Δεν άντεχε άλλο το ταξίδι. Η ζέστη ήταν αποπνικτική και η ατμόσφαιρα βαριά από την υγρασία. Είχαν αφήσει εδώ και μέρες το αεράκι της ανοιχτής θάλασσας, καθώς πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στη στεριά. Ο ήλιος, παρότι καυτός, ήταν θαμπός. Δεν θύμιζε τον λαμπερό ήλιο τόσων καλοκαιριών. Θαρρείς και ο ήλιος ήταν κακόκεφος σαν τον ίδιο. Δεν άντεχε άλλο να βρίσκεται σε αυτό το καράβι, είχε γυρίσει κάθε του γωνιά. Η μονοτονία τον τρέλαινε.

Δεν ανυπομονούσε για αυτό το ταξίδι. Κάθε καλοκαίρι που επέστρεφε Ελλάδα, ένιωθε πως πνιγόταν. Τον έπνιγε το σπίτι των παιδικών του χρόνων, γεμάτο τόσες κακές αναμνήσεις. Ήταν ένα σπίτι κρύο, απόμακρο. Ποτέ δεν ακουγόταν το γέλιο. Οι φορές που μπορούσε να ξεκλέψει με τα ξαδέρφια του ήταν αχτίδες φωτός μπροστά στο σκοτεινό, αυστηρό του σπίτι. Τον έπνιγαν τα αδέρφια του, πάντοτε τόσο μακριά του. Μεγαλύτεροι και οι δύο ακολουθούσαν πιστά στα βήματα του πατέρα τους. Όποιος και ό,τι ήταν διαφορετικό από αυτόν, ήταν άξιο κοροϊδίας…στην καλύτερη. Τον έπνιγαν οι απαιτήσεις του πατέρα του. Ενός πατέρα δεσποτικού και αυταρχικού που πότε δεν μπορούσε να τον καταλάβει και να τον στηρίξει. Παρά τα ελαττώματά της, η μητέρα του τουλάχιστον καταλάβαινε την ανάγκη του να ξεφύγει και τον στήριζε σε αυτό. Ο πατέρας του ήταν απόλυτος, αυστηρός, δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι ο γιος του θα ακολουθούσε διαφορετικό δρόμο από την οικογένειά του.

Είχαν χρόνια που είχαν φύγει από τον Κάμπο. Η μητέρα του, μαθημένη στην «αριστοκρατία» της Αθήνας, δεν άντεχε να ζει άλλο μακριά από τον κύκλο της και τις διασκεδάσεις που προσέφερε η ζωή στην πρωτεύουσα. Η ζωή της στη Λάρισα ήταν μονότονη, βαρετή. Την θυμάται από παιδί να κοιτάζει με υπεροψία τις «φίλες» της – παρότι σε τίποτα δε διέφεραν. Και αυτές βέβαια την κουτσομπόλευαν κανονικά. Οι φήμες εξάλλου για τις εξωσυζυγικές σχέσεις των γονιών του, ήταν κοινό μυστικό στη Λάρισα. Όχι τόσο σχέσεις, όσο…περιπέτειες. Από έρωτα είχαν παντρευτεί τόσα χρόνια πριν. Γνωρίστηκαν σε ένα χορό, η μητέρα αρχικά διστακτική, αλλά ο πατέρας επιμένων. Διστακτική ακριβώς λόγω της επαρχίας. Θα άφηνε την Αθήνα για τη Λάρισα; Καλύτερα με έναν λιγότερο εύπορο της τάξης τους στην Αθήνα, παρά στη Λάρισα, ακόμα και με τον Δούκα του Κάμπου. Τελικά η γοητεία του την κέρδισε, και η περιουσία του κέρδισε τον πατέρα της. Έτσι νέα κοπέλα γύρω στα είκοσι, σηκώθηκε και έφυγε από την Αθήνα για τη Λάρισα. Ο έρωτας δεν ξέρει πότε πέρασε, αλλά δεν θυμόταν ποτέ τους γονείς του ευτυχισμένους. Οι μόνες του αναμνήσεις ήταν αναμνήσεις έντασης, θυμού και διαπληκτισμών. Η καλύτερη περίπτωση βέβαια ήταν η αδιαφορία – τουλάχιστον τότε δεν χρειαζόταν να βλέπουν και να ακούν τους τσακωμούς τους.

Ο πατέρας είχε αφήσει τη διαχείριση των χωραφιών στα αδέρφια του. Ο Σέργιος ήταν ικανός. Μυαλό ξυράφι, τα έφερνε όλα βόλτα στη θέση του πατέρα, όσο ήταν ακόμα εκεί. Ένας προύχοντας της περιοχής και ιδιαίτερα γοητευτικός, ήταν περιζήτητος γαμπρός. Ψηλός, μελαχρινός με πράσινα μάτια και πλούσιο μουστάκι. Αυτός όμως δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα. Είχε πάντα όποια γυναίκα ήθελε και η σκέψη να αφοσιωθεί μόνο σε μία από τόσο νωρίς, δεν τον απασχολούσε. Ο Κωνσταντής από την άλλη ήταν η σκιά του. Από παιδί τον ακολουθούσε πιστά. Ο πατέρας τους το είχε καταστήσει σαφές ότι ο Κωνσταντής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι περισσότερο από σκιά του Σέργιου ή δική του. Και ο Κωνσταντής ποτέ δεν έδειξε επιθυμία για κάτι άλλο. Ένα καλοκαίρι που είχε γυρίσει Ελλάδα του είχε προτείνει να πάει μαζί του Γαλλία, να ξεφύγει έστω και για λίγο από την σκιά τους. Αρνήθηκε. Ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, εύκολα λεφτά, ποτό, γυναίκες. Και σε αυτό έμοιαζε στον Σέργιο. Μαζί με τον φίλο του τον Μελέτη αναλάμβαναν όλες τις βρώμικες δουλειές του. Και ήταν πολλές. Ο Νικηφόρος δεν ήξερε, δεν ήθελε μάλλον να ξέρει, αλλά το όνομά τους ακολουθούσε περισσότερο ο φόβος, παρά το κύρος.

Ήλπιζε πως δεν θα χρειαζόταν να τους δει. Δεν σκόπευε να πάει στη Λάρισα και ευχόταν πως η μητέρα του δεν θα τους είχε καλέσει. Μαζί με τους γονείς τους έμενε και η μικρή τους αδερφή. Χωρίς να έχει καμία άλλη επιρροή εκτός από τη μητέρα τους, η αδερφή του είχε γίνει μια μικρογραφία της. Σε ένα κορίτσι 20 ετών αυτό ήταν καταστροφικό. Ήλπιζαν να τις βρουν γαμπρό σύντομα. Κάποιον του κύκλου τους, επιφανή και ευκατάστατο. Τα υψηλά τους κριτήρια και ο χαρακτήρας της μικρής, δεν το έκαναν ιδιαίτερα εύκολο.

Σε αυτή την κατάσταση γύριζε, λοιπόν. Σε μία κατάσταση από την οποία είχε δραπετεύσει εδώ και χρόνια. Αυτός μαθημένος στα γράμματα και στα βιβλία έμενε πάντα όσο το δυνατόν πιο μακριά από ό,τι είχε να κάνει με τις δουλειές της οικογένειάς του. Ήταν και αυτός περιζήτητος γαμπρός και η μητέρα του προσπαθούσε ήδη να του βρει νύφη που θα τον κρατούσε στην Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο όμορφος. Οι ευγενείς του τρόποι και ο καλός του χαρακτήρας τον έκαναν ιδανικό γαμπρό για κάθε νύφη. Όπως επίσης και η περιουσία και το όνομά του. Δεν τον ενδιέφερε κανένα από τα προξενιά που του ετοίμαζε η μητέρα του. Του είχε ήδη γράψει για διάφορες κοπέλες φίλων που θα γνώριζε όταν θα ερχόταν Ελλάδα. Ανέφερε πόσο όμορφες και μορφωμένες ήταν και από πόσο καλές οικογένειες. Δεν ήθελε καμία από τις νύφες που του προξένευε η μητέρα του. Το γεγονός και μόνο ότι τις θεωρούσε καλές νύφες ήταν αρκετό για να μην τις θεωρεί αυτός. Αναστέναξε. Θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει και αυτό.

Ένιωθε το οξυγόνο να φεύγει από τα πνευμόνια του όσο πλησίαζε τον Πειραιά. Ένιωθε να εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε καταφέρει να γλιτώσει. Είχε πολλή δουλειά, είπε, και δεν γινόταν να γυρίσει. Η αλήθεια είναι πως το καλοκαίρι η πρεσβεία είχε ελάχιστη δουλειά. Μπορούσε όμως έτσι να μείνει στο Παρίσι. Να γράψει, να διαβάσει, να διασκεδάσει. Όλη του η ζωή ήταν πλέον εκεί, τίποτα δεν τον κρατούσε στην Ελλάδα, τίποτα δεν τον συνέδεε με μία οικογένεια από την οποία προσπαθούσε συνεχώς να ξεφύγει.

Πλέον έβλεπε το λιμάνι, ήταν λεπτά μακριά από τις τελευταίες στιγμές ελευθερίας του. Κάθισε σε μία καρέκλα. Ξαφνικά ένα αεράκι δρόσισε την ατμόσφαιρα. Ήταν αναζωογονητικό. Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε πως ήταν μακριά, χαμένος στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας.