Ο Χάρρυ ακολούθησε το συνηθισμένο του μονοπάτι προς το νερόλακκο για το καθημερινό του μπάνιο. Είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που είχε έρθει στη Γη της Αγέλης και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχε σιγά-σιγά προσαρμοστεί καλά στη καινούργια του ζωή πάνω στο οροπέδιο. Αν και του έλειπαν ακόμη πολλές από τις ανθρώπινες ανέσεις, είχε μάθει να ανάβει φωτιά, να κυνηγά και όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα ώστε να μπορεί να επιβιώσει εδώ πέρα.
Δυστυχώς, έως τώρα δεν είχε βρει κανένα ίχνος από τους άντρες του. Κάθε μέρα περνούσε ώρες κοιτάζοντας από τη κορυφή του Περήφανου Βράχου, καθώς και να ανάβει φωτιές-σινιάλα κάθε βράδυ. Όλες οι προσπάθειες του ήταν άκαρπες. Η θύελλα μάλλον τους είχε παρασύρει χιλιόμετρα μακριά, αφήνοντας τον ολομόναχο. Οι προσπάθειες του να μάθει τι είχε απογίνει ο Ρίτσαρντ είχαν επίσης πέσει σε αδιέξοδο.
Η σχέση του με τα λιοντάρια, αντιθέτως, είχε προχωρήσει πολύ. Με εξαίρεση το Σκάρ και τη Ζίρα, οι οποίοι παρέμεναν εχθρικοί και κυνικοί μαζί του όσο ποτέ, αλλά ευτυχώς, συνήθως απλώς τον απέφευγαν, η υπόλοιπη αγέλη τον είχε δεχτεί ως έναν από αυτούς. Το καλύτερο κομμάτι αυτής της ασυνήθιστης σχέσης του με τα λιοντάρια ήταν η φιλία του με τα κουτάβια.
Ο Πρίγκιπας Σίμπα, ο γιός του Μουφάζα είχε γίνει ένα ζωηρό και καλοκάγαθο λιονταράκι, ενώ η Σαραφίνα είχε γεννήσει ένα αξιολάτρευτο λιονταράκι, ένα θηλυκό, με γλυκά, μπλε σαν σαφάρια μάτια, που είχε ονομάσει Νάλα. Και τα δυο κουτάβια ήταν ξετρελαμένα με το Χάρρυ και λάτρευαν τη παρέα του.
Αν και ήταν ενήλικας, ένας σοβαρός στρατιωτικός που κανονικά δεν είχε χρόνο για παιδιαρίσματα, ο Χάρρυ συμπαθούσε πολύ τα κουτάβια και περνούσε πολλές ώρες μαζί τους, λέγοντας τους ιστορίες για τον κόσμο του ή παίζοντας διάφορα παιχνίδια που επινοούσε. Αν και οι ελπίδες του να επιστρέψει στο πολιτισμό φαίνονταν πια μηδενικές, βρήκε πως του άρεσε πολύ η καινούργια του ζωή στο οροπέδιο και ήταν αποφασισμένος να τη απολαύσει το μέγιστο δυνατό.
Σήμερα ήταν μια μέρα όπως κάθε άλλη: ένα πρωινό μπάνιο, μετά από το οποίο ακολουθούσε το καθημερινό κυνήγι, μεσημεριανό, σπιτικές αγγαρείες στη σπηλιά του και τελικά, απογευματινή ξεκούραση παρέα με την υπόλοιπη αγέλη.
Βγάζοντας τα φθαρμένα πια ρούχα του, ο Χάρρυ πλησίασε το νερό, έτοιμος να κάνει βουτιά, όταν άκουσε ένα θόρυβο μέσα από τη πυκνή βλάστηση. Κάτι τον πλησίαζε. Χαμογέλασε, ξέροντας καλά πως ήταν απλώς τα κουτάβια που τον παραμόνευαν.
Κάνοντας πως δεν είχε προσέξει τίποτα, στάθηκε στην άκρη του νερόλακκου, τα αυτιά του τεντωμένα για να ακούει τα κουτάβια καθώς τον πλησίαζαν. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα μωρουδίστικο βρυχητό και ο Σίμπα όρμησε καταπάνω του. Με γρήγορα αντανακλαστικά, ο Χάρρυ έσκυψε, αποφεύγοντας τον, και άρπαξε το κουτάβι από τη μέση.
«Ώστε πας να με αιφνιδιάσεις, κατεργάρη;» ρώτησε το Σίμπα, τρίβοντας του το κεφαλάκι. Το κουτάβι αντιστάθηκε, έχοντας γίνει ρεζίλι των σκυλιών.
«Κόφτο, Χάρρυ!» φώναξε, προσπαθώντας να του ξεφύγει. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε και η Νάλα, σκάζοντας στα γέλια βλέποντας το Σίμπα να σπαρταρά σαν τρελός μέσα στην αγκαλιά του φίλου τους.
«Λοιπόν, τι απέγινε ο τρανός κυνηγός της Αγέλης που μπορεί να αιφνιδιάζει οποιονδήποτε εχθρό;» ρώτησε, γελώντας με τη ψυχή της. Ο Σίμπα της έβγαλε τη γλώσσα. Η Νάλα έχασε το χαμόγελο της. Ο φίλος της μάλλον χρειαζόταν να πάρει ένα μάθημα για την αγένεια του. Κοίταξε πονηρά τον Χάρρυ.
«Χάρρυ, κάνε του ένα μπάνιο!»
Στη στιγμή, ο Σίμπα σπαρταρούσε και πάλι σαν τρελός, προσπαθώντας να ξεφύγει. Το ένα πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου ήταν τα μπάνια. «Όχι, Χάρρυ! Στάσου…!» Αλλά ο Χάρρυ δεν του έδωσε καμία σημασία και τον έριξε φαρδύ-πλατύ μέσα στο νερόλακκο.
Ο Σίμπα έσκασε μύτη μέσα από το νερό, μούσκεμα και κοιτάζοντας έξαλλος το Χάρρυ. Όμως τότε χαμογέλασε, βλέποντας το πονηρό ύφος του φίλου του, καταλαβαίνοντας ποιος είχε τώρα σειρά για μπάνιο. Ο Χάρρυ έστρεψε τη προσοχή του στη Νάλα, που κυλιόταν σαν τρελή στο έδαφος, σκασμένη στα γέλια.
Προτού τον πάρει είδηση, την άρπαξε και εκείνη. Πλησίασε τον νερόλακκο, κρατώντας τη μικρή λέαινα σφικτά κάτω από το χέρι του. Η Νάλα πάλευε απεγνωσμένα να ελευθερωθεί.
«Χάρρυ, όχι! Έλεος! Δεν μου αρέσει το νερό…!»
«Πήγαινες γυρεύοντας, γλύκα,» είπε γελώντας ο Χάρρυ, ρίχνοντας και εκείνη μέσα στο νερό. Η Νάλα αναδύθηκε, κοιτάζοντας το Χάρρυ σαν αγριεμένη γάτα που την είχαν μπουγελώσει με τη μάνικα. Δίπλα της, ο Σίμπα έσκασε στα γέλια. Αλλά ο Χάρρυ δεν είχε ξεμείνει ακόμη από κόλπα. Ξαφνικά, έδωσε ένα άλμα και έπεσε στο νερόλακκο σαν ανθρώπινη οβίδα. Τα κουτάβια ούρλιαξαν, κολυμπώντας να ξεφύγουν από το τσουνάμι που ήρθε καταπάνω τους.
Στη στιγμή, η Νάλα ξαναβρέθηκε στην αγκαλιά του Χάρρυ, ο οποίος άρχισε να τη γαργαλάει. Η Νάλα τσίριζε σαν τρελή, προσπαθώντας να του ξεφύγει. Λίγο παραπέρα, ο Σίμπα κοιτούσε με ένα σαδιστικό χαμόγελο.
«Έτσι μπράβο! Δείξ'της, Χάρρυ!» Έχασε όμως το χαμόγελο του όταν ο Χάρρυ τον άρπαξε και εκείνον και άρχισε να τον τρελαίνει στο γαργαλητό. Τα γέλια των δυο κουταβιών ακούστηκαν σε όλη τη σαβάνα. Τελικά, το παιχνίδι τους τελείωσε και βγήκαν έξω να στεγνώσουν.
Ξαναβάζοντας το ρούχα του, ο Χάρρυ κάθισε δίπλα στα λιονταράκια, που χάζευαν τα κοπάδια που έβοσκαν τριγύρω στη σαβάνα. Ακόμη και μετά από έξι μήνες, ο Χάρρυ δεν μπορούσε να χορτάσει την ομορφιά αυτού του μέρους, μια μεγάλη αλλαγή από τα ρημαγμένα και γεμάτα θάνατο χαρακώματα που είχε αφήσει πίσω στη Γαλλία. Δυστυχώς όμως, ήταν και πάλι αιχμάλωτος, παγιδευμένος σε ένα άγνωστο κόσμο και αποκομμένος εντελώς από το πολιτισμό, ίσως για την υπόλοιπη ζωή του.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το δυνατό βρυχηθμό του Μουφάζα από το Περήφανο Βράχο. Η υπόλοιπη αγέλη είχε ξυπνήσει. Με το Σίμπα και τη Νάλα να τον ακολουθούν, γύρισαν πίσω στη φωλιά, όπου ο βασιλιάς και η βασίλισσα τους περίμεναν.
«Καλημέρα, Χάρρυ,» τον χαιρέτησε ο Μουφάζα, ενώ ο Σίμπα, όλο χαρά, καλημέριζε τους γονείς του. Μέσα στη φωλιά, η Νάλα είχε τρέξει να καλημερίσει και εκείνη τη μητέρα της.
«Καλημέρα και σε σένα, Μουφάζα,» είπε ευγενικά ο Χάρρυ στο βασιλιά. Είχε συνηθίσει πια να βρίσκεται ανάμεσα σε λιοντάρια που μιλούσαν και δεν φρίκαρε κάθε φορά που τον πλησίαζε ένας από τους χνουδωτούς φίλους του.
Ο Σίμπα, εν στο μεταξύ, έκοβε ενθουσιασμένα βόλτες γύρω από τον πατέρα του. Σήμερα ήταν μια μεγάλη μέρα για εκείνον και δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσουν.
«Ο μπαμπάς θα μου δείξει ολόκληρο το βασίλειο, Χάρρυ!» είπε ενθουσιασμένα, χαμογελώντας στο φίλο του, «Θες να έρθεις μαζί μας;» Ο Χάρρυ χαμογέλασε στο γοητευτικό λιονταράκι. Ο Σίμπα ήταν τόσο αθώος.
«Πολύ ευχαρίστως, αγόρι μου.»
Ακολούθησαν το Μουφάζα έως τη κορυφή του Περήφανου Βράχου. Από κει πάνω είχαν μια φανταστική θέα ολόκληρης της Γης της Αγέλης. Ο Χάρρυ θυμόταν τότε που ο Μουφάζα τον είχε φέρει εδώ πάνω για πρώτη φορά, μόνο λίγες μέρες αφού είχε έρθει στο βασίλειο του, αφού είχε συνέλθει από τα τραύματα του. Η μαγευτική θέα που απλωνόταν και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και την οποία δεν έβρισκε κανείς πουθενά αλλού στο κόσμο ακόμη του έκοβε την ανάσα.
«Κοίτα, Σίμπα,» είπε ο Μουφάζα στο γιο του, κοιτάζοντας προς την ανατολή, «Ότι αγγίζει το φως είναι το βασίλειο μας.» Δίπλα του, ο Σίμπα αναφώνησε κατάπληκτος. Ο Μουφάζα συνέχισε να μιλάει.
«Ο χρόνος ενός βασιλιά ανατέλλει και δύει όπως και ο ήλιος. Κάποια μέρα, Σίμπα, ο ήλιος θα δύσει για εμένα και θα ανατέλλει με εσένα σαν τον καινούργιο βασιλιά.»
Ο Χάρρυ, που είχε πάει λίγο παραπέρα να τους δώσει λίγη ησυχία, δεν μπορούσε να μην θαυμάζει το στενό δεσμό μεταξύ πατέρα και γιού. Κατά βάθος τον πλήγωνε το γεγονός που δεν είχε σύζυγο ή δικά του παιδιά, όπως και ο Ρίτσαρντ. Και οι δυο τους, αφοσιωμένοι στις καριέρες τους, είχαν παραμείνει εργένηδες μια ολόκληρη ζωή. Ο Σίμπα έμεινε με ανοικτό το στόμα.
«Και όλα αυτά θα είναι δικά μου;» ρώτησε κατάπληκτος, κοιτάζοντας την απέραντη σαβάνα που έλαμπε σαν χρυσαφένια μέσα στο φως της ανατολής. Στον ορίζοντα προς το βορρά, η άκρη του οροπεδίου ήταν μετά βίας ορατή, με την απέραντη Σαχάρα από κάτω. Τότε, παρατήρησε ένα άλλο σημείο προς το νότο.
«Και αυτό το σκοτεινό μέρος εκεί πέρα, τι είναι;»
«Αυτό είναι έξω από τα σύνορα μας, Σίμπα,» είπε αυστηρά ο Μουφάζα, «Δεν πρέπει να πας ποτέ εκεί. Με ακούς;» Αν και τον ξάφνιασε η ξαφνική αυστηρή στάση του πατέρα του, ο Σίμπα δεν το έκανε κουβέντα. Του νέψε.
«Ναι, μπαμπά.» Του Χάρρυ όμως δεν του ξέφυγε η έκφραση απορίας γραμμένη στο πρόσωπο του μικρού λιονταριού, ο οποίος γύρισε να ξανακοιτάξει την απαγορευμένη σκιερή κοιλάδα με ενδιαφέρον. Όχι πως τον αδικούσε και πολύ, αφού εκείνο το μέρος τύχαινε να είναι εξίσου μεγάλου ενδιαφέροντος και για αυτόν.
Όταν τον είχε φέρει εδώ πάνω για πρώτη φορά ο Μουφάζα, ο Χάρρυ τον είχε ρωτήσει για εκείνο το ίδιο μέρος. Ο Μουφάζα του είχε εξηγήσει πως ήταν μια κοιλάδα όπου γέρικοι ελέφαντες πήγαιναν να πεθάνουν, γνωστό και ως το Νεκροταφείο των Ελεφάντων. Ήταν επίσης η περιοχή μιας εχθρικής αγέλης υαινών, στους οποίους απαγορευόταν η είσοδος στη Γη της Αγέλης. Αυτοί οι επικίνδυνοι σκουπιδοφάγοι συχνά προκαλούσαν προβλήματα στην αγέλη, ενοχλώντας τα κοπάδια η σκοτώνοντας τα μικρά άλλων ζώων. Ο Μουφάζα είχε τονίσει στο Χάρρυ πως το μέρος ήταν πολύ επικίνδυνο και αυστηρά απαγορευμένο στους πάντες.
Όταν ο Χάρρυ τον ρώτησε μήπως ο Ρίτσαρντ είχε πάει εκεί όταν εξαφανίστηκε, ο Μουφάζα του απάντησε πως αποκλείεται να είχε κάνει κάτι τόσο τρελό, αφού και ο ίδιος ήξερε καλά για το κίνδυνο, και τον προειδοποίησε να μην πλησιάσει. Το Νεκροταφείο των Ελεφάντων ήταν γενικώς ένα θέμα που, για κάποιο λόγο, ο Μουφάζα δεν ήθελε να ακούει ούτε κουβέντα. Το ένστικτο του Χάρρυ όμως του έλεγε πως κάτι βρώμαγε με αυτή την ιστορία και τον έτρωγε η περιέργεια να ανακαλύψει τι ήταν.
Επέστρεψαν στους πρόποδες του Περήφανου Βράχου, όπου οι λέαινες ετοιμάζονταν για το πρωινό τους κυνήγι. Ο Χάρρυ είχε γίνει μέλος των κυνηγητικών ομάδων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως αμοιβή για τη φιλοξενία που του είχαν δείξει τα λιοντάρια. Αν και ο Μουφάζα τον είχε διαβεβαιώσει πως, ως φιλοξενούμενος του βασιλιά, δεν υπήρχε λόγος να δουλεύει, ακούγοντας τις φήμες που έσπερναν ο Σκάρ και η Ζίρα για εκείνον, πως ήταν άχρηστος και ένα βάρος για την υπόλοιπη αγέλη, ο Χάρρυ ήταν αποφασισμένος να συνεισφέρει κάτι χρήσιμο.
Αφού δεν είχε όπλα, είχε πειραματιστεί με διάφορες αυτοσχέδιες παγίδες, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη δύναμη και ταχύτητα των λεαινών, του έφερναν πλούσια θηράματα. Χρησιμοποιώντας λίγα παλιά βόλια που είχε βρει στη σπηλιά του, κομμάτια από το μαντίλι του και λίγο σχοινί φτιαγμένο από ξερά χόρτα, είχε κατασκευάσει ένα μπόλας. Με λίγη εξάσκηση, είχε αποκτήσει τη φήμη ενός άριστου κυνηγού, καθώς και ακόμη περισσότερο μίσος από τη Ζίρα, που παραπονιόταν πως ένας τιποτένιος άνθρωπος της χάλαγε τη φήμη ως κορυφαία κυνηγός της Αγέλης.
Χρησιμοποιώντας μια προμελετημένη στρατηγική, οι λέαινες θα αιφνιδίαζαν το θήραμα τους, κυνηγώντας το προς τη κατεύθυνση του Χάρρυ, ο οποίος θα το παγίδευε με το μπόλας του. Μόλις είχε ακινητοποιηθεί, οι λέαινες θα μπορούσαν να το πιάσουν με την ησυχία τους. Και όλο αυτό σε χρόνο ρεκόρ, με ελάχιστο κόπο ή δυσκολία. Το σημερινό θήραμα ήταν αγριοβούβαλο.
Ο Χάρρυ πήρε θέση πίσω από ένα βράχο, κοιτάζοντας το κοπάδι με αγριοβούβαλα που έβοσκε εκεί κοντά. Αν και δεν μπορούσε να τις δει, ήξερε πως οι λέαινες βρίσκονταν κάπου εκεί πέρα, κρυμμένες μέσα στα ψηλά χόρτα, ετοιμάζοντας να κάνουν τη κίνηση τους. Ξαφνικά, τα βουβάλια πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, με τις λέαινες από πίσω. Έρχονταν απευθείας προς το μέρος του.
Ο Χάρρυ ήταν έτοιμος. Καθώς τα ζώα πέρασαν από δίπλα του, σήκωσε το μπόλας του, στριφογυρίζοντας το με δύναμη. Διαλέγοντας ένα καλό στόχο – ένα παχουλό βουβάλι που έτρεχε λίγο παραπέρα από το υπόλοιπο κοπάδι – το έριξε το μπόλας, το οποίο μπλέχτηκε στις οπλές του και το θηρίο σωριάστηκε καταγής μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Στη στιγμή, οι λέαινες είχαν ορμήσει καταπάνω του.
«Καλή δουλειά, Χάρρυ!» τον σύγχαιρε η Σαραφίνα, κρατώντας το βουβάλι ακινητοποιημένο, ενώ η Ζίρα του έστριψε το λαιμό, σκοτώνοντας το. Το γεύμα είχε σερβιριστεί.
Κόντευε μεσημέρι όταν η ομάδα των κυνηγών επέστρεψε, φέρνοντας μαζί τους το βαρύ κουφάρι του βουβαλιού που είχαν πιάσει. Με τη μερίδα του κρέατος που του αναλογούσε να ψήνεται πάνω στη φωτιά, ο Χάρρυ άραξε μέσα στη σπηλιά του.
Βάζοντας μια ωραία ζουμερή μπριζόλα σε μέγεθος βαλιτσούλας σε ένα πιάτο φτιαγμένο από ένα μεγάλο φύλλο, κάθισε να απολαύσει το μεσημεριανό του. Πεινούσε σαν λύκος και αυτά τα γεύματα του άνοιγαν την όρεξη. Μιας και είχε περισσότερο κρέας από όσο μπορούσε να φάει σε ένα γεύμα, είχε πειραματιστεί με διάφορους τρόπους για να διατηρήσει το υπόλοιπο κρέας για μελλοντική χρήση.
Αφού δεν είχε ούτε αλάτι, ούτε κονσέρβες για να το αποθηκεύσει, ο Χάρρυ έκοβε το κρέας σε λεπτές λωρίδες και το άφηνε στον ήλιο να στεγνώσει. Αυτά θα γίνονταν κάτι που θύμιζε μπιφ-τζέρκι, ένα είδος παστού κρέατος πολύ γνωστό στη Νότια Αφρική. Αν και δεν ήταν όσο καλό όσο το κορν-μπιφ που έτρωγε στον Αγγλικό Στρατό, θα του εξασφάλισε όλες τις διατροφικές του ανάγκες για αρκετές ημέρες.
Έχοντας βρει τρόπο να διατηρεί τρόφιμα είχε γεμίσει το μυαλό του Χάρρυ με ιδέες να περιμένει ώσπου να είχε μαζέψει αρκετές προμήθειες και να δοκίμαζε να επιστρέψει στο πολιτισμό με τα πόδια. Δυστυχώς όμως, δεν είχε ούτε εξοπλισμό, ούτε καν τα άκρως απαραίτητα εφόδια για να επιχειρήσει τέτοιο ταξίδι. Ακόμη χειρότερα, δεν είχε κανένα τρόπο να κατέβει από αυτό το οροπέδιο, οπότε η ιδέα σύντομα απορρίφθηκε.
Γλείφοντας τα δάκτυλα του, χορτάτος, ο Χάρρυ άφησε το άδειο πιάτο του στην άκρη και γύρισε να ασχοληθεί με τα άλλα καθήκοντα του για σήμερα. Ακόμη και μετά από έξι μήνες, οι εργασίες του να προεκτείνει και να βελτιώσει τη σπηλιά του συνεχίζονταν. Όμως, χωρίς τα σωστά εργαλεία, η δουλειά ήταν δύσκολη, με πολλές καθυστερήσεις.
Ως τώρα είχε καταφέρει να φτιάξει λίγα απλά έπιπλα χρησιμοποιώντας λίγα κομμάτια ξύλο τα οποία είχε κόψει με ένα πρωτόγονο ξύλινο τσεκούρι, μεταξύ των οποίων ένα ντιβάνι, ένα τραπέζι και ένα σκαμνί. Ένα άδειο μπουκάλι 19ου αιώνα, κάτι που είχε αφήσει πίσω η αποστολή του Σερ Κόντι, τον εξυπηρετούσε σαν δοχείο νερού ώστε να μην χρειάζεται να κάνει ολόκληρη διαδρομή μέχρι το νερόλακκο κάθε φορά που ήθελε να πιει λίγο νερό, κάτι που συνέβαινε συχνά σε αυτό το ζεστό κλίμα. Τέλος, μια παλιά σκουριασμένη κονσέρβα γεμάτη με λίπος από τα αποφάγια του, με ένα απλό φυτίλι του επέτρεπε να έχει φως τη νύχτα.
Βγαίνοντας να μαζέψει περισσότερα ξύλα για την ενίσχυση των τοίχων της σπηλιάς του, ξαφνιάστηκε όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του. Γυρνώντας, είδε τον Σκαρ ξαπλωμένο σε ένα βράχο εκεί κοντά, σαν να τον περιμένει. Ο Χάρρυ δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ο ετεροθαλής μικρότερος αδελφός του Μουφάζα δεν τον είχε υποδεχθεί και πολύ θερμά, για να το θέσει ήπια, αν και τουλάχιστον, σε αντίθεση με τη Ζίρα, τον απέφευγε όσο το δυνατόν περισσότερο. Σε τι χρωστούσε λοιπόν αυτό το επισκεπτήριο;
«Καλό απόγευμα, Χάρρυ,» τον χαιρέτησε ο Σκαρ με μια ψεύτικη φιλική φωνή, «Με συγχωρείς εάν σε διέκοψα σε κάτι.»
«Κανένα πρόβλημα,» του απάντησε ευγενικά, αλλά κοιτάζοντας τον ύποπτα ο Χάρρυ. Δεν του άρεσε αυτή η ξαφνική φιλική στάση του Σκάρ προς αυτόν καθόλου, «Τι μπορώ να κάνω για εσένα;»
«Άκουσα για το κυνήγι σήμερα,» είπε ο Σκαρ, σαν να προσπαθεί να του κάνει κουβέντα, «Τα θερμά μου συγχαρητήρια για το καινούργιο σου όργανο. Ο αδελφός μου λέει πως είσαι ένα μεγάλο ατού για ολόκληρη την αγέλη μας. Τι κρίμα που επιμένει να σου κρύβει την αλήθεια…»
Ξαφνικά, σταμάτησε να μιλά, λες και είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Έβαλε το πόδι του πάνω στο στόμα του όπως όταν κάνει κάποιος όταν του έχει μόλις ξεφύγει κάτι που δεν ήθελε τον άλλον να ακούσει. Το αν του είχε ξεφύγει κάτι του Σκαρ ή εάν το είχε κάνει εσκεμμένα, ο Χάρρυ δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Ούτε και τον ένοιαζε κιόλας, γιατί τα λόγια του Σκαρ του είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε καχύποπτα, κοιτάζοντας κατάματα το νεαρό λιοντάρι, «Ποια αλήθεια; Μήπως έχει κάτι να κάνει με τον αδελφό μου;»
Από όσο μπορούσε να καταλάβει, ο Μουφάζα ήταν εξ' αρχής ειλικρινής μαζί του: ότι ο Ρίτσαρντ είχε εξαφανιστεί δίχως ίχνος και κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Αν και είχε χάσει πια σχεδόν κάθε ελπίδα να ξαναβρεί τον αδελφό του, το γεγονός ότι ο Μουφάζα δεν είχε ιδέα τι του είχε συμβεί, ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν, κυριολεκτικά έτρωγε το Χάρρυ ζωντανό. Γιατί να θέλει να του κρύψει κάτι; Δεν περίμενε τον Σκαρ να τον πλησιάσει με αυτή τη πληροφορία.
«Πω, πω, έχω πολύ μεγάλο στόμα,» μουρμούρισε ο Σκαρ, κοιτάζοντας προσεκτικά την αντίδραση του Χάρρυ, ο οποίος είχε μείνει άφωνος, μαθαίνοντας πως ο Μουφάζα ίσως να ήξερε περισσότερα για τον Ρίτσαρντ από όσα του έλεγε. Και εάν ο Σκάρ ήξερε κάτι, θα το μάθαινε, ο κόσμος να χαλάσει.
«Τι γνωρίζεις;» συνέχισε να τον πιέζει, «Τι συνέβη στον Ρίτσαρντ; Λοιπόν, ξέρνα το πια!» Ο Σκαρ κοίταξε ολόγυρα για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε κανείς να τους ακούσει, προτού απαντήσει στο Χάρρυ.
«Τη μέρα προτού ο αδελφός σου εξαφανιστεί, άκουσα εκείνον και τον υπηρέτη του να καυγαδίζουν,» του είπε ψιθυριστά, «Χάρρυ, άκουσα να λένε πως θα πήγαιναν στο Νεκροταφείο των Ελεφάντων!» Η προσοχή του Χάρρυ αμέσως στράφηκε προς τα δυτικά, στη κατεύθυνση στην οποία ήξερε ήταν το Νεκροταφείο των Ελεφάντων. Ώστε είχε δίκιο! Εκεί είχε πάει ο Ρίτσαρντ! Δυστυχώς, δεν πρόσεξε το πονηρό ύφος του Σκάρ, ο οποίος ένοιωσε ικανοποιημένος, βλέποντας πως ο Χάρρυ είχε τσιμπήσει το δόλωμα.
«Το Νεκροταφείο των Ελεφάντων;» αναφώνησε σοκαρισμένος ο Χάρρυ, «Αφού νόμιζα πως απαγορεύεται…»
«Αυτό ισχύει,» είπε με αυστηρό τόνο ο Σκάρ, «Αλλά ο Ρίτσαρντ είπε πως έπρεπε να ελέγξει για κάτι πολύτιμο που έψαχνε. Δεν ξέρω τι ακριβώς, μόνο ότι ήταν αποφασισμένος να το βρει πάση θυσία. Και υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις,» συνέχισε, με ένα βλοσυρό ύφος, «Νομίζω πως ήταν ο Μουφάζα που του είπε ότι θα το έβρισκε εκεί.» Ο Χάρρυ έμεινε με ανοικτό το στόμα. Ώστε ο Μουφάζα ήταν υπεύθυνος για την εξαφάνιση του Ρίτσαρντ και του το κρατούσε μυστικό τόσο καιρό; Ήταν αδιανόητο.
«Χάρρυ, σε παρακαλώ,» τον παρακάλεσε ο Σκάρ, «Μην πεις τίποτα για τούτη τη συζήτηση στον αδελφό μου. Θα με γδάρει ζωντανό εάν μάθει πως σου τα είπα όλα αυτά.»
Αν και δυσκολευόταν πολύ να δεχτεί το γεγονός ότι ο Μουφάζα του έκρυβε ένα τόσο ένοχο μυστικό, τώρα που είχε ξαναβρεί επιτέλους τα χνάρια του αδελφού του, ο Χάρρυ ήταν αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια μια και καλή. Ευχαριστώντας τον Σκάρ και διαβεβαιώνοντας τον πως μπορούσε να βασιστεί στη διακριτικότητα του, γύρισε πίσω στη σπηλιά του. Ο Σκάρ, ικανοποιημένος πως η παγίδα του είχε στηθεί με επιτυχία, έκανε μεταβολή και έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα, να περιμένει το αναμενόμενο…
Ο Χάρρυ κάθισε και συλλογίστηκε για πολύ ώρα. Ώστε ο Ρίτσαρντ, για κάποιο λόγο, είχε πάει σε μια επικίνδυνη, απαγορευμένη περιοχή και δεν γύρισε ποτέ. Αν και οι πιθανότητες να ζει ακόμη ήταν κυριολεκτικά μηδενικές, τον Χάρρυ τον έτρωγε η απορία. Γιατί να πάει εκεί πέρα ο Ρίτσαρντ; Τι υπήρχε άραγε εκεί που άξιζε να διακινδυνεύσει τη ζωή του; Μήπως είχε ανακαλύψει κάποια διαφυγή από το οροπέδιο;
Ο Χάρρυ θυμήθηκε τη προειδοποίηση του Μουφάζα πως το Νεκροταφείο ήταν απαγορευμένη περιοχή. Ήξερε πολύ καλά πως θα ένοιωθε την οργή του βασιλιά εάν τον παράκουγε σκόπιμα. Αλλά, από την άλλη, η επιθυμία του να εξακριβώσει μια και καλή τη μοίρα του αδελφού του, τον οποίο όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε ξεγράψει, ήταν πολύ μεγάλη.
Ξύπνα, Χάρρυ! Σκέφτηκε, Είσαι στρατιώτης, για όνομα του Θεού! Οι επικίνδυνες αποστολές είναι η δουλειά σου, το καθήκον σου! Είναι ο ίδιος σου ο αδελφός κάπου εκεί έξω!
Αποφασισμένος, σηκώθηκε και πήρε το σπαθί του που κρεμόταν από ένα ξύλο στο τοίχο, καθαρισμένο και τροχισμένο. Βάζοντας το στη θήκη του, έφυγε βιαστικά, ακολουθώντας ένα κρυφό μονοπάτι προς τα δυτικά σύνορα της Γης της Αγέλης. Κάθε τόσο, κοίταζε από πίσω του να σιγουρευτεί πως δεν τον ακολουθούσε κανείς. Δεν είχε ιδέα πως πήγαινε γραμμή προς τη παγίδα που του είχε στήσει ο ίδιος δολοφόνος που είχε κάποτε, με παρόμοιο τρόπο, παγιδεύσει και τον Ρίτσαρντ…
Εν στο μεταξύ, ο Σκαρ είχε πάει να βρει τη Ζίρα στη φωλιά τους, να της πει τα ευχάριστα νέα.
«Να πάει στο καλό ο φίλος μας το Χάρρυ,» είπε με ένα σαδιστικό χαμόγελο, «Μας αφήνει χωρίς το παραμικρό παράπονο. Εξάλλου, του έκανα μια μεγάλη χάρη. Σύντομα, θα ανταμώσει επιτέλους με το μακαρίτη τον αδελφό του, όπως και επιθυμούσε.»
«Καλά ξεκουμπίδια σε αυτό το τιποτένιο άνθρωπο!» χαμογέλασε γεμάτη κακία η Ζίρα, «Δεν έχει καμιά θέση εδώ πέρα, ανάμεσα σε αξιοσέβαστα λιοντάρια, να τρώει το βιός μας και να σπέρνει τη διαφθορά του μέσω του ανόητου του αδελφού σου.»
«Και ο αγαπητός μου ο ανιψιός σύντομα επίσης θα αποτελεί παρελθόν,» είπε ο Σκάρ, σκέπτοντας το Σίμπα, ο οποίος, χωρίς να το γνωρίζει κανείς πέρα από αυτόν και τη Ζίρα, επίσης βρισκόταν στο δρόμο για το Νεκροταφείο των Ελεφάντων.
Αφού ο πατέρας του είχε φύγει να πάει να κανονίσει κάποιες ύαινες που είχαν εισβάλει στη Γη της Αγέλης, ο Σίμπα είχε πάει να βρει το θείο του, ελπίζοντας πως θα έπαιζε μαζί του. Ο φουκαράς ποτέ δεν είχε καταλάβει πόσο τον μισούσε ο Σκάρ, ο οποίος, αρπάζοντας την ευκαιρία, του είχε 'κατά λάθος' ξεφύγει για το Νεκροταφείο των Ελεφάντων, βάζοντας το Σίμπα σε πειρασμό. Αν και ο Σίμπα του είχε υποσχεθεί πως δεν θα πήγαινε ποτέ εκεί, ο Σκάρ ήξερε πως ο ανιψιός του δεν μπορούσε να αντισταθεί μια τέτοια περιπέτεια.
«Ένας σβόλος, δυο τρυγόνια,» είπε θριαμβευτικά, κοιτάζοντας προς τη κατεύθυνση του Νεκροταφείου των Ελεφάντων, όπου ο Σίμπα και ο Χάρρυ κατευθύνονταν, εν αγνοία τους, προς σίγουρο θάνατο. Ώσπου να καταλάβει ο Μουφάζα τι είχε συμβεί, θα ήταν πια πολύ αργά. «Είναι οι φίλοι μας έτοιμοι να τους υποδεχθούν;»
«Όσο έτοιμοι όσο γίνεται να είναι αυτοί οι ηλίθιοι,» απάντησε, χάνοντας λίγο το χαμόγελο της η Ζίρα, «Προσωπικά, δεν θα βασιζόμουν σε αυτά τα βλακόμουτρα να σκοτώσουν ούτε νυφίτσα.» Αναφερόταν φυσικά στους μυστικούς μπράβους του Σκάρ, τις ύαινες, τις οποίες συχνά προσλάμβανε για να κάνουν τις πιο ύπουλες βρομοδουλειές του.
«Μια δολοφονία στη καρδιά της περιοχής τους είναι σίγουρη, ακόμη και για τη ελάχιστη νοημοσύνη τους,» είπε με σιγουριά ο Σκάρ, «Όπως και λένε: η κοιλιά της ύαινας ποτέ δεν είναι γεμάτη. Να ξεπαστρέψουν δυο αβοήθητα κουτάβια και έναν άχρηστο άνθρωπο θα τους είναι παιχνιδάκι. Ακόμη και τα κόλπα του Χάρρυ δεν πρόκειται να τον ωφελήσουν μπροστά σε ένα ολόκληρο, πεινασμένο στρατό υαινών!»
Οι δυο συνεργοί γέλασαν διαβολικά. Εάν όλα πήγαιναν καλά, σύντομα ο Σκάρ θα ήταν και πάλι ο επόμενος διάδοχος του θρόνου, αφήνοντας μόνο το Μουφάζα ως το μοναδικό εμπόδιο τους στο δρόμο προς την εξουσία…
Εν στο μεταξύ, ο Χάρρυ είχε φτάσει στην άκρη του Νεκροταφείου των Ελεφάντων. Μέχρι τώρα, η διαδρομή του είχε πάει μια χαρά, όπως και τον βόλευε. Κοίταξε κάτω στη σκοτεινή κοιλάδα του θανάτου. Σε αντίθεση με τη όμορφη, γεμάτη ζωή Γη της Αγέλης, αυτό το μέρος μπορούσε να το περιγράψει μόνο ως κόλαση επί γης.
Μέσα από τη γκρίζα ομίχλη, μπορούσε να διακρίνει βουνά και βουνά από παλιούς σκελετούς ζώων, κυρίως ελέφαντες, κάποιοι ακόμη με σαπισμένη σάρκα. Η απαίσια μυρωδιά πτωμάτων σε αποσύνθεση του γέμιζε τη μύτη. Ακόμη και στα χαρακώματα, η δυσωδία δεν ήταν τόσο άσχημη.
Ο Χάρρυ σταμάτησε. Αν και από μακριά, το Νεκροταφείο φαινόταν έρημο, το στρατιωτικό του ένστικτο του έλεγε πως ίσως παραμόνευαν χιλιάδες κίνδυνοι εκεί κάτω. Μόνο ένας ανόητος θα τολμούσε να πατήσει πόδι εκεί πέρα χωρίς όπλο.
Ξαφνικά, κοιτάζοντας στο έδαφος, παρατήρησε δυο ζευγάρια χνάρια ζώων που οδηγούσαν απευθείας μέσα στο Νεκροταφείο. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, ο Χάρρυ κατάλαβε πως άνηκαν σε λιονταράκια. Προτού μπορέσει καν να καταλάβει πως ίσως δεν ήταν ο μόνος που κυκλοφορούσε παρανόμως σε απαγορευμένες περιοχές, εμφανίστηκε ο Ζαζού ανάμεσα από τους σκελετούς. Έδειχνε πανικόβλητος και όπως ανακάλυψε σύντομα ο Χάρρυ, υπήρχαν μπελάδες.
«Μα τι στο καλό…; Τι έπαθες εσύ;» αναφώνησε, καθώς ο Ζαζού προσγειώθηκε σε ένα βράχο μπροστά του. Μπορούσε να δει πως το φτερό του ήταν άσχημα χτυπημένο, λες και κάποιο δυνατό πόδι με κοφτερά νύχια τον είχε βαρέσει. Ότι και αν είχε συμβεί, ήταν σίγουρα κάτι άσχημο.
«Ο Υψηλότατος και η Νάλα κινδυνεύουν!» τσίριξε, σε κατάσταση πανικού, χωρίς καν να ρωτήσει τι δουλειά είχε ο Χάρρυ εδώ πέρα, «Οι ύαινες κυνηγάνε τα παιδιά! Πρέπει να ειδοποιήσω τον Μεγαλειότατο αμέσως!» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, εξαφανίστηκε, πετώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε πίσω προς το Περήφανο Βράχο. Αλλά ο Χάρρυ ήξερε πως μέχρι να φέρει βοήθεια ο Ζαζού, θα ήταν πια πολύ αργά. Τραβώντας το σπαθί του, έφυγε βολίδα μέσα στη καρδιά του Νεκροταφείου των Ελεφάντων.
Η ομίχλη που γέμιζε αυτό το μέρος ήταν τόσο πυκνή που ο Χάρρυ δυσκολευόταν να δει πέντε μέτρα μπροστά του. Τριγύρω του άκουγε τον ήχο από γεωθερμικούς αγωγούς που έβγαζαν μεθάνιο, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ήταν τρέλα που είχε έρθει εδώ πέρα, αυτό ήταν πια σίγουρο. Από την άλλη όμως, τον έτρωγε η απορία.
Τι στο καλό γύρευαν ο Σίμπα και η Νάλα εδώ πέρα; Αποκλείεται ο Μουφάζα να τους επέτρεπε να έρθουν εδώ πέρα, πόσο μάλλον μόνοι τους. Και, πως στην οργή, τυχαίνει να βρίσκονται εδώ μαζί του; Εάν αυτό ήταν μια απλή σύμπτωση, σκέφτηκε, τότε αυτός ήταν στρουθοκάμηλος.
Το σπαθί του στο χέρι, κρύφτηκε πίσω από ένα τεράστιο σκελετό ελέφαντα. Μπορούσε να ακούσει τρομαγμένες φωνές να έρχονται από κάπου εκεί κοντά. Κρυφοκοιτάζοντας πίσω από το σκελετό, είδε ένα θέαμα που του πάγωσε το αίμα.
Ο Σίμπα και η Νάλα βρίσκονταν πράγματι εκεί, περικυκλωμένοι από τρεις άγριες ύαινες. Η Νάλα είχε κοκαλώσει από το φόβο της, προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από το φίλο της. Ο Σίμπα, αν και εκείνος φοβόταν πολύ, προσπαθούσε να προστατέψει τη φίλη του από τις πεινασμένες ύαινες, που έδειχναν έτοιμες να κατασπαράξουν και τους δυο τους. Αθόρυβα, ο Χάρρυ πήγε από πίσω τους, από όπου θα μπορούσε να αιφνιδιάσει καλύτερα τον εχθρό.
«Σας παρακαλώ, μη μας φάτε!» κλαψούριζε η Νάλα.
«Χα!» μούγγριζε ο Σίμπα, κάνοντας το θαρραλέο, «Εσείς, ψωριάρικα, βρομερά βλακόμουτρα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα! Έτσι και αγγίξετε το διάδοχο του θρόνου, θα τιμωρηθείτε!» Μια από τις ύαινες, μια θηλυκιά ονόματι Σένζι, η οποία φαινόταν να είναι αρχηγός της συμμορίας, του χαμογέλασε με κακία. Προφανώς, δεν είχε κανένα πρόβλημα να σκοτώσει ένα κουτάβι, βασιλικού αίματος ή όχι. Μια άλλη ύαινα με μια τρελή έκφραση, ο Έντ έσκασε στα γέλια ακούγοντας τις μάταιες απειλές του Σίμπα.
Μια άλλη από τις ύαινες όμως, ένας μεγαλόσωμος και κτηνώδης αρσενικός, ο Μπανζάι, ένοιωσε βαθιά προσβεβλημένος από τα σχόλια του Σίμπα. Τον αγριοκοίταξε, δείχνοντας του τα κοφτερά του δόντια.
«Τι πράμα; Ώστε είμαστε ψωραλέα, βρομερά βλακόμουτρα;» μούγγριζε επικίνδυνα. Ο Σίμπα, αντιλαμβάνοντας το λάθος του, έκανε πίσω, τρέμοντας ολόκληρος από το φόβο. «Θα σου δείξω εγώ, μικρέ…!» Προτού όμως μπορέσει να του ορμήσει, ο Χάρρυ εμφανίστηκε σαν σίφουνας από το πουθενά, ακουμπώντας προειδοποιητικά την άκρη του σπαθιού του μέσα στο ρουθούνι του Μπανζάι. Τα κουτάβια πήδησαν από τη χαρά τους που τον είδαν.
«Χάρρυ! Ήρθες να μας σώσεις!» φώναξε με ανακούφιση η Νάλα, που φαινόταν σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Για μια στιγμή νόμιζε ότι είχε έρθει σίγουρα το τέλος για αυτήν και τον Σίμπα, ο οποίος και την είχε παρασύρει σε αυτή την τρελή περιπέτεια. Κάνοντας τους νόημα να κρυφτούν από πίσω του, ο Χάρρυ γύρισε να κοιτάξει τους αντιπάλους του. Κοίταξε κατάματα το Μπανζάι.
«Για τόλμα να τους αγγίξεις και θα σου ξεριζώσω τα έντερα και θα σου τα δώσω να τα φας! Κάνε πίσω!»
Οι ύαινες, αν και είχαν ξαφνιαστεί από αυτόν τον τρίτο παρείσακτο που είχε εμφανιστεί από το πουθενά με απειλητικές διαθέσεις, δεν τους άρεσε καθόλου που τους είχε διακόψει από το γεύμα τους. Η Σένζι κοίταξε με κακία τον Χάρρυ.
«Και ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ, ξένε, να μας διατάζεις πάνω στην ίδια μας τη γη;» Δίπλα της, ο Μπανζάι έτριβε το ρουθούνι του όπου ο Χάρρυ τον είχε ακουμπήσει με το σπαθί του. «Α, ώστε εσύ είσαι εκείνος ο λακές του Μουφάζα. Έχουμε ακούσει πολλά για εσένα. Ήρθες λοιπόν να πεθάνεις παρέα με τον πρίγκιπα και τη φιλεναδούλα του, ανθρωπάκο;»
«Όχι,» της απάντησε ήρεμα, αλλά ψυχρά ο Χάρρυ, «Σας συμβουλεύω να κάνετε στην άκρη και ο καθένας μας θα τραβήξει το δρόμο του χωρίς προβλήματα, αλλιώς ο καθένας σας θα γευτεί ένα μέτρο Αγγλικό ατσάλι στα σωθικά! Βλέπετε αυτό το σπαθί;» Τους έδειξε τη κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα του σπαθιού του.
«Εγώ είμαι ένας διακεκριμένος αξιωματικός και το σπαθί μου έχει κόψει τα κεφάλια περισσότερων Γερμαναράδων από όσα μουστάκια έχεις στην ασχημόφατσα σου! Εάν εσείς, ρεμάλια, σκοπεύετε να μας εμποδίσετε, τότε ετοιμαστείτε για πόλεμο και θα δούμε ποια πλευρά θα χύσει το περισσότερο αίμα!»
«Και ποιος λέει πως θα πρέπει να πολεμήσεις εμάς;» το ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο η Σένζι, «Μου φαίνεται πως τα υπόλοιπα αδέλφια μας είναι έτοιμα να δεχτούν τη πρόκληση σου.» Γυρίζοντας, ο Χάρρυ και τα λιονταράκια είδαν κάτι που τους έκανε το αίμα να παγώσει. Μεταξύ αυτών και την έξοδο βρισκόταν μια ολόκληρη στρατιά ύαινες που έγλυφαν λαίμαργα τα χείλη τους. Ήταν παγιδευμένοι. Η Νάλα άρχισε να κλαψουρίζει.
Μουρμουρίζοντας μια βρισιά που δεν το είχε προσέξει νωρίτερα, χωρίς να δειλιάσει, ο Χάρρυ γύρισε να κοιτάξει τον εχθρό, έτοιμος να πολεμήσει μέχρι θανάτου εάν χρειαζόταν. Η μόνη του έγνοια ήταν να βρει τρόπο να σώσει τα δυο κατατρομαγμένα κουτάβια που κρύβονταν πίσω από τα πόδια του από αυτή τη παγίδα θανάτου στην οποία είχαν πέσει.
Σημείωση από τον συγγραφέα: Και άλλη μια ενότητα τελείωσε! Παρακαλώ, αφήστε καμία κριτική!
