Όταν ο Χάρρυ ξανάνοιξε τα μάτια του, ήταν πάλι ημέρα. Ήταν διψασμένος, βρώμικος και πεινούσε σαν λύκος, αλλά τουλάχιστον οι πληγές του σιγά-σιγά επουλώνονταν και δεν τον πονούσαν πια τόσο πολύ. Κοιτάζοντας τριγύρω του, είδε πως η σπηλιά ήταν άδεια. Μήπως τα γεγονότα από χθες το βράδυ ήταν μόνο ένα όνειρο;
Με λίγη δυσκολία, σηκώθηκε και, παίρνοντας το σπαθί του, πλησίασε την έξοδο. Βγαίνοντας από τη σπηλιά μέσα στο φως του ηλίου, αντάμωσε μια υπέροχη θέα. Η σπηλιά όπου είχε βρει καταφύγιο βρισκόταν στη πλευρά ενός πελώριου, μυτερού σαν οβελίσκο βράχου, που το περιτριγύριζε μια απέραντη σαβάνα. Ένα κομμάτι του βράχου, που είχε ξεκολλήσει μετά από αιώνες διάβρωσης από τις βροχές και τον άνεμο, σχημάτιζε μια πέτρινη πλατφόρμα που προεξείχε από τη βάση. Ήταν κάπου εκεί όπου τον είχαν βρει το λιοντάρια όταν είχε πέσει από το αερόστατο.
Το τριγύρω τοπίο, σε αντίθεση με την ερημιά της Σαχάρας, ήταν καταπράσινο με βλάστηση, κυρίως βοσκοτόπια, με διάσπαρτους νερόλακκους εδώ και εκεί. Ένα βαθύ φαράγγι ήταν ορατό λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Περήφανο Βράχο, προς τα νότια σύνορα, πέρα από τα οποία υπήρχε μόνο ανοιχτή έρημος. Προς τα δυτικά, υπήρχε κάτι που έμοιαζε σαν κοιλάδα γεμάτη με θερμοπίδακες. Προς τα βόρια, μπορούσε να διακρίνει την άκρη του οροπεδίου που οδηγούσε στο κενό και την απόμακρη Σαχάρα από κάτω. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινου πολιτισμού πουθενά.
Βλέποντας κανέναν, ο Χάρρυ κατέβηκε από το βράχο, πηγαίνοντας προς το κοντινότερο νερόλακκο για λίγο νερό και για να πλυθεί. Καθώς περπατούσε, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, να βρει τι είχε πάνω του για να επιβιώσει σε αυτό το μέρος. Πέρα από το σπαθί του, ένα μαντήλι και το ρολόι του, το οποίο είχε κρατήσει κατά λάθος, δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τα ρούχα που φορούσε. Δεν είχε ούτε όπλο, ούτε εξοπλισμό, ούτε προμήθειες. Οι άντρες του, όπου και αν είχαν πέσει, δεν μπορεί να ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αφού είχαν πετάξει τον ελάχιστο εξοπλισμό τους από το αερόστατο.
Είχε μπλέξει άσχημα και το γνώριζε καλά. Δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει στο πολιτισμό μόνος του. Θα έπρεπε να βρει τρόπο να καλύψει τις βασικές ανάγκες του, χωρίς σχεδόν τίποτα για να τον διευκολύνει. Εάν μπορούσε τουλάχιστον να ξαναβρεί τους συντρόφους του, ίσως να έβρισκαν κάποιο τρόπο διαφυγής… εφόσον φυσικά, υπήρχε τρόπος να κατέβουν από αυτό το τρελό οροπέδιο.
Πέφτοντας στα γόνατα στην άκρη της λιμνούλας να βρέξει το πρόσωπο του, σύντομα έσβησε τη δίψα του. Το νερό της λιμνούλας ήταν πυκνό και λασπώδες, αλλά πόσιμο. Αν και υπήρχε η πιθανότητα να είναι μολυσμένο με οποιαδήποτε από τις χιλιάδες Αφρικάνικες ασθένειες που σκότωναν ανθρώπους, δεν είχε άλλη επιλογή, αλλιώς σύντομα θα πέθαινε από αφυδάτωση. Μετά, γύρισε τη προσοχή του στη καθαριότητα του.
Ως πρώην γιατρός, ήξερε την σημασία της καθαριότητας για την υγεία, και αυτή τη στιγμή, η εμφάνιση του ήταν σκέτη ντροπή. Βγάζοντας τη βρόμικη στολή του, καθώς και το γιλέκο και τις μπότες του, βούτηξε στο νερόλακκο. Ένιωσε το δροσερό νερό να ξεπλένει το χώμα και τις ξεραμένες κηλίδες αίματος από τα ρούχα του. Οι πληγές του άρχισαν να τον τσούζουν, αλλά η υπέροχη αίσθηση της καθαριότητας τον αναζωογόνησε. Μόλις είχε ευχαριστηθεί αρκετά το μπάνιο του, βγήκε έξω και έκατσε να στεγνώσει.
Ήταν μούσκεμα και δεν είχε τίποτα να χρησιμοποιήσει σαν πετσέτα, πέρα από τη στολή του. Όχι πως είχε μεγάλη σημασία με τη καυτή ηλιοφάνεια της Αφρικής. Τουλάχιστον, τα ρούχα του τώρα ήταν πιο καθαρά, κάνοντας τον κάπως πιο ευπαρουσίαστο. Δοκίμασε να κάνει και μια προσπάθεια να ξυριστεί, χρησιμοποιώντας το σπαθί του σαν ξυράφι, αλλά ήταν τόσο επώδυνο που σύντομα τα παράτησε. Ήταν καλύτερο να αφήσει μούσι παρά να ρισκάρει να κόψει τη καρωτίδα του.
Καθόταν εκεί, προσπαθώντας να αυτοσχεδιάσει μια οδοντόβουρτσα από ένα ξυλαράκι, όταν ξαφνικά άκουσε κάτι να πλησιάζει μέσα από τα χόρτα. Μετά από τρία χρόνια στα χαρακώματα, όπου ο θάνατος μπορούσε να βρει τον οποιοδήποτε σε οποιαδήποτε στιγμή, σηκώθηκε όρθιος πανικόβλητος, τραβώντας το σπαθί του.
«Ποιος είναι εκεί; Φανερώσου αμέσως!»
«Ηρέμησε, Χάρρυ, εγώ είμαι,» φώναξε η οικεία φωνή του Μουφάζα, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έσκασε μύτη μέσα από τα χόρτα. Ώστε δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκε ο Χάρρυ, χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα μάτια του. Σε αυτό το μέρος πράγματι ζούσαν λιοντάρια που μιλούσαν σαν άνθρωποι! Η σκέψη κόντευε να τον τρελάνει.
«Ώστε… ώστε μπορείς και μιλάς;» Ο Μουφάζα γέλασε.
«Ο πατέρας μου, ο Αχάντι είχε εξίσου μεγάλη δυσκολία να πείσει τον Ρίτσαρντ ότι δεν ήταν τρελός όταν πρωτοήρθε στη Γη της Αγέλης,» είπε στο Χάρρυ, «Λοιπόν, πιστεύω πως σου υποσχέθηκα μια εξήγηση το περασμένο βράδυ. Πάμε μια βόλτα να μιλήσουμε;»
Ο Χάρρυ ακολούθησε το μεγαλειώδες λιοντάρι μέσα στα βάθη της σαβάνας, όπου είχαν ησυχία. Ο Μουφάζα του είπε την ιστορία πως άνθρωποι από τον έξω κόσμο έρχονταν κατά καιρούς στη Γη της Αγέλης. Σε αντίθεση με αυτό που νόμιζε ο Χάρρυ, ούτε αυτός, ούτε και ο Ρίτσαρντ ήταν οι πρώτοι άνθρωποι να πατήσουν το πόδι τους εδώ.
«Ο κάθε επισκέπτης άνθρωπος που έρχεται εδώ δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για το ότι μπορούμε να μιλάμε σαν και εσάς,» του εξήγησε ο Μουφάζα, «Πάντα μπορούσαμε να μιλάμε σαν τους ανθρώπους. Εγώ, ο πατέρας μου, καθώς και όλοι οι πρόγονοι μας. Είναι ένα χάρισμα από τους Μεγάλους Βασιλιάδες του Παρελθόντος.»
«Οπότε είναι κάποιο… χαρακτηριστικό το οποίο μάθατε από κάπου;» ρώτησε με περιέργεια ο Χάρρυ, ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν αυτή η τρέλα να αληθεύει. Στα μάτια οποιουδήποτε μορφωμένου ατόμου, η ύπαρξη αυτών των λιονταριών που μιλούσαν δεν είχε καμία λογική εξήγηση. Το μόνο πράγμα που ήταν σίγουρο ήταν ότι Ευρωπαίοι είχαν ξανάρθει στο οροπέδιο, αφού τα λιοντάρια δεν μιλούσαν οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά Αγγλικά, τα οποία προφανώς είχαν μάθει από κάποιον.
«Οι παλαιότεροι πρόγονοι μας μιλούσαν μια αρχαία γλώσσα, την οποία αποκαλούσαν η γλώσσα των Ζουλού, μιας φυλής μαύρων ανθρώπων που ζουν στα πέρατα της ερήμου έξω από τα σύνορα μας. Ο πρώτος λευκός άνθρωπος που ήρθε στη Γη της Αγέλης – ένας ονόματι Τζόσουα Κόντι, εάν θυμάμαι καλά –, στην εποχή του προπάππου μου, του μέγα Βασιλιά Μοχάτου, δίδαξε στους προγόνους μας τη γλώσσα σου, καθώς και πρότεινε το χωρισμό των κοπαδιών της σαβάνας σε συγκεκριμένες περιοχές, βελτιώνοντας τη τάξη στη Γη της Αγέλης.»
«Ο αδελφός μου λοιπόν ήταν ο τελευταίος σου επισκέπτης ώσπου να έρθω εγώ;» ρώτησε ο Χάρρυ, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη.
Από όσο μπορούσε να καταλάβει, η νοημοσύνη αυτών των λιονταριών ήταν κάποια παράλληλη εξέλιξη από το φυσιολογικό είδος λιονταριού, η οποία είχε εξελιχτεί επί αιώνες στο απομονωμένο περιβάλλον αυτού του οροπεδίου. Ούτε και ο Δαρβίνος δεν θα μπορούσε να εξηγήσει τη προέλευση τους. Μέσω των διαφόρων ανθρώπων που επισκέπτονταν το οροπέδιο ανά καιρούς, τα λιοντάρια είχαν μάθει ανθρώπινες γλώσσες, το οποίο και του επέτρεπε να επικοινωνεί μαζί τους. Αλλά ο αδελφός του εξακολουθούσε να είναι ένα μυστήριο.
«Ήμουν ακόμη λιονταράκι όταν πρωτογνώρισα το Ρίτσαρντ,» συνέχισε ο Μουφάζα, «Σαν και εσένα, βρέθηκε τυχαία στη Γη της Αγέλης και έγινε πιστός σύμβουλος και φίλος του πατέρα μου. Ήταν σχεδόν σαν μεγαλύτερος αδελφός σε μένα. Λυπήθηκα τόσο πολύ όταν έφυγε…»
«Οπότε, δεν είναι πια εδώ;» τον διέκοψε ο Χάρρυ στην ανυπομονησία του να φτάσει ο Μουφάζα στο θέμα. Είχε περάσει πέντε χρόνια απορώντας τι είχε απογίνει ο Ρίτσαρντ. Ήταν πια καιρός να μάθει, μία και καλή, εάν ο αδελφός του ζούσε ή είχε πεθάνει. Αν και λίγο ενοχλημένος με την ανυπομονησία του Χάρρυ, ο Μουφάζα του εξήγησε.
«Αυτός και ο σύντροφός του ζούσαν αρκετό καιρό μαζί μας, σαν μέλη της αγέλης, ώσπου μια νύχτα εξαφανίστηκαν και δεν τους ξαναείδα ποτέ. Πιστέψαμε πως ο Ρίτσαρντ είχε αναχωρήσει να γυρίζει στη πατρίδα του, όπως και είχε πει πως θα έπρεπε να κάνει κάποια μέρα. Όταν σε είδα, ήμουν τόσο σίγουρος πως ήσουν εκείνος, έχοντας επιστρέψει σε εμάς…»
«Μόνο πού σε ξεγέλασε η ομοιότητα που είχα μαζί του αφού είμαστε δίδυμα. Χωρίς παρεξήγηση, Μεγαλειότατε,» είπε ο Χάρρυ, ελπίζοντας να μην ήταν προσβλητικός με το σχόλιο του.
«Και λες πως δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του;» ρώτησε ο Μουφάζα, έχοντας μπερδευτεί. Εάν ο Ρίτσαρντ δεν είχε φύγει να γυρίσει πίσω, τότε που πήγε; Ο Χάρρυ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Τον κήρυξαν νεκρό εδώ και χρόνια. Τότε η καριέρα μου σαν χειρούργος επίσης καταστράφηκε και κατέληξα στρατιώτης της τύχης, ώσπου η μοίρα με έφερε εδώ.»
«Πράγματι, η μοίρα,» συμφώνησε ο Μουφάζα.
«Και κανένας δεν έχει ιδέα τι απέγινε;» ρώτησε ο Χάρρυ, βλέποντας πως είχε πέσει σε αδιέξοδο. Από τη στιγμή που είχε ακούσει τον Μουφάζα να λέει το όνομα του Ρίτσαρντ, είχε ελπίδες πως επιτέλους θα ξανάβλεπε τον αδελφό του. Τώρα, όλες οι ελπίδες του είχαν χαθεί. Ο Ρίτσαρντ παρέμενε αγνοούμενος δίχως ίχνος.
«Λυπάμαι, Χάρρυ,» είπε απογοητευμένος ο Μουφάζα, «Μακάρι να ήξερα κάτι περισσότερο να σε βοηθήσω.» Παρότι τον έτρωγε τον Μουφάζα να πει του Χάρρυ όλα όσα τους είχε πει ο Σκάρ εκείνη τη μοιραία νύχτα που είχε γυρίσει με εκείνη την ουλή στο μάτι του, την οποία ισχυριζόταν πως του είχε κάνει ο Ρίτσαρντ όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει να λιποτακτήσει, δεν ήθελε να προδώσει τη φιλία τους. Ο Χάρρυ είχε υποφέρει αρκετά με το χαμό του αδελφού του και δεν υπήρχε λόγος να μάθει πως μάλλον ήταν και προδότης.
Εκείνη τη στιγμή, ένας έγχρωμος βουκερώς με μεγάλο ράμφος ήρθε και κάθισε στον ώμο του Μουφάζα. Αυτός ήταν φυσικά ο Ζαζού, ο πιστός βασιλικός μπάτλερ, που έφερνε ένα μήνυμα για τον κύριο του.
«Με συγχωρείτε για την ενόχληση, Μεγαλειότατε,» είπε, κάνοντας υπόκλιση, «Ήρθα να σας ενημερώσω πως οι ομάδα των κυνηγών επιστρέφουν σύντομα με τη λεία της ημέρας. Σας περιμένουν.»
«Ευχαριστώ, Ζαζού. Πες τους πως έρχομαι αμέσως.» Γύρισε στο Χάρρυ, «Συγνώμη, Χάρρυ, αυτός είναι ο Ζαζού, ο πιστός μου σύμβουλος. Εάν χρειαστείς ποτέ βοήθεια σε κάτι όταν λείπω, μπορείς να απευθυνθείς σε αυτόν για συμβουλή. Είναι πάντα στη διάθεση σου.»
«Σε ευχαριστώ, Μουφάζα,» είπε γεμάτος ευγνωμοσύνη ο Χάρρυ, «Θα προσπαθήσω να μην σας είμαι βάρος.»
«Το καλό που σου θέλω, ξένε,» είπε αυστηρά ο Ζαζού, «Ο Μεγαλειότατος έχει πολύ πιο σημαντικά καθήκοντα από το να σπαταλάει το χρόνο του κάνοντας τη νταντά σε απρόσκλητους επισκέπτες…» Ο Χάρρυ είχε την εντύπωση πως ο βουκερώς δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τη παρουσία του εδώ πέρα.
«Ευχαριστώ, Ζαζού, μπορείς να πηγαίνεις,» τον διέκοψε αυστηρά ο Μουφάζα, ο οποίος δεν ανεχόταν αγένεια προς τους φιλοξενούμενους του, «Θέλω όλη η αγέλη να μαζευτεί αμέσως για μια επίσημη αναγγελία.» Ο Ζαζού υποκλίθηκε και πάλι και πέταξε πίσω προς το Περήφανο Βράχο για να εκτελέσει την εντολή του βασιλιά.
«Με συγχωρείς για αυτό που είπε,» είπε απολογητικά στο Χάρρυ, «Δεν έχει ξαναδεί ποτέ άνθρωπο και ίσως πάρει λίγο χρόνο για να σε συνηθίσει. Έλα, είναι το βασιλικό πρωτόκολλο όλοι οι φιλοξενούμενοι να παρουσιάζονται επίσημα από το βασιλιά στην αγέλη.» Γύρισαν μαζί στο Περήφανο Βράχο.
Καθώς πλησίαζαν, ο Χάρρυ άρχισε να νοιώθει λίγο ανήσυχος. Τι εννοούσε ο Μουφάζα, να τον παρουσιάσουν στην υπόλοιπη αγέλη; Γνώριζε καλά πως ορισμένες από τις λέαινες δεν ήταν και ιδιαίτερα χαρούμενες που καταπατούσε ένας άνθρωπος πάνω στη γη τους. Τι θα γινόταν εάν ψήφιζε η πλειοψηφία εναντίον του; Θα τον ανάγκαζαν να φύγει, ή θα τον σκότωναν; Βλέποντας την αμηχανία του, ο Μουφάζα τον καθησύχασε.
«Ηρέμησε, Χάρρυ. Κανένας δεν θα σου κάνει κακό, με διαταγή μου. Όποιος τολμήσει να την παραβεί, θα διαπράττει προδοσία και θα τιμωρηθεί. Δεν χρειάζεσαι να φοβάσαι τίποτα.»
Ολόκληρη η αγέλη του Μουφάζα την αποτελούσαν λέαινες. Η μόνη εξαίρεση ήταν ένα κοκαλιάρικο λιοντάρι με σκούρο τρίχωμα και μαύρη σαν τη πίσσα χαίτη, που τον κοιτούσε με τα πονηρά πράσινα μάτια του, ένα από τα οποία είχε μια κακάσχημη ουλή. Ο Σκάρ. Στο πλάι του βρισκόταν, ως συνήθως, η πιστή του Ζίρα, η άγρια λέαινα την οποία είχε κατά λάθος ποδοπατήσει ο Χάρρυ στην ουρά το προηγούμενο βράδυ.
Η αγέλη σχημάτισε ένα κύκλο και έκατσε σε στάση προσοχής εν παρουσία του βασιλιά τους. Οι λέαινες κοιτούσαν επίμονα το Χάρρυ, κάποιες με περιέργεια, άλλες με επιφυλακτικότητα. Ο Μουφάζα μίλησε.
«Αγαπητές μου αδελφές της αγέλης, σύμφωνα με τον αρχαίο νόμο των προγόνων μας να προσφέρουμε βοήθεια σε αυτούς που τη χρειάζονται, έχω αποφασίσει πως θα προσφέρουμε φαγητό, στέγη και προστασία στον φιλοξενούμενο μας, το Χάρρυ…»
«Τι πράμα;!» αναφώνησε έξαλλη η Ζίρα, «Αυτός ο άνθρωπος είναι συγγενής ενός εξόριστου προδότη! Δεν έχει καμία θέση εδώ πέρα. Πρέπει να τον διώξουμε ή να τον σκοτώσουμε…!»
«Σιωπή, Ζιρά!» φώναξε θυμωμένη η Σαράμπι, «Ο Μουφάζα είναι βασιλιάς σου και θα σεβαστείς τις επιθυμίες του!»
«Σε ευχαριστώ, Σαράμπι,» είπε ο Μουφάζα, χαμογελώντας στη βασίλισσα του για τη συμπαράσταση της. Γύρισε να κοιτάξει με αυστηρό ύφος τη Ζίρα.
«Η ασφάλεια του βασιλείου είναι δική μου ευθύνη, Ζίρα, και δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο ο Χάρρυ να θέτει σε κίνδυνο αυτή την αγέλη. Όπως και οι περισσότεροι σας ξέρετε, είναι ο αδελφός του παλιού μας φίλου, του Ρίτσαρντ…»
«Ο προδότης φίλος μας, εάν θυμάσαι Μουφάζα,» τον διέκοψε με θράσος ο Σκάρ, «Αυτός που παραλίγο να μου βγάλει το μάτι! Ξέχασες πως ράγισε τη καρδιά του πατέρα που του είχε δείξει τόση εμπιστοσύνη και φιλία; Αλλά, εδώ που τα λέμε, ήσουν εσύ που τον έβαλες σε πειρασμό με το μεγάλο σου το στόμα…»
Ο Χάρρυ σάστισε. Ο Ρίτσαρντ, προδότης; Τι εννοούσε αυτό το λιοντάρι; Ο Μουφάζα βρυχήθηκε θυμωμένα.
«Ησυχία, Σκάρ!» μούγγρισε έξαλλος, «Φυσικά και δεν έχω ξεχάσει τις ύποπτες φήμες της εξαφάνισης του Ρίτσαρντ, αλλά όπως και σου έχω πει και στο παρελθόν, δεν τις πιστεύω. Για αυτό ακριβώς το λόγο, είμαι πρόθυμος να δώσω στο Χάρρυ μια ευκαιρία. Επίσης, ελπίζω όλοι σας να είστε όσο το δυνατόν πιο ευπρόσδεκτοι μαζί του.»
Οι αντιδράσεις της αγέλης διέφεραν. Παρότι οι περισσότερες λέαινες δεν έφεραν αντιρρήσεις, αν και με μόνο με μισή καρδιά, ο Σκάρ και η Ζίρα παρέμεναν εντελώς αρνητικοί. Η Ζίρα ειδικά κοιτούσε με ένα θανάσιμο μίσος το Χάρρυ. Αλλά δεν ήταν σε θέση να παρακούσουν το βασιλιά. Μόλις ο Μουφάζα είχε διώξει τις λέαινες, ο Χάρρυ τον πήρε στην άκρη να μιλήσουν. Μετά από αυτά που είχε μόλις ακούσει από εκείνο τον τύπο, τον Σκάρ, κατάλαβε πως του έκρυβε κάτι που αφορούσε το Ρίτσαρντ.
«Μουφάζα,» είπε με όσο πιο ήπιο τόνο φωνής μπορούσε, «Με όλο το σεβασμό, πιστεύω πως μου έχεις παρακρατήσει κάτι στο οποίο ήταν μπλεγμένος ο αδελφός μου. Θέλω να μάθω τι έκανε και τον αποκαλούν προδότη!» Ο Μουφάζα τον κοίταξε με σκυμμένο το κεφάλι.
«Με συγχωρείς που δεν ήμουν ειλικρινής μαζί σου, Χάρρυ. Ήλπιζα να μην χρειαστεί να το μάθεις τόσο σύντομα, πόσο μάλλον με τόσο άσχημο τρόπο, αλλά είναι αναπόφευκτο. Σε προειδοποιώ πως αυτό που θα σου πω ίσως να σε ταράξει, αλλά σου ζητώ να με αφήσεις να τελειώσω προτού μου κάνεις άλλες ερωτήσεις. Σου υπόσχομαι πως δεν θα σου παρακρατήσω τίποτα.»
Ο Χάρρυ απορούσε, τι ένοχο μυστικό έκρυβε άραγε ο Μουφάζα που αφορούσε τον Ρίτσαρντ; Σε τι πλοκή προδοσίας ήταν μπλεγμένος άραγε ο αδελφός του;
Σημείωση από το συγγραφέα: Ορίστε και το Πασχαλινό update! Ελπίζω να έχω την επόμενη ενότητα έτοιμη μέχρι τον Ιούνιο.
