Άνθρωπος στην Κοιλάδα των Μούμιν

Παρότι ο καιρός ήταν συνήθως συννεφιασμένος τέτοια εποχή στον Κόλπο της Φιλανδίας, αυτό το απόγευμα ήταν πολύ πιο γκρίζο και μελαγχολικό από όσο συνήθως στο κέντρο του Ελσίνκι. Αυτή η πόλη των συγγραφέων και καλλιτεχνών, η πρωτεύουσα της Φιλανδίας, ήταν ο παράδεισος ξένων φοιτητών καλλιτεχνικών, πεζογραφίας και δραματικής σχολής. Πράγματι, δυο τέτοιοι φοιτητές βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή εντός της Λεωφόρου Αλεξαντερικάτου στο νοικιασμένο τους Φίατ. Ο οδηγός έκανε μια απότομη στροφή να αποφύγει ένα τρόλεϊ που ερχόταν από την αντίθετη λωρίδα, ακολουθώντας το δρόμο προς την Πλατεία της Γερουσίας.

«…Όπως και σου έλεγα, Μάρτιν, θα έπρεπε να το σκεφτείς να παρακολουθήσεις την τάξη μας το επόμενο τρίμηνο. Βερντάμντ, τι δε θα δίναμε να έχουμε ένα δημιουργικό μυαλό σαν το δικό σου στην ομάδα μας!»

«Σου το έχω ήδη πει, Ούλριχ, η ειδικότητα μου είναι μηχανολογία,» είπε ο Μάρτιν, «Δεν είμαι φτιαγμένος για τέτοια πράγματα. Έμπνευση, φαντασία… Τι ήταν αυτό που μου έλεγες της προάλλες για την Τούβε Γιάνσσον;»

Ο δεκαεφτάχρονος Μάρτιν Παρκ ήταν από την Αγγλία. Το μοναχοπαίδι ενός αξιωματικού της Βασιλικής Αεροπορίας ο οποίος είχε σκοτωθεί πριν λίγα χρόνια, ο Μάρτιν σπούδαζε αρχιτεκτονική στη Φιλανδία. Ο γερμανός φίλος του, ο Ούλριχ Ουρχς, ο οποίος σπούδαζε λογοτεχνία και ψυχολογία στο ίδιο πανεπιστήμιο, ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος του Μάρτιν και λίγο σπασίκλας στα μάτια του Βρετανού φοιτητή.

«Ναι, για τα Μούμιν,» απάντησε ο γερμανός με ενθουσιασμό, «Η Τούβε Γιάνσσον έκανε κυριολεκτικά πάταγο με τα βιβλία της. Έστησε τα θεμέλια της σύγχρονης Φιλανδέζικης κουλτούρας αυτή η γυναίκα.»

«Νόμιζα πως έγραψε αυτά τα παραμύθια για παιδιά,» είπε ο Μάρτιν, προσεχτικά αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει την λέξη 'γελοία', γνωρίζοντας πόση ευαισθησία είχε ο Ούλριχ στη λογοτεχνία. Αυτός, αντιθέτως, δεν ήξερε και πολλά για τα Μούμιν, πέρα από ορισμένα επεισόδια κινουμένων σχεδίων που έβλεπε μικρός στην τηλεόραση. Παρότι, όπως κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, του άρεσε το διάβασμα, ο Μάρτιν δεν πίστευε στα όνειρα. Ο μακαρίτης πατέρας του πάντα έλεγε πώς να αποδέχεσαι την σκληρή πραγματικότητα ήταν καλύτερο από το να την κρύβεις κάτω από ένα χαλί, όπως λέει ο λόγος, με φαντασιώσεις. Ο Μάρτιν πάντα τον θαύμαζε και όταν πέθανε είχε πάρει τα λόγια του κατάκαρδα και είχε γρήγορα συνεχίσει με τη ζωή του, προσπαθώντας να ξεχάσει την θλίψη του.

«Όχι, είναι πολύ περισσότερο από απλά παραμύθια,» επέμενε ο Ούλριχ, «Ακριβώς αυτό που ο περισσότερος κόσμος δεν εκτιμάει στην πεζογραφία – δεν προορίζεται μόνο για διασκέδαση και φιλοσοφική έκφραση. Η πεζογραφία είναι ένας από τις πιο αρχαίες θεραπείες της ανθρωπότητας για το μυαλό και την ψυχή. Η ίδια η Τούβε ένοιωθε τόσο παγιδευμένη και καταθλιμμένη κατά τη διάρκεια της κατοχής της Φιλανδίας το 1940, που έγραψε τα Μούμιν σαν μέσο διαφυγής από τη μιζέρια της – μια ευτυχία που εξακολουθεί να μοιράζεται με τις μελλοντικές γενεές.»

Κάποιοι, κανονικά, θα αποκαλούσαν τον Ούλριχ είτε τρελό ή απλώς ότι είχε μεγάλη εμμονή. Ο Μάρτιν όμως δεν είχε ιδέα τι συμπέρασμα να βγάλει από τη αλλόκοτη θεωρία του φίλου του.

«Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού, ξέρεις,» του είπε, «Τι νόημα έχει να προσπαθείς να ξεφύγεις από την πραγματικότητα ονειροπολώντας για κάτι το οποίο ούτε καν υπάρχει;» Το Ούλριχ τον κοίταξε με το βλέμμα ενός φιλόσοφου.

«Φίλε μου, υπάρχει μια πολύ πιο λεπτή γραμμή μεταξύ στις πιο βαθιές επιθυμίες της ψυχής σου και την πραγματικότητα από όσο νομίζεις. Όταν σου στερείται κάτι που επιθυμείς τόσο πολύ, όπως για παράδειγμα το να είσαι μέρος μια μεγάλης και ευτυχισμένης οικογένειας, τότε το υποσυνείδητο σου πρέπει με κάποιον τρόπο να σου βρει κάποια διέξοδο, όπως με την έμπνευση για μια καλή νουβέλα όπως τα Μούμιν. Είναι αναπόφευκτο, όπως και η ίδια σου η αναπνοή. Πρέπει να το ζήσεις, έστω και μέσα στο μυαλό σου, για να βρεις κάποια παρηγοριά στο πόνο σου.»

Αυτά τα λόγια έτσουξαν άσχημα τον Μάρτιν. Ήταν ένθερμα ένας λογικός άνθρωπος, ο οποίος δεν είχε χρόνο για φαντασιώσεις, όμως από την άλλη, ο Ούλριχ είχε δίκιο. Του έλειπε τρομερά ο πατέρας του. Δεν είχε αδέρφια, ούτε άλλους συγγενείς στο κόσμο, παρά μόνο την πενθούσα μητέρα του, την οποία ο θάνατος του συζύγου της την είχε επηρεάσει ακόμη χειρότερα και από τον γιό της, αφήνοντας την αποτραβηγμένη και με βαριά κατάθλιψη. Αλλά, τι είδους παρηγοριά μπορούσε να βρει από ένα μυθιστόρημα; Ήταν παράλογο.

«Κάποια δημιουργικά μυαλά το έχουν πάρει ένα βήμα πιο μπροστά,» συνέχισε ο Ούλριχ, «Θυμάσαι εκείνη την ιστορία με το αγόρι που συνάντησε τους χαρακτήρες του αγαπημένου του βιβλίου στον Κήπο της Εδέμ;» Ο Μάρτιν δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει, «Οι πάντες πίσω στην Αγγλία που διαβάζουν Μια Ανάσα από τον Παράδεισο γνωρίζουν αυτή την ιστορία.»

«Λοιπόν, ποιο μάθημα ζωής μας διδάσκει;» τον ρώτησε ο Γερμανός, που φαινόταν ξαφνικά να το παίζει ψυχίατρος που έπαιρνε συνέντευξη από τον ασθενή του. Όμως ο Μάρτιν δεν είχε όρεξη να συζητήσει άλλο για αυτό το θέμα. Ο θάνατος του πατέρα του ήταν κάτι προσωπικό. Με τον καιρό, κάπως θα το ξεπερνούσε, όπως και όλα τα προβλήματα του.

Καθώς περνούσαν από την Πλατεία Σιδηροδρομικού, ο Μάρτιν είπε στον Ούλριχ να κάνει μια στάση. «Θα κατέβω δώ. Έχω κάτι να κάνω για την εργασία μου στο Κέντρο Κάμπυ. Θα γυρίσω στην εστία με το λεωφορείο.»

«Είσαι σίγουρος; Μου φαίνεται σαν να έρχεται κακοκαιρία,» είπε ο Ούλριχ, κοιτάζονταν τον συννεφιασμένο ουρανό. Ο Μάρτιν όμως, που ήξερε από χειρότερη κακοκαιρία πίσω στην Αγγλία, δεν ανησυχούσε, «Δεν πειράζει. Αυτό το παλτό είναι αδιάβροχο.» Αρπάζοντας ένα φθαρμένο στρατιωτικό σακίδιο από το πίσω κάθισμα, το οποίο κάποτε άνηκε στον πατέρα του, και στο οποίο τώρα κουβαλούσε τον υπολογιστή και τα βιβλία του, βγήκε από το αμάξι.

«Τα λέμε, Μάρτιν!»

«Τσάο, φίλε. Φύλαξε μου μια κρύα μπίρα!»

Αποχαιρετώντας τον φίλο του, ο Μάρτιν φόρεσε την κουκούλα του αδιάβροχου του και ακολούθησε το πεζοδρόμιο προς το Κάμπυ, λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Αυτή η γειτονιά ήταν ένα από τα καλύτερα μέρη του Ελσίνκι, με το Εθνικό Θέατρο και το Μουσείο Τεχνών Ατένιουμ, που ήταν κάποτε η Ακαδημία Καλών Τεχνών, όπου και είχε σπουδάσει η Τούβε Γιάνσσον. Αυτό ήταν το μέρος όπου φανατικοί λάτρες Φιλανδέζικης λογοτεχνίας και τεχνών, όπως ο Ούλριχ, τους άρεσε να χαζεύουν.

Κάνοντας μια στάση σε ένα περίπτερο κοντά στο σταθμό για ένα αναψυκτικό προτού πάει στο Κάμπυ, καθώς μισούσε τις απίστευτα υψηλές τιμές του κυλικείου εκεί, κοίταξε προς το Μουσείο Ατένιουμ απέναντι. Η συλλογή της Τούβε Γιάνσσον είχε μεταφερθεί εκεί πρόσφατα προς τιμήν της προ πολλού πεθαμένης συγγραφέας και το μουσείο σύντομα επρόκειτο να ανοίξει την έκθεση. Έξω, δίπλα στην είσοδο, ένα μπρούτζινο ομοίωμα ενός Μούμιν στεκόταν καμαρωτό.

Πληρώνοντας τον ψιλικατζή και βάζοντας την Κόκα Κόλα στο σακίδιο του, πλησίασε για μια καλύτερη ματιά. Δεν του γέμιζε ιδιαίτερα το μάτι. Ένα παχουλό, στρογγυλό, με μια μεγάλη μύτη σαν ιπποπόταμος άγαλμα, το όποιο έμοιαζε σαν ένα από κείνα τα γελοία λούτρινα ζωάκια για πιτσιρίκια. Η προηγούμενη συζήτηση του με τον Ούλριχ φαινόταν πιο παράλογη όσο ποτέ. Αυτό το πράμα ήταν η παρηγοριά για έναν καταθλιμμένο πενθούντα ο οποίος είχε μείνει ορφανός από πατέρα στο άνθος της ζωής του; Σιγά!

Δεν γνώριζε πόση ώρα στεκόταν εκεί χαζεύοντας όταν ένοιωσε τις βαριές σταγόνες βροχής να χτυπάνε το παλτό του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και το ψιχάλισμα είχε μετατραπεί σε μια βαριά μπόρα με καταρρακτώδη βροχή. Αστραπές έσκιζαν τον ουρανό και ο Μάρτιν μετάνιωσε για την απόφαση του να κάνει στάση εδώ. Δεν τον πείραζε να βραχεί, όμως δεν μπορούσε να ρισκάρει να χαλάσει τον υπολογιστή με όλες τις εργασίες του μέσα στο σακίδιο του, το οποίο δεν ήταν αδιάβροχο. Τριγύρω του, πεζοί έτρεχαν για καταφύγιο. Η είσοδος του μετρό στην άλλη πλευρά της πλατείας, σκέφτηκε, θα του πρόσφερε κάποια προστασία. Όμως ποτέ δεν έφτασε έως εκεί.

Διασχίζοντας τρέχοντας την πλατεία, γλίστρησε στις βρεγμένες πλάκες του πεζοδρομίου και έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος. Μουρμουρίζοντας μια βρισιά για τα λασπωμένα χέρια και γόνατα του, έπιασε το κοντινότερο αντικείμενο για να στηριχθεί – ένα κοντάρι σημαίας με τη Φιλανδική σημαία στην κορυφή. Αυτό ήταν ένα μεγάλο λάθος.

Σε ηλεκτρικές καταιγίδες, ο κάθε λογικός άνθρωπος γνωρίζει πως δεν πρέπει να κυκλοφορεί έξω σε ανοικτούς χώρους όπου οι κεραυνοί χτυπούν το ψηλότερο αντικείμενο που υπάρχει, ούτε και να αγγίζει μεταλλικές επιφάνειες οι οποίες προσελκύουν τους κεραυνούς σα μαγνήτες. Προτού μπορέσει ο Μάρτιν να σταθεί ξανά στα πόδια του, η ζημιά είχε γίνει.

Μια γιγαντιαία αστραπή ξαφνικά χτύπησε το κοντάρι στην κορυφή. Στη στιγμή, ένοιωσε έναν τρομερό πόνο στα χέρια του, τα οποία ακόμη κρατούσαν σφιχτά το κοντάρι της σημαίας, ένας πόνος ο οποίος κυριολεκτικά τον αγκάλιασε ολόκληρο. Ένοιωσε σαν το έδαφος να ανοίγει κάτω από τα πόδια του σαν καταπακτή. Βρέθηκε να πέφτει μέσα σε ένα απέραντο κενό λευκού φωτός, το οποίο σαν να οδηγούσε πέρα των ορίων της φυσικής πραγματικότητας…

Σημείωση από τον συγγραφέα: Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τη σειρά Μούμιν της Τούβε Γιάνσσον και οι ακόλουθες σειρές κινουμένων σχεδίων του 1990 που βασίζονται στα βιβλία. Υπάρχει και στα Αγγλικά στο προφίλ μου. Παρακαλώ, αφήστε και κανένα σχόλιο!