Βρέθηκε στο απέραντο άπειρο. Εικόνες από τις αναμνήσεις του περνούσαν αστραπιαία μπροστά από τα μάτια του: τα παιδικά του χρόνια χωρίς τη μητέρα του, ο θάνατος του πατέρα του, μεγαλώνοντας ως ορφανό, ο πόλεμος, η δολοφονία της οικογένειας του, η περίοδος κατάθλιψης του, η πτήση μέσα από τη θύελλα, τα κουνέλια του μέλλοντος, η καταστροφή του Σάντλεφορντ, το ταξίδι τους, η διάσωση του Κουκουτσάκι, η Εφραφανή Περιπολία, ο κουνελότοπος του Πασχαλίτσα, ο Ασημόχορτος, ο Περούκας στραγγαλισμένος, και ο Ρόμπινς να τον πυροβολεί…
Μισοαναίσθητος και χωρίς να γνωρίζει που βρισκόταν, ξαφνικά, ο Άλαν ένοιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος του. Σχεδόν αμέσως, ακολούθησε και άλλο. Ήθελε απεγνωσμένα να φυλαχτεί, αλλά τα χέρια του σαν να είχαν παγώσει. Κανένας μυς του δεν ανταποκρινόταν. Επιτέλους ένοιωσε να ανακτά πλήρως τις αισθήσεις του και μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια του. Ένοιωθε εξουθενωμένος και πονούσε ολόκληρος, αλλά ήταν ακόμη ζωντανός. Τι είχε συμβεί; Μέσα από τη θολούρα που γέμιζε την όραση του, μπορούσε να δει ένα ολόκληρο πλήθος κουνελιών να σκύβει από πάνω του. Τα άκουγε να ψιθυρίζουν ανήσυχα μεταξύ τους.
«…Είναι ανώφελο, είναι νεκρός,» έλεγε κάποιος, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να ξεσπάσουν σε λυγμούς. «Σταθείτε, θα δοκιμάσω μια ενδοκάρδια,» είπε κάποιος άλλος, σε αυτή την περίπτωση ένας άνθρωπος που στεκόταν ακριβώς από πάνω του. Ήταν ο Ταγματάρχης Μακιούχαν, που ετοίμαζε στα γρήγορα μια ένεση. Προτού μπορέσει να τη χορηγήσει ωστόσο, ο Άλαν ξαφνικά ανάσανε βαθιά, ξαφνιάζοντας τους πάντες.
«Άλαν;» φώναξαν όλοι, «Άλαν, ζεις!»
«Ναι, είμαι εντάξει,» μουρμούρισε ο Άλαν σε μια σχεδόν ασυνάρτητη φωνή. Το στήθος του πονούσε σαν το διάολο και το κεφάλι του γύριζε σαν σβούρα, κάνοντας τον να νιώθει έτοιμος να χάσει πάλι τις αισθήσεις του.
Στη στιγμή, το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Τα κουνέλια, όλο χαρά, έπεσαν καταπάνω του, μυρίζοντας και γλύφοντας τον φίλο τους, ανακουφισμένοι που είχε γλιτώσει. Ανάμεσα τους ήταν και ο Κουκουτσάκης, ο οποίος έκλαιγε από τη χαρά του στον ώμο του. Παρότι είχε χάσει τις δυνάμεις του από το τραυματισμό, ο Άλαν χάιδεψε το κουνελάκι, χαμογελώντας του. Ο Μακιούχαν, εν στο μεταξύ, προσπαθούσε να κρατήσει τους υπόλοιπους μακριά.
« Κάντε του λίγο χώρο, παιδιά. Αφήστε τον να ανασάνει.»
Ξαφνικά, ο Άλαν θυμήθηκε τον Ρόμπινς. Το κάθαρμα τον είχε πυροβολήσει! Τι είχε συμβεί; Πως είχε γλυτώσει; Ψαχουλεύοντας κάτω στο στήθος του, ένοιωσε κάτι υγρό στο πουκάμισο του, αλλά δεν ήταν αίμα. Μια έντονη μυρωδιά ουίσκι γέμισε τη μύτη του. Τι ήταν αυτό;
Ο Μακιούχαν του έδειξε το τενεκεδένιο φλασκί του, το οποίο είχε μια άσχημη λακκούβα στο πλάι, στο κέντρο της οποίας υπήρχε κάτι πιασμένο μέσα στο μέταλλο. Η σφαίρα του όπλου του Ρόμπινς! Το φλασκί, το οποίο βρισκόταν μέσα στη τσέπη του, είχε λειτουργήσει σαν ασπίδα. Είχε απορροφήσει το χτύπημα της σφαίρας, σώζοντας τη ζωή του.
Τι ειρωνεία και αυτή, σκέφτηκε ο Άλαν. Μερικές φορές, ακόμη και οι χειρότερες συνήθειες μπορούν να σου σώσουν τη ζωή…
Βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος, δίπλα στον τάφο του. Ο Φουντούκης και ο Πενταράκης βρίσκονταν δίπλα του, σώοι και αβλαβείς. Ο Ντέρεκ και ο Μακιούχαν, μαζί με τον Κουκουτσάκι (ο οποίος τους είχε ακολουθήσει παρά τις αντιρρήσεις τους), τον Πουρνάρι και τους υπόλοιπους βετεράνους της Άουσλα, καθώς και ο Φραουλής, επίσης βρίσκονταν εκεί. Έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό του Ρόμπινς και καταλαβαίνοντας πως οι φίλοι τους κινδύνευαν, είχαν έρθει να τους βοηθήσουν. Οι υπόλοιποι είχαν παραμείνει πίσω στο κουνελότοπο.
«Έχεις τύχη βουνό, κ. Καθηγητά,» είπε ο Μακιούχαν, «Το χτύπημα της σφαίρας παραλίγο να σου προκαλέσει καρδιακή προσβολή. Υπάρχει βαρύ μελάνιασμα, αλλά ευτυχώς όχι σπασμένα κόκκαλα ή εσωτερική αιμορραγία. Εάν δεν υπάρξουν επιπλοκές, θα συνέλθεις μετά από λίγες μέρες ανάπαυσης. Ευτυχώς που ο Περούκας μπόρεσε να μας ειδοποιήσει εγκαίρως…» Ο Άλαν παραλίγο να πάθει ανακοπή ακούγοντας αυτά τα λόγια.
«Ο Περούκας; Μα αυτός είναι νεκρός! Ο Ρόμπινς τον σκότωσε…!» αναφώνησε, καθώς ο Ντέρεκ του επέστρεψε τα γυαλιά του, τα οποία είχε βρει πεσμένα εκεί κοντά, «Αλλά, για σταθείτε!» είπε, ξαφνικά καταλαβαίνοντας το λάθος του, «Ποιός αιφνιδίασε τον Ρόμπινς…;»
«Εγώ, ποιός άλλος;» ρώτησε μια βαθιά φωνή από πίσω του. Γυρίζοντας, ο Άλαν έμεινε με ανοιχτό το στόμα αντικρίζοντας τον Περούκα πράγματι ζωντανό. Είχε μια άσχημη ουλή στο λαιμό του, όπου τον είχε σφίξει το σύρμα, αλλά κατά τα άλλα, ήταν εντάξει.
«Καλά, εσύ δεν ήσουν…;»
«Παρμένος από το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε;» ρώτησε κατσούφικα ο πελώριος κούνελος, «Με τίποτα, φίλε μου, και αυτό χάρη σε εσένα. Ήμουν ένας ηλίθιος που δεν σε άκουσα νωρίτερα…» Ξαφνικά, ο Άλαν θυμήθηκε.
«Ο Ρόμπινς έχει τρεις οπλισμένες πυρηνικές κεφαλές στα χέρια του! Πρέπει να τον σταματήσουμε…!» Κοιτάζοντας τριγύρω του, δεν μπορούσε να δει τον Ρόμπινς πουθενά, «Που πήγε αυτό το κάθαρμα; Τον εξοντώσατε;»
Ο Ντέρεκ και ο Μακιούχαν τον βοήθησαν να σηκωθεί. Ο Ταγματάρχης, στηρίζοντας τον με τα δυνατά του χέρια, τον βοήθησε να καθίσει σε μια ταφόπλακα. Ο Άλαν μετά βίας μπορούσε να σταθεί, νιώθοντας ζαλάδα. «Ήρεμα, καθηγητά. Βρίσκεσαι σε κατάσταση σοκ από το τραύμα. Δεν πρέπει να ζορίσεις τον εαυτό σου.»
«Μα, οι πυρηνικές κεφαλές…!»
«Μπορείς να ηρεμήσεις, Άλ,» του είπε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο ο Ντέρεκ, δείχνοντας του το μπρούτζινο κυλινδρικό κλειδί όπλισης των κεφαλών, το οποίο τώρα βρισκόταν με ασφάλεια στα χέρια του. «Περιποιηθήκαμε δεόντως αυτόν το ελεεινό μασκαρά και τα παιχνιδάκια του.»
Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του φίλου του, ο Άλαν είδε τον Ρόμπινς δεμένο χειροπόδαρα σε μια ταφόπετρα, μαζί με τον Πασχαλίτσα, ο οποίος επίσης ήταν αιχμάλωτος. Τους είχαν φιμώσει και τους δυο. Οι πυρηνικές κεφαλές βρίσκονταν ακόμη μέσα στις θήκες τους, αλλά οι χρονοδιακόπτες τους ήταν σβηστοί. Είχαν αφοπλιστεί επιτυχώς. Ο Άλαν αναστέναξε με ανακούφιση.
«Είναι ένας υπέροχος μπαγάσας, Ντικ, το ξέρεις;» είπε, αγκαλιάζοντας το φίλο του, «Μα πως διάολο τα κατάφερες, ρε;»
«Παιχνιδάκι ήταν,» του απάντησε εκείνος, βγάζοντας ένα κομματάκι χαρτί που είχε βρει στο πορτοφόλι του Ρόμπινς. Πάνω του υπήρχαν σημειωμένοι οι κωδικοί οπλισμού τον κεφαλών και οι αντίστοιχοι κωδικοί απενεργοποίησης τους. «Ότι χρειαζόταν ήταν να πατήσω τον κωδικό και να γυρίσω το κλειδί στη σωστή ρύθμιση.» Κοιτάζοντας με κακία τον Ρόμπινς, έκανε το χαρτί κομματάκια, καταστρέφοντας τους κωδικούς, ώστε να μην μπορεί κανείς άλλος να οπλίσει ξανά τις κεφαλές. Το κλειδί, το οποίο δεν μπορούσε να καταστρέψει, το έβαλε στη τσέπη του για ασφάλεια.
«Ντίκ, είσαι αληθινός θαυματουργός!» τον σύγχαιρε ο Άλαν, «Βλέπω πως πιάσατε και αυτό το καθίκι τον Πασχαλίτσα.»
«Ο δειλός προσπάθησε να ξεφύγει μέσα στο καβγά,» είπε ο Περούκας, κοιτάζοντας με αηδία τον Πασχαλίτσα, «Αλλά έπεσε πάνω στον Φραουλή, που τον έβαλε στη θέση του.» Ο παχουλός, πορτοκαλής κούνελος καμάρωνε σαν κόκορας. Επιτέλους του είχε δοθεί η ευκαιρία να αντισταθεί σε αυτόν που τον είχε κυριολεκτικά σκλάβο του για τόσο καιρό. Ο Άλαν ένοιωσε ανακούφιση. Με τις πυρηνικές κεφαλές αφοπλισμένες και με τους Ρόμπινς και Πασχαλίτσα υπό κράτηση, ο κίνδυνος είχε περάσει.
«Μπράβο σου, Φραουλή. Υποθέτω πως δεν έχεις πλέον δισταγμούς να μας ακολουθήσεις, έτσι;» ρώτησε, βλέποντας πως ο φίλος τους είχε βρει επιτέλους το θάρρος του. Ο Φραουλής του νέψε με μεγάλη αυτοπεποίθηση.
«Με τον Φρίθ μάρτυς μου, δεν έχω δισταγμό! Οι φίλοι σου μου τα είπαν όλα, όπως και τι θα είχε συμβεί στη Νιλντροέιν εάν παραμέναμε εδώ πέρα. Ο Πασχαλίτσας δεν θα έδινε δεκάρα για τη ζωή της, όπως και ούτε για τη δική μου. Μακάρι μόνο να μπορούσα να πείσω τους υπόλοιπους φίλους μας να φύγουν μαζί μας,» είπε λυπημένα, καθώς δεν μπορούσε να πείσει ούτε ένα από τα άλλα κουνέλια του Πασχαλίτσα να φύγουν μαζί τους, εκτός από τη Νιλντροέιν.
«Ακόμη και ελεύθεροι από τον έλεγχο του Ασημόχορτου, επικρατεί πολύ φοβία και δυσπιστία να μας ακολουθήσουν,» τους είπε, «Όχι πως μας άξιζε κιόλας να μας βοηθήσετε…» πρόσθεσε, μια έκφραση ντροπής γραμμένη στο πρόσωπο του. Παρότι είχε επανορθώσει το λάθος του αφού αντιστάθηκε στον Πασχαλίτσα, η σχέση του με αυτό το φρικτό μέρος θα συνέχιζε να του επιβαρύνει τη συνείδηση για πολύ καιρό.
Ο Περούκας επίσης ένοιωθε μεγάλες τύψεις, καθώς γύρισε αμήχανα να κοιτάξει τον Άλαν, τον Φουντούκι και τον Πενταράκι. Ο χειρότερος εφιάλτης του άφοβου βετεράνου της Άουσλα ήταν να είναι αναγκασμένος να παραδεχθεί κάποιο λάθος του, το οποίο παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή του. Αλλά, η τιμή του σαν στρατοκούνελος τον υποχρέωνε να δείξει αξιοπρέπεια.
«Σας χρωστάω μια συγνώμη για όσα είπα σήμερα,» τους είπε, «Θα μπορούσατε να με είχατε αφήσει στη τύχη μου. Αλλά εσείς διακινδυνεύσατε τις ζωές σας για να με βρείτε, ακόμη και εάν ήμουν ένας τυφλός, ξεροκέφαλος ηλίθιος. Έπρεπε να σας είχα ακούσει εξ' αρχής. Λυπάμαι.»
«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη, Περούκα,» τον καθησύχασε ο Πενταράκης, «Εκείνο το σατανικό κουνέλι, ο Ασημόχορτος σας είχε όλος υπό την επιρροή της μαγείας του. Ο Άλαν τον ανακάλυψε και έβαλε ένα τέλος στα κόλπα του.» Ο Φραουλής κοίταξε με ευγνωμοσύνη τον Άλαν. Οι ενέργειες του είχε ελευθερώσει αυτόν και την Νιλντροέιν από τον έλεγχο του Πασχαλίτσα, κάτι για τον οποίο θα του ήταν πάντα ευγνώμονες. Τώρα τους έμενε μόνο μια μικρή τελευταία υποχρέωση.
Έχοντας συνέλθει αρκετά ώστε να αναλάβει ξανά την ηγεσία της ομάδας τους, ο Άλαν μίλησε στους συντρόφους του.
«Λοιπόν, φίλοι μου, ήρθε η στιγμή να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Όμως, πρώτα έχουμε μια σημαντική υποχρέωση,» είπε, δείχνοντας τον Ρόμπινς και τον Πασχαλίτσα, «Πρέπει να συστήσουμε δικαστήριο για αυτούς τους δυο κακούργους, ώστε να λάβουν τη δικαιοσύνη που τους αξίζει.» Οι δυο κρατούμενοι δεν μπορούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους. Αυτή η 'δίκη' αναμφίβολα δεν θα τους έβγαινε καθόλου σε καλό.
Έχοντας τη θέση του δικαστή, και με τους φίλους του ως ένορκους, ο Άλαν ανήγγειλε το κατηγορητήριο.
«Ο πρώτος κατηγορούμενος κατηγορείται για δυο φόνους, δυο επιπλέον απόπειρες φόνου και μια απόπειρα τρομοκρατικής ενέργειας με χρήση πυρηνικού όπλου. Σας επισημάνω πως τέτοια αισχρά εγκλήματα φέρουν τη θανατική ποινή. Οπότε, σας ρωτάω ως ενόρκους: βρίσκετε τον κατηγορούμενο ένοχο ή αθώο;»
«Ένοχος!» φώναξαν όλοι ομόφωνα, «Θάνατος στον Ρόμπινς! Θάνατος στον προδότη!» Παρότι ορισμένα από τα πιο καλοκάγαθα κουνέλια όπως ο Πενταράκης και ο Κουκουτσάκης ήταν κάπως διστακτικοί να καταδικάσουν τόσο ανελέητα τον Ρόμπινς σε θάνατο, ήξεραν πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο τύπος ήταν πάρα πολύ επικίνδυνος, μια απειλή για την ασφάλεια όλων τους. Ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο να τον πάρουν μαζί τους ως αιχμάλωτο και δεν υπήρχε περίπτωση απλώς να τον αφήσουν να φύγει.
«Πολύ καλά, η απόφαση έχει παρθεί,» είπε ο Άλαν. Γύρισε να κοιτάξει τον θανατοποινίτη, «Ράσελ Ρόμπινς, κρίνεσαι ένοχος για κάποια από τα πιο ακραία εγκλήματα που μπορεί να διαπράξει άνθρωπος: την εν ψυχρό δολοφονία μια άμοιρης γυναίκας και του παιδιού της, το πάρσιμο ομήρων, και την απόπειρα μιας τρομοκρατικής ενέργειας με σκοπό την εξολόθρευση εκατοντάδων αθώων. Ο σκοπός σου εστιαζόταν στη καταστροφή της ειρηνικής συνύπαρξης μας με τα κουνέλια ως σύντροφοι, χωρίς κανένα συλλογισμό για τις ζωές που θα χάνονταν εξαιτίας σου. Η ποινή που θα σου επιβληθεί είναι θάνατος με τουφεκισμό!»
Αν και ο Άλαν κανονικά δεν ήταν στη φύση του ένας αιμοβόρος βάρβαρος, υπήρχαν στιγμές που πίστευε πως ο θάνατος ήταν η μόνη δίκαιη τιμωρία, στιγμές όπως και τώρα. Ο Ρόμπινς είχε σφάξει την οικογένεια του για το τίποτα. Τουλάχιστον, τώρα οι ψυχές της Μαίρη και της Λούση θα έβρισκαν γαλήνη. Ο Ρόμπινς τον κοίταξε με μια έκφραση μίσους, εντελώς αδιάφορος για τη τιμωρία που τον περίμενε. Εάν ήταν να πεθάνει, θα υπερηφανευόταν για τα εγκλήματα του ως το τέλος.
Στη συνέχεια, γύρισαν τη προσοχή τους στον Πασχαλίτσα, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ρόμπινς, έτρεμε ολόκληρος, ξέροντας τι τον περίμενε. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Τώρα βρισκόταν ενώπιον της δικαιοσύνης. Ο Περούκας τον αγριοκοίταξε. Με μεγάλη του χαρά θα σκότωνε αυτό το απόβρασμα μόλις τον καταδίκαζαν.
«Ο δεύτερος κατηγορούμενος κατηγορείται για συνεργία σε απόπειρα φόνου, τη σκλάβωση του λαού του με πλύση εγκεφάλου, καθώς και πολλαπλές ανθρωποκτονίες. Σας ρωτάω: βρίσκετε τον κατηγορούμενο ένοχο ή αθώο;»
Προτού μπορέσουν να αποφασίσουν για τη ποινή του Πασχαλίτσα ωστόσο, ξαφνικά ακούστηκε μια φασαρία από το κουνελότοπο. Γινόταν επιδρομή! Μέσα από το αδύναμο φως του σούρουπου, είδαν κάτι γιγαντιαίους καβαλάρηδες καβάλα στα άλογα τους να διασχίζουν το λιβάδι και να εξαφανίζονται μέσα στο δάσος. Μόνο που αυτοί οι καβαλάρηδες δεν ήταν ακριβώς άνθρωποι. Ο Άλαν και οι σύντροφοι του έμειναν με ανοικτό το στόμα καθώς αντίκρισαν για πρώτη φορά τους απογόνους τους.
«Τι διάβολο είναι αυτοί;»
«Ανθρωποειδείς,» μουρμούρισε ο Πουρνάρης, ο οποίος είχε ξαναδεί αυτά τα πλάσματα κατά τη διάρκεια περιπολιών ως Λοχαγός της Άουσλας του Σάντλεφορντ, «Ιθέλ!»
Η φυσιογνωμία αυτών των ανθρωποειδών ήταν πολύ παρόμοια με εκείνη των ανθρώπων, ίσως το αποτέλεσμα κάποιας μετάλλαξης, μόνο που ο Άλαν δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο: αυτοί οι γίγαντες ήταν σχεδόν τριπλάσιοι σε μέγεθος από τον μεγαλύτερο άνθρωπο του κόσμου, με μακριά βρώμικα μαλλιά και γένια και μυώδη, τριχωτά σώματα, σαν τους πιθήκους. Ήταν γυμνοί, εκτός από ένα κουρέλι από δέρματα ζώων που φορούσαν στη μέση τους.
Αυτοί οι ιθαγενείς ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί, με πελώρια ρόπαλα και δόρατα. Πρωτόγονος οπλισμός σε σύγκριση με τα μέσα του 21ου αιώνα, αλλά παρόλα αυτά επικίνδυνος. Ο κάθε καβαλάρης-κυνηγός κουβαλούσε από ένα κουνέλι, τα οποία είχαν αρπάξει από τον κουνελότοπο. Προτού η παρέα μπορούσε να πει κύμινο, οι εχθρικοί εισβολείς είχαν εξαφανιστεί μέσα στο δάσος, μαζί με τη λεία τους.
«Γρήγορα! Πίσω στο κουνελότοπο!»
Γύρισαν τρέχοντας στο κουνελότοπο, ανησυχώντας για το τι θα έβρισκαν εκεί πέρα. Δεν υπήρχε αμφιβολία τι είχε μόλις συμβεί. Ενώ αυτοί ήταν απασχολημένοι με τον Ρόμπινς και τον Πασχαλίτσα, είχαν αργήσει πάρα πολύ και οι επιδρομείς για τους οποίους τους είχε προειδοποιήσει ο Φραουλής είχαν καταφθάσει για τη καθορισμένη έφοδο τους. Και, από ότι φαινόταν, κάποια κουνέλια είχαν αρπαχτεί. Μήπως ήταν κάποιοι από τους συντρόφους τους;
Πλησιάζοντας στην είσοδο της φωλιάς, η απαίσια μυρωδιά κάποιου δηλητηριώδους αερίου τους γέμισε τη μύτη. Ένα σύννεφο καπνού ερχόταν από μέσα, κάνοντας τον αέρα βαρύ και ασφυκτικό. Οι κραυγές παγιδευμένων κουνελιών που πέθαιναν από ασφυξία ακούγονταν μέσα από τη φωλιά.
Βάζοντας γρήγορα τα μαντίλια τους πάνω από το στόμα και τη μύτη τους ώστε να μην εισπνεύσουν το δηλητηριασμένο αέρα, οι τρείς άντρες έτρεξαν μέσα να τους βοηθήσουν. Μέσα στη Αίθουσα των Οστών, βρήκαν τους πάντες καταγής, σε κατάσταση αναισθησίας από ασφυξία. Ο Άλαν αμέσως εντόπισε την πηγή του αερίου: μια τούφα κάποιου φλεγόμενου φυτού, που θύμιζε κάνναβη, στην άκρη ενός μεγάλου βέλους, το οποίο ήταν καρφωμένο στο πάτωμα της φωλιάς κοντά στην είσοδο. Ο σκοπός αυτού του κακού ήταν προφανές.
Οι ανθρωποειδείς χρησιμοποιούσαν βέλη με αέριο να βγάλουν ολόκληρο το κουνελότοπο εκτός μάχης. Όσοι είχαν τη καλοτυχία να πέσουν αναίσθητοι προτού μπορέσουν να βγουν έξω τη γλύτωναν. Όσοι προλάβαιναν να φτάσουν έως την έξοδο, έπεφταν στα χέρια των ανθρωποειδών που τους περίμεναν.
«Εμπρός, πρέπει να τους βγάλουμε όλους έξω γρήγορα!»
Νιώθοντας το αέριο να αρχίζει να επηρεάζει και αυτούς, οι τρεις άνθρωποι γρήγορα εντόπισαν τους υπόλοιπους συντρόφους τους – όσοι είχαν απομείνει τέλος πάντων – και τους τράβηξαν έξω στο καθαρό αέρα. Συνολικά, βρήκαν τρεις.
Η Βιολέτα, ο Βελανίδης και ο Ραδίκης δεν είχαν πάθει κάποιο μεγάλο κακό, μονάχα ζαλισμένοι ήταν από το αέριο. Ο Βατόμουρος, ο Φελόχορτος και ο Πικραλίδας είχαν εξαφανιστεί. Ο Φραουλής έβαλε τα κλάματα, βλέποντας πως η Νιλντροέιν είχε επίσης πέσει θύμα των ανθρωποειδών. Μόλις τους είχε δοθεί η ευκαιρία για μια ελεύθερη ζωή και η μοίρα του είχε πάρει το πλάσμα που αγαπούσε όσο κάθε άλλο, σαν, ειρωνικά, να ήθελε τον Πασχαλίτσα να γελάσει τελευταίος. Αλλά ο Άλαν δεν ήταν έτοιμος να ξεγράψει τους συντρόφους τους ακόμη, όχι αφού είχαν φτάσει έως εδώ.
«Πάμε, αλλιώς θα χάσουμε το μονοπάτι,» είπε, αρπάζοντας το όπλο του Ρόμπινς και γυρίζοντας να τρέξει προς τη κατεύθυνση όπου είχαν πάει οι καβαλάρηδες. Ο Ντέρεκ και ο Μακιούχαν του φώναζαν.
«Σου έστριψε καμιά βίδα, άνθρωπε μου; Δεν μπορείς να πάρεις στο κυνήγι αυτά τα τέρατα! Θα σε σκοτώσουν!» φώναξε ο Μακιούχαν, τρέχοντας ξωπίσω του και αρπάζοντας τον από το μπράτσο να σταματήσει, «Είναι πολύ αργά πια. Οι φίλοι μας είναι χαμένοι…»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσω κάποιον τώρα!» μούγγρισε έξαλλος ο πρώην πεζοναύτης, «Θα τους σώσω, ακόμη και αν χρειαστεί να πάω μόνος μου!» Ο Ντέρεκ, σαν τον Μακιούχαν, ήθελε να του επισημάνει πως ήταν σκέτη αυτοκτονία. Τα κουνέλια ωστόσο ήταν αποφασισμένοι να μην εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους. Αλλιώς, όλος αυτός ο κόπος που είχαν υποστεί πηγαίνοντας στη φωλιά του Πασχαλίτσα θα ήταν για το τίποτα.
«Εγώ είμαι μαζί σου, Άλαν!» είπε χωρίς δισταγμό ο Περούκας, «Μου έσωσες τη ζωή σήμερα. Είναι καθήκον μου να σου το ανταποδώσω.» Σήκωσε το μπροστινό του πόδι, «Κανένας άλλος εθελοντής για μια αποστολή διάσωσης που ίσως καταλήξει σε αυτοκτονία;» Θα μπορούσε να αποφύγει το κομμάτι περί αυτοκτονίας, σκέφτηκε ο Άλαν. Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν υπήρξε έλλειψη εθελοντών.
«Υπολογίστε με και εμένα,» είπε ο Φραουλής, επίσης σηκώνοντας το πόδι του, «Η Νιλντροέιν κινδυνεύει και δεν θα την εγκαταλείψω στη τύχη της!» Ένας, ένας, οι υπόλοιποι επίσης προσφέρθηκαν εθελοντικά, αν και λίγο διστακτικά. Ο Άλαν νόμιζε πως ήταν πολύ συγκινητικό. Η φιλία και η αδελφότητα σίγουρα έφτανε έως τα βάθη της καρδιάς αυτών των κουνελιών, οι οποίοι δεν δίσταζαν να ρισκάρουν τις ίδιες τους τις ζωές για να βοηθήσουν τους φίλους τους, άσχετα με το πόσο ελάχιστες πιθανότητες είχαν. Τουλάχιστον, οι περισσότεροι δεν δίσταζαν.
«Θα το μετανιώσω πικρά αυτό,» μουρμούριζε στον εαυτό του ο Ραδίκης. «Μα τον Φρίθ! Ήμασταν τρελοί που ήρθαμε εδώ πέρα εξ' αρχής… Ώχ!»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, γιατί ξαφνικά, ένα δυνατό χέρι εμφανίστηκε από το πουθενά, αρπάζοντας τον από πίσω και σφίγγοντας τον από τον λαιμό. Ήταν ο Ρόμπινς, ελεύθερος από τα δεσμά του, μαζί με τον ύπουλο συνεργό του, τον Πασχαλίτσα. Μέσα στη φασαρία με τους ανθρωποειδείς, τους είχαν ξεχάσει εντελώς, αφήνοντας τους αφύλακτους. Αρπάζοντας την ευκαιρία, οι δύο μασκαράδες είχαν καταφέρει να λυθούν και τώρα βρίσκονταν πάλι σε θέση ελέγχου, χρησιμοποιώντας τον Ραδίκη σαν όμηρο.
«Η περιπέτεια τελειώνει εδώ πέρα, φίλοι μου,» είπε με ένα διαβολικό χαμόγελο ο Ρόμπινς, «Και τώρα, ή θα κάνετε ότι σας λέω ή σκοτώνω αυτόν το χαμένο. Τζόνσον, βάλε κάτω το όπλο και κλώτσησε το προς τα εμένα.» Σαν προειδοποίηση, γύρισε το κεφάλι του Ραδίκη προς τα πίσω, ώσπου ο κατατρομαγμένος κούνελος ένοιωθε τη ραχοκοκαλιά του έτοιμη να σπάσει στα δυο. «Και την τσάντα. Αμέσως!» Παρότι φοβόταν για τη ζωή του, ο Ραδίκης βρήκε το θάρρος να φέρει αντίρρηση.
«Μην το κάνεις, Άλαν! Θα σε σκοτώσει ούτως ή άλλως…!» Σώπασε καθώς ο Ρόμπινς έσφιξε τη λαβή του, σαν να ετοιμαζόταν να του σπάσει το λαιμό.
«Βαρέθηκα πια το στόμα σου, ψωριάρικο πλάσμα!» μούγκρισε στο αυτί του Ραδίκη, «Σκασμός, αλλιώς θα βρεθείς να σέρνεσαι σαν σκουλήκι για την υπόλοιπη ζωή σου!» Δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον Άλαν, «Κουνήσου, Τζόνσον!»
Ο Άλαν δεν ήθελε να το κάνει αυτό, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει να σκοτωθεί ο Ραδίκης εξαιτίας του. Με αργούς ρυθμούς, κατέβασε κάτω το όπλο και το κλώτσησε προς τον Ρόμπινς, ενώ ο Ντέρεκ έκανε το ίδιο με την τσάντα που περιείχε το κλεμμένο αυγό. Ο Άλαν αγριοκοίταξε τον εχθρό του.
«Δεν πρόκειται να τη γλιτώσεις, κάθαρμα! Το ορκίζομαι στο Θεό, θα σε κυνηγάω μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω!» Ο Ρόμπινς γέλασε με κακία.
«Τι κρίμα που δεν θα υπάρχεις τριγύρω ώστε να το κάνεις. Οι νεκροί δεν γυρνάνε πίσω να σε δαγκώσουν.» Το μοχθηρό ύφος στο πρόσωπο του ήταν ξεκάθαρο. Δεν θα έφευγε και να τους αφήσει ήσυχους. Αρπάζοντας το όπλο του, το σημάδεψε απευθείας στο κεφάλι του Άλαν. Ώρα να τελειώσει τη δουλειά που είχε ξεκινήσει προτού τον διακόψουν. «Καλό ταξίδι στον άλλο κόσμο, Τζόνσον!» Όμως μήπως γελούσε λίγο νωρίς;
Ξαφνικά, σαν έναν προστάτη-άγγελο από τα ουράνια, ένα πολύ οικείο γεράκι έκανε βουτιά από τον ουρανό, πέφτοντας καταπάνω του Ρόμπινς, το οποίος δεν πρόλαβε να σκύψει. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και… εξαφανίστηκε. Ο Ραδίκης και το όπλο έπεσαν παρατημένα στο έδαφος. Το γεράκι πήρε τον Ρόμπινς και το κλεμμένο αυγό του μακριά. Ειρωνικά, το ίδιο αρπακτικό που παραλίγο να τους σκοτώσει δύο φορές, τους είχε σώσει τη τελευταία στιγμή. Όλοι παρακολούθησαν κοκαλωμένοι καθώς έφυγε, παίρνοντας μαζί του το καταδικασμένο θύμα του μέσα στα πελώρια σαν μαχαίρια νύχια του.
Μάλλον είχες δίκιο, Ρόμπινς. Οι νεκροί δεν γυρνάνε πίσω να σε δαγκώσουν, σκέφτηκε ψυχρά ο Άλαν, ξαφνικά νιώθοντας ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από το στήθος του. Τελικά η ίδια η μοίρα είχε εκδικηθεί για την Μαίρη και τη Λούση.
Ο Πασχαλίτσας, ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε μόνος του, δεν περίμενε μέχρι να γυρίσουν οι ξένοι τη προσοχή τους και σε εκείνον. Έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια. Ο Περούκας ήταν έτοιμος να τον καταδιώξει, αλλά ο Άλαν τον σταμάτησε.
«Δεν έχουμε χρόνο τώρα για αυτόν,» είπε, σκύβοντας να πιάσει το παρατημένο όπλο του Ρόμπινς από το έδαφος, «Ο χρόνος είναι εναντίον των φίλων μας. Πάμε!»
Έφυγαν τρέχοντας, ακολουθώντας τα ίχνη που είχαν αφήσει τα άλογα των ανθρωποειδών. Τους οδήγησαν στην απέραντη όχθη ενός ρυακιού, μέσα από ένα πυκνό δάσος, ώσπου έφτασαν στην άκρη ενός γιγαντιαίου κρατήρα, ο οποίος μάλλον είχε δημιουργηθεί από πρόσκρουση μετεωρίτη κάποτε στο μακρινό παρελθόν. Εδώ πέρα, το τοπίο ήταν άγονο και γεμάτο με κιτρινωπά πετρώματα, μάλλον θραύσματα από το μετεωρίτη, τα οποία απέβαλαν τοξικά μέταλλα στο χώμα, κάνοντας αδύνατη κάθε είδους βλάστησης. Ένα πολύ ανθυγιεινό μέρος.
Μέσα στο κρατήρα μπορούσαν να δουν ένα είδος πρωτόγονου ανθρώπινου οικισμού, το οποίο αποτελούσαν μια δωδεκαριά καλύβια φτιαγμένα από στοιβαγμένες πέτρες και ξύλα. Χρησιμοποιώντας τα κιάλια του, ο Άλαν μπορούσε να δει καμιά πενηνταριά ανθρωποειδή γύρω από μια πελώρια φωτιά. Μάλλον προετοιμάζονταν για μια τελετή ανθρωποθυσίας, ή πιο συγκεκριμένα, ένα μεγάλο φαγοπότι – αναμφίβολα με τους αγνοούμενους συντρόφους τους στο μενού. Όμως δεν υπήρχε κανένα ίχνος τους πουθενά.
Τώρα πια ο Άλαν καταλάβαινε γιατί οι ικανότητες ομιλίας και ευφυΐας που μοιραζόταν με τα κουνέλια ήταν τόσο ξεχωριστά σε αυτό το κόσμο. Αυτοί οι απόγονοι του ανθρώπινου είδους δεν είχαν παρά μια πρωτόγονη ευφυΐα, σαν τους ανθρώπους την Λίθινης Εποχής. Είχαν ανακαλύψει τη φωτιά και γνώριζαν ορισμένες απλές τεχνικές, όπως να χτίζουν καλύβες και να φτιάχνουν όπλα από απλά υλικά, όπως ξύλα και πέτρες, από το τριγύρω περιβάλλον. Κατά τα άλλα όμως, ήταν αιώνες μακριά από το πολιτισμό του 21ου αιώνα.
Ακόμα και οι πιο απλές τεχνογνωσίες του σύγχρονου πολιτισμού, όπως γεωργία ή η χρήση του τροχού, ήταν άφαντες. Το ανθρώπινο είδος είχε με κάποιο τρόπο επιστρέψει στα πιο πρωτόγονα στάδια της ύπαρξης του και φαινόταν σιγά, σιγά να εξαφανίζεται εντελώς σαν είδος. Ο Άλαν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Όλες εκείνες οι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας για τεχνολογικά εξελιγμένους κόσμους που διάβαζε μικρός είχαν αποδειχτεί εντελώς λανθασμένα.
Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, η ανθρωπότητα είχε γίνει ένα άγριο, πρωτόγονο είδος, χωρίς δυνατότητα γλώσσας, ενώ τα κουνέλια είχαν εξελιχτεί σαν είδος, ώσπου έγιναν το νέο κυρίαρχο όν στη Γη, αντικαθιστώντας τον άνθρωπο. Ωστόσο, ακόμη και η ανθρώπινη νοημοσύνη τους δεν τους εξαιρούσε από τη θέση τους στη τροφική αλυσίδα.
Κρυμμένοι πίσω από κάτι βράχους στην άκρη του κρατήρα, η παρέα κάθισε να σχεδιάσει το επόμενο βήμα τους. Ήταν ολοφάνερο πως ο εχθρός ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς και πως μια απευθείας επίθεση στο χωριό τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χωρίς να ξέρουν που βρίσκονταν οι φίλοι τους, ή εάν ήταν καν ακόμη ζωντανοί, δεν είχαν καμία ελπίδα. Ακόμη και το όπλο του Ρόμπινς δεν τους αρκούσε. Χρειάζονταν κάποιο σχέδιο.
«Θα ήταν αυτοκτονία να πάμε όλοι μαζί εκεί κάτω. Αδύνατον μια ολόκληρη ομάδα να μπει κρυφά εκεί μέσα απαρατήρητη. Λοιπόν, εγώ, ο Μακιούχαν, ο Ντέρεκ, ο Πουρνάρης, ο Ασημής και ο Φουντούκης θα πάμε. Οι υπόλοιποι από εσάς, περιμένετε μας και να είστε έτοιμοι να τρέξετε. Μάλλον θα έχουμε παρέα ξοπίσω μας μόλις γυρίσουμε…»
«Για στάσου, έρχομαι και εγώ,» είπε ο Περούκας, «Δεν πας εκεί κάτω χωρίς εμένα!» Αλλά ο Άλαν του κούνησε καταφατικά το κεφάλι, «Όχι, σε χρειάζομαι εδώ πέρα, Περούκα.» Όπως και ήταν αναμενόμενο, ο Περούκας ήταν έξαλλος.
«Άκου ποιος μιλάει,» μούγγρισε ενοχλημένος, λες και ο Άλαν τον είχε προσβάλει, «Παραλίγο να σε πάρει προ ολίγου το Μαύρο Κουνέλι της Ίνλε και εσύ ακόμη επιμένεις να κάνεις όλες τις επικίνδυνες αποστολές μόνος σου, αφήνοντας εμένα να το παίζω θεατής! Με προσβάλεις!» Πράγματι, ο Άλαν δεν ένοιωθε και πάρα πολύ καλά αφού τον είχε βρει η σφαίρα του Ρόμπινς, η αντοχή του χαμηλή. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να το ξανασκεφτεί.
«Για αυτό ακριβώς το λόγο σε χρειάζομαι εδώ πάνω,» επέμενε στον Περούκα, «Εάν μπλέξουμε σε μπελάδες, βασίζομαι πάνω σου να μας στείλεις ενισχύσεις.» Αν και εξακολουθούσε να είναι έξαλλος που τον άφηναν πίσω, ο Περούκας, καταλαβαίνοντας πόσο σημαντική ήταν η στρατηγική του Άλαν, τελικά υποχώρησε. Αφήνοντας τους υπόλοιπους κρυμμένους στην άκρη του δάσους, ο Άλαν οδήγησε την ομάδα του μέσα στο στόμα του λύκου.
Οι πλευρές του κρατήρα ήταν πολύ απότομες, δυσκολεύοντας τη κάθοδο τους μέσα στο χωριό των ανθρωποειδών. Ευτυχώς, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μια παλιά κατολίσθηση ως ράμπα καθόδου και σύντομα βρέθηκαν στο πάτο του κρατήρα. Ολόκληρο το μέρος ήταν γεμάτο με φλέβες ορυκτών από το μετεωρίτη, κυρίως θειάφι και πυρίτης σιδήρου. Το έδαφος ήταν γεμάτο με μασουλημένα κόκκαλα ζώων.
Αυτό θα πει κόλαση επί γης, σκέφτηκε με ανατριχίλα ο Άλαν.
Προσπαθώντας να μην φανταστούν πως μπορεί να μοιάζουν οι φίλοι τους εάν τους έβρισκαν, αθόρυβοι και επιφυλακτικοί σαν ομάδα των Ειδικών Δυνάμεων σε αποστολή, πλησίασαν τις καλύβες. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Καθώς δεν μπορούσαν να ρισκάρουν να ανάψουν τους φακούς τους, κινούνταν στα τυφλά, τρέχοντας από βράχο σε βράχο, έξω από το φως της φωτιάς, μην τους πάρουν χαμπάρι οι άγριοι. Που να είναι άραγε οι φίλοι τους; Ξαφνικά, ο Μακιούχαν είδε κάτι.
«Εκεί πέρα!» φώναξε, «Ένα κλουβί!»
Κοιτάζοντας, είδαν ένα πρόχειρο κλουβί φτιαγμένο από στοιβαγμένες πέτρες και με μια πύλη από κλαδιά, η οποία κρατούσε το περιεχόμενο του αποκλεισμένο. Μπορούσαν να διακρίνουν κάτι να κινείται μέσα. Με μεγάλη προσοχή, πλησίασαν το κλουβί.
«Φιλόχορτε; Νιλντροέιν; Βατόμουρε; Πικραλίδα; Είστε εκεί;»
Αντί να τους απαντήσουν οι φωνές των φίλων τους, μέσα από το κλουβί ακούστηκαν τα αγριεμένα γρυλλίσματα κάτι γιγαντιαίων αγριόγατων με σχιστά κίτρινα μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι. Μάλλον απόγονοι εξημερωμένων ειδών, αυτά τα πρώην κατοικίδια των ανθρώπων είχαν γίνει μεγάλα και θανατηφόρα σαν λεοπαρδάλεις, με κάθε ίχνος της ήμερης, τρυφερής φύσης τους προ πολλού ξεχασμένα. Οι γάτες προσπαθούσαν να τους φτάσουν με τα πελώρια νύχια τους μέσα από τα κάγκελα, γρυλλίζοντας και φτύνοντας μανιασμένα.
Τρομαγμένοι και σε κίνδυνο να τους ανακαλύψουν, η παρέα το έβαλε στα πόδια. Έτρεξαν πίσω από ένα βράχο να κρυφτούν. Κάτι υπήρχε σωριασμένο πάνω στο βράχο – κάτι το οποίο μέχρι πρότινος ήταν ζωντανό.
Σαν να μπορούσε να διαισθανθεί τι ήταν, ο Άλαν άναψε το φακό του, αποκαλύπτοντας ένα εφιαλτικό θέαμα. Αντίκριζαν το τσακισμένο κορμί ενός σφαγμένου κουνελιού. Αρκετές πέτρες ποτισμένες στο αίμα, τις οποίες τα ανθρωποειδή είχαν χρησιμοποιήσει να τον λιώσουν βρίσκονταν δίπλα στο πτώμα. Όλοι τους αναφώνησαν με τρόμο, καθώς αναγνώρισαν έναν από τους αγνοούμενους συντρόφους τους.
«Ο Φρίθ να μας φιλάει! Ο Φελόχορτος!»
Το σώμα του κουνελιού ήταν ξεσκισμένο και ξεκοιλιασμένο, σαν να τον είχε κατασπαράξει λύκος. Ότι είχε μείνει ήταν το κεφάλι – που του έλειπε ένα αυτί και ένα μάτι –, οι ώμοι του και τα κομμένα μπροστινά του πόδια. Το υπόλοιπο σώμα του δεν ήταν παρά μια μάζα ξεσκισμένης γούνας και σπασμένων οστών, ξεγυμνωμένα από σάρκα. Τρομοκρατημένοι και αηδιασμένοι, η παρέα έτρεξε μέσα σε μια προεξοχή ανάμεσα στους βράχους νε κρυφτούν.
Ο Ντέρεκ πρώτος έχασε τον έλεγχο και άρχισε να ξερνά, ακολουθούμενος από αρκετά από τα κουνέλια. Αν και ο Φελόχορτος ήταν μόνο ένα κουνέλι και βλέποντας τον σε αυτή τη κατάσταση δεν θα έπρεπε να διαφέρει από μια επίσκεψη σε χασάπικο, ξέροντας πως ήταν ένα πλάσμα που ένοιωθε και σκεπτόταν σαν άνθρωπος, ήταν σαν να είχαν μόλις χάσει έναν συνάνθρωπο τους. Κανένα πλάσμα δεν του άξιζε να πεθάνει με τόσο φρικτό τρόπο. Τα κουνέλια είχαν μείνει ασάλευτα από το σοκ, όλες οι ελπίδες τους σβησμένες από το θάνατο του Φελόχορτου.
Κοιτάζοντας το κλουβί με τις γάτες, είδαν τρία από τα ανθρωποειδή να φέρνουν το διαμελισμένο πτώμα και άλλου κουνελιού, ένα του Πασχαλίτσα, το οποίο ο Άλαν θυμήθηκε λεγόταν Κίνγκαπ. Το πέταξαν μέσα στο κλουβί και οι αγριόγατες το καταβρόχθισαν μέχρι το τελευταίο κοκαλάκι. Η παρέα κοίταξε αλλού, μη μπορώντας να αντέξουν αυτό το φρικτό θέαμα.
«Ο φουκαράς,» μουρμούρισε ο Πουρνάρης, που είχε ανατριχιάσει ολόκληρος, «Ο Ραδίκης είχε δίκιο. Ήμασταν τρελοί που ήρθαμε εδώ.» Έχοντας χάσει το θάρρος του, γύρισε να κοιτάξει τους συντρόφους του, «Πρέπει να φύγουμε από δω αμέσως!» Αλλά ο Φουντούκης, νιώθοντας ήδη βαριά τη συνείδηση του με το θάνατο του Φελόχορτου, δεν ήταν έτοιμος να το βάλει κάτω.
«Δεν γίνεται να ξεγράψουμε τους υπόλοιπους, Πουρνάρι. Ένα είναι ακόμη ζωντανοί, τότε πρέπει να τους βοηθήσουμε. Κανένα κουνέλι δεν αξίζει τόσο φρικτό θάνατο…!»
«Μουρλάθηκες;» αναφώνησε έξαλλος ο Ντέρεκ, ο οποίος δεν ήθελε να μείνει ούτε λεπτό παραπάνω σε αυτό το μέρος, «Αφού είναι νεκροί! Θα είμαστε τυχεροί να βρούμε σώοι και αβλαβείς από εδώ πέρα εάν φύγουμε αμέσως…!» Αλλά ο Άλαν, έχοντας ηρεμήσει αρκετά να σκεφτεί, τον διέκοψε.
«Δεν νομίζω πως έχουν πεθάνει ακόμη,» τους είπε, «Ο Φραουλής είπε πως τα ανθρωποειδή κάνουν επιδρομή στο κουνελότοπο του Πασχαλίτσα μόνο μια φορά το μήνα. Δεν γίνεται να τους έχουν ήδη φάει όλους. Για σταθείτε…»
Αρπάζοντας τα κιάλια του, γύρισε να κοιτάξει πάλι τη συγκέντρωση γύρω από τη φωτιά. Όντως, υπήρχε ένα δεύτερο κλουβί στην άλλη άκρη του χωριού, δίπλα στη φωτιά. Εκεί μάλλον πρέπει να κρατιούνται οι φίλοι τους. Το έδειξε στους συντρόφους του, οι οποίοι αμέσως κατάλαβαν πως θα ήταν πολύ πιο δύσκολο από όσο νόμιζαν.
«Το κλουβί βρίσκεται μπροστά στη φωτιά. Αδύνατον να το φτάσουμε χωρίς να μας πάρουν είδηση,» είπε ο Μακιούχαν, «Δεν έχουμε ελπίδα να τους πολεμήσουμε. Είναι δεκαπλάσιοι από εμάς και δεν έχουμε τίποτα να αμυνθούμε εκτός από ένα περίστροφο της συμφοράς και ένα μαχαίρι. Τι θα κάνουμε, να βρούμε τεθωρακισμένα δια μαγείας…;»
Εκείνη τη στιγμή, ο Άλαν έτυχε να κοιτάζει τους τριγύρω βράχους. Ήταν κάποιο είδος μικροσκοπικών κρύσταλλων, που κάποτε αποτελούσαν τη μάζα του μετεωρίτη. Παίρνοντας ένα κομματάκι, το αναγνώρισε αμέσως: ήταν σιδηροπυρίτης, το κύριο συστατικό για τη παρασκευή θειικού οξέως. Αυτό, μαζί με το βάζο μαγειρικής σόδας που είχε μαζέψει από τη σπηλιά του Φραουλή και λίγη γνώση χημείας έδωσε στον Άλαν μια καλή ιδέα. Γύρισε γρήγορα στο Ντέρεκ.
«Ντίκ, πήγαινε πίσω σε εκείνο το βράχο και μάζεψε όλα τα πεταμένα κομμάτια κρέας, ειδικά λίπος, που μπορείς να μαζέψεις. Μακιούχαν, χρειάζομαι τενεκεδένια ποτήρια, μια φωτοβολίδα, ένα παγούρι νερό και κάτι μη-μεταλλικό που μπορώ να χρησιμοποιήσω για σπάτουλα. Φουντούκι, εσύ και ο Πουρνάρης να φυλάτε τσίλιες ενώ εμείς δουλεύουμε.» Τα κουνέλια τον κοίταξαν με περιέργεια.
«Τι σκαρώνεις αυτή τη φορά;»
Προτού μπορέσει ο Άλαν να τους εξηγήσει, ο Ντέρεκ, ο οποίος, ως μηχανικός, είχε καταλάβει το τρελό σχέδιο του φίλου του, μίλησε, «Θα φτιάξεις εκρηκτικά; Σίγουρα είναι καλή ιδέα;»
«Δεν ξέρω, αλλά είναι η μόνη λύση που έχω. Λοιπόν, πάρτε τα πόδια σας! Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο!» Με τα κουνέλια να φυλάνε τσίλιες, ο Άλαν και ο Μακιούχαν μάζεψαν μια μεγάλη ποσότητα σιδηροπυρίτη από τα βράχια, τα οποία και έσπασαν σε μικρά χαλικάκια. Ο Ντέρεκ γύρισε σε λίγο με μια πλαστική σακούλα γεμάτη με αηδιαστικά κομμάτια σάπιου κρέατος από τα σφαγμένα θύματα των ανθρωποειδών.
Χρησιμοποιώντας τον αναπτήρα του Μακιούχαν σαν καυστήρα και δυο τενεκεδένια ποτήρια από τον εξοπλισμό τους ως δοχεία – το ένα γεμάτο με το λίπος από το κρέας ποτισμένο με τη μαγειρική σόδα και το άλλο με το σιδηροπυρίτη ανακατεμένο με νερό – ο Άλαν στρώθηκε στη δουλειά.
Άφησαν το σιδηροπυρίτη να βράσει ώσπου το νερό εξατμίστηκε τελείως και το μίγμα είχε κατασταλάξει. Το αποτέλεσμα ήταν μια χούφτα θειικό σίδηρο, από το οποίο μπορούσε να μαζέψει θειικό οξύ μέσω απόσταξης. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ένα πρόχειρο σωλήνα φτιαγμένο από μια αλουμινένια κουβέρτα επιβίωσης, μπορούσε να περισυλλέξει τους ατμούς του σιδήρου, οι οποίοι μόλις κρύωναν και γίνονταν πάλι υγρό. Σύντομα ο Άλαν είχε θειικό οξύ.
Όσο για το λίπος που είχαν μαζέψει και είχαν περιποιηθεί με μαγειρική σόδα, έφτιαξαν μια γλοιώδης ουσία, η οποία μόλις είχε καθαριστεί από υπολείμματα περιττών ουσιών, έγινε γλυκερίνη, το δεύτερο κύριο συστατικό για την παρασκευή των εκρηκτικών του Άλαν.
Το επόμενο βήμα ήταν να μετατρέψουν το θειικό οξύ σε νιτρικό οξύ. Αυτό ο Άλαν το πέτυχε αναμιγνύοντας το με λίγο πυρίμαχο αργιλόχωμα, το οποίο ο Ντέρεκ είχε βρει σε μεγάλες ποσότητες στο έδαφος – το προϊόν μιας φυσικής χημικής αντίδρασης μεταξύ μαγνησίου και κοπράνων, τα οποία υπήρχαν παντού σε αυτό το βρωμερό μέρος – και αποστάζοντας το. Στη συνέχεια, το νιτρικό οξύ αναμείχτηκε με τη γλυκερίνη σε προσεκτικά υπολογισμένες ποσότητες, ώσπου έγινε ένα κιτρινωπό, λιπαρό υγρό – νιτρογλυκερίνη, μια εξαιρετικά εκρηκτική ουσία για τη κατασκευή δυναμίτη, η πιο διάσημη εφεύρεση του Νόμπελ.
Η διαδικασία τους πήρε πάνω από μια ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας ανησυχούσαν πως κάποιο από τα ανθρωποειδή θα ανακάλυπτε τη κρυψώνα τους και θα ήταν το τέλος. Ευτυχώς, κανένας δεν τους ενόχλησε.
«Σχεδόν τελείωσα…»
«Τι στο όνομα του Φρίθ είναι αυτό το πράμα;» ρώτησε με αηδία ο Πουρνάρης, κοιτάζοντας το υγρό που κόχλαζε στο πάτο του ποτηριού, «Βρομάει σαν φωλιά γεμάτη ψοφίμια!» Ο Άλαν δεν του απάντησε, κρατώντας όλη του τη προσοχή στη δουλειά του. Εάν έκανε καμιά στραβή με την εξαιρετικά ασταθή νιτρογλυκερίνη, θα γίνονταν όλοι σκόνη στη στιγμή. Επιτέλους, ήταν έτοιμος. Παρότι ήταν μια πολύ μικρή ποσότητα, είχε δεκαπλάσια δύναμη από τη πυρίτιδα, κάνοντας τη ένα εξαιρετικά δυνατό όπλο.
«Εντάξει, όλα είναι έτοιμα. Τώρα θέλουμε μόνο κάποιο ανοξείδωτο δοχείο με κάποια σφουγγαριώδης ουσία για να περιέχει τη νιτρογλυκερίνη και είμαστε έτοιμη για δράση.»
Ψάχνοντας τον εξοπλισμό τους, δεν μπορούσαν να βρουν τίποτε χρήσιμο. Όλα τα δοχεία που είχαν ήταν από χαρτόνι ή πλαστικό, τα οποία δεν θα άντεχαν την εξαιρετικά διαβρωτική νιτρογλυκερίνη. Αλλά, τότε ο Μακιούχαν θυμήθηκε τη θήκη με τα πούρα του που κουβαλούσε στη τσέπη του. Τα πούρα βρίσκονταν συσκευασμένα μέσα σε αλουμινένιους κυλίνδρους, τα οποία θα γίνονταν τέλεια δοχεία για τη νιτρογλυκερίνη.
Χρησιμοποιώντας το μαχαίρι του, ο Άλαν άνοιξε τρύπες στα καπάκια των κυλίνδρων, από όπου θα μπορούσε να περάσει τα φυτίλια. Αφού γέμισε τους κυλίνδρους με τούφες μπαμπακιού από το κουτί Α' Βοηθειών, με ένα σταγονόμετρο, τα μούσκεψε με τη νιτρογλυκερίνη και τα έκλεισε σφικτά. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας διπλωμένα κομμάτια κολλητικής ταινίας και μπαρούτι από μια φωτοβολίδα, έφτιαξε φυτίλια, τα οποία και σύνδεσε στους κυλίνδρους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν εννέα ράβδοι αυτοσχέδιου δυναμίτη, τις οποίες μοιράστηκαν οι τρεις άντρες μεταξύ τους.
Τώρα πια οπλισμένοι και επικίνδυνοι, η ομάδα πλησίασε αθόρυβα τη φωτιά. Μπορούσαν να δουν αρκετά από τα ανθρωποειδή να μασουλάνε κόκκαλα με ωμή σάρκα, αναμφίβολα και άλλα από τα θύματα τους. Ένιωσαν το αίμα τους να παγώνει. Μήπως ήταν ήδη πολύ αργά; Κρυμμένοι πίσω από ένα σωρό ξύλα, είδαν κάποια ζωντανά κουνέλια μέσα στο δεύτερο κλουβί. Οι φίλοι τους ήταν ακόμη ζωντανοί! Αλλά όχι για πολύ ακόμη.
Ξαφνικά, ακούστηκαν κάτι τρομαγμένα ουρλιαχτά μέσα από το πλήθος. Κοιτάζοντας, είδαν τους άγριους να φέρνουν τραβώντας τη Νιλντροέιν στη φωτιά. Η καημένη η κουνέλα ούρλιαζε από πόνο και φόβο, καθώς τα ανθρωποειδή την ακούμπησαν με δύναμη πάνω σε ένα βράχο που έσταζε με αίμα (μάλλον του Φελόχορτου), έτοιμοι να τη σφάξουν. Με δυο από τα ανθρωποειδή να την κρατάνε ακίνητη, ένας τρίτος σήκωσε μια πελώρια πέτρα πάνω από το κεφάλι της, ετοιμάζοντας να τη σκοτώσει.
Η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει. Σηκώνοντας το όπλο του Ρόμπινς, ο Άλαν πυροβόλησε τον μελλοντικό δήμιο στο μέτωπο, σκοτώνοντας τον ακαριαία. Τα υπόλοιπα ανθρωποειδή πετάχτηκαν όρθιοι, χωρίς να ξέρουν τι είχε προκαλέσει αυτό τον περίεργο θάνατο.
Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Μακιούχαν έριξε τη πρώτη ράβδο δυναμίτη μέσα στη φωτιά. Η έκρηξη που ακολούθησε έστειλε όλα τα ανθρωποειδή να τρέχουν πανικόβλητοι, προσπαθώντας να αποφύγουν να φλεγόμενα κάρβουνα που έπεφταν βροχή ολόγυρα τους. Αυτή ήταν η ευκαιρία τους.
Ο Άλαν έτρεξε σαν σίφουνας προς τη Νιλντροέιν. Η φουκαριάρα ήταν σε κατάσταση σοκ, έχοντας γλιτώσει παρά τρίχα το θάνατο, καθώς και από το θόρυβο της έκρηξης. Ήταν τόσο τρομαγμένη που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Αλλά δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο γιατί τα ανθρωποειδή είχαν αντιληφτεί πως υπήρχαν κάποιοι απρόσκλητοι εισβολείς μέσα στο χωριό τους που έκλεβαν το φαγητό τους και τους πλησίαζαν απειλητικά.
Πετώντας το όπλο στον Μακιούχαν, φωνάζοντας του να του καλύψει τα νώτα, ο Άλαν έτρεξε προς το κλουβί. Ο Βατόμουρος και ο Πικραλίδας ήταν πράγματι εκεί μέσα. Ήταν καταχαρούμενοι σαν να έβλεπαν τον προστάτη άγγελο τους βλέποντας τον. Αλλά δεν ήταν μόνοι τους. Με το φως του φακού του, ο Άλαν είδε άλλα τέσσερα κουνέλια, ξένους, να κρύβονται στο πίσω μέρος του κλουβιού. Αυτοί οι ξένοι, μάλλον χλέσιλ που είχαν πιάσει τα ανθρωποειδή, ήταν αδύνατοι από τη πείνα. Μάλλον βρίσκονταν εδώ πέρα πολύ καιρό. Αντικρίζοντας τον Άλαν, μαζεύτηκαν καταφοβισμένοι, νομίζοντας πως είχε έρθει η σειρά τους.
«Καθηγητά, κάνε γρήγορα! Έχω σχεδόν μείνει από σφαίρες!» φώναξε ο Μακιούχαν, πυροβολώντας και άλλον από τα ανθρωποειδή. Δίπλα του, ο Ντέρεκ έριξε μια ράβδο δυναμίτη μέσα στον όχλο, κάνοντας αρκετούς από αυτούς κιμά. Οι υπόλοιποι όμως δεν έλεγαν να υποχωρήσουν, παραμένοντας με ένα σχεδόν ζωώδες ένστικτο σε θέση επίθεσης, έτοιμοι να ξεκάνουν αυτά τα περίεργα πλάσματα που τους έκλεβαν το φαγητό τους.
Με ένα ολόκληρο στρατό αγριεμένων ανθρωποειδών έτοιμοι να τους ορμήσουν από στιγμή σε στιγμή, ο Άλαν γρήγορα βοήθησε τους φίλους τους να βγουν από το κλουβί. Τα ξένα κουνέλια ωστόσο ήταν άλλη ιστορία. Καθώς άπλωσε το χέρι του να τα βοηθήσει να βγουν, ένα από τα κουνέλια, μια κουνέλα, τον γρατζούνησε άγρια, χρησιμοποιώντας το σώμα της σαν ασπίδα για τους φίλους της που κρύβονταν κατατρομαγμένοι από πίσω της. Ο Άλαν έπρεπε να φωνάξει ώστε να τον ακούσουν.
«Ήρθα να σας βγάλω από δω! Θέλετε να ζήσετε; Λοιπόν, ελάτε!» Επιτέλους, χάρη στο Βατόμουρο και τον Πικραλίδα που βρήκαν τη τέλεια στιγμή να επέμβουν, με το καθησυχασμό τους, τα κουνέλια τους ακολούθησαν έξω, στην ελευθερία. Τώρα, ήταν πια ώρα να το βάλουν στα πόδια.
«Τρέξτε να σωθείτε!» φώναξε ο Άλαν. Με τους ανθρώπους να τους καλύπτουν τα νώτα, τα κουνέλια το έβαλαν στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ρίχνοντας άλλη μια βόμβα να καλύψει την οπισθοχώρηση τους, ο Άλαν και οι σύντροφοι του γύρισαν να τους ακολουθήσουν. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Εκμεταλλεύοντας την καθυστέρηση τους, αρκετά από τα ανθρωποειδή ξαφνικά πήδησαν μπροστά τους, κλείνοντας τους το δρόμο και χωρίζοντας τους από τους φίλους τους, οι οποίοι συνέχισαν να τρέχουν. Στη στιγμή, οι τρεις τους ήταν περικυκλωμένοι. Τα ανθρωποειδή είχαν τις λόγχες τους σημαδεμένες πάνω τους και τα ρόπαλα τους έτοιμα. Ήταν σαν άγρια θηρία, έτοιμα να χύσουν αίμα.
Ο Άλαν ήταν έτοιμος να αναγγείλει πως θα πολεμούσε μέχρι θανάτου, όταν ξαφνικά πρόσεξε τα άλογα των ανθρωποειδών δεμένα σε ένα βράχο εκεί κοντά. Τόσο μεγάλα θηρία εύκολα θα μπορούσαν να περάσουν μέσα από αυτό τον όχθο. Φώναξε στους συντρόφους του, «Τρέξτε προς τα άλογα! Είναι η μόνη μας ελπίδα!»
Έλυσαν τα ηνία των αλόγων, τα οποία ήταν φτιαγμένα από νήματα καλαμιών, και ανέβηκαν. Τα άλογα δεν είχαν σέλλες, κάτι το οποίο θα δυσκόλευε την ιππασία με αυτά τα θηρία. Όμως δεν είχαν άλλη επιλογή. Ο Άλαν και ο Ντέρεκ ευτυχώς είχαν κάνει μαθήματα ιππασίας ως έφηβοι και ο Μακιούχαν, που ζούσε σε χωριό, μπορούσε να ιππεύει από παιδί. Τώρα αυτό το απαρχαιωμένο μέσο μεταφοράς της ανθρωπότητας θα τους έσωζε τη ζωή.
Αρπάζοντας τα παλαμάρια, μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες, τα άλογα έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα. Πηγαίνοντας βολίδες, πέρασαν μέσα από τα ανθρωποειδή, ποδοπατώντας αρκετούς από αυτούς, μεταφέροντας τους επιβαίνοντες τους στην ελευθερία. Καθώς βγήκαν καλπάζοντας μέσα από το κρατήρα, ο Ντέρεκ έριξε και άλλη ράβδο δυναμίτη. Η έκρηξη κατέστρεψε τη κατολίσθηση, παγιδεύοντας τα ανθρωποειδή μέσα στο κρατήρα. Για τη στιγμή, ήταν ασφαλείς.
Ο Περούκας και οι υπόλοιποι τους περίμεναν στην άκρη του δάσους. Οι βετεράνοι της Άουσλα, μπορούσε να δει ο Άλαν, ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας, έτοιμοι για επίθεση. Ακούγοντας τη φασαρία και νομίζοντας πως οι φίλοι τους κινδύνευαν, ήταν έτοιμοι να στείλουν ενισχύσεις να τους βοηθήσουν. Βλέποντας τους να βγαίνουν με ασφάλεια, ο Περούκας έδωσε εντολή στην Άουσλα του να σταματήσει.
«Δόξα τον Φρίθ, είστε καλά! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα καταφέρατε… Που είναι ο Φελόχορτος;» Η απογοητευμένη έκφραση των φίλων του του είπε όλα όσα χρειαζόταν να μάθει. Ο Φελόχορτος ήταν νεκρός. Ο Άλαν μίλησε στον Περούκα.
«Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Αυτά τα ανθρωποειδή δεν θα αργήσουν να μας φτάσουν. Ας χωριστούμε σε ομάδες και να διαφύγουμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στο δάσος. Αποκλείεται να μας βρουν εκεί μέσα. Θα βρεθούμε πάλι στην όχθη του ρυακιού.» Ο Περούκας μίλησε στους υπόλοιπους.
«Βελανίδη, Δυόσπορε, Λευκαγκάθη και Βατόμουρε, εσείς πηγαίνετε από κει. Καμπανούλη, Βιολέτα, Φραουλή και Νιλντροέιν, εσείς από δω. Ραδίκη, Πικραλίδα, Πουρνάρη και Ασημή, είστε μαζί μου. Θα πάρω επίσης τους καινούργιους συντρόφους μας. Φουντούκι, Πενταράκι και Κουκουτσάκι, εσείς είστε με τους Άλαν, Ντέρεκ και τον Μακιούχαν. Πηγαίνετε!»
Χωρίστηκαν σε ομάδες και έτρεξαν να σωθούν. Τα ανθρωποειδή, που είχαν επιτέλους καταφέρει να βγουν από τον κρατήρα, βλέποντας τα θηράματα τους να διαφεύγουν σε ομάδες και μη μπορώντας να τους κυνηγήσουν όλους, έβαλαν μόνο μια ομάδα στο στόχαστρο: αυτή του Άλαν.
Διαφεύγοντας καβάλα στα άλογα τους μέσα στα δέντρα, με τα κουνέλια να τους ακολουθούν από πίσω, ο Άλαν οδήγησε την ομάδα του βαθιά μέσα στο δάσος, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα ανθρωποειδή που τους κυνηγούσαν. Αλλά βρίσκονταν στη περιοχή κυνηγιού τους, όπου τα ανθρωποειδή κυριολεκτικά κυριαρχούσαν.
Ξαφνικά, αρκετά δόρατα ήρθαν πετώντας καταπάνω τους. Ο Άλαν άκουσε μια κραυγή πόνου και γυρνώντας, είδε τον Φουντούκι να σωριάζεται τραυματισμένος στο έδαφος. Μια λόγχη ήταν καρφωμένη στο πίσω του πόδι. Ο Πενταράκης και οι άλλοι πήγαν να σταματήσουν να τον βοηθήσουν, αλλά ο Άλαν τους φώναξε να συνεχίσουν.
«Όχι, συνεχίστε να τρέχετε! Εγώ θα φέρω τον Φουντούκι.»
Κατεβαίνοντας από το άλογο του, έτρεξε γρήγορα δίπλα στο Φουντούκι, ο οποίος ούρλιαζε από τον πόνο. Αρπάζοντας τη λόγχη με το δύο του χέρια, τη τράβηξε με όλη του τη δύναμη και βγήκε. Ο Φουντούκης ούρλιαξε πάλι από τον πόνο ώσπου έχασε τις αισθήσεις του. Η πληγή ήταν βαθιά και αιμορραγούσε άσχημα, όμως δεν φαινόταν θανατηφόρα. Θα επιζούσε.
Δυστυχώς, στη καθυστέρηση του να βοηθήσει τον Φουντούκι, είχε επιτρέψει στα ανθρωποειδή να τους προφτάσουν. Ένοιωσε το αίμα του να παγώνει καθώς ένας από τους κυνηγούς αμόλησε ένα γιγαντιαίο κυνηγόσκυλο σε μέγεθος λιονταριού με κοφτερά δόντια και φλεγόμενα κόκκινα μάτια, το οποίο έτρεξε να ανακτήσει τη λεία των αφεντών του.
Αρπάζοντας τη πεσμένη λόγχη, ο Άλαν την σημάδεψε απευθείας στο κυνηγόσκυλο που ερχόταν καταπάνω του. Ήξερε πως είχες μόνο μια ευκαιρία. Εάν αστοχούσε, αυτός και ο Φουντούκης θα γίνονταν κομμάτια από αυτό το θηρίο. Καθώς το σκυλί του όρμησε, πηγαίνοντας απευθείας για το λαιμό του, ο Άλαν κάρφωσε με δύναμη τη λόγχη μέσα στο στόμα του, ώσπου η άκρη της βγήκε από την άλλη πλευρά του κεφαλιού του. Το κυνηγόσκυλο έπεσε ψόφιο.
Με περισσότερες λόγχες και κυνηγόσκυλα να καταφθάνουν από στιγμή σε στιγμή, σε μια τελευταία προσπάθεια απελπισίας, ο Άλαν άναψε το φιτίλι της τελευταίας ράβδου δυναμίτη του και την πέταξε προς το μέρος των κυνηγών. Η ράβδος εξεράγει, αποτελειώνοντας τα υπόλοιπα ανθρωποειδή και τα κυνηγόσκυλα τους.
Ξέροντας πως είχαν ακούσει την έκρηξη και σύντομα θα κατέφθαναν και άλλοι κυνηγοί, ο Άλαν πήρε στα χέρια του τον τραυματισμένο Φουντούκι, ξανανέβηκε στο άλογο του και έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Δυστυχώς, μέσα στο σκοτάδι, δεν είδε τα κλαδιά των δέντρων που ήταν πολύ χαμηλά.
Ξαφνικά, ένα κλαδί τον βρήκε στο πρόσωπο σαν μια πελώρια σκούπα. Χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε από το άλογο του, κατά λάθος παίρνοντας μαζί του και τον Φουντούκι. Οι δυο τους έπεσαν απότομα στο έδαφος, κατρακυλώντας μέσα σε ένα λάκκο πίσω από κάτι θάμνους. Ο Άλαν ένοιωσε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι καθώς χτύπησε πάνω σε μια πέτρα στη πτώση του και τότε τα πάντα σκοτείνιασαν τριγύρω του.
Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 14! Στην επόμενη ενότητα, η παρέα φτάσει επιτέλους στο Λόφο του Γουότερσιπ! Παρακαλώ αφήστε καμία κριτική.
