Ο Βασιλιάς των Λιονταριών: Η Αγέλη του Ανθρώπου
23 Μαρτίου 1913
Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με ιστορίες εξερευνητών να εισβάλουν στο άγνωστο και να ανακαλύπτουν νέους κόσμους πέρα κάθε φαντασίας. Καμία ωστόσο δεν συγκρίνεται με την ιστορία του μυστηριώδους Οροπεδίου των Λιονταριών στα βάθη της Νότιας Σαχάρας. Ακόμη και σήμερα, οι πιο μορφωμένοι ακαδημαϊκοί του κόσμου ισχυρίζονται πως είναι μόνο ένας μύθος, βασισμένος σε ντόπιες δεισιδαιμονίες.
Για αιώνες, άνθρωποι αναζητούσαν αυτό το θρυλικό οροπέδιο, χωρίς επιτυχία, και τις περισσότερες φορές πέθαιναν προσπαθώντας. Ο πρώτος άνθρωπος να το δει ήταν ο φιλόδοξος εξερευνητής Καθηγητής Ρίτσαρντ Βαν Όουεν, ο οποίος έγραψε ιστορία τη μέρα που έκανε την πιο απίστευτη ανακάλυψη όλων των εποχών…
Ένας ψηλός, τριαντάρης Άγγλος με αξύριστο πρόσωπο και μια φθαρμένη εξερευνητική στολή προχωρούσε επιφυλακτικά μέσα από μια κοιλάδα από σκορπισμένους σκελετούς ελεφάντων, προς έναν γκρεμό που οδηγούσε πάνω στο άνοιγμα μιας σπηλιάς – μια σχισμή στο βράχο, σχηματισμένη μετά από αιώνες διάβρωσης. Ο Ρίτσαρντ Βαν Όουεν ήταν καθηγητής γεωλογίας στο επάγγελμα, ένα απόβλητο ανάμεσα στους συναδέλφους του στη Βασιλική Επιτροπή Επιστημόνων για τις εκκεντρικές ιδέες του. Μια από της πολλές εμμονές του ήταν το ημερολόγιο του Σερ Τζόσουα Κόντυ, που τον είχε οδηγήσει σε αυτό το μέρος.
Ο Σερ Κόντυ ήταν ένας Αμερικανός μισθοφόρος του 19ου αιώνα υπό την μισθοδοσία της Βασίλισσας Βικτωρίας, που είχε εξερευνήσει αυτά τα μέρη για λογαριασμό της Αγγλίδας μονάρχησα πριν μισό αιώνα, για το οποίο είχε λάβει και τον τίτλο του ιππότη. Ανάμεσα στα πράματα που είχε ανακαλύψει και είχε καταγράψει στο ημερολόγιο του ήταν το Οροπέδιο των Λιονταριών, όπως και το είχε ονομάσει. Φυσικά, η ανακάλυψη του δεν είχε γίνει δεκτή από κανέναν – εκτός από τον Ρίτσαρντ, ο οποίος είχε αγοράσει το ημερολόγιο του Κόντυ σε μια δημοπρασία. Ακολουθώντας τα στοιχεία καταγραμμένα μέσα, είχε ακολουθήσει στα ίχνη του θρυλικού εξερευνητή, τον οποίο πολλοί είχαν θεωρήσει τρελό, και είχε ξαναανακαλύψει το μυθικό οροπέδιο.
Τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά την αναχώρηση του από τον Λονδίνο, αυτός και ο βοηθός του ακόμη συνέχιζαν την εξερεύνηση τους αυτής της νέας γης, κάνοντας και άλλες απίστευτες ανακαλύψεις. Από πίσω του, κουβαλώντας τα βαρύτερα κομμάτια του εξοπλισμού τους ήταν ο Μακίντι, ένα Αλγερινό χωριατόπουλο που είχε προσλάβει ο Ρίτσαρντ σαν αχθοφόρο και προσωπικό βοηθό του πριν αναχωρήσει μέσα στα ανεξερεύνητα βάθη της Σαχάρας, όπου βρισκόταν το οροπέδιο.
Αρχικά ήταν μια πολύ μεγαλύτερη Αγγλογαλλική αποστολή, της οποίας τα υπόλοιπα μέλη είχαν όλοι πεθάνει στο πηγαιμό από τις κακουχίες της ερήμου ή είχαν λιποτακτήσει, αφήνοντας μόνο τον Ρίτσαρντ και τον πιστό Μακίντι, που αρνιόταν να εγκαταλείψει τον κύριο του, οι οποίοι τελικά είχαν φτάσει μέχρι το οροπέδιο. Είχε επενδύσει ολόκληρη την οικογενειακή του περιουσία για να χρηματοδοτήσει αυτή την αποστολή, καθώς η Βασιλική Επιτροπή είχε αρνηθεί να δώσει δεκάρα για ένα κυνήγι φαντασιώσεων, όπως και το θεωρούσαν. Τώρα όμως ο Ρίτσαρντ ένοιωθε πως στεκόταν κυριολεκτικά στο κατώφλι της αθανασίας.
Με την αποστολή τους σχεδόν ολοκληρωμένη, χρειάζονταν μόνο ένα πράμα ακόμη: γεωλογικά δείγματα, αποδείξεις για το γεωλογικό πλούτο αυτού του νέου κόσμου – ο κύριος σκοπός όλης αυτής της αποστολής. Αυτό, μαζί με μια άλλη σπουδαία ανακάλυψη που είχαν κάνει εδώ και την οποία σύντομα θα μοιράζονταν με τον υπόλοιπο κόσμο μετά την επιστροφή τους στο πολιτισμό, θα έκανε επιτέλους τον Ρίτσαρντ τον διάσημο και αξιοσέβαστο επιστήμονα που πάντα οραματιζόταν τον εαυτό του.
Κρατώντας μια λάμπα κηροζίνης για να βλέπουν που πηγαίνουν, ο Ρίτσαρντ τους οδήγησε πάνω σε μια κατολίσθηση οστών στην πλευρά του γκρεμού, το μόνο σημείο από όπου μπορούσαν να σκαρφαλώσουν, προς την είσοδο της σπηλιάς. Πάνω από τα κεφάλια τους, το φεγγάρι έλαμπε στο νυχτερινό ουρανό, ρίχνοντας το φώς του πάνω στην νεκρική σιωπή αυτού του νεκροταφείου των ελεφάντων.
Αναστενάζοντας από το τρομερό βάρος του φορτίου που κουβαλούσε, ο Μακίντι ξαφνικά πάγωσε, βλέποντας αυτή τη ανατριχιαστική σιωπή ολόγυρα τους. Σα βοσκός προβάτων, ήξερε να 'διαβάζει' την ατμόσφαιρα – αυτή η σιωπή συνήθως σήμαινε κάποιος κίνδυνος που παραμόνευε κάπου εκεί κοντά. Γύρισε ανήσυχα στο αφεντικό του, που ήταν ήδη απορροφημένος με τη δουλειά του, εξετάζοντας τους τοίχους της σπηλιάς με ένα σφυρί και σμίλη.
«Αφέντη Ρίτσαρντ, αυτό κακό μέρος. Μέρος διαβόλου!» μουρμούρισε σε σπαστά Γαλλικά, η μόνη γλώσσα στην οποία μπορούσε να επικοινωνήσει με τον κύριο του, «Σε παρακαλώ, θυμήσου προειδοποίηση Βασιλιά Αχάντι! Πάμε φύγουμε!» Ο Ρίτσαρντ, ενοχλημένος που τον διέκοψε, κοίταξε τον υπηρέτη του.
«Που να σε πάρει η οργή, πάψε επιτέλους με τις δεισιδαιμονίες σου! Ο Αχάντι μπορεί να φοβάται αυτό το μέρος, αλλά εγώ όχι! Δεν θα το μάθει ποτέ πως ήμασταν εδώ. Εξάλλου, χρειαζόμαστε αυτά τα δείγματα. Χωρίς αποδείξεις, όλη αυτή η αποστολή θα είναι για το τίποτα. Τώρα, που είπε ο Τάκα πως ήταν εκείνη η φλέβα;» Κοίταξε μέσα στο άνοιγμα της σκοτεινής σπηλιάς, «Πάμε από δω. Εμπρός!»
Με τον ανήσυχο βοηθό του να τον ακολουθεί από πίσω σαν πιστό σκυλί, οι δυο σύντροφοι προχώρησαν μέσα στη σπηλιά. Το τούνελ έγινε φαρδύτερο πιο κάτω, ώσπου βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ένας πελώριος βράχος, που είχε πέσει από την οροφή της σπηλιάς πριν πολύ καιρό, βρισκόταν μπροστά τους. Πάνω από το βράχο, ένα άνοιγμα οδηγούσε στη συνέχεια της σπηλιάς. Ωστόσο, δεν χρειάζονταν να πάνε πιο πέρα γιατί ο Ρίτσαρντ είχε ήδη βρει αυτό που γύρευε.
Κρατώντας το φανάρι του στο τοίχο της σπηλιάς, είδε μια φλέβα από τα καλύτερα διαμάντια που είχαν δει ποτέ τα μάτια του. Γεωλογικές διαταραχές σε διάστημα χιλιετιών τα είχαν φέρει στην επιφάνεια από το βάθος του βουνού. Αυτή η σπηλιά ήταν ένα ανέγγιχτο αδαμαντωρυχείο, που άξιζε μια περιουσία!
«Διάνα! Ο Τάκα είχε δίκιο! Μακίντι, ετοίμασε τη φωτογραφική μηχανή, γρήγορα!» Παρότι ήταν ακόμη αγχωμένος, ο Μακίντι υπάκουσε και άρχισε να στήνει το τρίποδο της Κόντακ του Ρίτσαρντ και της έβαλε φωτογραφικές πλάκες. Εν στο μεταξύ, ο Ρίτσαρντ έξυνε σαν τρελός τα τείχη της σπηλιάς με τη σμίλη του, μαζεύοντας όσα διαμάντια μπορούσε να πάρει και βάζοντας τα σε μια δερμάτινη τσάντα δειγμάτων στη ζώνη του. Αυτά από μόνα τους αρκούσαν να κάνουν και τους δυο τους πλούσιους μέχρι αηδίας! Δυστυχώς, ήταν τόσο απορροφημένος, που δεν πρόσεξε τα φωσφορούχα μάτια που τους πλησίαζαν αθόρυβα από την είσοδο της σπηλιάς…
Με τη τσάντα δειγμάτων του φίσκα με διαμάντια, ο Ρίτσαρντ γύρισε στον Μακίντι, που έτρεμε ολόκληρος, σαν να διαισθανόταν τον κίνδυνο. «Αφέντη, σε ικετεύω, πάμε φύγουμε τώρα…!» Ο Ρίτσαρντ γέλασε.
«Δεν έχουμε χρόνο για δεισιδαιμονίες τώρα, φίλε μου. Ώρα να το γιορτάσουμε, επιτέλους!» Έβγαλε ένα μπουκάλι σαμπάνιας που είχε φυλάξει για αυτή τη στιγμή και γέμισε δυο τενεκεδένια ποτήρια. Έδωσε το ένα στο βοηθό του, «Στην επιτυχία μας, φίλε μου, και εις υγείαν της Επιστήμης!»
Βγάζοντας ένα φορητό γραμμόφωνο από το σακίδιο του, έβαλε ένα δίσκο του Μπετόβεν και το κούρδισε. Σε λίγο, η σπηλιά αντιλαλούσε με τον ήχο κλασσικής μουσικής. Γελώντας μεθυσμένος, σαν παιδί σε μαγαζί ζαχαρωτών, άρχισε να χορεύει στο ρυθμό της μουσικής. Ξαναγέμισε το ποτήρι του, «Αυτοί οι τσαρλατάνοι θα μου φιλάνε τα χέρια μόλις το δουν αυτό! Μόλις γράψαμε ιστορία, Μακίντι! Μακίντι…;»
Ξαφνικά, κατάλαβε πως είχε μείνει μόνος του. Ο Μακίντι είχε εξαφανιστεί. Ο Ρίτσαρντ ανασηκώθηκε και σταμάτησε τη μουσική του γραμμόφωνου. Τι είχε συμβεί; Τον είχε εγκαταλείψει ο βοηθός του; Φώναξε μέσα στο σκοτάδι, «Μακίντι, που είσαι, αγόρι μου;» Η απάντηση ήταν ένα μοχθηρό γέλιο από την είσοδο της σπηλιάς που τον έκανε να παγώσει ολόκληρος.
«Ύαινες…»
Παρατώντας το μισοάδειο μπουκάλι της σαμπάνιας, άρπαξε το όπλο Lee Enfield που κουβαλούσε και προχώρησε επιφυλακτικά προς την είσοδο. Πίσω από ένα βράχο, είδε ένα πεσμένο χέρι να προεξέχει. Νομίζοντας πως ο Μακίντι είχε σκοντάψει και είχε χτυπήσει, γονάτισε και τον πήρε από το χέρι.
«Μακίντι, είσαι καλά, φίλε μου; Μα τι έπαθες…; Ω, Θεέ μου!»
Ο Ρίτσαρντ ένοιωσε το αίμα του να παγώνει καθώς κατάλαβε πως είχε βρει το κομμένο μπράτσο του βοηθού του! Το χέρι ήταν κομμένο από τον αγκώνα, αφήνοντας ξεσκισμένη σάρκα που έσταζε ακόμη αίμα και σπασμένο κόκκαλο να προεξέχει. Ένα μονοπάτι αίματος στο έδαφος οδηγούσε μέσα στο σκοτάδι, όπου αυτά τα άγρια κτήνη είχαν τραβήξει το υπόλοιπο σώμα του Μακίντι για να το κατασπαράξουν.
Τότε ο Ρίτσαρντ ξαφνικά τις είδε. Από το σκοτάδι, εμφανίστηκαν δεκάδες ύαινες, που έγλειφαν λαίμαργα τα χείλη τους. Τα αίματα που έσταζαν από τα δόντια τους έδειχνε πως ήταν εκείνες που είχαν μόλις κατασπαράξει τον φουκαρά τον Μακίντι, ενώ αυτός ο ανόητος γλεντούσε. Η δυνατή μουσική του γραμμοφώνου του προφανώς είχε σωπάσει τα ουρλιαχτά του άτυχου συντρόφου του. Τα μάτια του Ρίτσαρντ έγιναν σχιστά από θυμό.
«Πεθάνετε, μίζερα κτήνη!»
Μουγγρίζοντας σαν σχιζοφρενής, άνοιξε πυρ, τινάζοντας τα μυαλά αρκετών υαινών στον αέρα. Αλλά ήταν πολλές και σε λίγο είχε ξεμείνει από σφαίρες. Έβαλε το χέρι του στη τσέπη του για περισσότερα πυρομαχικά, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί εκτός από το ρολόι του! Είχε βγάλει την βαριά ζώνη του ενώ χόρευε, οπού και βρισκόταν η θήκη με τις σφαίρες του, την οποία είχε αφήσει πίσω στη σπηλιά με το σακίδιο του. Εν στο μεταξύ, οι ύαινες πλησίαζαν, έτοιμες να τον ξεπαστρέψουν.
Ο Ρίτσαρντ έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια προς το βάθος της σπηλιάς, τρέχοντας για τη ζωή του. Εάν μπορούσε μόνο να φτάσει το σακίδιο του… Πριν μπορούσε να το φτάσει, ξαφνικά ένοιωσε ένα ζευγάρι δόντια να τον αρπάζουν από το γιλέκο και ένα άλλο ζευγάρι από τον αστράγαλο, ρίχνοντας τον κάτω. Στη στιγμή, οι πεινασμένες ύαινες τον κατασπάραζαν ζωντανό. Παρότι το πόνο και μέσα στα αίματα, ο Ρίτσαρντ κατάφερε να τις ρίξει από πάνω του χρησιμοποιώντας το άδειο όπλο του σαν ρόπαλο.
Χωρίς αρκετό χρόνο να φτάσει το σακίδιο του τώρα, έτρεξε προς το μόνο μέρος διαφυγής: τον πεσμένο βράχο στο βάθος της σπηλιάς. Εάν μπορούσε να σκαρφαλώσει σε εκείνο το άνοιγμα, ίσως να είχε μια ελπίδα…
Τραυματισμένος και με τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν γρήγορα, κατάφερε ίσαμε να σκαρφαλώσει και να φτάσει την κορυφή του βράχου με τα χέρια του. Προτού μπορούσε όμως να ανέβει ο ίδιος, οι ύαινες τον άρπαξαν από τα πόδια, τραβώντας τον πάλι κάτω. Όσο δυνατά και αν κλωτσούσε, δεν μπορούσε να ελευθερωθεί. Απελπισμένος, ένοιωσε τα χέρια του να γλιστράμε από την άκρη του βράχου.
Νόμιζε πως ήταν σίγουρα καταδικασμένος, όταν ξαφνικά μια άλλη μορφή εμφανίστηκε από το άνοιγμα πάνω από το κεφάλι του. Ο Ρίτσαρντ ένοιωσε μια βαθιά ανακούφιση, καθώς αναγνώρισε ένα πολύ οικείο πρόσωπο.
«Τάκα! Δόξα το Θεό! Βοήθησε με, γλιστράω! Ε… Μα τι κάνεις εκεί;»
Η ανακούφισή του μετατράπηκε σε γυμνό τρόμο καθώς πρόσεξε την δολοφονική, γεμάτη κακία, έκφραση στα πράσινα μάτια του Τάκα. Κοίταξε τον Ρίτσαρντ με ένα ψυχρό χαμόγελο, «Τι έγινε με τον αγαπητό προσωπικό σύμβουλο του πατέρα μου; Ζητάς τη βοήθεια του ταπεινού Πρίγκιπα Τάκα, ο οποίος ποτέ δεν θα γίνει βασιλιάς και θα ζει πάντα στη σκιά του μεγαλύτερου αδελφού του; Μεγάλη ειρωνεία, δεν νομίζεις, αγαπητέ μου Ρίτσαρντ;»
«Γιατί… γιατί το κάνεις αυτό; Τι σου έκανα;» ρώτησε ο Ρίτσαρντ, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Ο νεαρός, ντροπαλός Τάκα, στο οποίο είχε συμπαρασταθεί σαν πατέρας από τότε που ήταν μωρό, τον είχε οδηγήσει επίτηδες σε αυτή την παγίδα θανάτου; Γιατί; Ο Τάκα τον κοίταξε κατάματα με ένα σατανικό χαμόγελο.
«Γιατί έχω βαρεθεί να είμαι το κακόμοιρο απόβλητο της αγέλης. Και με εσένα ανάμεσα μας, η θέση του Μουφάζα σαν διάδοχος του θρόνου θα είναι ασφαλή για πάντα. Από την άλλη, με το θάνατο σου, θα υπάρξει μεγάλη αμφισβήτηση ως προς την ικανότητα του αδελφού μου σαν μελλοντικός βασιλιάς, μόλις μαθευτεί πως σου 'είπε' για αυτό το μέρος, ο ανόητος. Τι ντροπή, ο αξιοσέβαστος Πρίγκιπας Μουφάζα, ο διάδοχος του θρόνου σκοτώνει τον Βασιλικό Σύμβουλο με το μεγάλο του το στόμα!»
Πολύ αργά, ο Ρίτσαρντ κατάλαβε πως ο Τάκα, ο οποίος του είχε πει για τα διαμάντια αντί για τον Μουφάζα, σκόπευε να τον δολοφονήσει από την αρχή, με σκοπό να ντροπιάσει τον αδελφό του από ζήλεια. Έγινε έξαλλος, καταλαβαίνοντας πως ο Τάκα ήταν προδότης.
«Με παγίδεψες, παλιομπασταρδάκι!» του φώναξε, «Δεν πρόκειται να τη γλυτώσεις τόσο εύκολα…!» Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τη ζωή του – και να ξεσκεπάσει αυτό το αισχρό σχέδιο προδοσίας – ο Ρίτσαρντ τράβηξε ένα κρυμμένο μαχαίρι από το γιλέκο του. Κατάφερε να κόψει τον Τάκα, που δεν τον πρόσεχε, στο δεξί μάτι, αλλά ο αντίπαλος του ήταν πιο γρήγορος και δυνατός. Στο πι και φι, του είχε ακινητοποιήσει τα χέρια πάνω στο βράχο με τα μπροστινά του πόδια, τα κοφτερά του νύχια να κόβουν σαν καρφιά μέσα στη σάρκα του. Ο Ρίτσαρντ ούρλιαξε από τον πόνο.
«Δεν νομίζω, Ρίτσαρντ,» του είπε με κακία, «Όπως εσείς οι άνθρωποι λέτε, οι νεκροί πάντα σιωπούν – και ο νεκρός που θα πάρει το μικρό μυστικό μου μαζί του στον άλλο κόσμο… είσαι εσύ!» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, γύρισε προς τις ύαινες που περίμεναν από κάτω για το κυρίως πιάτο.
«Σένζι, Μπανζάι, Έντ, πιστοί μου υπηρέτες, το δείπνο σερβιρίστηκε!»
Δίνοντας μια σπρωξιά στον Ρίτσαρντ, τον έριξε πίσω μέσα στα δόντια των πεινασμένων υαινών, οι οποίες τον κατασπάραξαν, κάνοντας τον κομμάτια. Καθώς τον ξεκοίλιαζαν, μια από αυτές κοπάνησε το τρίποδο της κάμερας που είχε στήσει ο Μακίντι προηγουμένως. Η φωτογραφική μηχανή τούμπαρε και έπεσε. Καθώς χτύπησε το έδαφος, το κουμπί φωτογράφησης χτύπησε σε μια πέτρα που προεξείχε, πιέζοντας το και τραβώντας μια στραβή φωτογραφία των υαινών να καταβροχθίζουν το διαμελισμένο πτώμα του Ρίτσαρντ, ενώ ο δολοφόνος του παρακολουθούσε θριαμβευτικά από την κορυφή του βράχου του…
Σημείωση από τον συγγραφέα: Το όνομα του χαρακτήρα Τζόσουα Κόντυ το έχω δανειστεί από ένα άλλο fanfic, το Crossing Boundaries από τον Hewylewis. Επίσης, για όσους δεν το πιάσατε, ο Τάκα είναι ο Σκάρ, όπως ονομαζόταν μικρός, σύμφωνα με τα κόμικς του Βασιλιά των Λιονταριών.
