία ο Άλαν αναγνώρισε ως τα απομεινάρια κτιρίων, μάλλον του χωριού Νιούταουν, προ πολλού ισοπεδωμένα από το πέρασμα των αιώνων. Η μόνη ένδειξη πως υπήρχαν κάποτε άνθρωποι εδώ πέρα ήταν αυτά τα πνιγμένα στη χλωρίδα θεμέλια σπιτιών, μεταξύ των οποίων και εκείνα του σπιτιού του Μακιούχαν αναμφίβολα, τα οποία ακόμη προεξείχαν από το έδαφος.

Ο Φραουλής οδήγησε τον Άλαν μέσα σε μια τρύπα ανάμεσα στα ερείπια, η οποία οδηγούσε κάτω σε ένα παλιό, προπολεμικό καταφύγιο, το οποίο υπήρχε κάποτε στην πλατεία του χωριού. Αυτό ήταν το μόνο κτίσμα το οποίο στεκόταν σχεδόν ανέπαφο, έχοντας αντέξει στο πέρασμα του χρόνου στο υπέδαφος. Ο Άλαν μπορούσε να δει πως τα κουνέλια του Πασχαλίτσα είχαν μαζέψει μια εντυπωσιακή συλλογή από διάφορα ανθρώπινα αντικείμενα που είχαν βρει μέσα στα ερείπια, σαν σε αρχαιολογική ανασκαφή.

Αυτό το εντυπωσιακό 'μουσείο' έφερνε πίσω αναμνήσεις από εκείνο τον ξεχασμένο κόσμο των ανθρώπων που τα κουνέλια δεν είχαν γνωρίσει ποτέ. Ανάμεσα στα ευρήματα που βρίσκονταν σε στοίβες τριγύρω, ο Άλαν μπορούσε να δει πολλά οικεία καθημερινά αντικείμενα από την εποχή του, όπως μπουκάλια, πιάτα, μαχαιροπίρουνα, ρολόγια, ταμπέλες, εξαρτήματα μηχανημάτων, αγαλματίδια κήπων και άλλα κομμάτια σαβούρα που δεν είχαν αποσυντεθεί μετά από τόσους αιώνες.

«Η Νιλντροέιν και εγώ παίζαμε πολύ εδώ πέρα όταν ήμασταν κουνελάκια,» είπε ο Φραουλής, «Είχε πολύ πλάκα να βρίσκουμε όλα αυτά τα όμορφα πράγματα. Μακάρι να ξέραμε τι μαγικό ον τα έφτιαξε, ή ποιος είναι ο σκοπός τους.» Γύρισε να κοιτάξει το είδωλο του σε έναν σπασμένο καθρέφτη που καθόταν όρθιος σε μια γωνιά. Τον εντυπωσίαζε το περίεργο φαινόμενο που ο καθρέφτης φαινόταν να 'μιμείται' τη κάθε κίνηση του, σαν από μαγεία.

Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Άλαν αμέσως άρχισε να ψάχνει για τίποτε χρήσιμο. Ένα σφραγισμένο βάζο μέσα σε ένα πέτρινο νεροχύτη του γέμισε το μάτι. Ανοίγοντας το ερμητικά κλειστό καπάκι, βρήκε μια λευκή σκόνη, που είχε γίνει ένας θρυμματισμένος σβόλος με τα χρόνια. Ήταν μαγειρική σόδα, μάλλον από κάποια κουζίνα, που είχε διατηρηθεί κλεισμένο ερμητικά μέσα στο βάζο του. Προφανώς ήταν άχρηστο πια για μαγειρική, αλλά εξακολουθούσε να είναι ένα δυνατό νιτρικό άλας, το οποίο ίσως να χρησίμευε σε άλλα πράγματα.

Η πρώτη ιδέα του Άλαν ήταν να φτιάξει μπαρούτι για πυρομαχικά. Είχαν τρομερή ανάγκη από όπλα, για προστασία από τα γιγαντιαία αρπακτικά του μέλλοντος, καθώς και από την Έφραφα. Δυστυχώς όμως, δεν είχε ούτε κάρβουνο, ούτε θειάφι και ούτε καν όπλο όπου θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Θα έδειχνε. Με τον Φραουλή να του έχει γυρισμένη τη πλάτη, ο Άλαν έβαλε στη τσέπη του το βάζο με τη σόδα, καθώς και κάποια άλλα χρήσιμα αντικείμενα που είχε βρει.

Συνέχισαν τη ξενάγηση τους. Ο Άλαν είχε αρχίσει πια να χάνει την ελπίδα πως ο Φραουλής θα του έδινε κάποια εξήγηση, πως ο Πασχαλίτσας κρατούσε όλο το λαό υπό τον έλεγχό του. Καλά, αφού ο τύπος ούτε που τον αναγνώριζε ως άνθρωπο, αντιμετωπίζοντας τον σαν κοινό κουνέλι! Τι μπορούσε να τους είχε κάνει ο Πασχαλίτσας, ώστε να μην μπορούν να αναγνωρίσουν έναν άνθρωπο, ακόμη και όταν στεκόταν μπροστά στα μάτια τους με σάρκα και οστά; Πώς μπορούσε να το εξηγήσει αυτό;

Ο Φραουλής τον οδήγησε αλλού, όπου γινόταν κάποια συνάντηση. Μια ομάδα κουνελιών παρακολουθούσαν έναν περίεργο λεπτό κούνελο με αστραφτερή σαν το ασήμι γούνα που τους έβγαζε λόγο.

«Αυτός είναι ο Ασημόχορτος, ο μυστικιστής και ποιητής μας,» είπε ο Φραουλής όλο περηφάνια, κοιτάζοντας, σαν μαγεμένος, τον ασημή κούνελο, «Μας φωτίζει την καρδιά με τους πανέμορφους στοίχους του!» Παρόλο που ο Άλαν δεν ήταν και ιδιαίτερα μεγάλος λάτρης της ποίησης, με εξαίρεση τους Μπέρνς και Κόλεριτζ, που του διάβαζε ο πατέρας του όταν ήταν μικρός, μπορούσε να διαισθανθεί κάτι ύποπτο με αυτό το αλλόκοτο κουνέλι. Ακολουθώντας τον Φραουλή, πλησίασε για να ρίξει μια ματιά.

Ο ποιητής-κούνελος ονόματι Ασημόχορτος είχε ένα απόμακρο βλέμμα, καθώς τραγουδούσε τα περίεργα ποιήματα του στους θεατές. Τα μάτια του είχαν μια αλλόκοτη, γυαλιστερή εμφάνιση, σαν να ήταν φτιαγμένα από γυαλί, που ανατρίχιαζε τον Άλαν δίχως τέλος. Κάτι του βρώμαγε με αυτό το φρικιό. Μπορούσε να δει πως και όλοι οι θεατές του, μεταξύ των οποίων και ο Φραουλής, είχαν το ίδιο αλλόκοτο βλέμμα, σαν υπνωτισμένοι, καθώς επαναλάμβαναν με άψυχο ρυθμό ρομπότ τα λόγια του Ασημόχορτου.

«…Η βροχή τρέχει σαν το μοναχικό κουνέλι. Το χιόνι πέφτει σαν μια απαλή και αθόρυβη πέτρα. Ο άνεμος φυσά με έναν θλιμμένο στεναγμό. Και αυτό μόνο έχουμε, εμείς που κοιμόμαστε και ονειρευόμαστε μονάχοι…»

Βλέποντας όλους αυτούς τους υπνωτισμένους θεατές, ο Άλαν ξαφνικά κατάλαβε τι έβλεπε. Μπορούσε να θυμηθεί από το βιβλίο του Άνταμς ότι αυτός ο τύπος ο Ασημόχορτος, σαν τον Πενταράκι, είχε ισχυρές δυνάμεις που του επέτρεπαν να παρακολουθεί, καθώς και να ελέγχει, τις σκέψεις των άλλων. Ο λόγος που αυτά τα κουνέλια ήταν σαν πρόβατα ήταν γιατί ο Ασημόχορτος τους πείραζε τα μυαλά τους! Υπό τον έλεγχο του, τα κουνέλια ξεχνούσαν κυριολεκτικά το φόβο τους, καθώς και τη θέληση τους να αντισταθούν, και αγκάλιαζαν τον τρόπο ζωής που τους όριζε ο Πασχαλίτσας. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί και στους φίλους τους! Έπρεπε να τους προειδοποιήσει αμέσως!

Ο Άλαν άρχισε σιγά-σιγά να κάνει πίσω, κάνοντας τον αδιάφορο, ώστε να μην τον πάρει είδηση ο Ασημόχορτος. Αλλά ο μυστικιστής φυσικά μπορούσε να διαισθανθεί ένα μυαλό που δεν ήταν υπό τον έλεγχο του και στη στιγμή τον είχε αντιληφθεί. Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον Άλαν.

Τη στιγμή που τα μάτια του Ασημόχορτου κοίταξαν τα δικά του, ο Άλαν ένοιωσε μια εξαιρετικά δυσάρεστη παρουσία μέσα στο κεφάλι του, καθώς ο Ασημόχορτος διείσδυσε μέσα στο μυαλό του σαν σφαίρα. Σε αντίθεση με το αθώο άγγιγμα του Πενταράκι, αυτό ήταν ένας κανονικός βιασμός εγκεφάλου. Ο Ασημόχορτος έβλεπε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε μέσα στο μυαλό του! Ο Άλαν γρήγορα κοίταξε αλλού για να διακόψει τη σύνδεση, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει.

«Εσύ… είσαι χρονοταξιδιώτης! Ήρθες να κλέψεις το λαό του αρχηγού μου!» τσίριξε ο Ασημόχορτος, «Βασιλιά Πασχαλίτσα! Βοήθεια…!»

«Όχι, μη τολμήσεις!»

Σαν βολίδα, ο Άλαν πήδηξε καταπάνω στον Ασημόχορτο, ακινητοποιώντας τον και κλείνοντας το στόμα του. Ο ασημής κούνελος πάλευε να ελευθερωθεί αλλά ο Άλαν ήταν πολύ δυνατότερος του.

«Σκασμός, αλλιώς θα σου στρίψω το λαιμό! Με ακούς;» μούγγρισε μέσα στο αυτί του Ασημόχορτου, του οποίου τα μάτια είχαν γουρλώσει από το φόβο. Δεν χρειάστηκε, ωστόσο, ο Άλαν να φέρει εις πέρα την απειλή του γιατί εκείνη τη στιγμή όλα τα κουνέλια, ελεύθερα πια από τον έλεγχο του Ασημόχορτου, επιτέλους συνήλθαν. Αντικρίζοντας τον Άλαν και έχοντας ανακτήσει τον παλιό φυσικό φόβο τους για ανθρώπους, έγινε χαμός.

«Ιθέλ!» τσίριξε κάποιος, «Τρέξτε να σωθείτε!» Προτού μπορέσει κανείς να πει κύμινο, τα κουνέλια το είχαν βάλει πανικόβλητα στα πόδια. Όλοι, εκτός από τον Φραουλή που στεκόταν με ανοικτό το στόμα από φόβο και σύγχυση.

«Τι… Μα εσύ… είσαι άνθρωπος;» μουρμούρισε κατάπληκτος, τρέμοντας ολόκληρος. Επιτέλους είχε αντιληφθεί πως αυτός ο ξένος ήταν άνθρωπος και όχι κουνέλι και δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν. Ο Άλαν, που ακόμη κρατούσε ακινητοποιημένο τον Ασημόχορτο στα χέρια του, προσπάθησε να τον καθησυχάσει με λόγια, ελπίζοντας πως ο Φραουλής δεν θα το έβαζε στο πόδια μέχρι να φτάσουν ενισχύσεις – οι οποίοι είχαν ήδη ειδοποιηθεί ακούγοντας τη φασαρία μέσω του ασυρμάτου.

«Όλα είναι εντάξει, Φραουλή. Μπορώ να σου εξηγήσω…» Αλλά ο κούνελος είχε συνέλθει τελείως από την έκπληξη και τον είχε κυριεύσει ο φόβος. Κάνοντας μεταβολή, έτρεξε να σωθεί. Με το σχέδιο του να πηγαίνει στον αγύριστο, ο Άλαν έδωσε μια γροθιά στο σβέρκο του Ασημόχορτου, ρίχνοντας τον αναίσθητο. Αφήνοντας τον ξερό στο έδαφος, έτρεξε ξωπίσω του Φραουλή.

Παρότι ήταν κουνέλι και, λογικά, πολύ πιο σβέλτος από άνθρωπο, ο Φραουλής είχε το μειονέκτημα να είναι τρομερά παχύσαρκος. Στο πι και φι ο Άλαν τον είχε φτάσει και έπεσε καταπάνω του, ακινητοποιώντας τον στο έδαφος. Ο Φραουλής όμως ήταν αρκετά μεγαλόσωμος και αντιστάθηκε με όλη του τη δύναμη. Κόντευε να ξεγλιστρήσει από τα χέρια του Άλαν όταν, πάνω στην ώρα, κατέφθασαν οι ενισχύσεις.

Ο Ντέρεκ, ο Φουντούκης, ο Πουρνάρης, ο Μακιούχαν και ο Πενταράκης, που τους ακολουθούσαν από μια ασφαλή απόσταση σύμφωνα με τις οδηγίες του Άλαν, ξαφνικά όρμησαν από τους θάμνους και καταπάνω του Φραουλή. Σύντομα τον είχαν ακινητοποιήσει.

«Δεν έχει να πας πουθενά, μαντράχαλε!» μούγγρισε ο Ντέρεκ, κρατώντας τον Φραουλή, «Ακίνητος!» Ο Φουντούκης μίλησε απαλά, αλλά ψύχραιμα, στο Φραουλή.

«Φραουλή, άκουσε με, σε παρακαλώ! Δεν θέλουμε να σου κάνουμε κακό! Ήρθαμε να πάρουμε εσένα και τους φίλους σου μακριά από αυτό το άθλιο μέρος! Σας προσφέρουμε την ευκαιρία μιας καλύτερης, ελεύθερης ζωής στους μεγάλους λόφους.» Παρότι μια ελπιδοφόρα έκφραση εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Φραουλή, ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει το απίστευτο γεγονός ότι αυτοί οι ξένοι και αυτός ο ομιλούμενος άνθρωπος ήταν σύντροφοι. Συνέχισε να κοιτάει φοβισμένος τον Άλαν.

«Είσαι πράγματι ιθέλ;» ψέλλισε πάλι, μπερδεμένος όσο ποτέ, σαν κάποιος που είχε μόλις ξυπνήσει από ένα βαθύ ύπνο, «Μα, πως γίνεται να μιλάς; Πως δεν το κατάλαβα προηγουμένως; Γιατί επιτέθηκες στον Ασημόχορτο…;»

«Εκείνο το μούτρο τους είχε όλους υπό τον έλεγχο του,» τους εξήγησε ο Άλαν, δείχνοντας τον αναίσθητο Ασημόχορτο λίγο παραπέρα, όπου τον είχε παρατήσει, «Κατάλαβε πως τον είχα μυριστεί και αναγκάστηκα να τον σωπάσω. Αυτό τους επανέφερε όλους στα λογικά τους και κατάλαβαν τι ήμουν…» Ο Φουντούκης κοίταξε πάλι τον Φραουλή.

«Φραουλή, τι συμβαίνει εδώ πέρα; Γιατί σας είχε ο Πασχαλίτσας όλους υπό τον έλεγχο αυτού του κούνελου, του Ασημόχορτου, ώστε να μην μιλήσετε; Τι μυστικό μας κρύβει;» Ο Άλαν περίμενε τον Φραουλή να προσπαθήσει να τους πει ψέματα, αλλά μέσα στη σύγχυση του, δεν σκεφτόταν καθαρά.

«Δεν καταλαβαίνω. Πως ξέρετε για αυτό…;» του ξέφυγε, προτού κατάπιε τη γλώσσα του. Αλλά ο Άλαν και οι φίλοι του είχαν ήδη ακούσει αρκετά. Τον κοίταξαν κατάματα.

«Συνέχισε να μιλάς,» του είπε αυστηρά ο Πουρνάρης, «Ο Πασχαλίτσας δεν είναι εδώ για να σε απειλήσει.»

Ο Φραουλής αρχικά δίστασε, φοβούμενος την εκδίκηση του Πασχαλίτσα. Αλλά, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, καθώς και επειδή ο Ασημόχορτος δεν του έλεγχε πια το μυαλό, του έδωσαν κουράγιο και μίλησε.

«Στο σούρουπο κάθε πανσέληνου, ιθέλ κάνουν εισβολή στη φωλιά μας. Δεν τους βλέπουμε ποτέ γιατί είμαστε πάντα σε βαθύ ύπνο («Η δουλειά του Ασημόχορτου, φυσικά,» σκέφτηκε ο Άλαν), αλλά ξέρουμε πως είναι εκεί. Μόλις ξυπνάμε, κάποιοι από μας έχουν εξαφανιστεί δίχως ίχνος και υπάρχουν περισσότερα φρέσκα λαχανικά έξω. Ο Πασχαλίτσας μας απαγορεύει να αναφέρουμε ποτέ ξανά τα ονόματα εκείνων που εξαφανίζονται. Πρέπει να τους ξεχάσουμε οριστικά. Όποιοι τολμήσουν να τον παρακούσουν, τιμωρούνται αυστηρότατα. Μας αναγκάζει να ακούμε συνεχώς τον Ασημόχορτο, μέχρι να χάσουμε όλη μας τη θέληση να του αντισταθούμε…» Κουλουριάστηκε στο έδαφος, κλαίγοντας ραγδαία από ντροπή και μίσος για αυτό που ήταν.

«Τους ελέγχει τα ίδια τους τα μυαλά, ώστε να ξεχνάνε το φόβο τους, σαν να μην υπάρχει,» μουρμούρισε ο Πενταράκης, νιώθοντας ανατριχίλα, «Αρρωστημένο…»

«Αυτό εξηγεί τι συνέβη στον Περούκα και στους άλλους. Να γιατί δεν άργησαν να αγκαλιάσουν την φιλοξενία του Πασχαλίτσα, και ας ήξεραν για τον κίνδυνο,» συλλογίστηκε ο Πουρνάρης, «Έπεσαν όλοι τους θύμα της μαγείας του Ασημόχορτου! Καλά, πως όμως δεν επηρεαστήκαμε και εμείς;»

«Επειδή δεν ήταν ακριβώς μαγεία,» είπε ο Άλαν, ο οποίος πάντα βασιζόταν στην επιστήμη για να εξηγήσει κάποιο περίεργο φαινόμενο σαν και αυτό, «Ο Ασημόχορτος έχει τηλεπαθητικές δυνάμεις που του επιτρέπουν να διεισδύει στα μυαλά των άλλων και να 'κλειδώνει' τις σκέψεις τους περί οποιουδήποτε φόβου, ώστε να τους μένει μόνο η ψευδαίσθηση μιας ανύπαρκτης γαλήνιας ζωής. Όπως κάνουν τα ηρεμιστικά, χάνεσαι μέσα σε μια ψεύτικη αυτοπεποίθηση, μέχρι που έρχεται το τέλος. Ο Περούκας και οι άλλοι πρέπει να είχαν εκτεθεί στον Ασημόχορτο…»

«Μα, φυσικά!» αναφώνησε ξαφνικά ο Πουρνάρης, καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, «Σήμερα το πρωί, προτού ξυπνήσεις, υπήρχε μια παράσταση προς τιμήν μας με αυτόν τον Ασημόχορτο. Ο Πενταράκης αρνήθηκε να τη παρακολουθήσει και το έσκασε. Εγώ και ο Φουντούκης πήγαμε να τον κυνηγήσουμε. Μόλις επιστρέψαμε, ο Περούκας και οι υπόλοιποι φαίνονταν πιο ήρεμοι, σχεδόν ξέγνοιαστοι. Νόμιζα πως απλώς ήταν λίγο απρόσεχτοι… Οι φίλοι μας είχαν όλοι πέσει θύματα εκείνου του αχρείου και εμείς οι ανόητοι ούτε που το πήραμε χαμπάρι!»

«Να γιατί ο Πενταράκης δεν μπορούσε να αντέξει να βρίσκεται μέσα σε αυτό τον κουνελότοπο,» μουρμούρισε ο Φουντούκης, «Αφού διαισθανόταν την απειλητική παρουσία του Ασημόχορτου ολόγυρα μας. Το ήξερε από την αρχή πως κινδυνεύαμε, ο μικρός μπαγάσας!» Κοίταξαν όλοι με περηφάνια τον μικρόσωμο κούνελο. Ο Πενταράκης άρχισε να νιώθει αμηχανία. Ποτέ δεν τον είχε συγχαρεί κανείς έτσι για τα οράματα του!

Επιτέλους, όλα έβγαζαν νόημα: εκείνοι οι 'άνθρωποι', όπως και τους αποκαλούσε ο Φραουλής, έδιναν τροφή στο λαό του Πασχαλίτσα και προστάτευαν τη φωλιά τους από κινδύνους. Στη κάθε πανσέληνο, αυτοί οι κτηνοτρόφοι έρχονταν να μαζέψουν το 'βιός' τους. Περισυλλέγοντας λίγα από τα πιο καλοθρεμμένα κουνέλια, αλλά αφήνοντας τα υπόλοιπα, για να συνεχίσουν τον κουνελότοπο, είχαν το τέλειο εκτροφείο. Η κατάσταση θύμιζε πολύ τη φουτουριστική νουβέλα, τη Χρονομηχανή του Χ. Τζ. Γουέλς, όπου οι χαρακτήρες οι Μόρλοκς έκτρεφαν τους απογόνους του ανθρώπινου είδους σαν κοπάδια. Με άλλα λόγια, ο Πασχαλίτσας είχε μετατρέψει το λαό του σε αρνιά για σφαγή!

Ξαφνικά, ο Άλαν θυμήθηκε πως απόψε ήταν πανσέληνος. Η ώρα της επόμενης 'συγκομιδής' πλησίαζε και αν δεν ξεκουμπίζονταν από δω προτού δύσει ο ήλιος, θα κατέληγαν εκείνοι τα επόμενα αρνιά για το σφαγείο. Με τον κίνδυνο να πλησιάζει, ο Άλαν σηκώθηκε γρήγορα.

«Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο! Φραουλή, πήγαινε βρες την Νιλντροέιν και μαζέψτε όσους από τους φίλους σας μπορείτε να πείσετε να έρθουν μαζί μας. Ντικ, εσύ και ο Μακιούχαν πηγαίνετε πίσω στη φωλιά και πάρτε όσα περισσότερα λαχανικά μπορείτε να κουβαλήσετε. Εμείς θα πάμε να μαζέψουμε τους υπόλοιπους και μετά του δίνουμε από δω! Αλλά πρώτα,» είπε, δείχνοντας τον αναίσθητο Ασημόχορτο, «Ας τακτοποιήσουμε αυτόν, προτού πέσουμε θύμα σε κανένα άλλο από τα κόλπα του!»

Χρησιμοποιώντας λίγη κολλητική ταινία, έδεσαν και φίμωσαν τον Ασημόχορτο. Ο Άλαν του έδεσε και ένα μαντίλι πάνω από τα μάτια ώστε να μην πιάνουν οι τηλεπαθητικές δυνάμεις του. Θα μπορούσε να ελευθερωθεί μετά από λίγες ώρες επώδυνης δουλειάς και θα ειδοποιούσε τον Πασχαλίτσα τι είχε συμβεί – αλλά μέχρι τότε, θα είχαν γίνει καπνός. Κρύβοντας τον κάτω από κάτι θάμνους, γύρισαν βιαστικοί βιαστικοί στον κουνελότοπο.

Η μεγάλη σπηλιά ήταν έρημη, εκτός από τους μπερδεμένους συντρόφους τους, οι οποίοι είχαν όλοι συνέλθει από τα μάγια του Ασημόχορτου. Τα περισσότερα κουνέλια του Πασχαλίτσα το είχαν βάλει στα πόδια ή είχαν ταμπουρωθεί μέσα στα λαγούμια τους από το φόβο. Ο Φραουλής δεν έχασε χρόνο και τους ομολόγησε τα πάντα, κλαίγοντας συνεχώς που τους έβαλαν σε κίνδυνο και ζητώντας τους συγχώρεση.

Η ομάδα του Φουντούκη εξοργίστηκε όταν έμαθαν πως τους είχε μαγέψει ο Ασημόχορτος, με σκοπό να τους οδηγήσει στο θάνατο, αλλά τουλάχιστον λυπήθηκαν τον Φραουλή και του επέτρεψαν, εκείνου και της Νιλντροέιν, να φύγουν μαζί τους. Μόλις είχαν τελειώσει να δίνουν εξηγήσεις, δεν είχε μείνει ούτε ένα κουνέλι στην ομάδα τους που δεν ήθελε να φύγει από αυτή τη φρικτή παγίδα θανάτου το συντομότερο δυνατόν. Τότε μόνο κατάλαβαν πως κάτι είχε συμβεί.

«Έχουμε πρόβλημα,» είπε ο Ντέρεκ στον Άλαν, καθώς εκείνος και ο Μακιούχαν γύρισαν με τα σακίδια και τις τσέπες τους γεμάτες του σκασμού με λαχανικά που είχαν αρπάξει από τη φωλιά, «Δεν μπορούμε να βρούμε τον Ρόμπινς πουθενά. Ο Περούκας επίσης είναι άφαντος.» Ο Άλαν σάστισε. Πως γινόταν να εξαφανιστούν δυο από τους συντρόφους τους κάτω από τη μύτη τους;

«Πάω εγώ να τους βρω. Δεν μπορούν να έχουν πάει μακριά,» είπε, «Φουντούκι, εσύ και ο Πενταράκης ελάτε μαζί μου. Οι υπόλοιποι από εσάς, περιμένετε μας εδώ. Μόλις γυρίσουμε, την κάνουμε από δω!» Αφήνοντας τους υπόλοιπους συντρόφους τους να προσπαθήσουν μπας και πείσουν και άλλα από τα κουνέλια του Πασχαλίτσα να φύγουν μαζί τους, ο Άλαν, ο Φουντούκης και ο Πενταράκης έφυγαν, αναζητώντας τον Περούκα και τον Ρόμπινς.

Ο Άλαν κοίταξε ανήσυχα τον ήλιο που σιγά-σιγά έδυε στον ορίζοντα, απορώντας πόση ώρα τους απέμενε μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Εάν ήταν τυχεροί, ίσως μία ώρα, μπορεί και λιγότερο. Έπρεπε να βιαστούν.

Δεν άργησαν να εντοπίσουν τα ίχνη του Περούκα, που οδηγούσαν πίσω στο νεκροταφείο. Κοντά, βρήκαν και τα ίχνη του Ρόμπινς και του Πασχαλίτσα. Φαινόταν πως ο Περούκας τους είχε ακολουθήσει για κάποιο λόγο. Τι σκάρωναν άραγε αυτοί οι δυο; Η απάντηση τους περίμενε λίγο παραπέρα. Οι τρείς τους αναφώνησαν τρομαγμένοι καθώς αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα. Κάτι κρεμόταν από ένα δέντρο μπροστά τους… κάτι ζωντανό!

«Ο Φρίθ να μας φιλάει!»

Ήταν ο Περούκας που κρεμόταν από το δέντρο, με μια θηλιά από συρματόσκοινο περασμένη σφικτά γύρω από το λαιμό του. Το σύρμα του έσφιγγε το λαιμό, σχεδόν κόβοντας τον, προκαλώντας του ασφυξία. Σάλια και αίματα έτρεχαν από το στόμα του, καθώς σπαρταρούσε σαν ψάρι, ψυχορραγώντας. Τότε, οι σπασμοί σταμάτησαν και έμεινε ακίνητος.

Σαν βολίδα, ο Άλαν έτρεξε να βοηθήσει τον σύντροφο του. Τραβώντας το μαχαίρι του, έκοψε το σύρμα και κατέβασε τον Περούκα κάτω. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, του έλυσε το κομμένο σύρμα από το λαιμό του για να μπορεί να αναπνέει. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Περούκας δεν είχε ούτε σφυγμό, ούτε ανέπνεε, σαν να ήταν νεκρός.

«Όχι… Όχι, όχι…!»

Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης στέκονταν μαρμαρωμένοι από τη φρίκη, βλέποντας τον Περούκα σε αυτή την κατάσταση. Ο γενναίος και υποτίθεται αήττητος στρατιώτης-κούνελος ήταν νεκρός. Αλλά ο Άλαν δεν το έβαζε κάτω. Γονατίζοντας δίπλα στον Περούκα, άρχισε να του δίνει εισπνοές και μασάζ στη καρδιά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τον επαναφέρει. Τα δύο κουνέλια σάστισαν.

«Μα τι κάνεις εκεί; Σταμάτα!» φώναξε έξαλλος ο Φουντούκης, βλέποντας τον Άλαν, στα μάτια τους, να βεβηλώνει τη σορό του άτυχου συντρόφου τους.

«Όταν έχει σταματήσει η καρδιά κάποιου, μερικές φορές μπορείς να τον επαναφέρεις στη ζωή εάν καταφέρεις να κάνεις τη καρδιά του να λειτουργήσει ξανά,» είπε λαχανιασμένα ο Άλαν, χωρίς να σταματήσει. Βάζοντας όλη του τη δύναμη, συνέχισε να χτυπάει το θώρακα του Περούκα και να του δίνει το φιλί της ζωής. «Άντε, Περούκα, παλιομπαγάσα, ανέπνευσε!» Αλλά ο Περούκας δεν έδωσε σημεία ζωής. Εξαντλημένος, ο Άλαν τα παράτησε. Ήταν όλοι τους συντετριμμένοι.

«Η καρδιά μου συνάντησε τους Χίλιους,» μουρμούρισε θλιμμένος ο Φουντούκης, χαμηλώνοντας, μαζί με τον Πενταράκι, τα κεφάλια τους, «Ο φίλος μου έπαψε σήμερα να τρέχει.» Τον Άλαν τον κυρίευσε η ενοχή.

«Λυπάμαι τόσο πολύ, Φουντούκη. Εγώ φταίω. Δεν έπρεπε να σας φέρω εδώ!» Ένιωθε χάλια. Πρώτα η Μαίρη και τη Λούση, και τώρα είχε οδηγήσει τον Περούκα στο θάνατο με την απερισκεψία του. Εάν δεν ήταν αυτός και το τρελό του σχέδιο να έρθουν στη φωλιά του Πασχαλίτσα, αφού και γνώριζε καλά για το κίνδυνο, αυτό δεν θα είχε συμβεί. Τώρα, η ζημιά είχε γίνει. Ποτέ δεν θα του το συγχωρούσαν οι φίλοι του. Αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, αντί να του βάλει τις φωνές, ο Φουντούκης τον ακούμπησε καθησυχαστικά στον ώμο με το πόδι του.

«Δεν υπάρχει λόγος να κατηγορείς τον εαυτό σου, Άλαν,» του είπε καθησυχαστικά, «Όλοι ήρθαμε εδώ εθελοντικά, ακόμη και ο Περούκας… Αλλά, ποιος να το έκανε αυτό;» Εκείνη τη στιγμή, ο Άλαν κατάλαβε πως κάτι βρώμαγε εδώ πέρα. Εξετάζοντας το φονικό όπλο – το σύρμα – στα χέρια του, διαπίστωσε πως δεν ήταν μια παγίδα που είχε αφήσει κάποιος μελλοντικός κυνηγός, όπως και νόμιζαν.

«Αυτό είναι συρματόσκοινο για στραγγαλισμό που χρησιμοποιούν επαγγελματίες δολοφόνοι! Τώρα, πως βρέθηκε αυτό εδώ…;» Το γεγονός ότι το όπλο που είχε σκοτώσει τον Περούκα είχε προέλευση από τον 21ο αιώνα, οπότε δεν μπορούσε να έχει σχέση με τους μυστηριώδεις εκτροφείς του Πασχαλίτσα, έριχνε φως μόνο σε μία εξήγηση: ο ένοχος ήταν ο Ρόμπινς!

«Έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι αυτός ο μασκαράς ήταν επικίνδυνος!» Η αντίληψη του ότι αυτή η αισχρή πράξη ήταν η δουλειά ενός μέλους της ίδιας της ομάδας τους άναψε τα αίματα του Άλαν. Όποιο και αν ήταν το κίνητρο, ο Ρόμπινς θα πλήρωνε πολύ ακριβά για αυτό που έκανε! Ο θάνατος του Περούκα δεν θα έμενε ατιμώρητος! Γρήγορα, έβγαλε τον ασύρματο του.

«Ντέρεκ, Μακιούχαν, με ακούει κανείς;»

«Που διάολο είστε τόση ώρα;» απάντησε η φωνή του Ντέρεκ, «Τι κάνετε; Υπάρχει πολλή ένταση εδώ πέρα…»

«Σκάσε και άκου! Έχουμε πρόβλημα. Νομίζουμε ο Ρόμπινς σκότωσε τον Περούκα…!»

«Τι πράμα;!»

«Στο ξαναλέω, ο Ρόμπινς μας πρόδωσε! Θέλω εσύ και ο Μακιούχαν να κρατήσετε τους πάντες κοντά ο ένας στον άλλον και έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα, σε περίπτωση που σκάσει μύτη αυτό το κάθαρμα! Εμείς πάμε να ψάξουμε στο νεκροταφείο.» Μη δίνοντας σημασία στις αντιρρήσεις του Ντέρεκ, ο Άλαν γύρισε στους συντρόφους του.

«Δεν μπορεί να έχει πάει μακριά. Ελάτε, πάμε να βρούμε αυτόν τον μπάσταρδο και θα τον εξοντώσουμε!»

Αφήνοντας το άψυχο κορμί του Περούκα πίσω τους, ακολούθησαν τα ίχνη του Ρόμπινς. Έπρεπε να τον πιάσουν γρήγορα προτού σκοτώσει κάποιον άλλον. Ωστόσο, στη βιασύνη τους, δεν πρόσεξαν πως ο Περούκας δεν ήταν πραγματικά νεκρός. Σαν από θαύμα, οι εισπνοές που του είχε κάνει ο Άλαν είχαν αναζωπυρώσει την τελευταία σπίθα ζωής στη καρδιά του. Ο πελώριος κούνελος ανέπνεε ξανά και σύντομα θα ξαναανακτούσε πλήρως τις αισθήσεις του…

Πλησίασαν το νεκροταφείο προσεκτικά και με επιφύλαξη. Ο Άλαν μουρμούριζε απειλές που απευθύνονταν στον Ρόμπινς για όταν τον έπιανε στα χέρια του. «Εντάξει, κε Ρόμπινς. Ώστε λοιπόν, θέλεις τόσο πολύ να κρατήσεις το μυστικό σου; Σε αυτή την περίπτωση, θα το πάρεις μαζί σου στον άλλο κόσμο, όπου και θα σε στείλω!»

Το νεκροταφείο φαινόταν έρημο. Δεν υπήρχε ίχνος του δολοφόνου πουθενά. Αλλά, υπήρχε κάτι άλλο. Ο Άλαν παρατήρησε πως οι τρεις ψεύτικοι τάφοι με τα ονόματα τους είχαν ανοιχτεί. Τρεις θωρακισμένες θήκες, που κάποιος είχε ξεθάψει, βρίσκονταν ακουμπισμένες δίπλα στους τάφους, τα καπάκια τους ανοιχτά. Πλησιάζοντας, ο Άλαν ένιωσε το αίμα του να παγώνει βλέποντας το περιεχόμενο τους.

Μέσα στη κάθε θήκη, πάνω σε λίγα ξερά άχυρα, υπήρχε ένας μηχανισμός που θύμιζε πυρηνική κεφαλή. Αυτή η κεφαλή ήταν χωρισμένη σε δύο τμήματα: η ίδια η κεφαλή και ένα άλλο τμήμα σε σχήμα κονσέρβας που θύμιζε πυροκροτητή με μια μικρή οθόνη επαφής που έδειχνε ενδείξεις στα Ρώσικα. Οι μηχανισμοί δεν είχαν κανένα σειριακό αριθμό αναγνώρισης, μονάχα ένα περίεργο έμβλημα σε σχήμα κόκκινου χεριού, που ήταν βαμμένο πάνω στα πράσινα περιβλήματα των κεφαλών. Το σήμα του Ερυθρού Χεριού!

Ό Άλαν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αντίκριζαν τις τρεις χαμένες πυρηνικές κεφαλές Ανέφικτου που η παραστρατιωτική τρομοκρατική οργάνωση είχε φέρει κρυφά μέσα στη χώρα πριν από αιώνες, αλλά ποτέ δεν πρόλαβε να τις χρησιμοποιήσει. Όλο αυτό τον καιρό, αυτά τα όπλα μαζικής καταστροφής βρίσκονταν θαμμένα στο πιο ανήκουστο μέρος: μέσα στους άδειους τάφους τους! Κοιτάζοντας τα, ο Άλαν κατάλαβε πως οι κεφαλές ήταν ενεργές και οπλισμένες, με το χρονόμετρο σε αντίστροφη μέτρηση για πυροδότηση.

«Άλαν, τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Φουντούκης, ο οποίος, παρότι την άγνοια του για ανθρώπινα όπλα, καταλάβαινε πως είχαν πέσει πάνω σε κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο.

«Νομίζω μόλις μας έφαγε το μαύρο χώμα, Φουντούκη…»

«Μάλλον υπερβάλεις λίγο,» είπε μια ψυχρή φωνή από πίσω τους. Γυρίζοντας, είδαν τον Ρόμπινς να βγαίνει από την κρυψώνα του πίσω από ένα δέντρο, όπου τους περίμενε. Μαζί του ήταν και ο Πασχαλίτσας, η κανονικά περιποιημένη λευκή γούνα του μέσα στα χώματα από το σκάψιμο. Είχε ένα μακάβριο χαμόγελο ικανοποίησης γραμμένο στο πρόσωπο του. Έπρεπε να το φανταστεί πως αυτό το ρεμάλι ήταν επίσης μέσα στο κόλπο, σκέφτηκε ο Άλαν, αγριοκοιτάζοντας τους δυο συνεργούς.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά, Ρόμπινς; Τι έκανες στον Περούκα;» Ο Ρόμπινς, επιτέλους αποκαλύπτοντας τον αληθινό του εαυτό, χαμογέλασε με κακία.

«Ας μάθαινε εκείνος ο ανακατωσούρης παιδοβούβαλος να μην χώνει τη μύτη του στις δουλειές μου. Αλλά, ας τα πάρουμε όλα με τη σειρά τους, εντάξει;» είπε με μια παγερή σαν του διαβόλου φωνή, «Φτάσατε πάνω στην ώρα να θαυμάσετε αυτή τη μικρή κληρονομιά που μου άφησαν οι πρώην συνεργοί μου από το Ερυθρό Χέρι.» Τους έδειξε τις θήκες με τις πυρηνικές κεφαλές.

«Κύριοι, σας παρουσιάζω τους πυρήνες Ανέφικτου που αποτελούν την καρδιά του Μαύρου Ολέθρου. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος στην ιστορία όλων των όπλων!»

Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 12! Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά η μετάφραση ήταν πολύ πιο δύσκολη από όσο νόμιζα. Παρακαλώ, αφήστε και καμία κριτική!