Ο Χάρρυ τελικά ξανάνοιξε τα μάτια του, το μυαλό του ένα κενό. Πονούσε ολόκληρος, με μώλωπες και γδαρσίματα σε όλο του το σώμα. Κάτω από τα ρούχα του, ένοιωθε μισοξεραμένες κηλίδες αίματος από πολλούς τραυματισμούς. Στη πτώση του, είχε χάσει πολύ αίμα αλλά ευτυχώς δεν είχε σπάσει τίποτα. Τι είχε συμβεί;

Σιγά-σιγά, τα κενά στη μνήμη του καθάρισαν και τα θυμήθηκε όλα. Την απόδραση τους από τα χαρακώματα, την πτήση στο αερόστατο, παγιδευμένοι στον αέρα χωρίς προμήθειες, το αερόστατο να τρυπάει, η μάταιη προσπάθεια του να κλείσει την τρύπα, και να πέφτει στο κενό…

Σηκώθηκε όρθιος, τρέμοντας ολόκληρος καθώς θυμήθηκε την πτώση του από το αερόστατο. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να κατρακυλάει σε εκείνη την βουνοπλαγιά μέσα στο σκοτάδι, προς βέβαιο θάνατο, προτού χάσει τις αισθήσεις του… Που βρισκόταν; Πως στην ευχή ήταν ακόμη ζωντανός; Και που βρίσκονταν οι άντρες του;

Κοιτάζοντας ολόγυρα του, κατάλαβε πως βρισκόταν μέσα σε μια πέτρινη σπηλιά. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως βρέθηκε εδώ πέρα. Μήπως είχε συρθεί μέχρι εδώ προτού πέσει αναίσθητος και δεν το θυμόταν; Χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, ένοιωσε μια πληγή από κάτω, όπου είχε χτυπήσει το κεφάλι του στη κατρακύλα. Μήπως τον είχαν βρει τίποτα ιθαγενείς; Αλλά, εάν το καλοσκεφτεί, πώς γίνεται να κατοικούσαν άνθρωποι σε ένα απομονωμένο οροπέδιο στα βάθη της Σαχάρας…;

Καθώς συνήθισαν τα μάτια του στο μισοσκόταδο, τον Χάρρυ ξαφνικά τον κυρίευσε ο απόλυτος φόβος. Κόντεψε να πάθει ανακοπή, καθώς τριγύρω του βρίσκονταν δεκάδες λέαινες που κοιμούνταν! Βρισκόταν παγιδευμένος μέσα στη φωλιά μια αγέλης λιονταριών! Χωρίς να κάτσει να συλλογιστεί πως στο καλό είχε βρεθεί εδώ πέρα, πανικόβλητος, ο Χάρρυ ψαχούλεψε στο πλάι του για το περίστροφό του. Αλλά τότε θυμήθηκε πως είχε πετάξει τη ζώνη του, μαζί με το όπλο του και όλο τον υπόλοιπο εξοπλισμό του. Ότι του είχε απομείνει ήταν το σπαθί του, το οποίο είχε κρατήσει κατά λάθος. Ήταν άοπλος και εντελώς αβοήθητος!

Η καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά που μπορούσε να τη νιώθει να πάλλεται μέσα στο στήθος του, ο Χάρρυ συγκρατήθηκε. Τα λιοντάρια κοιμούνταν και δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι. Αυτή ήταν η ευκαιρία να το σκάσει. Όσο αθόρυβα μπορούσε, σηκώθηκε όρθιος, ελπίζοντας να μην τον πάρουν χαμπάρι μέχρι να μπορέσει να φτάσει στην έξοδο της σπηλιάς.

Έκανε ένα βήμα. Ευτυχώς, τα βήματα του δεν αντιλαλούσαν στο πέτρινο πάτωμα της σπηλιάς. Με μεγάλη προσοχή, πέρασε ανάμεσα στις κοιμισμένες λέαινες, προς την έξοδο. Ένοιωθε ζαλάδα από διάσειση και δυσκολευόταν να διατηρήσει την ισορροπία του. Ένα λάθος βήμα και θα τον έτρωγε το μαύρο το χώμα! Η έξοδος της σπηλιάς απείχε μόλις άλλα δέκα μέτρα…

Ξαφνικά, ο Χάρρυ άκουσε ένα νιαούρισμα και ένοιωσε κάτι να του τραβάει το μπατζάκι του. Κοιτάζοντας κάτω, είδε ένα λιονταράκι που τον είχε πλησιάσει και έπαιζε με τα κορδόνια του. Ήταν πολύ μικρό σε ηλικία, το πολύ λίγων εβδομάδων, ενώ τα μάτια του είχαν μόλις ανοίξει. Παρότι ήταν ένα αξιολάτρευτο πλασματάκι, ο Χάρρυ δεν είχε καιρό για συναισθηματισμούς γιατί γνώριζε πως το να βρίσκεται κοντά στα μικρά ενός λιονταριού, ή μέσα στη φωλιά τους, ήταν σίγουρη αυτοκτονία! Εάν τον αντιλαμβάνονταν τα λιοντάρια τώρα, ήταν νεκρός!

«Εντάξει, φιλαράκο,» ψιθύρισε στο λιονταράκι, «Εσύ απλώς σώπασε και πήγαινε πίσω να κοιμηθείς, και εγώ τη κάνω από δω. Να πάρει, άφησε με, σου λέω…!» Το παιχνιδιάρικο λιονταράκι δεν έλεγε να αφήσει τα κορδόνια του. Στη προσπάθεια του να του ξεφύγει, ο Χάρρυ παραπάτησε. Στη στιγμή, η ζημιά είχε γίνει. Ακούστηκε ένας δυνατός βρυχηθμός καθώς ποδοπάτησε κατά λάθος την ουρά μιας λέαινας. Ο Χάρρυ ένοιωσε το αίμα του να παγώνει, καθώς το αγριεμένο ζώο άνοιξε τα μάτια του. Αντικρίζοντας αυτόν τον ανεπιθύμητο εισβολέα μέσα στη φωλιά, βρυχήθηκε δυνατά.

Προτού μπορούσε να πει κύμινο ο Χάρρυ, ολόκληρη η αγέλη είχε ξυπνήσει. Τα λιοντάρια όλα τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια. Παγιδευμένος, ο Χάρρυ πισωπάτησε ώσπου βρέθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο της σπηλιάς. Δεν υπήρχε πουθενά να τρέξει. Είχε ακόμη το σπαθί του, αλλά θα του ήταν άχρηστο ενάντια σε τόσα λιοντάρια, το καθένα από τα οποία ήταν πολλές φορές πιο δυνατό από κάθε άνθρωπο, ενώ εκείνος μετά βίας μπορούσε να σταθεί στα πόδια του! Τα λιοντάρια εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν, σαν να ετοιμάζονταν να του χιμήξουν και να τον κατασπαράξουν. Αποδέχοντας τη μοίρα του, ο Χάρρυ πήρε μια βαθιά ανάσα, περιμένοντας το θάνατο.

Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, καμία από τις λέαινες δεν κουνήθηκε να του επιτεθεί. Απλώς, έκαναν στην άκρη, ανοίγοντας το δρόμο για ένα μεγαλόσωμο λιοντάρι με κόκκινη χαίτη, που ήταν μάλλον ο αρχηγός της αγέλης. Το μεγαλοπρεπές λιοντάρι πλησίασε το Χάρρυ. Τι συνέβαινε εδώ πέρα; Αντί να του χιμήξει, ο Χάρρυ έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν το λιοντάρι ξαφνικά μίλησε, σε άπταιστα Αγγλικά.

«Καλωσόρισες πίσω, Ρίτσαρντ.»

Ο Χάρρυ τα'χασε. Σίγουρα είχε τρελαθεί! «Όχι, είναι αδύνατον! Έχω παραισθήσεις!» αναφώνησε κατάπληκτος, νομίζοντας πως η διάσειση του ήταν πολύ χειρότερη από όσο νόμιζε. Δεν γινόταν αυτό το λιοντάρι να μιλάει! Αλλά, στην έκπληξη του, είχε ζορίσει υπερβολικά τον εαυτό του. Τα πάντα άρχισαν να γυρίζουν πάλι ολόγυρα του και έχασε την ισορροπία του. Το λιοντάρι, βλέποντας τον φιλοξενούμενο του να πέφτει, έτρεξε και τον έπιασε προτού γκρεμοτσακιστεί στο πάτωμα.

«Ήρεμα, Ρίτσαρντ. Είσαι άσχημα τραυματισμένος. Χρειάζεσαι ξεκούραση…»

«Εσύ… μπορείς όντως και μιλάς;» μουρμούρισε ο Χάρρυ, ξαναβρίσκοντας τη φωνή του. Ότι και αν συνέβαινε εδώ πέρα, αυτά τα λιοντάρια πράγματι μιλούσαν σαν άνθρωποι, «Πως γίνεται αυτό; Και γιατί με αποκαλείς Ρίτσαρντ;» Το λιοντάρι τον κοίταξε περίεργα.

«Τι εννοείς, γιατί σε αποκαλώ Ρίτσαρντ; Δεν με θυμάσαι; Εγώ είμαι, ο Μουφάζα, ο γιός του Αχάντι! Τι, έχω αλλάξει τόσο πολύ που δεν με αναγνωρίζεις;» Επιτέλους, ο Χάρρυ κατάλαβε για ποιόν μιλούσε αυτό το λιοντάρι, ο Μουφάζα.

«Μήπως εννοείς τον αδελφό μου, τον Ρίτσαρντ; Μοιάζαμε πολύ. Τον γνώριζες;» Έβγαζε νόημα, αφού ο Ρίτσαρντ είχε έρθει να εξερευνήσει αυτά τα μέρη πριν τόσα χρόνια, όπου και εξαφανίστηκε. Μετά από τόσο καιρό, επιτέλους είχε ξαναβρεί τα ίχνη του αδελφού του! Αλλά, το να μάθει πως ο Ρίτσαρντ είχε ανακαλύψει μια αγέλη ομιλούμενων και με ανθρώπινη νοημοσύνη λιονταριών, τα οποία και τον είχαν περάσει για τον Ρίτσαρντ αφού ήταν δίδυμοι, ήταν απίστευτο!

«Ο αδελφός σου;» σάστισε ο Μουφάζα, αντιλαμβάνοντας το λάθος του, «Δηλαδή, δεν είσαι ο Ρίτσαρντ;» Ο Χάρρυ, φοβούμενος μήπως στραφούν εναντίον του τα λιοντάρια γιατί ήταν ένας ξένος και όχι αυτός που νόμιζε ο Μουφάζα, του εξήγησε.

«Είμαι ο Λοχαγός Χάρρυ Βαν Όουεν, της 9ης Μοίρας του στρατού του Βασιλιά Γεώργιου του 5ου της Αγγλίας. Ο Ρίτσαρντ είναι ο δίδυμος αδελφός μου… ή ήταν. Τον γνώριζες, λοιπόν;»

«Είμαι ο Μουφάζα, βασιλιάς της Γης της Αγέλης. Αυτή είναι η βασίλισσα μου, η όμορφη Σαράμπι, και ο γιός μας, ο Πρίγκιπας Σίμπα,» είπε ο Μουφάζα, συστήνοντας την οικογένεια του, μη δίνοντας σημασία στην ερώτηση του Χάρρυ. Η προηγουμένως ενθουσιασμένη φωνή του ήταν τώρα επίσημη και αυστηρή. Ο Χάρρυ μπορούσε να δει εκείνο το λιονταράκι που έπαιζε μαζί του προηγουμένως, ο μικρούλης Σίμπα, στην αγκαλιά της μητέρας του, που τον κρατούσε προστατευτικά.

«Και αυτή είναι η αγέλη μας,» συνέχισε ο Μουφάζα, συστήνοντας τις λέαινες, οι οποίες ευγενικά του συστήθηκαν: η Σαραφίνα, μια στενή φίλη της Σαράμπι, η Ζίρα, μια κακόβουλη λέαινα και αρχηγός των κυνηγών της αγέλης, με μια τόση μισητή έκφραση που έκανε το Χάρρυ να ανατριχιάζει, καθώς και δέκα άλλες κυνηγούς της βασιλικής οικογένειας. Όλες ήταν φιλικές, με εξαίρεση τη Ζίρα, η οποία γύρισε και έφυγε από τη φωλιά, μη θέλοντας ουδεμία σχέση με αυτόν τον άνθρωπο. Μόλις είχαν γίνει οι συστάσεις, ο Μουφάζα γύρισε τη προσοχή του πίσω στο Χάρρυ.

«Τι έκανες κοντά στον Περήφανο Βράχο; Πως βρέθηκες μέσα στη Γη της Αγέλης; Δεν μπορούσαμε να βρούμε τα ίχνη σου πουθενά. Έπεσες από τον ουρανό…;»

«Για την ακρίβεια, Μεγαλειότατε,» είπε ο Χάρρυ, νιώθοντας σαν χαζός που απευθυνόταν σε ένα λιοντάρι όπως θα έκανε στον Βασιλιά της Αγγλίας, «Αυτό ακριβώς μου συνέβη. Δεν βρίσκομαι εδώ με απειλητικές διαθέσεις. Εγώ και οι άντρες μου περνούσαμε τυχαία και μου συνέβη ένα ατύχημα. Οι συνθήκες είναι λίγο πολύπλοκες για να σας εξηγήσω…»

«Λοιπόν, εγώ δεν έχω άλλα καθήκοντα αυτή τη στιγμή,» επέμενε ο Μουφάζα, «Σε ακούω!»

Ο Χάρρυ διηγήθηκε στα λιοντάρια την ιστορία του. Τους είπε πως αυτός και οι άντρες του είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι πολέμου από τους Γερμανούς, η απόδραση τους με το αερόστατο, το επικίνδυνο ταξίδι τους, να πεθαίνουν από τη πείνα στον αέρα, μέχρι που το αερόστατο τους δεν άντεξε άλλο.

«...Προσπάθησα να φράξω την τρύπα, γλίστρησα και έπεσα,» τους εξήγησε ο Χάρρυ, «Νόμιζα πως ήμουν σίγουρα χαμένος, αλλά τότε βρέθηκα να κατρακυλάω στην πλαγιά ενός λόφου που έτυχε να βρίσκεται από κάτω μου. Αυτό είναι το τελευταίο πράμα που θυμάμαι προτού χάσω τις αισθήσεις μου.»

«Μάλλον έπεσες στην κορυφή του Περήφανου Βράχου,» του είπε ο Μουφάζα, καταλαβαίνοντας τι θαύμα είχε σώσει το Χάρρυ από βέβαιο θάνατο, «Φαίνεται, οι Μεγάλοι Βασιλιάδες του Παρελθόντος σου χαμογελάνε. Και λες, υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι μαζί σου;» Ο Χάρρυ του νέψε.

«Ναι, πέντε άλλοι. Μα, δεν βρίσκονται και αυτοί εδώ;» απόρησε, παρατηρώντας την απουσία των Ντάνυ, Σλέην, Άινταν, Μίκ και Βον Μπάιτς. Που βρίσκονταν άραγε οι άντρες του; Εάν δεν τους είχαν βρει αυτά τα λιοντάρια, τότε η θύελλα τους είχε παρασύρει κάπου μακριά; Μήπως είχαν σκοτωθεί και τώρα ήταν μόνος του; Ο Μουφάζα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Λυπάμαι, οι κυνηγοί μας δεν έχουν δει κανέναν άλλον άνθρωπο, ούτε και εκείνο το… το ιπτάμενο μαραφέτι σας. Αλλά, μην ανησυχείς. Εάν βρίσκονται κάπου στη Γη της Αγέλης, τότε θα τους βρούμε σύντομα. Εν στο μεταξύ…» συνέχισε, κοιτάζοντας το Χάρρυ, ο οποίος ξαφνικά ένοιωσε καχυποψία. Μήπως ο Μουφάζα σκόπευε να τον ξεφορτωθεί τώρα που είχε τελειώσει με τις ερωτήσεις του; Μήπως θα έστελνε μετά την αγέλη του να κυνηγήσει και τους άντρες του; Αλλά, ο βασιλιάς Μουφάζα είχε καλή καρδιά.

«…είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις μαζί μας ώσπου να γίνεις καλά. Η αγέλη μου θα σε φροντίσει με όποιον τρόπο μπορούμε.» Ο Χάρρυ ένοιωσε βαθιά ανακούφιση, καταλαβαίνοντας πως αυτά τα λιοντάρια ήταν όντως φιλικά και φιλόξενα. Αν και εξακολουθούσε να τον τρελαίνει το μυστήριο για το πώς μιλούσαν σαν άνθρωποι, ή πως γνώριζαν τον Ρίτσαρντ, ήταν βαθιά ευγνώμων για την φιλοξενία τους. Όντως, δεν γινόταν να πάει πουθενά στη κατάσταση του. Όχι πως υπήρχε και πουθενά αλλού να πάει, αφού βρισκόταν καθηλωμένος στην κορυφή ενός άγνωστου και ακατοίκητο από ανθρώπους οροπεδίου, στα βάθη της Σαχάρας.

«Σας ευχαριστώ πολύ, Μεγαλειότατε,» είπε, καθώς ο Μουφάζα τον βοήθησε να ξαπλώσει σε μια βολική γωνιά της σπηλιάς. «Εκτιμώ πολύ όλη αυτή τη βοήθεια.»

«Ο αδελφός σου ήταν καλός μου φίλος. Έχω κάθε σκοπό να τιμήσω τη φιλία μας,» απάντησε ο Μουφάζα με ένα θερμό χαμόγελο. Βλέποντας το παραξενεμένο βλέμμα του Χάρρυ, πρόσθεσε, «Η ιστορία για το πώς γνώρισα τον Ρίτσαρντ δυστυχώς θα πρέπει να περιμένει προς το παρόν. Σου υπόσχομαι, θα σου εξηγήσω τα πάντα, αλλά μόνο όταν είσαι καλύτερα. Για τώρα, ξεκουράσου.»

Ο Χάρρυ ήθελε να φέρει αντίρρηση, αλλά ήταν όντως εξαντλημένος σε σημείο κατάρρευσης. Πίνοντας λίγες γουλιές νερού βροχής από μια λιμνούλα κοντά στην είσοδο να ξεδιψάσει, χρησιμοποιώντας τη στολή του σαν στρώμα, ξάπλωσε να κοιμηθεί. Στη στιγμή, είχε βυθιστεί σε ένα βαθύ ύπνο.

Ο Μουφάζα συνέχιζε να κοιτάει τον Χάρρυ που κοιμόταν για ώρες, σκεφτόμενος. Παρότι την απογοήτευση του ότι ο επισκέπτης τους δεν ήταν τελικά ο Ρίτσαρντ, κατά βάθος, ένοιωθε πως ο ερχομός του Χάρρυ ίσως να ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε τόσα χρόνια. Από τότε που εξαφανίστηκε ο Ρίτσαρντ, ο Μουφάζα αναζητούσε κάποια λύτρωση από αυτό το μυστήριο για το οποίο ακόμη κατηγορούσε τον εαυτό του. Φυσικά, έτρεμε τη στιγμή που θα έπρεπε να εξηγήσει στο Χάρρυ για τον αδελφό του, αλλά, τουλάχιστον, ίσως να μπορούσε να καθαρίσει το όνομα του Ρίτσαρντ από τις υποψίες περί προδοσίας, όπως και του άξιζε.

Εν στο μεταξύ, η Ζίρα, που είχε ξεγλιστρήσει από τη συζήτηση, πήγε και βρήκε το Σκάρ, που την περίμενε στη φωλιά τους, μια άλλη, μικρότερη σπηλιά στους πρόποδες του Περήφανου Βράχου. Εκείνη και ο Σκάρ, σε αντίθεση με την υπόλοιπη αγέλη, προτιμούσαν να έχουν το προσωπικό τους χώρο και ο Μουφάζα τους είχε παραχωρήσει αυτή τη σπηλιά. Τουλάχιστον έτσι, δεν αναγκαζόταν να ακούει τα θρασύτητα σχόλια του Σκάρ το βράδυ.

Ο Σκάρ ήταν κατσούφης, περιμένοντας άσχημα νέα. Εάν ο 'Ρίτσαρντ' είχε πει στο Μουφάζα τι είχε συμβεί, τότε θα την είχε πολύ άσχημα. Από στιγμή σε στιγμή, περίμενε να σκάσει μύτη και ο Μουφάζα, να του ζητάει εξηγήσεις. Αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, η κατάσταση δεν ήταν όσο άσχημη όσο νόμιζε.

«Λοιπόν, τι έμαθες;»

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, χρυσέ μου,» του είπε με μια τρυφερή, αλλά ψυχρή σαν το πάγο, φωνή, η οποία άρεσε μόνο ο Σκάρ, «Αυτός ο τιποτένιος άνθρωπος δεν είναι ο Ρίτσαρντ, αλλά ο αδελφός του. Από όσα μπορούσα να μάθω, δεν ξέρει τίποτα για σένα, τουλάχιστον προς το παρόν.»

«Ο αδελφός του;» αναφώνησε ο Σκάρ με έκπληξη, νιώθοντας μεγάλη ανακούφιση που δεν ήταν τελικά το φάντασμα του Ρίτσαρντ που είχε επιστρέψει, αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη ανησυχία. Από που είχε ξεφυτρώσει αυτός ο αδελφός του Ρίτσαρντ; «Τι γυρεύει εδώ;»

«Ισχυρίζεται πως λιποτάκτησε από έναν ανθρώπινο πόλεμο που γινόταν πίσω στη πατρίδα του. Χωρίστηκε από τους συντρόφους του και βρέθηκε εδώ πέρα κατά λάθος,» του εξήγησε έξαλλη η Ζίρα, «Τι ντροπή, ο Μουφάζα να υποδέχεται αυτόν τον παρείσακτο με ανοιχτά χέρια! Έχει διατάξει όλες οι λέαινες να προσφέρουν όση φροντίδα μπορούμε σε αυτόν τον ξένο. Φαντάσου, εμείς, αξιοσέβαστα λιοντάρια να φροντίζουμε αθλίους ανθρώπους!»

«Αν και συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, καλή μου Ζίρα, αυτή τη στιγμή έχουμε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα,» τη διέκοψε ο Σκάρ, «Είναι μόνο θέμα χρόνου μέχρι αυτός ο επισκέπτης να αρχίσει να κάνει ερωτήσεις για τον Ρίτσαρντ. Εάν βγει στη φόρα η αλήθεια, θα την έχουμε πολύ άσχημα.» Η Ζίρα κατάλαβε πως αυτός ο Χάρρυ θα τους ήταν μεγάλο πρόβλημα.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε τον Σκάρ, «Δεν γίνεται να τον εμποδίσουμε να ανακαλύψει την αλήθεια για πάντα.»

«Τότε ίσως η καλύτερη λύση είναι να τον βοηθήσουμε να κάνει ακριβώς αυτό,» είπε ο Σκάρ με ένα σατανικό χαμόγελο, «Προς το παρόν, θα μείνουμε ψύχραιμοι και αδιάφοροι. Μόλις ο φίλος μας ο Χάρρυ αρχίσει να ρωτάει, θα είμαστε έτοιμοι να του δώσουμε τις… απαντήσεις που ζητάει.»

Όλη του τη ζωή, ο Σκάρ ήταν ένας καιροσκόπος, που ενεργούσε με προσεχτική στρατηγική. Σε αντίθεση με τον Μουφάζα, ο οποίος πίστευε στο θάρρος και τη δύναμη, οι αρετές του Σκάρ ήταν ο δόλος και η πανουργία. Η Ζίρα, η πιστή του σύμμαχος που έκανε ορισμένες από τις πιο βάρβαρες βρομοδουλειές για λογαριασμό του, προτιμούσε τη γρήγορη, και συνήθως απερίσκεπτη, βαρβαρότητα, αλλά ο Σκάρ ήξερε πως σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να κάνουν υπομονή.

Ο Ρίτσαρντ δεν τον είχε υποψιαστεί μέχρι που ήταν πολύ αργά και τον είχε οδηγήσει στη παγίδα. Με λίγη τύχη, ο αδελφός του θα ήταν εξίσου εύπιστος, για να τον παρασύρει. Ίσως, εάν σχεδίασε καλά τη στρατηγική του, θα μπορούσε να ξεφορτωθεί δυο τρυγόνια με ένα σβόλο…

Σημείωση από το συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 5! Έχω κάνει και διορθώσεις στο Αγγλικό πρωτότυπο για όσους το προτιμάνε. Παρακαλώ, αφήστε καμία κριτική!