Κεφάλαιο Δεύτερο

Η Άνναμπελ προσπαθούσε μάταια να ανοίξει την εξώπορτα του σπιτιού της ενώ ήταν φορτωμένη με τα ψώνια της εβδομάδας.

"Να βοηθήσω;", ακούστηκε η φωνή της Τζάνετ, που έτρεξε να κρατήσει τις σακούλες, ώστε η Άνναμπελ να καταφέρει να ξεκλειδώσει.

"Σ' ευχαριστώ, γειτόνισσα. Έλα μέσα", της είπε πηγαίνοντας στην κουζίνα. "Όλοι λείπουν και αναγκαστικά τα πάντα περνούν απ' τα χέρια μου", παραπονέθηκε ενώ η Τζάνετ έγνεψε με κατανόηση. "Να σου προσφέρω κάτι να πιεις;"

"Όχι, μη σε βάζω σε κόπο."

"Καλέ, τι κόπος!", είπε η Άνναμπελ βγάζοντας ένα μπουκάλι από το ψυγείο. "Τι θα έλεγες να έρθουν κάποιο βράδυ τα παιδιά να μείνουν με τα δικά μου; Θα ήταν χαρά μου να τα φιλοξενήσω."

"Θα ρωτήσω και αν συμφωνούν..."

"Άλλο που δε θέλουν! Να διανυκτερεύσουν παρέα με τους φίλους τους; Ποιος έφηβος θα έλεγε 'όχι' σε αυτό;", είπε αφήνοντας ένα γεμάτο ποτήρι μπροστά στην Τζάνετ. ''Δοκίμασε και πες μου τη γνώμη σου.''

"Τι είναι;"

"Βυσσινάδα. Δικής μας παραγωγής. Ανήκει στην οικογένεια του άντρα μου και την πουλάμε μόνο σε εκλεκτούς πελάτες, κρατώντας ένα μέρος για προσωπική χρήση". Η Τζάνετ κοίταξε το ποτήρι με τον χυμό και ξαφνικά ένοιωσε παράξενα. Ένοιωσε πως ο χυμός αυτός τη μαγνήτιζε, πως την προσκαλούσε να δοκιμάσει. Γνώριζε πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Ήταν σίγουρα παιχνίδι της φαντασίας της. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από εκείνο το ποτήρι.

"Φαίνεται πολύ νόστιμο. Και το χρώμα του... Κατακόκκινο", ψέλλισε σαν μαγεμένη. Άπλωσε το χέρι διστακτικά και σήκωσε το ποτήρι στα χείλη. Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμη να πιει, χτύπησε το κινητό της. "Με συγχωρείς", είπε αφήνοντας το ποτήρι πάνω στον πάγκο κι απομακρύνθηκε για να μιλήσει στο τηλέφωνο. "Δυστυχώς, προέκυψε κάποιο πρόβλημα στη δουλειά και είναι ανάγκη να φύγω αμέσως", είπε ύστερα.

"Κρίμα! Δεν πρόλαβες να πιεις καθόλου...", είπε η Άνναμπελ κι εκείνη κοίταξε το ποτήρι με λαχτάρα.

"Ναι... Κάποια άλλη φορά...", μουρμούρισε πηγαίνοντας προς την έξοδο.

"Ενημέρωσε τα παιδιά ότι είναι ευπρόσδεκτα να περάσουν εδώ την αυριανή νύχτα."

"Ασφαλώς. Θα τους το πω το βράδυ", συμφώνησε η Τζάνετ κι έφυγε βιαστικά. Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Άνναμπελ έμεινε να κοιτά το γεμάτο ποτήρι.


"Θα περάσουμε τέλεια αύριο με τον Τζάσπερ", είπε ο Λίο αφού βούρτσισε τα δόντια του κι ήταν έτοιμος για ύπνο. Η Τζάνετ τούς είχε ενημερώσει για την ιδέα της Άνναμπελ κι ο νεαρός δεν έβλεπε την ώρα.

"Εσείς μπορεί. Εγώ όμως τι θα κάνω τόσες ώρες με την Κάιλι; Δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα και τώρα θα πάμε να μείνουμε στο σπίτι της;", γκρίνιαξε η Έμιλυ εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της για το σχέδιο που κανόνισαν οι μητέρες τους. "Εσύ, Πήτερ, τι λες;"

"Για ποιο πράγμα;", είπε αφηρημένος κοιτάζοντας από το παράθυρο.

"Μα τι κάθεσαι και κοιτάς κάθε βράδυ;", αναρωτήθηκε το κορίτσι τρέχοντας στον αδερφό της. Με το βλέμμα έψαξε στην αυλή τους, στον δρόμο, ακόμη και στον ουρανό μα δεν ανακάλυψε τίποτα ικανό να κεντρίσει το ενδιαφέρον του Πήτερ. Τότε όμως τα μάτια της στάθηκαν στο γειτονικό σπίτι. Ήταν μια διώροφη μονοκατοικία, ακριβώς σαν τη δική τους, χτισμένη από ξύλο και πέτρα, με μεγάλα παράθυρα και κόκκινα κεραμίδια στη στέγη. Ενώ όμως το σπίτι τους βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, δε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί το ίδιο και για το διπλανό κτίριο, που έμοιαζε εμφανώς εγκαταλελειμμένο. Και για πολύ καιρό έτσι ήταν. Μόνο παλιότερα ζούσε εκεί μια οικογένεια όμως είχαν φύγει προτού γεννηθούν ο Πήτερ και η Έμιλυ. Από τότε το σπίτι παρέμενε ακατοίκητο ενώ με την πάροδο των χρόνων και την ανύπαρκτη φροντίδα είχε σχεδόν μετατραπεί σε ερείπιο. Εν τούτοις, όλα αυτά άλλαξαν την ημέρα που εγκαταστάθηκαν σ' αυτό οι νέοι τους γείτονες. Η παρουσία τους έδωσε νέα πνοή σε εκείνο το σπίτι. Μα κοιτάζοντας προς το παράθυρο του κάτω ορόφου πίσω από τις δαντελωτές κουρτίνες, η Έμιλυ διέκρινε μια φιγούρα. Ήταν μια μορφή, η οποία δεν ταίριαζε ούτε στην Άνναμπελ ούτε σε κάποιο από τα παιδιά. Η μορφή εκείνη ανήκε σε έναν ηλικιωμένο άνδρα με λευκά μαλλιά και πυκνά, ολόλευκα γένια, που φορώντας τις πυτζάμες του έμοιαζε να στέκεται μπροστά στο φωτισμένο παράθυρο και να τους παρατηρεί. "Ποιος είναι αυτός;", αναρωτήθηκε με ένα ίχνος τρόμου στη φωνή της.

"Δεν έχω ιδέα", απάντησε ο Πήτερ. "Το μόνο που ξέρω, είναι ότι, όποτε κοιτάζω προς τα εκεί, τον βλέπω πάντα μπροστά στο παράθυρο."

"Λέτε να είναι ο πατέρας τους;", απόρησε ο Λίο, ο οποίος είχε σταθεί πλάι τους.

"Αποκλείεται", δήλωσε η Έμιλυ. "Η Άνναμπελ έχει πει ότι λείπει σε ταξίδι για δουλειές."

"Αύριο το βράδυ θα μάθουμε", είπε ο Πήτερ με αποφασιστικότητα.

"Τι εννοείς;", ξεφώνισε η Έμιλυ. "Επιμένεις, δηλαδή, να περάσουμε εκεί τη νύχτα; Δε μιλάς σοβαρά!"

"Έμιλυ, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Δεν πρόκειται να πας μόνη σου. Θα είμαστε όλοι μαζί", προσπάθησε να την καθησυχάσει αλλά δεν κατάφερε να σβήσει την αγωνία από την έκφραση της αδερφής του.


Το επόμενο βράδυ, ο Πήτερ στεκόταν στην εξώπορτα περιμένοντας τον Λίο που έφτασε τρεχάτος και την Έμιλυ που πλησίασε με βήμα αργό και διστακτικό.

"Είσαι βέβαιος για αυτό που πάμε να κάνουμε;"

"Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα κακό". Λίγα λεπτά αργότερα, οι τρεις νέοι βρέθηκαν έξω από το γειτονικό σπίτι και χτύπησαν το κουδούνι.