Κεφάλαιο Δεύτερο
Η Πέννυ ξύπνησε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Έτσι ξυπνούσε κάθε πρωί από τη μέρα που άρχισε να εργάζεται ως νηπιαγωγός. Θεωρούσε σπουδαίο το γεγονός ότι είχε αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών, ειδικά στην τόσο τρυφερή ηλικία των νηπίων, όταν αρχίζει να διαμορφώνεται η προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου και αγαπούσε πολύ τους μαθητές της. Αλλά κι εκείνοι την αγαπούσαν. Ήταν καλοσυνάτη κοπέλα με καστανά μαλλιά και ζεστά, μελιά μάτια που πρόδιδαν αμέσως τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της.
"Καλημέρα, κορίτσι μου. Σου ετοίμασα πρωινό", την ενημέρωσε η μητέρα της τη στιγμή που μπήκε στην κουζίνα αποκαλύπτοντας μονομιάς όλες τις λιχουδιές που βρίσκονταν στο τραπέζι τους. Γάλα, πορτοκαλάδα, κρουασάν, κέικ… Όλα ήταν στη διάθεση της μονάκριβης κόρης της.
"Καλημέρα και σε 'σένα, μαμά", τη χαιρέτησε με ένα στοργικό φιλί. "Δεν προλαβαίνω να φάω όλα αυτά, γιατί θα αργήσω", είπε πίνοντας λίγο γάλα.
"Το πρωινό είναι πολύ σημαντικό γεύμα. Πρέπει να έχεις πάρει δυνάμεις για να ξεκινήσεις τη μέρα σου", της είπε η Ντέιρντρε προσπαθώντας να την πείσει να φάει κάτι παραπάνω.
"Πρέπει να φύγω. Γεια σου, μαμά", είπε κι αφού την αποχαιρέτησε, πήγε βιαστικά ως τη στάση του λεωφορείου. Μόλις έφτασε, συνάντησε τη συνάδελφο που είχε αναλάβει το άλλο τμήμα της τάξης του νηπιαγωγείου κι έπιασαν την κουβέντα μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Σιγά-σιγά, άρχισαν να καταφθάνουν και οι μαθητές, ώστε σε λίγη ώρα η αυλή του σχολείου αντηχούσε από τις παιδικές φωνές. Οι επόμενες ώρες κύλησαν όμορφα, αφού τα παιδιά συμπαθούσαν πάρα πολύ τη δασκάλα τους ενώ και η Πέννυ χαιρόταν να περνά χρόνο κοντά τους. Έπαιζαν μαζί, ζωγράφιζαν, τους μάθαινε τραγούδια, τους μιλούσε για τη φύση, τα ζώα, τα λουλούδια και κάθε απόγευμα έφευγε απ' τη δουλειά με την καρδιά της γεμάτη φως κι αγάπη.
Λίγο πριν σχολάσει η ανηψιά του, ο Άντυ είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του κι είχε βγει έξω για να την περιμένει. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και την είδε να τρέχει χαρούμενη προς το μέρος του.
"Θείε Άντυ!", φώναξε κι εκείνος χαμογέλασε πλατιά παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του και σηκώνοντάς την ψηλά.
"Τι κάνει το κορίτσι μου; Πώς σου φαίνεται που θα μείνεις στο σπίτι μου σήμερα;"
"Τέλεια!", απάντησε η Άννι και τον φίλησε. Του είχε μεγάλη αδυναμία κι όποτε τον έβλεπε, πετούσε απ' τη χαρά της. Ο Άντυ, πάλι, τη λάτρευε. Δεν είχε γνωρίσει πιο αξιαγάπητο πλάσμα στη ζωή του. Η Άννι ήταν σαν μια μικρογραφία της αδερφής του. Της έμοιαζε τόσο πολύ και στην εμφάνιση και στο χαρακτήρα, που πολλές φορές απορούσε πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο γλυκό κοριτσάκι να είχε πατέρα κάποιον σαν τον Ντιν Μέρβαν!
"Λοιπόν, έτοιμη να φύγουμε;"
"Έτοιμη", είπε η μικρή κι ο Άντυ την έβαλε να καθίσει στο πίσω κάθισμα και να φορέσει τη ζώνη της. Εκείνος κάθισε στη θέση του οδηγού, φόρεσε επίσης ζώνη ασφαλείας κι οδήγησε μέχρι το σπίτι του. "Θα φάμε ψαροκροκέτες;", ρώτησε η Άννι ανυπόμονα μόλις έφτασαν τρέχοντας προς την κουζίνα.
"Θα σου φτιάξω ό,τι θέλεις", απάντησε ο Άντυ που δεν της χαλούσε χατήρι.
"Θέλω ψαροκροκέτες", επέμεινε αυτή.
"Η επιθυμία σας προσταγή μου", είπε ο Άντυ κάνοντας μια κίνηση υπόκλισης μπροστά της και η μικρή έβαλε τα γέλια. Πολύ σύντομα το φαγητό ήταν έτοιμο κι έφαγαν μαζί γελώντας και κουβεντιάζοντας ασταμάτητα. Ο Άντυ είχε αγοράσει και τσιζκέικ, που ήταν το αγαπημένο της γλυκό. Το κορίτσι ενθουσιάστηκε τόσο που καθάρισε το πιάτο της από κάθε ψίχουλο. Αφού το γεύμα είχε ολοκληρωθεί, δέχτηκαν την επίσκεψη του Τίμοθυ.
"Λοιπόν, το πάρτυ που σου έλεγα, θα γίνει στο μπαρ αυτό το Σάββατο. Θα έρθεις, έτσι;", τον ενημέρωσε αλλά πριν προλάβει ο Άντυ να απαντήσει, έτρεξε κοντά τους η Άννι.
"Να έρθω κι εγώ στο πάρτυ"; Αυτός την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
"Άννι μου, είσαι πολύ μικρή για να πας σε πάρτυ κι ακόμη περισσότερο για να πας σε μπαρ", της είπε κι η μικρή κατσούφιασε. "Δεν πρόκειται να σου κάνω το χατήρι όσο κι αν κατσουφιάσεις το μουτράκι σου."
"Η Άννι, βέβαια, δεν μπορεί να σε συνοδεύσει στο πάρτυ όμως θα μπορούσε να το κάνει η Έρρικα."
"Δεν της έχω μιλήσει ακόμα αλλά μην ανησυχείς. Θα της το προτείνω αύριο."
"Δεν ανησυχώ...", είπε ο Τίμοθυ με αμήχανο ύφος. "Απλώς, μια πρόταση έκανα. Δε σημαίνει κάτι... Λοιπόν, εγώ να πηγαίνω τώρα. Γεια σου, μικρούλα."
"Πώς περνάς, λοιπόν, στο νηπιαγωγείο;", ρώτησε ο Άντυ την ανηψιά του μόλις έμειναν ξανά μόνοι.
"Παίζω με τους φίλους μου και με την κυρία Πέννυ."
"Η κυρία Πέννυ είναι η δασκάλα σου;"
"Ναι. Η κυρία Πέννυ είναι η καλύτερη δασκάλα του κόσμου". Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ξανά το κουδούνι και ο Άντυ άνοιξε την πόρτα κι αγκάλιασε τη Χέδερ.
"Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Όποτε χρειάζομαι κάτι, πάντα ξέρω ότι μπορώ να στηριχτώ σε εσένα", είπε στον αδερφό της. "Άννι, μωρό μου, ετοιμάσου να πάμε σπίτι."
"Σου το είπα και το πρωί. Δε μου χρωστάς τίποτα. Αγαπώ κι εσένα και την Άννι. Δε μου είστε βάρος". Η Χέδερ τον έσφιξε στην αγκαλιά της συγκινημένη.
"Μακάρι να είχαν όλοι ένα μεγάλο αδερφό σαν εσένα! Είχα μια έκτακτη συνάντηση και από χθες ο Ντιν λείπει σε ταξίδι. Γι' αυτό δεν μπορούσε να πάρει το παιδί σήμερα". Ο Άντυ έστρεψε το βλέμμα του αλλού και δεν έκανε κανένα σχόλιο. 'Λες κι όταν βρίσκεται εδώ, αλλάζει κάτι!'. Αυτό ήθελε να της πει. Όμως για άλλη μια φορά σεβάστηκε την επιθυμία της και την ανηψιά του, που στεκόταν δίπλα τους κρατώντας τη σχολική σάκα της. Χάιδεψε το κεφαλάκι της και τις συνόδευσε ως την πόρτα.
"Αν θες, αύριο θα την πάρω πάλι εγώ απ' το σχολείο κι ύστερα τρώμε όλοι μαζί εδώ. Τι λες;"
"Εννοείται. Θα μαγειρέψεις το αγαπημένο μου φαγητό;", τον ρώτησε κι αυτός δέχτηκε αμέσως. Η επόμενη μέρα προβλεπόταν πολύ ευχάριστη. Θα ήταν μία μέρα που θα την περνούσε με τις δύο πιο αγαπημένες γυναίκες της ζωής του.
