Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της. Είχε επιτρέψει σε έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καλά-καλά, που μόλις είχαν ανταλλάξει δυο κουβέντες να την επηρεάσει τόσο. Γιατί ένιωθε έτσι; Με τον άνθρωπο αυτόν δεν τους ένωνε τίποτα, ούτε θα μπορούσαν να είναι ποτέ μαζί. Δεν της είχε δείξει ποτέ τίποτα από ένα απλό, φιλικό ενδιαφέρον, σίγουρα αποτέλεσμα της παραμονής του στο Παρίσι. Δεν έπρεπε να την επηρεάσει τόσο, δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό της. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου και τα δάκρυα κυλούσαν. Τα σκούπισε με το πίσω μέρος του χεριού της. Όχι, δεν μπορούσε να κλάψει άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο δύο φορέματα τους ένωναν πλέον. Θα τα τελείωναν και μετά δεν θα τους συνέδεε τίποτα. Δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
Η δεξίωση ήταν σε πέντε μέρες. Η Ουρανία με την Ασημίνα δούλευαν εντατικά για τα φορέματα της Μυρσίνης και της Πηνελόπης. Η Ουρανία έβλεπε την Ασημίνα μαραμένη, σιωπηλή. Τα άλλοτε ζωηρά μάτια της ήταν θλιμμένα.
«Θα μου πεις τι έχεις ή θα στα βγάλω με το τσιγκέλι;» την ρώτησε κάποια στιγμή.
«Τίποτα, Ουρανίτσα μου, τι να έχω;» της απάντησε αυτή και άρχισε να ράβει με ακόμα μεγαλύτερη προσήλωση. «Κουρασμένη είμαι απλά.»
«Κουρασμένη;»
«Ναι, η Ελένη ήθελε να κατεβάσουμε μερικά πράγματα από το πατάρι. Ε, άνοιξαν περισσότερες δουλειές, και κουραστήκαμε.»
Δεν το συνέχισε. Ήξερε την Ασημίνα χρόνια. Ήταν καλό κορίτσι. Καλόκαρδο, εργατικό, πρόθυμο. Η μεγάλη της καρδιά τους χωρούσε όλους και η ζωντάνια και η χαρά της γέμιζαν τον χώρο. Οι δουλειές ποτέ δεν την κούραζαν. Δεν την πίστευε. Κάτι άλλο την είχε στενοχωρήσει, αλλά δεν θα την πίεζε. Θα της το έλεγε η ίδια όταν θα ήταν έτοιμη.
«Εντάξει. Λοιπόν, σχεδόν τελειώσαμε με αυτά. Φύγε και θα τα τελειώσω εγώ, θα ετοιμάσω τα πακέτα και αύριο πρωί θα τους τα πας.»
Σήκωσε ταραγμένη το βλέμμα της. «Εγώ;» ρώτησε.
«Ναι, εσύ; Πρώτη φορά είναι;»
Δίστασε. «Να σκέφτηκα… σκέφτηκα μήπως τα πήγαινε ο Κυριάκος με το αυτοκίνητο. Καλύτερα θα ήταν, να μην τα κουβαλάω με τα λεωφορεία και τσαλακωθούν.»
«Ο Κυριάκος έχει δουλειές αύριο δεν μπορεί. Θα τα πας νωρίς, νωρίς, και αν θέλουν κάτσε να τους τα πατήσεις κι ένα χεράκι, δεν θα πάθουν τίποτα.»
Έβλεπε πως δεν μπορούσε να της αλλάξει τη γνώμη, δεν θα μπορούσε να αποφύγει άλλη μία επίσκεψη. Περπατούσε διστακτικά στον διάδρομο. Χτύπησε την πόρτα της Αγορίτσας, ελπίζοντας πως θα μπορούσε να αποφύγει τους υπόλοιπους. Να αφήσει τα φορέματα και να φύγει χωρίς πολλές κουβέντες. Κανείς δεν απαντούσε. Χτύπησε και πάλι, πιο αποφασιστικά αυτά τη φορά. Άκουσε βαριά βήματα μέσα από το διαμέρισμα, να έρχονται στην πόρτα. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο μόλις τον είδε και το λαμπερό χαμόγελό του.
«Ασημίνα; Τι κάνεις εδώ;» της είπε γλυκά.
«Ε…έφερα τα φορέματα της μητέρας και της αδερφής σας.» του απάντησε ντροπαλά και του έδωσε τα πακέτα. Τα πήρε στα χέρια του.
«Ευχαριστώ εκ μέρους τους.» την ευχαρίστησε αυτός. Ένιωθε άβολα, δεν ήξερε αν ήταν τακτοποιημένος ο λογαριασμός για τα φορέματα και δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση με το ζήτημα. Αποφάσισε να το συζητήσει μετά με την Πηνελόπη, εάν δεν είχαν πληρώσει, θα το τακτοποιούσε αυτός.
Του χαμογέλασε. «Καλή σας ημέρα.» του είπε και πήγε να φύγει.
«Κάτσε, περίμενε.» την σταμάτησε. «Έκανες τόσο δρόμο και δεν θα σε κεράσουμε κάτι;» είπε χαμογελώντας κι αυτός.
«Δεν χρειάζεται, ευχαριστώ, πρέπει να πηγαίνω.»
«Ασημίνα. Η μέρα είναι πολύ ζεστή και ο Πειραιάς μακριά. Έλα μέσα να πιείς μια βυσσινάδα και θα πω στον Μελέτη να σε γυρίσει πίσω.»
«Δεν χρειάζεται, μην μπαίνετε σε κόπο, έχετε και ετοιμασίες.»
«Κανένας κόπος.» επέμεινε αυτός και άνοιξε περισσότερο την πόρτα. Τον κοίταξε διστακτικά. Πήρε μια ανάσα και μπήκε στο σπίτι. Την οδήγησε στην κουζίνα που καθόταν με την Αγορίτσα τις προάλλες.
«Εδώ θα έχουμε ησυχία» της είπε. Το προτιμούσε κι αυτή. Ήταν πιο εύκολο από το να πρέπει να εξηγήσουν στην μητέρα του τι έκανε εκεί και τι έκαναν μαζί.
«Σου βάζω βυσσινάδα, έτσι;» την ρώτησε ενώ έβγαζε ένα μπουκάλι κρύο νερό από το ψυγείο.
«Μην μπαίνετε σε κόπο.» του είπε. «Ένα ποτήρι κρύο νερό αρκεί.»
«Είπαμε, δεν είναι κανένας κόπος.» επανέλαβε αυτός και γύρισε να την κοιτάξει χαμογελώντας. «Μου είχε λείψει να κάνω βυσσινάδα της Αγορίτσας» είπε καθώς έβγαζε ένα βάζο με σιρόπι βύσσινο από το ντουλάπι. «Ένα από τα λίγα πράγματα που ξέρω να κάνω μόνος μου.» γέλασε.
Γέλασε κι αυτή. Δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Έβαλε το ποτήρι μπροστά της. Γύρισε στον πάγκο και πήρε ένα βάζο υποβρύχιο και έβαλε μέσα σε ένα ποτήρι νερό. Της το πήγε και κάθισε απέναντί της.
«Να σε γλυκάνουμε και λίγο» είπε αστειευόμενος. «Είμαι σίγουρος πως η μητέρα μου θα σου έδωσε πολλές πίκρες.»
Δεν απάντησε τίποτα, απλά κατέβασε το κεφάλι και χαμογέλασε άβολα.
«Πόσα χρόνια δουλεύεις στην Ουρανία;» την ρώτησε αλλάζοντας τη συζήτηση.
«Εδώ και μερικά χρόνια. Είναι καλή δουλειά.» απάντησε αυτή.
«Και; Σου αρέσει;»
«Ναι» είπε και το χαμόγελο στο πρόσωπό της έδειχνε ότι το εννοεί. Χαμογέλασε κι αυτός.
«Είναι σημαντικό να σου αρέσει η δουλειά που κάνεις.»
«Εσείς; Τι δουλειά κάνετε;» ρώτησε ντροπαλά.
«Εγώ δουλεύω στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι.» απάντησε αυτός
Τα μάτια της έλαμψαν από θαυμασμό. «Και σας αρέσει;»
Δεν απάντησε για λίγο. «Δεν είναι αυτό που ονειρευόμουν.» είπε απλά.
«Και τι ονειρευόσασταν;» τον ρώτησε, πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει πως η ερώτηση ίσως να ήταν πολύ προσωπική. Ήταν τόσο εύκολο και φυσικό να μιλάει μαζί του, που δεν σκεφτόταν τίποτα. Ήθελε απλά να συνεχίσουν να συζητούν.
Την κοίταξε. Έβλεπε μόνο ειλικρίνεια και ζεστασιά στα μάτια της. «Ονειρεύομαι να γίνω συγγραφέας.» της είπε.
«Συγγραφέας;!» απάντησε με θαυμασμό. «Σαν τον Ξενόπουλο;»
«Αυτός σου αρέσει;» της χαμογέλασε.
«Και αυτός.» απάντησε αυτή. «Είναι ο αγαπημένος της μικρής μου αδερφής. Η μεγάλη της έβαζε τις φωνές, της έπαιρνε τα μυαλά έλεγε.». Γέλασε. «Και γιατί δεν γίνεστε;» τον ρώτησε χαμογελώντας κι αυτή. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Αγορίτσα.
«Ασημίνα μου, εδώ είσαι;» ρώτησε όταν είδε την κοπέλα. Κοίταξε και τους δύο. Φαινόταν να υπάρχει κάποια οικειότητα μεταξύ τους. Χαμογέλασε απαλά.
«Ναι, Αγορίτσα μου, έφερα τα φορέματα. Να φεύγω σιγά σιγά» είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα.
«Όχι, περίμενε, να πάω να πω στον Μελέτη να φέρει το αυτοκίνητο.» σηκώθηκε και ο Νικηφόρος.
«Κάτσε, Νικηφόρε μου, κι εσύ, θα πάω εγώ, να του πω να μου φέρει και μερικά πράγματα που χρειάζομαι για απόψε.»
Η αμηχανία είχε επιστρέψει ανάμεσά τους.
«Ωραία θα είναι απόψε.» του είπε ευγενικά, θέλοντας να σπάσει τη σιωπή και την αμηχανία.
«Ωραία;»
«Ναι.» επιβεβαίωσε. «Όχι;» τον ρώτησε όταν είδε το πρόσωπό του να συνοφρυώνεται.
«Ναι. Υποθέτω. Αν σου αρέσουν οι δεξιώσεις.»
«Και; Σας αρέσουν;» τον ρώτησε με θάρρος.
Την κοίταξε στα μάτια. Ήξερε ήδη την απάντηση, ήταν περίεργο το πώς μπορούσε να τον διαβάσει.
«Θα προτιμούσα να είμαι οπουδήποτε αλλού, να πω την αλήθεια.» της είπε ειλικρινά.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Μελέτης. «Εδώ είσαι;» είπε στην Ασημίνα. «Άντε, πάμε.»
«Ναι, αμέσως.» είπε. Ο Μελέτης βγήκε από την κουζίνα. «Καλή διασκέδαση απόψε.» του είπε και άπλωσε το χέρι της για χειραψία.
«Ευχαριστώ.» είπε αυτός.
«Όλα θα πάνε καλά.» του χαμογέλασε με ένα μεγάλο χαμόγελο. Της χαμογέλασε κι αυτός. Βγήκε έξω από την κουζίνα και την ακολούθησε. Ο Μελέτης είχε ανοίξει την πόρτα και την περίμενε. Χαμογέλασε άβολα, κοίταξε κάτω και βγήκε από την πόρτα. Είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει τις σκάλες όταν ο Νικηφόρος σταμάτησε τον Μελέτη στην πόρτα.
«Μελέτη» είπε σοβαρά. «Να είσαι ευγενικός με την κοπέλα. Μην την φέρεις σε δύσκολη θέση.»
Χαμογέλασε ειρωνικά. «Εννοείται, Νικηφόρε. Με ξέρεις.»
Καθόταν στο δωμάτιό του και σκεφτόταν την πρωινή του συζήτηση με την Ασημίνα. «Και γιατί δεν γίνεστε» τον είχε ρωτήσει, τόσο αυθόρμητα, τόσο φυσικά, σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. Η ειλικρίνεια και η καθαρή σκέψη της κοπέλας ήταν αναζωογονητική. Δεν την συναντούσε συχνά. Ήταν σαν τα καθαρά της μάτια να αντικατόπτριζαν το καθαρό μυαλό και την καθαρή ψυχή της. Σαν το φως που είχε στα μάτια της, να το είχε και στην καρδιά της. Το είχε μετανιώσει που είχε γυρίσει Ελλάδα. Ο πατέρας του ήταν ανυπόφορος. Ήθελε να τον ακολουθεί παντού, να μάθει τη δουλειά για να δουλέψει κι αυτός στις επιχειρήσεις. Μάταια του έλεγε πως δεν ενδιαφερόταν και πως θα γύριζε στο Παρίσι, αυτός εκεί, επέμενε. Και επέμεινε να τον προσβάλει και να τον υποτιμά συνεχώς. Όπως ανυπόφορη άρχιζε να γίνεται και η επιμονή της μητέρας του στα προξενιά. Ήθελε να τον παντρέψει οπωσδήποτε για να τον κρατήσει κοντά της. Της το είχε καταστήσει σαφές πως δεν τον ενδιέφερε καμία από τις κόρες των φίλων της. «Πού το ξέρεις, Νικηφόρε μου, αφού δεν τις έχεις δει τις κοπέλες;» επέμενε αυτή. Είχε κουραστεί να το συζητάνε πια, οπότε απλά την άκουγε να του μιλάει για το πόσο καλές ήταν οι οικογένειες που θα έρχονταν στην δεξίωση.
Φορούσε ήδη το κοστούμι του. Άκουσε την πόρτα να χτυπάει, αλλά δεν έδωσε σημασία. Δεν ήθελε να πάει από τώρα και από τη στιγμή που δεν είχαν έρθει οι καλεσμένοι δεν έβλεπε καν τον λόγο. Δεν είχε καθόλου καλή διάθεση. Θα προσπαθούσε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους όσο περισσότερο μπορούσε για να περάσει αυτή η δύσκολη νύχτα. Το κουδούνι χτύπησε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε απρόθυμα από το δωμάτιο.
Ένα διαρκές βουητό από δυνατές ομιλίες και γέλια ακουγόταν στον χώρο και έκανε δύσκολο το να ακούσεις οτιδήποτε. Τον εξυπηρετούσε αυτό, δεν χρειαζόταν παρά να λέει ελάχιστες κουβέντες και να γελάει μαζί με τους υπόλοιπους χωρίς καν να ακούει τα αστεία. Είχε ήδη πιει αρκετά, το κεφάλι του είχε θολώσει. Άκουσε δυνατή τη φωνή του πατέρα του να τον καλεί.
«Νικηφόρε. Νικηφόρε, έλα εδώ.» Τον πλησίασε απρόθυμα. Μιλούσε με κάποιους φίλους του. Ήταν φανερό πως είχε πιει πολύ. «Κύριοι, από δω ο μικρός μου γιος.» είπε και έβαλε το χέρι του γύρω από τον Νικηφόρο. «Μην τον βλέπετε έτσι, είναι έξυπνος κατά βάθος.» είπε και γέλασε. «Αλλά όχι τόσο όσο νομίζει.» συνέχισε μιλώντας δυνατά και γελώντας. Οι φίλοι του γέλασαν άβολα. Η Μυρσίνη τους πλησίασε, έτοιμη να επέμβει για να σώσει την κατάσταση. «Δούκα μου, μπορείς να έρθεις λίγο;» του είπε. «Γι'αυτόν μαζευτήκαμε.» συνέχισε αυτός. «Και αυτός ο αχάριστος είναι με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. Χαμογέλα λίγο ρε» είπε πιο δυνατά και τον έσπρωξε. Οι ομιλίες σταμάτησαν απότομα.
«Δούκα.» είπε προειδοποιητικά η Μυρσίνη.
«Αλλά, βέβαια, έτσι ήταν πάντα. Αγέλαστος και αχάριστος. Τα είχε όλα στα πόδια του, ό,τι ζητήσει. Παρίσι ήθελε; Παρίσι. Αλλά αυτός πάντα εκεί, με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα.» Τον κοιτούσαν όλοι. Ο Νικηφόρος πήγε να φύγει.
«Δούκα μου…» προσπαθούσε η Μυρσίνη.
«Να, βλέπετε, φεύγει. Έτσι κάνει πάντα, πάντα φεύγει, δεν φοράει τα παντελόνια να καθίσει να λύσει τις διαφορές του σαν άντρας.» Τώρα τον είχε πλησιάσει και ο Κωνσταντής. Ο Σέργιος από την άλλη απλά καθόταν και έπινε σε μία γωνιά.
«Πατέρα, έλα πάμε στο μπαλκόνι να πάρεις λίγο αέρα.»
Τον αγνόησε τελείως. «Και ξέρετε τι άλλο θέλει; Θέλει να γίνει συγγραφέας. Συγγραφέας!» είπε και γέλασε. Κάποιοι γέλασαν δειλά, άβολα από την όλη κατάσταση. «Πού ακούστηκε; Ο γιος του Δούκα Σεβαστού να γράφει παραμύθια για γυναικούλες.»
«Οτιδήποτε είναι καλύτερο από το να γίνω σαν εσένα.» απάντησε ο Νικηφόρος. Δεν το είπε δυνατά, αλλά η φωνή του ακούστηκε πεντακάθαρα μέσα στο δωμάτιο. Όλοι πάγωσαν. Το πρόσωπο του Δούκα είχε γίνει κάτασπρο. Το χτύπημα έφυγε δυνατό στο πρόσωπο του Νικηφόρου.
«Δούκα» φώναξε η Μυρσίνη. Ο Κωνσταντής άρπαξε το χέρι του. Ο Νικηφόρος δεν είπε κουβέντα. Το αίμα είχε τώρα φύγει και από το δικό του πρόσωπο. «Με συγχωρείτε» είπε απλά κοιτάζοντας γύρω τους προσκεκλημένους του και πήγε προς την έξοδο.
Τα κλειδιά ήταν πάνω στο αμάξι. Βρέθηκε στο λιμάνι χωρίς να το καταλάβει. Μπήκε στο πρώτο μαγαζί μου βρήκε. Τον έβαλαν να καθίσει μπροστά-μπροστά. Το καλό του κοστούμι και το ακριβό του ρολόι τον έκαναν καλό πελάτη. Το μόνο που τους ζήτησε ήταν ένα μπουκάλι ουίσκι. Τον πλησίαζαν διάφορες κοπέλες. Τις έδιωχνε. Δεν έπρεπε να είχε έρθει σε αυτό το μαγαζί. Πήγε να σηκωθεί να φύγει, αλλά σκόνταψε.
«Καθίστε λίγο.» του είπε μια γλυκιά φωνή. «Δεν είστε καλά.» Σήκωσε τα μάτια του. Την αναγνώρισε.
«Εσείς… Εδώ δουλεύετε;»
«Ναι» είπε ντροπαλά.
«Ρόζα…»
«Ναι, Ρόζα… Είστε καλά;»
Αναστέναξε. «Καλά είμαι, ναι. Τώρα σε λίγο θα φύγω.»
«Καθίστε να ξεμεθύσετε λίγο, μη φύγετε έτσι.» είπε και του έπιασε το χέρι. Το ποτό είχε αρχίσει να τον καταβάλει. Ζαλιζόταν και είχε χάσει την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, πού βρισκόταν και τι έκανε. Όταν πια βγήκε από το δωμάτιο της Ρόζας είχε πέσει ησυχία.
