Το καλοκαίρι είχε πια περάσει και το φθινόπωρο είχε ξεκινήσει. Αυτός ήταν ο καιρός που οι Μούμιν εκμεταλλεύονταν τον άπειρο πλούτο της φύσης, μαζεύοντας φρούτα, ξηρούς καρπούς και μανιτάρια, ετοιμάζοντας χειμερινές προμήθειες. Αν και οι Μούμιν πάντα έπεφταν σε νάρκη το χειμώνα, ήθελαν να έχουν ένα γεμάτο κελάρι με τρόφιμα για το όταν θα ξυπνούσαν την άνοιξη. Ο μόνος που δεν έπαιρνε μέρος σε αυτή τη δουλειά ήταν ο Σνόρκιν, ο οποίος δούλευε μέρα-νύχτα να επισκευάσει τις ζημιές στο καινούργιο ιπτάμενο πλοίο του.

Μετά το συμβάν με τον καθηγητή Διπρόσωπο, ο Σνόρκιν είχε φτάσει σε τέτοια σημεία παράνοιας από το φόβο πως κάποιος άλλος θα ερχόταν να κλέψει την εφεύρεση του, που δεν έφευγε πια από το σπίτι και είχε ενισχύσει τόσο πολύ την ασφάλεια στο εργαστήριο του που ο χώρος θύμιζε θυρίδα του Φορτ Νοξ, με τις ενισχυμένες με ατσάλι πόρτες, άθραυστα τζάμια, κάγκελα στα παράθυρα, και τις πιο απαραβίαστες κλειδαριές που υπήρχαν στην αγορά.

Η τρύπα κάτω από την άτρακτο είχε επισκευαστεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και η καινούργια μηχανή ήταν υπό κατασκευή. Ο Σνόρκιν ήλπιζε να τελειώσει όλες τις επισκευές πριν τη χειμέρια νάρκη τους ώστε το πλοίο να ήταν έτοιμο για το παρθενικό του ταξίδι την ερχόμενη άνοιξη. Αφήνοντας τον Σνόρκιν στις δουλειές του, οι υπόλοιποι Μούμιν γύρισαν στα δικά τους καθήκοντα.

Ο Μάρτιν μάζευε μανιτάρια, χωρίς να έχει τη παραμικρή ιδέα ποια από αυτά ήταν φαγώσιμα και ποια δηλητηριώδη. Έχοντας μεγαλώσει σε πόλη, τα μόνα μανιτάρια που ήξερε ήταν εκείνα του εμπορίου, στα ράφια των σουπερμάρκετ. Όχι πως αυτό τον βοηθούσε και πολύ να αναγνωρίζει εάν αυτά που μάζευε δεν θα τους έστελνε όλους στο νοσοκομείο μόλις τα έτρωγαν. Ακόμη και οι λεπτομερείς περιγραφές της Μαμάς Μούμιν δεν βοηθούσαν, αφού όλα έμοιαζαν σχεδόν τα ίδια.

Η Μικρή Μυ τον βοηθούσε, εάν και στη δική της περίπτωση, απλώς μάζευε ότι έβρισκε μπροστά της και το έβαζε στο καλάθι. Λίγο παραπέρα, ο Μούμιν και η Σνόρκα μάζευαν μήλα. Όσο για τον Σνίφιν, ο οποίος υποτίθεται ότι φυλούσε σκοπιά δίπλα στα φαγώσιμα που είχαν μαζέψει, σε περίπτωση που κανένας περαστικός κλέφτης αποφάσιζε να κάνει πλιάτσικο, λαγοκοιμόταν ενώ δεν μπορούσε να αντισταθεί στο πειρασμό να μασουλάει ασταμάτητα τσιμπήματα από τα καλάθια.

Ο Μούμιν είχε μόλις τελειώσει να γεμίζει το τελευταίο καλάθι του με μήλα. Το ακούμπησε διπλά στα άλλα καλάθια με μήλα, μούρα, μανιτάρια και βελόνες πεύκου, τις οποίες, είχε εξηγήσει στον παραξενεμένο Μάρτιν, έτρωγαν οι Μούμιν λίγο πριν τη χειμερινή τους νάρκη. Λίγα ακόμη καλάθια και θα είχαν αρκετές προμήθειες να τα βγάλουν πέρα για όλη της ερχόμενη άνοιξη, ίσως και το καλοκαίρι. Φυσικά, αυτό θα εξαρτιόταν από το πόσο ο Σνίφιν θα μπορούσε να συγκρατήσει τη κυριολεκτικά ατελείωτη όρεξη του.

Σκουπίζοντας λίγο ιδρώτα από το μέτωπο του, πήγε να πιει μια γουλιά νερό από το παγούρι του το οποίο είχε αφήσει κρεμασμένο σε ένα δέντρο εκεί κοντά. Ξαφνικά, παρατήρησε κάτι περίεργο. Το παγούρι μια στιγμή κρεμόταν από το δέντρο και την άλλη κουνιόταν από μόνο του! Ο Μούμιν συνέχισε να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα καθώς το παγούρι ξεκρεμάστηκε από το κλαδί σαν να το κρατούσε ένα αόρατο χέρι, το καπάκι άνοιξε και το νερό άρχισε να αδειάζει μέσα σε ένα αόρατο στόμα. Ένα φάντασμα!

Με ένα ουρλιαχτό τρόμου, παραπάτησε πάνω στο καλάθι του με έπεσε καταγής, σκορπίζοντας παντού τα μήλα. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα δεύτερο, δυνατότερο ουρλιαχτό με ψηλή φωνή, σαν από κορίτσι, δίπλα από το αιωρούμενο παγούρι, το οποίο έπεσε καταγής, χύνοντας το υπόλοιπο περιεχόμενο του στο γρασίδι.

«Είσαι καλά, Μούμιν;» ρώτησε με ανησυχία η Σνόρκα, τρέχοντας να δει τι είχε συμβεί, «Τι έπαθες; Μήπως σε τσίμπησε καμιά σφήγκα;» Λίγο παραπέρα, ο Σνίφιν, ο οποίος είχε ξυπνήσει από τα ουρλιαχτά, σηκώθηκε όρθιος σαν ελατήριο, νομίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος. Όμως δεν φαινόταν να συμβαίνει τίποτε.

«Καλά, τι φάρσα μου παίζετε;» ρώτησε θυμωμένος, νομίζοντας ότι προσπαθούσαν να τον τρομάξουν επειδή τον είχε πάρει ο ύπνος. «Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ούτε για πέντε λεπτά;»

«Μα εμείς δεν ουρλιάξαμε, Σνίφιν,» είπε η Σνόρκα, η οποία είχε επίσης ακούσει το περίεργο ουρλιαχτό, δίχως όμως να ξέρει σε ποιον άνηκε. Εκείνη τη στιγμή, ο Μάρτιν και η Μικρή Μυ ήρθαν τρέχοντας, κρατώντας ρόπαλα, νομίζοντας πως οι φίλοι τους κινδύνευαν.

«Τι τρέχει εδώ; Κλέφτες;»

«Δεν… δεν ξέρω,» μουρμούρισε ο Μούμιν, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε δει. Μήπως ήταν μόνο καμιά οφθαλμαπάτη; «Το παγούρι μου κουνιόταν από μόνο του…»

«Τα παγούρια δεν περπατούν από μόνα τους, κουφιοκέφαλε!» είπε γελώντας η Μικρή Μυ, «Έβλεπες παραισθήσεις επειδή σκοτώνεσαι στη δουλειά τόσες μέρες…!» Κατάπιε όμως τη γλώσσα της όταν ξαφνικά είδε το πεσμένο παγούρι να ξανασηκώνεται και να κρέμεται στον αέρα μπροστά τους, σαν να τους το πρόσφερε ένα αόρατο χέρι. Οι Μούμιν γούρλωσαν τα μάτια τους.

«Φάντασμα!» τσίριξε ο Σνίφιν και έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος. Η Σνόρκα ούρλιαξε και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τον Μούμιν, τρέμοντας ολόκληρη από το φόβο της. Μόνο η Μικρή Μυ δεν δείλιασε.

«Ένα φάντασμα κλέφτης, λοιπόν;» ρώτησε, κουνώντας απειλητικά το ρόπαλο της στο αόρατο κορίτσι-φάντασμα, ή ότι και να ήταν, το οποίο τους είχε κλέψει το παγούρι του φίλου τους, «Δώστο πίσω αμέσως, μη σε μαυρίσω στο ξύλο, στο σημείο που θα είσαι ορατή από όλες τις μελανιές!» Άκουσαν το κορίτσι να βάζει τα κλάματα, φοβισμένη από την απειλή. Ο Μούμιν, που είχε συνέλθει από το αρχικό του σοκ βλέποντας 'φάντασμα', αγριοκοίταξε τη Μικρή Μυ.

«Βούλωστο, Μικρή Μυ!» τη μάλωσε, «Δεν βλέπεις πως τη τρομάζεις;»

«Πώς μπορώ να το δω, βλάκα; Αφού είναι αόρατη!» είπε ο Μικρή Μυ, γυρίζοντας τα μάτια της.

Μη δίνοντας σημασία στη Μικρή Μυ, ο Μάρτιν σιγά-σιγά πλησίασε το κορίτσι και γονάτισε μπροστά της ώστε νε είναι πρόσωπο με πρόσωπο, κάτι αρκετά δύσκολο για εκείνον αφού δεν μπορούσε να δει καν το πρόσωπο της. Ψαχουλεύοντας στα τυφλά, ένοιωσε το χέρι του κοριτσιού που κρατούσε το παγούρι. Εκείνη πετάχτηκε πίσω. Προφανώς, φοβόταν να την αγγίζουν ξένοι. Δεν ήταν φάντασμα, αλλά αληθινή σάρκα και οστά, μόνο αόρατη.

«Γεια σου,» της είπε ευγενικά, προσέχοντας μην τη τρομάξει περισσότερο, «Διψούσες, ε; Για αυτό και ήθελες το παγούρι;»

«Μμ,» μουρμούρισε το κορίτσι, τόσο χαμηλόφωνα που ο Μάρτιν μετά βίας την άκουσε. Κανείς τους δεν είχε δει ποτέ κάποιον τόσο ντροπαλό. Με δισταγμό, έδωσε το παγούρι πίσω στον Μούμιν, ο οποίος την ευχαρίστησε. Δίπλα του, η Σνόρκα, νιώθοντας ντροπιασμένη που νόμιζε πως είχαν να κάνουν με ένα εκδικητικό φάντασμα που είχε γυρίσει από το τάφο να τους στοιχειώνει, πλησίασε το κορίτσι.

«Μας συγχωρείς εάν σε τρομάξαμε,» της είπε φιλικά, «Απλώς δεν έχουμε ξαναγνωρίσει ποτέ έναν αόρατο άνθρωπο. Πως σε λένε, λοιπόν;» Προτού μπορέσει το κορίτσι να βρει το θάρρος να της απαντήσει, μια άλλη φωνή ακούστηκε από κάπου εκεί κοντά.

«Νίνι! Νίνι, που είσαι;»

«Μπαμπολίνα! Εδώ πέρα!» φώναξαν οι Μούμιν, αναγνωρίζοντας τη φωνή της φίλης τους. Η Μπαμπολίνα ήρθε τρέχοντας μέσα από τα δέντρα. Αναστέναξε με ανακούφιση, βλέποντας τους.

«Ευτυχώς που σας βρήκα!» τους είπε, «Ψάχνω μια φίλη μου, ένα κοριτσάκι. Χωριστήκαμε μέσα στο δάσος και δεν μπορώ να τη βρω…»

«Ένα αόρατο κοριτσάκι, μήπως;» ρώτησε χαμογελώντας ο Μάρτιν, δείχνοντας προς το, από πρώτης απόψεως, άδειο σημείο δίπλα του, όπου στεκόταν το κοριτσάκι η Νίνι. «Να τη!»

«Νίνι! Ευτυχώς!» αναφώνησε η Μπαμπολίνα, τρέχοντας να αγκαλιάσει τη Νίνι, η οποία επίσης την αγκάλιασε, κλαίγοντας με χαρά. Αν και δεν μπορούσαν να τη δουν, μπορούσαν να δουν το περίγραμμα των χεριών της γύρω από τη μέση της Μπαμπολίνας που την αγκάλιαζε. «Νόμιζε πως δεν θα σε έβρισκα ποτέ!»

«Γνωρίζεστε λοιπόν;» απόρησε με έκπληξη ο Μούμιν. Η Μπαμπολίνα του νέψε.

«Γνώρισα τη Νίνι πριν λίγες μέρες, όταν έκανα κάτι δουλειές για μια στριμμένη γριά που ζει μέσα στο δάσος. Τη θεια της Νίνης,» τους εξήγησε, και τους διηγήθηκε την ιστορία για το πώς οι δυο τους είχαν γνωριστεί. Η Νίνι, ένα ορφανό, ζούσε με το μόνο ζωντανό συγγενή της, τη θεία της, η οποία της φερόταν σαν σκουπίδι. Όχι μόνο την κακοποιούσε και τη παραμελούσε ανελέητα, αλλά την είχε κιόλας να δουλεύει τζάμπα σαν υπηρέτρια, κυριολεκτικά σαν σκλάβα.

Χωρίς να τη καταλάβει η θεία της, η Νίνι είχε αρπάξει την ευκαιρία και πλησίασε τη Μπαμπολίνα για βοήθεια να δραπετεύσει από τη δυστυχισμένη ζωή της. Την ίδια νύχτα, η Μπαμπολίνα είχε επιστρέψει και είχε πάρει τη Νίνι κρυφά από το παράθυρο, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της κακιάς θείας της, και την είχε φυγαδεύσει στη Κοιλάδα των Μούμιν, για να ζήσει μαζί της. Οι Μούμιν είχαν μείνει όλοι συγκινημένοι.

«Η καημένη,» είπε η Σνόρκα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, «Μας πως μπορεί κάποιος να φέρεται έτσι στην ίδια της την ανιψιά; Αυτό είναι τρομερό!»

«Θα άξιζε σε αυτή τη θεία της να τη ρίξουν μέσα σε ένα βούρκο!» αναφώνησε θυμωμένος ο Μούμιν. Η περιγραφή του άθλιου χαρακτήρα της θείας της Νίνης τους εξαγρίωνε όλους. Απολύτως εξοργιστικό!

«Βλέποντας πόσο άσχημα της φερόταν, δεν μπορούσα να την αφήσω στη τύχη της,» συνέχισε η Μπαμπολίνα, «Όμως χρειάζομαι λίγο χρόνο με την αδελφή μου για να της βρούμε ένα κατάλληλο σπίτι. Θα την αναλάμβανα εγώ ή ίδια, αλλά, δυστυχώς, η καλύβα μου στη παραλία δεν χωράει και τους δυο μας. Για αυτό και ερχόμουν να σας δω, ελπίζοντας μήπως μπορείτε να τη φιλοξενήσετε για λίγο…»

«Θα είναι μεγάλη μας χαρά να σας βοηθήσουμε,» πετάχτηκε χωρίς δισταγμό ο Μούμιν. Όπως όλα τα Μούμιν του κόσμου, ήταν στη φύση του να θέλει να προσφέρει βοήθεια σε μια άμοιρη ξένη. «Πάμε σπίτι να το πούμε στη μαμά!»

Επέστρεψαν στο σπίτι των Μούμιν, φέρνοντας μαζί τους όλα τα φρούτα που είχαν μαζέψει. Η Μπαμπολίνα ακολουθούσε από πίσω, κρατώντας το αόρατο χέρι της Νίνι. Ο Μπαμπάς Μούμιν βρισκόταν έξω στην αυλή, κόβοντας κούτσουρα για καυσόξυλα που θα χρειάζονταν το χειμώνα. Η Μαμά Μούμιν βρισκόταν μέσα στη κουζίνα, απολυμαίνοντας όλα τα βάζα που θα χρειάζονταν για να αποθηκεύσουν τα διατηρητέα τρόφιμα.

«Ωραία, επιστρέψατε, χρυσά μου,» είπε, καθώς πέρασαν τα παιδιά μέσα στη κουζίνα, φέρνοντας ότι είχαν μαζέψει. Έτρεξε να τους βοηθήσει να αδειάσουν τα καλάθια τους πάνω στο τραπέζι. Τότε, είδε τη Μπαμπολίνα που στεκόταν στη πόρτα.

«Α, γεια σου, Μπαμπολίνα. Τι ωραία που σε ξαναβλέπω. Φαίνεσαι διψασμένη. Έλα μέσα να σε κεράσω μια ωραία λεμονάδα. Είναι φρέσκα λεμόνια από το κήπο.» Δεν είχε φυσικά προσέξει ακόμη τη Νίνι, την οποία η Μπαμπολίνα κρατούσε από το χέρι.

«Ευχαριστώ πολύ, Μαμά Μούμιν,» είπε η νεαρή ναυτικός, «Μήπως θα μπορούσε και η Νίνι να έχει μια; Έχει κορακιάσει από τη δίψα.» Έδειξε προς το μέρος όπου στεκόταν η αόρατη Νίνι, κρατώντας ένα από τα καλάθια με τα μανιτάρια. Η Μαμά Μούμιν ύψωσε τα βλέφαρα της από την έκπληξη.

Μόλις είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες συστάσεις, η Μπαμπολίνα εξήγησε στους γονείς του Μούμιν για τη Νίνι και πως χρειαζόταν τη βοήθεια τους για να της βρει ένα σωστό σπιτικό. Η Μαμά Μούμιν έφερε σε όλους ποτήρια λεμονάδα και κάθισαν μαζί στο σαλόνι να ακούσουν την ιστορία της.

«Η Νίνι δεν ήταν πάντα αόρατη,» τους είπε η Μπαμπολίνα, «Εξαιτίας της θλίψης της για το θάνατο των γονιών της και τη καταπίεση που υπέστη στα χέρια της θείας της όλα αυτά τα χρόνια, όλο και ξεθώριαζε μέχρι που κατάντησε τελείως αόρατη, μάλλον σε μια προσπάθεια να κρυφτεί από τον υπόλοιπο κόσμο που της φερόταν τόσο άσχημα. Προφανώς, είναι ένα μαγικό χάρισμα που έχει να τη βοηθάει να νιώθει ασφαλής.»

«Αυτό είναι τρομερό!» είπε ταραγμένη η Μαμά Μούμιν, «Τι είδους άνθρωπος φέρεται έτσι σε ένα αθώο παιδί; Αυτή η γυναίκα θα έπρεπε να ντρέπεται!»

«Καλά, δεν μπορεί να ξαναγίνει ορατή αφού έχει φύγει μακριά από τη θεία της;» ρώτησε η Μικρή Μυ, που είχε αρχίσει να νιώθει να νιώθει σαν χαζή κοιτάζοντας την άδεια λακκούβα στο καναπέ όπου καθόταν η Νίνι. «Ούτε καν μιλάει. Μήπως είναι και μουγκή;»

«Πρόσεχε τους τρόπους σου, Μικρή Μυ!» τη μάλωσε η Μαμά Μούμιν, «Είναι το δικαίωμα του καθενός να μιλάει όταν θέλει.»

«Φοβάμαι πως δεν είναι τόσο εύκολο,» τους εξήγησε λυπημένα η Μπαμπολίνα, «Η Νίνι είναι πολύ ντροπαλή και δεν εμπιστεύεται άλλους εύκολα. Με το δίκιο της κιόλας, έτσι όπως τη μεταχειριζόταν η θεία της. Σκεφτόμουν, μιας και ήσαστε η πιο αγαπητή οικογένεια στη Κοιλάδα μας, μήπως περνώντας λίγο καιρό μαζί σας θα τη βοηθούσε να ξαναγίνει ορατή.»

«Ευχαρίστως μπορεί να μείνει μαζί μας,» είπε θερμά η Μαμά Μούμιν. Γύρισε να κοιτάξει το σύζυγο της, «Θα χαρούμε πολύ να τη φιλοξενήσουμε, έτσι δεν είναι χρυσέ μου;» Αλλά, για πρώτη φορά, ο Μπαμπάς Μούμιν ήταν πολύ διστακτικός.

«Μας κολακεύεις φέρνοντας τη Νίνι σε εμάς, Μπαμπολίνα, αλλά φοβάμαι πως έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα,» είπε με ανησυχία, «Λες πως τη πήρες από το σπίτι της θειας της, εν αγνοία της και χωρίς την άδεια της. Αν και είμαι σίγουρος πως είχες τις αγαθότερες προθέσεις, άρπαξες ένα παιδί από το νόμιμο κηδεμόνα του. Τι θα συμβεί εάν η θεία της σε καταγγείλει στην αστυνομία; Μπορεί να βρεις το μπελά σου για απαγωγή!»

«Δεν νομίζω να υπάρξει τέτοιο πρόβλημα, Μπαμπά Μούμιν,» είπε η Μπαμπολίνα, «Η θεία της μου έλεγε πόσο άχρηστη είναι, που της τρώει χώρο και πως τη χρεώνει για να τη ταΐζει. Κατά τη γνώμη μου, θα χαιρόταν κιόλας εάν τη ξεφορτωνόταν για πάντα τη Νίνι.»

«Και πάλι, πιστεύω πως τουλάχιστον θα έπρεπε να μιλήσουμε στον Επιθεωρητή για αυτό,» επέμενε ο Μπαμπάς Μούμιν, «Μπορεί να υπάρχουν άλλοι συγγενείς ή κηδεμόνες που θα πρέπει να ενημερωθούν.»

«Ίσως αυτό να βοηθήσει,» είπε η Μπαμπολίνα, βγάζοντας ένα κιτρινισμένο από ηλικία φάκελο από τη τσέπη της. Μπορούσαν να δουν πως είχε ήδη ανοιχτεί από καιρό, όμως δεν ήταν άδειος. Ο Μπαμπάς Μούμιν έβγαλε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί μέσα από το φάκελο. Μάλλον ο προηγούμενος παραλήπτης το είχε ανοίξει και μετά ξανάβαλε το έντυπο πάλι μέσα, μόνο πολύ ατζαμίδικα.

«Η Νίνι το πήρε από το σπίτι της θείας του προτού δραπετεύσει,» τους εξήγησε, «Λέει πως είναι κάτι πολύ σημαντικό, αλλά δεν μπορούσε να μου εξηγήσει τι είναι.»

Ο Μπαμπάς Μούμιν ξεδίπλωσε το χαρτί πάνω στο τραπέζι. Ήταν εντελώς κενό. Δεν υπήρχε ίχνος γραφής πάνω του. Οι Μούμιν ήταν απογοητευμένοι.

«Μάλλον όποιος άνοιξε το φάκελο πρώτος πήρε ότι σημαντικό υπήρχε μέσα και έβαλε αυτή τη κενή κόλα χαρτί στη θέση του,» είπε με ένα αναστεναγμό, «Δεν πειράζει, τουλάχιστον χρησιμεύει ως καλό προσάναμμα.» Γύρισε να ρίξει το φάκελο με τη κενή κόλα χαρτί στο τζάκι. Όμως η Νίνι πήδησε πάνω και άρπαξε πίσω το φάκελο, κρατώντας το προστατευτικά κοντά της. Δεν μπορούσαν να δουν το πρόσωπο της, αλλά από το βίαιο ρυθμό της αναπνοής της, μπορούσαν να καταλάβουν πως ήταν θυμωμένη.

«Ω, άρα θέλεις να το κρατήσεις;» ρώτησε ο Μπαμπάς Μούμιν, ξαφνιασμένος από τη αντίδραση της. Γιατί άραγε ήταν τόσο προστατευτική με μια ασήμαντη, λευκή κόλα χαρτί; Ωστόσο, μη θέλοντας να στεναχωρήσει τη φιλοξενούμενη τους, αποφάσισε να μην το κάνει θέμα. «Εντάξει, Νίνι, όπως θέλεις. Δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέσαι.»

Αφού αναχώρησε η Μπαμπολίνα, αφού τους υποσχέθηκε πως θα επέστρεφε αμέσως μόλις είχε απάντηση από την αδελφή της, οι Μούμιν γύρισαν στη δουλειά τους. Έπρεπε να καθαρίσουν και να διατηρήσουν όλα τα τρόφιμα που είχαν μαζέψει στο δάσος. Μόλις η Μαμά Μούμιν είχε ξεχωρίσει τα φαγώσιμα μανιτάρια από τα δηλητηριώδη, ο καθένας τους πήρε από ένα γεμάτο μπολ και ξεκίνησαν τη μονότονη δουλειά να καθαρίσουν τα μανιτάρια προτού τα βάλουν σε βάζα με ξίδι, όπου θα διατηρούνταν φρέσκα για μήνες ολόκληρους.

Η Μαμά Μούμιν είχε προτείνει στη Νίνι να τους βοηθήσει. Αν και δεν μιλούσε πολύ, εκτός από λίγα ψιθυρίσματα στο αυτί της Μαμάς Μούμιν, φαινόταν χαρούμενη που μπορούσε να προσφέρει κάτι σε αυτή την οικογένεια που της είχε ανοίξει την πόρτα τους με τόση αγάπη. Η Μικρή Μυ δεν σταματούσε να τη κοιτάζει, διασκεδάζοντας βλέποντας το μανιτάρι που καθάριζε να αιωρείται στον αέρα.

«Μικρή Μυ, είναι αγένεια να κοιτάμε έτσι επίμονα,» τη μάλωσε η Μαμά Μούμιν, βλέποντας τι έκανε. Η Μικρή Μυ κόντευε να σκάσει από την αγανάκτηση.

«Μα πως γίνεται να τη κοιτάζω, αφού δεν μπορώ καν να τη δω;» ρώτησε, «Σίγουρα δεν υπάρχει κανένας τρόπος να τη ξανακάνουμε ορατή; Ίσως πρέπει να τη πάμε σε γιατρό. Λίγες δεκάδες ενέσεις με εκείνες τις μεγάλες βελόνες πάντα αλλάζουν τα φώτα κάποιου, έχω ακούσει. Ίσως και να μπορούν να κάνουν το αόρατο ορατό!» Χασκογέλασε, κοιτάζοντας τη Νίνι, η οποία κοκάλωσε. Η σκέψη και μόνο για μια τέτοιου είδους 'ιατρικής αγωγής' την έκανε να τρέμει ολόκληρη.

«Δεν χρειάζεται να μιλάμε για τέτοια πράγματα, χρυσό μου,» είπε η Μαμά Μούμιν, «Άκουσες τι είπε ο Μπαμπολίνα. Απλώς χρειάζεται να περιμένουμε και να δούμε τι θα συμβεί.»

«Πολύ καλά. Και εν στο μεταξύ, απλώς θα χαζεύουμε τον άδειο χώρο,» είπε σαρκαστικά η Μικρή Μυ, «Από την άλλη, είναι τέλεια για να τρομάζουμε τον Σνίφιν με κόλπα με φαντάσματα!» Στην άλλη άκρη του τραπεζιού, ο Σνίφιν, ο οποίος ήταν απορροφημένος με τη δουλειά του, αναπήδησε ακούγοντας τη λέξη 'φάντασμα'.

«Τι; Φάντασμα; Που είναι;» τσίριξε, κοιτάζοντας ολόγυρα, νομίζοντας μήπως είχε σκάσει μύτη κανένα φάντασμα. Αν και είχε συνηθίσει τη Νίνι, το να βρίσκεται κοντά σε έναν αόρατο άνθρωπο, κάτι που θύμιζε φαντάσματα, εξακολουθούσε να τον αγχώνει δίχως τέλος. Η Μικρή Μυ έσκασε στα γέλια, κοπανώντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. Ο Σνίφιν έγινε κόκκινος σαν παντζάρι.

«Κοιτάξτε!» φώναξε ξαφνικά ο Μούμιν, δείχνοντας. Όπου θα έπρεπε να υπάρχει μόνο άδειος χώρος, είχαν εμφανιστεί ένα ζευγάρι χέρια που προσπαθούσαν να σκεπάσουν ένα στόμα που γελούσε. Τα χέρια της Νίνι! Οι Μούμιν αναφώνησαν ενθουσιασμένοι. Η φίλη τους ξαναγινόταν ορατή! Τότε όμως η Μικρή Μυ τους τα έκανε όλα χαλάστρα ανοίγοντας το μεγάλο στόμα της.

«Ωραία, λοιπόν, μας δείχνεις τα άκρα σου,» της είπε σαρκαστικά, «Μάλλον θα έχεις μούρη σαν μαϊμού αφού δεν μας δείχνεις το πρόσωπο σου!» Η καημένη η Νίνι αναφώνησε από τη προσβολή και έβαλε τα κλάματα. Στη στιγμή, τα χέρια της είχαν εξαφανιστεί και πάλι. Οι Μούμιν ήταν έξαλλοι.

«Ντροπή σου, Μικρή Μυ!»

«Τι έκανα;» ρώτησε εκείνη, λες και δεν έγινε τίποτα, «Μια απλή παρατήρηση έκανα.»

«Μην την ακούς, Νίνι,» προσπάθησε να τη καθησυχάσει ο Μάρτιν, «Αυτή η βλαμμένη έχει μυαλό σαν κλούβιο αυγό… Άουτς!» Η Μικρή Μυ του είχε ρίξει ένα μανιτάρι στο μέτωπο.

«Σου έχω ξαναπεί να μην με λες βλαμμένη, βλαμμένε!»

Αν και η Νίνι σταμάτησε να κλαίει, τα χέρια της δυστυχώς δεν ξαναεμφανίστηκαν…

Εκείνο το βράδυ, οι Μούμιν, εξουθενωμένοι μετά από μια μεγάλη μέρα δύσκολης δουλειάς, έπεσαν για ύπνο. Είχαν βάλει τη Νίνι στο ξενώνα όπου έμενε κανονικά ο Μάρτιν, ο οποίος είχε δεχτεί να μετακομίσει προσωρινά στο δεύτερο κρεβάτι στο δωμάτιο του Μούμιν, όπου συνήθως κοιμόταν η Σνόρκα όποτε έκανε επισκεπτήριο.

«Νομίζεις πως θα ξαναγίνει ποτέ η Νίνι ορατή;» ρώτησε ο Μούμιν τον Μάρτιν, ο οποίος βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, βυθισμένος στις σκέψεις του.

«Ξέρω γω;» είπε εκείνος, «Ίσως, εάν η Μικρή Μυ μάθει να κρατά το στόμα της κλειστό και να σταματήσει να την αναστατώνει. Να γίνει όμως κάτι τέτοιο, θα πρέπει να ευχόμαστε για θαύμα.»

«Ήσουν πολύ ήσυχος όλη μέρα,» του είπε ο Μούμιν, «Σε προβληματίζει κάτι;»

«Σκέπτομαι για εκείνο το περίεργο φάκελο που έφερε η Νίνι μαζί της,» είπε σκεπτικός ο Μάρτιν, «Τι σημαντικό μυστικό να κρύβει άραγε;»

«Δεν κρύβει κανένα μυστικό,» είπε ο Μούμιν, «Το είδες και εσύ. Είχε μέσα μόνο μια κενή κόλα χαρτί. Μάλλον η Νίνι νόμιζε πως ήταν κάτι σημαντικό και το πήρε. Τζάμπα κόπος, δηλαδή.»

«Τότε γιατί δεν άφησε τον Μπαμπά Μούμιν να το κάψει;» απόρησε, «Κάτι ξέρει για αυτό το φάκελο, είμαι σίγουρος. Μακάρι μόνο να μην ήταν τόσο ντροπαλή και να μας έλυνε αυτό το μυστήριο μια και καλή.» Ξαφνικά, τα λόγια του Μάρτιν είχαν βυθίσει τον Μούμιν σε καχυποψίες.

«Λες να είναι μπλεγμένη σε τίποτα μπελάδες;» είπε ψιθυριστά, σε περίπτωση που τα λόγια του ακούγονταν στο ξενώνα όπου κοιμόταν η Νίνι ακριβώς από κάτω τους. «Ξέρεις, όπως ο Πιερ και ο Μπουλ;»

«Μακάρι να ήξερα,» είπε με αμφιβολίες ο Μάρτιν, «Η Νίνι δεν μου φαίνεται τύπος που να θέλει να μπλεχτεί σε βρομοδουλειές. Η θεία της όμως είναι άλλη περίπτωση τελείως.» πρόσθεσε, «Αφού μισούσε τη Νίνι, τότε γιατί τη κρατούσε; Γιατί δεν την έδωσε σε κανένα ορφανοτροφείο εδώ και καιρό;» Ο Μούμιν δεν μπορούσε να του δώσει καμία λογική απάντηση.

Παρότι τις ανησυχείς του, ήταν πολύ αργά το βράδυ να προσπαθούν να λύσουν άλυτα μυστήρια σαν τον Χόλμς και τον Γουάτσον, οπότε έσβησαν τα κεριά στα κομοδίνα τους για να κοιμηθούν. Στο ξενώνα από κάτω, η φιλοξενούμενη τους κοιμόταν με ένα μάτι ανοιχτό, φοβούμενη για το τι θα γινόταν μόλις η θεια της έπαιρνε είδηση πως είχε γίνει καπνός…

Την επόμενη, η δουλειά συνεχίστηκε ως συνήθως. Ο Μούμιν, ο Μάρτιν, ο Σνίφιν, η Μικρή Μυ και η Νίνι είχαν βγει έξω και μάζευαν περισσότερα μήλα. Πίσω στο Σπίτι των Μούμιν, η Σνόρκα βοηθούσε τη Μαμά Μούμιν να κάνει τα μήλα μαρμελάδα, ενώ, έξω στην αυλή, ο Μπαμπάς Μούμιν τελείωνε με το κόψιμο των τελευταίων καυσόξυλων, τα οποία έβαζε σε μια πελώρια στοίβα μέσα στην αποθήκη.

Η Νίνι δεν είχε αργήσει να προσαρμοστεί στη νέα ζωή της με τους Μούμιν. Αν και παρέμενε ντροπαλή και δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, πάντα ήταν πρόθυμη να βοηθήσει με όλες τις δουλειές ή να παίρνει μέρος σε όλα τα παιχνίδια τους. Ο Μάρτιν υποψιαζόταν πως ήταν μια ένδειξη ευγνωμοσύνης εκ μέρους της που της είχαν δώσει ένα καινούργιο σπίτι με μια αγαπητή οικογένεια, το ακριβώς αντίθετο της μοχθηρής θείας της. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Μικρή Μυ, η οποία το είχε βάλει σκοπό ζωής να ξανακάνει τη Νίνι ορατή με τις δικές της 'μεθόδους'.

Η Νίνι είχε ανάβει σε μια σκάλα για να μαζέψει μήλα από ένα δέντρο, τα οποία έριχνε στους Μούμιν από κάτω και εκείνοι τα έβαζαν στα καλάθια. Κανείς όμως δεν πρόσεξε τη Μικρή Μυ, η οποία είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο από πίσω. Ξαφνικά, πετάχτηκε μέσα από τα κλαδιά, ακριβώς μες στο πρόσωπο της Νίνης, κάνοντας μια τερατώδη γκριμάτσα.

«Μπου!»

Κατατρομοκρατημένη, η Νίνι σκόνταψε και έπεσε από τη σκάλα. Ο Μάρτιν στο τσακ πρόλαβε να τη πιάσει στον αέρα. Βάζοντας τα κλάματα, έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα θάμνο, κλαίγοντας με λυγμούς.

«Είσαι ηλίθια, Μικρή Μυ!» της φώναξε θυμωμένος ο Μούμιν, «Θα μπορούσε να είχε χτυπήσει άσχημα εξαιτίας σου! Γιατί δεν μπορείς να την αφήσεις ήσυχη πια, τη καημένη;»

«Σιγά τη καημένη! Το πρόβλημα της είναι πως είναι τόσο ντροπαλή!» είπε με αναίδεια η Μικρή Μυ, «Ποτέ δεν θα ξαναγίνει ορατή εάν δεν μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό της! Κοιτάξτε εμένα! Μπορεί να είμαι μια κοντοστούπα, αλλά πάντα υποστηρίζω τη γνώμη μου και κανείς δεν τολμά να μου πει τι να κάνω! Κάνω κάθε λογής μαντράχαλο να τρέμει σαν ποντικάκι μπροστά μου έτσι και δοκιμάσει την υπομονή μου!»

Αν και ίσως η Μικρή Μυ να είχε λίγο δίκιο, ήταν ξεκάθαρο πως οι ακραίες μέθοδοι της στη προσπάθεια της να ξανακάνει τη Νίνι ορατή δεν απέδιδαν καθόλου και μονάχα χειροτέρευαν τη κατάσταση, κάνοντας τη Νίνι να νιώθει τρομερά δυστυχισμένη. Μόλις γύρισαν στο σπίτι, η Μικρή Μυ έφαγε βαρύ κράξιμο από τη Μαμά Μούμιν.

«Η Νίνι είναι φιλοξενούμενη μας, Μικρή Μυ, και δεν θέλω να την αναστατώσεις ξανά!» της είπε με ένα αυστηρό τόνο φωνής την οποία σπάνια την έβλεπε κανείς να χρησιμοποιεί. «Σου το απαγορεύω! Οι φιλοξενούμενοι μας πρέπει να νιώθουν χαρούμενοι εδώ, όχι να βάζουν τα κλάματα με τέτοια κακόγουστα κόλπα εις βάρος τους!»

«Δηλαδή, πρέπει να βρούμε τρόπο να τη κάνουμε να γελάσει;» ρώτησε η Μικρή Μυ, μη μπαίνοντας στο νόημα ή απλώς επειδή ήθελε να κάνει την έξυπνη. «Κανένα πρόβλημα! Τα αγόρια μπορούν να την κρατάνε ακινητοποιημένη όσο εγώ θα τη γαργαλάω. Θα την ξανακάνουμε ορατή σε χρόνο μηδέν!» Οι Μούμιν γύρισαν τα μάτια τους. Μερικές φορές, η τρέλα της Μικρής Μυ δεν γνώριζε όρια.

«Αυτός δεν είναι ο τρόπος, Μικρή Μυ, και ούτε να το δοκιμάσεις!» της είπε αυστηρά η Μαμά Μούμιν, «Αυτό που χρειάζεται είναι αγάπη, φροντίδα, και πάνω από όλα, κατανόηση. Πρέπει να τη κάνουμε να μην νιώθει αδύναμη ή κατώτερη στους γύρω της. Πρέπει να κάνουμε υπομονή!»

Ήταν σχεδόν η ώρα του δείπνου. Όλα τα μανιτάρια ήταν μαριναρισμένα με ξύδι μέσα στα βάζα τους, τα οποία βρίσκονταν μέσα στην αποθήκη, έτοιμα για την άνοιξη. Τα λάχανα από τον κήπο είχαν επίσης μαζευτεί, κοπεί σε λουρίδες και μαριναρισμένα μέσα σε άλμη. Όσο για τα φρούτα, οι Μούμιν τα είχαν κάνει μαρμελάδα, η οποία θα κρατούσε για μήνες ολόκληρους. Όμως είχαν μαζέψει τόσα πολλά μήλα, που σύντομα κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσαν να τα κάνουν όλα μαρμελάδα. Θα μπορούσαν να τα φάνε όπως ήταν, αλλά τα περισσότερα θα σάπιζαν προτού προλάβουν να τα τελειώσουν. Τότε, ο Μάρτιν, που θυμήθηκε μια παλιά Αγγλική συνταγή της Βικτωριανής περιόδου, τους πρότεινε να χρησιμοποιήσουν τα υπόλοιπα μήλα για να φτιάξουν μηλίτη.

Στην αρχή, ο Μάρτιν ανησυχούσε μήπως η Μαμά Μούμιν δεν θα ήθελε την οικογένεια της να πίνει αλκοόλ. Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη δεν έφερε τη παραμικρή αντίρρηση και του έδωσε όλα τα απαραίτητα σύνεργα που χρειαζόταν. Είχε εμπιστοσύνη στα παιδιά της πως δεν θα ξεχνούσαν να έχουν ένα λογικό μέτρο με το πιοτό.

Αφού πολτοποίησαν και σούρωσαν τα μήλα, και μάζεψαν όλο το χυμό μέσα σε βαρέλια με μαγιά, το άφησαν για να γίνει η ζύμωση, που θα μετέτρεπε το χυμό σε μηλίτη. Μέχρι την άνοιξη θα είχαν τη δική τους σπιτική μπίρα, μια γεύση από τη πατρίδα για τον Μάρτιν.

Με όλες τις δουλειές τους να έχουν επιτέλους τελειώσει, αποφάσισαν να σταματήσουν για να ξεκουραστούν. Με τη Μαμά Μούμιν να τους ετοιμάζει μια υπέροχη κολοκυθόσουπα για βραδινό, ο Μάρτιν και οι άλλοι διασκέδαζαν παίζοντας μια παρτίδα σκάκι στον υπολογιστή του Μάρτιν. Η Νίνι είχε μείνει ενθουσιασμένη με τα περίεργα σύνεργα του Μάρτιν και όλες οι ιστορίες των περιπετειών του από τότε που είχε φτάσει στη Κοιλάδα των Μούμιν από μια άλλη πραγματικότητα.

«Ρουά ματ και πάλι, Μικρή Μυ,» είπε ο Μάρτιν, βλέποντας τον υπολογιστή με ευκολία να παγιδεύει τον λευκό βασιλιά σε μια γωνία της σκακιέρας, τερματίζοντας το παιχνίδι. «Πάλι έχασες!» Η Μικρή Μυ ήταν έξαλλη. Κοκορευόταν που θα μπορούσε να νοικιάσει τον υπολογιστή με τη μία και είχε ήδη χάσει πέντε παρτίδες στη σειρά.

«Δεν σου το είπα; Δεν είναι εύκολο να νικήσεις έναν υπολογιστή στο σκάκι… Ε, μην του κάνεις καμιά ζημιά γιατί αλίμονο σου!» είπε ο Μάρτιν, γρήγορα παίρνοντας το λάπτοπ του από τα χέρια της Μικρής Μυ, η οποία ήταν έτοιμη να το κάνει θρύψαλα στο πάτωμα από την αγανάκτηση της.

«Αυτό το χαζομηχάνημα κλέβει, αυτό κάνει!» φώναξε, «Και εσύ δεν το βουλώνεις πια το χαζό, αόρατο στόμα σου;» Λίγο παραπέρα, η Νίνι είχε σκάσει στα γέλια, βλέποντας τη Μικρή Μυ να γίνεται ρεζίλι από την απειρία της στο σκάκι. Καλά να πάθει η Μικρή Μυ έτσι όπως φερόταν στη Νίνι, σκέφτηκε ο Μάρτιν.

Το δείπνο είχε μόλις σερβιριστεί, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στη πόρτα. Οι Μούμιν κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ποιος να ήταν άραγε τέτοια ώρα; Αφού δεν περίμεναν επισκέπτες. Ο Μπαμπάς Μούμιν έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Προς μεγάλη του έκπληξη ήταν ο Επιθεωρητής, τον οποίο συνόδευε μια παχύσαρκη γυναίκα με ένα αλαζονικό ύφος και ένα πρόσωπο που θύμιζε μπουλντόγκ. Ο Επιθεωρητής δεν χαμογελούσε.

«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω τέτοια ώρα, Μπαμπά Μούμιν,» είπε απολογητικά, «Έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα. Η ανιψιά αυτής της κυρίας έχει εξαφανιστεί και μάλλον πρόκειται για απαγωγή. Κάνουμε έρευνα σε όλες τις οικίες. Μήπως είδατε τίποτα ύποπτο;»

Εντελώς απροετοίμαστος για έφοδο από την αστυνομία, ο Μπαμπάς Μούμιν δεν μπορούσε να βρει μια σωστή απάντηση η οποία θα έπειθε τον Επιθεωρητή πως έψαχνε σε λάθος σπίτι και θα έφευγε.

«Απαγωγή λέτε, κε Επιθεωρητά; Εμείς, βλέπετε… Η οικογένεια μου και εγώ, θέλω να πω…» Τον Επιθεωρητή τον κυρίευσε η καχυποψία. Τι είχε πάθει ο Μπαμπάς Μούμιν, ο οποίος πάντα τον καλούσε μέσα για τσάι; Γιατί τώρα ξαφνικά έδινε την εντύπωση πως δεν ήθελε επισκέπτες; Σίγουρα δεν μπορούσε να έχει σχέση με την υπόθεση που ερευνούσε!

«Όλα εντάξει εδώ πέρα, Μπαμπά Μούμιν;» ρώτησε, «Μήπως έχω έρθει σε ακατάλληλη ώρα;»

«Μάλλον, ναι… Θέλω να πω, όχι, όλα είναι μια χαρά, κε Επιθεωρητά…» Αλλά, η γυναίκα που συνόδευε τον Επιθεωρητή, η οποία μπορούσε με κάποιον τρόπο να διαισθανθεί πως αυτό ήταν το σωστό σπίτι, κοίταζε πάνω από τον ώμο του Μπαμπά Μούμιν, τα αστραφτερά σαν του γερακιού μάτια της να ψάχνουν όλο το δωμάτιο. Φυσικά, η λογική έλεγε πως δεν θα μπορούσε να βρει τίποτα αφού η Νίνι ήταν αόρατη. Όμως αυτή η γυναίκα ήξερε πολύ καλά τι έψαχνε.

Κοιτάζοντας προς το μέρος της Νίνης, ο Μάρτιν παρατήρησε για πρώτη φορά κάτι που δεν είχε παρατηρήσει κανείς τους έως τώρα. Αν και ήταν εντελώς αόρατη, το σώμα της εξακολουθούσε να δημιουργεί μια σκιά πάνω στο τοίχο. Στη στιγμή, η γυναίκα είχε δει τη σκιά σε σχήμα κοριτσιού που δεν φαινόταν να ανήκει σε κανέναν, η οποία φυσικά ήταν η αγνοούμενη ανιψιά της.

«Να τη!» φώναξε η γυναίκα, «Το ήξερα πως αυτοί οι ομιλούμενοι ιπποπόταμοι την έχουν! Συλλάβετε τους όλους, κε Επιθεωρητά!»

«Με συγχωρείτε, κυρία μου!» είπε έξαλλος α Μπαμπάς Μούμιν, νιώθοντας βαθιά προσβεβλημένος. Το να αποκαλεί κάποιος ένα Μούμιν ιπποπόταμο ήταν μεγάλη προσβολή! «Εμείς είμαστε Μούμιν, όχι ιπποπόταμοι…!» Όμως της γριάς δεν της καιγόταν καρφάκι για το πως μιλούσε μέσα σε ξένο σπίτι. Σπρώχνοντας τον Μπαμπά Μούμιν στην άκρη χωρίς απολύτως καμία αξιοπρέπεια, ήρθε απειλητικά καταπάνω της Νίνι, μοιάζοντας σαν τον ίδιο το Χάρο.

«Ώστε εδώ μου κρύβεσαι, πονηρό αλητάκι!» Τα μάτια της άστραφταν από θυμό πίσω από τα χοντρά γυαλιά της. «Νόμιζες ότι μπορούσες να μου το σκάσεις, ε; Θα στις βρέξω τόσο άσχημα μόλις σε πιάσω στα χέρια μου, ζωντόβολο…!» Σήκωσε απειλητικά τη μαγκούρα της. Κατατρομαγμένη, η Νίνι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το Μούμιν και τη Σνόρκα, οι οποίοι έκαναν ότι μπορούσαν να τη προστατέψουν από τη θεία της.

«Αφήστε την ήσυχη! Την τρομάζετε!» φώναξε ο Μούμιν, καθώς η γριά προσπαθούσε με μανία να σπρώξει αυτόν και τους άλλους παραπέρα και να αρπάξει τη Νίνι. Χάνοντας την υπομονή της, σήκωσε το χέρι της να τον χαστουκίσει. Προτού μπορέσει να απλώσει χέρι όμως, της έκλεισε το δρόμο ο Μάρτιν. Τα χέρια του είχαν γίνει γροθιές.

«Κάτω τα χέρια σας, σας παρακαλώ, κυρία μου, αλλιώς θα βρεθείτε με το χοντρό πισινό σας σκασμένο σαν καρπούζι στο πάτωμα!» Κανονικά, ως παραδοσιακός Βρετανός, θα ήταν απαράδεχτο να μιλάει έτσι σε γυναίκα, πόσο μάλλον να της σηκώσει χέρι, αλλά αυτή η τύπισσα προφανώς δεν θα δίσταζε να σηκώσει το χέρι της στη άμοιρη τη Νίνι. Της άξιζε ένα χέρι ξύλο και με το παραπάνω! Η γριά έγινε έξαλλη ακούγοντας τη βρισιά.

«Πως τολμάς να μου μιλάς έτσι, βρωμερέ αλητάμπουρα!» ούρλιαξε μέσα στο πρόσωπο του Μάρτιν, ο οποίος όμως δεν δείλιασε. «Ξέρεις τι παθαίνουν παλιόπαιδα σαν και εσένα που φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν;»

«Μα, φυσικά,» απάντησε ο Μάρτιν, προσπαθώντας να μην γελάσει με τις ψευτομαγκιές της, «Αυτό!» Αρπάζοντας τη μοχθηρή γυναίκα από τη μύτη, της την έστριψε τέρμα σαν βαλβίδα εξαέρωσης σε χαλασμένο καλοριφέρ. Η γυναίκα ούρλιαξε, χαϊδεύοντας τη πονεμένη μύτη της. Μουγκρίζοντας μανιασμένη, σήκωσε τη μαγκούρα της πάλι, έτοιμη να βαρέσει τον Μάρτιν, ο οποίος σήκωσε τις γροθιές του, έτοιμος να της αλλάξει τα φώτα με ένα καλό δεξί κροσέ στα μούτρα έτσι και τολμούσε να τον αγγίξει.

Προτού μπορούσε όμως να ξεσπάσει μια βίαια συμπλοκή, ο Επιθεωρητής και ο Μπαμπάς Μούμιν γρήγορα επενέβησαν και τους χώρισαν.

«Φτάνει, Μάρτιν!» είπε στο γιο του, «Δεν θέλω μπουνίδι μέσα στο σπίτι μου!»

«Ηρεμήστε, κυρία μου!» είπε ταυτόχρονα ο Επιθεωρητής, σπρώχνοντας τη ημιστερική θεια της Νίνης μακριά από τους άλλους, «Τι τρόπος είναι αυτός; Απαγορεύεται να σηκώνεται χέρι σε παιδιά!» Γύρισε να κοιτάξει με αυστηρό ύφος τον Μπαμπά Μούμιν.

«Μπαμπά Μούμιν, σε παρακαλώ, εξηγήσου αμέσως! Τι δουλειά έχει η αόρατη δεσποινίδα μας από κει μέσα στο σπίτι σου;» τον ρώτησε, κοιτάζοντας τη σκιά της Νίνι πάνω στο τοίχο, «Η απαγωγή παιδιού είναι σοβαρό ποινικό αδίκημα! Θα μπορούσατε να φάτε όλοι σας ισόβια στη φυλακή!» Οι Μούμιν χλόμιασαν. Τότε όμως ξαφνικά, η Νίνι, η οποία μέχρι τώρα ήταν σιωπηλή, πετάχτηκε πάνω.

«Σας παρακαλώ, κε Επιθεωρητά, δεν με απήγαγαν οι Μούμιν!» Η φωνή της ήταν ψηλή και αδύναμη, σαν να μην τη χρησιμοποιούσε πολύ συχνά, «Το έσκασα μόνη μου! Η θεία μου απειλούσε να με μαστιγώσει που της έκαψα το βραδινό της! Μια ζωή με χτυπάει και με έχει σαν σκλάβα της! Οι Μούμιν με βρήκαν και με φιλοξενούν.» Ευτυχώς, δεν ανέφερε τίποτα για τη Μπαμπολίνα που την είχε φυγαδεύσει εδώ. Ο Επιθεωρητής κοίταξε με ένα αυστηρό ύφος τη θεία της. Δεν του άρεσε καθόλου όταν άκουγε για κακομεταχείριση παιδιών.

«Κυρία μου, τι έχετε να πείτε εσείς για αυτό;»

«Ασκώ το δικαίωμα μου να μην σχολιάσω, κε Επιθεωρητά,» είπε με σηκωμένη ψηλά τη μύτη της η θεια της Νίνης, «Το πώς επιβάλω τη πειθαρχία μέσα στο σπίτι μου είναι δική μου δουλειά και κανείς άλλος δεν έχει λόγο! Όσο για σένα, μικρή ζουζού,» πρόσθεσε, κουνώντας απειλητικά το δάκτυλο της στη Νίνι, «Θα σε κανονίσω σύντομα που τολμάς να λες ψέματα για εμένα, ανάξιο παλιόπαιδο! Θα σε κάνω μαύρη στο ξύλο!»

«Δεν θα τολμήσετε να απλώσετε ξανά χέρι σε αυτό το παιδί!» φώναξε έξαλλη η Μαμά Μούμιν, παίρνοντας τη Νίνι προστατευτικά στην αγκαλιά της. Κανείς δεν την είχε ξαναδεί τόσο θυμωμένη, ούτε καν όταν ο Βρωμύλος είχε σαμποτάρει το ανεμόπτερο του Μάρτιν και του Σνόρκιν, με σκοπό να τους σκοτώσει. Η θεια της Νίνης δείλιασε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Όσο νταής και τρομακτική να ήταν, δεν είχε τα κότσια να προκαλέσει τη μητρική στοργή της Μαμάς Μούμιν. Ωστόσο, δεν δίσταζε να αποταθεί στο νόμο για να κάνει τη βρομοδουλειά της.

«Κε Επιθεωρητά, απαιτώ να συλλάβετε αυτούς τους εγκληματίες αμέσως και να μου επιστρέψετε την ανιψιά μου!» φώναξε, «Είμαι η νόμιμη κηδεμόνας της! Αυτοί οι αχρείοι οι Μούμιν προφανώς της έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου και λέει όλα αυτά τα ψέματα! Απαιτώ να μου τη δώσετε πίσω αμέσως για να τη πάω σπίτι και να τη τιμωρήσω που ξεκίνησε όλη αυτή τη φασαρία!» Ο Επιθεωρητής όμως είχε άλλα σχέδια.

«Δυστυχώς, αυτό μου είναι αδύνατο αυτή τη στιγμή, κυρία μου,» της είπε βλοσυρά. Βλέποντας τη σκληρή στάση της απέναντι στην ανιψιά της και όλα όσα είχε μόλις ακούσει από τη Νίνι, ο Επιθεωρητής ήξερε πως είχε ευθύνη να δράσει. «Πρώτα, θα πρέπει να μιλήσω με κοινωνική λειτουργό σχετικά με τη εποπτεία της ανιψιάς σας.» Το πρόσωπο της γριάς έγινε κόκκινο σαν τούβλο από το θυμό.

«Πως τολμάτε να υπονοείτε πως δεν είμαι κατάλληλη κηδεμόνας…!» φώναξε στον Επιθεωρητή, ο οποίος όμως τη διέκοψε, προειδοποιώντας τη να κάνει ησυχία.

«Δεν υπονοώ απολύτως τίποτα κυρία μου,» της είπε ψυχρά, «Όμως η αστυνομία έχει πάντα υποχρέωση να προστατεύει τον έντιμο πολίτη, καθώς και όλα τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας όπως τα παιδιά. Η στάση σας απέναντι στην ανιψιά σας δεν είναι εικόνα ενός στοργικού ή υπεύθυνου κηδεμόνα και για αυτό το λόγο, η Κοινωνικές Υπηρεσίες πρέπει να ενημερωθούν. Εν στο μεταξύ,» πρόσθεσε, προτού προλάβει η γυναίκα να διαμαρτυρηθεί και πάλι, «Με δική μου εντολή, ανακαλώ προσωρινά τη κηδεμονία σας. Η Νίνι θα παραμείνει στη φροντίδα των Μούμιν μέχρι νεοτέρας.»

Οι Μούμιν ξέσπασαν σε ζητωκραυγές, νιώθοντας μεγάλη ανακούφιση. Τη στιγμή που έμοιαζε πως θα έβρισκαν όλοι το μπελά τους και η Νίνι θα επέστρεφε στα χέρια της βάρβαρης θείας της, ο Επιθεωρητής τους είχε ξελασπώσει, αν και ήταν μόνο μια προσωρινή λύση. Αν και δεν υπήρχε καμία εγγύηση πως οι Κοινωνικές Υπηρεσίες θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν, προς το παρόν, η Νίνι ήταν ασφαλής. Η θεία της ήταν έξω φρενών.

«Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό! Είναι η ανιψιά μου και την αγαπώ πολύ!» είπε, ξαφνικά παίζοντας το αθώο, παρεξηγημένο θύμα, «Εντάξει, ίσως να ήμουν λίγο εκτός εαυτού μόλις τώρα. Έφταιγε η κούραση και το άγχος…!»

«Σε αυτή τη περίπτωση, δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε, κυρία μου,» τη καθησύχασε ο Επιθεωρητής, αν και, κρίνοντας από την έκφραση του, δεν πίστευε στη αθωότητα της, «Οι Μούμιν είναι μια υπέροχη και έντιμη οικογένεια, οι οποίοι θα φροντίσουν καλά την ανιψιά της όσο οι κοινωνικοί λειτουργοί εξετάζουν την υπόθεση σας με τον Εισαγγελέα. Και εσείς θα μπορείτε να κάνετε ένα διάλλειμα από όλες τις δύσκολες ευθύνες της φροντίδας της ανιψιάς σας και να ηρεμήσετε λίγο. Σίγουρα θα σας κάνει καλό. Λοιπόν, εάν θέλετε να με ακολουθήσετε στο Τμήμα για να συμπληρώσουμε κάποια έντυπα, ας αφήσουμε τους Μούμιν στην ησυχία τους.»

Χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, η θεία της Νίνης ακολούθησε τον Επιθεωρητή στη πόρτα. Προτού φύγει όμως, γύρισε να κοιτάξει μια τελευταία φορά του Μούμιν με μια εκδικητική έκφραση.

«Δεν τελείωσα μαζί σας!» είπε απειλητικά, «Οι δικηγόροι μου θα σας τσακίσουν στα δικαστήρια που μου κλέψατε την ανιψιά μου! Κανείς δεν μου αρπάζει αυτό που μου ανήκει ατιμώρητα!»

«Η Νίνι είναι ανεξάρτητος άνθρωπος, όχι κάποιο περιουσιακό στοιχείο σου, κυρία μου!» είπε θυμωμένη η Σνόρκα με σταυρωμένα χέρια. Όπως και η Μαμά Μούμιν, βαθιά μέσα της, είχε ένα μητρικό ένστικτο να προστατεύει τους αγαπημένους τους και η συμπεριφορά αυτής της μοχθηρής ύαινας απέναντι στη Νίνι την είχε εξαγριώσει. «Λοιπόν, δρόμο από αυτό το σπίτι!»

Μόλις ο Επιθεωρητής και η θεία της Νίνης είχαν φύγει, οι Μούμιν αγκάλιασαν όλο χαρά τη Νίνι. Τη στιγμή που φαινόταν ότι θα έχαναν τη καινούργια φίλη τους για πάντα, τώρα η Νίνι μπορούσε να μείνει μαζί τους για πάντα! Τουλάχιστον, μέχρι οι Κοινωνικές Υπηρεσίες να αποφάσιζαν τι έπρεπε να γίνει.

«Χαιρόμαστε τόσο πολύ για σένα, Νίνι!» είπε η Μαμά Μούμιν, τραβώντας τη στην αγκαλιά της. Η Νίνι επίσης την αγκάλιασε, κλαίγοντας από συγκίνηση.

«Επιτέλους έμαθες να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου!» σχολίασε η Μικρή Μυ, έχοντας μείνει εντυπωσιασμένη από την ξαφνική αλλαγή προσωπικότητας της Νίνι. Πάνω στο φόβο της που έβλεπε τους φίλους της που της είχαν δείξει τόση αγάπη να κινδυνεύουν με σύλληψη, είχε βρει το θάρρος να μιλήσει. Τώρα οι αρχές θα γνώριζαν τα πάντα για τη θεία της.

«Καλά να πάθει αυτή η αγροίκα η θεία της!» είπε ο Μούμιν, ακόμη έξαλλος για τη συμπεριφορά της απέναντι στη Νίνι. Εάν έβρισκε τον μπελά της με την αστυνομία, της άξιζε και με το παραπάνω. «Μακάρι να μην την αφήσουν να ξαναπλησιάσει ποτέ τη Νίνι!»

«Φοβάμαι πως δεν θα είναι τόσο απλό,» είπε ο Μπαμπάς Μούμιν, χάνοντας το χαμόγελο του. Έχοντας μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο, όπου τον είχαν παρατήσει οι ίδιες Κοινωνικές Υπηρεσίες που τώρα θα αναλάμβαναν την υπόθεση της Νίνι, και όπου είχε περάσει μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία μέχρι που το είχε σκάσει για να ταξιδέψει τον κόσμο, ήξερε πως θα δρούσαν περισσότερο για τα δικά τους συμφέροντα, παρά της Νίνης. Προσθέτοντας το γεγονός πως η κα Ψιλολαίμη ήταν μέλος του συμβουλίου των κοινωνικών λειτουργών και ή θεία της ήταν κάποτε η διευθύντρια του ορφανοτροφείου όπου μεγάλωσε, οι πιθανότητες τους ήταν ελάχιστες.

«Σίγουρα δεν γίνεται να δώσουν τη Νίνι πίσω σε αυτή τη φρικτή γυναίκα;» ρώτησε η Σνόρκα, «Αφού απειλούσε ανοιχτά να τη μαστιγώσει!»

«Φοβάμαι πως οι αρχές δεν ακούν τίποτα πέρα από ότι τους λέει ο νόμος,» είπε ο Μπαμπάς Μούμιν, «Ακόμη και εάν κάνουμε επίσημη καταγγελία, θα είναι μόνο ο λόγος μας ενάντια του δικού της. Δεν έχουμε κανένα τρόπο να το αποδείξουμε.» Οι Μούμιν ήταν πολύ δυσαρεστημένοι. Μάλλον ήταν μονάχα θέμα χρόνου μέχρι να έρθουν να πάρουν τη Νίνι μακριά τους για πάντα και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για αυτό.

«Το γράμμα!» είπε η Νίνι, δείχνοντας τους πάλι το μυστηριώδες γράμμα το οποίο κουβαλούσε συνέχεια πάνω της από τη στιγμή που είχε έρθει στο Σπίτι των Μούμιν. «Πρέπει να διαβάσετε το γράμμα!»

«Να διαβάσουμε τι;» ρώτησε ο Σνίφιν, «Αφού δεν γράφει τίποτα…» Όμως ο Μάρτιν, έχοντας μια καχυποψία ότι είχαν κάτι περισσότερο από μια απλή κενή κόλα χαρτί στα χέρια τους, πήρε το έντυπο και άρχισε να το εξετάζει σχολαστικά, με επιστημονικές μεθόδους.

Χρησιμοποιώντας το στυλό-φακό του, το έλαμψε πάνω στο χαρτί, πηγαίνοντας σιγά-σιγά από τη μία άκρη του χαρτιού στην άλλη, ψάχνοντας για τυχόν ίχνη από σβησμένα γράμματα τα οποία ίσως να είχαν ξεθωριάσει, αλλά κανονικά θα παρέμεναν ορατά κάτω από ένα δυνατό φως ως λεκέδες. Τίποτα. Το χαρτί φαινόταν πεντακάθαρο. Δυστυχώς ήταν επίσης πολύ τσαλακωμένο για να μπορέσει να διακρίνει γρατζουνιές που θα άφηνε μια πένα. Τότε, ξαφνικά, έτυχε να παρατηρήσει τη δέσμη φωτός του φακού του πάνω στο πάτωμα, καθώς διαπερνούσε το χαρτί. Μπορούσε να διακρίνει κάτι περίεργα σημάδια που δημιουργούσαν σκιές, τα οποία κατάλαβε ήταν γράμματα. Αόρατο μελάνι, το οποίο όμως δημιουργούσε σκιές στο φως, όπως και η Νίνι! Οι Μούμιν όλοι αναφώνησαν.

«Είναι μια επιστολή!» είπε ο Μούμιν, «Μια μυστική επιστολή, γραμμένη με αόρατο μελάνι!»

«Ή αόρατο αίμα, ίσως,» είπε ο Μάρτιν, κοιτάζοντας τη Νίνι. Εάν κάποιος είχε μπει στο κόπο να γράψει αυτή την επιστολή χρησιμοποιώντας το αόρατο αίμα της Νίνι σαν μελάνι, τότε σίγουρα ήταν κάτι πολύ σημαντικό. «Αλλά, τι γράφει; Εσύ το έγραψες αυτό, Νίνι;»

«Όχι, δεν… δεν ξέρω να γράφω,» μουρμούρισε η Νίνι, νιώθοντας βαθιά ντροπή που ήταν αναλφάβητη. Η θεία της ποτέ δεν την είχε στείλει σχολείο, προτιμώντας να τη κρατά στο σπίτι για να τις κάνει δουλειές.

Με τον Μάρτιν να διαβάζει τα περιεχόμενα της επιστολής με μεγάλη δυσκολία χρησιμοποιώντας το φακό του, υπαγορεύοντας στη Σνόρκα, η οποία είχε το καλύτερο γραφικό χαρακτήρα από όλους τους, έφτιαξαν ένα πρόχειρο, αλλά ορατό αντίγραφο. Σύντομα κατάλαβαν πως δεν ήταν μια οποιαδήποτε επιστολή, αλλά μια διαθήκη. Ήταν η προ πολλού χαμένη διαθήκη του Σερ Γκέιλορντ Γκόμπελ, ενός πλούσιου άρχοντα που ζούσε πριν χρόνια στη Κοιλάδα μαζί με τη συζύγου του Λαίδη Ελέν, οι οποίοι άφηναν όλοι τους τη περιουσία στη μοναχοκόρη τους – τη Νίνι!

«Είσαι η κόρη ενός πλούσιου άρχοντα;» αναφώνησε ο Σνίφιν με γουρλωμένα μάτια, κοιτάζοντας τη λίστα με τα περιεχόμενα της κληρονομίας της Νίνης, η οποία συμπεριλάμβανε το κτήμα και το αρχοντικό της οικογένειας, τραπεζικοί λογαριασμοί αξίας εκατομμυρίων, κοσμήματα, μια ολόκληρη περιουσία! «Καλά, γιατί δεν μας το είπες;»

«Αφού είσαι τόσο πλούσια, τότε γιατί στο καλό ζεις ως υπηρέτρια με αυτή τη στρίγγλα τη θεία σου;» ρώτησε η Μικρή Μυ, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της. «Τι απέγιναν οι γονείς σου;»

«Πέθαναν όταν ήμουν πέντε χρονών,» είπε η Νίνι, συγκρατώντας τα δάκρυα της, «Η θεία μου είναι η μόνη μου ζωντανή συγγενής. Κανονικά, αυτή προσδιοριζόταν να αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας μέχρι να μεγαλώσω. Οι δικηγόροι της δίνουν μάχη να τη περάσουν στο όνομα της για χρόνια, δίχως επιτυχία.»

«Μα τι δουλειά έχει η θεία σου να χειρίζεται τη περιουσία που σου ανήκει, αφού είσαι εσύ η κληρονόμος;» ρώτησε η Σνόρκα.

«Νόμιμα, πρέπει να υπάρχει ένας ενήλικας διαχειριστής για μια κληρονομιά για όσο η κληρονόμος είναι ακόμη ανήλικη, καθώς και να αναλαμβάνει τη φροντίδα της κληρονόμου μέχρι να ενηλικιωθεί,» είπε ο Μάρτιν, επιτέλους αρχίζοντας να βγάζει νόημα από όλη αυτή την ιστορία. «Αυτό εξηγεί για ποιο λόγο η θεια της Νίνης δεν θέλει να χάσει τη κηδεμονία, όσο και να μισεί την ανιψιά της. Η Νίνι αξίζει μια περιουσία για αυτή!»

«Μόνο που είχε μια διαθήκη κάτω από τη μύτη της όλο αυτό τον καιρό που λέει ξεκάθαρα πως η Νίνι είναι η κληρονόμος και αυτή δεν παίρνει φράγκο!» είπε η Μικρή Μυ, γελώντας με την ειρωνεία της κατάστασης, «Ανυπομονώ να δω την έκφραση στο πρόσωπο της όταν ακούσει για αυτό! Θα σκάσει από το κακό της!»

«Κοιτάξτε και αυτό,» είπε ο Μάρτιν, δείχνοντας τους ένα άλλο κομμάτι της διαθήκης που ανέφερε πως η θεία της Νίνης, η οποία αρχικά προσδιοριζόταν να είναι η διαχειρίστρια της περιουσίας, καθώς και να δικαιούται ένα μεγάλο μερίδιο της κληρονομίας, είχε αποκληρωθεί από τον αδελφό της επειδή είχε αποκαλυφθεί πως ήταν 'μια κερδοσκόπος και ανάξια εμπιστοσύνης στα μάτια της οικογένειας.'

«Αυτό εξηγεί για πιο λόγο ο Σερ Γκέιλορντ έγραψε τη διαθήκη του με το αόρατο αίμα της Νίνης,» είπε ο Μάρτιν, «Ήξερε πως η μοχθηρή αδελφή του θα άπλωνε χέρι στη περιουσία με τη πρώτη ευκαιρία μόλις θα πέθαινε. Ήθελε να σιγουρευτεί πως η κόρη του θα έπαιρνε αυτό που δικαιούται. Εάν αυτό το έγγραφο έπεφτε ποτέ στα χέρια της…»

«Θα το κατέστρεφε προτού πει κανείς κύμινο,» συμπλήρωσε για αυτόν ο Μούμιν. Χωρίς αυτή τη διαθήκη και με τη Νίνι ακόμη ανήλικη, ως πλησιέστερος συγγενής, θα άρπαζε τα πάντα, αφήνοντας τη Νίνι με τίποτα. Όμως τώρα που είχαν τη διαθήκη στα χέρια τους, οι Μούμιν ήταν αποφασισμένοι να αναλάβουν δράση.

«Πρέπει να τη δείξουμε αμέσως στον Επιθεωρητή,» είπε η Μαμά Μούμιν, «Είναι ο μόνος τρόπος να αποδείξουμε στις Κοινωνικές Υπηρεσίες πως δεν είναι η κατάλληλη κηδεμόνας για τη Νίνι. Αποκλείεται να αγνοήσουν ένα επίσημο έντυπο!»

Δυστυχώς, η Μαμά Μούμιν έπεσε τρομερά έξω. Το επόμενο κιόλας πρωί, ο Μάρτιν και ο Μπαμπάς Μούμιν πήγαν τη διαθήκη μαζί με το αντίγραφο που είχαν φτιάξει στον Επιθεωρητή, ο οποίος, αν και τους συγχάρηκε με το πώς είχαν λύσει το μυστήριο της επιστολής, ήταν υποχρεωμένος να τους απογοητεύσει.

«Δεν πρόκειται αυτό να γίνει αποδεκτό από κανέναν δικηγόρο. Η διαθήκη πρέπει να είναι ορατή, με την υπογραφή του θανούντα, ώστε να μπορεί να διαβαστεί ενώπιων των κληρονόμων όπως προβλέπει ο νόμος. Ούτε και το αντίγραφο που φτιάξατε δεν γίνεται αποδεκτό, αφού δεν είναι επίσημο έγγραφο. Ακόμη και οι Κοινωνικές Υπηρεσίες θα το απέρριπταν στη στιγμή, άσχετα εάν σας πίστευαν για το περιεχόμενο του. Λυπάμαι.»

Επέστρεψαν στο Σπίτι των Μούμιν με τα δυσάρεστα νέα. Όπως και ήταν αναμενόμενο, η Νίνι ήταν τελείως συντετριμμένη και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, κλαίγοντας με λυγμούς.

«Η καημένη η Νίνι,» είπε ο Μούμιν, «Πρέπει να κάνουμε κάτι να τη βοηθήσουμε, μαμά!» ικέτεψε τη μητέρα του.

«Μην απελπίζεσαι, χρυσό μου,» του είπε η Μαμά Μούμιν, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. «Εφόσον δεν το βάλουμε κάτω, πάντα υπάρχει κάποια λύση.»

«Τι λύση;» ρώτησε γκρινιάζοντας η Μικρή Μυ, που ήταν πεπεισμένη πως είχαν ανοίξει τρύπα στο νερό, «Οι κοινωνικοί λειτουργοί πρόκειται να σκάσουν μύτη στο κατώφλι μας από μέρα σε μέρα. Εν στο μεταξύ, εμείς ότι έχουμε είναι μια άχρηστη διαθήκη της συμφοράς που δεν διαβάζεται επειδή είναι αόρατη όπως και η Νίνι! Εκτός και εάν μπορεί κάποιος δια μαγείας να τη ξανακάνει ορατή, τότε η κατάσταση έχει πάει στον αγύριστο! Μιλάμε, μεγάλη σαλάτα!»

«Πρόσεχε πως μιλάς, Μικρή Μυ!» τη μάλωσε η Μαμά Μούμιν. Όσο άσχημα και να ήταν τα πράγματα, δεν ανεχόταν κανέναν να χρησιμοποιεί τέτοιο λεξιλόγιο μέσα στο σπίτι της! Ξαφνικά, ο Μάρτιν, που του είχε έρθει μια ιδέα ακούγοντας τα λόγια της Μικρής Μυ, πετάχτηκε πάνω.

«Μια στιγμή, αυτό είναι!» είπε, «Δια μαγείας! Χρειαζόμαστε κάποιον που ξέρει μαγικά για να ξανακάνει τη Νίνι και τη διαθήκη ορατές. Πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;» Οι Μούμιν τον κοίταζαν λες και είχε τρελαθεί. Αφού κανείς τους δεν ήξερε να κάνει μάγια. Τότε, κατάλαβαν ποιον εννοούσε.

«Μα φυσικά!» είπε ο Μούμιν, που θυμήθηκε, «Χρειαζόμαστε τη βοήθεια της Αλίσιας και της γιαγιάς της!»

Σημείωση από τη συγγραφέα: Άλλη μια ενότητα τελείωσε! Μόλις που πρόλαβα γιατί ξεκινάω πάλι δουλειά από Δευτέρα και οι ιστορίες θα μπουν πάλι σε αναμονή μέχρι το Πάσχα. Καλή ανάγνωση σε όλους τους αναγνώστες μου!