Κεφάλαιο Πρώτο

"Ο κατηγορούμενος, αφού κρίθηκε ένοχος από τους ενόρκους, καταδικάζεται σε 15ετή φυλάκιση χωρίς αναστολή. Λύεται η συνεδρίαση.". Με αυτά τα λόγια, ο δικαστής Πάττον ολοκλήρωσε άλλη μία δίκη και σηκώθηκε από την έδρα του προέδρου. Βγαίνοντας από τη δικαστική αίθουσα κατευθύνθηκε στο γραφείο του και κάθισε στη δερμάτινη καφέ πολυθρόνα στρέφοντάς τη λίγο προς τα αριστερά για να κοιτάζει άνετα έξω απ' το παράθυρο κι ύστερα άφησε το βάρος του να πέσει πίσω. Κάθε φορά που ολοκλήρωνε μία δίκη, αισθανόταν κόπωση. Παρ' όλο που αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, ποτέ δεν απολάμβανε να καταδικάζει τους κατηγορουμένους όμως συχνά δε γινόταν διαφορετικά. Άλλωστε, αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που είχε αποφασίσει να γίνει δικαστής: Για να απονέμει δικαιοσύνη ανάλογα με τη σπουδαιότητα των εγκλημάτων και τα αίτια που οδήγησαν στη διάπραξή τους. Από παιδί, αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του και προσπάθησε πολύ ώσπου να το πετύχει. Η αυστηρότητά του ήταν γνωστή στους νομικούς κύκλους μα κανείς δεν αμφισβητούσε τη δικαιοσύνη του. Δεν είχε μια απλή δουλειά. Εκτελούσε ένα λειτούργημα και προσπαθούσε πάντα να το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το χτύπημα που ακούστηκε στην πόρτα τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του. "Περάστε.", είπε συνεχίζοντας να κοιτά έξω από το τζάμι που είχαν αρχίσει να πέφτουν πάνω του οι στάλες της βροχής. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και τον ήχο τακουνιών πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Κατάλαβε αμέσως ποια ήταν.

"Καταδίκασες άλλον έναν πελάτη μου. Ξανά!", είπε μια πανύψηλη γυναίκα ντυμένη με ένα κομψό μαύρο ταγέρ, που το είχε συνδυάσει με ψηλοτάκουνες γόβες στο ίδιο χρώμα. Εκείνος γύρισε την πολυθρόνα στη σωστή της θέση και με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο κοίταξε τα πράσινα μάτια της που λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα.

"Ίσως θα έπρεπε να τους επιλέγεις πιο συνετά, αγαπητή Έρρικα."

"Εύκολα το λες εσύ, Άντυ, εγώ όμως δεν έχω την πολυτέλεια να απορρίπτω.", αποκρίθηκε κι ύστερα κάθισε πάνω στο γραφείο του. "Τι λες; Βγαίνουμε για φαγητό απόψε;"

"Μπα, δεν έχω διάθεση για έξοδο. Προτιμώ να μείνω σπίτι."

"Ναι, κάτσε και λίγο μέσα! Κάθε βράδυ βγαίνεις, καταντάει πια κουραστικό!", αστειεύτηκε η Έρρικα μα ο Άντυ παρέμεινε σιωπηλός δείχνοντας απρόθυμος να συνεχίσει τη συζήτηση. Εκείνη το κατάλαβε και κίνησε να φύγει. "Εντάξει, δε θα σε πιέσω άλλο. Καλό βράδυ!". Προτού όμως φτάσει στην πόρτα, μετάνιωσε και πήγε ξανά κοντά του. "Δε με παρεξηγείς που αστειεύομαι με το γεγονός ότι είσαι μοναχικός κι εσωστρεφής τύπος, έτσι δεν είναι;", ρώτησε ακουμπώντας φιλικά τον ώμο του.

"Σε ξέρω πολύ καλά για να σε παρεξηγήσω, Έρρικα.", ήταν η απάντησή του. Εκείνη χαμογέλασε και αφού τον αποχαιρέτησε ξανά, τον άφησε μόνο. Λίγη ώρα αργότερα, ο Άντυ κλείδωσε την πόρτα του γραφείου και ξεκίνησε για το σπίτι του. Πάρκαρε το αμάξι του στο γκαράζ και ανέβηκε στον εικοστό όροφο του ουρανοξύστη όπου διέμενε την τελευταία δεκαετία. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και απόλαυσε την ηρεμία του διαμερίσματός του. Μετά τον πολύβουο χώρο εργασίας και την ηχορρύπανση της πόλης, λάτρευε να κάθεται στον καναπέ του και να χαλαρώνει ατενίζοντας την εντυπωσιακή θέα από το τεράστιο παράθυρο του σαλονιού. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο για να φύγει η ένταση της μέρας κι άφησε αχτένιστα τα μαύρα μαλλιά του. Ύστερα, κατευθύνθηκε στην κουζίνα, ετοίμασε μια ομελέτα με πιπεριές και μανιτάρια κι απόλαυσε το δείπνο του με ένα ποτήρι κρασί. Στη συνέχεια, σκέφτηκε να δει μια ταινία όμως λίγο μετά την έναρξη, χτύπησε το κουδούνι. "Ποιος να είναι;", αναρωτήθηκε εκνευρισμένος με τη διακοπή. Η απορία του λύθηκε όταν άνοιξε την πόρτα. "Τι έγινε, Τίμοθυ;", ρώτησε το γείτονά του.

"Τίποτα, απλώς έχω ρεπό σήμερα και πέρασα να δω τι κάνεις.", του απάντησε χαμογελαστά και μπήκε μέσα.

"Παρακαλώ, μη στέκεσαι στην πόρτα!", είπε ο Άντυ κλείνοντας κι ακολούθησε τον επισκέπτη του, ο οποίος κάθισε στον καναπέ δείχνοντας ότι σκόπευε να μείνει. "Υποθέτω πως υπάρχει και κάποιος άλλος λόγος για αυτή την απροσδόκητη επίσκεψη."

"Απροσδόκητη αλλά ευχάριστη.", σχολίασε ο Τίμοθυ μα παρατηρώντας ότι ο συνομιλητής του ήταν κάπως ανυπόμονος, αποφάσισε να μιλήσει σοβαρά. "Έχεις δίκιο, υπάρχει ένας επιπλέον λόγος. Ήθελα να σε ενημερώσω πως την επόμενη βδομάδα έχω γενέθλια και θα κάνω ένα πάρτυ, στο οποίο φυσικά είσαι καλεσμένος."

"Σ' ευχαριστώ για την πρόσκληση όμως ξέρεις ότι δε μ' αρέσουν και πολύ αυτά…", είπε ο Άντυ διστακτικά.

"Φυσικά και το ξέρω αλλά θα μπορούσες να κάνεις μια εξαίρεση για το φίλο σου.", πρότεινε ο Τίμοθυ. "Έλα τώρα! Πόσες φορές σού έχω ζητήσει χάρη;"

"Εντάξει, σταμάτα τη μουρμούρα. Θα έρθω."

"Έτσι μπράβο!", είπε ο Τίμοθυ με ένα χτύπημα στην πλάτη του Άντυ, ο οποίος τον κοίταξε με ύφος που έδειχνε ότι δεν εκτιμούσε τέτοιου είδους χειρονομίες. "Λοιπόν, φεύγω τώρα και θα σε ενημερώσω για τις λεπτομέρειες άλλη στιγμή, σύμφωνοι;"

"Σύμφωνοι, Τίμοθυ. Καληνύχτα.", του είπε συνοδεύοντάς τον μέχρι την πόρτα.

"Α, το ξέχασα.", είπε ξαφνικά. "Μπορείς να πεις και στην Έρρικα να έρθει, αν θέλει."

"Εντάξει, θα της το πω."

"Ωραία. Καληνύχτα και πάλι.", τον χαιρέτησε χαμογελώντας ικανοποιημένος κι ο Άντυ έκλεισε την πόρτα πίσω του.


Το ξυπνητήρι του κουδούνισε στις 7.00 π.μ.. Ετοιμάστηκε αμέσως και το τηλέφωνο χτύπησε την ώρα που φορούσε τη μαύρη καμπαρντίνα του. Χαμογέλασε μόλις είδε το νούμερο στην οθόνη.

"Καλημέρα, Χέδερ. Σε τι οφείλω τη χαρά;"

"Γεια σου, Άντυ. Θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη. Μπορείς να πάρεις σήμερα την Άννι απ' το σχολείο; Μου έτυχε μια δουλειά και θα αργήσω."

"Σου έχω ξαναπεί ότι δε θεωρώ πως σου κάνω χάρη, όταν περνάω χρόνο με την ανηψιά μου."

"Ευχαριστώ, αδελφούλη. Γι' άλλη μια φορά με σώζεις."

"Ο άντρας σου τι κάνει; Έχει κι αυτός πολλή δουλειά;", ρώτησε ο Άντυ χάνοντας τη γλυκύτητα που είχε μέχρι πριν λίγο η φωνή του.

"Άντυ, σε ικετεύω, μην αρχίζεις πάλι. Σ' το έχω πει χίλιες φορές ότι δε θέλω να κατηγορείς συνέχεια τον Ντιν. Είναι ο άντρας μου και πατέρας της Άννι. Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να τον αποδεχτείς. Έστω για το χατήρι μας."

"Εντάξει. Άλλωστε, αυτό κάνω τόσα χρόνια για' σένα και το παιδί.", της είπε φέρνοντας τη συζήτηση στο τέλος της. "Μην ανησυχείς, θα φροντίσω να πάω εγκαίρως στο σχολείο."

"Σ' ευχαριστώ πολύ.". Ο Άντυ αποχαιρέτησε με αγάπη την αδερφή του κι έκλεισε το τηλέφωνο. Να μην κατηγορεί τον Ντιν! Τον απεχθανόταν τον Ντιν. Περνούσε ολόκληρη μέρα στις επιχειρήσεις του και παραμελούσε την οικογένειά του. Πολλές φορές έλειπε για εβδομάδες σε επαγγελματικά ταξίδια ενώ κατά καιρούς υπήρχαν φήμες για εξωσυζυγικές σχέσεις με διάφορες όμορφες υπαλλήλους της εταιρείας του, τις οποίες όταν βαριόταν, τις απέλυε. Πόσες φορές δεν προσπάθησε ο Άντυ να τον απομακρύνει απ' την αδερφή του! Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Τον αγαπούσε και δεν άντεχε να ζήσει μακρυά του. Ακόμη κι αν την πλήγωναν όλα αυτά, θα την πλήγωνε πολύ περισσότερο, αν δεν τον ξανάβλεπε. Όταν μάλιστα έμεινε έγκυος, ο Άντυ συνειδητοποίησε πως ο γαμπρός του θα ήταν για πάντα μέλος της οικογένειας κι η Χέδερ δε θα τον άφηνε ποτέ. Ο γάμος της αδερφής του τον είχε διδάξει ένα πράγμα: Πιο καλή η μοναξιά. Προτιμούσε να ζει μόνος και κυρίως απέφευγε να έχει συναισθηματική εξάρτηση από κάποια γυναίκα. Όσο κι αν κάποιες στιγμές είχε ανάγκη από συντροφικότητα, η υπερβολική αγάπη οδηγούσε σε μεγάλη θλίψη κι αυτό ήταν ένα αίσθημα που δεν ήθελε να νοιώσει. Καμία γυναίκα δε θα τον καταντούσε ερείπιο. Δε θα επέτρεπε σε καμία γυναίκα να μπει στην καρδιά του μόνο και μόνο για να τη ραγίσει στο τέλος και ήταν πολύ ευχαριστημένος που η ζωή του κυλούσε ακριβώς έτσι όπως ήθελε.