Κεφάλαιο Πρώτο
Ο Λίο βγήκε από το αυτοκίνητο κρατώντας μια μικρή βαλίτσα, που ωστόσο περιείχε όλα όσα θα του ήταν απαραίτητα για τις επόμενες εβδομάδες. Αποχαιρέτησε τους γονείς του και πέρασε τον φράχτη, που περιτριγύριζε τον κήπο της όμορφης μονοκατοικίας της οδού Ρόμπινς. Ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές με τα δύο μεγαλύτερα ξαδέρφια του, τον Πήτερ και την Έμιλυ.
"Λίο!", φώναξε η θεία Τζάνετ βγαίνοντας έξω για να τον καλωσορίσει. "Πόσο χαίρομαι που ήρθες! Σε περιμέναμε όλοι με ανυπομονησία". Ο Λίο χαμογέλασε αγχωμένα καθώς μπήκαν στο σαλόνι και αντίκρυσε τα δύο ξαδέρφια του.
"Γεια σου, μικρέ!", του είπε ο Πήτερ με ένα χτύπημα στον ώμο ενώ η Έμιλυ τον χαιρέτησε με ένα φιλί.
"Πήγαινε πάνω να τακτοποιήσεις τα πράγματά σου κι ύστερα κατέβα να φάμε όλοι μαζί". Εκείνος έκανε όπως του ζήτησε η Τζάνετ και λίγη ώρα αργότερα απολάμβανε την εξαιρετική μαγειρική της. Καθισμένος ανάμεσα στη θεία και στα ξαδέρφια του, άρχισε σιγά-σιγά να αισθάνεται πιο άνετα. Μπορεί να είχε συμφωνήσει να τον φιλοξενήσουν, ωστόσο, διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις. Σπάνια είχε τύχει να περάσει χρόνο μαζί τους, ενώ γεγονός παρέμενε ότι ήταν αρκετά μικρότερος σε ηλικία. Μόλις δεκαπέντε χρονών, τη στιγμή που ο Πήτερ και η Έμιλυ ήταν δεκαοχτώ. Μικρή διαφορά, ασφαλώς, μα σε αυτές τις ηλικίες μοιάζει τεράστια. Τελικά, αδίκως αμφέβαλλε. Η συμπεριφορά των παιδιών απέναντί του ήταν άψογη. Τελειώνοντας το δείπνο, ήταν βέβαιος ότι τον περίμενε ένα θαυμάσιο καλοκαίρι. Και ήταν... Για λίγο.
Βόλτες, ξενύχτια και παιχνίδια στη θάλασσα. Αυτή ήταν η καθημερινότητα του Λίο κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του. Περνούσε τις πιο διασκεδαστικές διακοπές της ζωής του, ώσπου μία μέρα, καθώς επέστρεφαν από το πρωινό τους μπάνιο στην κοντινή παραλία, άκουσαν φωνές και φασαρία στρίβοντας στη γωνία για το σπίτι τους.
"Τι γίνεται εκεί;", απόρησε η Έμιλυ βλέποντας ένα μεγάλο φορτηγό παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο έξω από το γειτονικό σπίτι.
"Φαίνεται πως κάποιος μετακομίζει", υπέθεσε ο Πήτερ μόλις πλησίασαν και είδαν τους εργάτες να μπαινοβγαίνουν μεταφέροντας έπιπλα και κούτες.
"Προσεκτικά, παρακαλώ! Μέσα σ' αυτά τα κουτιά υπάρχουν κρυστάλλινα ποτήρια και πορσελάνινα πιάτα", ακούστηκε ξαφνικά μια τσιριχτή φωνή και από το εσωτερικό του σπιτιού ξεπρόβαλε μια μικροκαμωμένη γυναίκα με κοντά, μαύρα μαλλιά, τα οποία φωτίζονταν από δυο-τρεις τούφες βαμμένες σε έντονο ροζ χρώμα. Παρόλο που η αυλή της ήταν γεμάτη χαλίκια, εκείνη ισορροπούσε τέλεια πάνω στα ψηλοτάκουνα πέδιλά της και αντιλαμβανόμενη την παρουσία των τριών νεαρών, πλησίασε με ζωηρό βήμα προς το μέρος τους. "Ω, τι έχουμε εδώ; Εσείς πρέπει να είστε οι καινούριοι μας γείτονες, έτσι; Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Εγώ είμαι η Άνναμπελ, παιδιά", συστήθηκε με την ίδια ψιλή φωνή.
"Εγώ λέγομαι Πήτερ κι από εδώ η αδερφή μου, η Έμιλυ και ο ξάδερφος μας, ο Λίο."
"Μα είστε γλυκύτατα παιδιά!", είπε η γυναίκα θαυμάζοντας τις χρυσαφένιες μπούκλες του Λίο, που λαμποκοπούσαν κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. "Η Κάιλι κι ο Τζάσπερ θα χαρούν πολύ, όταν τους μιλήσω για εσάς. Είναι, ξέρετε, στην ηλικία σας κι είμαι σίγουρη πως θα γίνετε φίλοι. Τώρα όμως δυστυχώς πρέπει να σας αφήσω, γιατί έχω ένα σωρό δουλειές με τη μετακόμιση. Αλλά δε χανόμαστε. Θα τα ξαναπούμε σύντομα", υποσχέθηκε κι ύστερα επέστρεψε με γοργό βήμα στις εργασίες.
Την επόμενη μέρα, καθώς ξεκίνησαν για την παραλία, έπεσαν ξανά πάνω στην Άνναμπελ, η οποία στεκόταν μπροστά στο σπίτι της παρέα με δύο άγνωστα πρόσωπα.
"Πρέπει να είναι τα παιδιά της", ψιθύρισε ο Πήτερ.
"Ορίστε, δείτε. Οι καινούριοι σας φίλοι πάνε για μπάνιο. Τι θα λέγατε να τους συνοδεύσετε για να γνωριστείτε κιόλας; Λοιπόν, παιδιά, αυτή είναι η Κάιλι κι από εδώ ο μικρός μου, ο Τζάσπερ."
"Γεια", χαιρέτησε ντροπαλά το αγόρι που ήταν στην ηλικία του Λίο.
"Άντε, θα αργήσετε", είπε η Άνναμπελ σπρώχνοντας ελαφρά την κόρη της, που έμοιαζε μάλλον απρόθυμη. Εκείνη τούς ακολούθησε με βαριεστημένο βλέμμα, το οποίο δε σήκωσε στιγμή από την οθόνη του κινητού της. Ο Λίο και ο Τζάσπερ, πάλι, έμοιαζαν να έχουν πολλά κοινά και συζητούσαν σε πολύ φιλικό κλίμα.
"Μου φαίνεται πως θα κάνετε καλή παρέα με τα παιδιά των γειτόνων", σχολίασε η Τζάνετ, αφού της περιέγραψαν πώς πέρασαν στη βόλτα τους.
"Ο Τζάσπερ είναι μια χαρά μα η Κάιλι είναι εντελώς ψώνιο."
"Έμιλυ! Σε παρακαλώ να μιλάς πιο ευγενικά!", τη μάλωσε η μητέρα της.
"Έχει δίκιο η Έμιλυ, μαμά", συμφώνησε και ο Πήτερ. "Είναι παράξενο κορίτσι... Και μας κοιτάζει με ένα ύφος υπεροπτικό". Ο Λίο δεν έκανε κανένα σχόλιο, γιατί η αλήθεια ήταν πως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην Κάιλι. Ήταν λίγο μεγαλύτερη από αυτόν, ίσως στην ηλικία του Πήτερ ή και πιο μεγάλη ακόμα, πολύ όμορφη μα απόμακρη και γι' αυτό, δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιον τρόπο θα έκαναν ποτέ παρέα όλοι μαζί.
"Όπως και νά 'χει, πρέπει να της δώσετε μια ευκαιρία προτού την κρίνετε", είπε η Τζάνετ μα τα παιδιά δεν έδειχναν να συμμερίζονται την άποψή της.
"Εγώ νομίζω πως δεν κάνουμε κανένα λάθος με την Κάιλι. Είμαι βέβαιη πως είναι όσο στριμμένη δείχνει", σχολίασε η Έμιλυ την ώρα που έλυνε τα μαλλιά της για να ξαπλώσει.
"Δεν ξέρω... Ίσως να έχει δίκιο η μαμά", είπε ο Πήτερ κι η αδερφή του τον κοίταξε έκπληκτη.
"Μωρέ, τι μας λες; Αχώνευτη είναι. Νόμιζα πως συμφωνούσες κι εσύ μαζί μου. Τι έγινε και άλλαξες γνώμη; Μήπως...", ξεκίνησε να λέει κοιτώντας τον με την άκρη του ματιού της.
"Μήπως τι;", την προκάλεσε ο Πήτερ να συνεχίσει.
"Μήπως σου αρέσει η καινούρια γειτόνισσα;", ολοκλήρωσε η Έμιλυ, για να εισπράξει ένα μαξιλάρι στα μούτρα απ' τον αδερφό της.
"Κόψε τις αηδίες!", είπε αυτός κοιτώντας το παράθυρο που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του. Το βλέμμα του έμεινε κολλημένο εκεί για αρκετή ώρα κι ύστερα πλησίασε πιο κοντά παρατηρώντας κάτι πέρα από το σπίτι τους.
"Τι τρέχει;", τον ρώτησε η Έμιλυ.
"Τίποτα...", αποκρίθηκε ο Πήτερ καθώς απομακρυνόταν από το παράθυρο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του δίχως να πάρει τα μάτια του από αυτό που του είχε τραβήξει τόσο την προσοχή. Έμεινε για πολλή ώρα σκεπτικός κι έπειτα έσβησε το φως. Μα ώσπου να χαράξει, δεν είχε κατορθώσει να κοιμηθεί.
