23 Μαρτίου 1917
Μετά την ιστορική δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου και της συζύγου του το 1914, ολόκληρη η Ευρώπη είχε βυθιστεί σε έναν αιματηρό και βίαιο πόλεμο, ο οποίος θα έμενε γνωστός ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, η Γερμανία και η Αγγλία, και οι σύμμαχοι τους βρίσκονταν σε πόλεμο εδώ και τρία δύσκολα χρόνια. Εκατομμύρια στρατιώτες, πολλών εθνών, ήταν αναγκασμένοι να υποστούν την κόλαση του μετώπου των χαρακωμάτων, ελπίζοντας μπας και επιζήσουν άλλη μια μέρα. Αυτό ήταν το μότο του Λοχαγού Χάρρυ Βαν Όουεν, ένας Βρετανός αξιωματικός με πόστο στη νότια Γαλλία.
Ο Χάρρυ ήταν ο δίδυμος αδελφός του Ρίτσαρντ, ο οποίος είχε εξαφανιστεί πριν χρόνια στα βάθη της Σαχάρας και θεωρείτο νεκρός. Με ολόιδια κόκκινα μαλλιά και ένα γαμψό σαγόνι, ο Χάρρυ ήταν το φτυστό αντίγραφο του δίδυμου αδελφού του. Αρχικά ήταν ένας αξιοσέβαστος χειρούργος στο Βασιλικό Νοσοκομείο στο Λονδίνο, μέχρι που η καριέρα του είχε φτάσει σε ένα άσχημο τέλος όταν ένας από τους ασθενείς του, ο ανήλικος γιός ενός λόρδου, είχε πεθάνει εξαιτίας μιας λανθασμένης διάγνωσης.
Παρότι είχε γλυτώσει τη φυλακή για ανθρωποκτονία, η διοίκηση του νοσοκομείου, φοβούμενοι ένα σκάνδαλο, του είχαν αφαιρέσει τον τίτλο του γιατρού, κυριολεκτικά απαγορεύοντας τον να συνεχίσει να ασκεί το επάγγελμα του. Καθώς ο Ρίτσαρντ είχε επενδύσει την κληρονομιά τους για να χρηματοδοτήσει αυτή την τρελή αποστολή του στην Αφρική, οι τράπεζες είχαν κατασχέσει ολόκληρη τη περιουσία των Βαν Όουεν. Ο Χάρρυ, ντροπιασμένος και έχοντας μείνει άφραγκος, είχε τελικά καταταγεί στο στρατό.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, είχε εντυπωσιάσει τους ανωτέρους του με το θάρρος και την αποφασιστικότητα του, τελικά ανεβαίνοντας στο βαθμό του Λοχαγού. Ως αρχηγός της μονάδας του, είχε συνεχίσει να ηγείται τους άντρες του μέσα από ατελείωτους μήνες βομβαρδισμών, επιθέσεις με αέριο μουστάρδας, πείνα και αιματοχυσίες μέσα στα χαρακώματα. Τότε, πριν λίγες μέρες, η μονάδα του είχε πέσει σε ενέδρα Γερμανών με πολυβόλα. Όλοι τους, με εξαίρεση τον Χάρρυ και έναν από τους άντρες του, ο δεκαεφτάχρονος φαντάρος Ντάνυ Μένς, είχαν σκοτωθεί. Οι Γερμανοί είχαν πάρει τον Χάρρυ και τον Μενς αιχμαλώτους.
Η φυλακή τους ήταν ένα βρωμερό καλυβάκι μέσα στο Γερμανικό χαράκωμα, όπου οι κρατούμενοι περίμεναν να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεων, να περιμένουν καμιά ανταλλαγή αιχμαλώτων ή αλλιώς να τουφεκιστούν. Οι συγκρατούμενοι τους ήταν ο Υπαξιωματικός Σλέιν Γουάιλντ, ένας Αυστραλός στρατιώτης που είχε χωριστεί από τη μονάδα του στη Εκστρατεία της Καλλίπολης. Είχε προσπαθήσει να φτάσει τις γραμμές των Συμμάχων μέσω Ευρώπης, ταξιδεύοντας πεζός ή σαν λαθρεπιβάτης σε τρένα και φορτηγά, μέχρι που τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί περνώντας μέσα από Γαλλία. Ο Άινταν Στόουν ήταν ένας πολεμικός ανταποκριτής από τη Νέα Υόρκη, σταλμένος από τους Αμερικάνους να καταγράψει τον πόλεμο. Νομίζοντας πως ήταν απρόσβλητος επειδή ήταν πολίτης, τον είχαν τσακώσει να φωτογραφίζει ένα κρυφό στρατιωτικό οπλοστάσιο των Γερμανών και συνελήφθη σαν κατάσκοπος. Επίσης υπήρχε ο Δεκανέας Μιχαήλ 'Μικ' Πετρόφσκυ, ένας Ρώσος στρατιώτης, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στη Μάχη του Μάρνη.
Με τον ερχομό του Χάρρυ και του Ντάνυ, οι πέντε αιχμάλωτοι πολέμου είχαν συνεργαστεί, σχεδιάζοντας την απόδραση τους. Αφότου μελέτησαν τις κινήσεις των Γερμανών, καθώς και την ασφάλεια της φυλακής τους, ο Χάρρυ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξοντώνοντας τους φρουρούς και να το σκάσουν θα ήταν αυτοκτονία. Υπήρχαν δεκάδες ελεύθεροι σκοπευτές που περιπολούσαν τριγύρω με πολυβόλα. Οι Γερμανοί τους είχαν ήδη προειδοποιήσει ότι οποιοσδήποτε προσπαθούσε να διαφύγει θα τουφεκιζόταν χωρίς δεύτερη προειδοποίηση.
Ο Χάρρυ δεν μπορούσε να βρει μια λύση, μέχρι που είχε προσέξει ένα αερόστατο παρατήρησης των Γερμανών, αγκυροβολημένο όχι πολύ μακριά από το χαράκωμα τους. Παρότι θα ήταν πάλι μεγάλο το ρίσκο να το φτάσουν και να το ανεβάσουν στον αέρα προτού τους κάνουν κόσκινο οι Γερμανοί με τα πολυβόλα τους, ήταν αποφασισμένοι να προσπαθήσουν.
Η ευκαιρία τους είχε παρουσιαστεί εκείνο το δειλινό, με το ξέσπασμα μιας καταρρακτώδης βροχής. Με την ορατότητα περιορισμένη λόγω της πυκνής ομίχλης, θα είχαν κάλυψη από τους Γερμανούς σκοπευτές που περιπολούσαν εκεί έξω, ώστε να φτάσουν το αερόστατο. Μόλις η καταιγίδα είχε επιδεινωθεί αρκετά και με τους περισσότερους στρατιώτες του χαρακώματος τους έξω σε έφοδο, ο Χάρρυ έδωσε την εντολή να ξεκινήσουν.
Πλησιάζοντας την είσοδο του καλυβιού, είδαν έναν μοναχικό φρουρό που καθόταν σκοπιά εκεί, με τη πλάτη του γυρισμένη, χαζεύοντας ένα σπαθί αξιωματικού. Ο Χάρρυ άφρισε, αναγνωρίζοντας το – ήταν το δικό του σπαθί, το οποίο του είχαν κατασχέσει οι Γερμανοί όταν τον πήραν αιχμάλωτο, μαζί με τα υπόλοιπα υπάρχοντα του. Αυτός ο αχρείος Γερμαναράς το είχε κρατήσει για τρόπαιο, σκέφτηκε. Αλλά δεν θα το χαιρόταν για πολύ ακόμη.
Ξαφνικά, ο Χάρρυ όρμισε μπροστά, αρπάζοντας τον φρουρό από το λαιμό. Ο Σλέιν και ο Μικ τον βοήθησαν και του ακινητοποίησαν τα χέρια. Σε λίγο, ο Γερμανός κειτόταν νεκρός μέσα στη λάσπη με σπασμένο σβέρκο. Ο Χάρρυ πήρε πίσω το σπαθί του και το ξανάβαλε στη θήκη της ζώνης του όπου και άνηκε. Οι άντρες του έψαξαν βιαστικά το πτώμα, παίρνοντας το σακίδιο και τα όπλα του Γερμανού, τα οποία θα χρειάζονταν για τη διαφυγή τους.
Σκυφτοί ώστε να μην τους δουν, βγήκαν αθόρυβα από το χαράκωμα, προς τα όπου ήλπιζαν βρισκόταν ακόμη το αερόστατο, περιμένοντας για να τους πάρει μακριά από εδώ.
Προχωρώντας ξαπλωτοί, διέσχισαν το λιβάδι, το οποίο ήταν γεμάτο με τα πτώματα πολλών Συμμάχων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν πέσει θύμα των Γερμανικών πολυβόλων. Η δυσωδία των δεκάδων πτωμάτων σε αποσύνθεση, καθώς και το θέαμα τόσων ανθρώπων να κείτονται ξεκοιλιασμένοι, διαμελισμένοι και κομματιασμένοι, τροφή για τους αρουραίους που τσιμπολογούσαν ασταμάτητα τις σορούς τους, τους έκανε να θέλουν να κάνουν εμετό. Ωστόσο, συγκρατήθηκαν, ξέροντας πολύ καλά πως εάν τους τσάκωνε ο εχθρός τώρα, θα τους έστελναν να κάνουν παρέα σε αυτούς τους φουκαράδες.
Συνέχισαν το δρόμο τους προς το ανάχωμα όπου οι Γερμανοί είχαν το αερόστατο. Μέσα σε αυτή την καταιγίδα, ήταν σχεδόν αδύνατο να δουν τίποτα, προχωρώντας κυριολεκτικά στα τυφλά. Ο Χάρρυ άρχισε να ανησυχεί. Μήπως το είχαν προσπεράσει το αερόστατο, ή οι Γερμανοί το είχαν μετακινήσει; Τότε, σαν από θαύμα, το είδε!
Λίγο παραπέρα, φαινόταν η σκιά της σφαιρικής μορφής του αγκυροβολημένου αερόστατου στον αέρα, που πήγαινε πέρα δώθε από τον άνεμο. Ο Χάρρυ έγνεψε τους άντρες του να σταματήσουν καθώς είδε τη μισή ντουζίνα στρατιώτες που βρίσκονταν σε σκοπιά κοντά στο ανάχωμα με ένα πολυβόλο Lewis, φυλώντας το αερόστατο. Οι Σύμμαχοι κρύφτηκαν πίσω από κάτι αμμόσακους.
«Δεν μπορούμε να τους αιφνιδιάσουμε με μόνο ένα τουφέκι και ένα πιστόλι,» είπε ο Χάρρυ, «Με αυτό το πολυβόλο που έχουν, θα μας κάνουν κομμάτια.»
«Μήπως να πηγαίναμε πίσω και να μαζέψουμε περισσότερα όπλα από εκείνους τους φουκαράδες;» πρότεινε ο Σλέιν, αναφερόμενος φυσικά στους νεκρούς στρατιώτες πίσω στο λιβάδι, «Ίσως να υπάρχει κάτι που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε…» Αλλά ο Χάρρυ του κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Δεν έχουμε αρκετό χρόνο. Οποιοδήποτε λεπτό τώρα, κάποιος θα επιστρέψει στο χαράκωμα και θα καταλάβει πως το σκάσαμε. Σύντομα, κάθε Γερμανός εδώ τριγύρω θα βρίσκεται ξωπίσω μας. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι έναν αντιπερισπασμό. Για σταθείτε…»
Ψάχνοντας μέσα στο σακίδιο που είχαν κλέψει από το νεκρό φρουρό τους, βρήκε μια χειροβομβίδα. Τραβώντας την περόνη, την έριξε, αλλά όχι προς τους Γερμανούς φρουρούς. Η χειροβομβίδα έπεσε λίγο παραπέρα, όπου εξεράγει με ένα δυνατό κρότο. Το κόλπο έπιασε. Οι κατατρομαγμένοι Γερμανοί, νομίζοντας πως δέχονταν επίθεση, έστρεψαν το πολυβόλο τους προς την κατεύθυνση από όπου είχε ακουστεί η έκρηξη, στέλνοντας ένα κύμα σφαίρες, χωρίς να ξέρουν πως πυροβολούσαν στο τίποτα. Πριν μπορέσουν να καταλάβουν πως ήταν παγίδα, ο Χάρρυ και οι άντρες του έπεσαν καταπάνω τους από πίσω, ανοίγοντας πυρ.
Έχοντας σπαταλήσει τα πυρομαχικά τους και χωρίς να έχουν χρόνο να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους, οι Γερμανοί άρχισαν να πέφτουν σαν τις μύγες. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, και οι έξι τους κείτονταν νεκροί στο έδαφος, όπως τα θύματα τους έξω στο λιβάδι. Ο Χάρρυ και οι άντρες του όμως δεν είχαν χρόνο να γλεντήσουν τη νίκη τους γιατί οι πυροβολισμοί τους είχαν ακουστεί. Ήδη μπορούσαν να ακούσουν τις φωνές και τους πυροβολισμούς που πλησίαζαν από όλες τις κατευθύνσεις. Κατέφθαναν ενισχύσεις και σε λίγο όλη η περιοχή θα ήταν φίσκα με Γερμανούς. Έπρεπε να φύγουν από εδώ αμέσως.
«Τρέξτε για τις ζωές σας!» φώναξε ο Χάρρυ στους συντρόφους του, «Όλοι ανεβείτε στο αερόστατο!»
Αφήνοντας πίσω τους τα πτώματα των φρουρών, οι άντρες άρπαξαν τις πλευρές του καλαθιού και επιβιβάστηκαν βιαστικοί-βιαστικοί στο αερόστατο. Ο Σλέιν πήγε πρώτος, ακολουθούμενος από τον Άινταν, τον Ντάνυ και τον Μικ. Ο Χάρρυ ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί και αυτός, όταν ξαφνικά, ένας από τους φρουρούς που τους είχε ξεφύγει, εμφανίστηκε από το πουθενά, αιφνιδιάζοντας τον.
Χτυπώντας τον στο στόμα με την κάννη του όπλου του, σκαρφάλωσε μέσα στο καλάθι, προσπαθώντας να εμποδίσει την διαφυγή. Αλλά οι άντρες του Χάρρυ ήταν περισσότεροι και τον έβγαλαν γρήγορα εκτός μάχης με ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Ο Χάρρυ σηκώθηκε όρθιος, φτύνοντας αίμα από το ματωμένο χείλος του, καθώς και άλλοι Γερμανοί εμφανίστηκαν μέσα από την ομίχλη.
«Κόψτε τα σχοινιά!»
Τραβώντας το σπαθί του, έκοψε τον πρώτο από τους τρεις κάβους που κρατούσαν το αερόστατο δεμένο στο έδαφος. Ο Σλέιν ακολούθησε το παράδειγμα του και έκοψε τον δεύτερο κάβο με μια λόγχη, ενώ ο Άινταν έκοψε τον τρίτο με το σουγιά του. Το αερόστατο, ελεύθερο πια, άρχισε να σηκώνεται.
Ο Χάρρυ που δεν είχε προλάβει να ανέβει, βρέθηκε να κρέμεται στο κενό, κρατώντας την άκρη του κομμένου κάβου για να μην πέσει. Οι άντρες του τον άρπαξαν από τα χέρια και τον τράβηξαν μέσα στο αερόστατο. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, οι σφαίρες άρχισαν να έρχονται από το έδαφος. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν να τους καταρρίψουν, παρά να τους αφήσουν να ξεφύγουν με το πολύτιμο αερόστατο τους.
«Ελαφρώστε το καλάθι! Πρέπει να πάρουμε περισσότερο ύψος!»
Πέταξαν μερικούς από τους αμμόσακους, οι οποίοι, σαν ιπτάμενα λιθάρια, χτύπησαν πολλούς από τους στρατιώτες από κάτω στο κεφάλι. Οι υπόλοιποι όμως συνέχισαν να πυροβολούν χωρίς δισταγμό, αποφασισμένοι να ξεκάνουν αυτούς τους κλέφτες δραπέτες μία και καλή. Ο Χάρρυ χλόμιασε. Αν τρυπούσε το αερόστατο, θα έπεφταν στο έδαφος και θα ήταν το τέλος.
«Είμαστε ακόμα πολύ χαμηλά!» φώναξε, «Ανταποδώστε πυρ!»
Με μονάχα ένα τουφέκι, δυο πιστόλια και ελάχιστα πυρομαχικά για να υπερασπιστούν τη ζωή τους, άρχισαν να ρίχνουν στους Γερμανούς, αλλά εκείνα τα πεισματάρικα ρεμάλια συνέχισαν να προσπαθούν να τους καταρρίψουν, μέχρι που ο Χάρρυ έσκισε έναν από τους αμμόσακους, στέλνοντας ένα σύννεφο άμμου μέσα στα μάτια των στρατιωτών, τυφλώνοντας πολλούς και στέλνοντας τους υπόλοιπους σε φυγή.
Σύντομα, ο ήχος των πυροβολισμών σταμάτησε καθώς ανέβηκαν σε ασφαλές υψόμετρο, εκτός της εμβέλειας βολής του εχθρού, και μπόρεσαν να ανασάνουν. Τότε ο Χάρρυ πρόσεξε τον αναίσθητο Γερμανό που είχαν ξεχάσει στο πάτωμα του καλαθιού.
«Εντάξει, ας ξεφορτωθούμε αυτό το απόβρασμα!»
Σηκώνοντας τον όρθιο, ήταν έτοιμοι να τον ρίξουν στο κενό, αλλά ξαφνικά δίστασαν. Βρίσκονταν ήδη σχεδόν δυο χιλιόμετρα ψηλά, κάτι το οποίο θα σήμαινε έναν φρικτό και απάνθρωπο θάνατο για τον Γερμανό. Τότε κατάλαβαν πως είχαν ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα: στη βιασύνη τους να ξεφύγουν, δεν είχαν λάβει υπόψη τους το γεγονός ότι δεν είχαν πιλότο! Κανένας τους δεν είχε ιδέα πώς να πιλοτάρει αυτό το μαραφέτι που τους κρατούσε στον αέρα. Το να ανεβάσουν το αερόστατο ψηλά, κόβοντας τα σχοινιά του ήταν αρκετά εύκολο, αλλά να το κατεβάσουν πάλι ήταν άλλη ιστορία.
«Μήπως αυτός ο τύπος ξέρει κάτι περισσότερο από αερόστατα;» ρώτησε ο Άινταν, «Μήπως κάνουμε καμιά συμφωνία μαζί του;» Παρότι ο Χάρρυ δεν του πολυάρεσε η ιδέα να κάνει συμφωνίες με έναν Γερμανό, του οποίου οι συμπατριώτες είχαν σπείρει ανελέητα τον φόβο και το τρόμο σε όλη την Ευρώπη τόσα χρόνια, κατάλαβε πως δεν είχαν άλλη επιλογή.
«Πολύ καλά, δέστε τον!» διέταξε τον Ντάνυ, ο οποίος, χαμογελώντας θριαμβευτικά, έδεσε τα χέρια του Γερμανού με λίγο περίσσιο σχοινί που είχε βρει. Με τον 'φιλοξενούμενο' τους ακινητοποιημένο, γύρισαν να ελέγξουν τις προμήθειές τους.
Όσο αφορά τον οπλισμό, είχαν το τουφέκι, το οποίο ήταν άδειο, τα δυο πιστόλια, με δυο σφαίρες το καθένα, το σπαθί του Χάρρυ και η λόγχη του Σλέιν. Όσο για προμήθειες, τα δυο Γερμανικά σακίδια (εκείνο του φρουρού τους και το άλλο του αιχμαλώτου τους) είχαν λίγες στρατιωτικές μερίδες σε κονσέρβες, όπως λουκάνικο, φασόλια και γαλέτες, αρκετά να τους φτάσουν για τρεις μέρες, και τα παγούρια τους ήταν γεμάτα. Μια μικρή λάμπα κηροζίνης θα τους έδινε φως για τη νύχτα και μια πυξίδα τσέπης ήταν το μόνο όργανο πλοήγησης τους. Με άλλα λόγια, τα απολύτως ελάχιστα, με τα οποία θα έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μέχρι να φτάσουν πίσω από τις γραμμές των Συμμάχων, όπου θα ήταν ασφαλείς. Τώρα έμενε μόνο να αποφασίσουν το προορισμό τους.
«Λοιπόν, που πηγαίνουμε τώρα, κ. Λοχαγέ;»
Προτού μπορέσει να τους απαντήσει ο Χάρρυ, ο Γερμανός στο πάτωμα άρχισε να συνέρχεται. Ο Χάρρυ τον κοίταξε με ένα αυστηρό βλέμμα, ενώ ο Σλέιν είχε το πιστόλι του έτοιμο, σε περίπτωση που αυτός ο ύπουλος μασκαράς επιχειρούσε τίποτα.
«Είσαι αιχμάλωτος μου,» είπε ο Χάρρυ, «Λέγε, όνομα και βαθμό!» Ο Γερμανός δεν μίλησε, διστάζοντας. Ο Ντάνυ τον κοίταξε, προσπαθώντας να μην γελάσει.
«Τι τρέχει με σένα, φίλε; Κατάπιες τη γλώσσα σου ή απλώς δεν ξέρεις Αγγλικά;»
«Ναι, ξέρω,» του απάντησε τελικά ο Γερμανός σε τέλεια αγγλικά, αλλά με μια βαθιά Γερμανική προφορά, «Λοχίας Χάνς Βον Μπάιτς, του στρατού του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν σας λέω τίποτε άλλο!» Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Στη στιγμή, ο Χάρρυ, του οποίου δεν του είχε διαφύγει ο απειλητικός τόνος της φωνής του, άρπαξε τον Γερμανό Λοχία από το γιακά και τον έσπρωξε προς την άκρη του καλαθιού.
«Άκου προσεχτικά, στρατιώτη! Έχεις ακούσει πως οι ναυτικοί της αρχαιότητας πέταγαν τους λαθρεπιβάτες στη θάλασσα;» ρώτησε ψυχρά, «Ε, λοιπόν, άλλη μια απειλή να ακούσω από εσένα και θα στείλω να τους κάνεις παρέα! Η μόνη διαφορά είναι πως δεν βρισκόμαστε στη θάλασσα, αλλά δύο χιλιόμετρα πάνω από τη γη! Μπήκες στο νόημα, Γερμαναρά;» Εάν ήθελε ο Βον Μπάιτς να έρθει μαζί τους, τώρα έπρεπε να του ξεκαθαρίσουν εξαρχής ποιος έκανε κουμάντο εδώ πέρα.
«Εκεί που θέλει να καταλήξει ο Λοχαγός, Λοχία,» είπε ο Άινταν, πιο διπλωματικά από ότι ο Χάρρυ, «Είναι ότι εάν ξέρεις τίποτα για αερόστατα, τότε μπορείς να μείνεις. Αλλιώς, σε περιμένει μια ελεύθερη πτώση!» Παρότι ο Βον Μπάιτς διατηρούσε την ψυχραιμία του, χλόμιασε με τη σκέψη της 'ελεύθερης πτώσης'. Δεν ήταν ωραίος τρόπος να πεθάνει, αυτό ήταν σίγουρο. Τελικά, ξαναμίλησε.
«Ξέρω να το λειτουργώ, αφού είμαι ο μηχανικός που το συναρμολόγησε,» τους είπε, «Ωστόσο, δεν μπορώ να σας εγγυηθώ μια ασφαλή προσγείωση. Με τέτοιο άνεμο, θα γίνουμε λιώμα μόλις ακουμπήσουμε το έδαφος.» Ξανακοίταξε τον Χάρρυ, «Προσφέρεις αμνηστία, Λοχαγέ;»
«Αρκετά, Λοχία!» του είπε με αυστηρό ύφος ο Χάρρυ. Ο Γερμανός συνέχισε να τον κοιτάζει κατάματα.
«Καλώς, τώρα ακούστε και τους δικούς μου όρους,» είπε, «Εάν δεν κάνω λάθος, η καταιγίδα μας παρασέρνει νότια. Μπορεί λοιπόν να πέσουμε σε δικούς σας ή σε δικούς μου. Όπου και αν είναι, κανείς δεν είναι αιχμάλωτος κανενός μόλις προσγειωθούμε. Ο καθένας μας θα τραβήξει το δρόμο του χωρίς συζητήσεις για πολιτικά! Αλλιώς, κε Λοχαγέ,» είπε, τονίζοντας ειρωνευτικά το όνομα, «Μπορώ κάλλιστα να αφήσω να σας παρασύρει ο άνεμος μέχρι τον άλλο κόσμο!» Έδειξε τα δεμένα χέρια του στο Χάρρυ, ο οποίος έπιασε το νόημα. Ο φιλοξενούμενος του ήθελε μια ανακωχή, να μην τον μεταχειρίζονται σαν αιχμάλωτο. Τελικά, ο Χάρρυ υποχώρησε.
«Πολύ καλά, ελευθερώστε τον!»
Παρότι ήταν λίγο διστακτικός, ο Ντάνυ υπάκουσε και έκοψε το σκοινί με το οποίο είχε δέσει τα χέρια του Βον Μπάιτς με τη λόγχη του Σλέιν. Ο Βον Μπάιτς κάθισε λίγο παραπέρα από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του, με τους οποίους είχε κολλήσει, είτε του άρεσε είτε όχι. Εκείνοι τον απέφευγαν, μένοντας όσο μακριά του μπορούσαν μέσα στο στενό καλάθι του αερόστατου.
Έτσι λοιπόν, στις 23 Μαρτίου 1917, το ταξίδι ξεκίνησε. Έξι άντρες – δυο Βρετανοί, ένας Γερμανός, ένας Ρώσος, ένας Αυστραλός και ένας Αμερικάνος, μέσα στο μικρό αερόστατο τους, βρέθηκαν στο έλεος του ανέμου, ο τελικός προορισμός τους άγνωστος.
Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 2. Παρακαλώ, αφήστε και κανένα σχόλιο!
