Παρότι τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του Χάρρυ, πήρε μια ολόκληρη μέρα μέχρι να κοπάσει η καταιγίδα. Το αερόστατο και οι έξι επιβάτες του βρίσκονταν στο έλεος του ανέμου. Όποτε υπήρχε ένα κενό στα μαύρα σύννεφα, έβλεπαν ισοπεδωμένες πόλεις και καμένα δάση, όπου ο πόλεμος συνεχιζόταν. Καθώς κρατιούνταν από τα σχοινιά για τη ζωή τους, προσεύχοντας να μην διαλυθεί το αερόστατο, η ομάδα του Χάρρυ απορούσε, που θα τους παρέσερνε άραγε ο άνεμος;

Το πρωί της δεύτερης μέρας, η κακοκαιρία επιτέλους πέρασε. Ο Χάρρυ ξύπνησε από τις φωνές του καταχαρούμενου Ντάνυ, «Κ. Λοχαγέ, κοιτάξτε!» Κοιτάζοντας από την άκρη του καλαθιού, ο Χάρρυ γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη. Δεν βρίσκονταν πια πάνω από τη γη, αλλά πάνω από τη θάλασσα! Οι σύντροφοι του όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Τελικά, ο Σλέην μίλησε.

«Θέλετε να πείτε πως φύγαμε εντελώς από την Ευρώπη; Βρισκόμαστε πάνω από τη Μεσόγειο;» Δίπλα του, ο Μίκ μουρμούριζε κάτι στα Ρώσικα, ενώ ο Βον Μπάιτς είπε μια βρισιά στα Γερμανικά. Είχαν ξεφύγει από τα χαρακώματα, αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά τώρα, ήταν παγιδευμένοι, να επιπλέουν αβοήθητοι πάνω από τη απέραντη Μεσόγειο θάλασσα. Αλλά ο Χάρρυ πάντα ήταν αισιόδοξος.

«Κοιτάξτε και τη θετική πλευρά, κύριοι,» είπε, διατηρώντας τη ψυχραιμία του, «Πέρασε πια ο κίνδυνος να πέσουμε σε εχθρικό έδαφος. Έχουμε φύγει οριστικά από το Δυτικό Μέτωπο!» Ο Σλέην, ο Ντάνυ, ο Άινταν και ο Μίκ ζητωκραύγασαν, αλλά ο Βον Μπάιτς δεν φαινόταν και πολύ χαρούμενος.

«Δεν καταλαβαίνω για πιο λόγο χαίρεστε τόσο πολύ, κύριοι,» τους είπε με αυστηρό ύφος, «Λιποταχτούμε από τους στρατούς μας. Προδίδουμε τον όρκο τιμής μας ως στρατιώτες!» Οι Σύμμαχοι τον κοίταξαν με αηδία. Ο Γερμανός λοχίας δεν ήταν και πολύ αγαπητός φιλοξενούμενος. Για μια ομάδα στρατιωτών που είχαν μόλις ξεφύγει από αιχμαλωσία, το να τους συνοδεύει ένας Γερμαναράς, ακόμη και αν δεν ασκούσε καμία απολύτως εξουσία ανάμεσα τους, ήταν κατιτί δύσκολο να αποδεχτούν. Μπορεί ο Βον Μπάιτς να μην τους δημιουργούσε προβλήματα, αλλά η παρουσία του και μόνο άφηνε τους άντρες του Χάρρυ καχύποπτους.

«Κοιτάξτε, βλέπω ξηρά μπροστά!» φώναξε ξαφνικά ο Ντάνυ, δείχνοντας κάτι στον ορίζοντα που, από μακριά, έμοιαζε με νησί. Ο Χάρρυ ένοιωσε τις ελπίδες του να επιστρέφουν. Εάν ήταν κατοικημένο και άνηκε σε μία ουδέτερη χώρα, τότε σύντομα θα ήταν ασφαλής. Αλλά ήταν πολύ ψηλά για να καταλάβουν που βρίσκονταν.

Σύμφωνα με την πυξίδα τους, ταξίδευαν νότια όλη την ώρα. Αλλά ένας πλευρικός άνεμος κατά τη διάρκεια της καταιγίδας θα μπορούσε εύκολα να τους είχε αλλάξει την πορεία χωρίς να το πάρουν είδηση. Ίσως ήταν η Κορσική, η Σαρδηνία ή μια από τις Βαλεαρίδες; Ή ο άνεμος τους είχε παρασύρει μέχρι τη Σικελία; Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να μάθουν. Ο Χάρρυ γύρισε στον Βον Μπάιτς.

«Κατέβασε μας κάτω για θα ρίξουμε μια καλύτερη ματιά!»

Ο Βον Μπάιτς τράβηξε το σκοινί που άνοιγε την βαλβίδα εξόδου στην κορυφή του αερόστατου. Ακούστηκε ένα ελαφρύ σφύριγμα καθώς το φωταέριο άρχισε να ξεφεύγει και το αερόστατο άρχισε την κάθοδο του. Σε λίγο, είχαν κατέβει στο ενάμισι χιλιόμετρο, αρκετά χαμηλά ώστε να μπορούν να δουν από κοντά το νησί. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, δεν ήταν παρά μια άγονη, ακατοίκητη βραχονησίδα στη μέση του πουθενά. Ξαφνικά, ο Χάρρυ πρόσεξε πως κατέβαιναν πολύ γρήγορα.

«Βον Μπάιτς, κλείσε τη βαλβίδα!» Ο Γερμανός λοχίας υπάκουσε, αλλά καθώς προσπάθησε να τη κλείσει, βρήκε ότι είχαν ένα μεγάλο πρόβλημα.

«Έχει φρακάρει! Δεν μπορώ να την κλείσω!» φώναξε, τραβώντας απεγνωσμένα το σχοινί χωρίς όμως να γίνεται τίποτα. Το αέριο συνέχιζε να ξεφεύγει ασταμάτητα. Έπεφταν κυριολεκτικά από τον ουρανό προς την απέραντη θάλασσα από κάτω, με κίνδυνο να πνιγούν.

«Είναι ανώφελο,» είπε ο Βον Μπάιτς, «Κάποιος πρέπει να ανέβει πάνω να την κλείσει χειροκίνητα!»

«Ανεβαίνω πάνω!» είπε αμέσως ο Χάρρυ, «Εσείς πετάξτε τους υπόλοιπους αμμόσακους και ότι άλλο δεν μας είναι απαραίτητο!» Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, ανέβηκε μέσα στο δίχτυ, σκαρφαλώνοντας μέχρι την κορυφή του μπαλονιού. Τον έπιασε κρύος ιδρώτας – ποτέ δεν του άρεσαν τα ύψη και φοβόταν πως αν κοιτάξει κάτω, θα έχανε τις αισθήσεις του και θα έπεφτε.

Τελικά, έφτασε μέχρι την κορυφή. Ήταν σαν να βρίσκεται πάνω σε μια γιγαντιαία φουσκωτή μπάλα που επέπλεε ενάμιση χιλιόμετρο πάνω από τη γη. Στο κέντρο, είδε την στριφτή βαλβίδα εξόδου από όπου ξέφευγε το αέριο. Μπορούσε να δει πως το σκοινί ελέγχου που ήταν ενωμένο στη βαλβίδα είχε μπλεχτεί, με αποτέλεσμα να έχει κολλήσει η βαλβίδα στο ανοικτό. Αρπάζοντας τη, την έστριψε με όλη του τη δύναμη για να τη κλείσει. Η βαλβίδα ήταν σφιχτή, αναγκάζοντας τον Χάρρυ να την κάνει πέρα-δώθε, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τη κλείσει. Αυτό ήταν μεγάλο σφάλμα.

«Άντε, ρε άτιμο… Αχ!»

Ξαφνικά, το καπάκι της καταπονημένης βαλβίδας ξεκόλλησε από την υποδοχή του. Χάνοντας την ισορροπία του, ο Χάρρυ βρέθηκε στο κενό – ίσαμε πρόλαβε και άρπαξε το σκοινί της βαλβίδας, γλιτώνοντας φτηνά από φρικτό θάνατο, ειρωνικά σαν και αυτόν που είχαν σκεφτεί νωρίτερα για τον Βον Μπάιτς.

Κοιτάζοντας πάνω, είδε ο Γερμανός λοχίας είχε αρπάξει εγκαίρως την άλλη άκρη του σκοινιού και αυτός και οι υπόλοιποι άντρες του τραβούσαν με όλη τους τη δύναμη. Τον ανέβασαν πάλι μέσα στο καλάθι. Χλομιασμένος και η καρδιά του να τρέχει σαν τρελή, κοίταξε τον Βον Μπάιτς που του είχε μόλις σώσει το τομάρι του.

«Σε ευχαριστώ Βον Μπάιτς,» μουρμούρισε, παίρνοντας βαθιές ανάσες ανακούφισης, «Χαίρομαι ειλικρινά που σε άφησα να έρθεις μαζί μας. Σου είμαι πραγματικά ευγνώμων.»

«Φοβάμαι πως δεν θα μας ωφελήσει και σε πολλά, κε Λοχαγέ,» απάντησε κατσούφικα ο Βον Μπάιτς, κοιτάζοντας το σπασμένο καπάκι της κατεστραμμένης βαλβίδας που κρεμόταν σκόρπιο στην άκρη του σκοινιού, ενώ κανονικά έπρεπε να είναι ενωμένο στην κορυφή του αερόστατου. Παρότι ο Χάρρυ την είχε κλείσει, τώρα ήταν κλεισμένη μόνιμα, «Η βαλβίδα που ξήλωσες ήταν το μόνο σύστημα ελέγχου που είχαμε, ανόητε! Τώρα, δεν μπορούμε να κατέβουμε πια!»

Κανένας τους δεν σκέφτηκε να αντιμιλήσει στον λοχία για την έλλειψη σεβασμού του προς ανώτερο του, καθώς η σκληρή πραγματικότητα της κατάστασης τους έγινε αντιληπτή. Ήταν καταδικασμένοι να συνεχίσουν να επιπλέουν αβοήθητοι στον αέρα μέχρι το σακατεμένο αερόστατο τους να έπεφτε από μόνο του, εάν έπεφτε ποτέ.

Πέρασε άλλη μια μέρα. Με το αερόστατο πια εκτός ελέγχου, ο Χάρρυ είχε δώσει διαταγή να κάνουν αυστηρή οικονομία στις λιγοστές προμήθειες τους. Με τα γεύματα τους να έχουν μειωθεί στο ένα τέταρτο της ποσότητας που χρειαζόταν καθημερινά ο άνθρωπος μόνο για να επιβιώσει, η κακοδιαθεσία και η απελπισία είχαν κυριεύσει τους έξι ταξιδιώτες.

Ο Άινταν προσπαθούσε να μην σκέφτεται την πείνα του γράφοντας στο ημερολόγιο του, αλλά σύντομα είχε ξεμείνει από λέξεις. Ο Βον Μπάιτς και ο Ντάνυ φαίνονταν να είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Ο Μίκ και ο Σλέην, αντιθέτως, συνεχώς κατηγορούσαν το Χάρρυ για την ατυχία τους.

«Ώστε αυτό είναι το αλάνθαστο σχέδιο απόδρασης σου; Ξεφύγαμε από το πόλεμο μόνο για να πεθάνουμε από πείνα και δίψα εδώ πάνω; Μας οδήγησες σε μια παγίδα θανάτου, Λοχαγέ!»

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι;» ρώτησε ο Άινταν, «Ίσως, εάν ανοίξουμε μια τρύπα στο αερόστατο;» Μα ο Βον Μπάιτς του κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Δεν θα μπορούσαμε να ελέγξουμε την κάθοδο μας έτσι, Χερ Στόουν. Θα συντριβούμε!»

Την αυγή της τρίτης μέρας στον αέρα ξαναείδαν στεριά. Η ακτή μιας απέραντης ηπείρου απλωνόταν μπροστά τους. Μπορούσαν να δουν μια παραθαλάσσια πόλη, με κτίρια που θύμιζαν Αραβικά τζαμιά, καθώς και ένα φρούριο Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής στο κέντρο της πόλης.

«Που νομίζετε ότι είμαστε;» ρώτησε ο Μίκ, «Ποια πόλη να είναι άραγε;»

«Ίσως είναι το Μαρόκο,» είπε σκεφτικά ο Άινταν, κοιτάζοντας τα Αραβικά τζαμιά. Αλλά ο Χάρρυ, που είχε παρατηρήσει τη Γαλλική σημαία στη κορυφή του φρουρίου, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Κοντά πέσατε, κε Στόουν,» τους είπε, «Εάν δεν κάνω λάθος, αυτή η πόλη είναι το Αλγέρι. Υπηρέτησα ως λοχίας σε εκείνο το οχυρό το '14.»

«Βρισκόμαστε στην Αλγερία, κε Λοχαγέ;» ρώτησε κατάπληκτος ο Ντάνυ, «Θέλετε να πείτε πως διασχίσαμε όλη τη Μεσόγειο; Ο άνεμος μας έφερε μέχρι την Αφρική; Απίστευτο…»

Δυστυχώς, η θέα της Γαλλικής αποικίας, ένα σίγουρο καταφύγιο για μια ομάδα χαμένων Συμμάχων στρατιωτών σαν και αυτούς, δεν τους καθησύχαζε και πολύ καθώς θυμήθηκαν πως δεν μπορούσαν να κατέβουν. Εν στο μεταξύ, ο άνεμος τους παρέσερνε μακριά, προς το εσωτερικό της ηπείρου. Ο Χάρρυ γύρισε στον Άινταν.

«Δώσε μου μια κενή σελίδα από το σημειωματάριο σου και το μολύβι σου. Γρήγορα!»

Τσαντισμένος που τον ανάγκαζε να χαλάσει το πολύτιμο σημειωματάριο του, ο Άινταν του έδωσε τη σελίδα. Ο Χάρρυ γρήγορα έγραψε ένα σημείωμα για το πώς είχαν δραπετεύσει από τα χαρακώματα, το όνομα και βαθμό του, καθώς και των συντρόφων του, και ότι ο άνεμος τους παρέσερνε νότια, προς τη Σαχάρα.

Τυλίγοντας το σαν τσιγάρο, το έχωσε μέσα σε ένα χρησιμοποιημένο φυσίγγι σφαίρας από τα όπλα τους και το πέταξε ακριβώς πάνω από το οχυρό, καθώς πέρασαν από πάνω του. Ίσως, εάν ήταν τυχεροί και το έβρισκε κάποιος, θα μπορούσαν να στείλουν βοήθεια να τους βρουν. Οι πιθανότητες να γίνει αυτό ήταν φυσικά σχεδόν μηδενικές, αλλά τουλάχιστον έδινε στους έξι συνταξιδιώτες μια μικρή ελπίδα.

Μέχρι την τέταρτη μέρα, κάθε ίχνος του πολιτισμού είχε χαθεί. Τώρα πια δεν υπήρχε απολύτως τίποτα στο έδαφος εκτός από ένα ατελείωτο τοπίο από αμμόλοφους, που ήταν η Σαχάρα. Ένας απέραντος ωκεανός από άγονη άμμο απλωνόταν μέχρι τα τέλη του ορίζοντα, σε όλες τις κατευθύνσεις.

Η κατάσταση είχε πάει πια από άσχημη σε απελπιστική. Όλα τα τρόφιμα και το νερό είχαν τελειώσει και εξακολουθούσαν να βρίσκονται παγιδευμένοι στον αέρα. Όχι και πως θα άλλαζε τίποτα εάν μπορούσαν να προσγειώσουν το αερόστατο. Απλώς θα ξέμεναν στα βάθη της μεγαλύτερης και πιο αφιλόξενης ερήμου του κόσμου, περιμένοντας να πεθάνουν από πείνα και δίψα.

Ο Χάρρυ καθόταν σιωπηλός, νιώθοντας εντελώς αβοήθητος. Ήταν όλοι τους χωρίς φαί και νερό για 24 ώρες και ήδη είχαν αρχίσει να υποφέρουν φρικτά. Σε καμιά δυο μέρες οι ήδη εξασθενημένες δυνάμεις τους θα τους εγκατέλειπαν και αυτό θα ήταν οριστικά το τέλος. Το μικρό αερόστατο τους συνέχιζε να αντέχει, καθώς ο άνεμος συνέχιζε να τους πηγαίνει βαθύτερα και βαθύτερα στην έρημο. Αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμη.

Είχε νυχτώσει. Ο Χάρρυ προσπαθούσε να κοιμηθεί στο άβολο πάτωμα του καλαθιού δίπλα στους συντρόφους του, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα οικείο σφύριγμα, το οποίο του έκανε το αίμα να παγώσει. Η χαλασμένη βαλβίδα είχε ξανανοίξει και το αερόστατο έχανε αέριο.

«Ξυπνήστε! Τρύπησε το αερόστατο!»

Όλοι τους σηκώθηκαν πανικόβλητοι. Κοιτάζοντας από την άκρη, μπορούσαν να δουν ότι έπεφταν με γοργό ρυθμό. Επιτέλους, επέστρεφαν στη γη! Αλλά, ειρωνικά, το τελευταίο πράμα που ήθελαν τώρα ήταν να κατέβουν. Στο έδαφος, δεν υπήρχε τίποτα παρά ανοιχτή έρημος για εκατοντάδες χιλιόμετρα σε όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είχαν τι παραμικρή ελπίδα να ξαναβρούν το πολιτισμό με τα πόδια.

«Θα πέσουμε στη μέση της ερήμου!» φώναξε κλαίγοντας ο Ντάνυ, σκεφτόντας τη μητέρα του πίσω στο Μάντσεστερ, «Θα πεθάνουμε εκεί έξω από τη δίψα!» Σε ένα τέταρτο περίπου, υπολόγιζε ο Χάρρυ, το αερόστατο θα έπεφτε στο έδαφος. Εάν δεν σκοτώνονταν στη συντριβή, τότε θα ξέμεναν σίγουρα σε αυτή τη γιγαντιαία παγίδα θανάτου που ήταν η Σαχάρα. Αλλά δεν το έβαζε κάτω τόσο εύκολα.

«Πετάξτε τα πάντα!» διέταξε, «Γρήγορα!»

«Και τα όπλα;» ρώτησε ο Σλέην, «Μπορεί να τα χρειαστούμε…» Ο Χάρρυ τον αγριοκοίταξε, «Θα μας είναι άχρηστα εάν πεθάνουμε καθηλωμένοι στη μέση της ερήμου! Εμπρός, ότι βρείτε, το πετάτε!»

Σε λίγο το καλάθι είχε αδειάσει από όλες τις αποσκευές του: τα δύο σακίδια, τα όπλα τους, ακόμη και το φανάρι, τα πέταξαν όλα. Το αερόστατο σταθεροποιήθηκε για λίγο, αλλά ήταν ανώφελο. Σε λίγο, έπεφταν και πάλι. Ο Βον Μπάιτς κοίταξε το Χάρρυ.

«Έχετε καμιά άλλη καλή ιδέα, κε Λοχαγέ; Αυτό μας κερδίζει μονάχα λίγα λεπτά.»

Ο Χάρρυ, έχοντας ξεμείνει εντελώς από ιδέες, ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την ήττα τους, όταν ξαφνικά πρόσεξε κάτι στον ορίζοντα. Πλησίαζαν τα σύννεφα μιας δυνατής νεροποντής ακριβώς μπροστά τους. Καθώς χτύπησε ένας κεραυνός, το φως της λάμψης φανέρωσε κάτι που δεν φαινόταν στο σκοτάδι…

«Δέντρα!» φώναξε ο Χάρρυ, «Κοιτάξτε, υπάρχει μια όαση εκεί πέρα!» Προς μεγάλη τους τύχη, ο άνεμος τους παρέσερνε κατευθείαν προς τα εκεί. Αυτή η όαση, όποια και να ήταν και άσχετα εάν είχε άγρια ζώα ή εχθρικούς κατοίκους, ήταν η μόνη τους ελπίδα. «Σωθήκαμε!»

Καθώς πλησίαζαν, είδαν πως αυτή η 'όαση' βρισκόταν στη κορυφή ενός πελώριου οροπεδίου. Αυτό το οροπέδιο, που βρισκόταν στη μέση του πουθενά, το περιτριγύριζαν ψηλοί, σαν τοίχοι, γκρεμοί, που απλώνονταν για δεκάδες χιλιόμετρα. Η κορυφή του, σε αντίθεση με την υπόλοιπη αφιλόξενη έρημο, ήταν μια καταπράσινη σαβάνα. Για μια στιγμή, ο Χάρρυ θυμήθηκε το οροπέδιο που αναζητούσε εδώ έξω ο αδελφός του πριν χρόνια. Μπορούσε να είναι το ίδιο μέρος…; Οι φωνές του Σλέην τον γύρισαν στη πραγματικότητα.

«Σιγά που σωθήκαμε, κε Λοχαγέ! Δεν θα τα καταφέρουμε!»

«Και, λοιπόν, τι έγινε;» ρώτησε ο Άινταν, που ξεκάθαρα δεν έμπαινε στο νόημα, «Βλέπουμε την όαση από δω. Ας πέσουμε εδώ και θα περπατήσουμε την υπόλοιπη διαδρομή…»

«Όχι εάν δεν μπορούμε να σκαρφαλώσουμε εκείνους τους γκρεμούς,» του επισήμανε ο Βον Μπάιτς, δείχνοντας τους απότομους γκρεμούς που περιτριγύριζαν το οροπέδιο. Θα ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσουν, για να φτάσουν τη βλάστηση που υπήρχε στη κορυφή. Με το ρυθμό κάθοδο τους, θα έχαναν το οροπέδιο με λίγες εκατοντάδες μέτρα. Έπρεπε να πάρουν περισσότερο ύψος.

«Βγάλτε τα πανωφόρια και τα καπέλα σας!» φώναξε ο Χάρρυ, «Αδειάστε τις τσέπες σας! Ότι και να γίνει, πρέπει να κρατήσουμε αυτό το πράγμα στον αέρα όσο το δυνατόν περισσότερο!»

Με μοναδικό σκοπό ζωής τους πια να φτάσουν μέχρι εκείνο το οροπέδιο, ο Χάρρυ και οι άντρες του έβγαλαν τα βαριά πανωφόρια, τις ζώνες υπηρεσίας, τα καπέλα, ακόμη και τα γιλέκα τους, και τα πέταξαν από το αερόστατο. Άδειασαν ακόμη και τις τσέπες τους, πετάγοντας οτιδήποτε βαρύ, όπως τα πορτοφόλια, τους σουγιάδες, ακόμη και την πυξίδα τους. Αλλά, και πάλι, δεν αρκούσε.

«Δεν γίνεται τίποτα, κε Λοχαγέ!» φώναξε ο Ντάνυ, «Τι κάνουμε τώρα; Να ρίξουμε τον Γερμαναρά στο κενό;»

Ο Χάρρυ κοίταξε απελπισμένα τριγύρω για οτιδήποτε άλλο βαρύ που υπήρχε για να πετάξουν. Δεν είχε μείνει απολύτως τίποτα. Και δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί την ιδέα του Ντάνυ να πετάξουν τον Βον Μπάιτς, που ήταν εχθρός, από το αερόστατο για να σωθούν. Ήταν στρατιώτες, όχι φονιάδες!

Άντε, Χάρρυ, ρε κάθαρμα, σκέψου, σκέφτηκε, τραβώντας απελπισμένα τα μαλλιά του. Ξαφνικά, τη βρήκε τη λύση: το καλάθι!

«Σκαρφαλώστε όλοι σας πάνω στο δακτύλιο!» φώναξε, «Θα κόψουμε το καλάθι! Εμπρός, πάρτε τα πόδια σας!» Φυσικά, δεν άρεσε σε κανέναν η ιδέα να πετάξουν το μόνο μέρος όπου είχαν να καθίσουν μέσα στο αερόστατο, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση.

Οι έξι άντρες σκαρφάλωσαν πάνω στο λεπτό, μεταλλικό δακτύλιο που κρατούσε τις άκρες του σκοινένιου διχτιού του μπαλονιού ενωμένες. Οι πέντε στρατιώτες, συνηθισμένοι σε τέτοια πράγματα, δεν είχαν πρόβλημα και σκαρφάλωσαν σαν πίθηκοι. Όμως, ο φουκαράς ο Άινταν, που ήταν πολίτης και, ως εκ τούτου, δεν είχε τη καλή φυσική κατάσταση των συντρόφων του, δυσκολεύτηκε πάρα πολύ και λίγο έλειψε να τα παρατήσει.

«Δεν…δεν μπορώ να ανέβω!»

«Ή ανεβαίνεις αμέσως, ή πέφτεις με το καλάθι, άνθρωπε!» του φώναξε ο Χάρρυ, τραβώντας τον στρουμπουλό ρεπόρτερ από τα μανίκια, «Λοιπόν, τσακίσου και ανέβα!» Τα λόγια του Χάρρυ του έδωσαν κουράγιο και ο Άινταν επιτέλους κατάφερε με χίλια ζόρια να σκαρφαλώσει πάνω στο δακτύλιο με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Χωρίς να χάσει ένα λεπτό παραπάνω, ο Χάρρυ τράβηξε το σπαθί του, το οποίο είχε κρατήσει για αυτό το λόγο, και έκοψε τα σχοινιά του καλαθιού. Το παρακολούθησαν καθώς έπεσε στο έδαφος μέσα σε ένα σύννεφο άμμου, όπου έγινε κομμάτια.

Βρίσκονταν πολύ κοντά στο οροπέδιο τώρα. Αλλά το παραμορφωμένο αερόστατο είχε χάσει πολύ αέριο και δεν μπορούσε να μείνει άλλο στον αέρα. Συνέχιζαν να πέφτουν. Όμως του είχε μείνει του Χάρρυ μια τελευταία, εσχάτη λύση.

«Θα ανέβω εκεί πάνω να κλείσω την διαρροή. Δώστε μου τα μαντήλια σας.» Ο Μίκ και ο Βον Μπάιτς του έδωσαν τα μαντήλια τους. Βάζοντας τα στην τσέπη του, ο Χάρρυ σκαρφάλωσε για δεύτερη φορά στην κορυφή του αερόστατου.

Φτάνοντας τη χαλασμένη βαλβίδα, είδε πως το πώμα είχε ξεκολλήσει και τώρα έχανε αέριο ασταμάτητα. Παίρνοντας ένα από τα μαντήλια, το έχωσε μέσα στη βαλβίδα όπου κανονικά βρισκόταν το πώμα, φράζοντας την. Με το δεύτερο μαντήλι, έδεσε σφιχτά το αυτοσχέδιο πώμα του μέσα στην υποδοχή. Το σφύριγμα του αερίου που διέφευγε σταμάτησε. Το αερόστατο σταμάτησε να πέφτει.

Κοιτάζοντας, είδε καθώς πέρασαν με ασφάλεια την άκρη του γκρεμού, περνώντας πάνω από το καταπράσινο οροπέδιο, μόλις λίγες δεκάδες μέτρα πάνω από το έδαφος. Τότε ένοιωσαν τις βίαιες αναταράξεις καθώς πέρασαν μέσα στην ομίχλη της καταιγίδας που υπήρχε πάνω από το οροπέδιο. Στο λεπτό, η θύελλα τους παρέσερνε σαν κλαδί στον άνεμο.

Μη μπορώντας να κατέβει πάλι κάτω, ο Χάρρυ κρατήθηκε γερά, νιώθοντας την παγωμένη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς να τον μουσκεύει έως το κόκκαλο. Το νερό του έφερε μια ανακούφιση, καθώς άνοιξε το διψασμένο του στόμα, αφήνοντας τη βροχή να μουσκέψει τα ξεραμένα χείλη του. Αλλά το κρύο του μούδιαζε τα χέρια, μέχρι που δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο.

Ξαφνικά, το αερόστατο πέρασε μέσα από ένα κενό αέρος. Οι αναταράξεις έκαναν το Χάρρυ να χάσει την ισορροπία του. Προτού μπορέσει να κρατηθεί από κάπου, έπεσε από τη κορυφή του αερόστατου και βρέθηκε στο κενό. Οι κραυγές του, καθώς και αυτές των συντρόφων του, βούιξαν μέσα στα αυτιά του καθώς έπεσε μέσα από άδειο αέρα, προς το έδαφος.

«Κε Λοχαγέ! Κε Λοχαγέ…!»

Αλλά αντί να πέσει από μεγάλο υψόμετρο και να τον βρει ακαριαία ο θάνατος, χτύπησε το έδαφος πολύ νωρίτερα από ότι περίμενε. Από σύμπτωση, το αερόστατο έτυχε να περνάει ακριβώς πάνω από έναν ψηλό, μεγαλειώδη βράχο που στεκόταν στο κέντρο της σαβάνας, απαρατήρητο μέσα στο σκοτάδι και την ομίχλη. Αυτός ο βράχος του έσωσε τη ζωή.

Χωρίς να μπορεί να πιαστεί από κάπου, βρέθηκε να κατρακυλάει στην απότομη πλευρά του βράχου, χτυπώντας κάθε πέτρα και δέντρο στο διάβα του. Τελικά η κατρακύλα στη κόλαση τελείωσε και ο Χάρρυ βρέθηκε σωριασμένος στους πρόποδες του βράχου, αναίσθητος και μέσα στα αίματα. Ένας μισοπεθαμένος και εξασθενημένος άνθρωπος από το πουθενά είχε πατήσει το πόδι του στη Γη της Αγέλης.

Ψηλά στον ουρανό, το μισοδιαλυμένο αερόστατο, έχοντας απαλλαγεί από λίγο από το βάρος του με την διαρροή του τώρα πια φραγμένη, εξαφανίστηκε στον ορίζοντα προς τα δυτικά, παίρνοντας τους άλλους πέντε άντρες προς κάποιον άλλο, άγνωστο προορισμό.

Σημείωση από τον συγγραφέα: Συγγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά η δουλειά μου δεν μου αφήνει πολύ ελεύθερο χρόνο. Επιτέλους, ξεκινάνε οι περιπέτειες του Χάρρυ στη Γη της Αγέλης! Παρακαλώ αφήστε και καμία κριτική.