Κεφάλαιο Τρίτο
"Καλώς ορίσατε", τους υποδέχτηκε η Άνναμπελ φορώντας ποδιά και κρατώντας μια ξύλινη κουτάλα.
"Τι μυρίζει τόσο ωραία;", ρώτησε ο Πήτερ ακολουθώντας την όσφρησή του στο εσωτερικό του σπιτιού.
"Σας έχω ψήσει κουλουράκια και θα σας τα σερβίρω μαζί με τον χυμό σας. Πηγαίνετε επάνω, ο Τζάσπερ κι η Κάιλι σάς περιμένουν". Τα παιδιά προχώρησαν στον διάδρομο και άρχισαν να ανεβαίνουν την ξύλινη, ελικοειδή σκάλα ενώ η Έμιλυ κοιτούσε κάθε τόσο προς τα κάτω στο βάθος του σαλονιού μήπως αντίκρυζε τον άγνωστο άνδρα. Μα εκείνος δε φαινόταν πουθενά.
"Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα να μείνουμε εδώ, Πήτερ", ψιθύρισε. "Δε θα καταφέρω να κλείσω μάτι απόψε... Όσο σκέφτομαι ότι βρίσκεται εδώ αυτός..."
"Μα, Έμιλυ, το θέμα είναι να ανακαλύψουμε τι συμβαίνει", είπε ο αδερφός της που, επιφανειακά τουλάχιστον, δεν έδειχνε να ανησυχεί καθόλου.
"Λίο! Παιδιά!", φώναξε ο Τζάσπερ τρέχοντας προς το μέρος τους. "Ελάτε!". Τα δύο αγόρια κάθισαν σε άνετες πολυθρόνες και ξεκίνησαν να παίζουν το αγαπημένο τους βιντεοπαιχνίδι ενώ ο Πήτερ με την Έμιλυ βολεύτηκαν στον διθέσιο καναπέ που βρισκόταν απέναντι από το κρεβάτι της Κάιλι, η οποία εκείνη την ώρα διάβαζε ένα βιβλίο.
"Τι γίνεται, Κάιλι;", ρώτησε ο Πήτερ μα εκείνη τον κοίταξε με το γνωστό, βαριεστημένο ύφος της.
"Προσπαθώ να διαβάσω", απάντησε ξεφυσώντας κι έπειτα κατέβασε ξανά το βλέμμα στις σελίδες του βιβλίου της.
"Συγγνώμη για τη διακοπή, παιδιά. Σας έφερα το βραδυνό σας. Αχνιστά κουλουράκια μαζί με δροσερή βυσσινάδα", τους ενημέρωσε η Άνναμπελ με την ψιλή φωνή της αφήνοντας σε ένα τραπεζάκι τον γεμάτο δίσκο που κρατούσε. Ύστερα έφυγε αθόρυβα, όπως ακριβώς είχε έρθει.
"Κάιλι,θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι", είπε ο Πήτερ καθώς τα δύο μικρότερα αγόρια ήπιαν όλη τη βυσσινάδα και μασουλούσαν κουλουράκια αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους. "Μένει κανένας στην κρεβατοκάμαρα του κάτω ορόφου;"
"Στον κάτω όροφο;", επανέλαβε η Κάιλι αφήνοντας το βιβλίο στο κομοδίνο και πίνοντας από το ποτήρι της με θλιμμένη όψη. "Σε εκείνο το δωμάτιο θα έμενε ο παππούς μας. Όμως δυστυχώς..."
"Πε...πέθανε;", μάντεψε η Έμιλυ που, απ' τη μια στιγμή στην άλλη, είχε ασπρίσει σαν το πανί.
"Όχι, μαζί μας ζει", είπε η Κάιλι γελώντας ειρωνικά. "Μα τσιμπάτε τόσο εύκολα που δεν μπορούσα να αντισταθώ". Η Έμιλυ ήταν έτοιμη να της χιμήξει αλλά ένα βλέμμα του Πήτερ τη συγκράτησε.
"Ρωτάμε επειδή μάς έκανε εντύπωση που δεν τον έχουμε δει ποτέ έξω, παρά μόνο να μας κοιτάζει απ' το παράθυρο."
"Ναι, ξέρετε, τον τελευταίο καιρό ο παππούς τά 'χει λίγο χαμένα κι έτσι δεν τον αφήνουμε να βγαίνει έξω μόνος του. Αλήθεια, θα θέλατε να τον γνωρίσετε;"
"Να τον γνωρίσουμε; Εννοείς... Από κοντά;", απόρησε η Έμιλυ τρομάζοντας και μόνο στην ιδέα.
"Και βέβαια από κοντά. Γιατί, φοβάσαι μήπως σε φάει;". 'Μέσα σε λίγα λεπτά, η Κάιλι έχει αστειευτεί ήδη δύο φορές... Αυτό από μόνο του φαίνεται πολύ παράξενο', σκέφτηκε η Έμιλυ.
"Γιατί όχι; Ας πάμε.", συμφώνησε ο Πήτερ κι η Έμιλυ παραιτημένη πια έπεσε στο μαξιλάρι του καναπέ.
"Ελάτε μαζί μου", τους είπε το κορίτσι αφήνοντας το άδειο ποτήρι δίπλα στο βιβλίο της. "Τζάσπερ, Λίο, εμείς πάμε να δούμε τον παππού. Εσείς μείνετε εδώ, σύμφωνοι;", ενημέρωσε η Κάιλι βγαίνοντας από το δωμάτιο. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο Τζάσπερ κοίταξε τον δίσκο πάνω στο τραπέζι, όπου είχαν απομείνει άθικτα τα δύο ποτήρια με τον κατακόκκινο χυμό.
