Ο βασιλιάς της Γης της Αγέλης Μουφάζα ξύπνησε με ένα δυνατό χασμουρητό που ακούστηκε σε ολόκληρη τη φωλιά. Ο Μουφάζα ήταν ένα μεγαλειώδες λιοντάρι, περίπου πέντε χρονών, με μια κόκκινη φουντωτή χαίτη και μια γερή φυσιογνωμία. Από τότε που κληρονόμησε το βασίλειο από τον μακαρίτη πια πατέρα του Αχάντι, εκτελούσε τα καθήκοντα του σαν διάδοχος του θρόνου των γαλαζοαίματων προγόνων του.

Δίπλα του, ήταν η βασίλισσα του, η Σαράμπι, μια παιδική του φίλη που είχε γίνει το ταίρι του λίγο αφότου είχε γίνει βασιλιάς. Το βασιλικό ζευγάρι ήταν άτεκνοι για χρόνια μέχρι που οι Μεγάλοι Βασιλιάδες του Παρελθόντος τους είχαν ευλογήσει με τον ερχομό ενός γιού, τον Σίμπα, που είχε γεννηθεί μόλις πριν λίγες εβδομάδες, στην αρχή της φετινής εποχής των βροχών.

Ο μοναδικός άλλος συγγενής του Μουφάζα ήταν ο θετός αδελφός του, ο Τάκα, γνωστός και με το παρατσούκλι του Σκάρ, ένα ορφανό λιονταράκι αλλοδαπής καταγωγής, το οποίο οι γονείς του Μουφάζα είχαν μαζέψει και είχαν αναθρέψει σαν δικό τους γιο.

Δυστυχώς, ο Σκάρ, σε αντίθεση με τον Μουφάζα, ήταν ένα ύπουλο και πονηρό λιοντάρι που συνεχώς εκνεύριζε τον μεγαλύτερο αδελφό του με την θρασύ και αυθάδη συμπεριφορά του. Καθώς ήταν ένα αδύνατο και άπειρο λιοντάρι, ο Σκάρ δεν άξιζε πολλά σαν κυνηγός, ούτε σαν πολεμιστής και ούτε καν σαν σύμβουλος. Η στάση του προς οποιονδήποτε καλύτερο από εκείνον ήταν πάντα γεμάτη κακία και ζήλεια, ειδικά προς τον αδελφό του. Για αυτό το λόγο και δεν είχε κανένα φίλο, εκτός από τη Ζίρα, μια εξίσου ύπουλη και γεμάτη κακία λέαινα, μόνο πιο σαδιστική και κακόβουλη από εκείνον. Οι δυο τους ζούσαν αποτραβηγμένοι από την υπόλοιπη αγέλη.

Ο Μουφάζα πάντα ανησυχούσε για την συμπεριφορά του αδελφού του και πως αυτό θα επηρέαζε την υπόλοιπη οικογένεια τους. Συχνά, είχε σκεφτεί να εξορίσει τον Σκάρ εάν δεν άλλαζε συμπεριφορά, αλλά, λόγο της συγγένειας τους, δεν μπορούσε να βρει το θάρρος να το κάνει. Γνώριζε πολύ καλά πως ο Σκάρ είχε φιλοδοξίες για το θρόνο, στον οποίο φυσικά δεν θα ανέβαινε ποτέ πια αφού ο Σίμπα ήταν ο νέος διάδοχος. Ακόμη και όταν ήταν οι δύο τους λιονταράκια, ο Σκάρ πάντα προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα τους πως ήταν καλύτερος του, όπως με ένα δυσάρεστο συμβάν που ακόμη στοίχειωνε τον Μουφάζα μέχρι σήμερα.

Πριν χρόνια, όταν ο Μουφάζα ήταν ακόμη πρίγκιπας, ο Αχάντι είχε δεχτεί έναν μυστηριώδη επισκέπτη: έναν άνθρωπο, με τον οποίο τα λιοντάρια μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Αυτός ο ξένος, ο Ρίτσαρντ είχε γίνει ο προσωπικός του σύμβουλος, καθώς και στενός φίλος του μικρού Μουφάζα και, σε χαμηλότερο βαθμό, του Σκάρ.

Για πολλούς μήνες, ο Ρίτσαρντ και ο υπηρέτης του ο Μακίντι ζούσαν σαν μέλη της αγέλης, λέγοντας τους όλες εκείνες τις υπέροχες ιστορίες για το μακρινό, μαγικό κόσμο τους, που υπήρχε πέρα από τα όρια του οροπεδίου των λιονταριών. Ο Μουφάζα νοσταλγούσε τότε να δει αυτό το μέρος που υπήρχε πέρα από τα γνωστά όρια του μικρού, απομονωμένου κόσμου της αγέλης τους. Τότε, μια μέρα, έτσι στα ξαφνικά, ο Ρίτσαρντ και ο Μακίντι είχαν εξαφανιστεί.

Σύντομα, η φρικτή αλήθεια είχε βγει στη φόρα, όταν ο Σκάρ είχε εμφανιστεί με μια άσχημη πληγή στο μάτι, η οποία ισχυριζόταν ήταν η δουλειά του Ρίτσαρντ. Είχε ραγίσει η καρδιά του Αχάντι όταν έμαθε πως ο Ρίτσαρντ τους είχε προδώσει στον εχθρό, τις ύαινες του απαγορευμένου Νεκροταφείου των Ελεφάντων, που βρισκόταν πέρα από τα βόρεια σύνορα της Γης της Αγέλης.

Σύμφωνα με όσα τους είπε, οι ύαινες είχαν υποσχεθεί στον Ρίτσαρντ τα πλούτη που αναζητούσε, σε ανταλλαγή για πλούσια θηράματα από τη Γη της Αγέλης. Ο Σκάρ τον είχε δει όταν πήγαινε για να κάνει την ανταλλαγή και, προσπαθώντας να τον σταματήσει, είχε δεχτεί επίθεση από την οποία είχε γλυτώσει φτηνά. Επίσης είχε προσθέσει πως ο Μουφάζα ήταν εκείνος που είχε πει στον Ρίτσαρντ για το Νεκροταφείο εξ' αρχής, βάζοντας τον σε ένα μοιραίο πειρασμό.

Παρότι αλήθευε το γεγονός ότι ο Μουφάζα είχε όντως πει στον Ρίτσαρντ για το Νεκροταφείο – ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, του είχε υπενθυμίσει για πιο λόγο ήταν επικίνδυνο και γιατί ο πατέρας του απαγόρευε αυστηρά να πλησιάζει κανείς εκεί – ολόκληρη η αγέλη είχε σοκαριστεί με τη 'προδοσία' του Ρίτσαρντ. Όταν εκείνος δεν επέστρεψε ποτέ, για να απολογηθεί, ο Αχάντι είχε καταλήξει στο δυσάρεστο συμπέρασμα πως, καταλαβαίνοντας πως δεν θα ήταν πια ευπρόσδεκτος στη Γη της Αγέλης, ο Ρίτσαρντ το είχε σκάσει. Προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Αχάντι αναγκάστηκε να κηρύξει αυτόν που κάποτε εμπιστευόταν σαν αδελφό του, εξόριστο προδότη.

Ο Μουφάζα, παρότι δεν είχε κατηγορηθεί για το συμβάν, το είχε πάρει πολύ βαριά στη συνείδηση του, κατηγορώντας τον εαυτό του για ότι είχε συμβεί. Μεγαλώνοντας, είχε γίνει ένας υπεύθυνος και γενναίος αρχηγός, υπόσχοντας στον εαυτό του πως δεν θα ντρόπιαζε ποτέ ξανά την οικογένεια του. Μερικές φορές όμως, ήλπιζε πως ο Ρίτσαρντ θα επέστρεφε κάποια μέρα και πως οι φήμες περί προδοσίας θα αποδεικνύονταν ως ένα τραγικό λάθος.

Τα χρόνια πέρασαν και όταν ήρθε ο γιός του στο κόσμο, ο Μουφάζα είχε πια σχεδόν ξεχάσει τον Ρίτσαρντ. Είχε επιτέλους βρει τη θέση του στον Μεγάλο Κύκλο της Ζωής. Αλλά, σήμερα, όλα αυτά θα άλλαζαν…

Με τη βροχή να πέφτει καταρρακτωδώς έξω για μέρες τώρα, τα λιοντάρια της Αγέλης περνούσαν το περισσότερο καιρό τους μέσα στη φωλιά, με εξαίρεση τις λέαινες που βρίσκονταν στις καθημερινές τους αποστολές κυνηγιού. Μονάχα η Σαράμπι δεν κυνηγούσε πια, γιατί έπρεπε να φροντίσει το νεογέννητο γιό της. Η καλύτερη φίλη της, η Σαραφίνα είχε αναλάβει προσωρινά την ηγεσία ως αρχηγός των κυνηγών. Ήταν και εκείνη επίσης έγκυος και σύντομα θα γεννούσε.

Η Σαραφίνα, σε αντίθεση με τη Σαράμπι, δεν ήταν γεννημένη στη Γη της Αγέλης. Αυτή και το ταίρι της ήταν λιοντάρια-νομάδες που ζούσαν ταξιδεύοντας από μέρος σε μέρος. Τότε μια μέρα τους είχε βρει η τραγωδία όταν το ταίρι της και το πρώτο τους παιδί, ένας γιός, ο Μιχτού, είχαν χαθεί σε μια αμμοθύελλα. Η έγκυος Σαραφίνα, μόνη της πια στο κόσμο, είχε έρθει στη Γη της Αγέλης, ζητώντας καταφύγιο, όπου και την δέχτηκαν θερμά.

Σήμερα ήταν μια μέρα όπως κάθε άλλη. Οι περισσότερες λέαινες βρίσκονταν έξω στο κυνήγι, αφήνοντας τη βασιλική οικογένεια στην ησυχία τους. Ο Μουφάζα καθόταν δίπλα στη Σαράμπι, παρακολουθώντας καθώς εκείνη καθάριζε το γιό τους.

«Θυμίζει πολύ τον πατέρα του, δεν νομίζεις, αγάπη μου;» είπε συγκινημένη, κοιτάζοντας το γιό τους να νιαουρίζει, θέλοντας τη προσοχή της μητέρας του. Ο Μουφάζα την έτριψε τρυφερά στο λαιμό.

«Όχι, αγαπητή μου, θυμίζει εσένα.» Η Σαράμπι χαμογέλασε συγκινημένη. Εκείνη τη στιγμή, ο Ζαζού, ο πιστός σύμβουλος και μπάτλερ του βασιλιά, μπήκε πετώντας. Αυτός και η οικογένεια του υπηρετούσαν πιστά την βασιλική οικογένεια για γενεές. Ένας αυστηρός και αξιοπρεπής βουκερώς που πίστευε στο νόμο και τη τάξη, ο Ζαζού ήταν και ο προσωπικός αγγελιοφόρος του βασιλιά, ό οποίος τον ενημέρωνε για οτιδήποτε προβλήματα στα οποία χρειαζόταν την άμεση επέμβαση του Μουφάζα, στιγμές όπως και τώρα.

«Μεγαλειότατε, οι κυνηγοί μόλις βρήκαν κάτι περίεργο. Καλύτερα να έρθετε αμέσως!»

Ζητώντας συγνώμη από την Σαράμπι, ο Μουφάζα ακολούθησε τρέχοντας τον Ζαζού έξω από την φωλιά. Αλλά, αντί να τον οδηγήσει έξω στη σαβάνα, ο σύμβουλος του τον οδήγησε πίσω από τον Περήφανο Βράχο, όπου ξεκινούσε ένα απότομο μονοπάτι το οποίο οδηγούσε στην κορυφή του μεγαλοπρεπούς βράχου. Εκεί, βρήκε τις λέαινες μαζεμένες γύρω από κάτι πεσμένο καταγής μέσα στη λάσπη. Περνώντας μέσα από το πλήθος για να δει καλύτερα, του κόπηκε το αίμα από την έκπληξη. Μπροστά του ήταν το ματωμένο και καταταλαιπωρημένο σώμα ενός ανθρώπου, τον οποίο ο Μουφάζα είχε να δει εδώ και τόσα πολλά χρόνια.

«Οι Μεγάλοι Βασιλιάδες του Παρελθόντος να μας φυλούν!» αναφώνησε, «Είναι ο Ρίτσαρντ!»

Πολλές από τις λέαινες που επίσης ήξεραν τον Ρίτσαρντ όταν ήταν λιονταράκια, κοίταζαν η μία την άλλη, χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους. Ήταν όντως ο προ πολλού εξαφανισμένος φίλος του πρώην Βασιλιά Αχάντι! Η μόνη εξαίρεση ήταν μια λέαινα με σχιστά, κόκκινα σαν τη φωτιά μάτια και μια μοχθηρή έκφραση. Κοίταξε τον αναίσθητο άνθρωπο με κακία.

«Ώστε εκείνος ο προδότης γύρισε;» μούγγρισε με μια έκφραση που εξέφραζε ένα θανάσιμο μίσος, «Πάνω στην ώρα για να τιμωρηθεί! Ας τον σκοτώσουμε!» Σήκωσε το δυνατό της πόδι, έτοιμη να πετσοκόψει το Χάρρυ με τα κοφτερά σαν νυστέρια νύχια της. Αλλά, ο Μουφάζα, συνέρχοντας από την έκπληξη του που ξαναέβλεπε τον Ρίτσαρντ, αναπήδησε θυμωμένος.

«Σου απαγορεύω να τον αγγίξεις, Ζίρα!» Έκανε νόημα στη Ζίρα να κάνει πίσω. Εκείνη κοίταξε αηδιασμένη τον Μουφάζα, έξαλλη που της στερούσε την τιμή να σκοτώσει αυτόν τον παρείσακτο εν ψυχρό.

«Εάν θυμάσαι, Μεγαλειότατε,» του αντιμίλησε, «Αυτός ο άνθρωπος πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο πατέρας σου, ο οποίος και τον κήρυξε εξόριστο! Σύμφωνα με το νόμο μας, όποιος εξόριστος παραβιάσει τα σύνορα της Γης της Αγέλης, τιμωρείται με θάνατο! Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει αμέσως!»

«Αυτό, Ζίρα, θα το αποφασίσω εγώ,» την διέκοψε αυστηρά ο Μουφάζα. Παρότι γνώριζε πολύ καλά πως εάν ο 'Ρίτσαρντ' ήταν όντως ένοχος για προδοσία, δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να τον τιμωρήσει, ο Μουφάζα ήθελε απαντήσεις. Είχε περάσει τόσο χρόνια απορώντας τι είχε απογίνει ο φίλος του, ενώ οι πάντες ψιθύριζαν πως ήταν ένας προδότης. Ίσως τώρα να μάθαιναν επιτέλους την αλήθεια. «Ώσπου να μπορεί να μιλήσει, να μας τα εξηγήσει όλα, κανένας δεν θα του κάνει κακό. Αυτή είναι απευθείας διαταγή για όλους σας!»

«Ποιος να μας εξηγήσει τι, μεγάλε αδελφέ;» ρώτησε ξαφνικά μια πονηρή φωνή. Άνηκε σε ένα αδύνατο λιοντάρι, με πονηρά σαν της αλεπούς, πράσινα μάτια, ένα από τα οποία είχε μια κακάσχημη ουλή. Αυτός ήταν ο ενήλικας πια αντιπαθητικός ετεροθαλής αδελφός του Μουφάζα, ο κακόβουλος Σκάρ.

«Χαίρομαι που αποφάσισες επιτέλους να μας τιμήσεις με την παρουσία σου, Σκάρ,» είπε ψυχρά ο Μουφάζα, «Όπως και έλεγα προτού μας διακόψεις, ο φίλος μας ο Ρίτσαρντ έχει επιστρέψει…» Ακούγοντας αυτό, ο Σκάρ πάγωσε. Είναι αδύνατον, σκέφτηκε. Κοιτάζοντας τον αναίσθητο άνθρωπο στα πόδια του, χλόμιασε, αντικρίζοντας το πρόσωπο του 'Ρίτσαρντ', τον οποίο είχε δει να πεθάνει μπροστά στα μάτια του πριν χρόνια! Τι εφιάλτης ήταν αυτός; Ωστόσο, κατάφερε να συγκρατηθεί και μίλησε με ένα σχεδόν αδιάφορο ύφος.

«Ώστε εκείνος ο ελεεινός άνθρωπος που παραλίγο να μου πάρει το μάτι μου, έχει επιστρέψει. Τι θράσος, αυτός ο αξιολύπητος προδότης…!» Αλλά ο βρυχηθμός του Μουφάζα του έκοψε τα αρνητικά σχόλια του.

«Δεν είναι προδότης μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του, Σκάρ!» του μούγγρισε προειδοποιητικά, « Και ο Ρίτσαρντ δεν είναι αξιολύπητος…!» Ο Σκάρ ξεφύσησε ειρωνικά, λες και χλεύαζε από μέσα του τον αδελφό του, και γύρισε να φύγει. Αλλά, ο Μουφάζα, χάνοντας την υπομονή του, όρμησε μπροστά του, κλείνοντας του το δρόμο.

«Βρίσκεις κάτι αστείο;» του μούγγρισε κατάμουτρα, «Και μην μου γυρνάς εμένα την πλάτη όταν σου μιλάω, Σκάρ!» Ο Σκάρ, παρότι τη δειλία του, βρήκε το θράσος να συνεχίσει να τραβά το σκοινί.

«Ίσως να μην πρέπει εσύ να μου γυρνάς τη πλάτη, Μουφάζα,» του αντιμίλησε με αυθάδεια, αλλά, βλέποντας το αγριεμένο ύφος του Μουφάζα, δεν το έσπρωξε άλλο το θέμα, «Μπορώ να έχω λοιπόν την άδεια σου να φύγω; Έχω την εντύπωση που δεν με χρειάζεται κανείς εδώ αυτή τη στιγμή.»

«Ναι, δεν σε χρειαζόμαστε,» του είπε ο Μουφάζα, «Για αυτό, σε συμβουλεύω να πας κάπου να συλλογιστείς λίγο για τους τρόπους σου!» Καταλαβαίνοντας πως ο αδελφός του είχε τα νευράκια του και φοβούμενος μη βγει ο χειρότερος εαυτός του κάτω από το πετσί του Μουφάζα, ο Σκάρ γύρισε και έφυγε, ακολουθούμενος από τη Ζίρα που τον παρηγορούσε.

Ο Μουφάζα κοίταξε απογοητευμένος τον αδελφό του καθώς έφευγε. Η συμπεριφορά του Σκάρ όλο και χειροτέρευε. Κάποια μέρα, θα ξεχείλιζε το ποτήρι και θα αναγκαζόταν να πάρει αυστηρά μέτρα που ούτε ο ίδιος δεν θα ήθελε για τον αδελφό του.

«Τι θα τον κάνω, Ζάζου;» ρώτησε τον σύμβουλο του, που καθόταν στον ώμο του. Ο Ζαζού, που αντιπαθούσε τον Σκάρ όσο κανένας άλλος, χαμογέλασε διαβολικά. Υπήρχαν τόσα ωραία πράγματα που θα μπορούσε ο βασιλιάς να κάνει στο Σκάρ για να του μάθει λίγο σεβασμό προς τους ανωτέρους του.

«Θα γινόταν υπέροχη φλοκάτη για τη φωλιά, Μεγαλειότατε,» του πρότεινε, περισσότερο για αστείο.

«Σιωπή, Ζαζού!» τον μάλωσε ο Μουφάζα, ο οποίος δεν το έβρισκε πολύ αστείο. Ναι, ο Σκάρ μπορεί να ήταν ένας μπελάς, αλλά εξακολουθούσε να είναι ο αδελφός του. Ποτέ δεν θα ονειρευόταν να του κάνει κακό! Ηρεμώντας λιγάκι, γύρισε στις λέαινες, οι οποίες περίμεναν με τον αναίσθητο Χάρρυ.

«Σαραφίνα, βοήθησε με να τον πάμε πίσω στη φωλιά. Ζαζού, πήγαινε να ειδοποιήσεις τη Σαράμπι για τον… φιλοξενούμενο μας.» Ο Ζαζού, παρότι δεν του πολυάρεσε η ιδέα να φέρουν πίσω μαζί τους αυτόν τον ξένο, υπάκουσε και έφυγε πετώντας, να μεταφέρει το μήνυμα. Ο Μουφάζα και η Σαραφίνα σήκωσαν τον Χάρρυ στους δυνατούς ώμους τους και τον κουβάλησαν πίσω στην ασφάλεια της φωλιάς τους στον Περήφανο Βράχο.

Η Σαράμπι αναφώνησε από την έκπληξη καθώς ο Μουφάζα και η Σαραφίνα μπήκαν, φέρνοντας μαζί τους τον λασπωμένο και τραυματισμένο Χάρρυ. Τα λιοντάρια τον ακούμπησαν με προσοχή σε μια γωνιά της σπηλιάς, όπου θα ήταν ασφαλής. Η Σαραφίνα εξήγησε στη Σαράμπι, που κόντευε να τα χάσει, τι είχε συμβεί.

«Επιστρέφαμε από το κυνήγι όταν ξαφνικά προσέξαμε κάτι γύπες να πετάνε πάνω από κάτι πεσμένο πίσω από το Περήφανο Βράχο. Αρχικά νομίζαμε πώς ήταν κάποιο άμοιρο ζώο που είχε πεθάνει, αλλά τότε θυμηθήκαμε πως κανένα ζώο της αγέλης δεν θα τολμούσε να έρθει να πεθάνει στο βασιλικό κατώφλι. Φοβηθήκαμε μήπως ήταν κάποιος δικός μας και τρέξαμε να βοηθήσουμε, και βρήκαμε αυτόν,» της εξήγησε, κοιτάζοντας τον Χάρρυ, τον οποίο φρόντιζε ο Μουφάζα.

«Σίγουρα κανένας σας δεν του επιτέθηκε κατά λάθος;» ρώτησε με καχυποψία ο Μουφάζα, βλέποντας όλα τα τραύματα που είχε υποστεί ο Χάρρυ, χωρίς να το γνωρίζει κανένας τους, από την πτώση του από το αερόστατο. Η Σαραφίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

«Όχι, Μεγαλειότατε, αφού όλοι φοβόμασταν να τον αγγίξουμε καν,» του εξήγησε, «Το περίεργο είναι, δεν υπήρχαν καθόλου ίχνη που να δείχνουν από πού ήρθε. Σαν να έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό…»

«Λοιπόν, θα πρέπει να μας τα εξηγήσει όλα ο ίδιος μόλις ξυπνήσει,» είπε κατσούφικα ο Μουφάζα. Γνώριζε πολύ καλά πως εάν ο 'Ρίτσαρντ' αποδεικνυόταν ένοχος για προδοσία και λιποταξία, όπως και ισχυριζόταν ο Σκαρ, τότε δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να τον εξορίσει, αυτή τη φορά οριστικά. Αλλά ο Μουφάζα, που ήταν πολύ στενός φίλος του Ρίτσαρντ όταν ήταν λιονταράκι και έτσι αρνιόταν να πιστέψει τις κατηγορίες του Σκάρ, ήθελε να ακούσει μια εξήγηση από το στόμα του Ρίτσαρντ προτού καταλήξει σε συμπέρασμα.

Για μια ολόκληρη μέρα, ό άνθρωπος παρέμεινε αναίσθητος, κάθε τόσο μουρμουρίζοντας λιγάκι, καθώς πάλευε να ανακτήσει τις αισθήσεις του. Η Σαράμπι δεν ένιωθε πολύ ασφαλής να έχει έναν άνθρωπο τόσο κοντά στο νεογέννητο γιό της, παρότι ο Χάρρυ ήταν βαριά τραυματισμένος και ανήμπορος να κάνει κακό σε κανέναν εάν ξυπνούσε. Αλλά, με την επιμονή του Μουφάζα, ο οποίος της υπενθύμισε πως ο Ρίτσαρντ ήταν κάποτε φίλος και πιστός υπήκοος του πατέρα του και πως ακόμη πίστευε στην αθωότητα του, τελικά υποχώρησε.

Οι υπόλοιπες λέαινες έδειχναν περισσότερο περιέργεια παρά φόβο για τον επισκέπτη τους, καθώς έκαναν το καθήκον τους, προσέχοντας άγρυπνα το Χάρρυ και καθαρίζοντας τις πληγές του ώστε να μην μολυνθούν – κάτι τι κάπως δύσκολο, εξαιτίας των ρούχων που φορούσε.

Η μόνη που αρνήθηκε να βοηθήσει ήταν η Ζίρα, η οποία επέμενε πως ήταν μεγάλη ανοησία του βασιλιά που έφερε εδώ έναν 'τιποτένιο άνθρωπο' και πως, ούτως ή άλλος, δεν είχε καμία ελπίδα να γίνει καλά και θα ήταν καλύτερα να τον βγάλουν από τη μιζέρια του. Ο Μουφάζα τελικά έχασε την υπομονή του και τις έβαλε τις φωνές, υπενθυμίζοντας της αυστηρά πως ο λόγος του ήταν νόμος και όποιος τον αψηφούσε θα τιμωρούταν σκληρά. Τελικά, εκείνη σώπασε και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τις υπόλοιπες λέαινες στη δουλειά τους.

Ακόμη και ο Ζαζού, ο οποίος πάντα υποστήριζε φανατικά τον κύριο του, είχε εκφράσει μεγάλες αμφιβολίες για το πόσο συνετό ήταν να φέρουν μέσα στη φωλιά έναν ξένο, χωρίς να έχουν ιδέα από πού ήρθε ή για το τι μπορεί να είναι ικανός. Όταν του ξέφυγε ένα σαρκαστικό αστείο ότι ήλπιζε τουλάχιστον να έχει καλύτερους τρόπους από εκείνον τον 'αγροίκο τον Σκάρ', ο Μουφάζα τον προειδοποίησε να προσέχει τα λόγια του γιατί ο Σκάρ, αγροίκος ή άγιος, ήταν και πάντα θα είναι πρίγκιπας της αγέλης, ο δεύτερος διάδοχος του θρόνου μετά το Σίμπα.

Έχοντας κάνει ότι περισσότερο μπορούσαν για το Χάρρυ, τα λιοντάρια της Γης της Αγέλης κάθισαν και περίμεναν, ελπίζοντας ο φιλοξενούμενος τους να συνέλθει. Ο μόνος που ήλπιζε να μην ξυπνήσει ποτέ ήταν ο Σκάρ, φοβούμενος για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα ακολουθούσαν όταν μάθαινε ο Μουφάζα τι είχε συμβεί πραγματικά στο Ρίτσαρντ…

Σημείωση από το συγγραφέα: Για όσους δεν το έπιασαν, ο Μουφάζα και τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης νομίζουν πως ο Χάρρυ είναι ο Ρίτσαρντ, γιατί ήταν ολόιδια δίδυμα αδέλφια. Δεν ξέρω εάν θα ήταν εφικτό στη πραγματικότητα, αλλά μάλλον ακόμη και η μυρωδιά τους θα ήταν ίδια, οπότε θα ξεγέλαγε τα λιοντάρια. Προχωράμε στην επόμενη ενότητα!