Μια Νέα Γνωριμία
An English translation of this story is also available. You can find it in my profile, titled A New Acquaintance.
Α/Ν: Η ιστορία αυτή θα ακολουθήσει μερικά από τα πρωτότυπα τεύχη του Goscinny και Underzo. Ο νέος χαρακτήρας, η Πεισματίνα, θα επηρεάσει ως έναν βαθμό την πλοκή του καθενός. Βασιζόμενη στην υπόθεση ότι ο αναγνώστης είναι εξοικειωμένος με αυτές τις ιστορίες, η δουλειά αυτή θα παραλείψει μέρη που παραμένουν αυτούσια κι ανεπηρέαστα από την παρουσία της Πεισματίνας.
Disclaimer! Ό,τι αναγνωρίζετε ανήκει στους δημιουργούς, όπως και επίσης κάποιες ατάκες που πήρα αυτολεξεί από τα κόμιξ. Δεν έχω οικονομικές βλέψεις!
Τα στερεότυπα για τις γυναίκες βασίζονται στις εντυπώσεις μου από τα αρχικά τεύχη του Goscinny και του Underzo.Η ιδέα ότι ο Πανοραμίξ βρίσκει την ιδέα γυναικών δρυιδισών από απρεπή έως και γελοία, βρίσκεται στο τεύχος Ρόδο και ξίφος. Πολύ λίγα ιστορικά δεδομένα είναι γνωστά για τη ρωμαϊκή Γαλατία, κι αυτά κυρίως από ρωμαϊκές πηγές, συνεπώς οι πληροφορίες στη διάθεση μας είναι περιορισμένες. Βρήκα πηγές που έλεγαν πως οι γυναίκες Κελτισσες δεν είχαν κατώτερη κοινωνική θέση από τους άντρες. Συμμετείχαν στους πολέμους και μπορούσαν να αποφασίζουν τη μοίρα τους, όπως και οι άντρες. Όμως αυτές οι πηγές μιλούσαν για μεταγενέστερους αιώνες, κι όχι για το έτος 50 π.Χ., που όπως όλοι ξέρουμε είναι ο χρόνος των περιπετειών του Αστερίξ. Όμως καθώς δεν είδα τίποτα τέτοιο στα τεύχη, σε αυτή τη δουλειά θα προτιμήσω να ακολουθήσω τον κανόνα των δημιουργών, παρά τα ισχνά ιστορικά δεδομένα. Θεώρησα ότι θα είχε περισσότερο ζουμί έτσι.
Πρόλογος: Το Συνέδριο
Ήταν παραμονές μεσοκαλόκαιρου και η κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά από το δάσος των Καρνουτών ήταν γεμάτη ήχους και μυρωδιές.
Ο Αστερίξ και ο Οβελιξ συνόδευαν για ακόμη μια φορά τον Πανοραμίξ στο ετήσιο συνέδριο Δρυϊδών. Έφτασαν στην είσοδο του Δάσους των Καρνουτών, τον παραδοσιακό τόπο συνάντησης, τρεις ώρες νωρίτερα από την επίσημη ώρα έναρξης. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη προβάλλει πίσω από τα βουνά στο βάθος και η γαλήνια ηρεμία της νύχτας δεν είχε απελευθερώσει ακόμα τη φύση από το πέπλο της.
Ο Οβελίξ είχε ήδη αναχωρήσει προς αναζήτηση βρώσης, πριν καλά καλά ο Πανοραμίξ προλάβει να στρωθεί σε μια λειασμένη πετρα. Ο Αστερίξ καταπιάστηκε με την φωτιά, συζητώντας με το Δρυΐδη για τους εορτασμούς της ημέρας, όταν μια γυναικεία τσιρίδα ακούστηκε από κάπου κοντά.
Οι δύο Γαλάτες περιήλθαν αμέσως σε κατάσταση συναγερμού.
«Μα μόνο άκουσε με!»
«Όχι, κορίτσι μου, όχι! Πόσες φορές πρέπει να στο εξηγήσω;» Διέκοψε μια δεύτερη, αντρική φωνή.
Για λίγο, οι δυο Γαλάτες είχαν μείνει να κοιτάνε προς τα δεξιά, εκεί που ένα ανώμαλο μονοπάτι χώριζε το δάσος από την κοιλάδα πιο κάτω. Οι φωνές δεν έρχονταν από μακριά, όμως ένα ανάχωμα στις παρυφές του δάσους έκρυβε τους μεν από τη θέα των δε.
«Μα θα μεταμφιεστώ και κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα-» Παρακάλεσε για ακόμη μια φορά η κοριτσίστικη φωνή.
«Τίνα!»
«Έχω τόσες ιδέες, τόσα που θα μπορούσα να προσφέρω!»
«Μα δεν αναγνωρίζεις ιερό και όσιο;»
«Έλα τώρα, θείε!» Ο στεγνός, εριστικός τόνος της νεαρής ταξίδεψε ως τα αυτιά του Αστερίξ με ακόμη μεγαλύτερη ευκρίνεια από ότι οι τσιρίδες της. «Πως γίνεται να θεωρείς ιερή μια πρακτική που κρατάει τη γνώση περιορισμένη στα χέρια μόνο λίγων εκλεκτών;»
Κατά τα μερικά δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν, ο Αστερίξ μπορούσε να φανταστεί την εικόνα των δύο συνομιλούντων ακόμη κι αν τη δεδομένη στιγμή οι φιγούρες τους δεν είχαν ακόμη φανεί. Η νεαρή πρέπει να είχε στρέψει τη ικετευτική ματιά της στον άντρα. Ο θείος της από τη μεριά του θα πρέπει να αναστέναζε κουρασμένα, γιατί τα επόμενα του λόγια δεν θα είχαν φτάσει στα αυτιά των Γαλατών αν ο άνεμος δεν φυσούσε προς την κατεύθυνση τους.
«Πόσες φορές πρέπει να το εξηγήσω;»
Καθώς ο άντρας ξεκίνησε να εξηγεί τη λογική του (για χιλιοστή φορά, ο Αστερίξ συμπέρανε από τον κουρασμένο τόνο του και την ετοιμότητα με την οποία απέκρουε ό,τι επιχείρημα προλάβαινε να ξεστομίσει το κορίτσι), ο Πανοραμίξ καθάρισε το λαιμό του διακριτικά. Ο Αστερίξ στράφηκε προς το μέρος του. Ο Πανοραμίξ κρυφογελούσε, αλλά με το ζευγάρι να πλησιάζει ο Αστερίξ δεν το βρήκε έξυπνη κίνηση να ανακρίνει το δρυΐδη για περαιτέρω λεπτομέρειες. Άσε που από ότι φαινόταν ο άντρας που συνόδευε το κορίτσι ήταν και αυτός δρυΐδης, και ο Πανοραμίξ δεν θα κουτσομπόλευε ποτέ κάποιον που ανήκε στην τάξη του.
Οι φωνές έρχονταν από πιο κοντά τώρα. Ο Αστερίξ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έκλεψε μια ματιά προς τη κούρβα του αναχώματος. Δυο φιγούρες μόλις που φαίνονταν να περπατούν προς το μέρος τους. Μια κοντή και στροyμπουλή, ντυμένη με τον άσπρο μανδύα του δρυΐδη, και μια ψηλή και λυγερή, τυλιγμένη σε μια γκρίζα κάπα που άγγιζε το έδαφος.
Η κοπέλα προχωρούσε με μεγάλα, κοφτά βήματα, και κρατούσε τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της, ως μιαν ακόμη εκδήλωση ανυπακοής. Ο δρυΐδης θείος της είχε τον αέρα ενός υπομονετικού ανθρώπου που κινδύνευε να φτάσει στα όριά του. Είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια να συναγωνιστεί τις μεγαλύτερες δρασκελιές της κοπέλας. Αν ο Αστερίξ μάθαινε ότι αυτό το θέμα συζήτησης επαναλαμβανόταν κάθε μέρα τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν θα εκπλησσόταν καθόλου.
Ήταν και οι δύο τόσο απορροφημένοι στη λογομαχία τους που δεν συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν οι μόνοι που είχαν φτάσει τόσο νωρίς.
«Οι γυναίκες,» συνέχισε ο μικροσκοπικός δρυΐδης, «και ιδιαίτερα οι νεαρές γυναίκες,δενμπλέκονται με τέτοιες ασχολίες. Για αιώνες τώρα, έχουν επωμιστεί τη δύσκολη δουλειά της διαχείρισης του σπιτικού. Μπορεί να μην είναι τόσο ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, όμως πόσους άνδρες έχεις γνωρίσει που μπορούν να μαγειρεύουν, να πλένουν και να μεγαλώνουν και παιδιά; Και αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε δεν σου είναι αρκετό αυτό το τόξο και τα βέλη που περιφέρεις με τόσο περηφάνεια; Ή μήπως ξέχασες πόσους μπελάδες μόνο η όψη τους σου έχει προκαλέσει;»
«Σε λίγο θα μου πεις ότι φταίω εγώ που οι άνδρες-»
«Ναι, Τίνα, φταις. Δεν φταις μόνο εσύ αλλά δεν βοηθάς και την κατάσταση. Θυμάσαι εκείνο το πανδοχείο δύο μέρες πριν; Ήταν ανάγκη να κουβαλήσεις όλο σου τον εξοπλισμό στο δείπνο;»
«Οεξοπλισμόςμου και η δεξιότητα μου σε αυτόν είναι ο λόγος που μου επέτρεψες να σε συνοδέψω! Η δουλειά μου σε αυτό το ταξίδι είναι να σε προστατεύω!»
«Πεισματίνα.» Ο Δρυΐδης αναστέναξε. Σταμάτησε και έπιασε απαλά το μπράτσο της κοπέλας, σταματώντας την κι αυτή. «Θαρρείς πως αν ήθελα κάποιον συνοδό δεν θα μπορούσα να τον βρω; Κάποιον με μεγαλύτερη εμπειρία;»
Η σύντομη σιωπή που ακολούθησε δονούταν από τις απαρχές μιας απογοήτευσης που προμηνυόταν εκρηκτική. «Και τότε τι κάνω εγώ εδώ;» Η κοπέλα μίλησε τόσο σιωπηλά που ο Αστερίξ παραλίγο να μην την ακούσει.
Ο Δρυΐδης έφερε και τα δύο του χέρια στα μπράτσα του κοριτσιού και τα έτριψε προσπαθώντας να την εφησυχάσει. «Γιατί δε μου αρέσει να σε βλέπω στενοχωρημένη, παιδί μου. Είναιγεγονόςότι δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου στο συνέδριο. Κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Όμως!» Τόνισε ο θείος, προλαβαίνοντας ακόμη ένα κύμα παρακαλητών. «Σε πήρα μαζί μουμέχρι εκεί που μπορούσα.»
Με την άκρη του ματιού του ο Αστερίξ είδεπως η κοπέλα είχε αρχίσει να ηρεμεί. Οι ώμοι της χαλάρωσαν, τα χέρια της ξεμπλέχτηκαν, οι γροθιές της ξεσφίχτηκαν. Πήγε να πει κάτι στο θείο της, αλλά εκείνος την πρόλαβε ξανά.
«Αν ήταν στο χέρι μου,» της χαμογέλασε στοργικά, «θα σε έπαιρνα μαζί μου, μόνο και μόνο για να σε δω να χαμογελάς, να σε δω να γουρλώνεις τα μάτια μπροστά στα θαύματα που θα γινόσουν μάρτυρας.» Της χάιδεψε το μάγουλο. «Το ξέρεις αυτό.»
Η στάση του κοριτσιού είχε μαλακώσει αρκετά για να συναγωνιστεί τη στοργή του θείου της. «Επειδή ξέρεις πόσο καλή είμαι.» Είπε, και ακούστηκε πιο πολύ σαν παράκληση, παρά σα δήλωση.
Ο Δρυΐδης ένευσε θετικά, αλλά τα επόμενα λόγια του ήταν ένα κράμα πειράγματος και παραίνεσης. «Και για να δεις πόσο καλύτερη μπορείς να γίνεις.»
Το κορίτσι εξέπνευσε ένα μικρό, ειρωνικό γελάκι, όμως κανένα ίχνος από τον προηγούμενο επιθετικό της τρόπο δεν είχε απομείνει. Ίσα ίσα, τα λόγια του θείου της πρέπει να την εξευμένισαν.
«Αυτή η δίψα σου για γνώση είναι άξια επαίνων, κορίτσι μου, αξιοθαύμαστη και σου εύχομαι να μην την χάσεις ποτέ. Κάνε υπομονή και στο μέλλον, μόνο ο Μπελένος ξέρει που θα βρεθείς.»
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, ο θείος ενθαρρυντικά, η ανιψιά παρά τη θέληση της.
«Αλλά μέχρι τότε, δεν πετάγεσαι στο ρυάκι. Χρειαζόμαστε νερό.»
Το κορίτσι αρχικά δίστασε να τον αφήσει μόνο του, όμως ο Δρυΐδης επέμεινε ότι στις παρυφές του Ιερού Δάσους δεν κινδύνευε, άσε που η ύπαρξη φωτιάς στο βάθος υπονοούσε ότι κάποιος από τους συναδέλφους του είχε ήδη καταφτάσει.
«Μα δε μύρισα φωτιά.» Το κορίτσι αντιπαρέβαλε. Μέσα στην αναστάτωση της δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχε ακροατήριο.
Ο Αστερίξ ατένισε αφηρημένα τον ουρανό, όπου η ορατότητα των αστεριών είχε ήδη αρχίσει να μειώνεται. Ψιλοντράπηκε για λογαριασμό του κοριτσιού, που τα προσωπικά της είχαν εκτεθεί σε αυτιά ξένων πριν κάνει την γνωριμία τους.
Σύντομα το κορίτσι απομακρύνθηκε προς το ρυάκι και η στρουμπουλή φιγούρα προσέγγισε τους καθιστούς Γαλάτες.
Οι χαιρετούρες και οι εναγκαλισμοί που ακολούθησαν ήταν οι παραδοσιακοί και συνηθισμένοι, επαναλαμβανόμενοι ετήσια, και εκτυλισσόμενοι λες και οι δρυΐδες δεν είχαν περάσειέναχρόνο χώρια, αλλά δέκα. Αποδείχθηκε τελικά ότι ο Καλοκαγαθίξ, ο θείος της κοπέλας ονόματι Τίνα, ήταν παλιός φίλος του Πανοραμίξ. Έτσι λοιπόν οι δύο Δρυΐδες βολεύτηκαν κοντά στη φωτιά, ενώ τα αηδόνια ξεκινούσαν να προμηνύουν την αρχή της μέρας. Δεν φαινόταν να ανησυχεί που τα προσωπικά τους είχαν βγει στη φόρα. Συγκεκριμένα τους ρώτησε ευθέως, αν και με μια κάποια κούραση, πόσα από τα ειρημένα είχαν ακούσει.
Ο Αστερίξ άφησε τους δύο παλιούς φίλους να πουν τα δικά τους, περί νεότητας και απειθαρχίας, επαναστατικότητας και πείσματος. Ο Καλοκαγαθίξ μίλησε με νοσταλγία για την αδερφή του, τη μητέρα της Τίνας που την είχε πάρει μακριά της η αρρώστια όταν το κορίτσι δεν είχε κλείσει ακόμη δέκα χρόνια στη γη. Τα μάτια του έλαμπαν όταν αφηγήθηκε αποσπάσματα από τα κατορθώματα της μικρής τα ακόλουθα οκτώ χρόνια κι η ανησυχία που τσαλάκωνε το πρόσωπο του ήταν αντάξια ενός πραγματικού γονέα, όταν περιέγραψε πως η κοπέλα, παρ' όλα τα χαρίσματα της, δυσκολευόταν να κάνει παρέες.
«Και συνεχίζεις να την διδάσκεις, παλιόφιλε;» Ρώτησε ο Πανοραμίξ. «Από ότι θυμάμαι είχες τις αμφιβολίες σου στην αρχή.»
Ο Καλοκαγαθίξ αναστέναξε με τρόπο που ταίριαζε με το όνομα του. «Άμα την έβλεπες πως επέμενε θα είχες παραμερίσει κι εσύ τις αμφιβολίες σου, Πανοραμίξ. Έχω βάλει τα όρια μου σε ότι σχετίζεται με την δρυϊδική, ειδικά την παρασκευή φίλτρων,» συνέχισε με όση αυστηρότητα το στρογγυλό και χαρωπό του πρόσωπο μπορούσε να εκφράσει, «όμως, σε ρωτώ, που βλέπεις το κακό να μαθαίνει ο άνθρωπος πέντε πράγματα; Να ξέρει να ξεχωρίζει τα βότανα, ας πούμε, ή να φτιάχνει γιατρικά;»
«Και λίγη ιστορία και μυθολογία, ίσως και λίγη στρατηγική;» Τον πείραξε καλοπροαίρετα ο Πανοραμίξ.
«Καταλαβαίνω που το πας, παλιόφιλε,» του χαμογέλασε πονηρά ο Καλοκαγαθίξ, «αλλά οι δρυΐδες είμαστε πολλά περισσότερα από στεγνή γνώση και τις υπηρεσίες που προσφέρουμε. Είμαστε η λευκή μας ρόμπα και ο κόκκινός μας μανδύας. Είμαστε ιερείς και σοφοί και επίτιμα μέλη κάθε κοινότητας.»
«Και το κορίτσι δεν μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο, όση γνώση κι αν έχει.»
Ο Αστερίξ γνώριζε τον Πανοραμίξ από τότε που φορούσε πάνες (ο ίδιος, όχι ο Πανοραμίξ, φυσικά). Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια στενής επαφής και φιλίας, ήταν από τους λίγους στο χωριό που δεν αντιμετώπιζε συχνά δυσκολίες στο να αποκωδικοποιεί τις πιο λεπτές αποχρώσεις της συμπεριφοράς του δρυΐδη. Κι όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν σίγουρος για τα πραγματικά αισθήματα που κρύβονταν πίσω από το μυστήριο χαμόγελο του. Ή τα καλοπροαίρετα πειράγματα, ή το διαπεραστικό βλέμμα που συνόδευσε τα τελευταία του λόγια προς τον παλιό του φίλο.
Έφερε το σχόλιο του αυστηρότητα, ακόμη και αποδοκιμασία; Μήπως ήταν ένας έμμεσος τρόπος να εκφράσει συμπόνια και κατανόηση για έναν κατ'ουσίαν πατέρα ο οποίος έπρεπε να συντρίψει τα όνειρα μιας νεαρής ψυχής πριν ακόμη αρχίσουν; Ή μήπως ο Πανοραμίξ είχε απλά προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον συνάδελφο του σχετικά με τα όρια που επέβαλλε η τάξη τους, αφότου είχε καταστεί προφανές ότι φλέρταρε ήδη με την παρατυπία;
Ο κοντύτερος δρυΐδης δεν πρέπει να αντιμετώπισε τις ίδιες δυσκολίες με τον Αστερίξ πάντως γιατί κανένα σημάδι διερώτησης δεν φάνηκε στην έκφραση του προσώπου του. Μόνο επέστρεψε τη ματιά του παλιού του φίλου, με μια μείξη συναισθημάτων υπερβολικά μπλεγμένη για να αποτυπωθεί με λόγια. Ο Αστερίξ ένιωθε λες και ήταν ξανά παιδί και έβλεπε τους γονείς του να συνομιλούν με νεύματα και ματιές, μοιραζόμενοι μπροστά στα μάτια του ένα ομερτά που δεν τον συμπεριλάμβανε.
Η άφιξη του Οβελίξ με τρια αγριογούρουνα κάτω από τις μασχάλες και το μικρό λευκό σκυλάκο να τον συνοδεύει έλυσε το στιγμιαίο ξόρκι που είχε δέσει τους δύο άντρες. Καταπιάστηκαν να οργανώσουν τους σάκους τους, αναμένοντας με ενθουσιασμό την ανατολή του ηλίου που θα σήμανε την αρχή του συνέδριου. Εντωμεταξύ, η προσοχή των δύο πολεμιστών στράφηκε στο φαΐ, με τον Ιντεφίξ να κουρνιάζει στο πλάι τους, οσμιζόμενος ήδη τα κόκκαλα που θα χαιρόταν αργότερα, ενώ οι Δρυΐδες μουρμουρούσαν ήσυχα μεταξύ τους.
Τα δύο πρώτα αγριογούρουνα είχαν ήδη τοποθετηθεί πάνω από τη φωτιά πριν η νεαρή επιστρέψει. Κατέφτασε από την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία είχε φύγει, σκαρφαλώνοντας με γοργό βήμα μια πλαγιά ακόμη πράσινη με τα τελευταία καλοκαιριάτικα χορτάρια. Η μελαχρινή της κώμη φάνηκε πρώτη, μακριά μαλλιά πλεγμένα γύρω από το κεφάλι της.
«Είσαι σίγουρος, βρε Πανοραμίξ;»
Ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε καθαρά ο Αστερίξ για πρώτη φορά μετά την επιστροφή του φίλου του.
«Βεβαίως, παλιόφιλε, μην το συζητάς, κανένα πρόβλημα…» Είπε η φωνή του Πανοραμίξ, καθώς η Τίνα εντόπισε τον θείο της και άρχισε να πλησιάζει. Στο ένα της χέρι κρατούσε έναν δερμάτινο ασκό και στο άλλο έναν σκίουρο, πιθανώς το πρώτο θήραμα της ημέρας. Ο Αστερίξ ήταν της ίδιας άποψης με τον Οβελίξ σε αυτή την περίπτωση: ποιος άνθρωπος στα καλά του μυαλά θα σκότωνε σκίουρο; Τα καταραμένα τρωκτικά ήταν πολύ δύσκολο να πιαστούν και έπρεπε να μαζέψεις πέντε έξι για να βγάλεις το κρέας της ημέρας.
«Θα μείνει με τα παιδιά μέχρι το πέρας του συνεδρίου και μετά, αν είναι σύμφωνη φυσικά, θα την αναλάβω εγώ προσωπικά.»
Αυτά ήταν τα επόμενα λόγια του Πανοραμίξ και ήχησαν δυσοίωνα στο πρωινό ημίφως. Γιατί σε ποιόν άλλον θα μπορούσαν οι δύο γερο-Δρυΐδες να αναφέρονται παρά στην κοπέλα που πλησίαζε, και ποια ήταν τα «παιδιά» αν όχι ο Αστερίξ και ο Οβελίξ;
Η γαλατική αβρότητα ήταν κάτι το αδιαπραγμάτευτο, και φυσικά ο Αστερίξ δεν θα άφηνε ένα μικρό κορίτσι μόνο του σε αυτή την ερημιά, αλλά άλλο το να ρίχνουν ένα βλέφαρο για να σιγουρευτούν ότι έχει να φάει και είναι ασφαλής κι άλλο να νταντεύει μια πεισματάρα έφηβη που νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Ο Λουτετιανός ανιψιός του Μαζεστίξ του ήρθε κατά νου και ο Αστερίξ αναστέναξε σιωπηλά. Γι' αυτό και έμεινε εργένης, για να μην χρειάζεται να ασχολείται με τέτοια πράγματα.
«Τίνα,» αναφώνησε ο Πανοραμίξ όταν η κοπέλα πλησίασε. «Εσύ μάλλον δεν με ξέρεις, αλλά εγώ κάθε χρόνο μαθαίνω τα νέα σου από τον θείο σου.»
Κι άλλες χαιρετούρες ακολούθησαν, και η νεαρή τους ξάφνιασε επιδεικνύοντας μια λιγομίλητη φύση, περιοριζόμενη να νεύει όποτε δεν χρειαζόταν να μιλήσει. Δεν χαμογέλασε, δεν χαζογέλασε και δεν κρυφογέλασε όπως θα περίμενε κανείς από ένα κορίτσι της ηλικίας της. Φάνηκε να κρατάει τον εαυτό της με τρόπο αυστηρό, όχι μουτρωμένο ακριβώς αλλά με μια σοβαρότητα που διασκέδασε τον Αστερίξ γιατί ήταν τόσο απρόσμενη για ένα κορίτσι που πριν λίγη ώρα παρακαλούσε το θείο της να την αφήσει να μεταμφιεστεί για να μπει λαθραία στο συνέδριο.
Μόνον όταν ο Οβελίξ, μπροστά στη νέα γνωριμία θηλυκού γένους, άρχισε να κοκκινίζει πάλι από πάνω μέχρι κάτω, η Τίνα δεν μπόρεσε να διατηρήσει τη μάσκα σοβαρότητας. Αρχικά φάνηκε να βιώνει την αναμενόμενη έκπληξη κι απορία, μπροστά στο θέαμα του δίμετρου πολεμιστή που αδυνατούσε να συναντήσει το βλέμμα της. Ο Αστερίξ έψαξε να βρει κάποιο σημάδι ότι η μικρή είχε πάρει τον φίλο του στο ψιλό, όμως κυρίως ήταν η συμπεριφορά του Οβελίξ που επιδείνωσε τον υπόκωφο εκνευρισμό που ήδη ένιωθε, και μάλιστα για λόγους που ο Αστερίξ είχε επιλέξει χρόνια πριν να μην πολυ-μελετάει. Όμως σύντομα η κοπέλα στένεψε τα μάτια καχύποπτα, λες και η ντροπές του Οβελίξ ήταν κάποιο καταχθόνιο τέχνασμα του οποίου τον σκοπό αδυνατούσε να κατανοήσει.
Την τεταμένη ατμόσφαιρα θρυμμάτισε ο Πανοραμίξ, θίγοντας το θέμα της ημέρας. Προσκάλεσε την Τίνα να έρθει να μείνει μαζί του στο χωριό για μερικές εβδομάδες. Το κορίτσι, ευερέθιστο στο σημείο της νευρικότητας εκ φύσεως από ότι όλα έδειχναν, αντέδρασε λες και ήταν στρείδι που κάποιος προσπάθησε να κλέψει το μαργαριτάρι που έκρυβε ανάμεσα στα σαγόνια του. Η προσοχή της αναπηδούσε αναστατωμένα μεταξύ των δύο Δρυΐδων, κλέβοντας μερικές ματιές ακόμη και προς τους άλλους δύο, λες και ήταν κι αυτοί μέρος της συνομωσίας.
«Μα γιατί να θέλετε να με φιλοξενήσετε;» Ρώτησε με αυθεντικό προβληματισμό.
«Ήταν δική μου ιδέα, βασικά.» Απάντησε ο Πανοραμίξ, χαμογελώντας καλόκαρδα. «Ο θείος σου μου έλεγε ότι δεν πολυσυμπαθείς τη Λουτέτια και περνάς πολύ χρόνο στο δάσος, οπότε σκέφτηκα ότι θα σου αρέσει το χωριό μας.»
Κάτι στην έκφραση της νεαρής μαλάκωσε, όμως όταν έστρεψε την προσοχή της στο θείο της φάνηκε στενοχωρημένη.
«Σε έχω κουράσει, έτσι δεν είναι θείε;»
«Τι λες τώρα κορίτσι μου;» Τη μάλωσε καλοπροαίρετα εκείνος, πιάνοντας της το χέρι. «Απλά σκέφτηκα ότι θα ενθουσιαστείς με την ιδέα να ζήσεις σε ένα καινούριο μέρος.»
Το στόμα της μικρής στράβωσε, κι ο Αστερίξ χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνειδητοποίησει ότι προσπαθούσε να χαμογελάσει. Όμως φαινόταν να το κάνει πιο πολύ προς τέρψην του θείου της, παρά από δική της. «Και τα μαθήματα μας;» Ρώτησε, και είχε αρχίσει ήδη να συνοφρυώνεται λες και είχε ήδη ακούσει τον θείο της να ανακοινώνει ότι θα ήταν προς το συμφέρον της να κάνει ένα διάλλειμα για λίγες εβδομάδες.
Γι' αυτό και εξεπλάγη όσο και ο Αστερίξ όταν άκουσε όχι τον θείο της αλλά τον Πανοραμίξ να της απαντάει. «Θα τα αναλάβω εγώ, αν δεν έχεις αντίρρηση.»
Ο Αστερίξ έπρεπε να ομολογήσει ότι αυτό δεν το περίμενε. Άλλο ένας θείος να κάνει τα χατίρια σε μια επίμονη ανιψιά, κι άλλο ο Πανοραμίξ να δέχεται χαμογελαστός να συνεχίσει την παρατυπία του συναδέλφου του.
Η Τίνα έλαμψε ολόκληρη, ξεχνώντας προς στιγμήν την εκστρατεία της να παρουσιαστεί σοβαρή και μετρημένη. Ακόμη κι αν δεν ήξερε τον Πανοραμίξ, η λευκή του περιβολή ήταν αρκετή να την πείσει ότι είχε πολλά να μάθει από αυτόν. Αυτή η ζέση ήταν που έκανε λοιπόν τον Καλοκαγαθίξ να μην μπορεί να της πει όχι;
Ενώ η γλώσσα της Τίνας άρχισε να ξετυλίγεται καθώς συζητούσαν τα διαδικαστικά με τον Πανοραμίξ, μια άλλη ιδέα πέρασε από το μυαλό του Αστερίξ. Μήπως ο Δρυΐδης είχε κάνει αυτή την πρόταση για να μπορεί να ελέγχει τι πληροφορίες θα είχε στη διάθεση του το κορίτσι, και να εξασφαλίσει έτσι ότι ο θείος της δεν θα υπερέβαινε τα ήδη χαλαρά όρια που προσπαθούσε να διατηρήσει;
A/N: Η ιστορία είναι διαθέσιμη και στο Ao3. Τα πρώτα 11 κεφάλαια είναι γραμμένα και η πλοκή είναι ήδη διαμορφωμένη μέχρι το τέλος.
Μην διστάσετε να μου πείτε την άποψη σας!
