Ο Χάρρυ καθόταν ήσυχος στη σπηλιά του, η οποία είχε υποστεί πολλές μετατροπές τις τελευταίες μέρες, διαβάζοντας το ημερολόγιο του αδελφού του. Είχαν περάσει αρκετές εβδομάδες από τη περιπέτεια τους στο Νεκροταφείο των Ελεφάντων. Είχαν επιστρέψει σώοι στη Γη της Αγέλης με τη κινίνη, την οποία ο Χάρρυ έδωσε σε μικρές δόσεις στο Σίμπα κάθε λίγες ώρες, ώσπου τελικά, προς μεγάλη χαρά όλων, έγινε το θαύμα.

Η Σαράμπι είχε βάλει τα κλάματα όταν ο γιος της ξύπνησε από το κώμα του τρεις μέρες αργότερα και τελικά έγινε τελείως καλά. Με το που είχε συνέλθει, είχε ρωτήσει με ανησυχία για τη Νάλα, θέλοντας να μάθει εάν ήταν εντάξει, ώσπου οι γονείς του τον είχαν καθησυχάσει πως και αυτή ήταν σώα και αβλαβής. Αν και ήταν καταχαρούμενος που ο γιος του είχε γλιτώσει, ο Μουφάζα είχε μαλώσει αυστηρότατα τον Σίμπα που είχε βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του και της Νάλας, και ζήτησε και από τα δυο κουτάβια να ευχαριστήσουν το Χάρρυ που τα είχε σώσει.

Με τα δύσκολα να έχουν πια περάσει, ο Χάρρυ μπορούσε τώρα να τακτοποιήσει ένα προσωπικό του θέμα: να θάψει τη σορό του αδελφού του, την οποία είχε μαζέψει από το Νεκροταφείο των Ελεφάντων πριν τη καταστροφή. Βρίσκοντας ένα καλό σημείο δίπλα στο μνήμα των Κόντυ, ο Χάρρυ είχε επιτέλους αναπαύσει εν ειρήνη τον Ρίτσαρντ. Ένας ξύλινος σταυρός τοποθετήθηκε πάνω στο τάφο του μεγάλου εξερευνητή και πιστού μέλους της Αγέλης, που είχε πεθάνει τραγικά, όμως η μνήμη του οποίου πάντα θα παρέμενε, όπως και άξιζε του Ρίτσαρντ.

Παρότι τον θρήνο που εξακολουθούσε να νιώθει για το χαμό του αδελφού του, η ζωή του Χάρρυ είχε γίνει πολύ πιο υποφερτή με τον εξοπλισμό του Ρίτσαρντ που είχε κληρονομήσει. Πέρα από το τουφέκι, το πιστόλι και το μαχαίρι του, με τα οποία μπορούσε τώρα να κυνηγάει θηράματα χωρίς να βασίζεται στις λέαινες για να φάει, το σακίδιο του Ρίτσαρντ είχε ένα σωρό άλλα χρήσιμα αντικείμενα που θα βοηθούσαν το Χάρρυ να κάνει ορισμένες ευπρόσδεκτες αλλαγές στην αλλιώς πρωτόγονη ζωή του.

Πρώτον από όλα, ήταν μια αλλαγή γκαρνταρόμπας. Είχε βγάλει τη φθαρμένη πια στολή λοχαγού που φορούσε από τότε που δραπέτευσε από τη Γαλλία και φόρεσε ορισμένα από τα παλιά ρούχα του Ρίτσαρντ. Αφού ήταν δίδυμοι, ήταν όλα ακριβώς στα μέτρα του. Τώρα που είχε ψαλίδι και ξυράφι, επίσης κουρεύτηκε και ξυρίστηκε, κάνοντας τον εαυτό του πάλι ευπαρουσίαστο.

Χρησιμοποιώντας το χάρτη και τη πυξίδα που είχε βρει, καθώς και τις σημειώσεις του Ρίτσαρντ, ο Χάρρυ μπορούσε επιτέλους να υπολογίσει που βρισκόταν. Το οροπέδιο όπου ήταν η Γη της Αγέλης βρισκόταν περίπου 900 χιλιόμετρα νότια από την ακτή της Μεσογείου, στην άκρη του οροπεδίου Χογκάρ στη νότια Αλγερία. Κοιτάζοντας το χάρτη όμως, δεν μπορούσε να δει το οροπέδιο πουθενά, πράμα που σήμαινε πως ήταν εντελώς άγνωστο. Βρισκόταν καθηλωμένος στη μέση του πουθενά, τριγυρισμένος από απέραντη έρημο, με τον κοντινότερο πολιτισμό να είναι η Κοιλάδα Μαζάμπ περίπου 400 χιλιόμετρα βόρεια από το οροπέδιο.

Ήταν ξεκάθαρο πια πως δεν θα ερχόταν ποτέ καμία βοήθεια και αφού δεν μπορούσε να βρει τρόπο να κατέβει από το οροπέδιο, πόσο μάλιστα να περπατήσει 400 χιλιόμετρα μέσα στη Σαχάρα, δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής. Δεν είχε άλλη λύση από το να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε εδώ πέρα.

Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του Ρίτσαρντ, μπόρεσε να μεγαλώσει τη σπηλιά του, στερεώνοντας τους τοίχους με ξύλα που είχε κόψει. Η λάμπα κηροζίνης, κατσαρόλα, είδη υγιεινής και κουβέρτες ήταν όλα πολύ ευπρόσδεκτες προσθήκες στις ανέσεις του καινούργιου του σπιτιού. Τώρα έμενε μόνο να ανακαλύψει τα μυστικά του παρελθόντος του Ρίτσαρντ.

Καθισμένος στο αυτοσχέδιο γραφείο που είχε κατασκευάσει χρησιμοποιώντας καλάμια, σπάγκο και μια μεγάλη επίπεδη πέτρα που είχε βρει, συνέχιζε να ξεφυλλίζει το ημερολόγιο του Ρίτσαρντ, ψάχνοντας για κάτι που θα τον βοηθούσε να εξακριβώσει την ταυτότητα του μυστικού συνεργού των υαινών.

Ο Χάρρυ είχε ενημερώσει τον Μουφάζα για το ότι είχε ακούσει τον Μπανζάι να λέει και την καχυποψία του πως ίσως υπήρχε ένας προδότης ανάμεσα τους. Αν και ο ίδιος ο βασιλιάς είχε σοβαρές ανησυχίες για αυτή τη νέα εξέλιξη, ο Μουφάζα είχε διατάξει τον Χάρρυ να μην πει τίποτα σε κανέναν άλλον ώσπου να μπορέσει να ερευνήσει περεταίρω τη κατάσταση, όμως τουλάχιστον του υποσχέθηκε πως θα ήταν πάντα σε επιφυλακή.

Σύμφωνα με τις πρώτες καταχωρήσεις στο ημερολόγιο, η αποστολή του Ρίτσαρντ, την οποία αποτελούσαν καμιά πενηνταριά εθελοντές που είχε μαζέψει, ξεκίνησε στις αρχές του 1913, αναζητώντας το οροπέδιο και τα θρυλικά αδαμαντωρυχεία του, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το ημερολόγιο του Σερ Κόντυ. Μετά από έξι εβδομάδες ταξίδι με καμήλες στα άγνωστα βάθη της Σαχάρας, οι περισσότεροι άντρες του είχαν λιποτακτήσει ή είχαν πεθάνει από τις κακουχίες της ερήμου, ώσπου έμειναν μονάχα ο Ρίτσαρντ και ο οδηγός του ο Μακίντι.

Αφού ψόφησαν και οι καμήλες τους, οι δυο σύντροφοι αποφάσισαν να συνεχίσουν με τα πόδια. Επιτέλους, λίγο προτού τους τελειώσουν οι προμήθειες τους, βρήκαν το οροπέδιο. Μέσα σε μια σπηλιά βρήκαν ένα πέρασμα που τους οδήγησε μέχρι τη κορυφή, όπου ανακάλυψαν τη Γη της Αγέλης και τα ομιλούμενα λιοντάρια που ζούσαν εδώ. Μη έχοντας τις κατάλληλες προμήθειες για την επιστροφή στο πολιτισμό, οι δυο εξερευνητές ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν.

Για μήνες, ο Ρίτσαρντ κατέγραφε όλες τις περιπέτειες του στη Γη της Αγέλης, όπου αυτός και ο Μακίντι ζούσαν ως επίσημοι φιλοξενούμενοι του Βασιλιά Αχάντι, τον προ πολλού πεθαμένο πατέρα του Μουφάζα. Σαν ένας Μάρκο Πόλο του 20ου αιώνα, ο Ρίτσαρντ είχε κερδίσει τη φιλία και εμπιστοσύνη του Αχάντι, ο οποίος τον είχε κάνει προσωπικό του σύμβουλο, καθώς και βασιλικό προστάτη του τότε Πρίγκιπα Μουφάζα και τον θετό αδελφό του Πρίγκιπα Τάκα, όποιος και εάν ήταν αυτός…

Ήταν τόσο απορροφημένος στο διάβασμα του που δεν πρόσεξε τον Ζαζού που είχε εμφανιστεί στο παράθυρο του, κάνοντας υπόκλιση και ζητώντας άδεια να περάσει μέσα. Ο βουκερώς μίλησε πιο δυνατά, τελικά πιάνοντας τη προσοχή του Χάρρυ.

«Ε…; Ω, συγγνώμη, τι θέλεις, Ζαζού;»

«Με συγχωρείτε για την ενόχληση, κ. Λοχαγέ, όμως ο Μεγαλειότατος είναι έτοιμος για τη Τιμητική Τελετή επιβράβευσης σας για τον ηρωισμό σας που σώσατε τον Υψηλότατο. Ολόκληρη η Αγέλη σας περιμένει. Αμέσως, εάν δεν σας πειράζει.»

Αφήνοντας στη άκρη το ημερολόγιο του Ρίτσαρντ, ο Χάρρυ ίσιωσε το γιακά του και χτένισε τα μαλλιά του, και ακολούθησε τον Ζαζού πάνω στον Περήφανο Βράχο, νιώθοντας πολύ νευρικός. Παρότι ήταν στρατιωτικός, συνηθισμένος στο να κρατάει τη ψυχραιμία του σε επικίνδυνες καταστάσεις, απλά πράματα όπως οι δημόσιες εμφανίσεις πάντα του έφερναν τρακ.

Ολόκληρη η αγέλη είχαν μαζευτεί σε ένα ημικύκλιο μπροστά στον βασιλιά και τη βασιλική οικογένεια. Ανάμεσα στις λέαινες ήταν ο Σκάρ και η Ζίρα, οι οποίοι κοιτούσαν τον Χάρρυ με εκφράσεις θυμού, αηδίας και, στη περίπτωση της Ζίρας, ωμού μίσους. Ο Χάρρυ ξαφνιάστηκε. Είχε την εντύπωση πως αυτός και ο Σκάρ είχαν κάπως συμφιλιωθεί, αφού είχε αποδειχθεί πως ο Ρίτσαρντ τελικά δεν ήταν προδότης. Όμως αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να επιτρέψει σε μια προσωπική έχθρα να του χαλάσει μια τόση σημαντική στιγμή.

Με τη καθοδήγηση του Ζαζού, ο Χάρρυ πήγε και στάθηκε στη μέση του κύκλου μπροστά στο Μουφάζα, γονατίζοντας ενώπιων του βασιλιά. Μπορούσε να δει πως ο Μουφάζα είχε μείνει με ανοικτό το στόμα. Ο Χάρρυ δεν τον αδικούσε. Με τα ρούχα του αδελφού του και την ολόιδια εμφάνιση του, έμοιαζε σαν τον ίδιο τον Ρίτσαρντ αναστημένο. Ο βασιλιάς καθάρισε το λαιμό του και ξεκίνησε το λόγο του.

«Λοχαγέ Χάρρυ Βαν Όουεν,» είπε με μια βαθιά, επίσημη φωνή, «Όταν πρωτοήρθες στο βασίλειο μου, είχα αποφύγει να σε κρίνω επειδή πολλοί από εμάς ήμασταν αβέβαιοι για το εάν ήσουν άξιος της εμπιστοσύνης μας ή όχι. Όμως, όταν ρίσκαρες τη ζωή σου για να σώσεις το γιο μου από βέβαιο θάνατο, απέδειξες πως είσαι όντως πιστός, γενναίος και άξιος της εμπιστοσύνης και της φιλίας μου και αυτή του λαού μου.»

«Για αυτό το λόγο, ως ανταμοιβή για τη μεγάλη υπηρεσία που έκανες σε εμένα και την οικογένεια μου,» συνέχισε, κοιτάζοντας το καταχαρούμενο Σίμπα, «Έχω αποφασίσει να σου επιβάλω τον τιμητικό τίτλο του Βασιλικού Προστάτη της βασιλικής οικογένειας, τον οποίο έφερε κάποτε και ο αδελφός σου…» Η αγέλη ζητωκραύγαζε καταχαρούμενη, με μοναδική εξαίρεση τη Ζίρα, τα κόκκινα μάτια της που θύμιζαν αγριεμένο φίδι, να αστράφτουν από το θυμό.

«Ώστε υποβαθμίζετε τον ίδιο σας τον αδελφό για χάρη ενός ανθρώπου;» διέκοψε έξαλλη και αηδιασμένη, «Βάζετε ένα κατώτερο, ασήμαντο πλάσμα σε σειρά για το θρόνο πριν το ίδιο σας το είδος;» Δίπλα της, ο Σκάρ, αν και παρέμενε σιωπηλός, είχε μια έκφραση ζήλειας και θυμού γραμμένη στο πρόσωπο του. Η Ζίρα συνέχισε το χαβά της, «Και τι έγινε που έσωσε τον ανεύθυνο γιο σας που όφειλε να γνωρίζει να μην κάνει κάτι τόσο ανόητο; Αν είχα γιο που τολμούσε να με ντροπιάσει έτσι, θα τον είχα αποκληρώσει!»

Ο Χάρρυ είδε το πρόσωπο του Σίμπα να χάνει το χαμόγελο του, πληγωμένος από τα σκληρά λόγια της θείας του. Ακόμη ένοιωθε βαθιά ντροπή για το συμβάν στο Νεκροταφείο των Ελεφάντων και την απερισκεψία του που παραλίγο να του στοιχήσει τη ζωή του. Η μητέρα του τον τράβηξε κοντά της να τον καθησυχάσει, αγριοκοιτάζοντας τη Ζίρα για τα άκαρδα λόγια της.

«Σιωπή, Ζίρα!» φώναξε ο Μουφάζα, έξαλλος που τολμούσε να ασκεί τόσο βαριά κριτική εις βάρος του γιου του και μάλιστα μπροστά σε ολόκληρη την αγέλη. Θα της έλεγε της Ζίρας λίγα αυστηρά λογάκια αργότερα, «Είμαι σίγουρος πως ο Σίμπα πήρε το μάθημα του από αυτή την εμπειρία και θα είναι πολύ πιο συνετός στο μέλλον. Επίσης, δεν ξεχνάω ότι ο Σκάρ είναι και αυτός πρίγκιπας της αγέλης, ούτε και τον υποβαθμίζω για χάρη του Χάρρυ.» Η Ζίρα, ακόμη βράζοντας από κακία, κοίταξε αλλού. Ο Μουφάζα συνέχισε το λόγο του.

«Τα καθήκοντα του Βασιλικού Προστάτη είναι αυτά του προσωπικού συμβούλου μου, εκπροσώπου μου, καθώς και προσωπικός σωματοφύλακας του πρίγκιπα. Επίσης, ο τίτλος του τον βάζει σε τέταρτη θέση για το θρόνο, μετά από τον Σκάρ,» επισήμανε, κοιτάζοντας σοβαρά τον αδελφό του και τη Ζίρα, οι οποίοι εξακολουθούσαν να τον κοιτάνε με έξαλλες εκφράσεις. Γύρισε να κοιτάξει το Χάρρυ.

«Χάρρυ, δέχεσαι τον τίτλο του Βασιλικού Προστάτη; Δέχεσαι όλα τα καθήκοντα και τις ευθύνες που φέρει, και δίνεις τον όρκο της τιμής σου πάντα να τα εκπληρώνεις πιστά;»

Ο Χάρρυ συλλογίστηκε για λίγο. Αν και δεν είχε καμία αντίρρηση να αναλάβει μια τέτοια θέση, δεν ήταν σίγουρος εάν αυτό θα σήμαινε μια μόνιμη δέσμευση που θα τον ανάγκαζε να παραμείνει εδώ για πάντα, κυριολεκτικά να αποχωριστεί την Αγγλία ακόμη και εάν η ευκαιρία για διαφυγή του παρουσιαζόταν ποτέ, όσο απίθανο και εάν ήταν αυτό πια. Δεν είχε κανένα τρόπο να κατέβει από το οροπέδιο, οπότε θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει το καλύτερο μπορούσε με τη κατάσταση του. Ένεψε στο Μουφάζα.

«Πολύ καλά, Μεγαλειότατε, δέχομαι. Σε ευχαριστώ βαθιά για αυτή τη μεγάλη τιμή. Ορκίζομαι στον όρκο της τιμής μου ως στρατιώτης και αξιωματικός του Αγγλικού στρατού, πως ποτέ δεν θα σε απογοητεύσω!» Χαμογέλασε στον Σίμπα, ο οποίος τον κοιτούσε όλος χαρά. Το να έχει τον Χάρρυ ως προστάτη του ήταν σαν να είχε αποκτήσει ένα μεγαλύτερο αδελφό.

Ολόκληρη η αγέλη ζητωκραύγαζε για το νέο τους μέλος, ενώ τα κουτάβια περιτριγύριζαν με ενθουσιασμό το Χάρρυ, χοροπηδώντας σαν τρελά από τη χαρά τους. Μονάχα ο Σκάρ και η Ζίρα δεν είχαν καμία όρεξη να λάβουν μέρος στο πανηγύρι και αποσύρθηκαν να γυρίσουν στη φωλιά τους. Κανείς δεν τους έδωσε τη παραμικρή σημασία.

«Και έχω επίσης μια ακόμη ευχάριστη ανακοίνωση να κάνω,» συνέχισε ο Μουφάζα, κοιτάζοντας το γιο του, «Παρότι φέρθηκε απερίσκεπτα, ο Σίμπα έδειξε μεγάλο θάρρος ρισκάροντας τη ζωή του, κυριολεκτικά έτοιμος να θυσιάσει τον εαυτό του, για να σώσει τη ζωή της φίλης του που κινδύνευε.» Κοίταξε με περηφάνια τον Σίμπα, ο οποίος έτρεμε από τη φρικτή ανάμνηση του πόνου όταν τον είχε η Σένζι μέσα στα δόντια της έτοιμη να τον ξεσκίσει, η οποία ακόμη του έφερνε εφιάλτες. Η Νάλα έτριψε τη μύτη της πάνω του να τον καθησυχάσει. Πάντα θα τον ευγνωμονούσε που της έσωσε τη ζωή.

«Και εσύ, Σαραφίνα, μας έσωσες όταν αυτές οι εκδικητικές ύαινες παραλίγο μας είχαν στο χέρι,» συνέχισε ο Μουφάζα, ο οποίος δεν είχε ξεχάσει και τη τρίτη ηρωίδα εκείνης της μέρας, «Εάν δεν μας είχες ακολουθήσει, η αποστολή μας θα ήταν μια αποτυχία και ο Σίμπα δεν θα ήταν πια μαζί μας. Όχι μόνο έκανες μια μεγάλη υπηρεσία για τη βασιλική οικογένεια, αλλά έδωσες ένα άριστο παράδειγμα πίστης και θάρρους για όλες της αδελφές σου στην αγέλη.» Οι λέαινες όλες επαίνεσαν τη Σαραφίνα για τον ηρωισμό της, η οποία ένοιωσε μεγάλη αμηχανία. Ποτέ δεν είχε μια ξένη λέαινα και απόβλητο της αγέλης λάβει τέτοια μεγάλη τιμή από τον ίδιο το βασιλιά!

«Το να ρισκάρει κάποιος τη ζωή του για ένα αγαπημένο του πρόσωπο είναι ένδειξη αγάπης και αφοσίωσης,» είπε ο Μουφάζα, «Αλλά το να κινδυνεύσεις για χάρη ενός ξένου είναι μια αρετή την οποία ελάχιστα λιοντάρια βρίσκουν στη κάρδια τους. Για αυτό το λόγο, έχω τη μεγάλη χαρά να σας αναγγείλω ότι, από αυτή τη μέρα, ο Σίμπα και η Νάλα είναι επίσημα αρραβωνιασμένοι ως μελλοντικοί βασιλιάς και βασίλισσα της Γής της Αγέλης!»

Η αγέλη ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Η Σαραφίνα ένοιωθε πως ήταν η πιο υπερήφανη στιγμή της ζωής της. Αυτή και η κόρη της ήταν πια μέλη της βασιλικής οικογένειας! Η ίδια της η κόρη, η μελλοντική Βασίλισσα! Ο Σίμπα και η Νάλα είχαν μείνει με ανοικτό το στόμα. Αρραβωνιασμένοι; Τι σήμαινε αυτό;

Ο Ζαζού γονάτισε μπροστά στο μελλοντικό βασιλικό ζεύγος, «Να μου επιτρέψετε να σας συγχαρώ για τον αρραβώνα σας, Υψηλότατε,» είπε στο Σίμπα, «Πάντα το ήξερα πως προοριζόσασταν ο ένας για τον άλλον!» Τα κουτάβια τον κοιτούσαν σαν χαζά.

«Σίμπα, μιλάς κελαηδήτικα;» ρώτησε η Νάλα. Μουγκά ο Σίμπα. Ο Ζαζού γύρισε τα μάτια του.

«Μια μέρα, οι δυο σας θα παντρευτείτε!» αναφώνησε, «Σαν Βασιλιάς και Βασίλισσα!» Και τα δυο κουτάβια έκαναν γκριμάτσες αηδίας.

«Δεν γίνεται να παντρευτώ τη Νάλα!» διαμαρτυρήθηκε ο Σίμπα, «Είναι η καλύτερη φίλη μου!»

«Ναι, θα προτιμούσα να παντρευτώ μυρμηγκοφάγο!» αναφώνησε η Νάλα, έχοντας γίνει κατακόκκινη κάτω από το τρίχωμα της από τη σκέψη ότι θα παντρευόταν τον ίδιο της το φίλο.

Ο Μουφάζα χαμογέλασε κοιτάζοντας το γιο του, η καρδιά του να πάει να σπάσει από τη περηφάνια. Του θύμιζε ένα πολύ παρόμοιο κουτάβι όταν αρραβωνιάστηκε με μια πολύ νεότερη Σαράμπι πριν πολλά χρόνια. Τώρα ο γιος του επιτέλους ακολουθούσε στα χνάρια του ως άξιος κληρονόμος του και μελλοντικός βασιλιάς.

Εκείνο το βράδυ, ο Χάρρυ έπεσε να κοιμηθεί νιώθοντας πιο ευτυχισμένος όσο δεν είχε νιώσει από τότε που είχε έρθει στη Γη της Αγέλης. Σήμερα, είχε αναγνωριστεί επίσημα ως μέλος της αγέλης, παίρνοντας τη θέση του αδελφού του. Ήταν η αρχή της καινούργιας του ζωής. Αν και απέμεναν κάποιες ανοικτές εκκρεμότητες, όπως να ξαναβρεί του αγνοούμενους συντρόφους του, εάν ήταν ακόμη ζωντανοί, ο Χάρρυ ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη νέα αρχή που είχε κάνει.

Το μόνο πράμα που τον ενοχλούσε δίχως τέλος ήταν οι ύποπτες συνθήκες που περιτριγύριζαν το θάνατο του Ρίτσαρντ. Ποιος τον είχε στείλει άραγε στο στόμα του λύκου; Εάν κάποιος έφταιγε για το θάνατο του αδελφού του, ορκίστηκε ο Χάρρυ, θα τον ανακάλυπτε και θα τον ανάγκαζε να λογοδοτήσει, ακόμη και εάν ήταν το τελευταίο πράμα που έκανε ποτέ του! Το χρωστούσε στον Ρίτσαρντ.

Αλλού, ο Σκάρ και η Ζίρα κάθονταν μαζί, να συλλογίζονται κατσουφιασμένοι. Η Ζίρα είχε μόλις γυρίσει από μια εξαιρετικά δυσάρεστη συνάντηση όπου την είχε καλέσει ο Μουφάζα, ο οποίος και της είχε βάλει τις φωνές για τη απαράδεχτη σκηνή που είχε δημιουργήσει κατά τη διάρκεια της τελετής. Ως τιμωρία, της είχε αφαιρέσει το αξίωμα της ως αρχικυνηγός της αγέλης, με την απειλή πιο αυστηρότερων ποινών εάν ξαναπερνούσε ποτέ τα όρια. Δυστυχώς, αυτό ήταν το λιγότερο από τα προβλήματα τους.

Προς μεγάλη ανακούφιση του Σκάρ, ο Σίμπα είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό για το ποιος του είχε πει, δήθεν κατά λάθος, για το Νεκροταφείο των Ελεφάντων. Ο ανόητος, εύπιστος ανιψιός του προφανώς δεν ήθελε να μπλέξει το θειούλη του σε μπελάδες για ένα ατυχές λαθάκι, σκέφτηκε ο Σκάρ με αηδία. Ο Χάρρυ όμως ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία.

Σε αντίθεση με το χαζό κουτάβι που δεν έβρισκε κακό σε κανέναν, ο Χάρρυ του ήταν μεγάλος κίνδυνος. Ήδη υποπτευόταν πως ο θάνατος του Ρίτσαρντ δεν ήταν τυχαίος, κυρίως επειδή εκείνες οι αναθεματισμένες ύαινες δεν ήξεραν να κρατούν το στόμα τους κλειστό, καθώς και εξαιτίας της ίδιας της ανοησίας του Σκάρ που είχε υποτιμήσει τον άνθρωπο, ο οποίος είχε το άσχημο συνήθειο να βγαίνει ζωντανός από κάθε επικίνδυνη κατάσταση. Τώρα ήταν μόνο θέμα χρόνου ώσπου ο Χάρρυ να καταλάβει τι είχε κάνει, το οποίο με τη σειρά του θα τον σύνδεε με το τελευταίο συμβάν με το Σίμπα. Εάν γινόταν αυτό, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με εξορία, ίσως και με εκτέλεση, για προδοσία. Έπρεπε να δράσει και γρήγορα.

«Αυτά τα άθλια, άχρηστα πλάσματα μας κατέστρεψαν τα πάντα!» έλεγε η Ζίρα έξαλλη, «Δεν σου το είπα πως αυτοί οι ανόητοι σκουπιδοφάγοι ήταν αναξιόπιστοι;» Ο Σκάρ όμως είχε αλλού το μυαλό του, καθώς σκεπτόταν τις εναλλακτικές του, καταστρώνοντας ένα νέο σχέδιο.

«Ζίρα,» τη ρώτησε, «Είσαι στο αυριανό κυνήγι;»

«Ναι, όμως δεν θα πάω,» έφτυσε εκείνη με αδιαφορία, «Αρνούμαι κατηγορηματικά να συνεχίζω να υπηρετώ εκείνη τη γελοιότητα που αυτοαποκαλείται βασιλιάς, ο οποίος δέχεται αχρείους ανθρώπους στην αυλή του, ή την αγέλη που μας κοιτάζει αφ' υψηλού! Θα προτιμούσα να φύγουμε και οι δυο από τη Γη της Αγέλης για πάντα…!»

«Δεν νομίζω να χρειαστεί να καταφύγουμε σε τόσα ακραία μέτρα, καλή μου Ζίρα,» της είπε ο Σκάρ, ο οποίος ξαφνικά είχε σκεφτεί ένα νέο σχέδιο, «Εάν όλα πάνε καλά, αυτή την ώρα αύριο ο καλός μου ο αδελφός, ο άχρηστος ανιψιός μου και εκείνος ο ενοχλητικός άνθρωπος δεν θα αποτελούν πια μέρος της ζωής μας. Λοιπόν, άκουσε προσεκτικά…»

Σημείωση από το συγγραφέα: Άλλη μια ενότητα έτοιμη! Στην επόμενη, θα έχουμε το ποδοπάτημα στο φαράγγι, όμως με ορισμένες διαφορές… Καλή ανάγνωση και παρακαλώ αφήστε καμία κριτική! Cheerio!