Ο Χάρρυ κοίταξε καθώς ο όχλος των υαινών τους πλησίαζε, έτοιμες να τους κατασπαράξουν. Υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα από δαύτους τους άθλιους σκουπιδοφάγους, τα σάλια τους να τρέχουν από τα βρώμικα δόντια τους, ανυπομονώντας για λίγη φρέσκια σάρκα.

Αν και ο Χάρρυ είχε ξαναβρεθεί συχνά σε παρόμοιες δύσκολες καταστάσεις στα χαρακώματα, τουλάχιστον τότε ήταν οπλισμένος και με άλλους στρατιώτες υπό τις διαταγές του. Τώρα ήταν ολομόναχος και με μονάχα το σπαθί του για να αμυνθεί, ενώ οι ύαινες ήταν πολύ περισσότερες και επικίνδυνες. Είχαν μπλέξει άσχημα! Η Νάλα άρχισε να κλαψουρίζει.

«Χάρρυ, φοβάμαι...»

Κοιτάζοντας πίσω του, ο Χάρρυ είδε το μόνο μέρος διαφυγής: στα βάθη του Νεκροταφείου του Ελεφάντων. Για κάθε λογικό άνθρωπο φυσικά, θα ακουγόταν σαν σίγουρη αυτοκτονία, αφού το μέρος ήταν γεμάτο με περισσότερες ύαινες, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε πάση θυσία να τους αγοράσει αρκετό χρόνο μέχρι ο Ζαζού να φέρει βοήθεια.

«Σίμπα, μόλις σου πω, πάρε τη Νάλα και τρέξτε στη κατεύθυνση εκείνου του βράχου,» είπε στα κουτάβια, που είχαν κοκαλώσει από το φόβο τους, δείχνοντας τους έναν απότομο λόφο βαθιά μέσα στο Νεκροταφείο, «Μην σταματήσετε για τίποτα και σκαρφαλώστε όσο πιο ψηλά μπορείτε. Θα είστε ασφαλείς εκεί.»

«Μα...εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε τρομαγμένος ο Σίμπα, ο οποίος νόμιζε πως ο Χάρρυ σκόπευε να θυσιαστεί για χάρη τους, «Μπορώ να σε βοηθήσω...» Ο Χάρρυ δεν μπορούσε να μην θαυμάζει το θάρρος του Σίμπα, αν όχι την ανοησία του που τους είχε ρίξει όλους σε αυτή τη κατάσταση. Όμως αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνος του. Ήταν η μόνη ελπίδα για τα κουτάβια.

«Αυτό που πρέπει να κάνεις, Σίμπα,» είπε με ένα πιο αυστηρό τόνο φωνής, σαν διαταγή, «Είναι να πάρεις τη Νάλα και να ανεβείτε όσο πιο ψηλά μπορείτε, αμέσως!» Τα κουτάβια ήταν σίγουρα πως ο φίλος τους έλεγε αντίο, «Μην φοβάστε, θα σας ακολουθήσω σύντομα,» πρόσθεσε ο Χάρρυ. Εάν είμαι ακόμη ζωντανός φυσικά. «Πηγαίνετε!»

Κάνοντας μεταβολή, τα κουτάβια το έβαλαν στα πόδια, τρέχοντας να σωθούν. Η Σένζι, που είχε τη προσοχή της στραμμένη στο Χάρρυ, δεν πρόσεξε τίποτα. Ο Μπανζάι ήταν ο πρώτος που παρατήρησε πως το ορεκτικό τους είχε κάνει φτερά.

«Πιάστε τους, ανόητοι!"

Ακούγοντας τη διαταγή της βασίλισσας τους, οι πεινασμένες ύαινες ήταν έτοιμες να πάρουν τα κουτάβια στο κυνήγι, αλλά ο Χάρρυ τους έκλεισε το δρόμο, το γυμνωμένο σπαθί του στο χέρι.

«Ελάτε λοιπόν, βρωμόσκυλα, και γευτείτε το ατσάλι του Χάρρυ Βαν Όουεν!»

Οι ύαινες είχαν κουραστεί νε παίζουν παιχνίδια. Εξάλλου, ένας τροφαντός άνθρωπος ήταν ένα καλύτερο γεύμα από δυο κουτάβια μισής μερίδας. Στη στιγμή, γινόταν της γης Μαδιάμ.

Μια πελώρια ύαινα με ένα κακάσχημο πρόσωπο γεμάτο ουλές όρμησε στον Χάρρυ, ο οποίος την υποδέχτηκε με τη λάμα του σπαθιού του. Η ύαινα σωριάστηκε ψόφια στο έδαφος, τα σωθικά της να προεξέχουν από το ξεσκισμένο θώρακα της. Οι υπόλοιπες ύαινες έκαναν πίσω, τρομαγμένες από τη θανατηφόρα αντίδραση του Χάρρυ. Σύντομα όμως, ο φόβος τους αντικαταστάθηκε με μια εκδικητική οργή. Σκοτώνοντας έναν δικό τους, και μάλιστα πάνω στην ίδια τους τη γη, ο Χάρρυ είχε χτυπήσει τα τύμπανα πολέμου.

«Αυτός ο άνθρωπος σκότωσε τον Ράγκγουόρτ!» φώναξε κάποιος, «Σκοτώστε τον εχθρό!»

Οι υπόλοιπες ύαινες ξαναοργανώθηκαν σαν ομάδα, έτοιμες για νέα επίθεση. Θα έδειχναν σε αυτόν τον ανακατωσούρη άνθρωπο με ποιον είχε να κάνει! Σαν μια ορδή λυσσασμένων τρωκτικών, έπεσαν καταπάνω του Χάρρυ σε δυάδες και τριάδες, προσπαθώντας να τον ακινητοποιήσουν. Αλλά ο Χάρρυ δεν ήταν γεννημένος να γίνει εύκολο θήραμα. Κουνώντας με αστραπιαία ταχύτητα το σπαθί του, συνέχισε να σφάζει κάθε ύαινα που τον πλησίαζε.

Σύντομα το μέρος είχε γίνει σαν σφαγείο, ποτισμένο με τα αίματα σουβλισμένων, ακέφαλων, διαμελισμένων και ξεκοιλιασμένων υαινών. Με τη πλάτη του πάνω σε ένα βουνό κόκκαλα, ο Χάρρυ συνέχισε να δίνει μάχη για τη ζωή του. Ξαφνικά, είδε τη Σένζι και τους δυο μπράβους της να ξεγλιστράνε από το καβγά, αφήνοντας τα αδέρφια τους να τον κρατήσουν απασχολημένο. Αμέσως, ο Χάρρυ κατάλαβε. Πήγαιναν να κυνηγήσουν τα κουτάβια! Ώρα να αλλάξει τακτική.

Με όλη του τη δύναμη, έπεσε καταπάνω στον όχλο σαν ανθρώπινη οβίδα, προσπαθώντας να βγει από αυτή τη γωνία όπου τον είχαν στριμώξει και να φτάσει τα κουτάβια. Αλλά τώρα ήταν εντελώς περικυκλωμένος και ευάλωτος. Ξαφνικά, μια ύπουλη ύαινα τον αιφνιδίασε από πίσω. Ο Χάρρυ αναφώνησε από τον πόνο, νιώθοντας τα κοφτερά νύχια της να του τρυπάνε τη στολή και να γαντζώνουν μέσα στη σάρκα του, τα δόντια της έτοιμα να τον αρπάξουν από το σβέρκο και να τον κατασπαράξουν.

Μη μπορώντας να τη φτάσει με το σπαθί του, ο Χάρρυ έκανε το μόνο πράμα που μπορούσε να σκεφτεί. Τρέχοντας προς τα πίσω, χτύπησε με δύναμη έναν χαυλιόδοντα που προεξείχε από ένα πεσμένο σκελετό ελέφαντα. Η μυτερή άκρη του χαυλιόδοντα σούβλισε την ύαινα μέσα από τη καρδιά, αφήνοντας τη κρεμασμένη σαν μπριζόλα σε κρεοπωλείο. Αλλά τα δύσκολα δεν είχαν περάσει ακόμη.

Προτού προλάβει να πάρει μια ανάσα, μια άλλη ύαινα βρέθηκε καταπάνω του, αρπάζοντας τον από το δεξί του μπράτσο. Το αντανακλαστικό πόνου τον έκανε να του ξεγλιστρήσει το σπαθί μέσα από το χέρι του. Ο Χάρρυ κοίταξε απελπισμένα καθώς το μόνο όπλο του έφυγε κατρακυλώντας στη πλευρά ενός λόφου, όπου δεν μπορούσε να το φτάσει.

Άοπλος πια, ο Χάρρυ συνέχισε να πολεμά με κλωτσιές και γροθιές. Αλλά ήταν ήδη κουρασμένος και τραυματισμένος. Αδύνατον να αντέξει για πολύ ακόμη. Από στιγμή σε στιγμή, θα τον ακινητοποιούσαν στο έδαφος και θα τον έκαναν κομμάτια! Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μια τρομαγμένη κραυγή από τα βάθη του Νεκροταφείου. Τα κουτάβια κινδύνευαν!

Με όση δύναμη του απέμενε, ο Χάρρυ έδωσε ένα σάλτο, κατρακυλώντας στη πλευρά του λόφου όπου είχε πέσει το σπαθί του. Αρπάζοντας το, έφυγε τρέχοντας προς τη κατεύθυνση όπου είχαν τρέξει τα κουτάβια, ελπίζοντας να μην είναι πολύ αργά, οι ύαινες ξωπίσω του.

Φτάνοντας στους πρόποδες του λόφου, είδε τα κουτάβια να προσπαθούν απεγνωσμένα να σκαρφαλώσουν σε ένα ίσιωμα ψηλά στο γκρεμό, να ξεφύγουν από τη Σένζι και τους μπράβους της από κάτω. Του κόπηκε το αίμα του Χάρρυ καθώς είδε τη Νάλα να γλιστράει και, χάνοντας την ισορροπία της, βρέθηκε να κατρακυλά πάλι κάτω - απευθείας προς το ανοιχτό στόμα της Σένζι!

«Σίμπα, βοήθεια!» φώναζε απελπισμένα το κατατρομαγμένο λιονταράκι, νομίζοντας πως ήταν σίγουρα το τέλος της, «Σε παρακαλώ, βοήθεια!»

Ψηλά πάνω στο βράχο, ο Σίμπα, βλέποντας τη φίλη του έτοιμη να καταλήξει μεζές για αυτές τις ελεεινές ύαινες, δεν δίστασε. Είτε ήταν η δίψα να αποδείξει το δήθεν θάρρος του, ή απλώς διότι δεν μπορούσε να αντέξει τη σκέψη να είναι υπεύθυνος για το θάνατο της καλύτερης φίλης του, ο Χάρρυ δεν γνώριζε. Τρέχοντας βολίδα, πήδηξε ανάμεσα στη Σένζι και τη Νάλα.

«Σίμπα, μη!"

Πολύ αργά. Στη στιγμή, η ζημιά είχε γίνει. Τα δυνατά σαγόνια της Σένζι άρπαξαν το Σίμπα από τη ραχοκοκαλιά, τινάζοντας τον ολόγυρα για να τον κάνει κομμάτια, έτοιμη να τον κατασπαράξει. Τα ουρλιαχτά πόνου του άμοιρου κουταβιού ακούστηκαν ολόγυρα. Αλλά το τέλος δεν είχε φτάσει ακόμα για τον Σίμπα, γιατί εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο Χάρρυ.

Υψώνοντας το σπαθί του, έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στη ραχοκοκαλιά της Σένζι, κόβοντας της το κεφάλι πέρα για πέρα. Το ακέφαλο πτώμα της σωριάστηκε στο έδαφος, μέσα σε μια λιμνούλα αίματος.

«Μακριά από τον μικρό, παλιοθήλυκο!» μούγγρισε αγριεμένος ο Χάρρυ, ελευθερώνοντας το Σίμπα από τα σφιχτά δόντια της νεκρής πια Σένζι. Προς μεγάλη του ανακούφιση, το κουτάβι ήταν ακόμη ζωντανό, αλλά βαριά λαβωμένο. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πόση ζημιά είχε γίνει χωρίς περισσότερες εξετάσεις, αλλά με την εμπειρία του ως πρώην χειρούργος, ήξερε πως ήταν άσχημα. Παρότι το πόνο και το σοκ, ο Σίμπα είχε ακόμη τις αισθήσεις του, ώστε να αναγνωρίσει το Χάρρυ.

«Θα...θα πεθάνω, Χάρρυ;»

«Όχι, φιλαράκο, δεν είναι τίποτα. Θα γίνεις καλά,» είπε γρήγορα ο Χάρρυ, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει, «Μην ανησυχείς, θα σε βγάλω από εδώ πέρα.»

Παίρνοντας αγκαλιά το τραυματισμένο κουτάβι με ένα χέρι και κρατώντας το σπαθί του με το άλλο, ο Χάρρυ σκαρφάλωσε στο ίσιωμα ψηλά στο βράχο, όπου βρήκε τη Νάλα κουλουριασμένη και να τρέμει ολόκληρη, σε κατάσταση σοκ. Προφανώς είχε δει τη Σένζι να αρπάζει τον Σίμπα και νομίζοντας πως ήταν νεκρός, το είχε βάλει στα πόδια χωρίς να δει τον Χάρρυ να σώζει τον φίλο της τη τελευταία στιγμή...τουλάχιστον, προς το παρόν.

Βλέποντας το Χάρρυ να στέκεται από πάνω της, τα ρούχα του σχισμένα και μέσα στα αίματα, αλλά κατά τα άλλα σώος και αβλαβής, έβαλε τα κλάματα από την ανακούφιση. Τελικά, δεν είχε μείνει μόνη της! Βλέποντας όμως τον βαριά τραυματισμένο Σίμπα στην αγκαλιά του Χάρρυ, τα 'χασε.

«Όχι! Σίμπα, σε παρακαλώ, δεν έχεις πεθάνει! Σε παρακαλώ, μίλησε μου!» Όμως ο Σίμπα ήταν ασάλευτος, η χρυσαφένια γούνα του μουσκεμένη με αίμα από τα τραύματα που του είχε προκαλέσει η Σένζι, σαν να ήταν νεκρός. Τη Νάλα την έλουσε μια τρομερή αίσθηση ενοχής, τα δάκρυα της να τρέχουν ασταμάτητα, «Σκοτώθηκε εξαιτίας μου για να με σώσει...!»

«Μην ανησυχείς, δεν έχει πεθάνει,» τη παρηγόρησε ο Χάρρυ, «Απλώς έχασε τις αισθήσεις του.»

«Είναι...ζωντανός;» μουρμούρισε η Νάλα, νιώθοντας μια σπίθα ελπίδας να ανάβει μέσα στη καρδιά της.

«Ναι, αλλά δεν έχουμε χρόνο να ανησυχούμε για αυτό τώρα,» τη διέκοψε ο Χάρρυ, «Πρέπει να φύγουμε από δω αμέσως! Αυτές οι καταραμένες ύαινες δεν θα αργήσουν να μας φτάσουν. Έλα, πρέπει να βιαστούμε!»

Κοιτάζοντας τριγύρω, ο Χάρρυ είδε πως δεν υπήρχε κανένας δρόμος που οδηγούσε πιο ψηλά. Το ύψωμα όπου βρίσκονταν ήταν ένα αδιέξοδο. Ήταν παγιδευμένοι! Τότε, κοιτάζοντας πάλι, είδε μια φαρδιά σχισμή στη πλευρά του γκρεμού, η οποία ήταν η είσοδος μιας σπηλιάς. Ξαφνικά, ο Χάρρυ είχε ένα περίεργο προαίσθημα. Υπήρχε κάτι πολύ οικείο με αυτή τη σπηλιά, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Δεν το γνώριζε ακόμη, αλλά αυτό ήταν το ίδιο μέρος από όπου είχαν περάσει ο αδελφός του ο Ρίτσαρντ και ο Μακίντι πριν τέσσερα χρόνια.

Κοιτάζοντας κάτω, είδε πως οι υπόλοιπες ύαινες είχαν μαζευτεί στους πρόποδες του λόφου και κοιτούσαν έξαλλοι το ακέφαλο πτώμα της νεκρής βασίλισσας τους. Ο Μπανζάι αγριοκοίταξε τον Χάρρυ.

«Εσύ και τα κουτάβια θα πεθάνετε για αυτό, ελεεινέ άνθρωπε!» φώναξε, «Εγώ και τα αδέλφια μου θα εκδικηθούμε! Με ακούς; Δεν πρόκειται κανείς σας να φύγει από δω ζωντανός..!»

Ο Χάρρυ δεν είχε όρεξη τα ακούσει τα υπόλοιπα. Κουβαλώντας τον Σίμπα, ο οποίος δεν μπορούσε να τρέξει άλλο, οδήγησε τη Νάλα μέσα στη σπηλιά, ελπίζοντας να βρουν κάποια άλλη διέξοδο από το Νεκροταφείο.

Η σπηλιά ήταν όντως μια σχισμή που οδηγούσε βαθιά μέσα στο βράχο, αλλά όπως ανακάλυψαν σύντομα, ήταν λάθος δρόμος γιατί λίγο παραπέρα βρέθηκαν πάλι σε αδιέξοδο. Μπροστά τους, ένας πελώριος βράχος έκλεινε το πέρασμα. Πάνω από το βράχο, ο Χάρρυ μπορούσε να δει ένα άνοιγμα από όπου έμπαινε φως ηλίου - μια έξοδος! Όμως ήταν πολύ ψηλά για να το φτάσουν.

Ο Χάρρυ κοίταξε απελπισμένα τριγύρω για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν σκάλα. Ένας πελώριος σκελετός από βουβάλι βρισκόταν πεσμένος στη πλευρά του βράχου. Όμως όταν ο Χάρρυ προσπάθησε να σκαρφαλώσει για να φτάσει τη κορυφή, τα αρχαία, μασουλημένα οστά δεν μπορούσαν να αντέξουν το βάρος του. Στη στιγμή βρέθηκε φαρδύς-πλατής στο έδαφος μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Ήταν τότε που παρατήρησε και κάτι άλλο πεσμένο στο πάτωμα της σπηλιάς - κάτι που του έκανε να παγώσει το αίμα.

Τα μάτια του αντίκρισαν τις άδειες κόγχες ματιών ενός κρανίου ενωμένο σε μια τσακισμένη σπονδυλική στήλη, μια λεκάνη και ένα ζευγάρι πόδια, τα οποία ακόμη φορούσαν ένα ζευγάρι κουρελιασμένες μπότες. Είχαν ανακαλύψει τα οστά ενός ανθρώπου! Σκορπισμένα δίπλα στον άτυχο νεκρό υπήρχαν διάφορα σκονισμένα από τα χρόνια προσωπικά του αντικείμενα: ένα σακίδιο, μια αναποδογυρισμένη κάμερα, μια προ πολλού σβηστή λάμπα κηροζίνης, ένα όπλο με πολλά χρησιμοποιημένα φυσίγγια, ένα διαλυμένο γραμμόφωνο και ένα σπασμένο μπουκάλι σαμπάνιας, όλα Αγγλικής κατασκευής. Δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη να καταλάβει ο Χάρρυ πως είχε βρει επιτέλους τα απομεινάρια του μακαρίτη αδελφού του.

Από τότε που ο Ρίτσαρντ είχε εξαφανιστεί πριν όλα αυτά τα χρόνια, ο Χάρρυ ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει την ελπίδα πως θα ξανάβλεπε κάποια μέρα τον αδελφό του. Δυστυχώς, ήταν όλα για το τίποτα, αφού ο Ρίτσαρντ ήταν εδώ και πολύ καιρό νεκρός, έχοντας πέσει θύμα στις ίδιες ύαινες που τους κυνηγούσαν τώρα. Τις ύαινες!

Τον Χάρρυ τον κυρίευσε μια εκδικητική οργή. Αυτά τα μίζερα κτήνη είχαν σκοτώσει τον αδελφό του, είχαν τραυματίσει το Σίμπα, ίσως θανάσιμα, και θα το πλήρωναν πολύ ακριβά!

Παίρνοντας το πεσμένο όπλο του Ρίτσαρντ και ξεσκονίζοντας το, άρχισε να ψάχνει μέσα στο σακίδιο του αδελφού του για πυρομαχικά. Σύντομα, βρήκε ένα πουγκί που περιείχε καμιά δωδεκαριά αχρησιμοποίητα φυσίγγια, καθώς και ένα γεμάτο πιστόλι. Ένα μικρό οπλοστάσιο, αλλά του αρκούσε. Οπλισμένος σαν αστακός, έσπρωξε τη Νάλα μέσα σε μια ρωγμή κάτω από το βράχο, δίπλα στο Σίμπα. Θα ήταν πιο ασφαλείς εκεί.

«Σε καμιά περίπτωση να μη βγείτε από δω, μέχρι να σας πω πως είναι ασφαλείς» της είπε, «Κατάλαβες;» Εκείνη του νέψε, ξέροντας πολύ καλά πως οι ζωές τους ήταν τώρα στα χέρια του Χάρρυ. Αυτός ήταν το μόνο πράμα που τους χώριζε από το να καταλήξουν όλοι τους δείπνο για τις ύαινες.

«Σε παρακαλώ πρόσεχε, Χάρρυ!»

Έτοιμος για μάχη, ο Χάρρυ γύρισε να ανταμώσει τον εχθρό, οπλισμένος και έτοιμος να ξεπαστρέψει οποιαδήποτε βρώμο-ύαινα τολμούσε να πλησιάσει εκείνον ή τα κουτάβια. Ώρα να τους σερβίρει ένα αξέχαστο γεύμα! Εκείνη τη στιγμή, οι ύαινες έσκασαν μύτη στην είσοδο της σπηλιάς, τα σάλια τους να τρέχουν για το φαγοπότι που τους περίμενε: άνθρωπος για κυρίως πιάτο και λιονταράκι για επιδόρπιο!

«Μάλλον ο χρόνος σου για να τρέξεις τελείωσε, ανθρωπάκο!» γέλασαν με κακία. Αλλά δεν είχαν ιδέα με ποιον είχαν να κάνουν. Με το που πήγαν να ορμήσουν, ο Χάρρυ άνοιξε πυρ.

Η σφαίρα του βρήκε τη πλησιέστερη ύαινα μέσα στο κεφάλι, πασαλείφοντας τα μυαλά της στον απέναντι τοίχο. Μια άλλη έφαγε μια σφαίρα στο θώρακα, ανοίγοντας της μια πελώρια τρύπα εκεί όπου θα έπρεπε να είναι η καρδιά. Αντί να βρουν έναν τραυματισμένο και κουρασμένο άνθρωπο και δυο αβοήθητα κουτάβια, από κυνηγό, οι ύαινες είχαν καταλήξει να είναι το ίδιο το θήραμα. Ο Χάρρυ συνέχισε να πυροβολεί, βλέποντας να πέφτουν σαν μύγες ολόγυρα του.

«Αυτό είναι για τον Ρίτσαρντ, βρώμικα καθάρματα!» φώναξε, «Ώστε εσείς σκοτώσατε τον αδελφό μου, ε; Λοιπόν, ώρα να σας ανταποδώσω τη καλοσύνη!»

Δυστυχώς, παρότι τα θύματα που μαζεύονταν βουνό στο πάτωμα της σπηλιάς, οι ύαινες δεν έλεγαν να υποχωρήσουν, και εν στο μεταξύ, τα πυρομαχικά του Χάρρυ είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Μόνο πέντε σφαίρες του είχαν μείνει και ακόμη υπήρχαν δεκάδες από αυτά τα τέρατα εκεί έξω. Αδύνατον να τις καθαρίσει όλες.

Μάλλον η τύχη τους είχε εγκαταλείψει για τα καλά. Βγάζοντας το πιστόλι του Ρίτσαρντ για να κάνει οικονομία στα πυρομαχικά του κυνηγητικού όπλου, συνέχισε να πυροβολεί, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας όσες ύαινες μπορούσε. Δυστυχώς, τα μικρά φυσίγγια του πιστολιού δεν αρκούσαν να σκοτώσουν με τη μία, εκτός και αν ήταν μια καθαρή βολή απευθείας στο κεφάλι. Με το θήραμα τους να κοντεύει να ξεμείνει από κόλπα, οι ύαινες δεν έχασαν την ευκαιρία και σύντομα τον είχαν περικυκλωμένο.

«Δεν έχει να πας πουθενά, άνθρωπε!» του χαμογέλασε με κακία ο Μπανζάι, «Η γραμμή του Μουφάζα τελειώνει εδώ πέρα...όπως και η δική σου!»

Έχοντας μείνει με μόνο τρεις σφαίρες, ο Χάρρυ σκεφτόταν η μόνη λύση ήταν να πυροβολήσει τα κουτάβια και με τη τελευταία σφαίρα να δώσει ένα τέλος και ο ίδιος. Τουλάχιστον έτσι, θα ήταν ένας γρήγορος και ανώδυνος θάνατος, από το να τους κατασπαράξουν ζωντανούς. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ένας σωτήριος βρυχηθμός λιονταριού έκανε τα τοιχώματα της σπηλιάς κυριολεκτικά να τρύξουν. Ο Μουφάζα!

Οι ύαινες δεν ήξεραν τι τις χτύπησε. Σαν σίφουνας, ο Βασιλιάς έπεσε καταπάνω τους, τινάζοντας τες τριγύρω σαν παιδικές κούκλες. Ορισμένες έκαναν το μοιραίο σφάλμα και προσπάθησαν να αντισταθούν, με αποτέλεσμα να βρουν τα κοφτερά νύχια και δόντια του Μουφάζα βυθισμένα μέσα στη σάρκα τους.

«Μακριά από το γιό μου, τέρατα!» βρυχήθηκε, τα μάτια του αναμμένα κάρβουνα από θυμό. Οι ύαινες δεν χρειάζονταν να τους το ξαναπεί. Κάνοντας μεταβολή, το έβαλαν στα πόδια και εξαφανίστηκαν. Ο Ζαζού, που είχε ακολουθήσει τον κύριο του, προσγειώθηκε δίπλα στη ρωγμή όπου κρύβονταν τα κουτάβια. Αντικρίζοντας τον αναίσθητο και λαβωμένο Σίμπα, αναφώνησε.

«Μεγαλειότατε, ο Πρίγκιπας έχει χτυπήσει!»

Μη δίνοντας σημασία στο Χάρρυ, ο Μουφάζα έτρεξε να βοηθήσει το γιό του. Η αγριεμένη έκφραση του μετατράπηκε σε απόλυτο τρόμο, βλέποντας τη φρικτή κατάσταση του Σίμπα. Ακόμη και τα λιοντάρια δεν χρειάζονται να ξέρουν ανθρώπινη ιατρική για να αναγνωρίσουν ένα σοβαρό τραυματισμό. Έσπρωξε το γιο του με τη μουσούδα του, ικετεύοντας τον να ξυπνήσει.

«Σίμπα, γιέ μου, σε παρακαλώ, μίλησε μου...» Για μια στιγμή, όλοι νόμιζαν μήπως ήταν ήδη πολύ αργά, αλλά τότε τα μάτια του Σίμπα άνοιξαν λίγο. Ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά μόλις μετά βίας.

«Συγγνώμη, μπαμπά,» μουρμούρισε με μεγάλο κόπο, «Δεν το ήθελα... Ο Χάρρυ και η Νάλα είναι...;»

«Προσπάθησε να μη μιλάς,» του είπε ο Μουφάζα, ο οποίος ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, «Θα σε πάω πίσω στο Περήφανο Βράχο. Κουράγιο, Σίμπα!»

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, πήρε το γιό του και έφυγε γρήγορα για να επιστρέψει στη Γη της Αγέλης, ακολουθούμενος από τη Νάλα και το Ζαζού. Ο Χάρρυ γύρισε να μαζέψει τον υπόλοιπο εξοπλισμό του Ρίτσαρντ, ο οποίος του άνηκε πια, και τους ακολούθησε. Γυρίζοντας να ρίξει μια τελευταία ματιά στη σορό του Ρίτσαρντ που ακόμη κειτόταν παρατημένη στο πάτωμα όπου είχε πεθάνει, υποσχέθηκε στον εαυτό του να επιστρέψει κάποια στιγμή για να δώσει στον αδελφό του μια ταφή της προκοπής - εάν φυσικά δεν χρειαζόταν αυτός ταφή πρώτα.

Η κατάσταση δεν μπορούσε να είναι χειρότερα. Σύντομα, ο Μουφάζα θα ζητούσε εξηγήσεις για το σημερινό συμβάν. Ο Ζαζού σίγουρα θα έβρισκε το μπελά του που είχε αφήσει τα κουτάβια να έρθουν σε αυτό το μέρος. Όσο για τον Χάρρυ, που δεν μπόρεσε να προστατέψει το διάδοχο του θρόνου σε ώρα κινδύνου, οι συνέπειες θα ήταν ακόμη πιο αυστηρές. Αν ο Μουφάζα τον έβρισκε υπεύθυνο για το τραυματισμό του Σίμπα, θα βρισκόταν εξόριστος από τη Γη της Αγέλης προτού πει κύμινο. Και τότε τι θα γινόταν; Που θα πήγαινε;

Ο Μουφάζα του είχε προσφέρει καταφύγιο στο βασίλειο του λόγο της σχέσης του με τον Ρίτσαρντ. Ο Σίμπα, από την άλλη, ήταν το πιο πολύτιμο πράμα που είχε στο κόσμο, καθώς και ολόκληρης της Αγέλης. Όχι, ατύχημα ή όχι, δεν θα του έδειχναν καμία επιείκεια μετά από αυτό που έγινε. Θα τον έδιωχναν με τις κλωτσιές ή ακόμη και να τον σκότωναν ως προδότη εάν πέθαινε ο Σίμπα.

Καθώς βάδιζε με το κεφάλι σκυμμένο, συλλογιζόμενος, κατάλαβε πως ήταν αποκλειστικά στο χέρι του να επανορθώσει. Ως πρώην χειρούργος, είχε όλες τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις για να σώσει το κουτάβι. Ο όρκος που είχε δώσει στον εαυτό του πριν χρόνια να μην ξαναγγίξει την ιατρική ας πήγαινε στον αγύριστο! Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του και να αποτρέψει το χαμό και άλλης ζωής.

Σημείωση από τον συγγραφέα: Ορίστε και η ενότητα 9! Ίσα-ίσα πρόλαβα πριν τις διακοπές. Όπως πάντα, παρακαλώ αφήστε καμία κριτική. Καλά Χριστούγεννα!