Επιτέλους, ο Άλαν ξανάνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε έναν πρόχειρο υπνόσακο φτιαγμένο από τα μπουφάν των συντρόφων του. Είχε ένα τρομερό πονοκέφαλο, λες και κάποιος είχε ανατινάξει μια βόμβα μέσα στο κρανίο του. Σιγά, σιγά, σηκώθηκε όρθιος, νιώθοντας ζαλάδα και ναυτία. Ακουμπώντας το μέτωπο του, βρήκε ένα τουρμπάνι επιδέσμους με τους οποίους είχαν δέσει ένα άσχημο τραύμα στο κούτελο του. Τι είχε συμβεί; Το τελευταίο που μπορούσε να θυμηθεί είναι να επιστρέφει να βοηθήσει το Φουντούκι και μετά… τίποτα.

Επιτέλους, τα κενά στη μνήμη του καθάρισαν και θυμήθηκε τα γεγονότα από χθες το βράδυ, μέχρι το σημείο που είχε πέσει από το άλογο του και έχασε τις αισθήσεις του. Αλλά, δεν βρισκόταν πια στη καρδιά του δάσους. Αυτός και οι σύντροφοι του, που κοιμούνταν σε ομάδες ολόγυρα του, βρίσκονταν σε ένα πυκνό βοσκοτόπι στην άκρη του ρυακιού, ασφαλείς και μακριά από κάθε είδους κινδύνου. Εκεί κοντά, βρίσκονταν και τα τρία άλογα που είχαν κλέψει από το χωριό των ανθρωποειδών, που έβοσκαν του καλού καιρού.

Προφανώς, οι σύντροφοι του είχαν επιστρέψει και τον βρήκαν προτού προλάβουν τα ανθρωποειδή με τα κυνηγόσκυλα τους να τον εντοπίσουν. Όμως, τι απέγινε ο Φουντούκης; Ανάστατος, ο Άλαν σηκώθηκε όρθιος, όταν άκουσε μια πολύ οικεία να φωνάζει το όνομα του.

«Ηρέμησε, Άλαν. Είμαστε ασφαλείς τώρα.»

Γυρνώντας, είδε τον Φουντούκι, σώο και αβλαβή, να σηκώνεται ανάμεσα από τα άλλα κουνέλια που κοιμούνταν. Το πόδι του, όπου τον είχε καρφώσει το δόρυ, ήταν δεμένο με ένα επίδεσμο που κάλυπτε τη ραμμένη πληγή του και περπατούσε με δυσκολία, αλλά κατά τα άλλα, φαινόταν υγιής. Ο Άλαν ένοιωσε μεγάλη ανακούφιση.

«Είσαι εντάξει, Φουντούκι;»

«Ο Μακιούχαν είπε πως σύντομα θα μπορώ να ταξιδέψω ξανά. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω, Άλαν. Εάν δεν είχες γυρίσει να με σώσεις, τώρα θα ήμουν…» Δεν τελείωσε τη πρόταση του, νοιώθοντας ανατριχίλα μόνο και να το σκέφτεται. Ο Άλαν χαμογέλασε.

«Δεν κάνει τίποτα. Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;»

«Από χθες το βράδυ. Ο Ντέρεκ έλεγε πως έχεις περισσότερες ζωές και από γάτα, ότι στο όνομα του Φρίθ και να σημαίνει αυτό.» Ο Άλαν προσπαθούσε να μην γελάσει με την άγνοια του φίλου του περί ανθρώπινων παροιμιών.

«Έχω δει και καλύτερες μέρες, αλλά θα αντέξω. Πως στο καλό μας βρήκαν;»

«Παραλίγο να μην μας ψάξουν καν. Νόμιζαν πως είχαμε πεθάνει,» του εξήγησε ο Φουντούκης, «Ήταν χάρη στον Πενταράκι και τα οράματα του που μας βρήκαν. Ο Φρίθ να τον έχει καλά. Λίγο ακόμη και θα μας είχαν βρει τα ελίλ ή τα ανθρωποειδή…» Ένοιωσε ανατριχίλα καθώς θυμήθηκε τη μοίρα του άτυχου Φελόχορτου. Λίγο έλλειψε να βρεθούν να του κάνουν παρέα. Ο Άλαν είχε την εντύπωση πως μετά από αυτό, όφειλαν να πάρουν τα οράματα του Πενταράκι πολύ πιο σοβαρά. Ο φιλαράκος του τους είχε κυριολεκτικά σώσει το τομάρι.

«Τουλάχιστον ολοκληρώσαμε με επιτυχία την αποστολή μας. Καταφέραμε να βρούμε πέντε καινούργιους συντρόφους, μεταξύ των οποίων και τρεις κουνέλες. Φτιάχνουν επιτέλους τα πράγματα. Σύντομα φτάνουμε στο Λόφο του Γουότερσιπ και θα μπορείτε να ξεκινήσετε τον καινούργιο σας κουνελότοπο, όπως και υποσχέθηκα στο Θρέρα.»

«Και τι θα γίνει με εσένα;» ρώτησε ο Φουντούκης, καθώς κάθισε δίπλα στο φίλο του να του κάνει παρέα, «Εσύ και οι σύντροφοι σου, τι σκοπεύετε να κάνετε μετά;»

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα,» είπε ο Άλαν, σηκώνοντας τους ώμους του, «Δεν μπορώ να φανταστώ κανένα μέλλον για εμάς σε αυτό τον κόσμο.»

Παρότι τη ευτυχία που είχε βρει εδώ πέρα, ο Άλαν γνώριζε πως, ακόμη και αν αυτός και οι σύντροφοι του μπορούσαν να επιβιώσουν σε αυτή την εποχή, το ανθρώπινο είδος θα ήταν και πάλι καταδικασμένο. Χωρίς γυναίκες ανάμεσα τους, δεν θα αποκτούσαν ποτέ απογόνους για να συνεχίσουν το είδος τους. Ο χρόνος θα τους εξαφάνιζε οριστικά… ξανά.

«Υποθέτω πως μάλλον θα μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στο τρόπο ζωής εδώ, ίσως και να την αφιερώσουμε στο να μάθουμε πως εξαφανίστηκαν οι άνθρωποι εξ' αρχής, ώσπου να μας βρει όλους η γηρατειά και μετά θα είναι οριστικά το τέλος για ανθρώπους με νοημοσύνη.»

Έως τώρα, οι προσπάθειες τους να λύσουν το μυστήριο της εξαφάνισης των ανθρώπων – ή πιο συγκεκριμένα, τη μετατροπή τους σε πρωτόγονα ζώα – δεν τους είχαν βγάλει πουθενά. Ο Άλαν κοίταξε το Φουντούκι.

«Φουντούκι, είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις ξανακούσει για ανθρώπους με νοημοσύνη; Κανείς σας δεν γνώριζε τίποτα για εμάς, ίσως κάτι από τους πρόγονους σας;» Δεν έβγαζε κανένα νόημα, αφού τα κουνέλια μιλούσαν Αγγλικά, καθώς και γνώριζαν τη Λαπανική κουλτούρα του Άνταμς, πράγματα τα οποία ήταν ανθρώπινης προέλευσης. Πως γίνεται να μην έχουν ακουστά για ανθρώπους; Ο Φουντούκης του κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Όχι, οι άνθρωποι πάντα ήταν γνωστοί ως ένα από τα ελίλ, ο φόβος και ο τρόμος όλων των κουνελιών. Σύμφωνα με τον Πικραλίδα, ήταν η τιμωρία του Ελ-αχραιρά από τον Φρίθ για την ανυπακοή του, όταν αρνήθηκε να ελέγξει το λαό του, οι οποίοι πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα. Και μόνο η σκέψη να ζούμε ειρηνικά, πόσο μάλιστα η φιλία μας, ήταν αδιανόητο προτού εμφανιστείς εσύ, εάν συλλογιστείς πόσα κουνέλια σκοτώνονται κάθε μέρα από τους ελίλ…» Κατάπιε τη γλώσσα του, ξαφνικά νοιώθοντας μεγάλη αδυναμία. Αυτό προφανώς του ήταν ένα πολύ ευαίσθητο θέμα.

«Σε προβληματίζει το ότι αναπτύσσεις φιλίες με τους προγόνους των ίδιων των πλασμάτων που κυνηγούν και σκοτώνουν το είδος σου, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Άλαν, καταλαβαίνοντας πόσο ταμπού θα πρέπει να ήταν η σχέση τους για τα κουνέλια. Όχι πως αδικούσε το Φουντούκι. Η σκέψη και μόνο πως εκείνα τα ανθρωποειδή ήταν οι ίδιοι οι απόγονοι του τον γέμιζαν με αηδία. Ο Φουντούκης τον κοίταξε κατάματα.

«Ναι… Όμως, δεν μετανιώνω που το έκανα,» του απάντησε τελικά, «Έχεις αποδείξει και με το παραπάνω ότι είσαι άξιος της φιλίας μας.» Ο Άλαν ένοιωσε πραγματικά συγκινημένος. Χάιδεψε τον Φουντούκι ανάμεσα στα αυτιά.

«Σε ευχαριστώ, Φουντούκι. Σημαίνει πολλά για μένα,» του είπε, «Ξέρεις, ίσως να έχουμε μια χρυσή ευκαιρία για μια καινούργια αρχή και για τους δυο μας. Όταν ήμουν με τον Κουκουτσάκι, του πρότεινα να του διδάξω όλα όσα ξέρω, με την ελπίδα ότι οι γνώσεις μας θα συνεχίσουν να υπάρχουν μαζί σας αφού πεθάνουμε. Του άρεσε πολύ η ιδέα…» Ο Φουντούκης χαμογέλασε.

«Δεν αμφιβάλω καθόλου. Ποτέ δεν ξεπέρασε το ψυχικό τραύμα χάνοντας ολόκληρη την οικογένεια του σαν κουνελάκι, ο φουκαράς. Παρότι εγώ και ο Πενταράκης πάντα του συμπαρασταθήκαμε, πάντα ήθελε κάποιον που μπορούσε να θαυμάζει. Το ξέρεις πως σε βλέπει σαν πατέρα, έτσι;»

«Λίγο δύσκολο να μην το προσέξω,» μουρμούρισε χαμογελώντας ο Άλαν, ο οποίος είχε παρατηρήσει πως είχε γίνει κυριολεκτικά το είδωλο του Κουκουτσάκι, «Όπως και βλέπω εσένα σαν αληθινό ηγέτη, Βασιλιά Φουντούκι.» Ο Φουντούκης έμεινε με ανοικτό το στόμα. Αυτός, Αρχικούνελος;

«Από πότε προοριζόμουν εγώ να γίνω Αρχικούνελος;» αναφώνησε κατάπληκτος, «Η οικογένεια μου πάντα ήταν όλοι πάροικοι. Δεν με δέχονταν ούτε σαν δόκιμο στην Άουσλα, πόσο μάλιστα σαν Αρχικούνελο…»

«Πάντως, στην ιστορία σου, γίνεσαι ο πρώτος Αρχικούνελος του καινούργιου σας κουνελότοπου και τελικά γίνεσαι θρύλος,» του εξήγησε ο Άλαν, «Προσωπικά, δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν άλλον που θα μπορούσε να γίνει καλύτερος Αρχικούνελος από εσένα.»

Ο Φουντούκης είχε μείνει άφωνος, ακούγοντας όλα αυτά. Ώστε αυτός, ένα τίποτα, ήταν ο μελλοντικός Αρχικούνελος του λαού του; Η σκέψη και μόνο τον ζάλιζε. Από την άλλη όμως, είχε σοβαρές αμφιβολίες εάν ήταν ο σωστός για αυτή τη θέση. Τι ήξερε ένας κοινός πάροικος σαν και αυτόν στο να κυβερνά ένα ολόκληρο κουνελότοπο;

«Δεν ξέρω, Άλαν. Μιλάμε για μια μεγάλη ευθύνη και εξάλλου, όχι και όλοι με θέλουν σαν ηγέτη τους. Μάλιστα, κάποιοι όπως ο Πενταράκης και ο Κουκουτσάκης, θα με υποστήριζαν χωρίς δισταγμό, αλλά η πλειοψηφία θα προτιμούσαν κάποιον δυνατό και θαρραλέο, όπως τον Περούκα ή τον Πουρνάρη ως αρχηγό. Μπορεί ακόμη και εσένα…» Ο Άλαν πετάχτηκε όρθιος.

«Εγώ; Αρχικούνελος σας; Δεν τρελάθηκα ακόμη!» αναφώνησε κατάπληκτος, «Κατ' αρχάς, δεν είμαι καν κουνέλι, ούτε και γνωρίζω την ιδεολογία σας… Δεν είμαι κάποιος μεσσίας, που να πάρει και να με σηκώσει!»

«Μα, συνδυάζοντας τις ιδεολογίες μας, θα μπορούσαμε να ιδρύσουμε τη τέλεια κοινωνία,» προσπάθησε να τον ενθαρρύνει ο Φουντούκης. Όμως, ο Άλαν, αντιλαμβάνοντας το κίνδυνο εάν δεν έδινε ένα τέλος στην ιδέα του φίλου του αμέσως, τον διέκοψε.

«Όχι, Φουντούκι, θα ήταν ένα μεγάλο σφάλμα να κάνουμε κάτι τέτοιο,» του εξήγησε, «Συμμαχία και φιλία μεταξύ μας είναι καλή και άγια, μάλιστα, αλλά να βρεθώ εγώ ή οποιοσδήποτε από τους συντρόφους μου σε θέση εξουσίας θα ήταν καταστροφικό.» Αν και η ίδρυση μιας κοινωνίας αρμονίας ανθρώπων/ζωων ήταν το όνειρο του, υπήρχαν κάποια όρια τα οποία ήξερε δεν έπρεπε να υπερβεί.

«Η επιρροή μου ως αρχηγός, όσο καλή και αν ακούγεται, αναπόφευκτα θα κατέστρεφε τις παραδόσεις του λαού σου,» εξήγησε στο Φουντούκι, «Οι άνθρωποι δεν ζουν σε τέλεια αρμονία με τη φύση, όπως και εσείς. Η Ιστορία μας είναι γεμάτη με παραδείγματα αρχαίων κοινωνιών να εξαφανίζονται ή να διχάζονται μέσω αποικιοκρατίας και εμφυλίων πολέμων. Δεν θα άντεχα κάτι τέτοιο στη συνείδηση μου. Έχω ήδη κάνει αρκετά σφάλματα στη ζωή μου.» Ευτυχώς, ο Φουντούκης, καταλαβαίνοντας πως ο Άλαν ίσως να είχε δίκιο, δεν το έκανε θέμα. Προς το παρόν τουλάχιστον.

Εκείνη τη στιγμή, ήρθε και τους βρήκε ο Πουρνάρης, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από περιπολία, να σιγουρευτεί πως δεν τους παραμόνευε κανένας κίνδυνος. Μαζί του ήταν μια από τις κουνέλες που είχαν ελευθερώσει από το χωριό των ανθρωποειδών. Ο Άλαν το έβρισκε κάπως περίεργο, να βλέπει τον Πουρνάρη, έναν παραδοσιακό και σκληραγωγημένο βετεράνο της Άουσλα να τον συνοδεύει μια κουνέλα σε περιπολία. Αλλά τότε, βλέποντας πόσο χαρούμενοι ήταν μαζί, κατάλαβε πως ο Πουρνάρης μάλλον είχε βρει τον έρωτα της ζωής του.

«Δεν υπάρχει ίχνος από τα ανθρωποειδή πουθενά, Φουντούκι,» είπε ο Πουρνάρης, «Ο Περούκας είχε δίκιο. Μάλλον έχασαν τα ίχνη μας στο ρυάκι και εγκατέλειψαν το κυνήγι.» Ο Φουντούκης ένοιωσε μεγάλη ανακούφιση. Κανείς δεν τους κυνηγούσε. Ο Πουρνάρης μίλησε στον Άλαν.

«Χαίρομαι που συνήλθες, Άλαν. Να σου συστήσω τη Χλόη. Χλόη, αυτός είναι ο Άλαν, ο καλός μας φίλος.»

Η Χλόη ήταν μια κουνέλα Ανγκόρα, μέλος μιας ομάδας χλέσσιλ που είχαν εγκαταλείψει τον κουνελότοπο τους μετά από επίθεση χόμπα. Αφού περιπλανιόνταν για αρκετό καιρό, ψάχνοντας για έναν καινούργιο κουνελότοπο να τους δεχτεί, είχαν βρει τον κουνελότοπο του Πασχαλίτσα, ο οποίος τους είχε υποδεχθεί θερμά.

Μη γνωρίζοντας το κίνδυνο, είχαν εγκατασταθεί εκεί, νομίζοντας πως είχαν βρει τη τέλεια ζωή, μέχρι που ο Πασχαλίτσας τους είχε προδώσει και τους είχαν πιάσει τα ανθρωποειδή. Σε αιχμαλωσία, είχαν παρακολουθήσει καθώς οι φίλοι τους σφάζονταν ένας, ένας, ώσπου είχαν απομείνει μόνο η Χλόη και οι δύο φίλοι της. Τότε, λίγο προτού φτάσει και η σειρά τους, ο Άλαν και οι φίλοι του τους βρήκαν.

Η κουνέλα του χαμογέλασε θερμά, χωρίς να δείχνει το παραμικρό φόβο που βρισκόταν ενώπιον ενός ανθρώπου. «Χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, Άλαν. Μα Τον Φρίθ, ποτέ δεν ονειρεύτηκα τη μέρα που θα γνώριζα έναν άνθρωπο ο οποίος είναι φίλος όλων των κουνελιών! Οι φίλοι μου και εγώ θα σου είμαστε πάντα ευγνώμονες που μας έσωσες από αυτή τη παγίδα-θανάτου.» Έτριψε τη μύτη της πάνω του από ευγνωμοσύνη.

Με τη σειρά τους, οι δύο φίλοι της Χλόης εμφανίστηκαν από τους θάμνους, όπου και είχαν πάει για πρωινό σίλφ. Μαζί τους ήταν ο Φραουλής και η Νιλντροέιν, ελεύθεροι πια, οι οποίοι προσπαθούσαν να μάθουν από τους πιο έμπειρους χλέσσιλ ποια χορταρικά ήταν φαγώσιμα. Ο Άλαν ένοιωσε βαθιές τύψεις, καθώς θυμήθηκε τα υπόλοιπα κουνέλια του Πασχαλίτσα, τα οποία είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν στη τύχη τους.

Οι δυο φίλοι της Χλόης, ο Βωξίτης και το ταίρι του η Θημωνιά, κοίταζαν κατάπληκτοι τον Άλαν. Όπως και η Χλόη, ούτε και αυτοί έδειχναν το παραμικρό φόβο, αντιθέτως, νιώθοντας βαθιά ευγνωμοσύνη προς αυτό τον άνθρωπο που τους είχε βγάλει από το στόμα του λύκου.

«Είσαι πράγματι απεσταλμένος από Τον ίδιο Τον Φρίθ,» του είπε ο Βωξίτης, «Κανένα λογικό κουνέλι δεν θα τολμούσε να εισβάλει σε μια φωλιά ιθέλ για να βοηθήσει λίγους ασήμαντους χλέσσιλ.» Δίπλα του, η Θημωνιά, του νέψε, επίσης δείχνοντας την ευγνωμοσύνη της.

Ωστόσο, ο Άλαν δεν χρειάστηκε να υποστεί περισσότερη αμηχανία από τις ατελείωτες ευχαριστίες, γιατί εκείνη τη στιγμή, ο Περούκας εμφανίστηκε, αναγγέλλοντας την αναχώρηση τους.

Συνέχισαν τη διαδρομή τους νότια, οι άντρες τώρα να ταξιδεύουν καβάλα στα καινούργια άλογα τους. Το να έχουν άλογα ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για όλους τους, αφού τώρα μπορούσαν άνετα να προφταίνουν τα γοργά κουνέλια συνταξιδιώτες τους. Ο Φουντούκης, που δεν μπορούσε να περπατήσει ακόμη εξαιτίας του τραυματισμού του, ταξίδευε ξαπλωμένος σταυρωτά πάνω στο άλογο του Άλαν, ενώ ο Ντέρεκ και ο Μακιούχαν μετέφεραν τον εξοπλισμό τους επάνω στα δικά τους.

Επιτέλους, το δασικό τοπίο άρχισε να αραιώνει και βρέθηκαν σε μια χορτολιβαδική περιοχή, γεμάτη με σκόρπια δέντρα εδώ και κει. Καθώς ταξίδευαν, ο Άλαν μπορούσε να δει ίχνη πρώην ανθρώπινης παρουσίας σε μορφή αγριοκάτσικων, αγριογούρουνων, καθώς και άλλα πρώην εξημερωμένα ζώα φάρμας, που είχαν προ πολλού επιστρέψει στην άγρια φύση μετά την εξαφάνιση των ανθρώπων. Άλλα ζώα, αποκλειστικά εξαρτώμενα από τον άνθρωπο, όπως κότες, χήνες, αγελάδες και πρόβατα είχαν εξαφανιστεί.

Ήταν απόγευμα της πέμπτης μέρας όταν, ανεβαίνοντας στη κορυφή ενός λόφου, επιτέλους είδαν για πρώτη φορά το προορισμό τους. Μονάχα ενάμιση χιλιόμετρο μακριά, στην απέναντι άκρη ενός απέραντου λιβαδιού, ήταν ο Λόφος του Γουότερσιπ. Οι Άλαν, Ντέρεκ, Μακιούχαν, Φουντούκης, Πενταράκης, Περούκας, Πουρνάρης, Ασημής, Κουκουτσάκης, Βατόμουρος, Βελανίδης, Καμπανούλης, Βιολέτα, Φραουλής, Νιλντροέιν, Βωξίτης, Θημωνιά και Χλόη κοίταζαν άφωνοι το μελλοντικό τους σπίτι.

«Ο Άλαν είχε δίκιο. Είναι όπως το είδα και στο όραμα μου. Είναι αληθινό!» μουρμούρισε ενθουσιασμένος ο Πενταράκης, κοιτάζοντας το μαγευτικό λόφο στον ορίζοντα. Ο Φουντούκης του χαμογέλασε, «Ελάτε, εάν βιαστούμε, θα έχουμε φτάσει έως το σούρουπο.»

Συνέχισαν τη διαδρομή τους, διασχίζοντας το λιβάδι. Είχε νυχτώσει όταν επιτέλους έφτασαν στους πρόποδες του μεγαλοπρεπούς λόφου που υψωνόταν εκατόν είκοσι μέτρα μπροστά τους. Ο Άλαν σταμάτησε.

«Θα κατασκηνώσουμε εδώ απόψε και θα εξερευνήσουμε το λόφο αύριο το πρωί.»

Βρίσκοντας καταφύγιο κάτω από κάτι δέντρα στους πρόποδες του Λόφου, το οποίο κάποτε ήταν γνωστό ως η Ζώνη του Καίσαρα και το οποίο είχε μείνει ανέπαφο τόσους αιώνες, η ομάδα των είκοσι ένα ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Μόνο ο Περούκας και ο Πουρνάρης, ως συνήθως, έμειναν ξύπνιοι σε σκοπιά με βάρδιες.

Εκείνο το βράδυ, ο Άλαν λαγοκοιμόταν ώρες ολόκληρες, βυθισμένος σε σκέψεις. Αύριο, το ταξίδι τους θα τελείωνε και θα έφτανε η ώρα για αυτόν και τους δυο συντρόφους του να σκεφτούν για το δικό τους μέλλον. Είχαν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους μέχρι να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή σε αυτό τον κόσμο. Από που να ξεκινήσουν καν; Παρότι τις ανησυχητικές του σκέψεις, ήταν εξαντλημένος και επιτέλους βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο.

Το επόμενο πρωί, η ομάδα σκαρφάλωσε για πρώτη φορά το Λόφο, ανυπόμονοι να εξερευνήσουν το καινούργιο τους σπίτι. Σύντομα βρίσκονταν στη κορυφή της βόρειας πλευράς, από όπου, πριν πολύ καιρό, υπήρχε θέα της Φάρμας της Καρυδιάς, η οποία όμως φυσικά είχε πια προ πολλού εξαφανιστεί. Όλοι τους στάθηκαν να χαρούν την μαγευτική θέα της ανέγγιχτης μελλοντικής εξοχής που απλωνόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Με τον Άλαν να τους οδηγεί, προχώρησαν να εξερευνήσουν το νέο τους σπίτι.

Αν και η τοπογραφία δεν είχε αλλάξει και πολύ, ο ίδιος ο Λόφος είχε υποστεί μια μεγάλη μεταμόρφωση μετά από τόσους αιώνες. Το περιβάλλον φαινόταν πολύ πιο άγριο, σαν κάποιο απόμακρο μέρος που δεν είχε δει ποτέ ανθρώπινη παρουσία. Ο Λόφος ήταν πολύ πιο πράσινος, ενώ όλα τα μονοπάτια, οι φράκτες τα εμπόδια ιπποδρομίας, όπως και οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο ανθρώπινης προέλευσης είχαν εξαφανιστεί δίχως ίχνος.

Τη μεγαλύτερη έκπληξη τη βρήκαν στη νότιο-δυτική πλευρά του Λόφου. Στους πρόποδες του λόφου, υπήρχε ένα βαθύ φαράγγι, μάλλον μια παλιά σχισμή σεισμικής προέλευσης, το οποίο απλωνόταν για αρκετά χιλιόμετρα προς το νότο, τελειώνοντας στην άκρη μιας απέραντης έκτασης ελών στα πέρατα του ορίζοντα. Στο πάτο του φαραγγιού έτρεχε ένα καινούργιο, χωρίς όνομα ποτάμι, το οποίο δημιουργούσε παραπόταμους σε άλλα γνωστά ποτάμια της περιοχής, όπως ο Τέστ και ο Ένμπουρν. Αυτό το νέο ποτάμι, κοντά στο λόφο τους, θα τους εξυπηρετούσε πολύ στο μέλλον.

Ο ίδιος ο Λόφος ήταν ένα σωστό καταφύγιο. Σχεδόν δυόμισι χιλιόμετρα σε μήκος και ενάμιση σε πλάτος, η κορυφή του, που είχε σχήμα οροπεδίου, τους πρόσφερε αρκετά τετραγωνικά μέτρα βιώσιμης γης, με μια καλή θέα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Με αρκετά άγρια περιβόλια με μηλιές και βατόμουρα, καθώς και άφθονο γρασίδι για τα κουνέλια, είχαν διαλέξει τη τέλεια τοποθεσία για να εγκατασταθούν. Μετά από πέντε μέρες δύσκολου ταξιδιού, γεμάτου κακουχίες και κούραση, είχαν βρει το νέο τους σπίτι.

«Ψηλή γη, άφθονο νερό και το τέλειο μέρος από όπου θα μπορούμε να βλέπουμε οποιοδήποτε κίνδυνο που μας πλησιάζει από χιλιόμετρα μακριά. Είναι ιδανικό,» είπε ικανοποιημένος ο Μακιούχαν.

«Σε αυτή τη περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να εγκατασταθούμε,» είπε ο Άλαν, «Φίλοι μου, σας καλωσορίζω στο Λόφο του Γουότερσιπ, το νέο μας σπίτι!»

«Εδώ θα κάνουμε μια καινούργια αρχή,» ανακοίνωσε σε όλους ο Φουντούκης, «Όλοι μας μαζί,» πρόσθεσε, κοιτάζοντας τον Άλαν που του νέψε. Προς το παρόν, οι προοπτικές για το μέλλον τους δεν μπορούσαν να είναι καλύτερες.

Σημείωση από το συγγραφέα: Ορίστε και η επόμενη ενότητα! Παρακαλώ αφήστε και καμία κριτική.