Ο Χάρρυ τα είχε χαμένα. Να ακούσει πως ο αδελφός του ήταν στη πραγματικότητα ένας προδότης που είχε διαφύγει να γλιτώσει τη τιμωρία ήταν εντελώς αδιανόητο. Παρότι τον συγκίναγε το γεγονός ότι τουλάχιστον ο Μουφάζα δεν πίστευε καθόλου αυτές τις φήμες, να μάθει πως ο Ρίτσαρντ ήταν μπλεγμένος σε μια συνομωσία περί προδοσίας τον βασάνιζε δίχως τέλος. Ακόμη χειρότερα ήταν το ότι βρισκόταν πίσω στο μηδέν με την αναζήτηση του. Ακόμη και ο Μουφάζα, ο τελευταίος που είχε δει τον Ρίτσαρντ, δεν γνώριζε τι είχε απογίνει, πόσο μάλιστα εάν ήταν ακόμη ζωντανός.
Σύμφωνα με τον Μουφάζα, ο Ρίτσαρντ και ο σύντροφος του, ο Μακίντι ζούσαν για πολλούς μήνες στη Γη της Αγέλης ως επίσημοι καλεσμένοι του βασιλιά Αχάντι, ο προ πολλού συγχωρεμένος πατέρας του Μουφάζα, εξερευνώντας και μελετώντας το περιβάλλον του οροπεδίου. Μέσω του Ρίτσαρντ, ο Αχάντι και η αγέλη του είχαν μάθει τα πάντα για αυτόν τον άγνωστο, μυστηριώδη κόσμο των ανθρώπων που υπήρχε έξω από τα όρια του οροπεδίου τους. Ο Αχάντι ήλπιζε να χρησιμοποιήσει τον Ρίτσαρντ, τον οποίο είχε κάνει προσωπικό του σύμβουλο, ως βασιλικό πρεσβευτή του – μια τιμή κανένας άνθρωπος δεν είχε λάβει ως τότε από έναν βασιλιά της Γής της Αγέλης.
Δυστυχώς, το σχέδιο του Αχάντι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί την νύχτα πριν την αναχώρηση του Ρίτσαρντ από το οροπέδιο, ο Σκάρ είχε επιστρέψει τραυματισμένος στον Περήφανο Βράχο, ισχυρίζοντας πως είχε δει τον Ρίτσαρντ να φεύγει κρυφά από την Γη της Αγέλης, να συναντηθεί με κάποιους από τους χειρότερους εχθρούς της αγέλης, τις ύαινες, που ζούσαν εξόριστες έξω από τα σύνορα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, τους πήγαινε λαθραία λεία από τη Γη της Αγέλης – ένα σοβαρότατο αδίκημα σύμφωνα με το νόμο των Μεγάλων Βασιλιάδων του Παρελθόντος – με ανταλλαγή τα πλούτη που αναζητούσε τόσο απεγνωσμένα. Όταν ο Σκάρ επιχείρησε να τον εμποδίσει, ο Ρίτσαρντ του είχε επιτεθεί, προσπαθώντας να τον σκοτώσει, προτού τραπεί σε φυγή.
Ο Αχάντι ήταν εντελώς συντετριμμένος με τη προδοσία του Ρίτσαρντ. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο πιστός σύμβουλος και φίλος του είχε προδώσει την Αγέλη. Αλλά όταν ο Ρίτσαρντ δεν επέστρεψε ποτέ να απολογηθεί, ο Αχάντι ήταν αναγκασμένος να καταλήξει στο συμπέρασμα πως είχε όντως εξαγοραστεί από τον εχθρό και τον κήρυξε εξόριστο προδότη. Ένα χρόνο αργότερο, ο Αχάντι πέθανε με ραγισμένη καρδιά.
Ο Χάρρυ δεν ήξερε τι να πει. Μια ζωή, ήξερε τον αδελφό του ως εξαιρετικά φιλόδοξο, με μια δίψα για γνώση και οτιδήποτε θα προωθούσε την καριέρα του ως αναγνωρισμένος επιστήμονας και γεωλόγος. Γνώριζε επίσης ότι, ναι, ο Ρίτσαρντ μερικές φορές πήγαινε σε ακραία άκρα ώστε να επιτύχει τους σκοπούς του. Από την άλλη όμως, ήταν πάντα ένας τίμιος άνθρωπος, ο οποίος δεν θα πρόδιδε ποτέ τους ίδιους του τους φίλους για κέρδος. Προσπαθώντας να διατηρήσει τη ψυχραιμία του, μίλησε στον Μουφάζα.
«Με όλο το σέβας, Μουφάζα, δεν γνώριζες τον αδελφό μου όπως εγώ. Δεν γίνεται να ήταν προδότης. Ήταν φιλόδοξος, ναι, αλλά ποτέ ύπουλος. Αποκλείεται να πουλούσε τους ίδιους του τους φίλους μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του. Δεν δοκίμασε κανείς σας να τον βρει όταν εξαφανίστηκε;» Ο Μουφάζα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν βρέθηκε ποτέ κανένα ίχνος του,» του εξήγησε του Χάρρυ, αν και, για κάποιο λόγο, δεν του έλεγε που ακριβώς είχε πει ο Σκάρ πως είχαν συμβεί όλα αυτά, «Λυπάμαι που έπρεπε να το ακούσεις αυτό, Χάρρυ. Εάν σε παρηγορεί καθόλου, ούτε και εγώ πιστεύω πως ο Ρίτσαρντ ήταν προδότης. Ήταν σαν αδελφός μου.»
«Σε ευχαριστώ, Μουφάζα, σημαίνει πολλά για εμένα,» είπε κατσούφικα ο Χάρρυ, «Μακάρι να ήξερα που βρίσκεται τώρα, έστω και μόνο για να θάψω τα λείψανα του… Όμως, τι εννοούσε ο αδελφός σου όταν είπε πως τον έβαλες σε πειρασμό;» Ο Μουφάζα μαζεύτηκε, αμήχανος, ωστόσο διατήρησε τη ψυχραιμία του.
«Τίποτα,» είπε στο Χάρρυ, «Ο Σκάρ πάντα είχε το κακό συνήθειο να μου κάνει τέτοιες βρώμικες κριτικές. Η ζήλεια του που δεν θα γίνει ποτέ βασιλιάς ποτέ δεν γνώριζε όρια.»
Αν και εξακολουθούσε να είναι καχύποπτος, ο Χάρρυ σκέφτηκε πως ήταν καλύτερο προς το παρόν να μην το κάνει περαιτέρω θέμα. Πάντως, κάτι του βρώμαγε εδώ πέρα. Που είχε μπλέξει ο Ρίτσαρντ; Είχε πράγματι προδώσει την αγέλη του Μουφάζα; Βρισκόταν ακόμη στο οροπέδιο; Ζούσε ή είχε πεθάνει; Αν και ήταν μάλλον απίθανο να ζει ακόμη, αφού είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης τόσο καιρό, ο Χάρρυ δεν το έβαζε κάτω.
Σαν να μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη του, ο Μουφάζα ξαναμίλησε, «Θα σε βοηθήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο να μάθεις τι συνέβη πραγματικά στον αδελφό σου. Εν στο μεταξύ, θα επιμείνω να μείνεις μαζί μας ώσπου να γίνεις καλά και να βρούμε του αγνοούμενους συντρόφους σου. Δέχεσαι τη πρόταση μου;»
Ο Χάρρυ συλλογίστηκε. Αν και αναστατωμένος με την εξήγηση του, ο Μουφάζα τουλάχιστον ήταν με το μέρος του, οπότε μπορούσε να τον εμπιστευθεί. Όχι πως είχε και πολλές επιλογές. Ήταν καθηλωμένος και ολομόναχος, οπότε δεν μπορούσε παρά να πάρει ότι είχε.
«Πολύ καλά, Μουφάζα, θα μείνω. Και σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία.»
«Η χαρά είναι όλη δική μου,» είπε καταχαρούμενος ο Μουφάζα, «Έλα, η λεία σύντομα θα τραβήξει τις μύγες και είμαι ξελιγωμένος.»
Ήταν τότε μόνο που ο Χάρρυ κατάλαβε πόσο πεινασμένος ήταν και ο ίδιος. Λογικό, αφού δεν είχε φάει τίποτα τόσες μέρες, στο σημείο που κόντευε να καταρρεύσει από τη πείνα. Η σκέψη φρέσκου κρέατος, που είχε να απολαύσει από πριν από το πόλεμο, του έκανε να τρέχουν τα σάλια του. Όμως, ξαφνικά κατάλαβε πως είχε ένα προβληματάκι.
Σε αντίθεση με τα λιοντάρια, αυτός δεν μπορούσε να φάει ωμό κρέας, τουλάχιστον όχι χωρίς να διακινδυνεύσει να πάθει καμιά θανατηφόρα τροφική δηλητηρίαση. Δυστυχώς, δεν είχε κουζινικά σκεύη, ούτε καν τα μέσα για να ανάψει φωτιά. Κανονικά, κουβαλούσε σπίρτα, αλλά τα είχε πετάξει από το αερόστατο, μαζί με τη πίπα και τη ταμπακιέρα του. Έπρεπε να βρει κάποιο άλλο τρόπο.
Εξετάζοντας τα περίγυρα του, δεν μπορούσε να δει τίποτα χρήσιμο για να ανάψει φωτιά. Υπήρχαν αρκετά ξερά χόρτα και κλαδιά, αλλά τίποτα που μπορούσε να δημιουργήσει σπίθες. Τα τριγύρω βράχια δεν ήταν τα κατάλληλα πετρώματα για να φτιάξει τσακμάκια. Τότε, ξαφνικά, θυμήθηκε το ρολόι του.
Τα περισσότερα ρολόγια τσέπης εκείνης της εποχής είχαν ένα κοινό σχέδιο: μια γυάλινη όψη μπροστά, για να μπορεί ο ιδιοκτήτης να βλέπει την ώρα και μια μεταλλική όψη από πίσω για να προστατεύει τον εύθραυστο μηχανισμό στο εσωτερικό. Τα ρολόι του Χάρρυ ωστόσο, ήταν λίγο διαφορετικό: αντί για μία, είχε δύο γυάλινες όψεις, μία από μπροστά και μία από πίσω. Με αυτές, λίγη γνώση φυσικής και λίγη τύχη, κάτι θα κατάφερνε…
Ακολουθώντας τον Μουφάζα πίσω στο Περήφανο Βράχο, σταματούσε να μαζέψει ξερά ξύλα που θα χρειαζόταν για τη φωτιά. Βλέποντας το παραξενεμένο ύφος του Μουφάζα, του εξήγησε, «Καυσόξυλα. Θα χρειαστεί να ετοιμάσω φωτιά για να μαγειρέψω…» Όπως και το φανταζόταν, ο Μουφάζα δεν του άρεσαν και πολύ αυτά που άκουγε.
«Φωτιά;» ρώτησε, «Η φωτιά είναι επικίνδυνη, μια απειλή για κάθε ζωντανό όν! Σίγουρα ξέρεις το κάνεις;» Ο Χάρρυ χαμογέλασε. «Ηρέμησε, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, εφόσον φυσικά δεν την αφήνεις απαρατήρητη.» Παρότι εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες, ο Μουφάζα δεν το έκανε θέμα.
Ανέβηκαν μαζί στο Περήφανο Βράχο, όπου οι λέαινες είχαν επιστρέψει από το κυνήγι, φέρνοντας πίσω μαζί τους ένα πελώριο βουβάλι. Ένα γιγαντιαίο βασιλικό γεύμα τους περίμενε! Τότε ήρθε η στιγμή της αλήθειας.
Ακουμπώντας κάτω τα ξύλα, μακριά από τη φωλιά, ο Χάρρυ έβγαλε το ρολόι του. Προσεκτικά, ξεβίδωσε τις γυάλινες όψεις του και, ενώνοντας μαζί τα δυο καμπυλοειδή τζαμάκια, έφτιαξε ένα μεγεθυντικό φακό. Το έβγαλε στον ήλιο, ακριβώς πάνω από ένα ξυλαράκι, ώστε να επικεντρώνονται οι ακτίνες του πάνω του. Τα ξυλαράκι άρχισε να καπνίζει, ώσπου άναψε σαν σπίρτο. Ο Χάρρυ το ακούμπησε κάτω από τα ξύλα και σύντομα είχε μια ζωηρή φωτιά.
Οι λέαινες είχαν μείνει με ανοικτό το στόμα. Πολλές τον κοιτούσαν με θαυμασμό για το επίτευγμα του και άλλες με φόβο. Με το δίκιο τους μάλιστα, αφού όλα τα ζώα έχουν ένα φυσικό φόβο για τη φωτιά και ο Χάρρυ την είχε φτιάξει ακριβώς έξω από τη φωλιά τους! Στη περίπτωση της Ζίρας ωστόσο, δεν έδειχνε ούτε φοβισμένη ούτε εντυπωσιασμένη, απλώς θυμωμένη που ο Χάρρυ ήταν το επίκεντρο της προσοχής. Μετά από λίγο, τα πάντα ηρέμησαν και οι λέαινες γύρισαν στις δουλειές τους.
Σύμφωνα με το νόμο των λιονταριών, τα αρσενικά πάντοτε έτρωγαν πρώτοι, ενώ οι λέαινες έπρεπε να περιμένουν ταπεινά τη σειρά τους. Ο Χάρρυ πήγε να καθίσει παραπέρα, περιμένοντας τη σειρά του, όταν, προς μεγάλη του έκπληξη, ο Μουφάζα του νέψε να ακολουθήσει αυτόν και τον Σκαρ, το μόνο άλλο αρσενικό μέλος της αγέλης εκτός από το μικρούλη Σίμπα, στο τραπέζι.
Χρησιμοποιώντας το σπαθί του, ο Χάρρυ έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το γοφό του βουβαλιού. Αφαιρώντας το τριχωτό πετσί, πέρασε το κρέας στο σπαθί του σαν ρολό σε σούβλα και το ακούμπησε πάνω από τη φωτιά. Λίγη ώρα αργότερη, η νοστιμότατη μπριζόλα που είχε μαγειρέψει ποτέ ήταν έτοιμη για σερβίρισμα.
Ο Χάρρυ πήρε τη πρώτη του μπουκιά από το πρώτο ζεστό γεύμα που είχε φάει εδώ και πολλούς μήνες. Στα χαρακώματα, οι στρατιώτες είχαν μονάχα κρύες μερίδες μαρμελάδας και κορν-μπιφ από κονσέρβα και η γεύση του φρέσκου κρέατος τον αναζωογονούσε. Ξεχνώντας προς το παρόν τους τρόπους του στο τραπέζι, άρχισε να καταβροχθίζει με μανία τη μπριζόλα του. Μόλις και οι λέαινες είχαν φάει, δεν είχε απομείνει τίποτα από το βουβάλι πέρα από μασουλημένα κόκκαλα.
Εκείνο το βράδυ, ο Χάρρυ έπεσε για ύπνο χορτάτος και υγιής, χρησιμοποιώντας τη διπλωμένη στολή του σαν μαξιλάρι. Τριγύρω του, κοιμόντουσαν οι λέαινες, η μία πάνω στην άλλη. Ο Χάρρυ ωστόσο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Για πολλές ώρες, έμεινε ξύπνιος, χαζεύοντας το νυχτερινό ουρανό από την είσοδο της σπηλιάς και σκέπτοντας το μέλλον του.
Ως τώρα, δεν είχε βρει κανένα ίχνος των συντρόφων του, ούτε και κάποιο τρόπο διαφυγής από το οροπέδιο. Θα ξανάβλεπε ποτέ την Αγγλία; Και τώρα υπήρχε αυτό το μυστήριο με τον αδελφό του. Τι είχε συμβεί άραγε στον Ρίτσαρντ; Μήπως ο Μουφάζα του έκρυβε κάτι που δεν ήθελε να πει; Παρότι τις ανησυχητικές του σκέψεις όμως, ήταν κατάκοπος και επιτέλους έπεσε σε ένα βαθύ ύπνο γεμάτο εφιάλτες με τον Ρίτσαρντ να σκοτώνεται από μια σκιερή φιγούρα, η οποία γελούσε με μανία...
Το πρωί της τρίτης μέρας του στη Γη της Αγέλης, ο Χάρρυ ένοιωθε πολύ καλύτερα, έχοντας ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις του. Για αυτό το λόγο και εκείνο το πρωί βρέθηκε να συνοδεύει τον Μουφάζα σε μια από τις καθημερινές περιπόλους του, όπου ο βασιλιάς πήγαινε να επιθεωρήσει το βασίλειο για εχθρούς και για να διατηρεί την τάξη. Σαν σχολαστικός γαιοκτήμονας, ο Μουφάζα παρακολουθούσε από μακριά όλα τα κοπάδια καθώς έβοσκαν ήσυχα δίπλα στους νερόλακκους τους.
Ο Χάρρυ δεν μπορούσε να μην θαυμάζει το μεγαλείο της φύσης στη Γη της Αγέλης. Υπήρχαν αρκετά κοπάδια εδώ πέρα για να τρέφονται επί χρόνια ολόκληρη κοινωνία. Τι κρίμα που δεν είχε χαρτί και μολύβι για να τα καταγράψει όλα αυτά, σκέφτηκε. Καθώς περπατούσαν, ο Μουφάζα του εξήγησε το μυστικό της κυριαρχίας του σε αυτό το οικοσύστημα.
«Όλα τα πλάσματα συνυπάρχουν με μια ευαίσθητη ισορροπία,» του είπε, «Ως βασιλιάς, είναι το καθήκον μου να διατηρώ αυτή την ισορροπία και να αντιμετωπίζω όλες τις απειλές που τη θέτουν σε κίνδυνο. Εκτός από τα μοναχικά λιοντάρια της ερήμου, με τα οποία συνέχεια ανταγωνίζομαι για την εξουσία της Αγέλης, υπάρχουν οι σκουπιδοφάγοι, όπως οι ύαινες. Αυτά τα άτιμα πλάσματα πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, σαν ασθένεια, καταβροχθίζοντας τα πάντα στο διάβα τους. Εάν δεν κρατούσαμε αυτά τα παράσιτα μακριά από τη περιοχή μας, θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη Γη της Αγέλης. Αυτή η ισορροπία αποτελεί τον Μεγάλο Κύκλο της Ζωής.»
«Το Μεγάλο Κύκλο της Ζωής;» απόρησε ο Χάρρυ, προσπαθώντας να συσχετίσει τη φιλοσοφία του Μουφάζα με τις δικές του ανθρώπινες γνώσεις, «Εννοείς δηλαδή τους φυσικούς κύκλους που κάνουν δυνατή τη ζωή στο πλανήτη;» Ήταν σχεδόν ειρωνικό. Για αιώνες, οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν τρόπους να ξεκλειδώσουν τα βαθύτερα μυστικά της φύσης, συχνά για να τα εκμεταλλευτούν προς όφελος τους. Αντιθέτως, η αγέλη του Μουφάζα έβλεπαν τη προστασία της Μητέρας Φύσης ως αρετή, ένα ιερό καθήκον στο οποίο όλα τα πλάσματα, ανεξαίρετα, έπαιζαν κάποιο ρόλο. Ο Μουφάζα του νέψε.
«Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι, ακόμη και αν δεν είμαστε το ίδιο είδος, ο Κύκλος της Ζωής μας ενώνει όλους ως ένα. Κυνηγάμε και τρώμε την αντιλόπη, τη ζέβρα και το βουβάλι, αλλά όταν πεθαίνουμε, τα σώματα μας γίνονται το καινούργιο γρασίδι με το οποίο τρέφονται τα κοπάδια. Είμαστε όλοι μέρος του Μεγάλου Κύκλου της Ζωής, το ιερότερο πράμα επί Γης.»
«Τι κρίμα που οι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους είναι τυφλωμένοι από τη δίψα τους για κέρδος ή εξουσία, συχνά ξεχνούν πως είμαστε όλοι μέρος της φύσης,» είπε κατσούφικα ο Χάρρυ, «Αυτές τις μέρες, η ανθρωπότητα σκέφτεται μόνο για πιο αποτελεσματικούς τρόπους να αλληλοσκοτώνεται. Ως στρατιώτης, είχα πολλές φορές την ατυχία να δω τα αποτελέσματα πολλών βαρβαροτήτων πολέμου από κοντά, συχνά να είμαι και αναγκασμένος να λαμβάνω μέρος σε αυτά, μόνο και μόνο για να κάνω το καθήκον μου προς τη πατρίδα μου. Ο πόλεμος πίσω στην Ευρώπη είναι για το τίποτα.»
«Πιστεύεις δηλαδή ότι όλες αυτές οι εχθροπραξίες και οι σκοτωμοί δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα;» ρώτησε ο Μουφάζα με ήπιο τόνο φωνής. Ο Χάρρυ συλλογίστηκε. Μπορούσε να καταλάβει ότι ο βασιλιάς τον δοκίμαζε, να μάθει τι αισθήματα υπήρχαν μέσα στη καρδιά του σχετικά με τον αιώνιο αγώνα της ανθρωπότητας για εξουσία.
«Θα ήμουν ψεύτης εάν σου έλεγα πως είμαι εντελώς κατά του πολέμου,» παραδέχτηκε τελικά, «Είναι το ηθικό δικαίωμα του καθενός να σκοτώνει σε αυτοάμυνα ή για να προστατέψει αυτούς για τους οποίους νοιάζεται. Αλλά, το να σκοτώνεις για απληστία ή απλώς ως επίδειξη της εξουσίας σου είναι ένα απαράδεκτο έγκλημα.» Σκέφτηκε τον Λοχία Βον Μπάιτς, «Όταν δραπετεύσαμε από τα χαρακώματα, ένας Γερμανός βρέθηκε κατά λάθος μαζί μας. Θα τον σκοτώναμε, αλλά αλλάξαμε γνώμη όταν είδαμε πως ήταν σαν και εμάς, ένας απλός άνθρωπος που προσπαθούσε να επιζήσει τον πόλεμο.»
«Μερικές φορές, να δείχνεις οίκτο στο χειρότερο εχθρό σου είναι η μεγαλύτερη νίκη σου,» του είπε ο Μουφάζα, επαναλαμβάνοντας μια άλλη από τις φιλοσοφίες του πατέρα του, «Εάν σκοτώσεις έναν αβοήθητο αντίπαλο απλώς για να ξεσπάσεις πάνω του την οργή σου, του δίνεις την ικανοποίηση που πέφτεις στο επίπεδο του.»
Ο Χάρρυ ήθελε να χειροκροτήσει το Μουφάζα. Αν και τα σοφά του λόγια δεν θα είχαν μεγάλη σημασία μέσα σε ένα πόλεμο, όπου ο ένας σκότωνε αδιακρίτως τον άλλον, σίγουρα επισήμαναν αυτό που έλειπε από τις καρδιές πολλών ανθρώπων: σεβασμός και αγάπη για τους συνανθρώπους τους. Αν και δεν έβλεπε την ώρα να ξαναβρεί τους άντρες του και να βρουν κάποιο τρόπο να γυρίσουν πίσω στο πολιτισμό, είχε αρχίσει να νιώθει ένα δυνατό δεσμό με αυτό τον καινούργιο κόσμο των λιονταριών…
Αργότερα εκείνο το απόγευμα, καθώς γυρνούσαν πίσω στο Περήφανο Βράχο να φάνε, ο Μουφάζα πήγε τον Χάρρυ σε ένα σύμπλεγμα βράχων πίσω από τον Περήφανο Βράχο. Πήγε και στάθηκε δίπλα σε μια μοναχική πέτρα που βρισκόταν ανάμεσα στους βράχους. Πλησιάζοντας, ο Χάρρυ κατάλαβε πως ήταν ένας παλιός τάφος, με μια φθαρμένη επιγραφή ακόμη ορατή πάνω στη λεία του επιφάνεια, όπου την είχε χαράξει ανθρώπινο χέρι:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Ο ΣΕΡ ΤΖΟΣΟΥΑ ΚΟΝΤΥ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗΤΗ ΤΟΥ ΣΥΖΗΓΟΣ ΡΟΖΑ, ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΟΥΝ ΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΓΕΛΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ. ΑΠΕΒΙΩΣΑΝ ΑΠΟ ΕΛΟΝΟΣΙΑ ΣΤΙΣ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ, ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΕΤΟΣ 1882
Ο Χάρρυ γονάτισε μπροστά στο τάφο των Κόντυ, οι πρώτοι εξερευνητές που είχαν ανακαλύψει τη Γη της Αγέλης κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας της Αφρικής το 19ο αιώνα, αλλά τους οποίους κανένας δεν πίστεψε. Όταν το ζευγάρι Κόντυ είχε πεθάνει από ελονοσία, το ημερολόγιο του Σερ Τζόσουα είχε επιστραφεί στη Βασιλική Ακαδημία από τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής του, όπου και έμεινε ξεχασμένο για 30 χρόνια, ώσπου κατέληξε στα χέρια του Ρίτσαρντ.
Γυρίζοντας την προσοχή του πίσω στον Μουφάζα, ο Χάρρυ είδε το μεγαλειώδες λιοντάρι να σκάβει σε μια κατολίσθηση μεταξύ δύο βράχων. Το χώμα τελικά υποχώρησε, αποκαλύπτοντας την είσοδο σε μια σπηλιά μέσα στους πρόποδες του Περήφανου Βράχου. Μάλλον είχε αποκλειστεί μετά από χρόνια βροχοπτώσεων, ένα συχνό φαινόμενο της Αφρικανικής σαβάνας, που είχαν προκαλέσει τη κατολίσθηση που είχε αποκλείσει την είσοδο.
Περνώντας μέσα, ο Χάρρυ κατάλαβε πως η σπηλιά ήταν ένα εγκαταλελειμμένο ανθρώπινο καταφύγιο, χτισμένο μάλλον από προηγούμενους εξερευνητές. Λίγα προχειροφτιαγμένα έπιπλα από κλαδιά βρίσκονταν σκορπισμένα γύρω από ένα παλιό τζάκι στο κέντρο της σπηλιάς που θύμιζε θόλο, με μια τρύπα στην οροφή που λειτουργούσε σαν καμινάδα. Εδώ και εκεί υπήρχαν διάφορα αντικείμενα που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι ένοικοι: λίγα σπασμένα μπουκάλια, σκουριασμένα κονσερβοκούτια, άδειες κάλυκες, ένα σπασμένο φανάρι, καθώς και άλλα σκουπίδια πεταμένα στις γωνιές. Τα πάντα ήταν γεμάτα σκόνη και ιστούς αραχνών μετά από τόσα χρόνια εγκατάλειψης.
Εξετάζοντας την φθαρμένη ετικέτα από ένα άδειο κονσερβοκούτι, ο Χάρρυ διάβασε το όνομα μιας γνωστής Αγγλικής μάρκας κόρντ-μπίφ, με έτος συσκευασίας το 1912. Αυτό σίγουρα άνηκε στον Ρίτσαρντ, ο οποίος ζούσε κάποτε εδώ. Στον τοίχο, βρήκε επίσης και την υπογραφή του αδελφού του χαραγμένη στο βράχο. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα χρήσιμο, καθώς ο Ρίτσαρντ είχε πάρει μαζί του όλο τον εξοπλισμό του όταν έφυγε. Ωστόσο, η σπηλιά, που ήταν στεγνή και ευρύχωρη, θα γινόταν ένα άνετο καταφύγιο μόλις την συγύριζε λίγο. Παίρνοντας κυριολεκτικά τα λόγια από το στόμα του, ο Μουφάζα ξαναμίλησε.
«Έχουμε αυτή τη σπηλιά ειδικά για τους ανθρώπινους επισκέπτες μας. Αν και κανένας δεν έχει ζήσει εδώ από τότε που χάσαμε τον Ρίτσαρντ… Τέλος πάντων, σκεπτόμουν, μήπως θα ήθελες να φτιάξεις το σπίτι σου εδώ; Είσαι φυσικά ευπρόσδεκτος να συνεχίσεις να κοιμάσαι μαζί μας στη φωλιά, αλλά έχω ακούσει πως οι άνθρωποι τους αρέσει να έχουν την ησυχία τους…»
«Μου κάνει μια χαρά. Σε ευχαριστώ πολύ, Μουφάζα,» είπε ο Χάρρυ, χαρούμενος με την γενναιόδωρη προσφορά του βασιλιά. Γνώριζε πολύ καλά ότι κάποιες από τις λέαινες δεν ήταν και πολύ χαρούμενες να έχουν έναν άνθρωπο να κοιμάται δίπλα τους μέσα στη φωλιά κάθε βράδυ, οπότε ήταν σημαντικό να έχει τον δικό του προσωπικό χώρο για όσο θα ζούσε στη Γη της Αγέλης. Αυτή η σπηλιά ίσως να του έδινε και άλλα πλεονεκτήματα στο μέλλον. Θα έδειχνε. Γύρισε να χαϊδέψει το μεγαλειώδες λιοντάρι στο κεφάλι. Ο Μουφάζα χαμογέλασε.
«Παρακαλώ, Χάρρυ.»
Σημείωση από τον συγγραφέα: Στην επόμενη ενότητα, επιτέλους ακολουθούμε τα γεγονότα από την ταινία. Επίσης, σας υπενθυμίζω ότι ο χαρακτήρας Τζόσουα Κόντυ είναι δανεισμένος από το fanfic Crossing Boundaries του Hewylewis. Παρακαλώ αφήστε καμία κριτική!
