Τετάρτη, 4 Μαΐου 2004,

Ντέβιλς Λέικ, Ουισκόνσιν, Η.Π.Α.

«Μυθικό!», αναφώνησε ενθουσιασμένος, σκύβοντας ελάχιστα στο πλάι το κεφάλι του, για να μπορέσει να τον δει πίσω από το ανοιχτό, όρθιο καπάκι της μεγάλης, μεταλλικής εργαλειοθήκης. Ο ήλιος, που είχε αρχίσει την καθοδική πορεία του προς την δύση, έκανε αντανάκλαση στους φακούς των γυαλιών μυωπίας του, μπλοκάροντας τελείως τα μάτια του με φως. «Πραγματικά, μυθικό!», επανέλαβε με στόμφο κοιτώντας τον με υπερυψωμένα φρύδια απόλυτης ειλικρίνειας.

«'Φχαριστώ ρε Λινκ,», αποκρίθηκε για πολλοστή φορά ο Ντην χαμογελώντας ασυνήθιστα ντροπαλά, «αλλά ήταν της στιγμής και μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Μεταξύ μας, δεν πρόλαβα να το καλοσκεφτώ.», προσπάθησε να μειώσει τη βαρύτητα του επιτεύγματός του, καθώς οι συνεχείς έπαινοι του Λινκ από την ώρα που τον βοήθησε, σέρνοντας και κουβαλώντας τον, να βγει από τη σπηλιά μέχρι εκείνη την στιγμή, είχαν αρχίσει να τον κάνουν να νιώθει άβολα.

Ανακαλώντας στη μνήμη του τη σειρά των γεγονότων, έφτανε στο συμπέρασμα πως η πράξη του ήταν τελικά απίστευτα ανόητη και θα μπορούσε να καταλήξει σε κάτι περισσότερο από τον απλό τραυματισμό του. Η απερισκεψία του θα μπορούσε να είχε καταστρέψει την αποστολή, να τον είχε οδηγήσει στον θάνατό του ή, ακόμα πιο χειρότερα, στον τραυματισμό ή και στον θάνατο των συναδέλφων του. Όπως σχεδόν πάντα, έτσι και εκείνη τη φορά, μπορεί να διέκρινε εγκαίρως τον κίνδυνο, όμως δεν εκτίμησε επαρκώς την κατάσταση και δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα. Τελείως άσκεφτα έπεσε με τα μούτρα, όπως θα του έλεγε και ο Μπόμπι Σίνγκερ, μέσα στη φωτιά.

Ο Λινκ βέβαια που δε κατάλαβε ούτε στο ελάχιστο την παράλογη ενόχληση του Ντην, έσπρωξε τον σκούρο, μεγάλο, σκελετό των γυαλιών του στη θέση του, διακόπτοντας την αντανάκλαση του ήλιου, αποκαλύπτοντας τα ζωηρά, γαλάζια μάτια του και γέλασε κοφτά. «Ευτυχώς να λέμε δηλαδή που δε το σκέφτηκες παραπάνω, γιατί αν δεν έκανες αυτόν τον "αυθορμητισμό", τώρα θα τον κλαίγαμε.»

«Σ' άκουσα όμως κι εσένα, μη νομίζεις.», ο Ντην του χαμογέλασε και ο Λινκ σοβάρεψε απότομα και κοίταξε ξαφνιασμένος την περιοχή προς τα δεξιά του για να ελέγξει αν ήταν ακόμη μόνοι τους. «Μην ανησυχείς, δεν μας ακούει. Ούτε εκεί δεν πρέπει να σ' άκουσε.», τον διαβεβαίωσε. «Ωστόσο αυτό που φώναξες, βοήθησε πολύ την επικίνδυνη κατάσταση και μ' έκανε να πάρω και την απόφαση να το τολμήσω χωρίς σκέψη.»

«Πφφ, κι εμένα έτσι αυθόρμητα μου βγήκε η βλακεία που πέταξα, μη νομίζεις.», ο Λινκ χάθηκε και πάλι πίσω από το καπάκι για να συνεχίσει τη δουλειά του αλλά και για να κρυφτεί από το βλέμμα του Ντην.

«Έχω καβαλήσει σίγουρα άλογο, μουλάρι, κάποτε έναν κλανιάρη γάιδαρο,», ο Ντην άλλαξε κουβέντα απαριθμώντας τα διάφορα πλάσματα που καβάλησε στα εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του, μιλώντας στο πίσω μέρος από το καπάκι της εργαλειοθήκης αφού δε μπορούσε να δει πια τον Λινκ. «όταν ήμουν πιτσιρικάς τον καημένο τον Ράμσφελντ κι έναν τεράστιο αφρικανικό ελέφαντα σε τσίρκο που μας πήγε μια φορά κι έναν καιρό ο Πάστορας Τζιμ.», μετακίνησε την μεγάλη εργαλειοθήκη που κρατούσε ανοιχτή πάνω στο στομάχι του γέρνοντάς την λίγο προς τα δεξιά για να μπορέσει να δει τον συνομιλητή του.

«Έϊ, έϊ, μην κουνιέσαι!», ο Λινκ επανέφερε την εργαλειοθήκη στο προηγούμενο σημείο, πιέζοντάς την δυνατά πάνω στο σώμα του ξαπλωμένου Ντην. «Έχω στερεωμένο τον φακό για να βλέπω τι κάνω. Μην κουνάς!», κατέβασε ελάχιστα το καπάκι για να τον δει.

«Οκ, δε το κατάλαβα!», ο Ντην ξαφνιάστηκε από την απότομη αντίδρασή του. Αν και ο ήλιος έδυε, ωστόσο υπήρχε ακόμα άπλετο φως ημέρας. «Συγνώμη! Να!», πίεσε επίτηδες και αυτός την εργαλειοθήκη πάνω στο σώμα του για να την σταθεροποιήσει και βόλεψε καλύτερα τον λαιμό και το κεφάλι του πάνω στο διπλωμένο υπνόσακο που είχε για μαξιλάρι, για να του αποδείξει πως δεν είχε σκοπό να κουνηθεί ξανά ούτε χιλιοστό.

«Τελειώνω! Τι, έχει κανένα πετραδάκι ή καμιά ρίζα εκεί που σε ξάπλωσα και σ' ενοχλεί;», ο Λινκ πρόσθεσε απορημένος.

«Όχι είναι άδειο το έδαφος και το χώμα μαλακό.»

«Ρε Ντην;…», ο Λινκ κόμπιασε για λίγο. «Μήπως σε π-πονάω δικέ μου και δε μιλάς;», τον ρώτησε τελικά επιφυλακτικά.

«Όχι, όχι καθόλου. Δεν καταλαβαίνω καν τι μου κάνεις. Ελαφροχέρης! Είναι λες και δεν έχω πάθει τίποτα.»

«Μήπως τότε σε βαραίνει το φαρμακείο;», έσπρωξε το σκελετό των γυαλιών του προς τα πάνω. «Να τ' αλλάξω θέση;»

«Όχι ρε, είμαι μια χαρά, απλά ήθελα να μιλάω και να σε βλέπω. Έλα συνέχισε!», αν και το βάρος της μεταλλικής εργαλειοθήκης ήταν αρκετό και του πίεζε επίπονα τα πλευρά, δε θα το έκανε θέμα. «Πάντως πρώτη φορά βλέπω τόσο μεγάλο φαρμακείο και μάλιστα σε τέτοια θήκη κι αν και δε βλέπω τι έχεις μέσα, είμαι σίγουρος πως είναι πλήρως εξοπλισμένο!», δεν άντεξε και σχολίασε, βάζοντας συγχρόνως την παλάμη του στη βάση της εργαλειοθήκης, για να μειώσει το βάρος πάνω από το δεξί του πλευρό. «Ούτε οι γιατροί δεν έχουν τέτοιο πράγμα.»

«Ναι, έχει απ' όλα μέσα. Είμαι επιρρεπής στ' ατυχήματα κάθε είδους.», ο Λινκ παραδέχτηκε στα πεταχτά και κρύφτηκε και πάλι από το πεδίο όρασης του Ντην. «Τελειώνω όμως!», τον διαβεβαίωσε, έβγαλε από το φαρμακείο του ένα σπρέι και άρχισε να το ανακινεί.

Ο Ντην ξεροκατάπιε, γράπωσε δυνατά τα δάχτυλά του πάνω στο φαρμακείο και ασυναίσθητα άρχισε να τρίζει νευρικά τα δόντια του μεταξύ τους. Ήξερε πολύ καλά πόσο πολύ έτσουζε το ρημάδι το αντιβιοτικό σπρέι. «Π-πώς το βλέπεις; Δε πρόλαβα να δω τι μου 'κανε. Με "στόλισε" καλά το κωλόπουλο;», βιάστηκε να ρωτήσει για να κερδίσει λίγο χρόνο και να διαπιστώσει το πόσο πολύ θα τον πονούσε το σπρέι.

«Θα 'χεις ένα ακόμα παράσημο για τη συλλογή σου, αλλά μην ανησυχείς γιατί θα 'ναι καλαίσθητο. Σου 'κανα πολύ περιποιημένη δουλειά. Σαν tribal τατουάζ θα φαίνεται όταν επουλωθεί!», ανακοίνωσε με στόμφο. «Και θα ταιριάζει και με την άλλη παράξενη, παλιά ουλή που 'χεις στην ίδια γάμπα.», ο Λινκ άρχισε να ψεκάζει όλη την τραυματισμένη περιοχή του Ντην. «Τι παίζει μ' αυτήν την ουλή; Τι πλάσμα σου την έκανε;»

Κρατώντας ασυναίσθητα την αναπνοή του και σφραγίζοντας τα χείλια του ο Ντην περίμενε τον αβάσταχτο πόνο να αρχίσει να τον πιάνει και ξεκίνησε να πασχίζει να τον καταπιέσει χωρίς καν να τον αισθανθεί. Ήταν ήδη αποφασισμένος να μη δείξει στον Λινκ ίχνος αδυναμίας. «Ένα Dodge Charger του '70!», γέλασε ανακουφισμένος, αφήνοντας απότομα την ανάσα του μόλις ο Λινκ έβαλε το καπάκι στο σπρέι και το σπρέι στο φαρμακείο. Το αντιβιοτικό δεν τον έτσουξε καθόλου αυτή τη φορά. Προφανώς το τραύμα του ήταν αμελητέο.

«Ένα τι;»

«Κάποτε τα 'βαλα μ' ένα σαραβαλιασμένο Dodge Charger[1] στη μάντρα του Σίνγκερ κι όπως βλέπεις…με κέρδισε πανηγυρικά!»

«Πάλι καλά που 'χεις το πόδι σου και δε σ' το ακρωτηρίασαν καημένε! Η μάντρα του είναι πραγματικά η χαρά του τέτανου!», ο Λινκ χασκογέλασε κοροϊδευτικά και του έδειξε έναν ελαστικό επίδεσμο. «Αλλά κι αυτή τη φορά τον γλίτωσες τον ακρωτηριασμό. Βάζω γάζα, σ' το τυλίγω και τελειώσαμε. Αν σε πονέσω σκούξε για να ξέρω πόσο να σ' το σφίξω.», χάθηκε και πάλι πίσω από το φαρμακείο του. «Δε πειράζει όμως Ντην, οι ουλές μας είναι οι αποδείξεις μας.»

«Ναι, αλλά μη ξεχνάς, είναι κι οι "υπενθυμίσεις" μας!», τόνισε με νόημα ο Ντην, χαϊδεύοντας νευρικά τα μαλλιά του.

«Α, ναι, σωστά!», ο Λινκ ακούστηκε να γελά σιγανά. «Έτσι αποκαλούσε τις κυνηγετικές ουλές ο θείος Μπόμπι. "Η κάθε ουλή ενός Κυνηγού, υπάρχει για ν' αποδεικνύει τις ζωές που 'χει σώσει και τις ζωές που χάρη σ' αυτόν θα σωθούν αλλά και για να του υπενθυμίζει τα λάθη που τον οδήγησαν στην απόκτησή της.".», θυμήθηκε τα λόγια του Μπόμπι ενώ ανασήκωνε με ευγενικές και προσεκτικές κινήσεις το πόδι του ασθενή του. «Είπες λοιπόν πως καβάλησες άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι, ελέφαντα και τον ταλαίπωρο τον σκύλο του θείου.», του υπενθύμισε συνεχίζοντας να δουλεύει.

Ο Ντην ρουθούνισε κοφτά με την αλλόκοτη, σύντομη λίστα. «Πραγματικά ποτέ μου δε περίμενα πως θα ερχόταν η μέρα που θα καβαλούσα μια θρυλική, αληθινή Στυμφαλίδα Όρνιθα.», απόρησε μέχρι και με την πρόταση που ξεστόμισε. «Ακόμα τρέμουν τα χέρια μου απ' την αδρεναλίνη!», παραδέχτηκε χαρούμενος. «Ο Ρετ είναι καλά; Δε πρόλαβα να τον δω και να του μιλήσω γιατί με τράβηξες κατευθείαν έξω.»

«Ήθελα να σ' ελέγξω ρε δικέ μου. Τα χρειάστηκα που σ' είδα μέσα στα αίματα.», του εκμυστηρεύτηκε ο Λινκ. «Ο Ρετ μια χαρά είναι μην ανησυχείς. Έμεινε πίσω για να συμμαζέψει, να ελέγξει την περίμετρο και να επικοινωνήσει με τους υπόλοιπους.»

«Μήπως ήθελε βοήθεια και τον αφήσαμε μόνο του; Πέρασε γερή τρομάρα.»

«Μπα δεν έχει ανάγκη από τέτοια. Ο Ρετ έχει το κακό συνήθειο να νομίζει πως περνάει πάντα τέλεια. Αδημονεί γι' αυτό που θα γίνει, περνάει σχεδόν με το ζόρι υπερβολικά καλά κατά τη διάρκεια και φυσικά το χειρότερό του είναι το μετά. Πάντα μα πάντα περιγράφει το περιστατικό ως την καλύτερη εμπειρία που 'χε ποτέ. Να τώρα που θα 'ρθει, παρόλο που κόντεψε να δει τα ραδίκια ανάποδα, το πρώτο πράγμα που θα πει είναι "Παίδες! Ήταν μυθικό!

«Παίδες! Ήταν μυθικό!», η φωνή του Ρετ ακούστηκε από τα αριστερά τους, καθώς βάδιζε σιγά - σιγά προς το μέρος τους. «ΜΥ-ΘΙ-ΚΟ!», τόνισε μία – μία τις συλλαβές της λέξης καθαρά για έμφαση.

Ο Λινκ έσκυψε στο πλάι ίσα – ίσα για να δει τον Ντην και να του κλείσει το μάτι σε στυλ "Είδες που σ' το 'λεγα;", προτού χαθεί και πάλι πίσω από το καπάκι του φαρμακείου του και επιστρέψει στη δουλειά του.

«Τι απίστευτη κουλαμάρα έκανες εκεί μέσα ρε Γουίντσεστερ; Για το μόνο που χτυπιέμαι είναι που δεν είχα την καινούργια βιντεοκάμερα μαζί μου για να σε καταγράψω!», στο ένα χέρι του κρατούσε μια λερωμένη με ξερό αίμα ματσέτα και στο άλλο ένα καταματωμένο σακίδιο. «Όταν προσγειώθηκες, απ' τον βράχο που πήδησες, στην πλάτη της και γραπώθηκες απ' τα φτερά του λαιμού της με το μαχαίρι σου στα δόντια, η φάτσα σου ήταν πραγματικά απερίγραπτη! Κάτι μεταξύ "Ναι ρε την τρέλα μου μέσα! Κάνω πρώτη μου φορά ελεύθερη πτώση!" και "Έχε γεια καημένε κόσμε! Μόλις συνειδητοποίησα πως δε ξέρω ποιό κορδόνι να τραβήξω για ν' ανοίξω τ' αλεξίπτωτό μου!

«Μόλις είδα πως η σκασμένη η τρίμετρη η βρωμόκοτα σ' είχε στριμώξει κι ετοιμαζόταν να σε ανασκολοπίσει με το ράμφος της, δε το πολυσκέφτηκα και πήδησα στη πλάτη της να την σταματήσω.»

«Τη δικιά σου τη φάτσα ρε Ρετ έπρεπε να τραβήξεις!», τον διόρθωσε ο Λινκ ενώ συνέχιζε να τυλίγει τον επίδεσμο στο πόδι του Ντην. «Ήσουν έτοιμος να τα κάνεις πάνω σου! Ή μήπως τελικά τα 'κανες;», του πέταξε περιπαιχτικά.

«Δε φταίει κανείς άλλος! Εγώ φταίω που βασίστηκα υπερβολικά πάνω στις δήθεν γνώσεις του Άλεξ! Ποτέ ξανά!», γκρίνιαξε έντονα ο Ρετ, αλλάζοντας αστραπιαία διάθεση. «Τα ρημάδια τα κρόταλά του, που και καλά θα μας προστάτευαν, δεν λειτούργησαν ούτε στο ελάχιστο!», σκάλισε νευρικά μέσα στο σακίδιο και τράβηξε μια ξύλινη λαβή κοντά στο μισό μέτρο, που στην πάνω άκρη της είχε μια σφαίρα φτιαγμένη από γυαλιστερό χαλκό. «Ή ήταν κουφή αυτή η Όρνιθα, ή αυτός δεν είναι αληθινός χαλκός,», ταρακούνησε τη λαβή έντονα, παράγοντας εκκωφαντικό και άκρως ενοχλητικό, μεταλλικό ήχο. «ή, η όλη ιστορία με τα κρόταλα φτιαγμένα από χαλκό ήταν μούφα!», το πέταξε με απέχθεια στο έδαφος δίπλα στον Ντην λες και ήταν αυτός που το είχε φτιάξει και έφταιγε για τη δυσλειτουργία.

«Μπορεί όντως να 'πρεπε να 'ναι σφυρηλατημένα απ' τον ίδιο τον θεό Ήφαιστο και να 'πρεπε να μας τα παραδώσει η ίδια η θεά Αθηνά.», ο Ντην γελώντας με τα νεύρα του συναδέρφου του, το πήρε στα χέρια του για να θαυμάσει τη δουλειά του Κρυπτοζωολόγου.

«Πιασ' τ' αυγό και κούρευτο δηλαδή.», μουρμούρισε ο Λινκ.

Ο Ρετ όμως συνέχισε ακάθεκτος βάζοντάς τα τώρα με τον Λινκ. «Κι εσύ όμως ρε άχρηστε, δε βοήθησες ούτε λίγο την κατάσταση! Πήγες και σαβουρντιάστηκες πάνω στην πιο κρίσιμη φάση της αποστολής!»

«Πού να το φανταστώ ότι οι βράχοι θα 'ταν πασαλειμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με τις κουτσουλιές της!»

«Πτηνό ήταν ρε Λινκ κι εμείς μπήκαμε στο κοτέτσι του! Φυσικά και τα πάντα θα ήταν καλυμμένα με σκατούλες!»

«'Νταξει ρε Ρετ! 'Νταξει! Τα κάναμε κι οι δυο σκατά σαν αυτά που γλίστρησα!», ξέσπασε απρόσμενα ο Λινκ, στερέωσε νευρικά με γαντζάκια τον επίδεσμο που κάλυπτε το πόδι του τραυματία από το γόνατο έως και τον αστράγαλό του, πέταξε με δύναμη το ψαλίδι που κρατούσε μέσα στο φαρμακείο του και έκλεισε με πάταγο το καπάκι ταρακουνώντας το πάνω στο στομάχι του έκπληκτου Ντην. «Καλά λοιπόν να λέμε που 'ταν μαζί μας ο παλαβιάρης ο Γουίντσεστερ και η τρέλα που τον δέρνει αλλιώς τώρα θα 'μασταν κι οι δυο φύραμα!»,

Ο Ρετ ξεφύσησε αργά τον εκνευρισμό του. «Σ' αυτό τουλάχιστον είχε δίκιο ο Άλεξ. Όντως ήθελε τουλάχιστον τρία άτομα η ομάδα. Καλά που επέμενε κι αυτός κι ο άλλος ο γκρινιάρης να πάρουμε και τον Ντην μαζί μας.», λίγο η ανεπαρκής έρευνα, λίγο η βιασύνη τους και πολύ περισσότερο η απερισκεψία τους θα είχε ως αποτέλεσμα το τέλος της καριέρας τους ως Κυνηγοί του υπερφυσικού. «Να ξέρεις μικρέ πως σήμερα στάθηκες πολύ τυχερός που τη γλίτωσες με μια γρατζουνιά.», έδειξε με την ματσέτα του τον Ντην που τόση ώρα τους παρατηρούσε έκπληκτος μα σιωπηλός και έπειτα την κάρφωσε νευρικά σε ένα κομμένο κορμό δέντρου δίπλα του. «Όντως, αν δεν ήσουν εσύ να την σταματήσεις και να της κόψεις το λαρύγγι…», πρόσθεσε με δυσκολία, σκουπίζοντας αμήχανα τη μύτη του και τα γένια του με το πίσω μέρος της ματωμένης παλάμης του, σπρώχνοντας τα αχτένιστα, μακριά, καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά του πίσω από το αυτί του. «Πάντως…π-πάντως, ε, να, θέλω να σ' ευχαρισ...»

«Μη το σκέφτεσαι Ρετ. Όλα έγιναν τελικά όπως έπρεπε. Αυτό έχει σημασία.», τον διέκοψε ο Ντην και ανασηκώθηκε ελαφρά για να ανακαθίσει, στηρίζοντας τη μέση και την πλάτη του στον κορμό πίσω του, αφού ο Λινκ είχε ολοκληρώσει την περιποίηση του τραύματός του.

«Μη τον διακόπτεις Ντην!», πετάχτηκε ο Λινκ. «Είναι σπάνιο και πολύτιμο αυτό που προσπαθεί να κάνει τόση ώρα με τόση ευγλωττία.», γέλασε κοροϊδευτικά με την εξαιρετική δυσκολία του Ρετ στο να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. «Έλα Ρετ! Βγάλ' το! Μπορείς!»

«Δεν είναι ανάγκη να πει τίποτα.», ο Ντην ανακάθισε στην ίδια θέση λες και δε μπορούσε να βολευτεί.

«Όχι έχει δίκιο, σκάσε λίγο τώρα που το βρήκα.», ο Ρετ διέκοψε αποφασιστικά. «Λοιπόν! Ντην, μου 'σωσες σήμερα τη ζωή. Σ' ευχαριστώ.», τον κοίταξε στα μάτια με ευγνωμοσύνη και δίχως ίχνος ντροπής.

«Μη το σκέφτεσαι ψηλέ.»

«Πάντως τώρα που πήρα τον Άλεξ για να τον ενημερώσω, μου 'πε πως αν και δε περίμενε πως το πλάσμα ήταν στη δικιά μας περιοχή,», κάγχασε κοροϊδευτικά, «παρεμπιπτόντως, απ' τα λεγόμενά του κατάλαβα πως εμάς μας έστειλε στην πιο ακίνδυνη και καλά, απ' τις τρεις τοποθεσίες! Πού να 'ξερε πως σ' εμάς θα 'πεφτε τελικά το φλουρί!»

«Ο Τζετ θα σκυλιάσει άμα μάθει πως τελικά εμείς το ξεπαστρέψαμε το ραδιενεργό κοτόπουλο!», γέλασε ο Λινκ. «Έβαζε στοίχημα πως η Όρνιθα ήταν στη δικιά του τοποθεσία.»

«Ας πάνε ο Τζετ κι οι σνομπ κόρες του να δουν αν κουνιούνται οι βάρκες, που μου θέλουν και Στυμφαλίδα Όρνιθα στο Κυνηγετικό βιογραφικό τους.», ειρωνεύτηκε έντονα ο Ρετ. «Άσ' τον τώρα τον Τζετ! Ο Άλεξ λέω, μου 'πε τελείως αυθόρμητα, πως αν και δε περίμενε να βρούμε εμείς την Όρνιθα, ήταν σίγουρος πως ο Ντην θα την ξεπάστρευε. Έχεις τα συγχαρητήριά του και περιμένει αναφορά και πλήρη περιγραφή!», μετέφερε το μήνυμα του Άλεξ.

«Δεν έκανα τίποτα το ιδιαίτερο ρε παιδιά!», επέμεινε αμήχανα ο Ντην. Δεν ήξερε πώς να αισθανθεί που ξαφνικά τόσοι πολλοί συνάδερφοι τον παραδέχονταν και του έδιναν συγχαρητήρια για τη δουλειά του. «Απλά στάθηκα πολύ τυχερός. Κι εσύ Λινκ κι εσύ Ρετ το ίδιο ακριβώς θα κάνατε αν ήσασταν στη θέση μου.»

Ο Λινκ γέλασε ακόμα πιο δυνατά και πιο κοροϊδευτικά. «Πραγματικά Ρετ και τι δε θα 'δινα να σε δω καβάλα στην Όρνιθα.», άνοιξε και πάλι το φαρμακείο του και άρχισε να το σκαλίζει. «Εντωμεταξύ εσύ είσαι καλά;», τον ρώτησε δείχνοντας τα αίματα πάνω στο γαλάζιο με ροζ φλαμίνγκο, χαβανέζικο πουκάμισό του.

«Ναι μια χαρά.», ο Ρετ έπιασε με απέχθεια το ρούχο του. «Της Όρνιθας είν' αυτά και του ζευγαριού.», έδειξε τους κόκκινους λεκέδες με τα εξίσου καταματωμένα χέρια του. «Τα πιο πολλά πετάχτηκαν πάνω μου σα σιντριβάνι, όταν της έκοψε ο Ντην το λαρύγγι.»

«Σίγουρος; Τσέκαρες τα πάντα; Τίποτα απολύτως;», επέμενε ο Λινκ.

«Ναι ρε, κοιτάχτηκα προσεχτικά. Ούτε γρατζουνίτσα. Εσύ;», έδειξε με τη σειρά του το ματωμένο, κοντομάνικο του Λινκ, με τη στάμπα των Rolling Stones από την περιοδεία τους το '89.

«Του Ντην είν' όλα αυτά.», ο Λινκ έξυσε στα γρήγορα τους λεκέδες με τα ματωμένα δάχτυλά του.

«Σα πολλά δεν είναι; Τον τακτοποίησες; Πώς είναι;», ρώτησε ο Ρετ τον Λινκ αντί να ρωτήσει απευθείας τον Ντην.

«Μια χαρά είμαι!», αναφώνησε ο Ντην. «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον!»

«Η Όρνιθα τον έσκισε, με το σπιρούνι της τελικά, στη δεξιά γάμπα, σχεδόν τελείως κάθετα κι αν και δεν ήταν πολύ βαθύ το σχίσιμο, ωστόσο χρειάστηκε να του κάνω ακριβώς εικοσιένα ράμματα...»

«Πόσα; Τι λες ρε;», έσκουξε απορημένος ο Ντην. Δεν είχε καταλάβει το παραμικρό. «Πότε μου τα 'κανες; Γι' αυτό δεν ήθελες να κουνάω το φαρμακείο; Για να δω!», δοκίμασε να τραβήξει το σκισμένο του μπατζάκι για να αποκαλύψει το τραύμα του, όμως ο Λινκ τον έσπρωξε απότομα προς τα πίσω και του έσιαξε το τζιν. «Γι' αυτό με τύλιξες σα μούμια;», γκρίνιαξε παρατηρώντας πως το πόδι του ήταν ασφυκτικά τυλιγμένο από το γόνατο έως και τον αστράγαλο.

«…αλλά όπως βλέπεις ήδη άρχισε.», συμπλήρωσε αινιγματικά, αγνοώντας επίτηδες τον Ντην.

«Τ-τι πράγμα άρχισε; Άσε με να το δω!», ο Ντην δοκίμασε να ξαναδεί τραβώντας το φαρμακείο στην άκρη, μα αυτή τη φορά τον έσπρωξε ο Ρετ.

«Δε φαίνεται τίποτα ρε Γουίντσεστερ! Είναι τελείως μπανταρισμένο!», τον έσπρωξε και πάλι, κολλώντας τον στον κορμό πίσω του, σιάζοντας το βαρύ φαρμακείο πάνω στους μηρούς του. «Α, δηλαδή ο Άλεξ είχε πάλι δίκιο;», στραβομουτσούνιασε και ρώτησε σιγανά. «Για τα κρόταλα όμως, που να πάρει, πώς έπεσε τόσο έξω;», απόρησε ρητορικά. «Εγώ δεν τα κούνησα σωστά;»

Ο Ντην όμως αν και σταμάτησε να προσπαθεί να δει το πόδι του, συνέχισε να επιμένει. «Έλα Λινκ λέγε! Τι πράγμα άρχισε ρε παιδιά;»

«Προφανώς!», ο Λινκ δεν έχασε την ευκαιρία να πειράξει τον Ρετ. «Ευτυχώς όμως που άρχισε, γιατί μπόρεσα και τον έραψα χωρίς ταλαιπωρία. Ντην, σήκωσε λίγο το μανίκι σου.», χτύπησε τη σύριγγα με τον δείκτη του, για να σπάσει τις φυσαλίδες αέρα, στην ένεση που είχε ήδη ετοιμάσει.

«Για μια στιγμή, για μια στιγμή! Για 'μένα είν' αυτή;», ο Ντην αναφώνησε αμήχανα, ξεχνώντας τελείως την προηγούμενή του απορία και πίεσε το σώμα του πάνω στον κορμό πίσω του για να κερδίσει απόσταση. «Ποιός σου 'πε πως θα σ' αφήσω να μου κάνεις ένεση;», η φωνή του ανέβηκε δύο οκτάβες και τα μάτια του κλείδωσαν πάνω στην άκρη της βελόνας, σαν να μη μπορούσε να κοιτάξει πουθενά αλλού. «Και κατ' αρχάς τι σόι ένεση είν' αυτή;», έγλυψε νευρικά τα χείλια του που είχαν ξεραθεί απότομα και τελείως.

«Είναι αντιβιοτικό. Μην ανησυχείς.», ο Λινκ τον ενημέρωσε γοργά. «Ο Άλεξ μας συμβούλεψε αν μας γρατσουνίσει ή ραμφίσει η Όρνιθα να κάνουμε μιαν αντιβιοτική για παν ενδεχόμενο.»

«Δ-δε με νοιάζει τι στα κομμάτια σας είπε εσάς ο Άλεξ.», ο Ντην ήταν έτοιμος να σηκωθεί όρθιος και να αρχίσει να τρέχει και το μόνο πράγμα που τον εμπόδιζε ήταν το βαρύ φαρμακείο πάνω στους μηρούς του. «Εμένα δε μου 'πατε τίποτα στο τηλέφωνο για ενέσεις. Είμαι μια χαρά, δε χρειάζομαι τίποτα! Εξάλλου πριν μου 'βαλες αντιβιοτικό σπρέι, όλα κομπλέ!»

«Ρε χαζέ, το πλάσμα ξέσκιζε σάπιες σάρκες με τα βρωμόνυχά του και στεκόταν και πάνω στις σκατούλες του όλη μέρα.», ο Ρετ έκανε μια κίνηση προς το μέρος του λες και θα τον απέτρεπε από το να κουνηθεί. «Μη κάνεις σα μωρό κι άσε τον Λινκ να σου την πατήσει.»

«Έϊ, έϊ, έϊ! Μη με πλησιάζετε είπα, δεν κάνω καθόλου πλάκα!», τέντωσε το ένα χέρι του προς τη μεριά του Ρετ και το άλλο προς τη μεριά της ένεσης και του Λινκ. «Κάνε πίσω ψηλέ μη τα πάρω πολύ άσχημα!», απείλησε βραχνά και έντονα όταν ο Ρετ προσπάθησε να τον αρπάξει από τους ώμους, μα έσκουξε απρόσμενα τσιριχτά μόλις αισθάνθηκε ένα ελαφρύ τσίμπημα στην άκρη του δεξιού του μηρού. Πέταξε από πάνω του το φαρμακείο και σηκώθηκε όρθιος.

«Μη, μη, μη σηκώνεσαι! Μη κουνιέσαι και σπάσεις τη βελόνα!», ο Λινκ άπλωσε τα χέρια του για να τον αποτρέψει, χαμογελώντας ξαφνιασμένος. «Η ένεση είναι καρφωμένη στο μπούτι σου! Ρετ κοίτα τον! Διαπέρασε μέχρι και το τζιν του! Πάντα αναρωτιόμουν αν γίνεται κι ήθελα πολύ να το δοκιμάσω αυτό!»

Ο Ντην έλεγξε τον μηρό του και μόλις είδε τη σύριγγα να προεξέχει πάνω από το σχισμένο του τζιν, άμεσα και απότομα απέστρεψε το βλέμμα του, καλύπτοντας συγχρόνως το στόμα του με τη παλάμη του. «Βγάλ' την μου!», μίλησε μπουκωμένα πίσω από το χέρι του. «Βγάλ' την τώρα διάολε!»

«Σ' αυτή τη φάση νομίζω πως θα 'ταν πιο συνετό αν απλά σου 'κανε την αντιβιοτική ρε Ντην.», ο Ρετ γέλασε πνιχτά, διασκεδάζοντας με τον παράλογο πανικό του συναδέρφου του. «Ωχ, ωχ Λινκ, εσύ κοίτα τον! Πρόσεχε γιατί "φόρτωσε" και θα "ξεφορτώσει" πάνω σου! Δε τη γλιτώνεις!»

«Θα σε σκοτώσω!», ο Ντην τώρα κάλυψε τα μάτια του με την παλάμη του, αναπνέοντας άρρυθμα και γοργά. «Πάτα την για να σε σκοτώσω!», ξεροκατάπιε με εξαιρετική δυσκολία σαν να του είχε στερέψει το σάλιο. «Τελειώνετε!», φώναξε με δύναμη καθώς πλέον δεν έβλεπε τις κινήσεις των άλλων δύο.

«Αυτό ήταν! Σ' την έκανα και την έβγαλα ήδη!», ο Λινκ φώναξε απολογητικά. «Είδες; Ούτε που το κατάλαβες! Δε χρειάζεται να φρικάρεις!», έτρεξε γελώντας και σκούζοντας επίτηδες κωμικά προς τα πίσω για να αφήσει αρκετή απόσταση ασφαλείας από τον Ντην. Ο τύπος εξάλλου πριν από λίγο είχε σφάξει ολομόναχος μια μυθική Στυμφαλίδα Όρνιθα καβάλα στην πλάτη της.

«Δε θα μου πεις εσύ πότε θα φρικάρω και πότε όχι!», απείλησε βραχνά ο Ντην και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του Λινκ. «Έλα 'δώ βρε ζωντόβολο να σου ξεριζώσω τους πνεύμονες!», δε κρατήθηκε και χαμογέλασε συγκρατημένα βλέποντας την πανικόβλητη φάτσα του.

«Ρετ βοήθεια! Ο Old Yeller[2] λύσσαξε! Φέρε το δίκαννο!», χασκογέλασε ο Λινκ παιχνιδιάρικα, κάνοντας απότομους ελιγμούς για να μπερδέψει τον Ντην που παρόλο τον τραυματισμό του είχε καταφέρει να τον πλησιάσει επικίνδυνα. «Κάτω αγόρι μου! Ξάπλωσε! Κάνε τούμπα! Μείνε!»

«Κάτσε φρόνημα ρε Γουίντσεστερ, μη ξεχνάς έχεις εικοσιένα ράμματα!», φώναξε ο Ρετ ατάραχα. «Ε, καλά τώρα τι κατάλαβες;», πρόσθεσε ενοχλημένα μόλις ο Ντην γλίστρησε και έπεσε φαρδύς πλατύς στο έδαφος. «Πάνε τα ράμματα!»

«Είσαι καλά;», ο Λινκ του φώναξε γελώντας, διατηρώντας μια καλή απόσταση ασφαλείας. «Έϊ Γουίντσεστερ, είσαι καλά λέω;», επανέλαβε ανήσυχα, μειώνοντας ελάχιστα την απόσταση, όταν ο Ντην πήγε να σηκωθεί και έπεσε και πάλι σκάνοντας άτσαλα στο χώμα.

Στην τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια του Ντην να σηκωθεί, ο Λινκ ξέχασε τα πάντα και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του, ενώ ταυτοχρόνως απέναντί τους, στην πρόχειρη κατασκήνωση που είχαν στήσει, ο Ρετ διακρίνοντας το πρόβλημα άρχισε και αυτός να τρέχει με ταχύτητα. «Ντην περίμενε!», φώναξε προτού προλάβει να τους πλησιάσει.

Ο Ντην φαινόταν πως πάσχιζε διαρκώς να σηκωθεί, μα σε κάθε απόπειρά του οι αστράγαλοι και τα γόνατά του λύγιζαν κι έπεφτε στο έδαφος σαν να ήταν νεογέννητο πουλαράκι που προσπαθεί να πρωτοσταθεί. «Δε…δε μπορώ!», ψέλλιζε μπερδεμένος και πανικόβλητος, «Δε μπορώ να σηκωθώ!», μετά από μια τελευταία γερή πτώση, αρχικά γύρισε με κόπο ανάσκελα και τελικά ανασηκώθηκε και έκατσε. «Δεν αισθάνομαι τίποτα!», ξεκίνησε να τσιμπάει, να χτυπάει και τέλος ακόμα και να γρονθοκοπεί τα πόδια του σε διάφορα σημεία. «Παρέλυσαν τα π-πόδια μου! Παιδιά παρέλυσα!»

«Μην ανησυχείς για τίποτα!», τον καθησύχασε ο Λινκ βγάζοντας ένα μαρκαδοράκι από την τσέπη του. «Ρετ τι ώρα είναι;»,

Ο Ρετ κοίταξε το ρολόι του. «Χμμ, λοιπόν, έχουμε και λέμε, ώρα θανάτου…»

«Τι π-πράγμα;», πετάχτηκε ο Ντην.

«Δεν είναι ώρα για πλάκες κόπανε!», ο Λινκ τον μάλωσε. «Ντην μην τον ακούς, σε δουλεύει!»

«19.41 ακριβώς», ενημέρωσε ο Ρετ και ο Λινκ ανασήκωσε το κομμένο δεξί μπατζάκι από το τζιν του Ντην και σημείωσε την ώρα πάνω στον επίδεσμό του. «Ευτυχώς δεν έσπασαν τα ράμματά σου.», πρόσθεσε παρατηρώντας πως ο επίδεσμός του αν και σκονισμένος ήταν στεγνός.

Όμως τον Ντην δεν τον ενδιέφεραν καθόλου τα ράμματά του εκείνη τη στιγμή. «Τι μου 'κανες;», ρώτησε ξέπνοα τον Λινκ που του κρατούσε το πόδι, πολεμώντας ταυτοχρόνως να το τραβήξει πίσω και να απομακρυνθεί τσουλώντας με την όπισθεν πάνω στο χώμα. «Τι μου κάνατε;»

«Δε σου κάναμε τίποτα ρε βλαμμένο!»

«Γιατί όμως;», ο Ντην έπεσε ανάσκελα και συνέχισε να σέρνεται προς τα πίσω, τραβώντας το σώμα του με τους αγκώνες του, ενώ ο Ρετ και ο Λινκ τον ακολουθούσαν συμβαδίζοντας με τη ταχύτητά του, περπατώντας κοντά του εξαιρετικά αργά. «Γ-γιατί;»

«Τι λέει ρε αυτό; Βραχυκύκλωσε;», ο Ρετ ξέσπασε σε δυνατό γέλιο. «Μα για να σε πιάσουμε ω, ανίδεε Κυνηγέ! Σου κάναμε παραλυτική ένεση για να μπορέσουμε να σε παγιδεύσουμε και να σε θυσιάσουμε με την ησυχία μας στον…Λινκ, στον ποιόν για; Λοιπόν, έχουμε πανσέληνο σήμερα.», έξυσε το μούσι του και έσπρωξε τα μαλλιά του πίσω από το αυτί του, προσποιούμενος πως σκέφτεται. «Σε ποιόν θεό θυσιάζουν συνήθως όταν έχει πανσέληνο; Τέλος πάντων, το θέμα είναι πως μετά τη τελετή θυσίας θα σε φάμε για βραδινό!», του έκλεισε πονηρά το μάτι.

«Κόφτο ρε!», ο Λινκ δε διασκέδαζε καθόλου με το μαύρο χιούμορ του Ρετ. «Δεν σε "πιάνει". Δεν τον βλέπεις;», έδειξε τον Ντην που προσπαθούσε στην ουσία να δραπετεύσει. «Δε πιστεύω τα μάτια μου αλλά νομίζω πως πραγματικά μας φοβάται.»

«Άσε μας ρε Λινκ!», ο Ρετ αρνήθηκε να το παραδεχτεί. «Αφού μια χαρά χασκογελούσαμε πριν από λίγο!»

«Τ-τι σας έκανα ρε παιδιά;», ο Ντην ρώτησε απελπισμένα, επιβεβαιώνοντας την υποψία του Λινκ. Ήταν ολοφάνερο πως είχε τρομοκρατηθεί και πίστευε πως ο Ρετ και ο Λινκ ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την κατάστασή του.

«Ωχ, μωρέ Γουίντσεστερ σοβαρά τώρα; Πλάκα σου κάνω! Έλα ρε Λινκ.», ο Ρετ φάνηκε να ξενερώνει από την απρόσμενα φοβισμένη αντίδραση του Ντην και αποφασιστικά έσκυψε και τον άρπαξε από τους αστραγάλους. «Πιάσ' τον απ' τα κουλά του να τον πάμε πίσω στην κατασκήν…»

«Σουγιάς!», αναφώνησε ο Λινκ και αστραπιαία οι δυο τους βρέθηκαν να πατάνε τους καρπούς του Ντην με τα άρβυλά τους, ακινητοποιώντας τον ανάσκελα. Δεν είχαν καταλάβει πότε ο Ντην και από πού είχε τραβήξει τον σουγιά του και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Ρετ που τον κρατούσε από τους αστραγάλους.

«Ρίξ' το!», διέταξε ο Ρετ άγρια. «Τώρα!»

«Τι 'στε;», ο Ντην, παρόλο που τον ξεπερνούσαν αριθμητικά και ήταν ακινητοποιημένος και ο μισός παράλυτος, δοκίμασε να ανασηκωθεί και να επιτεθεί ξανά. «Τι είστε είπα;», φώναξε σπασμένα.

«Κι εγώ σου 'πα ρίξ' το!», ο Ρετ επέμενε, πίεσε και έστριψε με δύναμη τη μύτη της αρβύλας του, ζουλώντας τον καρπό του Ντην πάνω στο τραχύ έδαφος. «Ρίξ' το τώρα μη σ' το σπάσω το κουλό σου!»

Στο πνιχτό, νευρικό μα και παρακλητικό μουγκρητό πόνου που ξέφυγε από τα χείλη του Ντην, ο Λινκ σταμάτησε να του πατά τον καρπό με το πόδι και έσκυψε για να τον συγκρατήσει με το χέρι. «Ρετ κούλαρε λίγο που να σε πάρει!»

«Όχι αν δεν πετάξει τον σουγιά του!», ο Ρετ αρνήθηκε πεισματικά συνεχίζοντας να πατάει επίπονα τον καρπό του Ντην. «Δε πάει καλά! Πρόσεχε μη σου ξεφύγει και σου κάνει καμιά ζημιά στα καλά καθούμενα.»

«Ντην μη φοβάσαι! Εγώ πριν από λίγο δε σου περιποιήθηκα το τραύμα; Γιατί να το κάνω αν ήθελα το κακό σου;», ο Λινκ ξεγάντζωσε με δυσκολία τον σουγιά από τη λαβή του Ντην, τον δίπλωσε με το ένα χέρι και επιδεικτικά τον έχωσε πίσω στην τσέπη του συναδέρφου του. «Εμείς είμαστε ρε δικέ μου!»

«Απ-απόδειξέ το μου!», απαίτησε ο Ντην με κόπο και τρομαγμένα, ανήσυχα μάτια.

«Έγινε.», ο Ρετ σταμάτησε να του πατά τον καρπό, αλλά είχε διαρκώς το νου του για οποιαδήποτε απρόβλεπτη κίνηση. «Έγινε Γουίντσεστερ.», ανακοίνωσε καθαρά και σοβαρά, ξεκινώντας την άβολη διαδικασία της αναγνώρισης.

Ένας τραυματισμένος και φανερά τρομαγμένος Κυνηγός, παραδέχτηκε ανοιχτά πως δεν εμπιστεύεται πλέον τους συναδέρφους του, θεωρεί πως έχουν εκτεθεί σε υπερφυσικό παράγοντα και ζήτησε απόδειξη ταυτότητας. Μόλις συμβεί κάτι τέτοιο στον κύκλο των Κυνηγών, κάθε είδους συζήτησης και απόπειρα επεξήγησης τελειώνει, οι δεσμοί οικογένειας χάνονται με μιας, οι φιλίες και οι έχθρες σταματάνε, ενώ οι πλάκες και τα πειράγματα δεν έχουν πια καμία θέση. Όλα μπαίνουν σε παύση και πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ταυτότητα του κάθε Κυνηγού για να μπορέσει να συνεχίσει και πάλι η κανονική ροή.

«Δεν υπάρχει τώρα λόγος να πετσοκοβόμαστε λες κι είμαστε Κυνηγοί του μεσαίωνα.», ο Ρετ έβγαλε με αργές και καθησυχαστικές κινήσεις από την κωλότσεπή του ένα μεταλλικό φλασκί. «Είναι φτιαγμένο από καθαγιασμένο σφυρήλατο σίδερο,», έξυσε δυνατά με το νύχι του τους περίτεχνους ρούνους που είχε χαραγμένους πάνω του και ξεβίδωσε το καπάκι. «το στόμιο είναι καθαρό ασήμι και μέσα έχει αγιασμό…με λιγουλάκι σπιτικό τζιν της μαμάς Ντάϊ, έτσι για να σκοτώνονται και τα…μικρόβια.», του έκλεισε πονηρά το μάτι. «Στην υγειά σου!», το ανασήκωσε και αφού ήπιε μια γερή γουλιά το έδωσε στον Λινκ.

«Στην υγειά σου Ντην!», ο Λινκ αντέγραψε τον χαιρετισμό του Ρετ και πήρε μια γερή γουλιά. Σκούπισε το στόμιο με τη μπλούζα του και έβαλε το φλασκί στο χέρι του Ντην.

Ο Ντην τελείως μηχανικά φίλησε πρώτα στα γρήγορα, μα επιδεικτικά, την ασημένια, διπλή βερίτσα που φορούσε στον δεξί του παράμεσο. «Στην υγ-γειά σας.», ευχήθηκε σαστισμένα, έξυσε το φλασκί με τα νύχια του για να αντιγράψει το τελετουργικό των Μακλάφλιν και ήπιε και αυτός.

«Εντάξει; Σιγουρεύτηκες;», ο Ρετ βίδωσε το φλασκί του και το έβαλε στην πίσω τσέπη του. «Να πούμε για καλό και για κακό κι ένα "Κρίστο"; Μήπως θέλεις τελικά να χαρακωθούμε κιόλας και να καταπιούμε αλάτι;»

«Όχι… 'ντάξει.», ο Ντην αποκρίθηκε διστακτικά.

«Ωραία, αφού σιγουρεύτηκες πως εμείς είμαστε εμείς κι εμείς πως εσύ είσαι εσύ, θα μας αφήσεις τώρα να σε πάμε να σε ξαπλώσουμε στη βολική κατασκήνωσή μας και να σε περιποιηθούμε;»

«Όχι!», ο Ντην παρόλο που βεβαιώθηκε πως δεν κινδύνευε από υπερφυσικά πλάσματα, γύρισε μπρούμυτα και άρχισε να σέρνεται προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. «Μπορεί να 'στε εσείς, αλλά με σακατέψατε κωλόπαιδα!», φώναξε κάνοντας έρπειν στο χώμα, αγκομαχώντας και βρίζοντας ακατάληπτα.

Ο Ρετ τον πλησίασε και του πάτησε την παράλυτη, αριστερή γάμπα για να του εμποδίσει την απόδραση. «Δε σου κάναμε τίποτα! Μπορείς να χαλαρώσεις για πέντε λεπτά και να μας αφήσεις να σου ξηγηθούμε;»

«Μετά απ' την ριμάδα την ένεση που μου 'κανε ο Λινκ στο πόδι παρέλυσα!», φώναξε ο Ντην. «Τι σκατά είχε μέσα;»

«Αντιβιοτικό ήταν Ντην. Σ' τ' ορκίζομαι. Πάμε να σου δείξω και το φιαλίδιο!», η φωνή του Λινκ ήταν χρωματισμένη με βαθιά στεναχώρια. «Δεν φταίμε εμείς, ούτε τ' αντιβιοτικό. Μπορώ να σου εξηγήσω!»

«Άφησέ με ψηλέ!», ο Ντην διέκοψε, βάζοντας όλη τη δύναμή του προσπαθώντας να ξεφύγει, όμως δεν κατάφερνε να απελευθερωθεί από το βάρος που του ασκούσε ο Ρετ. «Μη μ' αγγίζετε!», πλέον πάσχιζε να ξεφύγει με κάθε τρόπο. «Θέλω να φ-φύγω!

«Πού θα πας ρε Ντην;»

«Δε ξέρω! Σ-σπίτι μου!»

«Άσ' τον Ρετ.», ο Λινκ αναστέναξε απογοητευμένα. «Άσ' τον γιατί έτσι τσιτώνεται περισσότερο. Άσ' τον μπας και χαλαρώσει και το συνειδητοποιήσει.»

«Μα πού θα πάει σ' αυτή την κατάσταση; Θα ξεσκίσει τα χέρια του ο χαζός!», ο Ρετ σταμάτησε να τον πατά και βάλθηκε να παρακολουθεί την αργή πορεία του.

«Νομίζω πως πάει προς τ' αμάξι του.», ο Λινκ μάντεψε την κατεύθυνση του Ντην.

«Θέλει κοντά στα πέντε μίλια για τ' αμάξι σου ρε Ντην! Και το μονοπάτι, αν θυμάσαι, ήταν απότομο και γεμάτο κοφτερές πέτρες!», ο Ρετ έτρεξε και πάλι κοντά του, βγάζοντας συγχρόνως από τη τσέπη του ένα μπρελόκ με κλειδιά. «Να! Έλα, πάρε το κλειδί απ' το τζιπάκι μας!», το κούνησε μπροστά στο πρόσωπο του για να τον πείσει να το πάρει. Το τζιπ του Ρετ ήταν παρκαρισμένο πολύ κοντά στην κατασκήνωσή τους, ενώ το πολυαγαπημένο Impala του Ντην έπρεπε να μείνει πίσω γιατί δεν μπορούσε να ανέβει τον κακοτράχαλο δρόμο. «Πάνε καλύτερα προς το τζιπ μας που 'ναι 'δώ δίπλα και θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω ν' ανεβείς και να σου βγάλω το τρέιλερ με την όρνιθα για να μην έχεις έξτρα βάρος!»

«Παράτα με! Θέλω να πάω σ-σπίτι μου!», βόγκηξε ο Ντην ενώ σερνόταν όλο και πιο δύσκολα προς την αντίθετη κατεύθυνση από το τζιπ του Ρετ. «Τι 'θελα και σας άκουσα;», μονολόγησε ρητορικά. «Τι 'θελα κι ήρθα μαζί σας; Τι 'θελα και σήκωσα το τηλέφωνό μου;»


...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


[0] Σ.Σ. Μη ξεχάσετε να αφήσετε review. Για οποιαδήποτε απορία στείλτε μου P.M.

[1]Σ.Σ. Βλέπε το 3ο κεφάλαιο της 2.2ης ιστορίας της σειράς με τίτλο «Ό,τι συνέβη στο Σιού Φαλς μετά το περιστατικό στο Γκράντ Φορκς έμεινε στο Σιού Φαλς.» - «What happened in Sioux Falls after the incident in Grand Forks, stayed in Sioux Falls.» και το 4ο κεφάλαιο της 5ης ιστορίας της σειράς, με τίτλο: «Ό,τι συνέβη στην Κόλαση, έμεινε στην Κόλαση.» - «What happened in Hell, stayed in Hell.»

[2]Σ.Σ. Αναφορά στο παιδικό βιβλίο του Fred Gipson «Old Yeller» (1956)