Κεφάλαιο Τέταρτο

Ο Πήτερ και η Έμιλυ ακολούθησαν την Κάιλι που κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα μέχρι το θεοσκότεινο σαλόνι. Κανένα ίχνος της Άνναμπελ.

"Αυτό είναι το δωμάτιο του παππού σου;", τη ρώτησε ο Πήτερ μόλις στάθηκαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Το κορίτσι με ένα καταφατικό νεύμα την άνοιξε και το αργόσυρτο τρίξιμο προκάλεσε ανατριχίλα στην Έμιλυ. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από το απαλό φως ενός πορτατίφ. Ωστόσο, διέκριναν εύκολα τον άνδρα που τους παρακολουθούσε, να κοιμάται γαλήνια σε ένα κρεβάτι.

"Πλησιάστε", τους παρότρυνε η Κάιλι.

"Μπα, άσε καλύτερα...", είπε αμέσως η Έμιλυ. Ο Πήτερ, πιο θαρραλέος, βάδισε προς τον ηλικιωμένο άνδρα. Το ξύλινο πάτωμα όμως έτριξε δυνατά καθώς πλησίαζε στο κρεβάτι του, με αποτέλεσμα εκείνος να ξυπνήσει τινάζοντας απότομα τα χέρια του στον αέρα.

"Τι κάνετε εσείς εδώ;", τους ρώτησε με αδύναμη φωνή μόλις συνήλθε από το σοκ. "Γιατί ήρθατε σ' αυτό το σπίτι;"

"Έίμαστε... Είμαστε φίλοι των εγγονών σας...", αποκρίθηκε ο Πήτερ με φωνή που έτρεμε.

"Των εγγονών μου;", επανέλαβε εκείνος με χαμένο βλέμμα.

"Ναι, της Κάιλι και του Τζάσπερ". Ο άγνωστος άνδρας τότε έπεσε πίσω στο μαξιλάρι βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό από το στήθος του.

"Αχ... Ανόητα παιδιά...", μονολόγησε χωρίς να κοιτάζει κάπου συγκεκριμένα. "Προσπάθησα να σας κρατήσω μακρυά από τούτο το καταραμένο μέρος αλλά εσείς πήγατε και πέσατε κατευθείαν στην παγίδα."

"Ποια παγίδα;", ρώτησε ο Πήτερ, την ώρα που η Έμιλυ πλησίασε και στάθηκε στο πλευρό του αδερφού της με μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία.

"Εγώ είμαι αναγκασμένος να ζω κλεισμένος σ' αυτό το δωμάτιο για χάρη του εγγονού μου. Υποσχέθηκε ότι δε θα τον πειράξει...", είπε κλαψουρίζοντας.

"Μα για ποιο πράγμα μιλάτε;"

"Αυτή... Αυτή...", ξεκίνησε να λέει και τα δύο αδέρφια κοιτάζοντας προς τα πίσω είδαν την Άνναμπελ να στέκεται δίπλα στην κόρη της που τους κοιτούσε χαμογελώντας. Όμως εκείνο το χαμόγελο δεν ήταν χαμόγελο ανθρώπινου πλάσματος. Κανενός ανθρώπου οι κυνόδοντες δεν εξέχουν από το στόμα. Ο Πήτερ και η Έμιλυ στέκονταν εκεί παγωμένοι, αδύναμοι να αντιδράσουν.

"Έπρεπε να είχατε πιει τις βυσσινάδες σας". Ήταν η Κάιλι που μίλησε προχωρώντας αργά προς το μέρος τους. "Εάν είχατε πιει, δε θα μπορούσα να το κάνω αυτό". Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Τη στιγμή που η Κάιλι ήταν έτοιμη να ορμήξει στα παιδιά, ο Τζάσπερ εμφανίστηκε από το πουθενά κι έπεσε καταπάνω της ξεσκίζοντάς τη με τα αιχμηρά δόντια του. Η Κάιλι πρόλαβε να ανοίξει το στόμα αλλά η κραυγή της δεν ακούστηκε ποτέ. Ύστερα, ο Τζάσπερ στάθηκε πάλι όρθιος με το αίμα να τρέχει στο σαγόνι του και να φτάνει ως το κάτω μέρος της μπλούζας του. Πλησίασε την Άνναμπελ και την κοίταξε με αγέρωχο ύφος.

"Τελείωσε τώρα", είπε καρφώνοντας τα μάτια του πάνω της. "Δε χρειάζεται να την υπακούμε άλλο. Αν όμως κάνεις οποιαδήποτε κίνηση εναντίον τους ή εναντίον του παππού μου, τότε θα έχεις την ίδια κατάληξη μ' αυτήν". Η Άνναμπελ, αφού τον κοίταζε γεμάτη ένταση για αρκετή ώρα, έπειτα χαλάρωσε τη στάση της.

"Ο μικρός ήπιε απ' τη 'βυσσινάδα'. Είναι πλέον ένας από 'μάς."

"Τότε, θα μείνει μαζί μας. Αλλά τα ξαδέρφια του θα βγουν από εδώ μέσα σώα και αβλαβή". Ο Τζάσπερ στράφηκε σε εκείνους που παρακολουθούσαν δίχως να βγάζουν μιλιά όσα απίστευτα εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια τους. "Είστε ασφαλείς πια όμως πρέπει να φύγετε αμέσως". Δε χρειάστηκε να τους το πει δεύτερη φορά.


[Πέντε χρόνια μετά, αρκετά χιλιόμετρα μακρυά]

Το νιόπαντρο ζευγάρι επέστρεψε ευτυχισμένο απ' το γαμήλιο ταξίδι. Άνοιξαν την πόρτα του καινούριου τους σπιτιού, άφησαν τις βαλίτσες στην είσοδο κι έριξαν μια ματιά στο άδειο σαλόνι. Δεν είχε καμία σημασία. Θα μπορούσαν κάλλιστα να κοιμούνται στο πάτωμα και να τρώνε στην αυλή. Καθώς βρίσκονταν στα μέσα του καλοκαιριού, αυτό ακριβώς αποφάσισαν να κάνουν.

"Χαίρετε", ακούστηκε μια φωνή την ώρα που άπλωναν ένα τραπεζομάντηλο στο γρασίδι. Γύρισαν και είδαν μια γυναίκα με κοντά, μαύρα μαλλιά και ροζ ανταύγειες να στέκεται πίσω από τον φράχτη. "Ώστε εσείς είστε οι νέοι μας γείτονες. Εγώ είμαι η Άνναμπελ και ζω εδώ με τα παιδιά μου. Τζάσπερ, Λίο!". Δύο έφηβοι σταμάτησαν το παιχνίδι στην πισίνα και τους χαιρέτησαν από μακρυά.

"Γεια σας", είπε ο άνδρας. "Σήμερα εγκατασταθήκαμε κι αφού δεν έχει επιπλωθεί ακόμα το σπίτι, σκεφτήκαμε να στρώσουμε στον κήπο."

"Θα ήταν χαρά μας να σας κάνουμε το τραπέζι", πρότεινε η Άνναμπελ με ευγένεια. "Έτσι θα γνωριστούμε καλύτερα. Τι λέτε;"

"Αν δεν υπάρχει πρόβλημα...". Η γειτόνισσα τούς υποδέχτηκε με χαρά και τους οδήγησε στο τραπεζάκι του κήπου, πάνω στο οποίο δέσποζε μία μεγάλη, γυάλινη κανάτα. Οι σταγόνες που έσταζαν στο εξωτερικό ήταν απόδειξη πως το περιεχόμενό της ήταν πραγματικά δροσερό. Ό,τι έπρεπε για ένα τόσο ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι, που ένοιωθαν τις ανάσες τους να καίνε. Η Άνναμπελ πήρε την κανάτα και με ένα λαμπερό χαμόγελο στράφηκε στο νεαρό ζευγάρι.

"Να σας προσφέρω λίγη βυσσινάδα;"

ΤΕΛΟΣ